ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

ÌáëáêÜóçò ÌéëôéÜäçò: Ãëõêýôáôïò Åõáßóèçôïò ÂÜñäïò

     Βιογραφικü      

     O ΜιλτιÜδης ΜαλακÜσης (του ΑγαμÝμνονα και ΖωÞς Κερασοβßτη) ποιητÞς απ' τους σημαντικοýς του νεοελληνικοý λυρισμοý, γεννÞθηκε στο Μεσολüγγι το 1869. ΛÜτρευε με πÜθος τον ιερü αυτüν τüπο. Καταγüταν απü οικογÝνεια αγωνιστþν του '21, πλοýσια κι Üνετη κι αυτü του 'χεν εξασφαλßσει ζωÞ αφιερωμÝνη στη τÝχνη κι απαλλαγμÝνη βιοποριστικþν εγνοιþν. Οι πρüγονοß του (ΜαλακÜσας Þτανε τ' üνομÜ του, που το Üλλαξε üταν Ýφτασε ΑθÞνα) κατεβÞκαν απ' τη Πßνδο, πολλÜ χρüνια πριν απ' την ΕπανÜσταση. ΑσχοληθÞκαν üλοι με το ξεσηκωμü του Ýθνους κι ο παπποýς ΧαρÜλαμπος, υπÞρξεν Üνθρωπος του ΑλÝξανδρου ΜαυροκορδÜτου, που πßστευε κι εκτιμοýσε. ¹τανε πολιτÜρχης και πυροβολητÞς στη διÜρκεια της πολιορκßας του Μεσολογγßου. Ο πατÝρας του Þτανε στρατιωτικüς και μετÜ τον αγþνα, αφοσιþθηκε στη καλλιÝργεια των κτημÜτων του, στο ΓαλατÜ Μεσολογγßου.
    
¹ταν μοναχογιüς με 3 αδερφÝς -η μÜνα του απÝκτησε συνολικÜ 8 παιδιÜ, ζÞσαν üμως μüνο τα 4. Εßχαν Ýτσι, αδυναμßα στο αγüρι και το παραχÜúδευαν. Νωρßς Üρχισε να γρÜφει ποιÞματα, αλλÜ Þτανε καλüς στο ευθυμογρÜφημα και στο ρομαντικü πεζοτρÜγουδο. Σα μαθητÞς γυμνασßου δεν Þτανε καλüς, Ýχασε και χρονιÝς. Για να τελειþσει τις γυμνασιακÝς σπουδÝς στÜλθηκε στην ΑθÞνα το 1885, να πÜρει το απολυτÞριο και μπÞκε εσωτερικüς στο ιδιωτικü λýκειο Παπαγεωργßου. Εκεß μπÞκε σε φιλολογικοýς κýκλους και συνεργÜστηκε με την εφημερßδα Ακρüπολις, που 'χεν Ýντονη φιλολογικÞ ýλη και τα περιοδικÜ: Διüνυσος, ΠαναθÞναια και Περιοδικü Μας.
     Τελειþνοντας τις εγκýκλιες σπουδÝς το 1888, γρÜφτηκε στη Νομικὴ ΣχολÞ, κατüπιν πßεσης της οικογÝνειας, που üμως δε τελεßωσε ποτÝ καθþς Þταν αφοσιωμÝνος στη ποßηση. Στα φοιτητικÜ του χρüνια μετÝχει σ' üλες τις μποÝμικες νεανικÝς εκδηλþσεις και τρÝλες, Ýκανε κοσμικÞ ζωÞ κι Þταν μÝλος της ΑθηναúκÞς ΛÝσχης. Το 1ο ποßημα, διηγεßται σε συνÝντευξη στην ΕιρÞνη Αθηναßα το 1930, το 'γραψε στα 14:

   "ΕπÝρασα μια μÝρα το ποτÜμι αυτü καβÜλλα, ανÜμεσα σε περÜτες που με βοηθοýσαν. Το πανüραμα του εξαγριωμÝνου ποταμοý, που με τους αφροýς του εσχημÜτιζε θεßα λουλοýδια μßλησε τüσον αποκαλυπτικÜ μÝσα μου, που üταν βρÝθηκα ýστερα σπßτι μου, Ýγραφα χωρßς να ξÝρω κι εγþ πþς, Ýνα ελεγεßο σε μια παιδßσκη. ΘυμÜμαι και μερικοýς στßχους απü αυτü το ποßημα, που Üρχιζε Ýτσι:

                                           Μ' αρÝσει ν' ανοßγω
                                           το γρÜμμα σου εκεßνο
                                           τα δÜκρυα να χýνω
                                           σε κÜθε γραμμÞ
                                           κι εκεß καρφωμÝνος
                                           με μÜτια σκυμμÝνα
                                           να βλÝπω εσÝνα
                                           ακüμη θερμÞ.

   …¸γραψα και στην καθαρεýουσα ποιÞματα. ¸να ελεγεßο που το απÞγγειλα μÜλιστα στο νεκρü του απüγονου του μεγÜλου ΚαψÜλη. Ο ΠαλαμÜς, που αργüτερα, πειρÜζοντÜς τον, του υπενθýμισα τους στßχους του στη καθαρεýουσα, μου 'λεγε, ανταποδßδοντÜς μου το πεßραγμα:
 -Πρüσεχε, γιατß το ποßημÜ σου στον ΚαψÜλη το Ýχω εδþ!"

     Το 1897 γνωρßστηκε με τον ελληνογÜλλο ποιητÞ Ζαν ΜορεÜς (ΙωÜννη Παπαδιαμαντüπουλο), που 'χεν Ýρθει τüτε στην ΑθÞνα να λÜβει μÝρος στις πολεμικÝς εκστρατεßες. ΣυνδÝονται στενÜ και τον αναγνωρßζει σα δÜσκαλο. Η γνωριμßα αυτÞ στÜθηκε αποφασιστικÞ για τη ποßησÞ του και τη μετÝπειτα πορεßα του. Ο ΜορεÜς που συγκινÞθηκε απ' το ταλÝντο του νεαροý μετÜφρασε 2 ποιÞματÜ του και τα δημοσßεψε στη Γαλλßα. Αργüτερα Ýμελλε και να συγγενÝψει μαζß του, üταν το 1908 παντρεýτηκε τη 3η κüρη του γνωστοý μεσολογγßτη πολιτικοý, 4 φορÝς πρωθυπουργοý, Επαμεινþνδα Δεληγιþργη, 1η ξαδÝλφη του ΜορεÜς, την Ελßζα.
     Απ' τη φιλßα αυτÞ το 1909 εγκαθßσταται με την οικογÝνειÜ του στο Παρßσι -üπου διετÝλεσε πρüεδρος του εκεß ελληνικοý συλλüγου κι αρχισυντÜκτης της εφημερßδας του- και μπαßνει στα φιλολογικÜ σαλüνια και τα καφενεßα, που ανθοýν εκεßνη τη περßοδο. Ταξßδεψε βÝβαια στη Κωνσταντινοýπολη, στο Μüναχο κι αλλοý. Στη Γαλλßα θα μεßνει μÝχρι το 1915. ΜετÜ την επιστροφÞ στην ΑθÞνα, εργÜστηκε για μεγÜλο διÜστημα στη ΒιβλιοθÞκη της ΒουλÞς. Αναπτýξε γρÞγορα κι εδþ πνευματικÞ δραστηριüτητα. Εßχεν ιδρýσει με τους Κ. Χατζüπουλο και Λ. Πορφýρα την εταιρεßα ΕθνικÞ Γλþσσα (1904) που 'κανε συστηματικοýς αγþνες για προβολÞ και καθιÝρωση της ΔημοτικÞς κι εßχε δημοσιεýσει αρκετÜ ποιÞματÜ του στο ΝουμÜ, περιοδικü των δημοτικιστþν. Το 1917 διορßστηκε κοσμÞτωρ (μετÜ και διευθυντÞς) στη ΒιβλιοθÞκη της ΒουλÞς, (1917-35 και 1936-7 που παραιτÞθηκε). ΔιετÝλεσε και πρüεδρος, το 1932, της Εταιρεßας ΕλλÞνων Λογοτεχνþν κατüπιν εκλογÞς.
     Γνþρισε νωρßς γενικÞν αναγνþριση. Το 1924 τιμÞθηκε με το Εθνικü Αριστεßο ΓραμμÜτων και το 1925 τýπωσεν Ýκθεση περß βιβλιοθηκονομßας. Στη λογοτεχνßα πρωτοεμφανßστηκε στο περιοδικü ΕβδομÜς το 1885, με τ' αρχικÜ Μ.Μ. Συστηματικüτερα üμως Üρχισε να δημοσιεýει ποιÞματα, πεζÜ κι Üρθρα στην Εστßα και σ' Üλλα περιοδικÜ κι εφημερßδες απü το 1892 κι ýστερα. ΕπηρεÜστηκε Ýντονα απ' τη μακροχρüνια φιλßα του με τον ΜορεÜς, αξιοποιþντας στο Ýργο του στοιχεßα ρομαντικÜ στην αρχÞ και κατüπιν παρνασσιστικÜ, συμβολιστικÜ και νεοκλασικιστικÜ. ΠαρÜλληλα ασχολÞθηκε με μετÜφραση, με κατ' εξοχÞ δημιουργßα του τη μετÜφραση της συλλογÞς του ΜορεÜς "ΣτροφÝς".
     ΣυγκαταλÝγεται στους πρþτους επιγüνους του ΠαλαμÜ κι ιδιαßτερα σε κεßνους που καλλιÝργησαν εßδος ποßησης που κυριαρχεß ο λυρισμüς κι η μουσικüτητα, εßναι λευτερωμÝνος απü σχολÝς και τεχνοτροπßες, αν κι εßναι βÝβαια φανερÞ στο Ýργο του η επßδραση του Jean Moreas. ΒασικÜ χαρακτηριστικÜ του: απαισιüδοξη διÜθεση, στιχουργικÞ και ριμικÞ επιδεξιüτητα, Üρτια χρÞση γραπτοý λüγου και μουσικÞ αßσθηση. Πιο ρωμαλÝα γßνεται η ποßησÞ του, üταν εμπνÝεται απ' το Μεσολüγγι. Στα ποιÞματα αυτÜ κυριαρχει νοσταλγßα κι üραμα κüσμου που 'χει χαθεß. Γι' αυτü αν και πολλÜ απ' τα πρüσωπα που παρουσιÜζονται, üπως ο "ΤÜκη-Πλοýμας" κι ο "ΜπαταριÜς", εßναι μορφÝς ατομικÝς, εντοýτοις ξεχωρßζουνε κι εκφρÜζουνε το Þθος και τον τρüπο ζωÞς του ελληνικοý λαοý στις αρχÝς μετÜ την ΕπανÜσταση. Ο αφηγηματικüς τüνος, που κυριαρχεß σ' αυτÜ, θυμßζει δημοτικü τραγοýδι. Κι üπως Ýχει γραφτεß, ο ποιητÞς εßχε τη τüλμη να βÜλει στη ποßησÞ του πρÜματα κι ανθρþπους με τα ονüματÜ τους, που 'ταν αντιποιητικü μα εναρμονßστηκαν μες στον επικü κι αφηγηματικü τüνο του καθενüς.
     Σ' üλη αυτÞ τη μακρÜ πορεßα, οι προσανατολισμοß του ποιητÞ δεν αλλÜζουν. H τεχνικÞ του üμως, Þδη υψηλÞ στις πρþτες συλλογÝς, θα βελτιωθεß ακüμη περισσüτερο, οι στßχοι θα σμιλεýονται ολοÝνα και πιο λεπταßσθητα, ενþ οι καλýτερες στιγμÝς του βρßσκονται στα ποιÞματα που αναφÝρονται στην ιδιαßτερη πατρßδα του, το Μεσολüγγι. ΠαρÜλληλα üμως δεν αφÞνει ανεκμετÜλλευτα τα διδÜγματα του ΠαλαμÜ και τα ερεθßσματα του αθηναúκοý περιβÜλλοντος. Μ' αυτÞ την Ýννοια, καθßσταται απü τους αντιπροσωπευτικüτερους τελευταßους ρομαντικοýς. Δßχως ν' αντιστÝκεται Þ ν' αντιμÜχεται τη συντελοýμενη ποιητικÞ ανανÝωση της περιüδου, αποτελεß μια δεýτερη χαμηλÞ φωνÞ. Διακρßθηκεν επßσης για τον αριστοκρατικü μουσικü του λüγο. ¼λες του οι συλλογÝς διαπνÝονται απü ερεθßσματα της μπελ επüκ και των τελευταßων ρομαντικþν ρευμÜτων.
     ὉρισμÝνοι μελετητὲς τον επÝκριναν υποστηρßζοντας üτι εßναι κατ' εξοχÞ τραγουδιστÞς, ο στßχος του κυλÜ αυθüρμητος, χωρßς προβληματισμοýς, χωρßς ν' αποζητÜ βÜθος λυρικü. Ἐννοþντας üτι δε χρησιμοποιεß φιλοσοφικü στοχασμü. Ο ΜαλακÜσης üχι μüνο το δεχüταν, αλλÜ το υποστÞριζε:

        "Ἔχω τὸν τρüμο τῶν ἰδεῶν".

     ¹θελε τη ποßηση τραγοýδι. Εßναι αλÞθεια πως αν απ' το ποßημα αφαιρÝσεις το αßσθημα, δεν εßναι πλÝον ποßημα. Ενþ αν διαθÝτει αßσθημα κι üχι φιλοσοφικü στοχασμü δε παýει να 'ναι ποßημα. Συναφþς ο ποιητὴς Ýλεγε:

        "Ποßηση εἶναι μουσικὴ ποὺ παßζεται πÜνω στὸ ὄργανο τῆς γλþσσας".

     Ο ποιητÞς εκφρÜζει προσωπικÜ συναισθÞματα αδιαφορþντας για τα δεινÜ του ανθρþπου και της ΕλλÜδας.
     Το 1925 Ýνας ποιητÞς και μεταφραστÞς απ' τους πιο μορφωμÝνους νεοÝλληνες, Ýγραψε:

        «Θὰ ἔρθει ἐποχÞ, ποὺ οἱ στßχοι τοῦ ΜαλακÜση θὰ γρÜφονται στὸ πßσω μÝρος τῶν φýλλων τοῦ ἡμερολογßου»!

     Εννοþντας üτι οι στßχοι του εßναι ευτελεßς. Αλλ' αυτü δε βγÞκε αληθινü. ΠερÜσανε πÜνω απü 100 χρüνια που δημοσßευσε "Το ΔÜσος" και το ποßημα παραμÝνει επßκαιρο μÝχρι και σÞμερα. Εßτε συμβολικÜ το πÜρει κανεὶς εßτε üχι. ΓλωσσικÜ αρυτßδωτο, μ' Ýξοχες εικüνες και θαυμÜσιους διασκελισμοýς. ¢λλος κριτικüς ισχυρßστηκε πως εßναι:

           «ὁ Δροσßνης ποὺ πÜει νὰ γßνει ΓρυπÜρης».

     Οýτε Δροσßνης Þταν οýτε ΓρυπÜρης. Διüτι ο Δροσßνης εßναι ευκολοχþνευτος, απλοúκüς, τελειþνεις γρÞγορα μαζß του. Τα μüνα ποιÞματα που μεßναν εßναι το "Χþμα Ελληνικü" και το "Χειμωνανθüς". Ο ΓρυπÜρης πÜλι Ýχει κÜτι το φιλολογικü. Αυτü ßσως δεν Ýχει παρατηρηθεß μÝχρι σÞμερα. Αν εξαιρÝσει κανεßς 4-5 ποιÞματÜ του θαυμαστÞς απλüτητας üπως "ΘÜνατος" κι "Ὕπνος", βλÝπει üτι χρησιμοποιεß συχνüτατα σýνθετα ουσιαστικÜ κι επßθετα καμωμÝνα μÜλιστα απ' τον ßδιο. Αυτü εßναι που του προσδßδει φιλολογικüτητα: Μυριοθορυβοýμενος, μοσχομπÜτης, χαúδογαργαλßσματα, γλυκοπßπερος, απüψηλος, ποθοπλÜνταχτος. Ο ΚαβÜφης τον ειρωνευüταν:

           «Τὰ τρßκλωνα καὶ ξÝκλωνα τοῦ ΓρυπÜρη»!

     Ο ΜαλακÜσης στα ποιÞματÜ του απÝφυγε τη φιλολογικüτητα.
    Οσο ζοýσε, τýπωσε τα ποιητικÜ βιβλßα: "Συντρßμματα" (1899) "¿ρες"  (1903) "Η ΚυρÜ Του Πýργου" (1904) "ΠεπρωμÝνα" (1909), "Ασφüδελοι"  (1918) "ΜπαταριÜς", "ΤÜκη-Πλοýμας", "ΜπÜιρον" (ΠλακÝτα
1920) "Αντßφωνα" (1931), "Ερωτικü" (1939). ΜετÝφρασεν επßσης τις "ΣτροφÝς" του Moreas (1920). Τα ποιÞματα αυτÜ κινÞσανε το ενδιαφÝρον του λογοτεχνικοý κüσμου και σþζονται γρÜμματα που τονε συγχαßρουνε και τον επαινοýν. ΜετÜ το θÜνατü του κυκλοφüρησαν "Τα Μεσολογγßτικα"  (1946), μ' üλα τα δημοσιευμÝνα στις προηγοýμενες συλλογὲς μεσολογγßτικα ποιÞματÜ του. Το 1964 ο Γ. ΒαλÝτας συγκÝντρωσε σε 2 τüμους το σýνολο του Ýργου του, με τßτλο "ΜαλακÜσης: ¢παντα". Πρüσφατα, με φιλολογικÞ επιμÝλεια του ΓιÜννη Παπακþστα, Ýγινε νÝα Ýκδοση των απÜντων του σε 3 τüμους: "ΠοιÞματα" (2005) & "ΠεζÜ"  (2006).
     ¸ζησε τα τελευταßα χρüνια της ζωÞς του αποτραβηγμÝνος στο σπßτι του στο Ψυχικü. ΠÝθανε απü καρκßνο, στις 27 ΓενÜρη 1943 στο νοσοκομεßο Ευαγγελισμüς, -που λßγες ημÝρες νωρßτερα εßχε φýγει ο πατριþτης του λογοτÝχνης Αντþνης Τραυλαντþνης- σ' ηλικßα 74 ετþν.

                  

-------------------------------------------------------------------- 

    Στον ΣÜτυρο Μιας ΠαλιÜς Βρýσης
                                                                  αφιερωμÝνο του φßλου μου Β. Λιανßτη
Φαýνοι και Σιληνοß Θεοß στο βÜθρο ενüς Σατýρου
και το νερü που ακßνητο τους καθρεφτßζει,
üραμα πρÜο και θλιβερüν üλα τριγýρου,
üλα τηςμοýχλαςτ´Üρωμα τ´αρωματßζει...

Ω ΘεÝ του πüθου, η δüξα σου αιþνια νÜναι!
¸τσι να μÝνεις τραγικüς πιο κι απü μüνος
χωρßς λαλÞματα τερπνÜ πουλιþν που πÜνε,
χωρßς Ýνας απÜνω σου πρÜσινος κλþνος...

Ρüδα και φýλλα στην κορφÞ την ιερÞ σου,
απ' τη λειχÞνα κι απ' τα μοýσκλια φαγωμÝνα,
κι η νýφη ΑμαδρυÜδα σου, Ýγνοια πικρÞ σου,
τüσο ποτÝ üσο σÞμερα μακριÜ απü σÝνα.

ΑνÞλεη πνÝει η πνοÞ στα μυροβüλα,
κι αγιÜγερτη η επιστροφÞ των üσων κλαßμε,
μα πÜνω απ' τα παρÜπονα, τα δÜκρυα üλα,
τα που ποτÝ δε θ' ανεβοýν, τα που δε λÝμε.

Αßμα χυμÝνο των ανθþν κι αßμα χυμÝνο
απ' την καρδιÜ τüσων πουλιþν, τüσων θανÜτων...
Κι εγþ στο στοιχειωμÝνονε κýκλο να μÝνω
του ΣÜτυρου, των Χιμαιρþν και των ΤερÜτων!

         Το ΣονÝτο Του Μεσονυχτßου

¼λα σβυσμÝνα γýρω μου, στη πÜχνη üλα κρυμμÝνα,
χαμÝνα κÜτω απü το φως κ' απ' το σκοτÜδι κÜτου,
με το βαρýν αÝρα τους με πνßξαν ξÜφνου εμÝνα
θαμπþνοντÜς μου τη στεγνÞ ρονιÜ του αναβλεμμÜτου.

Μα δÜκρυο δεν εστÜλαξε μηδ' Ýλαμψε κανÝνα
στο ξαναμμÝνο γλÝφαρο, στητü στο λÜγκεμÜ του,
και τα δικÜ μου αγρßκησα βαθιÜ μου και τα ξÝνα,
καρδιüχτυπα ανατÜραχτα σε μια σιωπÞ θανÜτου.

Κι εßπα το χαßρε δυο φορÝς και μες στο χÜος ο Þχος
εχÜθη, ως αντιβüησε ο βυθüς του κÜτω κüσμου,
μÞνυμα πως σφραγßστηκε παντοτινÜ ο χαμüς μου.

Και μÝνει επßσημος στυγνüς ο αριστοκρÜτης στßχος
αξÞγητος Συβιλλικüς ν' ανησυχεß μονÜχα
τα πνÝματα που ανþφελα παλεýουν νυχτομÜχα.

Καταιγßδα ΜαρτιÜτικη

ΑδρÝς
ΧοντρÝς
Οι στÜλες
πÝφτουν, οι μεγÜλες
τηςβροχÞς
κι αριÝς
ΚλÜμα
πικρü
και πþς αχεßς
Πþς αντηχεßς
μες στις θλιμÝνες
τις καρδιÝς
ΑντÜμα
με σπασμÝνες
δοξαριÝς
ΒαρειÝς
ποýναι οι βαθειÝς
πληγÝς
Και της βαρýγνωμης ψυχÞς
Οι απελπισιÝς...
Διες
¹λιος του Μαρτιοý
μαζß με το χαλÜζι,
Το σκληρü
σαν τ' Üστρα.
Ω Ýννοια!
Ζει μες στ' Üλλα,
πþχει η μπüρα,
ζει κι η στÜλα
ακüμα
το νερü
αφοý στÜζει
Ýτσι τþρα
μες στη φαρφοýρÝνια
γλÜστρα...

Απüψε, ωιμÝ
Απüψε εμÝ
Απüψε κÜψε με καûμÝ
Απüψε κüψε,
üτι η Κλωθþ
μοý κλωθε,
θÜνατε, ναρθþ...
Τι στο βυθü
του πüνου, της ψυχÞς
Ο αθüς σπαρÜζει,
Τι βλÝπω εσÝ
ΠνιμÝνον κüσμε μου χρυσÝ
ΜÝσα στο βρüχι της βροχÞς
Και στο χαλÜζι...

                             Μοιραßα

Σε ρεμβασμοýς νÜχει πικροýς τη σκÝψη του αφισμÝνη
νÜχει οπλισμÝνη την ψυχÞ τÜχα μ' απαντοχÞ
το κÜθε του εßδωλο μ' ανθοýς δροσÜτους να το ραßνει,
και να το χÜνει στο βοριÜ στο χιüνι, στη βροχÞ.

Και να περνÜ... κι ο θÜνατος στο πλÜι του να διαβαßνει·
να βλÝπει και να μελετÜμ' Ýναν καûμü βαθý
πþςθα τον λησμονÞσουνε κι οι πιο του αγαπημÝνοι
κι üσοι δε θα τον Ýχουνε ως τα τüτε απαρνηθεß...

Τα δÜκρυα τους θα τα φωτÜ η παρηγοριÜ στο στüμα
το πικραμÝνο τους φαιδρü το γÝλιο θα ξυπνÜ
το θοýριο χαρμüσυνα θα κροýει κι η ελευθερßα.

Μια τυραννßα κι ο Ýρωτας κι üσο πιστüς πιο ακüμα,
καινοýργια θÝλει τη ζωÞ κÜθε καρδιÜ ξανÜ
μακριÜ 'πü κεßνους πþκρυψεν η μαýρη γης η κρýα.

          Ους Θεοß ΦιλÝουσι

Μπρος στους ονειροπüλους θα περνοýνε
της νιüτης οι ßσκιοι και της ομορφιÜς
κι εκεßνοι πÜντα θα τους χαιρετοýνε
με τον καûμü μιας Üδολης καρδιÜς.

Με το διαλογισμü θ' ακολουθοýνε
το διÜβα τους στα σκüτη της νυχτιÜς
και θα περνοýν και πÜλι θα γυρνοýνε
σαν εßδωλα της υπνοφαντασιÜς

Μα εßτε ιστορßες γßνονται, εßτε στßχοι,
θα ζοýνε πÜντα αντικειμενικÜ
στο πεßσμα σου καταραμÝνη Τýχη!

Στα δρÜματα και στα ρομαντικÜ
βιβλßα που μÝνουν Üφθαρτα, τα ωραßα,
ποιος νÝος που πÝθανε ποτÝ ποια νÝα;

                 Σ' ¸να Παλιü Ναü

Αρχαßε ναÝ στον τοßχο σου προς τη γυρμÝνη θýρα
το νÝο δεντρÜκι εγÝμισε πλατýφυλλα κλαδιÜ
μια Μοßρα εκεß σοý τü 'φερε, καλοθελÞτρα Μοßρα,
να τüχεις γι' αντιστÞλι σου και για παρηγοριÜ.

Να δþσει ο Θεüςνα χαßρεσαι το ευλογημÝνο δþρο
και νÜναι η δüξα του μικροý δεντροý παντοτεινÞ
πßστεψε εμÝνα, αρχαßε ναÝ τον Üσκοπο οδοιπüρο
που στÝκομαι και σας θωρþμε μια καρδιÜ ορφανÞ.

Τρßα Απονýχτερα

Ι.
Ω οι θλιμμÝνες þρες
ΜÝσα στην ψυχÞ μου
ανÜβουν νεκροκÝρια
ω και να κρατοýσα
καθþς τþρα, πÜντα,
τα λευκÜ σου χÝρια.

Ω οι θλιμμÝνες þρες
Τι μελαγχολßα
πÜσα η πλÜση δεßχτει
Ýγνοιες μαυροφüρες
πλÝκουν λογισμÝ μου
γýρωθÝ σου δßχτυ.

Ω οι θλιμμÝνες þρες
στ' ουρανοý το δþμα
σιωπÞ και λýπη
κÜθε μια στιγμÞ των
φεýγει, φεýγει ωιμÝνα
μ' Ýνα καρδιοχτýπι.

Ω οι θλιμμÝνες þρες
που μου σιγολÝνε
κÜποιες ιστορßες
ω που την ψυχÞ μου
τη μαραßνουν κÜποιες
κρýφιες νοσταλγßες.

Ω οι θλιμμÝνες þρες
μÝσα στη ψυχÞ μου
ανÜβουν νεκροκÝρια
ω και να κρατοýσα
καθþς τþρα, πÜντα,
τα λευκÜ σου χÝρια.

ΙΙ.
ΝεκρωμÝνο φÝγγος
χýνει το φεγγÜρι
στ' αφρισμÝνο κýμα
που γοργοκυλÜ,

νεκρωμÝνο φÝγγος
πßνει το χορτÜρι
που στα κορφοβοýνια
σειÝται σιγαλÜ

ΝεκρωμÝνο φÝγγος
ζþνει τα πλατÜνια
και τα κυπαρßσσια
τα ψηλÜ ψηλÜ

νεκρωμÝνο φÝγγος
πλÝκει σε στεφÜνια
της αμυγδαλßτσας
τ' Üνθια τα απαλÜ

ΝεκρωμÝνο φÝγγος
μες στο κοιμητÞρι
σε σταυροýς σε πλÜκες
σÝρνεται δειλÜ

νεκρωμÝνο φÝγγος
Ýχει ακüμα γýρει
στην ψυχÞ μου που Ýρμη
κλαßει σιωπηλÜ

ΙΙΙ.
Χýθηκε μες στον κÞπο σου
σταλιÜ-σταλιÜ Ýνα βρÜδυ,
στις αμπελßνες το αßμα σου
και στο περιπλοκÜδι,

κι οι σýφραχτες το ροýφηξαν
φριμμÝνες βαλσαμßνες
και με λουλοýδια κüκκινα
ξημÝρωσαν κι εκεßνες

Κι üσα Üνθια κι üσα ανθüκλωνα
με τ' Üσπλαχνü σου χÝρι
μÜζεψες κι αλαφρüστρωσες
να κÜμεις μεσημÝρι

Φλογßστηκαν κι ανÜλυωσαν
κι εγßναν Üγριο ρÝμα
και κοιμισμÝνη σ' Ýπνιξαν
μÝςστο δικüμου το αßμα.

                            ΜπÜιρον

Στους τοßχους Üρματα ασημιÜ και φλωροκαπνισμÝνα,
τακßμια απÜ στα χαμηλÜ διβÜνια τα νταμÜδα,
τα φυσεκλßκια αραδιαστÜ τα χαúμαλιÜ Ýνα-Ýνα
κι απ' τ' ανοιχτÜ παρÜθυρα της λßμνης φως η αχνÜδα.

Μες απü την αυλüπορτα, το σελωτü σπαθÜτο
της ΑραπιÜς με τα κροσσÜτα φÜλαρα, φρουμÜζει
και μπρος στο μüντζο το σκοπü που τα νερÜ απü κÜτω,
μονüξυλο με το μακρý σταλßκι γλει κι αρÜζει.

Σουλιþτες ΦρÜγκοι, αδÜμαστοι Μεσολογγßτες γüνα
το γüνα, χÜμου κÜθουνται, να τιναχθοýν και πÜλι,
σα θα προβÜλει ισüθεος ο ασýγκριτος κορþνα
φορþντας τον ηλιüγυρο στο αγγελικü κεφÜλι.

¼μως και το ψαρüπουλο στο νιοβαμÝνο πριÜρι,
που το σαλεýει μια ριπÞ του κüρφου αριÜ χυμÝνη,
χαροýμενο που κι ο γιαλüς αρχßναε να φρεσκÜρει,
στρþνει στην πρýμη το χαλßκι ορθü τον περιμÝνει.

Μα Κεßνος πρι να δþσ' η αυγÞ με το φτερü κοντÞλι,
σαν απü χÜδι Þ κροýσιμο στον ýπνο μηνυμÝνος
ριμÜρει ακüμα τον καûμü του υστερνοý του Απρßλη,
δοξÜζοντας πÜλε και σε, κατατρεγμÝνο ΓÝνος.

Κι εγþ που τüτε σε δασÜ προγüνου στÞθια μÝσα,
ξÝχωρου εκεß στους διαλεχτοýς Ýσφυζα στÜλα αιμÜτου,
και σαν ιδÝα κυμÜτιζα μες στην πλατιÜ του ανÝσα,
και στην αητÝνια του γοργÞ σπßθιζα αναβλεψιÜ του.

Ποιος ξÝρει! σε ποιο στρüφιλο να πüντισα Üξαφνα, üντας
Üνοιξε η θýρα κι Ýτριξαν βαριÜτα σκαλοπÜτια
κι εστÜθη τους αρματωλοýς μπροστÜ χαμογελþντας
και τον παποý μου εκοßταξε καλÜ-καλÜ στα μÜτια...

                        Γυρισμοß

Σας ξαναβλÝπω, ω ξÝφωτο, μαγευτικÝς ακρογιαλιÝς
νερÜ στρωτÜ üπου πρþτα
το γýρω θÜμα εκλεßνατε μÝσα σε χßλιες σας σταλιÝς
με τα μαλλιÜ μου ως τßναζα το διαμαντÝνιο ιδρþτα.

Φεýγω και πÜλε, Ýχετε γεια χρþματα, σχÞματα, ουρανοß
στο χρυσαφÝνιο δßσκο,
σας παßρνω τþρα üλα μαζß στην ξενητειÜ τη σκοτεινÞ
στης θολωμÝνης μου ματιÜς το δÜκρυο να σας βρßσκω.

                           Η Ελενιþ

Στου ΛÜζαρου του Χρυσικοý μικροß σταυροß μικρÝς καρδιÝς
δετÜ μεντÜγιες βÝρες
κορßτσια τ' αγορÜζουνε με νüημα για τις ΚυριακÝς
και τις γιορτÝς ημÝρες.

Δες την Ανßκα, πÝταλο με ρουμπινÜκια καρφωτü
κρÝμασε κüντρα-πÝτο·
τον εßδαν στην παλÜμη της τον καβαλÜρη ομορφονιü
και θα τον πÜρει εφÝτο.

Κι η ΠολυξÝνη τüβαλε το δßβεργü της το ζερβß
κι η Ροýσου η Αντιγüνη,
σ' αλÝγρα φÝλπα πÝρασε το σταυρουδÜκι, για τ' αντß
του νιοý που την πεισμþνει.

Μα η Ελενιþ το σκÝπασμα του ρολογιοý του Σßγμα Ταυ
κρυμÝνο πρÝπει νÜχει,
φκιασμÝνο απü το ΛÜζαρο, καρδοýλα, για παρηγοριÜ
που θα βρεθεß μονÜχη.

Κι αν κλαßει πως φεýγει εκεßνος της μεθαýριο, θÝλοντας και μη
για τ' Üχαρα τα ξÝνα,
μα πλειο που χÜση φεγγαριοý να στÝργουν Ýτσι απ' την αρχÞ
διπλÜ τα μαντεμÝνα.

Στου ΛÜζαρου του Χρυσικοý μαλÜματα, διαμαντικÜ
κι η Ελενιþ αγορÜζει,
για τον αγαπημÝνο της την πÝτρα π' οýτε σε φωτιÜ
κι οýτε σε τüρνο σπÜζει. 

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers