Εισαγωγή
Το παλιό προϋπάρχον αυτό άρθρο, που -θυμίζω σ’ όσους παρακολουθούν από κοντά τα δρώμενα του Στεκιού- κάλυπτε ένα μέρους του χώρου της Τεράστιας Αρχαίας Ποίησης, (Σαπφώ, Αλκαίος, Ανακρέων Αρχίλοχος, Σιμωνίδης Κείος & Αμοργινός -κι αυτό μόνο στο χώρο της Λυρικής), τώρα πια θα καλύψει πάλι τον ίδιο χώρο, αλλά με δημιουργούς απ’ όλα τα είδη αρχαίας ελληνικής ποίησης (κάτι σαν Άρθρο 1 το πριν για τα είδη, αλλά με τους δημιουργούς των αυτή τη φορά), με όσων δηλαδή βρήκα στοιχεία κι έργα των, ενώ η Σαπφώ, ο Σιμωνίδης ο Κείος κι ο Αρχίλοχος προς το παρόν, βρήκανε τη δική τους προσωπική, ξεχωριστή θέση. Φυσικά, αν κρίνω πως πήγε πολύ, θα το διακόψω και προφανώς θα το συνεχίσω σε κάποιο 3ο.
Το σκεπτικό της παρουσίασης είναι να μπαίνει ένας-ένας ο κάθε δημιουργ/ός με το βιογραφικό του -όσο υπάρχει- και με δείγματα γραφής του. Όσοι δε, υπάρχουν ήδη στο Στέκι, θα μπαίνει τ’ όνομά τους στη σειρά του, θα ‘ναι φορτωμένο απλά και μόνο με το σύνδεσμό του και θα πηγαίνουμε παρακάτω. Και τα ονόματα, για καλύτερην εύρεση αργότερα, θ’ ακολουθάν αλφαβητική σειρά.
Πρέπει να πω εδώ να το ξέρετε όσο διαβάζετε το άρθρο, πως οιαδήποτε αναφορά σε άλλους μεγάλους ποιητές κλπ, ή σε είδη ποίησης ή μουσικά όργανα που τη συνόδευαν ή μέτρα, ή προσωδία κλπ, υπάρχει στο άρθρο, με τίτλο: Είδη Αρχαίας Ποίησης, που αναφέρω κι ανωτέρω, οπότε μπορείτε να το συμβουλεύεστε κάθε φορά που ‘χετε απορία. Επίσης, σποραδικά μέσα θα ρίχνω κι εκεί σύνδεσμο που να βοηθά στη μνήμη, για τη καλύτερην ανάγνωση τούτου εδώ.
Αυτά λοιπόν και σας εύχομαι καλήν ανάγνωση. Π. Χ.
====================================================================
Αγάθων:

Ο Αγάθων (περ. 448 π.Χ.- περ. 400 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας τραγικός ποιητής, φίλος του Ευρυπίδη, του Πλάτωνα και μαθητής του Σωκράτη. Οι τραγωδίες του δεν σώζονται πια σήμερα. Γεννήθηκε στην Αθήνα και πατέρας του ήταν ο Τεισαμενός, διάσημος αναμορφωτής και μεταρρυθμιστής της αθηναϊκής νομολογίας. Το Συμπόσιο του Πλάτωνα εξελίσσεται στο σπίτι του, την επομένη της 1ης νίκης του στους τραγικούς αγώνες των Ληναίων το 416 π.Χ.. Ο Αριστοφάνης τονε σατιρίζει στις Θεσμοφοριάζουσες. Ήταν εύπορος και φίλος της ευζωίας, σύγχρονος με τον Ευριπίδη. Δάσκαλος του ήταν ο Πρόδικος ο Κείος, ο σοφιστής και ρήτορας κι ο Γοργίας ο Λεοντίνος σοφιστής και ρήτορας επίσης, τους είχε ως πρότυπα. Στο έργο του Πλάτωνα παρατηρούμε επίσης πως είχε έναν εραστή, τον Παυσανία. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε προσκεκλημένος στην αυλή του βασιλιά της Μακεδονίας Αρχελάου, στη Πέλλα της Μακεδονίας.
Ο Αγάθων καινοτόμησε στα χορικά κάνοντάς τα εμβόλιμα, δηλαδή χωρίς συνάφεια με την υπόθεση του δράματος (γεγονός για το οποίο τονε κατακρίνει ο Αριστοτέλης στη Ποιητική). Επίσης καινοτόμησε και στη μουσική των τραγωδιών. Από τις τραγωδίες του μας είναι γνωστές οι: Ανθεύς, Θυέστης, Μυσοί και Τήλεφος. Σήμερα σώζονται λίγα αποσπάσματα από τους στίχους του.
Ο Αγάθων ήτανε πολλά έτη συντρόφος του Παυσανία, με τον οποίο εμφανίζεται τόσο στο Συμπόσιο όσο και στον Πρωταγόρα του Πλάτωνα. Μαζί του μετακόμισε αργότερα στην αυλή του Αρχελάου, βασιλιά της Μακεδονίας, που στρατολογούσε θεατρικούς συγγραφείς. Είναι εδώ που πιθανότατα πέθανε γύρω στο 400 π.Χ. Εισήγαγε ορισμένες καινοτομίες στο ελληνικό θέατρο: ο Αριστοτέλης μας λέει πως οι χαρακτήρες κι η πλοκή του Άνθου του ήτανε πρωτότυπα κι όχι όπως η μέχρι τότε αθηναϊκή ορθόδοξη δραματική τέχνη, δανεισμένα από μυθολογικά θέματα. Ήταν επίσης ο 1ος θεατρικός συγγραφέας που έγραψε χορικά κομμάτια που προφανώς ήταν ανεξάρτητα από τη κύρια πλοκή των έργων του. Είναι γνωστός για την εμφάνισή του στο Συμπόσιο του Πλάτωνα, που έγινε στη πραγματικότητα σπίτι του και περιγράφει το πανηγύρι που δόθηκε για να γιορτάσει την απόκτηση του βραβείου για τη 1η του τραγωδία στα Λήναια το 416. Είναι επίσης εξέχων χαρακτήρας στις Θεσμοφοριάζουσες του Αριστοφάνη.
Απεικονίζεται από τον Πλάτωνα σαν όμορφος νεαρός άνδρας, καλοντυμένος, κομψός, με τη μόδα, λαμπερός, στον πλούτο και τη σοφία της Αθήνας, και φινετσάτος, φιλόξενος κι άνθρωπος που μοιραζόταν εύκολα. Η εποικοδομητική ομιλία στον έπαινο της αγάπης που ο Αγάθων απαγγέλλει στο Συμπόσιο είναι γεμάτη από όμορφες αλλά τεχνητές ρητορικές εκφράσεις κι οδήγησε μερικούς μελετητές να πιστέψουν ότι μπορεί να ήταν μαθητής του Γοργία. Στο Συμπόσιο παρουσιάζεται σα φίλος του Αριστοφάνη, αλλά αυτή η υποτιθέμενη φιλία δεν εμπόδιζε τον Αριστοφάνη να ασκήσει σκληρή κριτική στον Αγάθωνα σε τουλάχιστον 2 από τις κωμωδίες του: τις Θεσμοφοριαζούσες και τους χαμένους Γεωργούς. Ήταν επίσης φίλος του Ευρυπίδη, άλλου στρατευμένου στην αυλή του Αρχελάου.
Η εξαιρετική φυσική ομορφιά του αναπαράγεται επανειλημμένα στις πηγές. ο ιστορικός W. Rhys Roberts παρατηρεί ότι “ο καλός -όμορφος- Αγάθων” είχε γίνει σχεδόν στερεότυπη φράση. Η πιο λεπτομερής κακή περιγραφή του είναι στις Θεσμοφοριάζουσες, στην οποία εμφανίζεται σα χλωμός νεαρός άνδρας φτωχός και ντυμένος με γυναικεία ρούχα. Οι μελετητές δεν είναι βέβαιοι για το πόσα ισχύουνε και πόσα είναι κωμικά ευρήματα. Μετά από μια προσεκτική ανάγνωση της κωμωδίας, η ιστορικός Jane McIntosh Snyder παρατήρησε ότι τα ρούχα του ήτανε σχεδόν πανομοιότυπα με κείνα του διάσημου λυρικού ποιητή Ανακρέοντα, όπως απεικονίζεται σε αγγειοπλάστες των αρχών του 5ου αι.. Η Snyder θεωρεί πως ο Αγάθων θα μπορούσε να κάνει σκόπιμη προσπάθεια να μιμηθεί την πολυτελή ενδυμασία του διάσημου συμπολίτη του, αν κι από την εποχή του, τέτοια ρούχα, ειδικά το κεκρυφάλο (περίκλειστη κάλυψη για τα μαλλιά) δεν φορούσαν οι άνδρες. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, ο Αγάθωνας χλευάζεται στις Θεσμοφοριάζουσες και για το εκτός μόδας ντύσιμο αλλά και για το θράσος να μοιάζει στον παλιότερο ποιητή. Με μια φράση, αρέσκεται να δείχνεται και κομψώτερος κι ανώτερος.
Ο Αγάθων θεωρείται πως είναι το πρόσωπο στο επίγραμμα του Πλάτωνα, αλλά παρ’ όλο που η αυθεντικότητα αυτού του επιγράμματος έγινε δεκτή για πολλούς αιώνες, πιθανότατα δεν αναφερότανε σε κείνον ούτε πιθανότατα ανήκει στον Πλάτωνα. Από τα στιλιστικά στοιχεία προκύπτει ότι το ποίημα (και τα περισσότερα από τα υποτιθέμενα επιγράμματα του Πλάτωνα) γράφτηκε στη πραγματικότητα κάποια στιγμή μετά τον θάνατο του Πλάτωνα: η μορφή του είναι εκείνη του ελληνιστικού ερωτικού επιγράμματος, το οποίο δεν έγινε δημοφιλές μέχρι το 300 π.Χ. Σύμφωνα με τον μελετητή του 20ου αι. Walther Ludwig, τα ποιήματα εισήχθησαν ψευδώς σε μια πρώιμη βιογραφία του κάποια στιγμή μεταξύ του 250 π.Χ. και του 100 π.Χ. κι υιοθετήθηκαν από τους συγγραφείς-βιογράφους απ’ αυτή τη πηγή.
Ρητά
Τρία πράγματα πρέπει να θυμάται κανείς όταν βρίσκεται στην εξουσία: Ότι κυβερνάει ανθρώπους, ότι πρέπει να διαχειρίζεται την εξουσία σύμφωνα με το νόμο και ότι δεν θα κυβερνάει αιώνια.
Τα επιχειρήματα είναι πιο ισχυρά από τη δύναμη των χεριών.
Ακόμα κι οι θεοί δεν έχουνε τη δύναμη ν’ αλλάξουνε τα πεπραγμένα.
Λένε πως ο χρόνος είναι εκ φύσεως σοφός.
Κάποιοι φαύλοι για να αποφύγουν τις κουραστικές προσπάθειες ερωτεύονται το θάνατο.
Δυστυχώς δεν έχω κάτι άλλο για τον Αγάθονα.============
Αισχρίων:
Ο Αισχρίων ή Αισχίων ήταν αρχαίος Έλληνας λυρικός ποιητής και γεωπόνος απ’ τη Σάμο που άκμασε επί βασιλείας Μ. Αλεξάνδρου. Ο Αθήναιος τονε χαρακτήριζε σπουδαίο ιαμβοποιό. ιαμβογράφο και λυρικό ποιητή (4ος αι. π.Χ.). Από τα έργα του ελάχιστα αποσπάσματα σώζονται κι είναι μικρά αποσπάσματα από το ποίημά του Εφημερίδες κι ένα επιτύμβιο επίγραμμά του στην εταίρα Φιλαινίδα. Από αυτόν ονομάστηκε ένα ποιητικό μέτρο αισχριώνειον.
Είχε στιχουργήσει ποιήματα ακολουθώντας τροχαϊκούς 4μέτρους. Μεταξύ αυτών περιλαμβανότανε ποίημα αναφερόμενο στο μύθο του Γλαύκου καθώς κι ένα μεγάλο ποίημα με τίτλο Εφεσίς, που κάλυπτε τουλάχιστον 7 βιβλία. Επίσης σε μορφή επιτύμβιου επιγράμματος είχε γράψει την απολογία της περιβόητης εταίρας Φιλαινίδος και κάποιο άλλο ακόλαστο για την Αφροδίτη. Κατά τη Σουίδα φέρεται να ήτανε φίλος του Αριστοτέλη και συμμετείχε στην εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου συγγράφοντας τις Εφημερίδες της εκστρατείας (βασιλικό ημερολόγιο που περιλάμβανε τις ημερήσιες διατάξεις του στρατοπέδου). Αυτή η πληροφορία προέρχεται από τον Πτολεμαίο το Χέννο.
Εκτός των παραπάνω, είχε συγγράψει ένα σπουδαίο έργο Περί Γεωργίας, το οποίο δεν έχει διασωθεί, πλην όμως το αναφέρουνε στα έργα τους οι Ουάρρων, Πλίνιος και Καλουμέλλας. Τέλος έγραψε κι άλλα έργα στα οποία πραγματευότανε γεωπονικά θέματα. Τον αναφέρει ο Ουάρρων. Σύμφωνα με όσα λέει ο Σχολιαστής του Ευρυπίδη (Τρωάδες στ. 228), ο Αισχρίων είχε την άποψη ότι όποιος λουζόταν στα νερά του ποταμού Κράθη (Κράθις, Πελοπόνησσος), το χρώμα των μαλλιών του γινόταν ξανθό.
Στη Σουίδα αναφέρεται ως “Αισχρίων ο Μυτηληναίος ο εποποιός ως και έπη και ιάμβους δε συν άλλοις πόσοις γράψας” και μάλλον πρόκειται περί του ίδιου προσώπου που αναφέρει κι ο Αθήναιος.
Δυστυχώς δεν έχω αποσπάσματα έργων του, ούτε αρχαία, ούτε σε μετάφραση.============
Αισχύλος:============
Άλεξις:
Ό Άλεξις (αρχ. Ἄλεξις, περ. 394 π.Χ. – περ. 288 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας κωμικός και δραματικός ποιητής της Μέσης Κωμωδίας. Καταγόταν από τους Θουρίους της Κάτω Ιταλίας, όμως απέκτησε την ιδιότητα του Αθηναίου πολίτη εξαιτίας της καταστροφής των Θουρίων, που αποτελούσαν αθηναϊκή αποικία, από τους βαρβάρους Λουκανούς περίπου το 390 π.Χ.. Η μαρτυρία του Πλουτάρχου μας πληροφορεί ότι πέθανε σε ηλικία 106 ετών. Το λεξικό του Σουίδα αναφέρει πως ήταν θείος του ποιητή Μενάνδρου -και δάσκαλός του στη δραματική τέχνη- από πατέρα. Ακόμη ότι ήτανε δημιουργός περίπου 245 κωμωδιών σε διάστημα που εκτεινόταν από το 4ο αι. π.Χ., ως και μετά το θάνατο του Μενάνδρου κι ότι ο γιος του, Στέφανος, ήταν επίσης ποιητής.
“Ήδη από τα κάρα τον πουλάνε τον οίνον νερωμένο, όχι βέβαια για να κερδίσουνε κάτι παραπάνω, αλλά γιατί προνοούνε για τους αγοραστές, να έχουνε μετά την οινοποσία το κεφάλι ελαφρύ“.
Ασχολήθηκε και με τον τύπο του στρατιώτη και τα σωζόμενα αποσπάσματα παρέχουνε σημαντικές πληροφορίες τόσο για τη σκευή όσο και για το χαρακτήρα του καυχησιάρη στρατιώτη. Από τις κωμωδίες, γνωρίζουμε μόνον 130 τίτλους, ενώ λέγεται πως έγραψε 240. Πολλοί τίτλοι είναι γυναικεία πρόσωπα, κυρίως εταίρες και πραγματεύτηκε θέματα από τη καθημερινή ζωή, δημιουργώντας τύπους όπως ο παράσιτος ,ο καυχησιάρης ,ο πονηρός δούλος ,η εταίρα κ.α. Μάλιστα δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον κόσμο των προαγωγών και των εταίρων τις οποίες έλεγε “φοραδίτσες της Αφροδίτης”. Για τις προαγωγούς έλεγε ότι γρήγορα αλλάζουνε τα πάντα στα νεαρά κορίτσια που παίρνουνε κοντά τους, ακόμα και στην εμφάνιση, βάζοντας προσθήκες στα παπούτσια και στα φουστάνια τους.
Θεωρείται ο δημιουργός του τύπου του παρασίτου (ανθρώπου που τρώει ακάλεστος σε συμπόσιο και μεταβάλλεται σε κόλακα και γελωτοποιό), που πρωτοεμφανίζεται με το Σικελιώτη Eπίχαρμο στη κωμωδία του Ἐλπὶς ή Πλοῦτος και θα γίνει παράδοση στη Νέα κωμωδία και στην αντίστοιχη ρωμαϊκή. Στη Μέση και Νέα Κωμωδία παράσιτος ονομάζεται ο κόλακας κι είναι γεμάτος λαιμαργία. Δεν έχει εκτελέσει “ἐπιπονώτερον ἔργον” στη ζωή του απ’ αυτό που κάνει τώρα, που παρασιτεί δηλαδή πλάι σε κάποιο προστάτη. Γενικά είναι κείνος που πασχίζει να τρώει τζάμπα, να πηγαίνει στα συμπόσια γι’ αυτό, ακάλεστος όμως, είναι θρασύς και δε λογαριάζει τίποτε, πέραν της μάσας.
Λέγεται επίσης τέλος, πως πέθανε πάνω στη σκηνή, με το στεφάνι στο κεφάλι του. Μερικά έργα του επιγραμματικά:
Μεροπίς, Ἀγκυλίων. Ὀλυμπίδωρος, Παράδιτος (Πιθανότατα τα 4 αυτά ανέβηκαν περί την 104η Ολυμπιάδα. Εκεί διακωμωδεί τον Πλάτωνα.)
Ἀγῶνις (Το όνομα εταίρας. Διακωμώδηση του Μισγόλα, γνωστό πρόσωπο από το λόγο του Αισχίνη, Κατά Τιμάρχου).
Ἀδελφοί & Στρατιώτης (Στόχος της σάτιρας των 2 είναι ο Δημοσθένης).
Ἵππος (Εμπεριέχονται υπονοούμενα για τη μήνυση του Σοφοκλή εναντίον των φιλοσόφων. Ανέβηκε το 316 π.Χ.)
Πύραυνος (Ανέβηκε το 312 π.Χ.)
Φαρμακοπώλη, & Ὑοβολιμαῖος (Ανέβηκαν και τα 2 το 306 π.Χ.)
Ἀποβάτης & Εἰσοικιζόμενος (Αναφέρονται τα 2 στους Δειπνοσοφιστές του Αθηναίου Ναυκρατίου).
Γυναικοκρατία (Αναφέρεται στο Ονομαστικόν του Ιουλίου Πολυδεύκη).
Γαλάτεια, Δημήτριος ή Φιλέταιρος, Δρωπίδης, Ησιόνη, Θεσπρωτοί. Ιππεύς, Κονιάτης, Κυβερνήτης, Κύκνος, Λευκαδία, Μανδραγοριζομένη, Μιλήσια, Οδυσσεύς Υφαίνων, Ολύνθιοι, Παγκρατιαστής, Παννυχίς, Ποιηταί, Τυνδάρεως κ.ά.
Τα Ποιήματα
Πτωχού Πινάκιο
Φτωχός ο άντρας μου φτωχιά είμαι κι εγώ,
γριά η κακομοίρα, με κόρη και με γιο
και με τη δούλα αυτήν εδώ τη προκομμένη
πέντε γινόμαστ’ ούλοι, οι καημένοι.
Απόψε μόνο τρεις μας θα δειπνήσουν,
οι άλλοι δυο μαζί μας θα καθίσουν,
θα μας κοιτούν και λίγο αλεύρι θα τσιμπήσουν.
Χωρίς μια λύρα, τη μοίρα θα θρηνούμε
γιατί δεν έχουμε να φάμε και να πιούμε.
Κοιτάξτ’ ωχροί πώς γίναμε, σ’ όλο το σώμα,
από την ασιτία δείτε, αλλάξαμε και χρώμα.
Κι αν θέλετε να μάθετε ποιό είναι το μενού,
κι αν ρωτάτε τι τρώμε και πώς ζούμε, ιδού:
Κουκκιά και πασατέμπο, λούπινα και κρεμμύδια,
μπιζέλια και τζιτζίκια, ρίζες και βελανίδια,
φραγκόσυκα, ρεβύθια και χάρη στη Κυβέλη,
της Αθηνάς τα σύκα π’ άλλος κανείς δε θέλει.
…
…Μπορώ να δω τους στρατηγούς να έχουνε τα φρύδια
σηκωμένα και θαρρώ πως κάνουν κάτι φοβερό
κι ενώ θεωρούνται ανώτεροι, διόλου δεν απορώ,
δεν σκέφτονται τίποτε μεγαλύτερο απ’ αυτό.
Και τους ιχθυοπώλες, -κάλλιο να χαθούν-,
μπορώ να δω που κάτω θα κοιτούν,
έχοντας πάνω σηκωμένα τους τα φρύδια,
μιαν ασφυξία τη παθαίνω, ομολογώ.
…
…γιατί πραγματικά μα τους Θεούς οι τρίχες να λυπούν,
αφού μ’ αυτές όλοι τους άντρες θα φανούν.
…
…Μέσα τρέφω περιστέρια σικελικά
απ’ αυτά τα πάρα πολύ κομψά.============
Αλκαίος:
Γεννήθηκε στη Μυτιλήνη περίπου το 630 π.Χ., συνέπεσε στο βίο με τη Σαπφώ κι ανήκε σε αριστοκρατική οικογένεια. Πήρε μέρος στους έντονους πολιτικούς αγώνες της πατρίδας του όταν ήταν νέος,. Οι δημοκρατικοί είχαν εξεγερθεί εναντίον των αριστοκρατικών κι είχεν επικράτησε ο τύραννος Μέλαγχρος, εναντίον του οποίου στράφηκαν ο Πιττακός, οι δύο αδελφοί του Αλκαίου κι ο ίδιος ο ποιητής. Οι τελευταίοι νικήσανε στη διαμάχη αυτή, ο τύραννος φονεύθηκε κι ο λαός τους εμπιστεύτηκε για 10 έτη την εξουσία.
Η τυραννία όμως επανήλθε (Μυρσίλος) κι ο ποιητής έδωσε πάλι το παρόν εναντίον της μαζί με τα αδέλφια και τον Πιττακό. Οι Μυτιληναίοι πάλι ανέδειξαν αισυμνήτη (αιρετό άρχοντα) τον Πιττακό (590-580 π.Χ.) και διώξανε τους αριστοκρατικούς, αλλά ο ίδιος πρόδωσε τους συντρόφους του κι αυτοί κατέφυγαν, πρώτα στη πόλη Αίνο της Θράκης (παλιά αποικία της Μυτιλήνης), ύστερα στη Κύζικο κι αργότερα στην Αίγυπτο. Λίγο αργότερα με τον αδελφό του Αντιμενίδα επέστρεψαν ως ηγέτες των αριστοκρατικών κατά του Πιττακού. Ο ποιητής συνελήφθη από τον Πιττακό, που όμως τονε συγχώρησε, αλλά τους εξόρισεν όλους στη μικρή πόλη Πύρρα, κοντά στη Μυτιλήνη. Εκεί, αργότερα και με μεγάλη χαρά, πανηγύρισε το θάνατο του τυράννου, αλλά έκτοτε, πέρασε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του χωρίς να συμμετέχει στις πολιτικές διαμάχες..
Το έργο του αποτελείται από στασιωτικά (= πολιτικά· στάσις = επαναστατικό κίνημα), συμποτικά, ερωτικά ποιήματα και ύμνους προς τους θεούς (σώθηκαν ελάχιστα μόνο αποσπάσματα). Στα στασιωτικά του άσματα διαπιστώνουμε το βίαιο πάθος κατά των πολιτικών του αντιπάλων. Tο ποίημα είναι τελικά ένα όπλο στους προσωπικούς και πολιτικο-κοινωνικούς αγώνες του ποιητή. Στα συμποτικά διαφαίνεται η αγάπη του προς το κρασί, αφού το συνιστά ως το καλύτερο αντίδοτο (φάρμακον) στις στενοχώριες και στις δυσκολίες, ενώ στα ερωτικά ποιήματά του εξυμνεί το κάλλος των εφήβων και των νεανίδων.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ποίησής του είναι η συντομία, η μεγαλοπρέπεια του λόγου, η πληθώρα των ποιητικών εικόνων, η αλληγορία κι η παραστατικότητα που τις συνοδεύουν. Ο Αλκαίος επηρέασε και τους μεταγενέστερους ποιητές. Ο Θεόκριτος στα Ειδύλλιά του τον μιμείται, το ίδιο κι ο Οράτιος, ενώ στην Αθήνα, στην ακμή του 5ου αι. π.Χ., τραγουδούσανε στα συμπόσια τραγούδια του. Εκτός των άλλων γνωστών μέτρων που χρησιμοποίησε -σαπφικό, ιαμβικό 4μετρο, ασκληπιάδειο μείζον- επινόησε και την αλκαϊκή στροφή: υ – υ -υ | – υυ – | υυ. Σύγχρονος της Σαπφούς, βρίσκεται με τη ποίησή του στον αντίποδα του σαπφικού κόσμου του έρωτα και της εξύμνησης της γυναικείας ομορφιάς. Η έντονη πολιτική του δράση, η εξορία του αλλά κι η συμμετοχή του σε πολεμικές συρράξεις της εποχής σφραγίσανε τη ποίησή του.
Η αλκαϊκή μονωδία ασχολείται με θέματα αμιγώς ανδρικού ενδιαφέροντος: Διόνυσος, Μούσες και Αφροδίτη (το κρασί κι ο έρωτας) -όπως τουλάχιστον ισχυρίζεται ο Οράτιος. Στα ποιήματά του απεικονίζεται εξίσου το ενδιαφέρον του για ό,τι σχετίζεται με τη πολιτική και τον πόλεμο. Σα γνήσιος αριστοκράτης ο λέσβιος ποιητής παρουσιάζει το αρχοντικό του γεμάτο όπλα που προορίζονται για χρήση του ή των εταίρων του, δίνοντας έν έξοχο δείγμα αντικειμενικής ποίησης της αρχαϊκής εποχής που αρέσκεται να συνθέτει εντυπωσιακούς καταλόγους αντικειμένων. Συνέθεσε στην αιολική διάλεκτο. Τα ποιήματά του ταξινομήθηκαν από τους Αλεξανδρινούς σε 10 βιβλία με κριτήριο τη θεματική τους. Ξεχωρίζουνε 2 κατηγορίες: τα πολιτικά ή στασιωτικά και τα συμποσιακά. Στη κατηγορία αυτή ανήκουνε ποιήματά του που άδονταν στα φημισμένα συμπόσια της εποχής. Το αρχαϊκό συμπόσιο, χώρος διαβούλευσης και ψυχαγωγίας των ποικιλώνυμων ανδρικών ομίλων, παίζει καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της ποιητικής τέχνης. Στους κόλπους του συνθέτονταν νέα ή επανεκτελούνταν τα πιο γνωστά από τα παλαιότερα τραγούδια.
Η χαρά της οινοποσίας είναι το πιο χαρακτηριστικό θέμα της συμποτικής ποίησης του λέσβιου λυρικού. Αφορμή για τη κατανάλωση οίνου μπορεί να δώσει ο θάνατος του πολιτικού του αντιπάλου, του Μυρσίλου, ενώ εξίσου καλή δικαιολογία προσφέρουνε πάντα οι ακραίες καιρικές συνθήκες: όταν βρέχει, ή στο κάμα του θέρους. Ο αρχαίος συγγραφέας Αθήναιος συμπεραίνει επ’ αυτού: “κατά γὰρ πᾶσαν ὣραν καὶ πᾶσαν περίστασιν πίνων οὗτος ὁ ποιητής εὑρίσκεται“. Άλλοτε, πάλι, ο ποιητής θεωρεί σημαντική τη τήρηση του τυπικού της οινοποσίας και τη περιγράφει με λεπτομέρεια. Σ’ επίπεδο δομικής τεχνικής η σκηνή της οινοποσίας στα ποιήματα αυτά στήνεται κάθε φορά με λίγες, μικρές αλλά εύστοχες λεπτομέρειες. Ωστόσο, η ευθεία παραίνεση προς τη κατανάλωση κρασιού άλλοτε έπεται της περιγραφής των καιρικών συνθηκών κι άλλοτε προηγείται. Αν κι όλα τα μοτίβα είναι δανεισμένα από τον Ησίοδο (Έργα και Ημέρες 582 κεξ.), είναι αξιοσημείωτη η διασκευαστική μίμηση του επικού προτύπου στη σύνταξη και στη μετρική μορφή που επιλέγεται από το Λέσβιο λυρικό.
Σαπφώ & Αλκαίος
Η πολιτική ποίησή του συνιστά τη 1η, άμεση μαρτυρία για τις πολιτικές εταιρείες ή λέσχες. Πρόκειται για συνασπισμούς που στηρίζονταν στον όρκο (συνωμοσία) και μαρτυρούνται 1η φορά τη 10ετία 590 π.Χ. Μες από τη ποίηση αυτή αναδύεται η σύγχρονη έννοια του όρου πολιτική, καθώς απομακρύνεται αισθητά από τη παλαιότερη μορφή της ως λατρευτική και τελετουργική συνένωση των πολιτών. Ωστόσο, στις 1ες αυτές πολιτικές οργανώσεις Λέσβιων αριστοκρατών δεν υπόκειται πολιτικό πρόγραμμα. Η εταιρεία δεν παρήγαγε ιδεολογικό λόγο, αλλά τη 1η πολιτική ποίηση στον ευρωπαϊκό χώρο. Κοινός είναι ο αγώνας όλων των οίκων των ευγενών εναντίον της λαίλαπας της τυραννίδας. Στη ποίηση του Αλκαίου απαντά, 1η φορά στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, εικόνα του πλοίου της πολιτείας να παραδέρνει στη τρικυμισμένη θάλασσα καθώς έχει πέσει σε ενάντιους ανέμους. Άλλοτε πάλι ο ποιητής φαίνεται να μην ανέχεται τη μη αριστοκρατική διακυβέρνηση στο νησί από τον αισυμνήτη Πιττακό και τρέφει τη ψευδαίσθηση γρήγορης επανόδου των ολιγαρχικών φίλων του στην εξουσία. Ο Αλκαίος προτείνει προσωρινή κατάπαυση των εχθροπραξιών, σε αναμονή ευνοϊκότερης στιγμής. Μακρυά από τα συμποτικά συμφραζόμενα, ο Αλκαίος περιγράφει ζωντανά το φυσικό περιβάλλον με τα σπάνια πτηνά. Το ύφος του είναι μοναδικά φανταχτερό και χαρακτηριστικό για τη σώρευση περίτεχνων σύνθετων επιθέτων.
Κάπου ανάμεσα στις 2 προαναφερθείσες ομάδες ποιημάτων του ξεχωρίζει το μοναδικό, ίσως, έμμυθο ποίημά του, η ανάγνωση του οποίου συνιστά μιαν άλλη λυρικήν ανατροπή. Το ποίημα αυτό αποτελεί πραγματικά ευτυχή συγκυρία καθώς συνιστά μια εξόχως διδακτική σπουδή πάνω στο θέμα του πολέμου. Δομημένο πάνω στην αρχή της “κυκλικής σύνθεσης”, το ποίημα πραγματεύεται ένα μυθικό θέμα που έχει προκαλέσει ήδη από τον 7ο αι. π.Χ. “έναν ηθικό προβληματισμό”, όπως διαπιστώνει ο Ι. Θ. Κακριδής. Πλάι στη κακηγορία για την Ελένη από τον σύγχρονό του Στησίχορο, ο Αλκαίος επιλέγει συνειδητά ν’ αναδείξει με σαφήνεια την αρνητική πλευρά του μύθου της Ελένης σ\ όλη την έκταση του ποιήματος. Η ποιητική στόχευση είναι αποκλειστικά παραδειγματική: η Θέτιδα αναδεικνύεται ως το μυθικό πρότυπο για τη χρηστή και πιστή σύζυγο σε αντίστιξη προς την επική Ελένη, μια ανήθικη κι άπιστη γυναίκα. Το ποίημα ανοίγει και κλείνει με λεξιλόγιο, τρόπο και θέματα επικά, ήτοι με τον τρωικό πόλεμο. Κοινά θέματα της εισαγωγής και του επιλόγου του είναι η αιτία, η έκρηξη και τα αποτελέσματα του πολέμου όπως τα εξιστορούν οι επικοί προκάτοχοι του ποιητή (ὡς λόγος). Ο ενδιάμεσος χώρος των 10 στίχων αντλεί και πάλι από τον τρωικό κύκλο, αν κι η παραστατικότητα και περιγραφική ποιότητα των λεπτομερειών και του λεξιλογίου φέρουνε λυρική σφραγίδα.
Η σύνταξη δύο θεμάτων, του πολέμου και της ομιλίας αναδεικνύει με απόλυτη σαφήνεια τη συνειδητή αντίθεση του λυρικού ποιητή προς τον επικό προκάτοχό του. Στην Ιλιάδα και σε όλο τον επικό κύκλο το θέμα του πολέμου, ποιοτικά και ποσοτικά ισχυρώτερο, συνθλίβει εκείνο της ομιλίας. Ο Αλκαίος αντιστρέφει τις αναλογίες και με τρόπον απόλυτο και καθοριστικό δίνει μεγαλύτερη έκταση στο θέμα συζυγικής /ερωτικής ομιλίας το οποίο εξυψώνεται σε βάρος του θέματος του πολέμου που σχεδόν εξαφανίζεται. Προπάντων όμως χειρίζεται και φωτίζει τόσον ελκυστικά τον έρωτα και τόσο αρνητικά τον πόλεμο ώστε τελικά η τιμή που δίνεται στο θέμα της ερωτικής ομιλίας να ‘ναι απολύτως θετική, ενώ απολύτως αρνητική κείνη του πολέμου. Ο πλάγιος κι έμμεσος τρόπος του προσέγγισης της μυθολογίας, φυσικά δεν περνούσε απαρατήρητος από το κοινό του καθώς αυτό ήταν εθισμένο να περιμένει από τη ποίησή του την ανάπτυξη σοβαρής προβληματικής για τα μεγάλα ζητήματα της ζωής και του θανάτου. Γι’ αυτό και δεν θεωρούμε παρακινδυνευμένη την υπόθεση πως η αλκαϊκή θέση εκφράζει γενικώτερα μια μείζονα ιδεολογική πρόταση της λυρικής ποίησης, στο σύνολό της, σε αντίστιξη προς το ηρωϊκό έπος.
Τα Ποιήματα
Δέξου με που σου τραγουδώ
να με δεχτείς θερμά ζητώ
στα πόδια σου προσπέφτω.
Το ‘ξερα πως ερχότανε
η άνοιξη με τ’ άνθια…
Εμπρός γεμίστε τη κανάτα
με το γλυκόπιοτο κρασί
και μην αργείτε στη στιγμή!
…
Ππέρ’ απ’ τη θάλασσα, μακρυά
κι από της γης την άκρη,
εφτάσανε άγρια πουλιά,
πάπιες στο χρώμα της φωτιάς,
με τις φτερούγες τις μακριές
και τα λαιμά τα παρδαλά.
Και κουρνιάσανε καθώς
ζαρώνουν τα μικρά πουλιά
σαν ο γοργόφτερος αετός
να ξεπροβάλλει ξαφνικά.
…
Το πιο ‘μορφο απ’ τα ποτάμια,
στο πέλαγος εκβάλλει πορφυρό,
ο Έβρος πλάι στη πόλη μας, τον Αίνο.
Πλήθος παρθένες σ’ ακλουθάνε,
με τ’ απαλά τους τα χεράκια
γύρω στον όμορφο μηρό
και που πολύ το φχαριστιούνται
καθώς αλείβουν τα κορμάκια
με τ’ άγιο σου, Έβρε, νερό.
…
Διόλου δεν τη κατανοώ
των άνεμων τη πάλη αυτή.
Το ένα κύμα από ‘δω
και τ’ άλλο κύμα από ‘κει
κι εμείς στη μέση μοναχοί
κόντρα στον άγριο καιρό
στο μαύρο πλοίο απάνω.
Στη βάση των ιστών νερά,
και τα πανιά σκιστήκανε
κι όλα ράκη γινήκανανε,
οι άγκυρες σκουριάσανε
και το τιμόνι χάνω.
Στις θέσεις μένουμε γερά,
και να κρατάμε τα σχοινιά.
…
Μεγάλο Φτώχεια είσαι συ κακό
και ανυπόφορο, εσύ κι η αδελφή σου
η Στέρηση, περήφανο λαό
το γονατίζει η πυγμή σου.
…
Εμπρός λοιπόν, ας πιούμε!
Γιατί τη νύχτα καρτερούμε;
Η μέρα απόμεινε μια στάλα,
σπεύσατ’ ανοίχτε τη μπουκάλα!
Τα ποτήρια γιόμιζε τ’ ωραία
κέφι να βρούμε στη παρέα.
Σεμέλης και του Δία γιός
κέρασ’ ο Διόνυσος ο Θεός
κρασί, να διώχνουμε τη λύπη.
Κέρνα στις κούπες το πιοτό:
ένα κρασί και δυο νερό,
όχι ως απάνω, δε θα βάλω,
και θα τσουγκρίζουν τα ποτήρια,
το ‘να στ’ άλλο.
…
Βρέξε τα σπλάχνα με κρασί
γιατί ανάτειλλε τ’ αστέρι.
Δύσκολα οι ώρες πια περνούν
κι από τη ζέστη τη πολλή
όλα τριγύρω μας διψούν,
ακούγεται μες απ’ τα φύλλα
του τζίτζικα τραγούδι πάλι…
Ανθεί τ’ αγκάθι στους αγρούς
σα κάθε καλοκαίρι.
Τώρα οι γυναίκες είν’ υγρές,
μα οι άντρες άλλο δε μπορούν
γιατί ο Σείριος μάρανε τα φύλα,
πόδια και χέρια και κεφάλι.
…
Δε πρέπει να αφήνουμε
στις λύπες τη ψυχή
γιατί τί θα κερδίσουμε
αν έξω δε το ρίξουμε;
Βύκχι μου, ας μεθύσουμε.
Το πιο καλό το φάρμακο
που γιάνει τη ψυχή
είν’ το κρασί…
…
Λαμποκοπά απ’ το χάλκωμα το μέγα δώμα κι είναι
για χάρη του Άρη όλη η σκεπή ομορφοστολισμένη
με περικεφαλαίες λαμπρές κι απο ψηλά προσγέρνουν
κάτω αλογόφουντες λευκές, στολίδια για κεφάλια
πολεμισταδων και, στητά τριγύρω σε παλούκια
κρυμμένα, στέκουν χάλκινα και λαμπερά τουζλούκια,
οπού είναι για τις δυνατές σαΐτες φυλαχτάρι,
και σιδεροπουκάμισα πλεχτά με νιό λινάρι
και κάτου τα βαθουλωτά ριγμένα είναι σκουτάρια.
Και δίπλα Χαλκιδέικα σπαθιά κι αναζωστάρια
πολλά σιμά τους και πιο εκεί πουκάμισα πολέμου.
Αυτά δεν είναι δυνατό να τ’ απολησμονήσω,
γιατί νομίζω, πως αυτά τη πρώτην έχουν θέση.
(επιγρ. 15, μτφ. Ηλίας Βουτιερίδης)=============
Αλκμάν:============= Ανακρέων:
Γεννήθηκε στη Τέω της Ιωνίας, γύρω στα 570 π. Χ. και πέθανε σε βαθιά γεράματα, το 485 π. Χ. Το 545 π. Χ., ο Πέρσης Άρπαγος φτάνει έξω από τα τείχη της πόλης του, κατά τη διάρκεια της εισβολής των Περσών στην Ιωνία κι από ‘κει αρχίζει η περιπλάνηση του ποιητή. Πρώτα πάει στα Άβδηρα, αργότερα στη Σάμο, στην αυλή του Πολυκράτη. Μετά τη δολοφονία του τυράννου από τον Οροίτη, φτάνει στην Αθήνα, κοντά στον Ίππαρχο και συνάπτει φιλία με τον Κριτία. Το 514 π. Χ. ο Ίππαρχος δολοφονείται κι ο ποιητής καταφεύγει στους Αλευάδες της Θεσσαλίας. Ίσως να επέστρεψε στην Αθήνα και να τονε βρήκε ‘κει ο θάνατος, πάντως ο τάφος του υπήρχε στη πατρίδα του τη Τέω. Έγραψε κυρίως συμποτικά κι ερωτικά ποιήματα μ’ έντονο συναισθηματικό και χαρούμενο χαρακτήρα. Κατακλύζεται από τη χαρά της ζωής μ’ όλες της τις απολαύσεις, τραγούδι, έρωτας και κρασί -τούτο μάλιστα παραξηγήθηκε και τον νομίζαν μέθυσο. Τεχνική άψογη κι επιδεξιότητα μοναδική, γοητεία και καθαρότητα και παράλληλα, λεπτή, πρωτότυπη κι ειρωνική διάθεση, χαρακτηρίζουν το έργο του.
Ο Ανακρέων ο Τήιος ήταν αρχαίος Έλληνας λυρικός ποιητής, θεωρούμενος ένας από τους 9 λυρικούς της αρχαιότητας. Αν κι υπερασπιστής του μέτρου, θεωρήθηκε από τους μεταγενέστερούς του λανθασμένα γλεντζές και μέθυσος. Στη συνέχεια βρέθηκε στα θρακικά Άβδηρα, όπου κι έγραψε εξαίρετα συμποτικά τραγούδια. Το 545 π.Χ., μπρος στον περσικό κίνδυνο που πλησίαζε, εγκαθίσταται στα Άβδηρα κι αργότερα ζει στην αυλή του Πολυκράτη. Μετά τη δολοφονία του Πολυκράτη (522 π.Χ.) o Πεισιστρατίδης Ίππαρχος φέρνει τον ποιητή στην Αθήνα. Μετά τη δολοφονία του Ίππαρχου (514 π.Χ.) ο Ανακρέοντας φεύγει από την Αττική και πιθαν’ον μένει για χρονικό διάστημα στη Λάρισα. Πέθανε σε πολύ προχωρημένη ηλικία (περ. 85 χρονών).
Σύμφωνα με τη παράδοση στην αυλή του τυράννου της Σάμου Πολυκράτη ο ποιητής Ίβυκος συνάντησε τον ποιητή Ανακρέοντα, που καταγόταν από την Τέω (Τήιος). Σε αυτόν μάλιστα, έλεγαν, ο Ίβυκος όφειλε τελικά τη στροφή του προς την ερωτική ποίηση. Σύμφωνα με την εικόνα που σχημάτισαν για τον Ανακρέοντα οι μεταγενέστεροί του θεωρείτο “ο πάντα μεθυσμένος ποιητής”, ο τύπος του “αστόχαστου γλεντζέ” κι ο κλασσικός εκπρόσωπος του ερωτισμού. Η αλήθεια φαίνεται πως είναι διαφορετική. Έγραψε πράγματι συμποτικά τραγούδια, στα οποία όμως εκτιμούσε τη συντροφιά των καλλιεργημένων ανθρώπων κι αποστρεφόταν κάθε υπέρβαση του μέτρου.
To πως αντιλαμβάνεται ο ποιητής τη νεαρή γυναίκα, μέσω της ποίησής του, σαν το αντικείμενο της ερωτικής επιθυμίας του που είναι ατίθασο κι απρόσιτο. Ο άντρας, ως επιδέξιος εραστής θα τη χαλιναγωγήσει και θα τη μυήσει ερωτικά. Η γυναίκα παρουσιάζεται ως θήραμα-αντικείμενο του αντρικού πόθου και την ίδια στιγμή ο άντρας γίνεται ο κυνηγός-θύτης που έχει ένα και μοναδικό στόχο, το θήραμά του και την ικανοποίηση της ερωτικής του διάθεσης. Η δίωξις ή αρπαγή είναι ένα συνηθισμένο θέμα της αρχαιοελληνικής απεικονιστικής τέχνης ιδιαίτερα για τους ζωγράφους του 5ου π.Χ. αι., ενώ η εικόνα-μεταφορά της γυναίκας ως ανυπότακτου ζώου, τόσο στη ποίηση του Ανακρέοντα όσο και του Σημωνίδη, αντλεί τη πανάρχαια καταγωγή της από τις κυνηγετικές κοινωνίες της 7ης χιλιετίας π.Χ. Τούτη την αντίληψη του ανυπότακτου ζώου διατηρεί η ελληνική κοινωνία και στη κλασσική εποχή, λίγο πριν τη παρακμή της πόλης-κράτους οπότε αλλάζει αναγκαστικά το κοινωνικό status της γυναίκας.
Οι Αλεξανδρινοί φιλόλογοι, ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος κι ο Αρίσταρχος από τη Σαμοθράκη εκδόσανε τα ποιήματα του Ανακρέοντα σε 5 βιβλία. Η θέση του στον Κανόνα των 9 μεγάλων λυρικών ποιητών ήτανε δίπλα στον Αλκαίο και τη Σαπφώ. Ήδη η Αρχαιότητα είχε παινέσει τη πλούσια σε αποχρώσεις και παραστατικότητα απλή ιωνική του διάλεκτο. Όσο για τη μορφή των ποιημάτων του χρησιμοποίησε κυρίως ιάμβους, χοριάμβους, γλυκώνειους και φερεκράτειους. Ως Ανακρεόντεια λογίζονται στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας:
Α: όλες οι ποιητικές συνθέσεις σε καταληκτικό ιαμβικό 2μετρο ή ανακλώμενο ιωνικό 2μετρο στίχο που μιμούνται τα ερωτικά και συμποτικά ποιήματα του Ανακρέοντα.
Β: Κυρίως η συλλογή 60 υποβολιμαίων ποιημάτων που παραδίδονται στο τέλος του χειρογράφου της ΠΑ.
Στη ΠΑ σώζονται 21 επιγράμματά του και τέλος ο αστεροειδής 2339 Ανακρέων (2339 Anacreon) πήρε το όνομά του από τον ποιητή.
Τα Ποιήματα
Ο δαμαστής ο Έρωτας
κι η πορφυρή Αφροδίτη,
μαζί σου παίζουν βασιλιά
κι οι μαυρομάτες Νύμφες.
Σε σένα που συχνά γυρνάς
στις πιο ψηλές βουνοκορφές,
προσπέφτω ευλαβικά.
Τη προσευχή μου εισάκουσε
κι έλα κοντά σε μένα,
για να γενεί ό,τι ζητώ.
Τον Κλεόβουλο, Διόνυσε,
καλά να συμβουλέψεις,
τον έρωτά μου, βασιλιά,
για να δεχτεί τ’ αγόρι.
…
Φοραδίτσα από τη Θράκη,
τι με κοιτάζεις πονηρά
κι άκαρδα φεύγεις μακρυά;
Θαρρείς πως από έρωτα
τίποτα δε κατέχω;
Μάθε λοιπόν, πως θα μπορούσα
όμορφα να σου βάλω χαλινάρι
και τα γκέμια σου κρατώντας
στο τέρμα του δρόμου να σε φέρω.
Μα τώρα συ μες στα λιβάδια
ναζιάρικα κι ανέμελα
βόσκεις και παιχνιδίζεις.
Γιατί δεν έχεις φυσικά
έμπειρον αναβάτη.
…
Είναι παιγνίδι τ’ Έρωτα
το πάθος το παράφορο,
η σύγχυση κι η ταραχή.
…
Δε το γουστάρω ‘γω αυτόν
που όσο κρασοπίνει
με τη κανάτα πλάι του
όλο για έχθρες λέει
και για τον πόλεμο μιλά,
που φέρνει πάντα δάκρυα.
Μα αγαπώ εκείνον,
όποιον θυμάται τη χαρά,
αφού μαζί τα σμίξει
τα γλυκά δώρα των Μουσών
με της Θεάς τη χάρη.
…
Φέρε αγόρι μου νερό,
φέρε μου και κρασάκι,
στεφάνια από λούλουδα
εδώ μπροστά μας φέρε.
Γιατί εγώ κι ο Έρωτας
αρχίζουμε τη μάχη.
…
Πήρα το πρώτο κι έφαγα
παστέλι ένα κομμάτι
κι ύστερα το κατέβασα
μ’ ένα κουβά κρασάκι.
Και τώρα το γλυκό σκοπό
με μια κιθάρα τραγουδώ,
γεμάτος με μεράκι,
για τη μικρή, την όμορφη
και την αγαπημένη.
…
Του Ποσειδώνα μήνας να!
Πάει, έφτασε ξανά!
Γίναν τα σύννεφα βαριά
και φέρνουνε βροχή.
Βοριάς φυσά κάτου στη γη…
…
Παρακαλώ σε ελαφοκυνηγήτρα
ξανθιά του Δία θυγατέρα,
των αγριμιών, Άρτεμη, αφέντρα
στα ρέματα έλα του Ληθαίου.
Στην πολιτεία λυπημένων
χαρούμενη συ ρίχνε τη ματιά σου.
Γιατί δεν προστατεύεις τώρα
ανήμερους πολίτες.
…
Αφέντη, που ο Έρωτας ο δαμαστής
κι οι Νύφες οι γαλανομάτες
κι η ροδομάγουλη Αφροδίτη
μαζί σου παίζουν και γυρίζεις
μες στα ψηλά τα κορφοβούνια,
προσπέφτω σου κι έλα σε μένα
καλόγνωμος και τη παράκλησή μου
ακούοντας τη χαριτωμένη.
Καλός συμβουλάτορας γίνε
στον Κλεόβουλο, Διόνυσέ μου,
να δέχεται τον έρωτά μου.
…
Ώ κόρη, που παρθενικά κοιτάς,
στο νου μου ζεις μα δεν το νιώθεις
γιατί δε ξες πως τη ψυχή μου
μονάχα συ τη κυβερνάς.
…
Άσπρο μου ‘ναι το κεφάλι,
οι κρόταφοί χιονισμένοι
γέρικά ‘ναι πια τα δόντια,
δρόμο πήρανε τα νιάτα
και πολύς καιρός στο κόσμο
το γλυκό, δεν μ’ απομένει.
Τούτο συχναναστενάζω
κι έχω του Ταρτάρου τρόμο,
τί είναι φοβερός ο Άδης
κι έχει ζοφερό κατέβα.
Άμα μια φορά κατέβεις,
δεν ξαναθωρείς ανέβα!
…
Σφαίρα μου ρίχνει πορφυρή
ο χρυσομάλλης Έρως έξω
και με μια κόρη, που φορεί
σανδάλια, με καλεί να παίξω
Μ’ αυτή -βλέπεις Μυτιληνιά-
μια τα μαλλιά μου κοροϊδεύει
-θωρείς, είναι λευκά- και μια
σ’ άλλην αγάπη της χαζεύει!
…
Και νιάζεται για τη ξανθή
την Ευρυπύλη ο Αρτέμονας,
που τριγυρνά μες σε φορείο.
Ενώ στενή και βρωμερή
φορούσε πριν κουκούλα,
και κρίκους ξύλινους στ’ αυτιά
και γύρω απ’ τα πλευρά του
άτριχο βοϊδοτόμαρο,
παλιάς ασπίδας ντύμα,
μόλις ξεκολλημένο,
ο ελεεινός ο Αρτέμονας,
που συναναστρεφόταν
δημόσιες και ψωμάδαινες
και με ψευτιές εζούσε,
που του ‘βαλαν πολλές φορές
το σβέρκο σε παλούκι,
πολλές φορές και σε τροχό
και που τις είχε φάει
πολλές φορές στα πισινά
με πέτσινο καμτσίκι,
και που και γένια και μαλλιά
του έχουν μαδήσει, τώρα
μ’ αμάξια πάει, στο στήθος του
χρυσές φορώντας αλυσίδες,
της Κύκης το παιδί
κι ομπρέλα φιλντισένια
κρατά σαν τις γυναίκες.
…
Ο καλόβολος Μεγίστης
δέκα μήνες είναι, αφότου
φορεί λίγινο στεφάνι
και γλυκό σώσμα ρουφάει.
…
Το σήμερα με νοιάζει,
το αύριο ποιός το ξέρει.
…
Όταν πίνω το κρασί
οι φροντίδες λιγοστεύουν.=============
Ανάνιος
O Ανάνιος (~540 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας ποιητής από την Ιωνία. Ο Τζέτζης τονε περιλαμβάνει στον κατάλογο των ιαμβογράφων. Τα ποιήματά του έχουν γαστρονομικό περιεχόμενο. Επίσης λυρικός ποιητής, γνωστός κι ως ιαμβογράφος. Ανήκε στον ιωνικό πολιτιστικό χώρο και μαζί με το σύγχρονο του Ιππώνακτα εκ της Εφέσσου, ήτανε, κατά τους αρχαίους, εισηγητής του χωλιάμβου, δηλαδή του 3μετρου ιαμβικού στίχου που ο τελευταίος πόδας του είναι σπονδείος ή τροχαίος. Τα έργα των 2 ποιητών συγχέονται από τους αρχαίους γραμματικούς και πολλάκις o ίδιος στίχος αποδίδεται πότε στον ένα και πότε στον άλλο. Κι οι 2 ήταν ιαμβογράφοι και σύμφωνα με μιαν εκδοχή, διαφέρανε στη μεταβολή που είχαν εισαγάγει στο ιαμβικό 3μετρο. Ενώ ο Ιππώναξ άλλαξε τον 6ο πόδα του ιαμβικού του σε σπονδείο και δημιούργησε έτσι τον σκάζοντα 3μετρο χωλίαμβο, ο Ανάνιος άλλαξε και τον 5ο πόδα σε σπονδείο και δημιούργησε τον ισχιορρωγικό ίαμβο. (Για να μαθαίνουμε ανάνιος στα αρχαία, είναι αυτός που δεν προκαλεί πόνο ή θλίψη, ο αβλαβής -ετυμολ. α στερητικόν κι ανία). Κάποια κομμάτια του σώζονται από τον Αθηναίο κι όλα όσα είναι γνωστά γι’ αυτόν συλλέχθηκαν από τον Friedrich Gottlieb Welcker τον 19ο αι..
Δυστυχώς δεν έχω ούτε άλλα στοιχεία, ούτε κι έργα του και πάμε παρακάτω.=============
Αρχίλοχος==============
Αριστοφάνης:============
Βακχυλίδης:==============
Δίφιλος:
Ο Δίφιλος ο Σινωπεύς (4ος-3ος αι. π.Χ.) ήτανε σημαντικός ποιητής της Νέας Αττικής Κωμωδίας με καταγωγή από τη Σινώπη του Εύξεινου Πόντου. Ήτανε σύγχρονος του Μενάνδρου (342-291 π.Χ.), του Φιλήμονα και τα περισσότερα από τα έργα του γραφτήκανε και διαδραματιστήκανε στην Αθήνα. Ο ίδιος ωστόσο ταξίδεψε αρκετά και πέθανε στη Σμύρνη. Κωμικός ποιητής που από το έργο του σώζονται 2 χωλίαμβοι. Φαίνεται πως είχε γράψει έπος με τίτλο Θησηίς. Αποσπάσματα από το έπος του είναι ίσως αυτά που αναφέρονται στο Θησέα του Πλούταρχου. Ένα Σχόλιο στον Πίνδαρο αναφέρει: “…ως φησι Δίφιλος ο την Θησηϊδα ποιήσας εν τινι ιαμβείω ούτως…”. Άλλο ένα Σχόλιο, στον Αριστοφάνη, αναφέρει ότι ο Δίφιλος 1ος συνέθεσε ολόκληρο σκωπτικό ποίημα εναντίον κάποιου Βοίδα, που χρησιμοποίησαν ως πρότυπο ο Εύπολις κι ο Αριστοφάνης στα σκωπτικά τους ποιήματα εναντίον του Σωκράτη.
Διατηρούσε ερωτική σχέση με την εταίρα Γνάθαινα και συχνά όταν διακατεχόταν από κρίσεις ζηλείας της έκανε επιθέσεις μέσω αναφορών στα έργα του. Αναφέρεται πως έγραψε 100 κωμωδίες, από τα έργα αυτά όμως διασώζονται μόνον οι τίτλοι κι αποσπάσματα από 54 από αυτές. Μερικές φορές συμμετείχε κι ο ίδιος ως ηθοποιός σ’ αυτά. Ο Ρωμαίος ποιητής Πλαύτος ανέφερε πως υιοθέτησε αρκετά από στοιχεία και χαρακτήρες του (για παράδειγμα τη Casina από το έργο Κληρούμενοι, Asinaria από το Ὀναγός, κ.α.), κάτι που δείχνει πως οι ικανότητές του στη δημιουργία της πλοκής ήτανε πολύ ανεπτυγμένες. Από τους Ρωμαίους, ο Τερέντιος επίσης αναφέρει πως εισήγαγε στο έργο του με τίτλο Adelphi μια σκηνή από το έργο Συναποθνήσκοντες, κάτι που ο Πλαύτος είχε παραλείψει στη δική του εκδοχή του έργου με τίτλο Commorientes.
Η τεχνοτροπία του κρίνεται πως είναι απλή και φυσική κι η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι ορθή αττική διάλεκτος, ενώ πρόσεχε ιδιαίτερα τους στίχους του κι είχε δημιουργήσει και το δικό του ιδιόμορφο ποιητικό μέτρο. Στην αρχαιότητα ήταν αβέβαιο το αν συγκαταλεγόνταν ανάμεσα στους ποιητές της Νέας ή της Μέσης κωμωδίας, καθώς η συχνή χρήση μυθολογικών ηρώων στα έργα του (Ηρακλής, Θησέας) κι η αναφορά επί της σκηνής των ποιητών Αρχίλοχου κι Ιππώνακτος ως ανταγωνιστών της Σαπφούς, ταιριάζει περισσότερο με το πνεύμα της Μέσης κωμωδίας.
Με τ’ αποσπάσματα και το ιδιόμορφο ποιητικό μέτρο του Διφίλου ασχολήθηκε ο Γερμανός κλασσικιστής του 19ου αι. Άουγκουστ Μάινεκε. Έχει γράψει τα εξής έργα:
Ἄγνοια, έχει επίσης αποδοθεί στον Καλλιάδη / Ἀδελφοί Αἱρησιτείχης, υπήρξε 2η έκδοση από τον Καλλίμαχο ως Εὐνοῦχος ή Στρατιώτης / Ἀλείπτρια, έχει επίσης αποδοθεί στον Αντιφάνη και τον Αλέξιδα / Ἄμαστρις ἢ Ἀθηναῖος / Ἀνάγυρος / Ἀνασωιζόμενοι / Ἄπληστος / Ἀποβάτης / Ἀπολιποῦσα, έχει επίσης αποδοθεί στον Σώσιππο / Βαλανεῖον / Βοιώτιος / Γάμος / Δαναίδες / Διαμαρτάνουσα / Ἐγκαλοῦντες / Ἑκάτη / Ἐλαιὼν ἢ Φρουροῦντες / Ἔμπορος / Ἐναγίζοντες / Ἐπιδικαζόμενος / Ἐπίκληρος / Ἐπιτροπή ή γνωστό κι ως Ἑπιτροπεύς / Ἑλενηφοροῦντες / Ἑλλεβοριζόμενοι / Ζωγράφος / Ἡρακλῆς / Ἥρως / Θησαυρός / Θησεύς / Κιθαρωιδός /Κληρούμενοι / Λημνίαι / Μαινόμενος / Μνημάτιον / Ὄναγρος / Παιδερασταί / Παλλακή / Παράσιτος / Πελίαδες / Πιθραύστης / Πλινθοφόρος / Πολυπράγμων / Πύρρα / Σαπφώ /
Σικελικός, πιθανώς έργο του Φιλήμωνα / Συναποθνήισκοντες / Σύντροφοι / Συνωρίς, είναι γνωστό πως υπήρξανε 2 εκδόσεις / Σχεδία / Τελεσίας / Φιλάδελφος ή γνωστό κι ως Φιλάδελφοι / Φρέαρ / Χρυσοχόος.
Τα Ποιήματα
Άνοιξη και φουντώνουνε οι κυδωνιές
απ’ τα τρεχούμενα ποτάμια νωτισμένες,
στο άβατο του κήπου, στις παρθένες.
Φουντώνουν κι οι κληματαριές
με άνθη θεριεμένα απ’ τις σκιές.
Αλλά για μένα δεν υπάρχουν εποχές
που να ‘ναι κοιμισμένος ο Έρως,
μα σα βοριάς από της Θράκης τ’ άγριο μέρος,
φλεγόμενος από τις αστραπές
κι από την Αφροδίτη, πνέοντας σκληρός
ξεδιάντροπος και ζοφερός,
μια τρέλλα. που τα πάντα μηδενίζει,
με πιάνει, τη καρδιά μου συγκλονίζει
και συγκλαδοκορμόρριζα τη ξεροτηγανίζει.==============
Επίχαρμος:
Ο Επίχαρμος (~530/~ 440 π.Χ.), του Τιτύρου ή Χιμάρρου και της Σίκιδος, ήτανε μέγας κωμικός ποιητής, στο μέγεθος του Αριστοφάνη (έζησε πολύ πριν από τον Αριστοφάνη, αφού πριν ακόμα από τους περσικούς πολέμους είχεν ήδη συγγράψει 5 ή 6 κωμωδίες), ίσως και παραπάνω και ταυτόχρονα σπουδαίος φιλόσοφος, από τη Κω. Η συμβολή του Επίχαρμου στην κωμωδία είναι σημαντική γιατί αυτός 1ος της έδωσε τη δραματική πλοκή και 1ος άντλησε τα θέματά του από την ελληνική μυθολογία. Αναδείχθηκε ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της αρχαίας Ελλάδας. Από μικρή ηλικία μετανάστευσε στις Συρακούσες ενώ έζησε και στη Σικελία. Ελάχιστα έργα του έχουνε διασωθεί , όχι ολόκληρα κι αυτά από άλλους συγγραφείς όπως ο Διογένης Λαέρτιος, ο Πλάτων κ.α. Για τον τόπο γέννησής του ερίζουνε πολλές πόλεις, Ο Διογένης Λαέρτιος αναφέρει ότι γεννήθηκε στην Αστυπάλαια της Κω, το Λεξικό Σουίδα στις Συρακούσες ή στη Σικελική πόλη Κράστος. Ο Λαέρτιος μάλιστα αναφέρει ότι ο πατέρας του μετακόμισε με την οικογένεια του στα Υβλαία Μέγαρα κι από εκεί μετά στη Σικελία.
Όταν μεγάλωσε ο Επίχαρμος εγκαταστάθηκε στις Συρακούσες κι εργάστηκε για τους τυράννους Γέλωνα κι Ιέρωνα, όπου φιλόμουσοι και μορφωμένοι, υπέθαλπαν δραματικούς και μουσικούς αγώνες, στο μεγαλοπρεπές θέατρο που είχαν οικοδομήσει. Αυτό συνετέλεσε ώστε να διαπρέψει η ποιητική μεγαλοφυΐα του Επίχαρμου. Λόγω του καθεστώτος που επί πλέον τον είχε προστατέψει, δεν αναμίχθηκε στα πολιτικά, ούτε διακωμώδησε πολιτικές καταστάσεις, όπως ο Αριστοφάνης. Διακωμωδούσε απλώς ανθρώπινα ελαττώματα και ιδίως τη μωρία, τα ατοπήματα, που επισυμβαίνουν σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, -1ος ο Επίχαρμος διακωμώδησε από σκηνής τον μέθυσο. Οι κωμωδίες του ήτανε σύντομες, 300-400 στίχοι, χωρίς χορό και με απλή δομή. Τις έγραφε σε δωρική διάλεκτο με τροχαϊκό 10μετρο κι ιαμβικό 3μετρο, χωρίζονταν δε σε 3 κατηγορίες: Κωμωδίες-παρωδίες μύθων ή έχουσες κύριο θέμα τον Οδυσσέα, κωμωδίες με θέματα παρμένα από τη σύγχρονή του ζωή, και τέλος κωμωδίες αντιθέσεων μεταξύ 2 προσώπων.
Στο πέρασμά του από τα Υβλαία Μέγαρα που τα ‘χε σα 2η πατρίδα του, επηρεάστηκε από το Μεγαρίτικο Δράμα, που όμως δεν έχει φτάσει ως εμάς ούτε αράδα. Απ’ αυτό συμπεραίνουμε πως τα μεγαρίτικα έργα παίζονταν δίχως να γράφονται. Πρωτόγραψε μυθολογικά, αλληγορικά κι ηθογραφικά έργα κι ήταν ο πιο ξακουστός δραματουργός της εποχής του. Πήρε τους καθιερωμένους τύπους (μεθυσμένος-πονηρός-δούλος-στρατιώτης και τους γέρους γκρινιάρηδες), τα ταίριαξε με τον οργανωμένο μύθο και το λογοτεχνικό διάλογο. Έσμιξε δηλαδή τη δωρική παράδοση με την ιωνική μόρφωση. Είχε μεγάλη επίδραση στην εποχή του, τα χνάρια του ακολούθησε κι ο Φόρμις, ο 2ος κωμικός συγγραφέας της δωρικής αποικίας, πατριώτης και σύγχρονος του Επίχαρμου, αλλά κι ο νεώτερός τους, ο Σώφρων ο Συρακούσιος.
Εκτός από τη θεατρική του δεινότητα, επέδειξε και φιλοσοφικές τάσεις, μορφώθηκε πολύ κι επηρεάσθηκε απ’ τη πυθαγόρεια φιλοσοφία. Γι’ αυτό κι οι κωμωδίες του είναι γεμάτες από φιλοσοφικές ιδέες κι αποφθέγματα, που δεν στρέφονταν μόνο σε θέματα ηθικής, αλλά και στα μεταφυσικά προβλήματα, όπως τη θεογονία, τη δημιουργία του κόσμου, περί ψυχής κλπ. Στον Επίχαρμο αποδίδονται 36 έως 52 κωμωδίες, το περιεχόμενό του δε, ως λέγεται, μόνο με το περιεχόμενο των τραγωδιών του Ευριπίδη μπορεί να συγκριθεί. Ο Ευριπίδης δε, πολύ ωφελήθηκε από τον Επίχαρμο, ο δε Πλάτων τονε θεωρεί κορυφαίο των κωμικών για τις φιλοσοφικές γνώμες που διαπότισε όλα τα έργα του, από τα οποία, δυστυχώς, μόνο μερικά μικρά αποσπάσματα διασώθηκαν. Από τον Ιάμβλιχο μαθαίνουμε πως ο Επίχαρμος, ένας ακουσματικός, μη μέλος, Πυθαγόρειος, υπήρξε πολυγραφότατος συγγραφεύς θεατρικός (52 έργα, κατ’ άλλους 35), που περιλάμβανε διδασκαλίες Πυθαγορικές μέσω αστεϊσμών. Φυσιολογούσε, γνωμολογούσε, ιατρολογούσε κι έγραφε με ακροστιχίδες στα πλείστα των ποιημάτων του! Τις σκέψεις ζωής του Επίχαρμου κατείχανε σχεδόν όλοι οι Φιλόσοφοι.
Στα σωζόμενα ρητά που παρενέβαλλε ο Επίχαρμος στα θεατρικά του έργα έχουμε και το θαυμάσιο “νάφε και μέμνασ’ απιστείν, άρθρα ταύτα ταν φρενών“, (να ‘σαι πάντα αυτοκυρίαρχα νηφάλιος και μη ξεχνάς ν’ αμφιβάλλεις, αυτά είναι τα θεμέλια του νου), ήτοι να είσαι δύσπιστος απέναντι σε κάθε επιτήδειο και λαοπλάνο που προσπαθεί να σου στερήσει την ελευθερία της σκέψης. Είναι 2 ιδιότητες που καταξιώνουνε τον ενεργό πολίτη και του επιτρέπουν ν’ ασκήσει το ρόλο του και να κερδίσει την ευτυχία. Κι έτσι πρέπει πράγματι να θέλει η εξουσία τον πολίτη: ενεργό, πνευματικά και ψυχικά ήρεμο, δύσπιστο κι ει δυνατόν, θιασώτη της πρακτικής φιλοσοφίας. Εδώ γεννάται το μέγά ρώτημα: άραγε διδάσκεται η φιλοσοφία ή είναι αυτοδίδακτος καρπός του αγώνα της ζωής και παιδί της ανάγκης;
Ο νους δηλαδή είναι η νηφαλιότητα κι η αμφισβήτηση -χωρίς αυτά είμαστε φερέφωνα του κάθε επιτήδειου. Δεν πρέπει, έλεγε, να επικρατεί ο θυμός αλλά η φρόνηση (επιπολάζει ου τι χρη τον θυμόν, αλλά τον νόον). Επίσης: κανείς δεν σκέφτεται σωστά όταν είναι οργισμένος (Ουδείς είς ουδέν μετ’ οργής κατά τρόπον βουλεύεται). Ελεγε, όμως, και τα ακόλουθα για τα σοφά και τα σπουδαία: “Αν ψάχνεις κάτι σοφό, πρέπει να το φέρνεις στον νου σου και τη νύχτα, διότι όλα τα σοβαρά τ’ ανακαλύπτει κανείς καλλίτερα τη νύχτα” (Αί τι κα ζητής σοφόν, τας νυκτός ενθυμητέον· πάντα τα σπουδαία νυκτός μάλλον εξευρίσκεται). Ο Λαέρτιος δε, καταγράφει πως ο Πλάτων έχει πολύ ωφεληθεί από τα έργα του Επιχάρμου, από τον οποίο έχει αντιγράψει τα περισσότερα στοιχεία (π.χ., για το αισθητόν και το νοητόν).
Ο Επίχαρμος ξεκάθαρα μίλησε για τις ολέθριες επιπτώσεις του πάθους της οργής. Όταν μας έχει πει ότι τα πάντα ξεκινάνε απ’ τη καθαρότητα του νου, είναι σαφές ότι ο νους υπό οργής τεθολωμένος είναι αδύνατον να λειτουργεί σωστά, δεν έχει καθαρότητα. Η οργή λοιπόν μας κόβει τη σύνδεση με το Θεό. Η οξυθυμία για τα μικρά πράγματα καταδικάζεται διότι, καθώς νομίζουμε, αποτελεί ετέρα βάση για την ανάπτυξη της οργής ως πάθους. Είναι ένας έτερος τρόπος για την εμφάνιση και καλλιέργεια αυτού. Ο ένας είναι να έχουμε οργή για κάτι μεγάλο που την επιφέρει. Ο δεύτερος είναι να έχουμε οργή για πολλά μικρά. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.
Τέλος, κηρύττει ότι δεν πρέπει να κυριαρχεί ο θυμός αλλά ο νους. Θυμός δεν είναι η οργή, όπως σήμερα τα ‘χουμε ταυτίσει. Στην αρχαία ελληνική γλώσσα σα ‘θυμός’ -τούτο είναι απολύτως ξεκάθαρο στον Όμηρο, φερ’ ειπείν- εννοείται η ‘θυμική διάθεση’ δηλαδή η διάθεση του σώματος, του μέρους της ψυχής που συνδέεται με τη ζωική μας υπόσταση, ακόμη δε και το σύνολο της ζωικής μας ενέργειας. Εν ολίγοις αυτό που λέει είναι ότι δεν πρέπει να οδηγούμαστε από τη χοϊκή μας φύση αλλά να προτάσσουμε τη θεία, τον νου, ο οποίος μας συνδέει με τον Θεό. Ο λόγος τους ανθρώπους κυβερνά όπως πρέπει και τους σώζει πάντα. Ο άνθρωπος έχει το λογισμό, υπάρχει όμως κι ο θείος λόγος. Ο ανθρώπινος λογισμός προέρχεται όμως από το θείο λόγο κι εξασφαλίζει στον καθένα τα μέσα για να ζήσει και να τραφεί. Αλλ’ ο θείος λόγος συνδέεται μ’ όλες τις τέχνες, γιατί διδάσκει στους ανθρώπους το συμφέρον τους, τι πρέπει να κάνουνε. Γιατί δε βρήκε ο άνθρωπος τις τέχνες αλλά πάντοτε ο θεός και μόνον.
Πέθανε 90 ετών ή κατ’ άλλους 97. Ο Διογένης Λαέρτιος αναφέρει πως οι Συρακούσιοι τονε λατρέψανε κι είχανε στήσει μπρούτζινο ανδριάντα του. Έργα του αναφέρονται τα Κύκλωψ, Προμηθεύς, Αγρωστίνος κ.α.
Ρητά
Οι φυσικές ικανότητες δεν είναι αρκετές για να σε κάνουνε σημαντικό.
Η σοφία δεν υπάρχει μόνο σ’ ένα αλλά σ’ όλα τα ζωντανά όντα, όλα έχουν αντίληψη.
Πώς μπορεί να ‘χει τέτοια σοφία, η φύση το ξέρει μόνο. γιατί αυτή μαθαίνει απ’ τον εαυτό της.
Εγώ όμως όλα αυτά τα κάνω από ανάγκη. κανείς δεν είναι, νομίζω, με τη θέλησή του κακός ή άτυχος.
Οι θεοί είναι οι άνεμοι, το νερό, η γη, ο ήλιος, η φωτιά και τ’ αστέρια.
Δημιουργήθηκε και διαλύθηκε και ξαναγύρισε απ’ όπου ήρθε, το χώμα στο χώμα κι η ψυχή ψηλά. ποιό απ’ αυτά είναι φοβερό; κανένα.
Ο νους βλέπει κι ο νους ακούει. τ’ άλλα είναι κουφά και τυφλά.
Το μεγαλύτερο εφόδιο των ανθρώπων είναι ο ευσεβής βίος.
Η μελέτη δωρίζει περισσότερα απ’ ό,τι ένα καλό φυσικό. Να ‘χεις καλό φυσικό, είναι το άριστο, δεύτερο δε το να μαθαίνεις.
Ο σοφός άντρας δεν πρέπει να μετανοεί αλλά να προνοεί.
Με πόνους πουλούν σε μας οι Θεοί όλα τα αγαθά.
Το χωράφι, το σπίτι, η μοναρχία, ο πλούτος, η δύναμη, η ομορφιά, όταν τα ‘χει άνθρωπος άφρων είναι για γέλια. Οι ηδονές είναι για τους θνητούς πειρατές ανόσιοι. γιατί καταποντίζεται ευθύς όποιος στις ηδονές αιχμαλωτίζεται.
Όποιος έχει καλή τύχη και βιός, δε δίνει όμως στη ψυχή του τίποτα το καλό κι ωραίο, αυτόνε διόλου ευτυχή δε θα τον πω, αλλά μάλλον πως είναι ο θησαυροφύλακας για κάποιον άλλο.
Αν είσαι στο νου ευσεβής, δεν θα πάθεις κανένα κακό σαν πεθάνεις. το πνεύμα σου ψηλά θα παραμείνει στον ουρανό.
Αν έχεις καθαρό το νου σου, θα ‘χεις κι όλο το σώμα καθαρό.
Η ανθρώπινη ζωή έχει ανάγκη λογισμού κι αριθμού. ζούμε με τον αριθμό και το λογισμό. αυτά σώζουνε τους θνητούς.
Αυτά είναι όλα κι όλα κι απ’ αυτόνε το δημιουργό.==============
Εύβουλος:
Ο Εύβουλος ήτανε κωμικός ποιητής που έζησε την περίοδο 400-330 π.Χ., άκμασε δε περί το 375. Καταγόταν από την Αθήνα κι ανήκε στη λεγόμενη Μέση Κωμωδία έχοντας γράψει περισσότερα από 100 έργα στα οποία η γλώσσα του αναδεικνύει έν υψηλόν ύφος επιτυγχάνοντας έτσι το κωμικό στοιχείο. Τα μισά από τα ποιήματά του παρωδούσαν μύθους και τα λοιπά κυρίως άλλους ποιητές. Στη κωμωδία του Διονύσιος, επιτίθεται στον τύραννο της Σικελίας. Ασχολήθηκε κι αυτός με τον τύπο του στρατιώτη, αλλά το έργο του διασώθηκε αποσπασματικά. Στα έργα του έχει διασώσει πολλά αποσπάσματα του Ευριπίδη.
Δεν έχω κάτι άλλο γι’ αυτόν.==============
Ευρυπίδης:==============
Έφιππος:
Αθηναίος (γεννήθηκε στην Αθήνα περί το 370 π.Χ) κωμικός ποιητής της Μέσης Κωμωδίας, του 4ου αι. π.Χ. Το 336 π.Χ. παρουσίασε το έργο του Άρτεμις, ενώ με τους Ομοίους του, επιτίθεται στον τύρρανο της Σικελίας, Διονύσιο. Αναφέρεται ότι στη κωμωδία Ναυαγοί διακωμωδούσε τον Πλάτωνα και τους φίλους του. Στα σωζόμενα αποσπάσματα των κωμωδιών του μνημονεύονται οι Αλέξανδρος ο Φεραίος, Διονύσιος ο Πρεσβύτερος (τύραννος των Συρακουσών), Κότυς Α’ κι άλλοι. Σημειώνεται ότι ένα επίγραμμα που ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης αποδίδει στον Έφιππο δεν είναι δικό του, αλλά κάποιου άγνωστου ποιητή. Αναφέρεται επίσης από το λεξικό Σουίδα κι από τον Αντίοχο τον Αλεξανδρέα. Σώζωνται μόνο κάποιοι τίτλοι και λίγα αποσπάσματα. Σωζώμενοι τίτλοι:
1. Αρτεμις, 2. Βούσιρις, 3. Γηρυόνης, 4. Εμβολή (εμπόρευμα), 5. Εφηβοι, 6. Κίρκη, 7. Κύδων, 8. Ναυαγοί, 9. Οβελιαφόροι (ή Όμοιοι), 10. Πελαστής, 11. Σαπφώ, 12. Φιλύρα.
Δεν έχω κάτι άλλο γι’ αυτό τον ποιητή.==============
Ηνίοχος
Ο Ηνίοχος ο Αθηναίος ήταν αρχαίος κωμικός ποιητής, που έζησε στα 350π.Χ. περίπου. Έγραψε περίπου (Σουίδα) 200 έργα από τα οποία σώζονται μόνον οι τίτλοι:
1. Γοργόνες, 2. Δις Εξαπατώμενος, 3. Επίκληρος, 4. Θωρύκιον, 5. Πολύευκτος, 6 .Πολυπράγμων, 7.Τροχίλος, 8. Φιλέταιρος.
Δεν έχω κάτι άλλο γι’ αυτόν.==============
Θέογνις:==============
Θεόκριτος:==============
Θέσπις:
Ο ποιητής Θέσπις από το δήμο Ικαρίας (σημερινό Διόνυσο), θεωρείται ο εφευρέτης της τραγωδίας και πιθανότατα κι ο 1ος ηθοποιός. Στα μέσα περίπου του 6ου αι. π.Χ., είχε -κατά πάσα πιθανότητα πάλι 1ος- την έμπνευση να ξεχωρίσει τον εξάρχοντα, που ήταν ο πρωτοχορευτής του διθυράμβου και να παρεμβάλει απαγγελία με άλλο μέτρο και διαφορετική μελωδία από του Χορού. Έτσι, επειδή ο εξάρχων του χορού -που φορούσε προσωπείο, δηλαδή μάσκα- έκανε διάλογο με το χορό κι αποκρινόταν (αρχ. ὑπεκρίνετο) στις ερωτήσεις του, ονομάστηκε υποκριτής, δηλαδή ηθοποιός. Έτσι είχαμε την αρχή ενός διαλόγου και τη μετάβαση από την αφήγηση στη δράση. Ο Θέσπις παρουσίασε 1η φορά τραγωδία στα Μεγάλα Διονύσια κατά την 61η Ολυμπιάδα (μεταξύ 536-532 π.Χ.). Ο Θέσπις κατασκεύασε ένα άρμα και μαζί με τους “χορευτές” του περιόδευσε σ’ όλη την Αττική παίζοντας τα Δράματα που ίδιος έγραφε. Το Άρμα Θέσπιδος μαζί με τους ηθοποιούς του έγινε γνωστό σ’ όλο τον κόσμο σαν τον 1ο θίασο που περιοδεύει και παίζει τα 1α αρχαία ελληνικά δράματα. Για τις φάσεις που προηγήθηκαν αυτών των παραστάσεων τραγωδιών, δηλαδή για το Άρμα Θέσπιδος, επινόηση του 1ου ηθοποιού κι εισαγωγή του προλόγου και του διαλογικού στίχου, δεν έχουμε ασφαλείς πληροφορίες. Δεν έχουν διασωθεί παρά λίγοι στίχοι κι οι αμφισβητούμενοι τίτλοι των έργων του: Φόρβας, Ιερείς, Ημίθεοι, Πενθεύς.
Ο αρχαίος δραματικός ποιητής Θέσπις του 6ου π.χ από τον Αττικό δήμο Ικαρίας (σημερινό Διόνυσο), θεωρείται σύμφωνα με τη παράδοση ο εφευρέτης της τραγωδίας και πιθανότατα κι ο 1ος ηθοποιός. Θεωρείται δημιουργός της δραματικής τέχνης. Σύγχρονος του Σόλωνα και του Πεισίστρατου, ήταν ο 1ος που το 536 π.χ. στα Μεγάλα Διονύσια έβαλε τον 1ο υποκριτή (ηθοποιό) στη παράσταση της αρχαίας τραγωδίας. Εκεί συνομιλούσε με το χορό κι υποδυότανε πολλά πρόσωπα. Υπάρχει όμως άποψη ότι δεν υπήρξε ποτέ, αλλά τ’ όνομά του φτιάχτηκε απ’ το θέσπιν και αοιδήν του Ομήρου (Οδύσσεια). Άλλη άποψη λέει πως η Ικαρία έγινε πατρίδα του από σύγχυση με τ’ όνομα του Ικαρίου,καλλιεργητή αμπελιών, που όπως λέει ο μύθος, πρωτοδέχτηκε το Διόνυσο στην Αττική. Μερικοί μάλιστα ισχυρίζονται πως πίσω του κρυβότανε κάποιος με το όνομα Ηρακλείδης απ’ τον Πόντο. Το σίγουρο αυτό στοιχείο δείχνει ότι τέτοιου είδους παράσταση είχε γίνει με τις προσπάθειες του Πεισιστράτου σα μέρος των κρατικών πνευματικών εκδηλώσεων στην Αθήνα.
Πάντως αν λογαριάσουμε πληροφορίες που συλλέγουμε απ’ το Διοσκορίδη, τον Πλούταρχο, τον Κλήμη, τον Ευάνθιο κι ακόμα απ’ τον Αθήναιο, το Διογένη Λαέρτιο και το Σουίδα, πρέπει να θεωρήσουμε ότι ο Θέσπις υπήρξε ο πατέρας της τραγωδίας και πιο συγκεκριμένα:
1) Ανακάλυψε το τραγικό είδος και δημιούργησε το τραγικό άσμα.
2) Επινόησε 1ος τους σατύρους.
3) Χορογράφησε ο ίδιος τα έργα του.
4) Καθιέρωσε τον Πρώτο Υποκριτή.
5) Έβαψε το πρόσωπό του με φυσικές χρωστικές ουσίες και μετά έφτιαξε προσωπεία από πανί.
Ο Σόλωνας, γέρος πια, θεωρούσε τις δραματικές αυτές παραστάσεις ως επικίνδυνο νεωτερισμό, τονε κατηγόρησε πως η θεατρική του τέχνη βασίζεται στο ψέμμα. τις ανέχθηκε όμως υποκύπτοντας στη προτίμηση του λαού. Έτσι τουλάχιστον μας λέει ο Πλούταρχος. Ο Αριστοτέλης δεν τον αναφέρει καθόλου ούτε κι οι παλιότεροι συγγραφείς, όμως ο Αριστοφάνης στο τελευταίο επεισόδιο στους Σφήκες τον αναφέρει ως εκπρόσωπο της παλιάς τραγικής τέχνης. Τίτλοι κι αποσπάσματα απ’ τα έργα του Θέσπι, φτάσανε σε μας, αλλά σίγουρα όχι γνήσια. Κατά το Σουίδα είναι: Άθλα Πελίου ή Φορβάς, Ιερείς, Ήμίθεοι, Πενθεύς. Τον 4ο π.χ. αι. κυκλοφορούσαν με τ’ όνομά του νόθα έργα. Το λεξικό του Σουίδα αναφέρει ότι ο Θέσπις 1ος χρησιμοποίησε μάσκα, γεγονός που αμφισβητείται γιατί το προσωπείο ήτανε σε χρήση παλιότερα.
Tο μέγα βήμα μετάβασης από το διθύραμβο στη τραγωδία έγινε στις αμπελόφυτες περιοχές της Aττικής, όταν, στα μέσα του 6ου αι. π.X., ο ποιητής Θέσπις από την Iκαρία (σημ. Διόνυσο), στάθηκε απέναντι από το Xορό και συνδιαλέχθηκε με στίχους, δηλαδή αντί να τραγουδήσει μιαν ιστορία άρχισε να την αφηγείται. Στη θέση του ἐξάρχοντος εισήγαγε άλλο πρόσωπο, εκτός Xορού, τον υποκριτή (ὑποκρίνομαι = ἀποκρίνομαι) ηθοποιό, που έκανε διάλογο με το Xορό, συνδυάζοντας το επικό στοιχείο (λόγος) με το αντίστοιχο λυρικό (μουσική), συνέπεια της καινοτομίας αυτής ήταν η γέννηση της τραγωδίας στην Aττική.
Η 1η επίσημη διδασκαλία (παράσταση) τραγωδίας έγινε από το Θέσπι το 534 π.Χ., στα Μεγάλα Διονύσια. Ήταν η εποχή που την Αθήνα κυβερνούσε ο τύραννος Πεισίστρατος, που ασκώντας φιλολαϊκή πολιτική ενίσχυσε τη λατρεία του θεού Διονύσου, καθιέρωσε τα “Μεγάλα ἤ ἐν ἄστει Διονύσια” κι η τραγωδία εντάχθηκε στο επίσημο πλαίσιο της διονυσιακής γιορτής. Στην αττική γη οι μιμικές λατρευτικές τελετές -απομίμηση σκηνών καθημερινής ζωής- οι κλιματολογικές συνθήκες, αλλά, κυρίως, οι κοινωνικές συνθήκες (άμβλυνση συγκρούσεων) κι η πολιτειακή οργάνωση με τους δημοκρατικούς θεσμούς οδηγήσανε στη διαμόρφωση αυτού του λογοτεχνικού είδους. Σε λίγες 10ετίες, με τη γόνιμη επίδραση της επικής και της λυρικής ποίησης, την ανάπτυξη της ρητορείας, την εμφάνιση του φιλοσοφικού λόγου καθώς και την ατομική συμβολή προικισμένων ατόμων, η τραγωδία εξελίχθηκε ταχύτατα και διαμορφώθηκε σ’ εντελώς νέο είδος με δικούς του κανόνες, δικά του γνωρίσματα και δικούς του στόχους.
Η προέλευση του είδους είναι καθαρά θρησκευτική. Στη πορεία της η τραγωδία διατήρησε πολλά διονυσιακά στοιχεία (Xορός, μεταμφίεση, σκευή -ενδυμασία- ηθοποιών),τα θέματά της όμως δεν είχανε σχέση με το Διόνυσο “οὐδὲν πρὸς τὸν Διόνυσον” (καμμιά σχέση με το Διόνυσο) ήτανε ήδη από την αρχαιότητα παροιμιακή φράση]. Ωστόσο, στα εξωτερικά της χαρακτηριστικά η τραγωδία ποτέ δεν απαρνήθηκε τη διονυσιακή της προέλευση (αποτελούσε μέρος της λατρείας του θεού, κατά τη διάρκεια των εορτών του, οι παραστάσεις γίνονταν στον ιερό χώρο του Eλευθερέως Διονύσου, οι ιερείς του κατείχανε τιμητική θέση στη 1η σειρά των επισήμων, οι νικητές των δραματικών αγώνων στεφανώνονταν με κισσό, ιερό φυτό του Διονύσου). Tη σύνδεση της τραγωδίας με τη λατρεία του Διονύσου μαρτυρεί και το θέατρο προς τιμήν του (Διονυσιακό), στη νότια πλευρά της Ακρόπολης, που σώζεται μέχρι σήμερα κι η δομή του αποτέλεσε το πρότυπο για όλα τα μεταγενέστερα αρχαία θέατρα.
Δυστυχώς, δεν έχω ποιητικά του αποσπάσματα.==============
Ίβυκος:
Ο Ίβυκος ο Ρηγίνος ήταν αρχαίος Έλληνας λυρικός ποιητής από το Ρήγιο της Μεγάλης Ελλάδας. Η ακμή του τοποθετείται στα μέσα του 6ου αι. π.Χ., στην εποχή του τυράννου της Σάμου Πολυκράτη, αφού στην αυλή του έζησε πολύ χρόνο. Γεννήθηκε δε, όταν ο Στησίχορος ήτανε πια γέρος. Ο πατέρας του ονομαζότανε Φύτιος. Παρ’ ότι προερχόταν από αριστοκρατική γενιά, προτίμησε να φύγει από τη πατρίδα του και να επισκεφθεί διάφορες πόλεις. Σε κάποιο από τα ταξίδια του, όπως αναφέρει ο επιγραμματοποιός Αντίπατρος ο Σιδώνιος, σκοτώθηκε από ληστές στην Κόρινθο. Επειδή κανένας μάρτυρας δεν υπήρχε εκεί για να καταγγείλει τον φόνο του, ο Ίβυκος επικαλέσθηκε τους γερανούς που εκείνη τη στιγμή πετούσαν από πάνω του, να τιμωρήσουν τους δολοφόνους του. Μετά από καιρό, ένας από τους ληστές εκείνους, όντας στην Κόρινθο, μόλις είδε γερανούς είπε στους άλλους: «`Ιδε αι Ιβύκου έκδικοι.» Κάποιος τον άκουσε και έτρεξε και τον κατάγγειλε. Οι δολοφόνοι πιάστηκαν και τιμωρήθηκαν. Η παράδοση αυτή αναπτύχθηκε σε παραλλαγές και από μεταγενέστερους συγγραφείς και η φράση «οι γερανοί του Ιβύκου» έμεινε παροιμιώδης στους αρχαίους Έλληνες για την ανακάλυψη εγκλημάτων μετά από θεία επέμβαση.
Στον Ίβυκο αποδίδονταν 7 ποιητικά βιβλία, από τα οποία όμως σωθήκανε λίγα μόνο αποσπάσματα. Ακέραιοι βρίσκονται σήμερα μόλις 40 στίχοι του. Από τα ποιήματά του σημαντικώτερα θεωρούνται τα ερωτικά, για τη πρωτοτυπία και το θερμό τους συναίσθημα. Το είδος του θρησκευτικού ύμνου, που ο Στησίχορος τον είχε μετασχηματίσει σε ηρωικό, διαφοροποιήθηκε εκ νέου από τον Ίβυκο προς το καλλίτερο, ώστε από αυτόν να γεννηθεί το εγκώμιο, δηλαδή ένας ύμνος καθαρά ανθρωποκεντρικός. Τα ποιήματά του πλησιάζουνε πιότερο στη τεχνοτροπία της λεσβιακής-αιολικής σχολής, χωρίς να απέχουνε κι από τη δωρική. Μπορεί να χαρακτηρισθεί έτσι ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα 2 ποιητικά ρεύματα, καθώς μιμήθηκε τον Στησίχορο και τη Σαπφώ. Η διάλεκτός του περιέχει ανάμικτα γλωσσικά στοιχεία και τύπους, πολλούς τεχνητούς.
Σα λυρικός ποιητής κατατάχθηκε από τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς 5ος ή 6ος στον Κανόνα Των 9 Λυρικών (μελικών και χορικών), αμέσως μετά τη Σαπφώ και τον Στησίχορο. Η ποίησή του διακρινότανε για τη μεγάλη περιγραφική της δύναμη και την έντεχνη κατασκευή των στροφών. Τα σωζόμενα αποσπάσματα του έργου του εκδοθήκανε 1η φορά το 1833 κι ύστερα το 1882 στη Λειψία. Τέλος, αναφέρεται πως εφηύρε το μουσικό όργανο σαμβύκη, όπως και το ιβύκινο (αναφέρεται μόνο από το λεξικό του Σουίδα).
Γέννημα της ελληνικής Δύσης, ακολούθησε μια δική του, ξεχωριστή πορεία στο πλαίσιο του ελληνικού χορικού λυρισμού. Καταγόταν από το Ρήγιο, αποικία που ‘χαν ιδρύσει Χαλκιδαίοι και Μεσσήνιοι στη Κάτω Ιταλία. Η επί μακρόν φιλοξενία του στην αυλή του Πολυκράτη, τυράννου της Σάμου, που δολοφονήθηκε από τους Πέρσες περί το 522 π.Χ., μας επιτρέπει να ορίσουμε στο περίπου το χρονικό πλαίσιο μες στο οποίο έζησε κι έδρασε ο ποιητής, γόνος αριστοκρατικής γενιάς, γιος του Φυτίου, σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή.
Είναι βέβαιο ότι το 1ο διάστημα της ζωής του παρέμεινε στη πατρίδα του. Ως εκ τούτου, είναι πολύ πιθανόν σε αυτή τη 1η του δημιουργική περίοδο να επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τη τέχνη του Στησιχόρου, τις χορικολυρικές μυθικές διηγήσεις του. Πράγματι, στο ιδιαίτερα περιορισμένο σωζόμενο έργο του πολλά είναι τα στοιχεία εκείνα που αναφέρονται στο μύθο: ξεχασμένες παραλλαγές, τοπικά στοιχεία, αλλά και στοιχεία από τους γνωστούς μεγάλους μυθικούς κύκλους. Μάλιστα το γεγονός ότι μεταγενέστεροι συγγραφείς αποδίδανε πολλά θέματα κι εκφράσεις και στους 2, φανερώνει πως ορισμένα ποιήματα του ένα μοιάζανε πάρα πολύ με τα ποιήματα του άλλου.
Εικάζεται πως η μεγάλη στροφή στη ζωή του Ιβύκου αποτέλεσε συγχρόνως σημείο καμπής για τη ποιητική δημιουργία του. Βρέθηκε στη Σάμο, στην αυλή του Πολυκράτη, του τυράννου που -ως γνωστόν- είχε προκαλέσει τον εκπατρισμό του Πυθαγόρα στη Κάτω Ιταλία. Εκεί ο Ίβυκος συνάντησε τον Ανακρέοντα, ευνοούμενο του Πολυκράτη, δε γνωρίζουμε όμως καθόλου αν δημιουργηθήκανε σχέσεις μεταξύ τους. Η αυλή του Πολυκράτη αποτελούσε τμήμα του ώριμου ιωνικού κόσμου, που στεκόταν απέναντι στον αρχαίο μύθο σε μεγαλύτερη απόσταση απ’ ό,τι η Μεγάλη Ελλάδα. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον σημειώθηκε ριζική αλλαγή τόσο στη θεματολογία όσο και στο χαρακτήρα της ποίησής του, που στράφηκε προς μια ερωτικά χρωματισμένη χορική ποίηση κι εκδήλωσε τη προτίμησή του για το ερωτικό στοιχείο. Αυτά που τραγούδησεν ο Ίβυκος στην αυλή του Πολυκράτη κάνανε τον Κικέρωνα και τη Σουίδα να τον ονομάσουνε ποιητή περιπαθούς έρωτα. Ανάμεσα στα δείγματα της τέχνης του ξεχωρίζουν 2 αποσπάσματα, που θα τα δούμε παρακάτω, στα ποιήματά του.
Το 1ο κάνει λόγο για τη σταθερή εξέλιξη κάθε χρονιάς, που την άνοιξη κάνει τις κυδωνιές και τις οινανθίδες (τα πρώτα μπουμπούκια της αμπέλου) ν’ ανθίζουνε στους κήπους των Νυμφών. Αντίθετα, σε καμμία περίοδο της ζωής του ποιητή ο έρωτας δεν ησυχάζει, αλλά τονε καίει άσπλαχνα σα θρακικός βοριάς, που συνοδεύεται από κεραυνούς. Στο 2ο πέφτει θύμα του Έρωτα, ο οποίος τονε παρασύρει στα δίχτυα της Αφροδίτης. Ο ποιητής τρέμει μπρος στο θεό που πλησιάζει, σαν άλογο κούρσας που έχει κερδίσει αρκετές νίκες, τώρα όμως, κουρασμένο από τα γηρατειά, θα προτιμούσε να αποφύγει καινούριους αγώνες. Και στα 2 ο Έρωτας, χωρίς να δείχνει λύπηση, προσεγγίζει τον ηλικιωμένο ποιητή σα δύναμη που προκαλεί μεγάλη ψυχική αναστάτωση και τονε κάνει να χάσει το λογικό του, σαν ένα μεγάλο πάθος που εξουσιάζει τον άνθρωπο και του φέρνει βάσανα.
Πέραν του Ιβύκου, για τα βάσανα του Έρωτα τραγούδησε, όπως γνωρίζουμε, κι η Σαπφώ. Η διαφορά ανάμεσα στους δικούς της στίχους και τους στίχους του είναι κατ’ ουσίαν η διαφορά ανάμεσα στο λέσβιο μέλος με τη δύναμη της αμεσότητάς του και το χορικό τραγούδι με το βαρύ πλούτο και τη μεγαλοπρέπειά του. Δημιούργημά του είναι κατά πάσα πιθανότητα κι ένα ποίημα που σώθηκε εν μέρει σε πάπυρο όπου εξυμνείται το κάλλος, η ομορφιά ενός νέου που κατείχε υψηλή θέση. Στο εκτενές 1ο μέρος του εν λόγω αποσπάσματος, απαριθμεί ήρωες και γεγονότα του Τρωικού Πολέμου, δηλώνοντας όμως ότι δεν έχει τη πρόθεση να μιλήσει γι’ αυτά. Η διήγηση αυτών των ιστοριών, η ποίηση αυτού του είδους, είναι -κατά την άποψή του- έργο των σεσοφισμένων (ευφυών, επιδέξιων) Μουσών του Ελικώνα κι όχι ενός θνητού. Στο σημείο αυτό είναι εμφανής η αποδοκιμασία της αφηγηματικής ηρωικής ποίησης, η ρήξη με την επική παράδοση. Ακολούθως κατονομάζονται οι ομορφώτεροι από τους πλέον ανδρείους ήρωες: ο γιος της Υλλίδας κι ο Τρωίλος, ο γιος του Πριάμου. Στη κατακλείδα του αποσπάσματος απευθύνεται σ’ ένα νέο που ονομάζεται Πολυκράτης. Του λέει ότι θα χαίρεται άφθαρτη τη δόξα της ομορφιάς μαζί με τους προαναφερθέντες, όπως άφθαρτη είναι κι η δική του δόξα στο τραγούδι.
Ο Πολυκράτης στον οποίον αναφέρεται ο Ίβυκος στο ποίημα, δεν είναι ο γνωστός τύραννος της Σάμου, αλλά ο ομώνυμος γιος του, που ήταν εγκατεστημένος στη Ρόδο ως αντιπρόσωπος του πατέρα. Ο νεώτερος Πολυκράτης, το εγκώμιο του οποίου εικάζουμε ότι πλέκει ο ποιητής, ήταν μαθητής του Ανακρέοντα κι εραστής της ποίησης και της μουσικής. Δε γνωρίζουμε το βίο του μετά το θάνατο του προστάτη του, Πολυκράτη, περί το 522 π.Χ. Ο θάνατός του πάντως ήτανε τραγικός, καθώς δολοφονήθηκε από ληστές:
Η δολοφονία του Ίβυκου είναι από τις πιο συγκλονιστικές ιστορίες της αρχαιότητας που πλέον είναι κλασσική σα μύθος κι έχει επικρατήσει αναφερόμενη στην εξιχνίαση εγκλημάτων και τη τιμωρία των δολοφόνων. Ο Ίβυκος ταξίδευε στη Κόρινθο για να συμμετάσχει στο διαγωνισμό μουσικής κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων (άρα ο θάνατος του μετά το θάνατο του Πολυκράτη το 522 π.Χ., μπορεί να προσδιοριστεί στις επόμενες Ολυμπιάδες, δηλαδή είτε 520 είτε 516 ή και 512 π.Χ.). Από μακρυά οι πύργοι της Ακροκορίνθου διακρίνονταν, καθώς έμπαινε στο ιερό δάσος του Ποσειδώνος. Ήτανε πολύ ευτυχής αυτές τις στιγμές κι όταν είδε ένα σμήνος γερανών να πετάνε πάνω απ’ το δάσος, για το ταξίδι τους προς στο νότο, είπε:
-“Καλή τύχη φίλοι. Βλέπω τη παρουσία σας ως καλό οιωνό, είμαστε κι οι δύο συνταξιδιώτες που αναζητάμε φιλοξενία“.
Βρισκότανε τώρα στη καρδιά του δάσους και περπατούσε σε στενό μονοπάτι, όταν δύο άνδρες, ληστές κατά τα φαινόμενα, εμφανιστήκανε μπρος του. Ήταν όντως ενέδρα ληστών και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα παρά να φωνάξει για βοήθεια, αλλά ματαίως. Αφού τονε ληστέψανε και τονε κακοποιήσανε, τον εγκαταλείανε στη τύχη του. Καθώς έπεφτε αιμόφυρτος στο χώμα θανάσιμα πληγωμένος κατάφερε να ελλίσει τα τελευταία του λόγια, στους γερανούς:
-“Εσείς αγαπητά μου πουλιά γίνετε μάρτυρες του εγκλήματος για να τιμωρηθούν οι φονείς μου“!
Όχι πολύ αργότερα, το παραμορφωμένο του σώμα βρέθηκε κι αναγνωρίσθηκε από το φίλο του, που θα τονε φιλοξενούσε. Όταν το γεγονός έγινε γνωστό στον συγκεντρωμένο από όλη την Ελλάδα κόσμο, προξένησε μεγάλη θλίψη. Ήτανε μεγάλη βλασφημία στους Θεούς και στη φιλοξενία. Ενώ το πλήθος των θεατών περίμενε στο στάδιο να παρουσιαστεί ο ποιητής, με αγανάκτηση πληροφορηθήκανε τη δολοφονία του. Αργότερα στο θέατρο οι αναστατωμένοι ακόμα από το γεγονός θεατές, άκουγαν με νεκρική σιγή και μεγάλο δέος, τα λόγια των Ερινύων:
-“Ευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος που ‘χει τη ψυχή του καθαρή από έγκλημα, αυτούς τους ανθρώπους δεν τους ενοχλούμε, αλλ’ αλίμονο σε κείνον που κρυφά έχει διαπράξει εγκλήματα. Εμείς, οι τρομεροί εκδικητές της νύχτας, τονε κατατρέχουμε ως το τέλος της δυστυχισμένης και άθλιας ζωής του“.
Τη στιγμή, όμως εκείνη σμήνος γερανών υπερίπτατο του σταδίου. Ξαφνικά, μία αδύνατη φωνή γεμάτη φόβο, αλλά που ακούστηκε στη σιγή του θεάτρου κι ήταν ο ένας από του 2 δολοφόνους, τους έδειξε στο σύντροφο του κι είπε:
-“Ίδε αι Ιβύκου έκδικοι (Να οι μάρτυρες του Ιβύκου)“! Πράγματι ο ουρανός είχε γεμίσει από γερανούς που κατευθύνονταν προς το θέατρο. Δεν πήρε πολύ στους ακόμη θρηνούντες για τον Ίβυκο θεατές, να καταλάβουνε τη σημαντικήν έννοια που ‘χανε τα λόγια που ειπώθηκαν και μπορούσες ν’ ακούσεις ανάμεσα στις φωνές του πλήθους:
-“Παρατηρήστε τη δύναμη των Ευμενίδων, ο Ίβυκος θα πάρει εκδίκηση“.
Αμέσως συνέλαβαν τον άνδρα που μίλησε και τον σύντροφο του, που αργότερα παραδεχτήκανε το έγκλημά τους και θανατωθήκανε.
Ο Ίβυκος μπορεί να χαρακτηριστεί συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο λεσβιακό μέλος της Σαπφούς και το χορικολυρικό στρώμα του Στησιχόρου. Η ανάμιξη διαφόρων στοιχείων στη γλώσσα του αντανακλά μάλλον τις διαλεκτικές συνθήκες αποικίας που περιελάμβανε ανάμικτο πληθυσμό. Στη διάλεκτό του είναι σαφέστατες οι επιδράσεις του έπους, χωρίς να απουσιάζουν ένα λεπτό δωρικό επίχρισμα και -καμμιά φορά- αιολικοί τύποι. Κύρια χαρακτηριστικά της ποιητικής δημιουργίας του, που υπήρξε κι αξιόλογος μουσικός, είναι η μεγάλη περιγραφική δύναμη, το θερμό συναίσθημα, η αφθονία των επιθέτων, η ενάργεια κι η ορμητικότητα της έκφρασης.
Τα Ποιήματα
Άνοιξη και φουντώνουνε οι κυδωνιές
απ’ τα τρεχούμενα ποτάμια νωτισμένες,
στο άβατο του κήπου, στις παρθένες.
Φουντώνουνε και οι κληματαριές
με άνθη θεριεμένα απ’ τις σκιές.
Αλλά για μένα δεν υπάρχουν εποχές
που να ‘ναι κοιμισμένος ο Έρως,
μα σα βοριάς από της Θράκης τ’ άγριο μέρος,
φλεγόμενος από τις αστραπές
κι από την Αφροδίτη, πνέοντας σκληρός
ξεδιάντροπος και ζοφερός,
μια τρέλλα που τα πάντα μηδενίζει
με πιάνει, τη καρδιά μου συγκλονίζει
και συγκλαδοκορμόρριζα τη ξεροτηγανίζει.
Και να που πάλι ο Έρωτας ξανά
με σκούρες βλεφαρίδες με κοιτά,
με καίει με τη καυτή του τη ματιά,
μ’ ατέλειωτες γητειές με τυραννά,
στης Κύπριδας τα δίχτυα τυλιγμένος.
Και βλέπω τρέμοντας γοργά να καταφτάνει,
σαν ίππος κούρσας με βραβεία τιμημένος
και τώρα στα γεράματα σ’ ένα ζυγό ζεμένος,
στο στίβο μπαίνει νιους αγώνες πια να κάνει,
κόντρα σε άλλα άλογα πιο γρήγορα, νεαρά.
…
Φοβάμαι σε Θεούς πως θ’ αμαρτήσω
αν ανθρώπους επιλέξω να τιμήσω.==============
Ιππώναξ:
Ο Ιππώναξ ήταν αρχαίος Έλληνας σατιρικός, ιαμβικός ποιητής από την Έφεσο. Θεωρείται εισηγητής του χωλίαμβου (ο οποίος λέγεται και σκάζων ίαμβος), του ιαμβικού 3μετρου με τον τελευταίο πόδα σπονδείο ή τροχαίο αντί του συνηθισμένου απλού ιαμβικού πόδα. Με τον τρόπο αυτό δημιούργησε αρρυθμία, που είναι ευνοϊκή για τη δημιουργία σκωπτικής διάθεσης. Συνέθεσε σ’ ένα είδος ιωνικής διαλέκτου. Υπήρξε ο εισηγητής της παρωδίας (ήταν ένας από τους 1ους που τη χρησιμοποίησε για να περιγελάσει την επική ποίηση) και τα ποιήματά του συντελέσανε στην ανάπτυξη της τραγωδίας. Στις σάτιρές του δεν απέφυγε να περιγελάσει ούτε τους θεούς, ούτε τους ίδιους τους γονείς του. Από τη φτώχεια και την ασχήμια του Ιππώνακτα πηγάζει η ροπή του προς υποθέσεις ταπεινές κι η πολύ χαμηλή φρασεολογία του. Η ποίησή του είναι ρεαλιστική. Τα θέματά του αντλεί από τη ζωή. Γι’ αυτό αγαπήθηκε από τα λαϊκά στρώματα κι είχε μεγάλην απήχηση, ιδιαίτερα κατά τα ελληνιστικά χρόνια. Ο Ηρώνδας τονε πήρε ως πρότυπο για τους μίμους του, ο Καλλίμαχος επαίνεσε τη ποίησή του κι ο Θεόκριτος είπε ότι με χωλούς στίχους είπε σωστά πράγματα.
Γεννήθηκε στην Έφεσο και, σύμφωνα με τη παράδοση, ο πατέρας του λεγότανε Πυθέας κι η μητέρα του Πρωτίδα. Ο Πλίνιος τοποθετεί τη ποιητική του δράση στο 540-537 π.Χ. και το Πάριο Χρονικό επίσης το 540 π.Χ. Κατά συνέπειαν η ακμή του τοποθετείται στο 2ο μισό του 6ου αι. π.Χ. Εξορίστηκε από τους τυράννους Αθηναγόρα και Κωμά και κατέφυγε στις Κλαζομενές, όπου και πέρασε την υπόλοιπη ζωή του. Ήτανε πολύ φτωχός και συναναστρεφόταν ανθρώπους των κατώτερων στρωμάτων κι ιερόδουλες. Το έργο του μας μεταφέρει σε έναν κόσμο αντι-ηρωικό και βρόμικο. Οι αρχαίοι συγγραφείς χαρακτηρίζουνε τους στίχους του «ιάμβους» (Αθήναιος). Στη πραγματικότητα ο Ιππώναξ εισήγαγε το χωλίαμβο ή σκάζοντα στίχο, όπου ο τελευταίος πόδας (ίαμβος) είναι σπονδείος ή τροχαίος. Με αυτή την καινοτομία έδινε στο στίχο ιδιαίτερο ρυθμό, κάνοντάς τον να χωλαίνει, να κουτσαίνει (να “σκάζει”). Τ’ αποσπάσματα που ακολουθούν είναι γραμμένο σε χωλίαμβους και φανερώνει τη πλήρη ένδεια του ποιητή. Ο χαρακτήρας του είναι ειρωνικός και σαρκαστικός. Ο υπερβολικά φιλικός διάλογος του ποιητή με τον Ερμή κι η ειλικρίνεια μες σ’ ένα πλαίσιο πικρής ειρωνείας δηλώνουνε 1η φορά στην ελληνική λογοτεχνία ένα είδος υμνητικής-επικλητικής ποίησης έξω από κάθε παράδοση.
Κατά το Βυζαντινό Λεξικό του Σουίδα είναι γιος του Πυθέα και της Πρωτίδος. Όπως μαρτυρά ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (Φυσική Ιστορία XXXVI 4 (4, 5)), ο Ιππώναξ, “ο οποίος, όπως είναι γνωστό, έζησε κατά την 60η Ολυμπιάδα” (δηλ. στο διάστημα 540 – 536 π. Χ.) ήτανε σύγχρονος των γλυπτών Βούπαλου και Αθήνιδος. Το 540 π.Χ. εξορίστηκε από την Έφεσο από τους τυράννους Αθηναγόρα και Κωμά, κι εγκαταστάθηκε στις Κλαζομενές όπου έζησε φτωχικά μέχρι το τέλος της ζωής του, συναναστρεφόμενος ανθρώπους των κατώτερων στρωμάτων κι ιερόδουλες.. Εκεί έγινε περίγελως από τους γλύπτες Βούπαλο (Οράτιος, Epodοι vi. 14) κι Αθήνι από τη Χίο, που τον έφτιαξαν μικροκαμωμένο, αδύνατο κι άσχημο (καθώς κατά τον Πλίνιο ήταν εμφανισιακά άσχημος) σ’ ένα (κατά τον Πλίνιο πάντα) άγαλμα, σαν μια αστεία γελοιογραφία (αν και το Λεξικό του Σουίδα μιλά για πολλά προσβλητικά αγάλματα που αυτοί του είχανε φτιάξει) και το εξέθεσαν δημόσια για να τον περιγελάσουν. Τότε αυτός (όπως μας πληροφορεί πάλι ο Πλίνιος), γεμάτος οργή, εξαπέλυσε όλη τη σάτιρα των ιάμβων του σε αυτούς τους γλύπτες, που, “όπως πιστεύουν ορισμένοι” (Πλίνιος), τους οδήγησαν στην αγχόνη. Ωστόσο ο ίδιος ο Πλίνιος μας λέει, ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει, διότι οι 2 αυτοί γλύπτες συνέχισαν να δημιουργούν και μετά απ’ αυτό το περιστατικό κι αριθμεί τα έργα τους που δημιουργήσανε τότε σε κοντινά νησιά. Κι εδώ όπως και στη περίπτωση του Αρχιλόχου, φαίνεται πως οι παραδόσεις υπερβάλλουνε. Πάντως δείχνουνε τη πειστική δύναμη και των 2 ποιητών. Όπως φαίνεται από τους στίχους του Ιππώνακτα, η αντιπάθεια που του έδειξε ο Βούπαλος οφειλότανε στην ερωτική αντιζηλία του για τη κατάκτηση της Αρήτης.
Από τη ποίησή του σώζονται λίγα αποσπάσματα, και τον 19ο αι. εκδόθηκαν από τον Bergk στο Poetae Lyrici Graeci (1878). Οι ανασκαφές στην Οξύρρυγχο αναδείξανε παπυρικά χειρόγραφα με νέα αποσπάσματα έργων του, σε άσχημην ωστόσο κατάσταση. Από το ποιητικό του έργο σώζονται αποσπάσματα που παρουσιάζουνε σοβαρά ερμηνευτικά προβλήματα. Ο τρόπος που παραδοθήκανε φανερώνει πως επιλέχθηκαν για την ερμηνεία ή τη τεκμηρίωση μετρικών φαινομένων. Το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι ο βιωματικός τους χαρακτήρας. Ο ποιητής ξεκινά από προσωπικά βιώματα και εμπειρίες που έχουν σχέση με την ένδεια, τις έχθρες, τις αγάπες και τα βάσανα. Σε αντίθεση ωστόσο με τον Αρχίλοχο που έχει μεν ως αφετηρία τις ατομικές καταστάσεις, αλλά διευρύνει τη προσωπική του περίπτωση σε πανανθρώπινη σύλληψη, ο Ιππώνακτας παραμένει στο στενό του προσωπικό και ανθρώπινο κύκλο: καβγαδίζει, πίνει με την Αρήτη από την ίδια κούπα, ζητιανεύει με πικρό χιούμορ, κάνει παράπονα που ο Πλούτος είναι τυφλός (την ίδια ιδέα ενστερνίζεται αργότερα ο Αριστοφάνης).
Ο Ιππώναξ τέλος, ήτανε για τους αρχαίους -τότε που ακόμη το έργο του σωζότανε κατά το μεγαλύτερο μέρος προφανώς ακέραιο- ο ποιητής της λοιδορίας και της αισχρολογίας. Οι στίχοι που σώζονται μαρτυρούν επίσης ότι στρεφότανε κατά των προσωπικών του εχθρών κι εναντίον της πολυτέλειας και της χαλαρής ηθικής που κυριαρχούσανε στις ιωνικές πόλεις. Το έργο του μας μεταφέρει σε έναν κόσμο αντι-ηρωικό και βρώμικο. Στους ιάμβους του, γραμμένους πιθανώς για να παρουσιαστούνε σε λαϊκές γιορτές, παρουσίαζε τον εαυτό του καυγατζή, φτωχό, διαρρήκτη, πότη, άνθρωπο, με μια λέξη, του “περιθωρίου”. Λοιδορούσε συχνά τους εχθρούς του, 1ον απ’ όλους το γλύπτη Βούπαλο. Τα ποιήματά του στο παρελθόν ερμηνεύθηκαν ως αυτοβιογραφικά, ωστόσο σήμερα επικρατεί η άποψη ότι υποδύεται στο πλαίσιο της ιαμβικής παράδοσης διάφορους ρόλους για να προσδώσει στη ποίησή του δραματικό χαρακτήρα. Στον ιδιαίτερο χαρακτήρα της ποίησής του αντιστοιχεί ένα ιδιαίτερο μέτρο, ο χωλίαμβος, ενώ η γλώσσα του (ιωνική με πολλά στοιχεία του προφορικού λόγου και λεξιλογικά δάνεια από μη ελληνικές γλώσσες της Ιωνίας) είναι γεμάτη από σεξουαλικά υπονοούμενα και βρισιές.
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι η ιωνική καθομιλουμένη, την οποία διανθίζει με πολλές ξένες λέξεις (π.χ., βέκος που σημαίνει ψωμί και σύμφωνα με τον Ηρόδοτο είναι φρυγική, πάλμυς αντί βασιλιάς, ως προσφώνηση στο Δία) κι η οποία βρίσκεται σε αρμονική αντιστοιχία με το περιεχόμενο των στίχων. Αφθονούν επίσης οι λυδικές άσεμνες φράσεις. Σώζονται στίχοι του που περιγράφουνε την ερωτική απόλαυση με τέτοιο ρεαλισμό κι άσεμνες προτάσεις, που θεωρείται μάστορας της πορνογραφικής μυθιστορίας. Επίσης το φαγητό κι η κένωση έχουνε σημαντικό ρόλο στον κόσμο του, ενώ όλοι οι χαρακτήρες του αποτελούνε σκαριφήματα της ταπεινής ζωής και δε ζούνε στη πόλη. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε αντίθεση με τους υπόλοιπους λυρικούς ποιητές, δεν έχει δεχτεί καμμίαν επίδραση από το έπος. Χρησιμοποιεί το 6μετρο (επικός στίχος) μόνο σ’ ένα χωρίο όπου σατιρίζει ένα λαίμαργο. Πρόκειται για παρωδία ομηρικού ύφους.
Ο ποιητής ήταν ευρύτερα γνωστός στην Αθήνα του 5ου αι. Αναφορά σ’ αυτόν κάνει κι ο Αλεξανδρινός ποιητής Καλλίμαχος, ενώ στη ΠΑ σώθηκαν επιτύμβια επιγράμματα για τον ποιητή. Αργότερα οι χριστιανοί αναφέρονταν αποδοκιμαστικά σ’ αυτόν, καθώς δεν εγκρίνανε τον υβριστικό και παιγνιώδη τόνο του, αλλά ούτε και το περιεχόμενο των στίχων του. Η αποσπασματική μορφή των έργων του δημιουργεί αμφιβολίες σχετικά με το αν πρόκειται για αυτοβιογραφία ή μυθιστοριογραφία. Ωστόσο, ένα είναι βέβαιο: Υπενθυμίζουν με το σαφέστερο τρόπο τη ποικιλία και τη ζωτικότητα που χαρακτηρίζουν την αρχαϊκή ελληνική λογοτεχνία.
Τα Ποιήματα
Δέηση Στον Ερμή
Ερμή της Μαίας γιε Κυλλήνιε, άκου
τη προσευχή μου που κρυώνω,
χτυπάν τα δόντια μου του κάκου.
Μια χλαίνη, έστω ενα χιτώνα μόνο
και γούνινα σανδάλια καμμιά δεκαριά
κι όσο χρυσό χωρά κάθε σανδάλι,
που κι αν ανέβω εγώ στη ζυγαριά,
αυτή να γέρν’ ακόμα απ’ την άλλη.
Γιατί εμέ που τόση αγάπη σου ‘χω
δε μου ‘δωσες ποτέ ζεστό ‘να ρούχο,
του κρύου χειμώνα μόνο γιατρικό,
ούτε τα πόδια μ’ τύλιξες με κάτιτί ζεστό,
Ματώνουν οι χιονίστρες μου στο παγετό.
Eπωδοί
Κι οι άγριοι Θράκες με κοτσίδες στη κορφή
καλώς να τον δεχτούνε στη Σαλμυδησσό γυμνό
-όπου πολλά έχει φαρμάκια για να πιει,
τρώγοντας σκλάβου το ψωμί ξερό, πικρό-
κι από το σύγκρυο του καιρού να ξεπαγιάζει
κι αφρού το κύμα πάνω του φύκια σωρό ν’ αδειάζει
πεσμένος μπρούμυτα να κείτεται σα το σκυλί
και στο γιαλό το κρύο κύμα να σκάει να τον σκεπάζει.
Έτσι θα ‘᾽θελα να ‘βλεπα εκείνον που μ’ αδίκησε,
κι ας ήταν φίλος στην αρχή
στον όρκο του απίστησε.
…
Μούσα, του Ευρυμέδοντα ψάλλε τη καταπιώνα,
που όλα τα τρώει δίχως τάξη και σειρά.
Στη θάλασσα την αχανή, ετούτο το χειμώνα
τέλος κακό να τονε βρεί και συμφορά.
…
Τη πικραμένη μου ψυχή στις συφορές θα ρίξω,
αν δε μου στείλεις γλήγορα ένα κιλό κριθάρι,
να φτιάζω ζύθο κάμποσο και να τονε ρουφήξω,
της πείνας μου να ‘ναι γιατρός και φυλαχτάρι.
…
Ποτέ δεν ήρθε ο Πλούτος ο γκαβός για να με βρει
και να μου πει: “Φίλε μου πάρε χιλιάδες τρεις
και φέρνω κι άλλες“! Θεόκουτος, και τί να πεις;
…
Ο ένας τους ατάραχος πλούσια, καθημερνά,
βουλιμικά χλαπάκιαζε τόνο και σκορδαλιά,
σα να ‘τανε Λαμψακηνός μουνούχος και να φάει
όλο το βιός, και βρέθηκε στη ζητιανιά,
να σκάβει στα βουνά, πέτρες να σπάει,
για λίγα σύκα και -δουλοτροφή-, κριθίνη φρυγανιά.
Λαγούς και κόττες δε ξεκοκκαλίζει πια,
δεν ρίχνει το σουσάμι πια στις πίττες
και δε βουτά στο μέλι τηγανίτες!==============
Ίων:==============
Καλλίμαχος:==============
Καλλίνος:
Ο Καλλίνος ήταν αρχαίος Έλληνας ποιητής που γεννήθηκε στην Έφεσσο, έζησε κι έδρασε τον 8ο αι. π.Χ, λίγο μετά τη καθιέρωση των Ολυμπιακών αγώνων (~770 π.Χ.). Εποχή κατά την οποία ο μικρασιατικός ελληνισμός διατρέχει σοβαρό κίνδυνο εξαιτίας της εισβολής των Κιμμερίων, που έλαβε χώρα περί το 675 π.Χ. Επομένως είναι σύγχρονος του Αρχιλόχου και μάλιστα πιο προχωρημένης ηλικίας (θυμίζουμε ότι ο 2ος έζησε κι έδρασε περί τα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ.). Με τα ποιήματά του εμψύχωνε τους συμπολίτες του να αγαπάνε τη πατρίδα τους και να την υπερασπίζονται ηρωικά. Μερικά μόνον αποσπάσματα από το έργο του διασώθηκαν.
Σε κείνα τα δύσκολα χρόνια ο Καλλίνος βιώνει τη κατάρρευση του φρυγικού κράτους και τη πυρπόληση του Αρτεμισίου της Εφέσου. Ο ποιητής, ως μέλος της πολεμικής αριστοκρατίας, απευθύνει έκκληση προς τους συμπολίτες του για τη μέγιστη δυνατή προσπάθεια και την έσχατη θυσία. Εκφράζοντας τα ιδεώδη μιας παλαιότερης γενιάς πολιτών, παρουσιάζεται στους κατά τα φαινόμενα αδιάφορους νέους και τους ξεσηκώνει για τη μάχη, τους προτρέπει να πολεμήσουνε, για να υπερασπιστούνε τη πατρίδα τους. Η τεχνική των στίχων, η γλώσσα και το ύφος του επηρεάζονται σε τέτοιο βαθμό από την ομηρική ποίηση, ώστε να μπορούμε να θεωρήσουμε τη πολιτική και συμβουλευτική ελεγεία του ως παραφυάδα του έπους.
Ο Καλλίνος είναι -μαζί με τον Αρχίλοχo- ο 1ος ποιητής +πτου το σωζόμενο έργο δεν είναι γραμμένο σε δακτυλικούς 6μέτρους. Από πλευράς διανοημάτων, κινείται στον κόσμο του Ομήρου, σε πλήρη αντίθεση προς τον Αρχίλοχο. Ωστόσο, στο έργο του δεν υπάρχει η ηρωική διάθεση του έπους, καθώς ο πόλεμος δεν είναι πλέον η πράξη εκείνη που κατεξοχήν εξυψώνει την ανθρώπινη ζωή, αλλ’ απλώς το μέσο για την αναχαίτιση των εχθρών που απειλούνε τη πόλη. Τα ποιήματά του ανήκουνε στο είδος της ελεγείας, της ποίησης δηλαδή που είναι γραμμένη σε δίστιχα (1 εξάμετρος + 1 πεντάμετρος σε δακτυλικό μέτρο) και -σε αντίθεση προς το επίγραμμα, που χρησιμοποιούσε επίσης το δίστιχο- απαγγελλόταν με τη συνοδεία αυλού. Η ποιητική δραστηριότητά του συμπίπτει με μια περίοδο κατά την οποία η πατρίδα του, η Έφεσος, βρισκόταν σε πόλεμο με τη Μαγνησία κι απειλούνταν από το βαρβαρικό φύλο των Κιμμερίων (περ. 652 π.Χ.). Στην ελεγεία που παρατίθεται εδώ -τη μόνη από την οποία μας σώζεται εκτενές απόσπασμα- προτρέπει τους νέους της πατρίδας του ν’ αφήσουνε τη ξέγνοιαστη ζωή και να πολεμήσουν μέχρι την τελευταία τους πνοή για τη πατρίδα. Όπως μπορεί να υποθέσει κανείς από τον πρώτο στίχο, απαγγέλθηκε ίσως σε κάποιο συμπόσιο.
Ως προς τη δομή της η ελεγεία ακολουθεί το πρότυπο ανάλογων αγωνιστικών προτροπών που συναντούμε στην Ιλιάδα, οι οποίες συνδυάζουν 2 βασικά στοιχεία: τη “πρόσκληση”, με την οποία επιδιώκεται η συναισθηματική διέγερση και την “επιχειρηματολογία”, με την οποία επιδιώκεται η λογική πειθώ. Ο Καλλίνος, που έδωσε νέα πνοή στο ελληνικό πατριωτικό πνεύμα, υπήρξε το πρότυπο σύμφωνα με το οποίο διαμορφώσανε το ποιητικό έργο τους κι άλλοι μετέπειτα ποιητές.
Τα Ποιήματα
Ως πότε πια κατάκοιτοι; ορμή πότε θα βρείτε;
δεν ντρέπεσθε τους γείτονες για την οκνιάν αυτή;
Ε! παλικάρια, ειρηνικά πως κάθεστε θαρρείτε
και ωστόσο γύρω ο πόλεμος όλη τη γη κρατεί…
Είναι τιμή κι είναι χαρά στο παλικάρι η μάχη
για την πατρίδα, την καλή γυναίκα, τα παιδιά.
Ο θάνατος τότε θα ᾽ρθει, όταν η Μοίρα λάχει·
μόνο καθείς ας ορθωθεί μ᾽ ατρόμητη καρδιά,
κι ας δράξει αμέσως το σπαθί κι ας ζώσει τ’ άρματά του
κι όσό ᾽ναι του πολέμου αρχή, ας δράμει ‘κεί μπροστά,
γιατί να φύγει αδύνατο τη μοίρα του θανάτου,
κι αν η γενιά του από θεούς αθάνατους βαστά·
κάποτ᾽ αν απ᾽ τον πόλεμο δειλά λιποτακτήσει,
μέσα στο σπίτι βρίσκει τον η ώρα του η στερνή.
Μα τούτον ποιος τον αγαπά και ποιος θα τον ποθήσει;
ενώ τον άλλο ένας λαός, αν πάθει, τον πονεί.
Γιατί ο λαός ολάκερος θρηνεί το παλικάρι,
σαν αποθάνει· κι έχουν τον ημίθεο όσο ζει
σαν πύργ᾽ όλοι κατάματα θωρούν τον με καμάρι
γιατί μονάχος κάμνει αυτός όσα πολλοί μαζί!
(μτφρ.: Σίμος Μενάρδος)==============
Κόριννα==============
Μένανδρος==============
Μίμνερμος:==============
Ξενοφάνης:==============
Όμηρος:==============
Πείσανδρος:
Ο Πείσανδρος ήταν αρχαίος Έλληνας επικός ποιητής των μέσων του 7ου αι. π.Χ. από τη Κάμειρο της Ρόδου. Οι Αλεξανδρινοί γραμματικοί τονε θεωρούσανε κορυφαίο ποιητή, ισάξιο του Ομήρου και του Ησιόδου. Το έπος του “Ηράκλεια” εξυμνούσε σε 12 ραψωδίες τους ισάριθμους άθλους του Ηρακλή. Ήταν ο 1ος που περιέγραψε τον Ηρακλή να φέρει ρόπαλο. Μολονότι από το έργο αυτό σώθηκαν μόνο 3 στίχοι, είναι γνωστό πως είχε πολύ μεγάλη επίδραση κατά την αρχαιότητα. Αυτός διεμόρφωσε τον θρύλο του Ηρακλή, φτιάχνοντας από προγενέστερες διηγήσεις μία συνεκτική αφήγηση, που έγινε από τότε αυθεντική για τον Ηρακλή και τον κύκλο των άθλων του. Στον Πείσανδρο αποδίδεται κι 1 επίγραμμα της ΠΑ (VII 304). Δυστυχώς όμως ούτε απ’ αυτόν έχω άλλα στοιχεία ή κάποια αποσπάσματα, αρχαία ή μεταφρασμένα.==============
Πίνδαρος:==============
Πρατίνας:
Ο Πρατίνας υπήρξε από τους 1ους ποιητές της αρχαίας Ελλάδας και λίγα είναι γνωστά για τη ζωή και το έργο του. Γεννήθηκε περίπου το 540 π.X. στους Φλειούς στη βορειοδυτική Αργολίδα και πέθανε περίπου το 470,. Έδρασε την εποχή γύρω στην 70ή Ολυμπιάδα και θεωρείται ο εισηγητής του σατυρικού δράματος (που όμως υπήρχεν ασφαλώς και πριν από αυτόν, αλλά όχι σ’ έντεχνη μορφή). Ξανάδωσε στους χορούς των σατύρων της πελοποννησιακής παράδοσης τη κωμική ζωηρότητα που χάσανε με τη προοδευτική μεταμόρφωσή τους στη τραγωδία κι εισήγαγε στην Αθήνα το σατυρικό δράμα ανακαινισμένο, ίσως στη θέση μιας τραγωδίας. Ύστερα απ’ αυτόν όλοι οι τραγικοί ποιητές έγραψαν σατυρικά δράματα, που συνήθιζαν να τα παρουσιάζουν ως τέταρτο δράμα στη τετραλογία.
Ήτανε σύγχρονος του Χοιρίλου, και του Αισχύλου όταν ξεκινούσε τη καρριέρα του. Η καλλιτεχνική του δραστηριότητα υποθέτουμε ότι άρχισε το 520 περίπου στην Αθήνα. Είναι αμφίβολο αν ήτανε τραγικός ποιητής. Ίσως να ήτανε κωμικός, αλλά σίγουρα ήταν ο 1ος που δημιούργησε έργα που χαρακτηρίζονται ως σατυρικό δράμα με χοντρά αστεία κι εξωτικούς χορούς των σατύρων. Σύμφωνα με τη μαρτυρία 2 επιγραμμάτων περί του Σοφοκλή γνωρίζουμε πως ο Πρατίνας εκτιμούσε τον σατυρικό χορό. Φέρεται να έγραψε 18 τραγωδίες και 32 σατυρικά δράματα, αλλά τα έργα του έχουν χαθεί σχεδόν όλα. Εκτός των έργων του έγραψε και διθύραμβους κι ωδές, τα λεγόμενα υπορχήματα. Ένα σημαντικό απόσπασμα διασώθηκε από τον Αθήναιο. Γιος του ήταν ο Αριστέας, προς τιμή του οποίου οι κάτοικοι των Φλοιών του είχανε στήσει ανδριάντα, επειδή πατέρας και γιος θεωρούνταν ως οι μεγαλύτεροι ποιητές μετά τον Αισχύλο. (Ούτε για τον Αριστέα έχω στοιχεία ή έργα του).
Έγραψεν επίσης και τραγωδίες: του αποδίδονται 18 αλλά και 32 σατυρικά δράματα. Σωθήκανε λίγα αποσπάσματα και 2 τίτλοι από μια τραγωδία Καρυάτιδες ή Δύσμαιναι κι από το σατυρικό δράμα Παλαισταί. Από τα αποσπάσματα είναι γνωστό ένα υπόρχημα, που φαίνεται πως αποτελούσε τη πάρωδο ενός σατυρικού δράματος. Στο απόσπασμα που θα βάλω παρακάτω, γίνεται σφοδρή επίθεση εναντίον της ισχυρότατης παρουσίας του αυλού στα διονυσιακά χορικά άσματα. Ο αυλός χαρακτηρίζεται υπηρέτης, ενώ η πρωτοκαθεδρία αποδίδεται στο τραγούδι. Για τον ακριβή χαρακτήρα της μετρικώς αξιοσημείωτης λυρικής αυτής σύνθεσης, που δεν διαρθρώνεται σε στροφές, οι γνώμες διίστανται. Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι πρόκειται για χορικό που προέρχεται από σατυρικό δράμα του τέλους του 6ου ή των αρχών του 5ου αι. π.Χ., δηλαδή από είδος που διέπρεψε ο Πρατίνας, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι πρόκειται για απόσπασμα από μελικό ποίημα, ειδικότερα από διθύραμβο. Απ’ αυτούς που αποδίδουνε το απόσπασμα σε διθύραμβο άλλοι χρονολογούνε τους στίχους στα τέλη του 6ου αι., κι άλλοι πιστεύουνε πως έχουμε μπρος μας έργο του λεγόμενου νεοαττικού διθυράμβου, ψευδεπίγραφο ή γραμμένο από κάποιον άλλο Πρατίνα στο β᾽ μισό του 5ου αι., όταν στο διθύραμβο η μουσική σταδιακά κέρδιζε το προβάδισμα έναντι του λόγου.
Τα Ποιήματα:
Τί θόρυβος είναι αυτός και τί είν᾽ αυτά τα πήδουλα1;
Ποι’ ασκήμια πρόβαλλε στη Διονυσιακή πολύπαθη θυμέλη2;
Δικός μου είν’ ο Διόνυσος, εγώ πρέπει να τραγουδώ,
δικός μου είν’ ο Δυόνυσος, πρέπει εγώ να θορυβώ,
Στα όρη με νύμφες σα κύκνος πηδώντας
κι μ’ ωραία φτερά3 ξεκινώ τραγουδώντας.
Στο τραγούδι η Μούσα έδωσε πρώτη
θέση, και σουραύλι4 να παίζει κατόπι.
Επειδή υπηρέτης του είναι κι αν θέλει,
να ‘ν’ αρχηγός σε μεθυσμένων αγέλη
νεαρών, που με κρότο θύρες χτυπάνε
ή σα παίζουν γροθιές πατινάδες λαλάνε.
Σπάσε το που βαθράκου5 φωνή έχει χάλια,
στη φωτιά το καλάμι, το γιομάτο με σάλια,
το λογά φωνακλά, του ρυθμού χαλαστή,
το παράφωνο αυτό με το τρούπιο κορμί.
Να για δες το χέρι απλώνω το δεξί
και χορεύω πηδώντας, για δική σου τιμή
θριαμβοδιθύραμβε6 κισσοστεφάνωτε αφέντη εσύ,
άκου τώρα τη δική μου χορωδία τη Δωρική.
1 Ο χορός των σατύρων ήταν ιδιαιτέρως ζωηρός, θορυβώδης κι εκφραστικός.
2 Θυμέλη ονομάζεται ο βωμός.
3 Στο πρωτότυπο το επίθετο ποικιλόπτερον (με πολύχρωμα φτερά) προσδιορίζει το ουσιαστικό μέλος (τραγούδι).
4 Ο αυλός.
5 Στο πρωτότυπο: φρυνεός (είδος βατράχου).
6 Θρίαμβος και διθύραμβος ονομάζονται άσματα για το Διόνυσο αλλά κι ο ίδιος. ==============
Σακάδας:
Ο Σακάδας (6ος αι. π.Χ.) αρχικά ήτανε ποιητής και βασικά αυλωδός από το Άργος, που, κατά τον Παυσανία, νίκησε 3 φορές στους αυλητικούς αγώνες των Πυθίων. Στα τέλη του 7ου με αρχές του 6ου αι. π.Χ. εμφανίζεται στο Άργος ένας από “τοὺς εὑρετὰς τῆς πρώτης μουσικῆς” (κατά το Λυσία), είναι ο ονομαστός αυλητής Σακάδας ο Αργείος. Αρχικά ήτανε ποιητής, συνθέτης μελοποιημένων ελεγείων κι αυλωδός, αλλ’ αργότερα στράφηκε στη καθαρά αυλητική τέχνη. Ο Ηρόδοτος μας παραδίδει ότι περί το 600 π.Χ. οι Αργείοι είχανε φήμη πως ήσαν οι καλλίτεροι μουσικοί ανάμεσα στους Έλληνες. Μολονότι το σχετικό εδάφιο του πατέρα της Ιστορίας αμφισβητείται, τα στοιχεία, που διαθέτουμε σήμερα για το θέμα, επιβεβαιώνουν αυτή την υπεροχή των Αργείων.
Ο Αριστόνικος ο Αργείος ήταν ο 1ος που εισήγαγε τη ψιλή κιθάρισι, δηλαδή την εκτέλεση μουσικής από μόνο κιθάρα, solo κιθάρα, τον 7ο π.Χ. αι., μέχρι τότε υπήρχε μόνο κιθαρωδία, δηλαδή τραγούδι (ωδή) με συνοδεία κιθάρας. Καθιερώνοντας τη λοιπόν, αποδέσμευσε τη κιθάρα από τον συνοδευτικό χαρακτήρα της στο τραγούδι και την ανάδειξε σε ανεξάρτητο μουσικό όργανο. Ο Αριστόνικος κι ο Σακάδας καθιερώσανε τη κιθάρα και τον αυλό αντίστοιχα ως αυτόνομα σολιστικά όργανα στους μουσικούς αγώνες. Ο Ιέραξ κι ο Σακάδας επινοήσανε και καθιέρωσαν ιδιαίτερες μορφές (φόρμες) αξιόλογων συνθέσεων και γενικά εισαγάγανε καινοτομίες, που συμβάλλανε στην εξέλιξη της μουσικής εκείνων των ετών πανελλήνια. Ο Σακάδας συμμετείχεν επίσης στη διαμόρφωση των εορτών των Γυμνοπαιδιών στη Σπάρτη, των Αποδείξεων στην Αρκαδία και των Ενδυματίων στο Άργος.
Αρχαία Ελληνική 7χορδη Κιθάρα
Σήμερα μπορούμε να αντιληφθούμε καλά τη σημασία αυτής της καινοτομίας, αν αναλογισθούμε τί διαφορά έχουν η κιθάρα ή το πιάνο, όταν συνοδεύουν τραγούδι και ποιές γνώσεις κι ικανότητες απαιτούνται, όταν αυτά τα όργανα χρησιμοποιούνται για σολιστική παρουσίαση αυτοτελών έργων για πιάνο ή κιθάρα. Κι οι αρχαίοι είχαν ήδη εκτιμήσει ακριβώς αυτή τη διαφορά, γι’ αυτό κι επί αυλωδίας, νικητή στεφάνωναν μόνο τον αοιδό κι όχι και τον συνοδό αυλητή. Τόση ήταν η απήχηση αυτής της ενέργειας του Αριστόνικου ώστε η ψιλή κιθάριση θεωρήθηκε σπουδαίο επίτευγμα και καθιερώθηκε σαν επίσημο αγώνισμα στις μεγάλες Πανελλήνιες εορτές. Γνωρίζουμε ότι το αγώνισμα αυτό, “τῶν κιθαριστῶν τῶν ἐπὶ τῶν κρουμάτων τῶν ἀφώνων“, εισήχθη 1η φορά, λίγα χρόνια μετά τον Αριστόνικο, στα Πύθια των Δελφών στα 558 π.Χ. και 1ος νικητής αναδείχθηκε τότε ο Αγέλαος από τη Τεγέα.
Η καθιέρωση του αγωνίσματος της solo κιθάρας στα Πύθια μας οδηγεί και σε άλλες σκέψεις. Η κιθάρα την εποχή εκείνη, και για χρόνια μετά, είχεν 7 χορδές, είναι όμως ευνόητο πως οι κιθαριστές δεν χρησιμοποιούσαν μόνο τους 7 φθόγγους, τις 7 νότες που αντιστοιχούσανε στις ισάριθμες χορδές, αλλά με κατάλληλους δακτυλισμούς διέκοπταν τη δόνηση των χορδών σε διάφορα σημεία, έτσι ώστε να παράγονται κι άλλοι φθόγγοι. Την ίδια αρχή εφαρμόζουν μέχρι και σήμερα όσοι παίζουνε κιθάρα ή μπουζούκι ή όργανα της οικογένειας του βιολιού, πιέζοντας με το αριστερό τους χέρι τις χορδές στη ταστιέρα των οργάνων αυτών.
Όπως παλαιότερα ο συμπατριώτης του Αριστόνικος διαχώρισε τη κιθαρωδία σε κιθάριση κι ωδή, έτσι κι ο Σακάδας απελευθέρωσε τον αυλό από τη συνοδεία του τραγουδιού και τον ανέδειξε σε αυθύπαρκτο όργανο. Όταν το 586 π.Χ. καθιερώθηκε σαν επίσημο αγώνισμα στα Πύθια, στους Δελφούς, η εκτέλεση σόλο αυλού, δηλαδή η σκέτη αύληση, ο Σακάδας αγωνίστηκε και νίκησε παρουσιάζοντας εκεί, στο Θέατρο των Δελφών, για 1η φορά τον Πυθικό Νόμο. Κατά τον Παυσανία τη νίκη του αυτή την επανέλαβε και στις 2 επόμενες πυθιάδες με νέους Πυθικούς νόμους, καθιερώνοντας έτσι τη νέα αυτή μορφή σύνθεσης.

Είχε γίνει πολύ γνωστός με τη σύνθεση του αυτή, που περιέγραφε τη μάχη του Απόλλωνα με το δράκοντα Πύθωνα. Ήτανε σύνθεση που είχε σκοπό να περιγράψει την πάλη του Απόλλωνος με τον Πύθωνα, τον φοβερό δράκοντα-φίδι, που αρχικά ήταν ο κύριος των Δελφών και να υμνήσει την τελική νίκη του θεού. Τον Πυθικό νόμο αποτελούσανε τα εξής πέντε μέρη:
1ον) η πείρα (εισαγωγή δηλαδή), όπου ο θεός εξετάζει την καταλληλότητα του χώρου πριν αρχίσει τον αγώνα,
2ον) ο κατακελευσμός (δηλαδή η πρόκληση,), εδώ ο θεός προκαλεί σε αγώνα τον Πύθωνα,
3ον) το ιαμβικόν, ο αυλός διηγείται μουσικά τον αγώνα. Επιχειρείται μάλιστα μίμηση απ’ τον αυλό του τριξίματος δοντιών του πληγωμένου δράκοντα με το λεγόμενο οδοντισμό,
4ον) το σπονδείον, όπου δηλώνεται η νίκη του θεού και τέλος
5ον) η καταχόρευσις, ο επινίκειος χορός, όπου ο θεός γιορτάζει χορεύοντας τη νίκη του.
Και μόνον η απαρίθμηση των μερών του Πυθικού νόμου είναι αρκετή για να καταστήσει σαφές ότι τα έργα αυτά ήτανε συνθέσεις μεγάλης έκτασης και πολλών απαιτήσεων. Η εντύπωση που δημιούργησε ο Πυθικός νόμος ήτανε τόσον έντονη, ώστε, κατά τον Παυσανία, ο Σακάδας έγινε αιτία να διαλυθεί η απέχθεια που έτρεφε ο Απόλλων προς τους αυλητές, κατάλοιπο της έχθρας του θεού προς τον αυλητή Μαρσύα, μετά τον μεταξύ τους μουσικό αγώνα. Τα αυστηρά καθορισμένα πλαίσια του Πυθικού νόμου διατηρήθηκαν από τους μεταγενέστερους συνθέτες, που ήτανε συγχρόνως κι εκτελεστές τους, αναλλοίωτα για αιώνες, μέχρι τον 3ο αι. π.Χ., οπότε και τροποποιήθηκε από τον Τιμοσθένη, τον ναύαρχο του φιλότεχνου βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίου Β’ του Φιλαδέλφου (309-247 π.Χ.).
Τους αυλητές που έπαιζαν τους Πυθικούς νόμους τους ονόμαζαν πυθικούς αυλητές ή πυθαύλες και τους αυλούς που μεταχειρίζονταν για τη παρουσίασή τους, πυθικούς αυλούς. Πάνω στη φωτογραφία βλέπουμε αυλητή με επίσημο ένδυμα να παίζει τον δίαυλό του σε μουσικό αγώνα. Ο Πυθικός νόμος είναι η 1η γνωστή σύνθεση προγραμματικής μουσικής, της οποίας γνωρίζουμε την υπόθεση που διηγείται η μουσική. Με τον όρο προγραμματική μουσική ονομάζουμε σήμερα στη μορφολογία μια ελεύθερη φόρμα-μορφή, που έχει σκοπό να εκφράσει με ήχους, όσο το δυνατόν πιο παραστατικά, μια σκέψη, μια υπόθεση ή να διηγηθεί ένα ποίημα. Στη νεώτερη εποχή αυτός που καθιέρωσε τη προγραμματική μουσική ήταν ο Έκτωρ Μπερλιόζ (Hector Berlioz, 1803-1869), μόλις στα μέσα του 19ου αι..
Με τις νίκες του εκείνες ο Σακάδας έγινε ο ιδρυτής της περίφημης αυλητικής παράδοσης, της αυλητικής σχολής του Άργους, σχολής που για πολλούς αιώνες ανταγωνιζότανε την επίσης ονομαστή Θηβαϊκή αυλητική σχολή, που ίδρυσε εκεί ο εξίσου σπουδαίος Θηβαίος αυλητής Πρόνομος. Μάλιστα μεταξύ των 2 αυτών παραδόσεων αναπτύχθηκε μεγάλη άμιλλα, που γνωρίζουμε πως ίσχυε τουλάχιστον μέχρι το 369 π.Χ., όταν οι Αργειακοί κι οι Βοιωτικοί αυλοί συναγωνίζονταν παίζοντας αντίστοιχα συνθέσεις του Σακάδα και του Προνόμου, καθώς συνόδευαν το κτίσιμο των τειχών, των ναών και των κατοικιών της Πελοποννησιακής Μεσσήνης.
Βιογραφικές πληροφορίες για τον Σακάδα δεν μας έχουνε διασωθεί, φαίνεται όμως ότι ήτανε γενικά καταξιωμένη μουσική προσωπικότητα με πανελλήνια προβολή. Σύμφωνα με τον Παυσανία ο Πίνδαρος είχε αφιερώσει στον Σακάδα κάποιον ύμνο ή τουλάχιστον τον ανέφερε σε κάποιο προοίμιό του, όπου φαίνεται ότι σχολίαζε το μέγεθος των αυλών του Αργείου αυλητή. Με αφορμή μάλιστα εκείνο το εδάφιο του Πινδάρου, ο Παυσανίας ψέγει το γλύπτη του αγάλματος του Σακάδα, που ο ίδιος είδε να υπάρχει στο ιερό άλσος των Μουσών στον Ελικώνα ανάμεσα στα αγάλματα των Μουσών, γιατί στο άγαλμα εκείνο, κατά τον Περιηγητή, δεν τηρήθηκαν οι αναλογίες αυλητή-αυλών που ανέφερε ο Πίνδαρος.
Ο Ψευδο-Πλούταρχος, εκτός του Πυθικού νόμου, αποδίδει στο Σακάδα κι άλλες δημιουργίες, όπως τον Τριμερή νόμο. Ο Τριμερής ή Τριμελής νόμος ήτανε σύνθεση, που περιελάμβανε Δώριο, Φρύγιο και Λύδιο τρόπο κι ο Σακάδας συνέθεσε τρεις στροφές και δίδαξε τη χορωδία να τραγουδά την 1η στροφή σε Δώριο, τη 2η σε Φρύγιο και τη 3η σε Λύδιο τρόπο. Η ύπαρξη των 3 διαφορετικών αρμονιών-τρόπων έδωσε και το χαρακτηρισμό του Τριμερούς στη σύνθεση αυτή. Ο Πλούταρχος προσθέτει, βεβαίως, ότι ως εφευρέτης του νόμου αυτού αναφέρεται κάπου ο Κλονάς ο Σικυώνιος.
Ο Ψευδο-Πλούταρχος συνεχίζει να μας πληροφορεί ότι ο Σακάδας μαζί με τον Θαλήτα από τη Γόρτυνα, τον Ξενόδαμο από τα Κύθηρα, τον Ξενόκριτο από τους Λοκρούς και τον Πολύμνηστο από την Κολοφώνα υπήρξαν οι συνδημιουργοί της δεύτερης Σπαρτιατικής μουσικής σχολής (παράδοσης). Η ομάδα αυτή των μουσικών θέσπισε στη Σπάρτη τις Γυμνοπαιδίες, όπου είχαμε τους 3 χορούς: των γερόντων, των ανδρών και των παίδων με τα γνωστά τους τραγούδια.
Οι ίδιοι μουσικοί οργάνωσαν στην Αρκαδία τις Αποδείξεις, για τις οποίες δεν έχουμε πληροφορίες, και τέλος στο Άργος τα Ενδυμάτια. Τα Ενδυμάτια ήταν εορτή που τελούσανε στο Άργος προς τιμή της Ήρας, ανάλογη προς τα Παναθήναια των Αθηνών, σε αυτήν οι ιέρειες της θεάς περιβάλλανε το λατρευτικό άγαλμά της με το πάτος, τον ποδήρη πέπλο της Ήρας (το πάτος, του πάτους). Κατά την εορτή αυτή ψάλλανε τις ειδικές συνθέσεις των Ενδυματίων του Σακάδα. Κατά τον Ψευδο-Πλούταρχο πάντα, η ομάδα αυτή των 5 μεταρρυθμιστών, παρά τους νεωτερισμούς που εισήγαγε, δεν απομακρύνθηκε από το υψηλό ύφος των παλαιοτέρων μουσικών και κυρίως του Τερπάνδρου, ο οποίος υπήρξε ο ιδρυτής της 1ης Σπαρτιατικής μουσικής σχολής∙ ειδικά δε ο Σακάδας αναφέρεται ότι, αν και καινοτόμησε ως προς τη ρυθμοποιΐα, διατήρησε την υψηλή μορφή στις συνθέσεις του.
Ο Παυσανίας δε και πάλι μας πληροφορεί ότι είδε τον τάφο του Σακάδα στο Άργος, κοντά στο γυμναστήριο του Κυλάραβι και στη εκεί πύλη, 8 ολόκληρους αιώνες μετά τον θάνατο του μουσικού. Από τον Ησύχιο παραδίδεται κι ένα πνευστό όργανο με το όνομα σακάδιον, που η κατασκευή του αποδίδεται στον Σακάδα, αυτό όμως μας είναι άγνωστον από άλλες πηγές. Ο Σακάδας, εκτός από διάσημος μουσικός ήτανε και πολύ καλός ποιητής, όπως όλοι οι ποιητές της αρχαίας Ελλάδας. Από τα μουσικά έργα του δεν έχει διασωθεί κανένα δείγμα, από τα ποιητικά του έργα γνωρίζουμε μόνο τον τίτλο ενός, πρόκειται για ένα ποίημά του με τίτλο Ἰλίου Πέρσις, Πάρσιμο του Ιλίου, Άλωση της Τροίας, όπου, κατά τον Αθήναιο, κατονόμαζε πάμπολλους από κείνους που ‘χανε κρυφτεί στο Δούρειον Ίππο.
Στις αρχές του 5ου αι. είχε στηθεί άγαλμά του στον Ελικώνα. Ο Σακάδας θάφτηκε στη πατρίδα του, το Άργος. (Δυστυχώς δεν έχω μήτε αυτουνού ποιήματά του).==============
Σαπφώ:==============
Σημωνίδης (ή Σιμωνίδης) Ο Αμοργινός
Γνωρίζουμε ελάχιστα για τη ζωή του. Γεννήθηκε στη Σάμο και κατα μαρτυρίες ελεγχόμενες, πως τούτο συνέβη γύρω στο 770 κι άκμασε περί το 2ο μισό του 7ου π. Χ., αλλά επειδή υπήρξεν αρχηγός σε αποικιστική αποστολή στην Αμοργό, είναι γνωστός ως Αμοργίνος. Μετά παρέμεινε στην Αμοργό, -λέγεται μάλιστα πως βοήθησε και στο ν’ απελευτερωθεί- και για τούτο, πήρε το προσωνύμιο, για να ξεχωρίζει σαφώς από τον Κείο. Άλλες πάλι μαρτυρίες λένε πως έζησε προς το τέλος του 6ου αι.. Τ’ όνομά του απαντάται κι ως Σημωνίδης και τούτη τη γραφή, την υποστήριξεν ο βυζαντινός γραμματικός Χοιροβοσκός.
Βάσει των όσων αναφέρει το λεξικό Σουίδα, ο Σημωνίδης ήτανε σύγχρονος του Αρχιλόχου. Είναι όντως πιθανόν ν’ ανήκει ένα μέρος της ζωής του στον 7ο αι., τον αιώνα του Αρχιλόχου. Εντούτοις, τα ποιήματα του Σημωνίδη είναι σαφώς μεταγενέστερα, όπως φανερώνουνε διάφορες επιδράσεις, η δε απόσταση που τονε χωρίζει ως ποιητή από τον Αρχίλοχο είναι μεγάλη. Συνέγραψεν ελεγείες, ιάμβους, μα απ’ όλα όσα έγραψε σώζονται μόνο περίπου 200 στίχοι. Σώζονται, εκτός από λίγα αποσπάσματα, 2 ολόκληρα ποιήματα, σε ιαμβικούς στίχους. Το μεγαλύτερο απ’ αυτά (118 στίχοι) είναι η περίφημη σάτιρα κατά των γυναικών, πλούσια σε λαϊκά μυθολογικά στοιχεία, σπάνιο δείγμα σε μια εποχή που η σάτιρα ήταν απρόσωπη. Το άλλο ποίημα χαρακτηρίζεται από ένα πικρό κι απαρηγόρητο πεσιμισμό, όπως και το ελεγειακό απόσπασμα που του αποδίδεται και το οποίο πριν αποδιδότανε στον Κείο. Αναφέρεται επίσης μια Σαμίων Αρχαιολογία του σε ελεγειακό μέτρο. Διακωμώδησε ποιητικά σχεδόν τα πάντα, μα το αριστούργημά του είν’ ο ίαμβος Κατά Γυναικών.
Ο Σημωνίδης είναι αυτός που μέσα από τους στίχους του εκφράζει το παράπονο για την εφήμερη φύση των ανθρώπων και προτρέπει carpe diem! Η ανθρώπινη ελπίδα της αθανασίας εκμηδενίζεται, καθώς η νιότη αναδεικνύεται ως η πηγή όλων των ψευδαισθήσεων και των πιο παράτολμων προθέσεων γιατί αγνοεί την ομηρική βιοτική σοφία (απόσπ. 29D). Ο Σημωνίδης απομακρύνεται από το υψηλόφρων ηρωικό ιδεώδες της υστεροφημίας και επιλέγει από την ομηρική παρακαταθήκη μόνο την ιδέα της βραχείας ζωής την οποία συμπληρώνει όχι με τον τραγικό ηρωισμό αλλά με την ηδονιστική άφεση. Στους στίχους του προβάλλεται, όπως και στο έργο του Αρχιλόχου, η ανημποριά των ανθρώπων, ο απατηλός κι αβέβαιος χαρακτήρας της ζωής, η ματαιότητα των ανθρώπινων προσδοκιών. Όμως, σε αντίθεση με τον παριανό ποιητή, που αντιμετωπίζει τις αντιξοότητες της ζωής με τλημοσύνη κι αδάμαστο θάρρος, ο Σημωνίδης θρηνεί, καθώς βλέπει ολόγυρά του τη θλίψη να κυριαρχεί, τους ανθρώπους να ζουν μέρα με τη μέρα, σαν τα καημένα τα ζώα.
Το ευμετάβλητο της ανθρώπινης κατάστασης αντιμετωπίζεται με την ίδια απαισιοδοξία που δίδαξε 1ος ο Ησίοδος. Σ’ αντίθεση προς τον Αρχίλοχο ο οποίος, όπως σημειώνει ο Lesky, “με αδάμαστο θάρρος στέκει μες στις καταιγίδες” στη περίπτωση του Σημωνίδη αναγνωρίζουμε “τον πιεσμένο και πιεστικό θρήνο ενός ανθρώπου, που βλέπει στον κόσμο ολόγυρά του θλίψη“. Απαισιοδοξία και μελαγχολία διατρέχει όλη τη ποίησή του ακόμη και στο λεγόμενο ίαμβο Κατά Γυναικών, ποίημα που με ιδιαίτερο χιούμορ κι ευτράπελη διάθεση παραβάλλει το ήθος των γυναικών με διαφόρων ζώων.
Τα Ποιήματα
(κατά γυναικών)
Κάθε γυναίκα κι άλλος χαρακτήρας!
Έτσι εξ αρχής τις έπλασεν ο Θεός.
Απ’ τη γουρούνα που ‘χει τρίχες μακριές, τη μια,
όλα στο σπίτι της με τα πηλά πασαλειμμένα,
ανάστατα, παραριγμένα σέρνονται καταγής.
Η ίδια άλουστη με ποτισμένα στη λίγδα, ρούχα,
κάθεται και χοντραίνει μες στις κοπριές.
Την άλλην έπλασε ο Θεός απ’ τη παμπόνηρη αλεπού.
Όλα τα ξέρει η γυναίκα τούτη: τ’ είναι κακό,
τ’ είναι καλύτερο; -τίποτε, μα τίποτε δε της ξεφεύγει.
Κακό είπε το καλό πολλάκις και το καλό το ‘πε κακό.
Οι διαθέσεις της αλλάζουνε συχνά.
Την άλλη από τη σκύλα, τη κακόβουλη, -η μάνα της φτυστή-,
όλα κείνη να τ’ ακούει κι όλα θέλει να τα δει.
Παντού γυρίζει και κοιτά με προσοχεί να βλέπει
γαυγίζοντας κι όταν ακόμα άνθρωπο δε βλέπει.
Και να την απειλήσει ο άντρας δε θα σώπαινε
ποτέ, ακόμα κι αν της έσπαγε τα δόντια με πέτρα
οργισμένος, ακόμα κι αν της έλεγε λόγο γλυκό,
ούτε κι αν η ίδια τύχαινε να κάθεται με ξένους.
Πεισματικά γαυγίζει, δε βγάζει τον σκασμό.
Την άλλη πάλι οι Ολύμπιοι Θεοί, πλάθοντας απ’ τη γη
τη δώσανε στον άντρα να τονε βλάπτει. Τι το κακό;
Τ’ είναι καλό; Αυτή η γυναίκα τ’ αγνοεί.
Μόνη δουλεια που ξέρει είναι να τρωει.
Κι όταν βαρυχειμωνιά στείλει ο Θεός, νιώθει το ρίγος
και το σκαμνί της το τραβά προς τη φωτιά.
Την άλλη, απ’ τη θάλασσα τη δίβουλη, την έπλασε.
Γελά τη μιαν ημέρα και λάμπει από χαρά.
Ο επισκέπτης του σπιτιού θα τη παινέσει:
“Καλύτερη γυναίκα από τούτη ‘δω δεν είναι καμμιά,
στον κόσμο ολάκερο δεν υπάρχει άλλη ωραιότερη!“
Στα μάτια της την άλλη μέρα δε θέλει να τον δεί,
ούτε και να τον πλησιάσει. Μαίνεται τότε
απλησίαστη σα σκύλα που φυλάσσει τα μικρά.
Αμείλικτη σε όλους, με μούτρα ξινισμένα
συμπεριφέρεται το ίδιο σε φίλους κι οχτρούς.
Όπως κι η θάλασσα, πολλάκις στέκεται ακίνητη,
κακό δε κάνει, χαρά μεγάλη για τους ναυτικούς,
το καλοκαίρι. Πολλές φορές λυσσομανά,
τα βουερά κύματα τη παρασύρουν.
Σ’ αυτή τη θάλασσα μοιάζουν τέτοιας γυναίκας
τα αισθήματα. Το φυσικό του πόντου; – Η αλλαγή!
Την άλλη απο σταχτιά γαϊδάρα, π’ όλοι τηνε δέρνουν.
Σε ζόρι και μεγάλες απειλές, μόλις και μετά βίας έστερξε
στο τέλος, όμως τέλειωσεν όλες τις δουλειές καλά.
Στο μεταξύ μέσα στο βάθος του σπιτιού, όλο και μασουλά
μέρα και νύχτα, τρώει κι όταν ζεσταίνεται στη παραστιά.
Ακόρεστη το ίδιο και στην απόλαψη του έρωτα,
καλόδεχτος όποιος θα πά’ να τη …κοιμίσει.
Την άλλη απ’ της γάτας τη μαυροσύφορη γενιά.
Πάνω της τίποτε ωραίο και θελκτικό δε θα ‘βρεις,
ούτε και κάτι να σε τέρπει ή να ‘ναι ποθητό.
Όμως κι αυτή στου έρωτα τη κλίνη παλαβώνει,
κι αναγουλιάζει απ’ το χόρτασμα, όποιος τηνε περνά.
Κλέβει και προξενεί στους γείτονες ζημιές
και σφάγια που δε κάηκαν στο βωμό, καταβροχθίζει.
Την άλλη γέννησε φοράδα παχουλή με μακριά χαίτη,
βαριές δουλειές κι άλλα συγυρίσματα αποφεύγει.
Χειρόμυλο; μήτε να το πιάσει. Κόσκινο; μήτε θα το σήκωνε ποτέ.
Από το σπίτι όξω δε θα βγαζε τη βρώμα.
Στο μαγεριό δε θα καθόταν: αποφεύγει τη καπνιά.
Ανόρεχτα, με το στανιό κάθεται του αντρούς της.
Πλένει το σώμα της καθημερνά δις κι άλλοτε τρις,
αλείφεται με μύρα και τη μακρά χαίτη καλόχτενη κρατά,
στεφανωμένη μ’ άνθη. Όμορφο να τη θωρεί ο ξένος
γυναίκα σαν κι αυτή, μα σ’ αυτόν που την έχει: συφορά,
εξόν κι αν είναι τύραννος ή μεγιστάνας
που μύχια, τέτοια αποκτήματα τα καμαρώνει.
Την άλλη απ’ τη μαϊμού. Ξέχωρο τούτο το κακό
στους άντρες δώρισεν ο Δίας, το χείριστ’ όλων.
Στο πρόσωπο; Τέρας ασχήμιας. Γυναίκα τέτοια
περνά μες απ’ τη πολή κι όλοι χασκογελάνε.
Λαιμός κοντός, βήμα ασταθές, χωρίς καθόλου πισινό,
ολάκερη άκρα τέσσαρα. Κι αλίμονό του που κρατά
στην αγκαλιά του τέτοια μεγάλη συμφορά.
Όμως κολπάκια και ζαβολιές, πολύ καλά γνωρίζει,
γνήσια μαϊμού. Τι κι αν γελούν, μήτε που την αγγίζει.
Ποτέ δε θα ‘κανε καλό και μόνο μελετά μες στο μυαλό
όλη τη μέρα, το πως να κάνει το βαρύτερο κακό.
Από τη μέλισσα την άλλη. Τη παίρνεις κι ευτυχάς.
Μόνο σε κείνη το ψεγάδι δε σκαλώνει.
Τρανώνει και θρονιάζεται, χάρη σ’ αυτή, το βιός.
Γερνά τ’ αντρόγυνο και μένει η αγάπη αμοιβαία.
Έχει γεννήσει όμορφα παιδιά και μ’ όνομα καλό.
Ανάμεσα σε όλες τις γυναίκες ξεχωρίζει,
τη περιβάλλει ολάκερη μια χάρη θεϊκή,
δε χαίρεται τη συντροφιά των γυναικών
που τεμπελιάζουν λέγοντας σωρό τις προστυχιές.
Ό,τι καλύτερο κι ό,τι πιο γνωστικό στους άντρες,
έχει χαρίσει ο Δίας, είναι γυναίκες σα κι αυτές.
Εκτός της μέλισσας, έτσ’ οι γυναίκες. Όλες
υπάρχουνε χάρη στο τέχνασμα του Δία
και με τους άντρες τους μαζί διάγουνε τον βίο.
Αυτό το μέγιστο κακό που ‘πλασ’ ο Δίας
-γυναίκες. Τάχα πως τον άντρα τους ‘φελάν.
Μ’ αυτός πρώτος απ’ όλους υποφέρει.
Ποτέ, μια μέρα ολάκερη ξέγνοιαστος δε περνά,
όποιος κι αν δέσει τη ζωή του με γυναίκα.
Για δε θα διώξει εύκολα, οίκοθε, τον Λιμό,
τον μισητό συγκάτοικο, τον δυσμένη θεό.
Κι αν άντρας έχει κατά νου στο σπιτικό του
δώρο Θεού ή χάρισμα ανθρώπου να γιορτάσει,
αυτή θα βρει κάτι στραβό κι οπλίζεται να συγκρουστεί.
Γιατί όπου γυνή υπάρχει τέτοια, δε θα στέρξει,
ούτε στο σπίτι, ξένο, καλόγνωμα, κατώφλι να περάσει.
Κι όποια φαντάζει μετρημένη και πως είναι συνετή,
κυρίως αυτή τη πιο μεγάλη βλάβη προξενεί.
Ο άντρας μένει με το στόμα ανοιχτό κι όλοι γελάνε
οι γείτονες που βλέπουν -κι αυτός ξεγελασμένος!
Όταν το φέρει ο λόγος, καθένας τη γυναίκα του
θε να ‘παινέσει και τ’ αλλουνού θα κατηγορήσει.
Πως είμαστε στην ίδια μοίρα δε νογάμε.
Του Δία το χειρότερον έργον είν’ οι γυναίκες,
πανίσχυρη στα πόδια μας κι άθραυστη αλυσίδα,
αφ’ ότου ο Πλούτωνας δέχτηκε κάτου, εκείνους,
που σφάζονται για το χατίρι μιας γυναίκας…
…
Για κάθε πράγμα ο Δίας κρατά ο βαρύβροντος,
παιδί, το τέρμα, και όλα τα ρυθμίζει αυτός
έτσι όπως θέλει· οι άνθρωποι δε νιώθουνε·
περνούμε σαν τα ζώα τις μέρες μας, χωρίς
να ξέρουμε ο θεός πού πάει το καθετί.
Όλους η ελπίδα θρέφει κι η πεποίθηση,
μα οι κόποι μάταιοι· σήμερα άλλοι καρτερούν
την αλλαγή, στο γύρισμα άλλοι της χρονιάς.
Κανείς δεν είναι που να μη θαρρεί πως πια
του χρόνου θ᾽ αποχτήσει πλούτη κι αγαθά.
Μα βρίσκουν άλλον, πριν πετύχει, τ᾽ άχαρα
τα γερατειά· θερίζουν άλλον οι κακές
αρρώστιες· κι άλλους, που έπεσαν στον πόλεμο,
τους στέλνει ο Άδης κάτω εκεί στη μαύρη γη·
πνίγονται αυτοί, δαρμένοι από τα κύματα
και τις φουρτούνες του πελάου του πορφυρού,
που εκεί η ανάγκη της ζωής τούς έριξε·
κρεμιούνται εκείνοι μόνοι τους —τέλος φριχτό!—
κι του ήλιου αφήνουν αυτοθέλητα το φως.
Παντού μαυρίλα· μύριες ζώνουν τους θνητούς
καταστροφές και συμφορές αφάνταστες
και βάσανα. Μα, αν μ᾽ άκουαν, δε θα τρέχαμε
ζητώντας το κακό, και δε θα ρίχναμε
στους πόνους την καρδιά, να τυραννιόμαστε…
…
Τον πεθαμένο, αν έχουμε σωστά τα λογικά μας,
δε θα τονε θυμούμαστε πιότερο από μια μέρα.
…
Για να πεθάνουμε έχουμε καιρόν όσον κι αν θέμε,
μα ζούμε χρόνια λιγοστά και συφορές γεμάτα.
…
Κανένα πράγμα πιο καλό απ’ τη καλή γυναίκα
κι απ᾽ την κακή χειρότερο δεν είναι για τον άντρα.
…
Μες στα βουνά τα δασωμένα
κανείς δε θα φοβότανε λιοντάρι
κι ουδέ καπλάνι, αν το συναντούσε
μονάχος στο στενό στο μονοπάτι.==============
Σιμωνίδης ο Κείος:==============
Σόλων:==============
Σοφοκλής:==============
Στησίχορος:
Ο Στησίχορος ήταν αρχαίος λυρικός και χορικός ποιητής από την Ιμέρα της Σικελίας. Γεννήθηκε κατά το Σουίδα, ~632-1 π.Χ. στη 37η Ολυμπιάδα και πέθανε ~555 π.Χ. Το αρχικό του όνομα ήτανε Τεισίας. Πήρε το όνομα Στησίχορος επειδή είχε μοναδική ικανότητα να διοργανώνει (στήνει) χορούς με συνοδεία λύρας ή κιθάρας. Συμπεριλαμβάνεται στους 9 λυρικούς ποιητές που θαυμάζονταν από τους λόγιους της Αλεξάνδρειας της Ελληνιστικής περιόδου. Το μεγαλύτερο μέρος από τα έργα του έχει χαθεί και σήμερα δε μας σώζονται παρά μόνο μερικά αποσπάσματα ή περιγραφές κι αναφορές από πηγές μεταγενέστερες. Ο ποιητής ακολουθεί πιστά το δρόμο των αοιδών-ραψωδών, όπως του Τέρπανδρου από τη Λέσβο.
Εξοικειωμένος με την απαγγελία και τη σύνθεση του δακτυλικού 6μέτρου του Ομήρου και των άλλων ποιητών του επικού κύκλου, προσεγγίζει το ομηρικό κείμενο καινοτομικά, δεν αρκούνταν μόνο στη μελοποίησή του αλλά δομούσε νέες συνθέσεις σε λυρικά μέτρα αξιοποιώντας τα πλούσια κοιτάσματα της α’ ύλης που έκρυβε ο ηρωικός μύθος. Δικαίως ο Κοϊντιλιανός ανέφερε γι’ αυτόν: epici carminis onera lyra sustinens (με τη λύρα του κράτησε το βάρος του επικού τραγουδιού). Ως εκ τούτου, η συνεισφορά του Στησίχορου συνοψίζεται στον μετασχηματισμό της επικής αφήγησης σε ένα νέο, μακρό και αφηγηματικό λυρικό είδος.
Ελάχιστα ψήγματα σώζονται από τα 26 βιβλία που κατελάμβαναν οι 13 μαρτυρημένοι τίτλοι του Στησίχορου. Στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας θαυμάστηκε για το μεγαλείο των θεμάτων του, ενώ αποτέλεσε πρότυπο για Πίνδαρο και Βακχυλίδη. Τα έργα του τιτλοφορούνταν με ονόματα μυθικών ηρώων, κάτι που απηχεί τον αφηγηματικό χαρακτήρα τους: Κύκνος, Κέρβερος, Γηρυονίς, Συοθῆραι, Εὐρώπεια, Ἐριφύλα είναι μερικά από τα ποιήματά του. Παντού, οι επικές απηχήσεις σε μύθο, γλώσσα και τεχνική είναι αδιαμφισβήτητες. Η γλώσσα, επιφανειακά δωρική, είναι εμπλουτισμένη με δάνεια από το έπος, ενώ κι οι λυρικοί δάκτυλοι που επιλέγονται ως μετρική μορφή αναδεικνύουνε στενή επαφή με το δακτυλικό εξάμετρο.
Εξαίρετο δείγμα αρχαϊκής καταλογικής ποίησης, πολύτιμο μόσχευμα από το έπος, συνιστά το απόσπασμα από τους Συοθῆραι που προσφέρει ένα κατάλογο ονομάτων ηρώων που πήραν μέρος στη θήρα του Καλυδώνιου κάπρου. Ανάλογους επικούς καταλόγους θα συναντήσουμε εφεξής σ’ ολάκερη τη λυρική ποίηση, από τον Αλκμάνα και τον Ίβυκο ως τον Πίνδαρο. Όταν σε τέτοιους καταλόγους τα παρατιθέμενα στοιχεία δεν μένουνε στα καθαρώς ονοματικά στοιχεία, το όλο μπορεί να μεταμορφωθεί σε γνήσια λυρική περιγραφή· στη μεταμόρφωση συμβάλλει η πληθωρική χρήση επιθέτων και τεχνικές όπως του φραστικού παραλληλισμού ή της αναφοράς και της παραλλαγμένης επανάληψης, που υπογραμμίζουνε τη ποιητική έντεχνη δομή. Επίσης ο Στησίχορος θεωρείται πως ήταν ο 1ος που καθιέρωσε τη τριαδική άρθρωση των χορικών ασμάτων (στροφή, αντιστροφή, επωδός), ίχνη της οποίας διασώζονται στα λιγοστά αποσπάσματα της Γηρυονίδας (πρβλ. την αρχαία ρήση τρία Στησιχόρου).
Στον κόσμο της αρχαϊκής ποίησης, ο Στησίχορος εκπροσωπεί το Δυτικό ελληνισμό, τις ελληνικές αποικίες της Δύσης, που καταφέρανε, στο πλαίσιο του 2ου ελληνικού αποικισμού (8ος-6ος αι. π.Χ.), να γνωρίσουνε περίοδο μεγάλης οικονομικής άνθησης. Έλληνας της Δύσης λοιπόν, γεννήθηκε στο Μάταυρο, μια λοκρική αποικία στη Κάτω Ιταλία, αλλά πέρασε το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του στην Ιμέρα, στη βόρεια ακτογραμμή της Σικελίας, γι’ αυτό κι έφερε τη προσωνυμία Ιμεραίος. Σύμφωνα με το Θουκυδίδη, στην Ιμέρα, από την άποψη του πληθυσμού και της γλώσσας, είχαν αναμιχθεί δωρικά και χαλκιδικά στοιχεία. Το λεξικό Σουίδα αναφέρει ότι ο 1ος ποιητής της Μεγάλης Ελλάδας ονομαζόταν αρχικά Τεισίας, απέκτησε δε το όνομα Στησίχορος λόγω του ότι πρώτος -όπως θρυλείται- έστησε χορό. Σ’ ό,τι αφορά στην εποχή που έζησε, τοποθετείται μετά βεβαιότητας στα τέλη του 7ου και στο α’ μισό του 6ου αι. π.Χ.
Κατά τα φαινόμενα, αναμίχθηκε στη πολιτική, ενώ κατά τον Αριστοτέλη αντιτάχθηκε στη κατάληψη της εξουσίας από τον τύραννο Φάλαρη στον Ακράγαντα της Σικελίας. Το ποιητικό έργο του γειτνιάζει με το έπος, το επικό τραγούδι, καθώς κυρίαρχο ρόλο σε αυτό διαδραματίζει ο μύθος. Οι αρχαίοι είχανε καταχωρίσει τα σωζόμενά του σε 26 βιβλία. Εμπνευσμένα από τον Τρωικό κύκλο ήτανε τα έργα του Ιλίου Πέρσις (Άλωση Τροίας) και Νόστοι, διηγήσεις του γυρισμού στην πατρίδα. 2 σκηνές από τους Νόστους του συγγενεύουνε σε μεγάλο βαθμό με την Οδύσσεια: η ερμηνεία ενός οιωνού από την Ελένη, που μιλά στον Τηλέμαχο, ανακαλεί στη μνήμη τη σκηνή του αποχαιρετισμού στο στίχο της Ο 171, ενώ η μνεία ενός πολύτιμου αντικειμένου θυμίζει τον ωραίο κρατήρα που ο Μενέλαος χαρίζει στο γιο του Οδυσσέα. Επίσης, 2 άλλα ποιήματά του, Ελένη και Παλινωδία, ασχολούνταν με μια κεντρική μορφή του Τρωικού μύθου, την ωραία Ελένη. Στην Ορέστειά του, που στέκει ανάμεσα στο έπος και τη τραγωδία, οι Ερινύες κυνηγούνε τον μητροκτόνο Ορέστη, αυτός όμως μπορεί να τις αποκρούσει μ’ ένα τόξο που του έχει χαρίσει ο Απόλλωνας. Στο θηβαϊκό κύκλο ανήκουν η Εριφύλη -η ιστορία της άπιστης που πρόδωσε τον άντρα της και την εκδικήθηκε ο γιος της- κι η Ευρώπεια, που αναφέρεται στην ίδρυση της πόλης, ενώ οι Συοθήραι σχετίζονται με το κυνήγι του καλυδώνιου κάπρου (συς/συός: χοίρος, κάπρος).
Η μεγάλη σημασία που ‘χεν η λατρεία του Ηρακλή για τους Έλληνες της Δύσης δικαιολογεί την ύπαρξη ποιημάτων που περιγράφανε τα κατορθώματα του ήρωα αυτού, όπως η Γηρυονηίς, ο Κέρβερος, ο Κύκνος κι ενδεχομένως η Σκύλλα. Το ποίημα Άθλα επί Πελία πραγματευόταν ένα από τα αγαπημένα θέματα της αρχαίας επικής ποίησης, τους αθλητικούς αγώνες προς τιμήν του Πελία, βασιλιά της Ιωλκού και θείου του Ιάσονα.
Εξάλλου, ο Στησίχορος ασχολήθηκε περιστασιακά και με λαϊκά θέματα της πατρίδας του, όπως φανερώνουν η Καλύκη κι ο Δάφνις, ποιήματα που πραγματεύονταν έρωτες με ατυχή κατάληξη. Η αποσπασματική γνώση του ποιητικού έργου του Στησιχόρου είναι αρκετή για να διαπιστωθεί η θεματική συγγένεια κι η ισχυρή επίδρασή του στις εικαστικές τέχνες της Αρχαϊκής Εποχής. Έγινε διάσημος χάρη στη μεταποίηση επικών θεμάτων σε μέτρα λυρικά. Είναι ο κατεξοχήν εκπρόσωπος του χορικολυρικού στρώματος που βρίσκεται ανάμεσα στο έπος και τη λυρική ποίηση, συνδυάζοντας το επικό ύφος με τη χορικολυρική μεγαλοπρέπεια. Ο λυρικός Όμηρος, όπως αποκλήθηκε λόγω της εξάρτησής του από το μεγάλο επικό ποιητή, κατάφερε, σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση του Κοϊντιλιανού, “να υποβαστάζει με τη λύρα του τα βάρη του επικού τραγουδιού“.
Ο Στησίχορος είναι γνωστός για τη περίφημη Παλινωδία του. Είχε γράψει ένα ποίημα υβριστικό για την ωραία Ελένη και τον Τρωικό Πόλεμο, αλλά αμέσως μετά λέγεται πως τυφλώθηκε. Ιδιαίτερης μνείας χρήζει το ποιητικό ανέκδοτο περί τύφλωσης του ποιητή ως τιμωρία του για τη σύνθεση της Ελένης ενός αρχικού ποιήματος με θέμα του την ηθικά επιλήψιμη ομώνυμη ηρωίδα. Θρυλούνταν δε πως όταν ο ποιητής κατάλαβε πως η αιτία της τύφλωσής του ήταν η δυσαρέσκεια της αφηρωισμένης Ελένης, υποχρεώθηκε να αναμορφώσει την ηρωίδα του και να τη παρουσιάσει στην Ἑλένης Παλινῳδία, όπου η ηρωίδα είχε μείνει στο σπίτι της· στην Τροία ή στην Αίγυπτο ταξίδεψε μόνον έν απείκασμά της (εἴδωλον). Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι πολύ διαφορετική. Η διόρθωση κρίθηκε επιβεβλημένη προκειμένου να ικανοποιήσει το δημόσιο αίσθημα της Σπάρτης, μιας από τις 2 μεγαλύτερες ιστορικές δυνάμεις του αρχαίου κόσμου. Άλλωστε το ταξίδι κι η παραμονή του Στησίχορου στη Σπάρτη μαρτυρούνται κι επιβεβαιώνονται από μια τοπική πληροφορία. Στο Φαίδρο του Πλάτωνα, μας παραδίδεται η παλινωδία του. Η Ελένη ήταν στην Αίγυπτο, ενώ μια οπτασία της βρισκότανε στην Τροία:
οὐκ ἔστ᾽ ἔτυμος λόγος οὗτος,
οὐδ᾽ ἔβας ἐν νηυσὶν εὐσέλμοις,
οὐδ᾽ ἵκεο Πέργαμα Τροίας·
Δεν είν’ αληθινός αυτός ο λόγος.
Δεν μπήκες στα καλοφτιαγμένα πλοία
με τα γερά κουπιά κι ούτε ποτέ σου
επάτησες στα τείχη ‘κεί στη Τροία.
Στην εκδοχή αυτή φαίνεται να βασίζεται ο Ευριπίδης στην τραγωδία Ελένη. Με τη σειρά του, ο Σεφέρης δανείζεται ένα διάλογο από την τραγωδία του Ευριπίδη στο ποίημα του Ελένη. Στη Γηρυονίδα αφηγείται το ταξίδι του Ηρακλή στη Δύση. Ο ήρωας έπρεπε να βρει ένα δρόμο για ‘κεί κι ο Στησίχορος τα κατάφερε εκμεταλλευόμενος τη παράδοση πως ο Ήλιος έπλεε σε μια κούπα από το βασίλεμα ως το χάραμά του, κατευθυνόμενος από τη Δύση προς την Ανατολή. Εδώ o Στησίχορος εστιάζει στον χωρισμό του θεού Ήλιου, που φτάνει πια στη δύση του, από τον Ηρακλή, που συνεχίζει το ταξίδι του ως τις εσχατιές της Δύσης. Τη πορεία του πολύμοχθου Ήλιου να ταξιδεύει πάνω από τη θάλασσα πριν από τον Στησίχορο έχει αφηγηθεί ο Μίμνερμος. Εκεί ο θεός, μέσα σε μια φτερωτή χρυσή φιάλη, έργο του Ηφαίστου, ταξιδεύει από τη χώρα των Εσπερίδων στους Αιθίοπες, όπου τον ανέμεναν τα άλογα και το άρμα του.
Νέοι τόνοι του συναισθηματικού και του οικείου διακρίνονται στη περιγραφή της νυχτερινής επιστροφής του Ήλιου στην οικογένειά του· μαζί τους θα περάσει το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας· ενώ ο εξίσου πολύμοχθος ήρωας της μυθολογίας τελειώνει το δια θαλάσσης ταξίδι του και μπαίνει στο κατασκότεινο δάσος συνεχίζοντας πεζή την αναζήτηση των βοδιών του Γηρυόνη. Την ίδια αίσθηση του οικείου, χαρακτηριστική για το λυρικό ύφος σε αντίθεση προς το υψηλό και επιβλητικό επικό ύφος, αποκομίζει ο αναγνώστης κι από τους Νόστους σε απόσπασμα που περιγράφει τη προφητεία της Ελένης προς τον Τηλέμαχο (μια σκηνή δανεισμένη από την Οδύσσεια, μέσα σε συμφραζόμενα τρυφερής φιλίας και συμπαθητικής κατανόησης της Ελένης προς τη μάνα Πηνελόπη.
Τα Ποιήματα
Πολλά κυδώνια ρίχνανε στ’ άρμα του βασιλιά,
πολλά μυρτιάς κλαδιά,
ρόδα και γιούλια κατσαρά
πλεγμένα σε στεφάνια.
(Το τάσι του Ήλιου με το οποίο ο Ηρακλής μετέφερε τα βόδια του Γηρυόνη από την Ερύθεια).
Ο Ήλιος εκατέβαινε μες στο χρυσό του τάσι,
δια μέσου του ωκεανού, να ‘ρθει και να περάσει
της άγιας νύχτας τα κατάμαυρα σκοτάδια,
στη μάνα του, στη σύζυγο, στα τέκνα του να φτάσει,
και μπήκε μέσα στων δαφνών το δάσο περιπατητός
ο γιος του Διός, ο ξακουστός…
…
Μούσα, παράτα τους πολέμους πια.
Έλα να ψάλλου,ε μαζί
γάμους θεών, δείπνα θνητών
και μακαρίων γιορτάσια.
Τέτοια πρέπει να λέω τραγούδια πια
για Χάρες με τα όμορφα μαλλιά,
αφού βρω μία μελωδία Φρυγικιά,
όταν η άνοιξη εδώ ξαναγυρνά.
…
(αποσπ. Θηβαΐς)
“…Πάνω στον πόνο μου μη βάζεις κι άλλες
έγνοιες σκληρές κι αλλόκοτες, μεγάλες
μη προμηνάς στο μέλλον μου αβάσταχτη αγωνία.
Γιατί κι οι αθάνατοι θεοί
δεν τάξανε για τους θνητούς πάνω στη γη
ούτ’ έχθραν ακατάπαυστη, παντοτινή,
ούτε κι αγάπη βέβαια δηλαδή.
Οι θεοί το στοχασμό χαρίζουν στους θνητούς
που διαρκεί μια μέρα για αυτούς.
Όσο για τις δικές σου μαντεψιές,
να δώσει ο μέγας ο Απόλλων Εκηβόλος,
να μη βγουν όλες τους αληθινές.
Αν όμως μέλλει μου τα παλληκάρια μου τα δυο,
αν όρισαν οι Μοίρες μου πικρό
και τέτοιο να προφτάσω στεναγμό,
και τ’ ανελέητο του πόνου του το δάκρυ,
ας δώσει ο χάρος ένα τέλος στυγερό,
μη δω ν’ αλληλοσφάζονται στου παλατιού μιαν άκρη
κι η πόλη να διασπάται.
Όμως ελάτε τώρα γιοι μου αγαπημένοι,
τα λόγια που σας λέω τούτα πάρτε
και δείτε ποιάν εγώ προτείνω λύση:
Ο εις στα πατρικά τα δώματα να μένει
-πλάι στα νάματα της Δίρκης- τ’ άδεια
κι ο έτερος παίρνοντας όλα τα κοπάδια
και του πατέρα το χρυσό, μοιράδα ίση,
να φύγει μακρυά. Κλήρος ας κρίνει,
έτσι ως η Μοίρα θα ορίσει.
Έτσι θαρρώ απ’ το κακό σας ριζικό
ξεφεύγετε, που ο μάντης σας προκρίνει,
αν στ’ αλήθεια θέλει ο μέγας Δίας
να σώσει πια τη Θήβα απ’ το κακό,
και τη γενιά σας, που είναι γραφτό,
κι όλο το γένος, διώχνωντάς το για καιρό”.
Έτσι γλυκά τους μίλησε η θεία γυναίκα
μαζί της πρόσθετε κι ο μάντης Τειρεσίας
λέγοντας λόγια τους μειλίχια δέκα,
θέλοντας ν’ αποτρέψουνε αλληλοσπαραγμό
μες στο παλάτι και το διχασμό
στους δύο γιους, κι επείστηκαν εκείνοι.==============
Σώφρων:
Σώφρων ο Συρακούσιος του Αγαθοκλέους και της Δαμνασυλλίδος έζησε την εποχή του Ξέρξη και του Ευριπίδη, έγραψε μίμους ανδρείας και γυναικείους σε διάλεκτο δωρική κι έκανε παρέα με τον Πλάτωνα. Κορυφαίος εκπρόσωπος της μιμογραφίας. Άκμασε στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. ως εμπνευστής και τελειοποιήσας τους μίμους, αλλά έγραψε και μιμίαμβους. Έχουνε σωθεί μόνον αποσπάσματα από το έργο του και τίτλοι έργων. Ενδεικτικά αναφέρονται: Ακκέστριαι (Μοδίστρες), Θυννοθήρας (Ο ψαράς των τόνων), Πενθερά, Νυμφοπόνος (Η προξενήτρα).
Ο μῖμος είναι ένα θεατρικό είδος λαϊκής προέλευσης κι αυτοσχεδιαστικού χαρακτήρα που γεννήθηκε στη Σικελία τον 5ο αι. παράλληλα με τη σικελική κωμωδία. Κι αν πρόδρομος του είδους θεωρείται ο κωμικός ποιητής Επίχαρμος από τα σικελικά Μέγαρα, η παγίωση του μίμου συνδέεται με το Σώφρονα από τις Συρακούσες. Παρουσίαζε χαρακτήρες και καταστάσεις του καθημερινού βίου σε διαλογική-θεατρική μορφή και σ’ ένα είδος ρυθμικής πρόζας. Λέγεται μάλιστα ότι ο Πλάτωνας θαύμαζε σε τέτοιο βαθμό τους κομψούς, καλογραμμένους μίμους του Σώφρονα με τη γλαφυρή σκιαγράφηση των ανθρωπίνων ηθών ώστε τους χρησιμοποίησε ως πρότυπο για τους διαλόγους του.
Υπήρχανε πολλές μορφές μίμων: απαγγελλόμενοι ή τραγουδιστοί, πεζοί και ποιητικοί, απαγγελλόμενοι ή εκτελούμενοι σκηνικά. Βασικό στοιχείο του είναι ότι σκιαγραφεί την εικόνα της πραγματικής ζωής, χωρίς καμμία εξιδανίκευση και τα πρόσωπα που παρουσιάζει δεν είναι ιστορικά και σπουδαία, αλλά ανώνυμα, και στοιχειοθετούν αντιπροσωπευτικούς τύπους, (επιδράσεις του ανιχνεύονται στη Κομέντια ντελ Άρτε). Ως σύντομος θεατρικός διάλογος παρουσιάζει απροκάλυπτα σκηνές που η ηθική της εποχής δε δίσταζε να δείξει στους θεατές του μιμοθεάτρου, απομυθοποιώντας μάλιστα κοινωνικά ταμπού που δεσμεύανε τον άνθρωπο.
Αριστουργηματικά δείγματα ελληνιστικού μίμου αποτελούνε τα διαλογικά ειδύλλια του Θεοκρίτου από τις Συρακούσες που απαθανατίζουνε σκηνές απ’ τη καθημερινή ζωή και τους ταπεινούς της εκπροσώπους. Παρά το γεγονός ότι υπάρχουνε και βουκολικοί μίμοι, οι αστικοί μίμοι του Θεοκρίτου με τη ζωηρή αναπαράσταση των ηθών αποτελούνε τα γνησιώτερα παραδείγματα της ρεαλιστικής αυτής τέχνης. Ανάμεσα σ’ αυτά ξεχωρίζει το Ειδύλλιο 15, Συρακόσιαι ἢ Ἀδωνιάζουσαι όπου 2 λαϊκές γυναίκες της Αλεξάνδρειας, η Γοργώ κι η Πραξινόη, πηγαίνουν να συμμετάσχουνε σε γιορτή προς τιμή του Άδωνι, απαθανατίζοντας ταυτόχρονα τη ζωή της ελληνιστικής μεγαλούπολης στα χρόνια των Πτολεμαίων (Θεόκριτος).
Ο μιμίαμβος είναι ένα υβριδικό λογοτεχνικό είδος ελληνιστικής επινόησης, που συνδυάζει τα χαρακτηριστικά του ιάμβου (ιππωνάκτειο ύφος και μέτρο, άσεμνο περιεχόμενο, σκωπτική διάθεση) με αυτά του μίμου (διαλογικό ποίημα μεταξύ 2 προσώπων μ’ έντονη ηθογράφηση και θέματα αντλημένα από τη καθημερινή ζωή). Ο Ηρώνδας (ή Ηρώδας) που άκμασε στα μέσα του 3ου αι. π.Χ. έγραψε μια συλλογή 8 μιμιάμβων σε θεατρική μορφή. Οι μιμίαμβοι αναπαριστούνε σκηνές από τη καθημερινότητα των φαυλοτέρων, η σκιαγράφηση χαρακτήρων και καταστάσεων είναι ακραία ρεαλιστική, η γλώσσα τολμηρή, ο τόνος άσεμνος. Ορισμένοι τύποι που εμφάνιζε, όπως ο δούλος, η μαστρωπός που προσπαθεί να ωθήσει μία παντρεμένη σε εξωσυγυζική σχέση, ο προαγωγός που κατηγορεί έναν πελάτη, η ερωμένη, η λαϊκή μητέρα που ζητά από το δάσκαλο να τιμωρήσει τον άτακτο γιο της κλπ, συγγενεύουν με το είδος της Νέας Κωμωδίας κι εμπνέονται από τους Χαρακτήρες του Θεοφράστου. Ερώτημα παραμένει αν οι μιμίαμβοι του Ηρώνδα προορίζονταν για κάποιο είδος λαϊκής παράστασης ή απλώς για ανάγνωση, αλλά υπάρχουνε σοβαρές ενδείξεις ότι δεν προορίζονταν για σκηνική αναπαράσταση.. Η γοητεία τους δε, άγγιξε ακόμη και τον Καβάφη που τους αφιέρωσε το ανέκδοτο ποίημά του Οι Μιμίαμβοι Του Ηρώνδα.
Τόσο ο μίμος όσο κι ο μιμίαμβος επιβιώσανε στη ρωμαϊκή εποχή. Στη Ρώμη ο μιμίαμβος σατίριζε τόσο την επικαιρότητα, όσο και τις ανθρώπινες αδυναμίες. Σημαντικοί Ρωμαίοι εκπρόσωποι του είδους είναι ο Λοβέριος (περ. 105-43 π.Χ.) κι ο Πουβίλιος (περ. 85- περ. 40 π.Χ.). Ο Λοβέριος, όπως αναφέρει ο Nicholas Horsfall, διασκέδαζε με νεολογισμούς και χυδαιότητες κι ο Πουβίλιος έγραφε δηκτικά αλλά απλά. Σε κάθε περίπτωση η παρωδία της θρησκείας και του μύθου, η ώριμη χυδαιότητα και τα διπλά νοήματα είναι όλα παρόντα (Horsfall).
Τα Ποιήματα
Μη πειράξετε τίποτα, στο τραπέζι ακουμπήστε,
βάλτε δάφνη στ’ αυτιά κι αλάτι στα χέρια σβωλί.
Στην εστία τώρα τραβάτε, καθήστε,
συ δώσμου το ξίφος, φέρε δω το σκυλί.==============
Τελέσιλλα: (Σαν τελευταία της ομάδας, ωφείλω να προσθέσω, πως στο λινκ της υπάρχουν όλες οι γνωστές αρχαίες ποιήτριες κι εν ευθέτω, θα προστεθεί και μια ακόμα Λατίνα, η Σουλπικία. Οπότε εκεί καλύπτεται όλο το φάσμα… Π. Χ.)==============
Τέρπανδρος:
Ο Τέρπανδρος ήτανε σημαντικός ποιητής και μουσικός της αρχαίας Ελλάδας. Ονομάστηκε πατέρας της ελληνικής μουσικής, διότι 1ος αυτός εργάστηκε για τη διαμόρφωση κι ανάπτυξη της μουσικής. Γεννήθηκε στην Άντισσα της Λέσβου κι ο πατέρας του λεγότανε Δέρδενις, γι’ αυτό κι επονομάζεται Δερδένεος (στο Πάριο Χρονικό στ. 34) ή γενικά Αντισσαίος. Έζησε το α’ μισό του 7ου αι. π.Χ.. Μετοίκησε στη Σπάρτη τον καιρό του Β’ Μεσσηνιακού Πολέμου, όπως τονε συμβούλεψε το Μαντείο των Δελφών, για να εξυμνήσει τη διαμάχη που ‘χε ξεσπάσει στους κατοίκους.
Έλαβε μέρος και βραβεύτηκε σε πολλούς μουσικούς διαγωνισμούς της εποχής του. Πήρε το βραβείο στη κατηγορία λύρας στη 1η διεξαγωγή των Καρνείων το 675 π.Χ., ενώ βραβεύτηκε 4 φορές στα Πύθια, που τότε διεξάγονταν κάθε 9 χρόνια. Διασώζεται, επίσης, ότι πρόσθεσε 2 χορδές στη λύρα και την έκανε 7χορδη, ενώ επινόησε τη βάρβιτο. Σχημάτισε από τα γράμματα Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ την 7χορδη κλίμακα, την οποία ονόμασε συνημμένη, διότι αποτελείται από 2 4χορδα αχώριστα. Δημιούργησε επίσης μουσική γραφή, για την ομοιόμορφη εκτέλεση των διαφόρων μουσικών κομματιών. Συνέθεσε τον Τερπάνδριο Νόμον προς τιμήν του Απόλλωνα.
Είναι γεγονός ότι η μουσική φήμη της Λέσβου, του νησιού που συνδέθηκε με τη μυθική μορφή του Ορφέα, οφείλεται κατά κύριο λόγο στον Αλκαίο και τη Σαπφώ. Εντούτοις, αρκετό χρόνο πριν από αυτές τις 2 μεγάλες προσωπικότητες, ο Τέρπανδρος που καταγόταν από την Άντισσα της Λέσβου, έκανε ευρέως γνωστό το όνομα του νησιού. Σκότος όμως καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής και της δραστηριότητάς του, που γεννήθηκε περί το 710 π.Χ. κι έγινε πανελληνίως γνωστός στο β’ 4ο του 7ου αι. π.Χ. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχουμε στη διάθεσή μας, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα του, περιπλανήθηκε σε διάφορους τόπους της Ελλάδας και της ελληνικής Ανατολής. Αυτό που μπορεί να θεωρηθεί ως ιστορικό γεγονός είναι η νίκη του σε μουσικόν αγώνα προς τιμή του Καρνείου Απόλλωνα στη Σπάρτη, ανάμεσα στο 676 και το 673 π.Χ.
Σύμφωνα με μαρτυρίες των αρχαίων, ο Τέρπανδρος άνοιξε νέους δρόμους, καθώς επινόησε την 7χορδη λύρα, αύξησε δηλαδή τον αριθμό των χορδών της λύρας από 4 σ’ 7. Πάντως, εμείς ξέρουμε ότι το 7χορδο αυτό όργανο μαρτυρείται ήδη από τους Μινωικούς (σαρκοφάγος Αγίας Τριάδας) και τους Μυκηναϊκούς Χρόνους. Η παράδοση αποδίδει στον Τέρπανδρο και την εύρεση της βαρβίτου, έγχορδου μουσικού οργάνου, απλοποιημένης μορφής της λυδικής πηκτίδας. Θεωρείται επίσης ιδρυτής της 1ης από τις 2 μουσικές σχολές (καταστάσεις) στη Σπάρτη του 7ου αιώνα π.Χ. Σύμφωνα με τη διατριβή Περί Μουσικής που αποδίδεται στον Πλούταρχο, συνέθεσε κιθαρωδικά προοίμια σε επικό μέτρο και μελοποίησε ομηρικά κείμενα. Τέλος, τ’ όνομά του είναι σταθερά συνδεδεμένο με τη διαμόρφωση του Νόμου, ενός αρχαίου είδους τραγουδιού που σχετιζόταν με τη λατρεία του Απόλλωνα.
Ο μεγάλος αυτός Αντισσαίος, που μετά τη φυγή του στη Σπάρτη όπου έκτοτε έζησε, αφού με τη σοφία του, τα λόγια και κυρίως τη μουσική του συμφιλίωσε τους σε εμφύλιο ευρισκομένους Σπαρτιάτες, αγαπήθηκε και τιμήθηκε ιδιαίτερα απ’ αυτούς. Τιμάται δε και σήμερα από τους σύγχρονους Σπαρτιάτες, που του έχουνε στήσει προτομή.
Δυστυχώς κι εδώ, μόνον αυτά τα ολίγα και τίποτε άλλο δεν έχω.
==============
Τυρταίος:
Ο Τυρταίος ήταν αρχαίος Έλληνας ελεγειακός ποιητής, γιος του Αρχεμβρότου, καταγόμενος από τις Αφιδνές της Λακεδαίμονος (σημερινό Δαφνί Λακωνίας) κι έζησε τον 7ο αι. π.Χ., ως σύγχρονος ή λίγο παλαιότερος των 7 σοφών της αρχαιότητας. Εγραψε πολεμικά ποιήματα με στίχους που βοηθούσανε στην εξύψωση του μαχητικού πνεύματος των στρατιωτών στο πεδίο της μάχης. Με τις ελεγείες και τους παιάνες του τόνιζε τη στρατιωτική τιμή και την αγάπη προς την πατρίδα, φιλοδοξώντας να στηρίξει το σπαρτιατικό στρατό κατά το Β’ Μεσσηνιακό πόλεμο (περίπου 670 π.Χ.).
Ο Καλλίνος, που έδωσε νέα πνοή στο ελληνικό πατριωτικό πνεύμα, υπήρξε το πρότυπο σύμφωνα με το οποίο διαμόρφωσε το ποιητικό έργο του ο Τυρταίος. Και στις ελεγείες του ο θεματικός πυρήνας δεν είναι άλλος από την αποφασιστικότητα της πόλης, όταν κρίνεται η έκβαση του πολέμου.
Ο ίδιος ο ποιητής ορίζει επακριβώς τη θέση του έργου του στο διάβα των αιώνων. Οι πρόγονοί του, ύστερα από 20 χρόνια σκληρών πολεμικών συγκρούσεων (Α’ Μεσσηνιακός Πόλεμος, 743-724 π.Χ.), κατέλαβαν την εύφορη μεσσηνιακή γη και φορτώσανε τους υποταγμένους κατοίκους της με δυσβάστακτα βάρη.
Γκυστάβ Μορώ: Τυρταίος
Ο Αθήναιος στους Δειπνοσοφιστές του αναφέρει απλώς ότι υπό τη στρατηγία του οι Λακεδαιμόνιοι επιβλήθηκαν των Μεσσηνίων. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα του αποδόθηκε η ιδιότητα του Σπαρτιάτη πολίτη, αν κι ο Ηρόδοτος δεν τον αναφέρει ανάμεσα στους τιμώμενους ξένους της Σπάρτης. Στηριγμένος στην αναφορά του ίδιου του Τυρταίου για τη σπαρτιατική ιδιότητα του πολίτη (Απόσπασμα 2), ο Στράβων (Η 362) τείνει να απορρίψει την ιδέα της αθηναϊκής καταγωγής. Ο Arthur Woollgar Verrall (Classical Review, Ιούλιος 1896, Μάιος 1897) τοποθετεί τον ποιητή στα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα, ενώ ο Eduard Schwartz (Hermes, 1899, XXXIV) αμφισβητεί παντελώς την ύπαρξή του. Ασαφές δηλαδή παραμένει το ζήτημα της καταγωγής του, αν ήτανε γέννημα-θρέμμα Σπαρτιάτης ή είχε έλθει από άλλον τόπο, καθώς η Σπάρτη του 7ου αιώνα π.Χ. ήταν ακόμη ανοιχτή στους ξένους. Σύμφωνα με το λεξικό Σουίδα, ήτανε Λάκων ή Μιλήσιος. Σύμφωνα πάντως με όσα φανερώνουν τα λιγοστά αλλά άκρως ενδεικτικά στοιχεία της δωρικής διαλέκτου στη γλώσσα του, ήτανε Σπαρτιάτης που στις κρίσιμες για τη πόλη του στιγμές έδωσε το παρών, ίσως κι ως πολεμιστής.
Ολοφάνερες είναι οι επιδράσεις που έχει δεχτεί, τόσο στη γλώσσα όσο και στα θέματα, από τον Καλλίνο και την ιωνική ελεγεία, αλλά κι από τον Όμηρο. Πρωταρχικό αίτημα της ποίησής του είναι το να ριψοκινδυνεύσει κανείς τη ζωή του για τη νίκη πολεμώντας στη 1η γραμμή. Στα σωζόμενα αποσπάσματά του, επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά τις εκκλήσεις του, προτρέπει τους συμπατριώτες του να διακριθούν, να αναδειχθούνε την ώρα της καθοριστικής μάχης. Τους ζητά να προχωράνε σταθερά, να σφίγγουνε τα δόντια, να πολεμούν με γενναιότητα στις μάχες εκ του συστάδην και να επιμένουν μέχρι τέλους, ως το θάνατο, που αποτελεί την ύψιστη τιμή για πολεμιστή. Μόνον η θαρραλέα στάση του πολεμιστή μπρος στον εχθρό, στο πεδίο της μάχης, προσφέρει πραγματική αξία σε αυτόν, τον καθιστά άνδρα αγαθό, που τιμάται στο μέγιστο βαθμό, είτε ζωντανός είτε νεκρός. Όμως, στη ποίησή του δεν προτάσσεται, όπως στην Ιλιάδα, ο μεμονωμένος πολεμιστής, που με τα λαμπρά κατορθώματά του αφήνει όλους τους άλλους στη σκιά και στην αφάνεια, αλλά η παντοτινή φήμη που εξασφαλίζει η φροντίδα για το σύνολο, η θυσία για τη κοινή υπόθεση.
Σώζονται μερικά αποσπάσματα μόνο των ποιημάτων του, που εξυμνούνε παλιές νίκες και διαβεβαιώνουνε για μελλοντικές επιτυχίες, έχοντας ως σκοπό την ανύψωση του ηθικού. Στο Σουΐδα αναφέρεται ότι έγραψε για τη σπαρτιατική πολιτεία και τον βασιλέα Θεόπομπο ελεγείες και παιάνες. Τα σωζόμενα αποσπάσματα είναι όλα ελεγειακά, γραμμένα στη δωρική διάλεκτο κι αναφέρονται στο σπαρτιατικό σύνταγμα και τη πολεμική αρετή. Η απαγγελία της ελεγειακής ποίησης μάλλον συνοδευόταν με τον ήχο αυλού. 12 αποσπάσματα (3 ολοκληρωμένα ποιήματα) σώζονται στο Στράβωνα, τον Λυκούργο και τον Στοβαίο.
Στις ελεγείες του Τυρταίου η πολεμική αρετή αναπτύσσεται ως το υπέρτατο είδος αρετής, ενώ ταυτόχρονα υποβαθμίζονται άλλα είδη αρετής, όπως, λόγου χάρη, η αθλητική. Στη ποιητική στόχευση δεν βρίσκεται πια ο μεμονωμένος μαχητής της Ιλιάδας αλλά οι οπλίτες της σύγχρονης φάλαγγας κι επιδιώκει τη τόνωση της μεταξύ τους στρατιωτικής αλληλεγγύης. Με τη προβολή του πολεμικού-ηρωικού περιεχομένου της αρετής υπερασπίζεται τον κόσμο της παλιάς αριστοκρατίας και τη προέκτασή του στη σύγχρονη σπαρτιατική κοινωνία. Σύντομα, η ανάπτυξη του θεσμού της πόλης-κράτους θα οδηγήσει στη θεοποίηση της αρετής ως κοινωνικής δικαιοσύνης στην οποία όλοι οι πολίτες οφείλουν να παιδεύονται. Το καθολικό αίτημα της δικαιοσύνης βρίσκει τώρα απτό περιεχόμενο στον νόμο που αργότερα θα μεταμορφωθεί σε ηθική έννοια. Εφεξής, το νόημα της αρετής συνάδει με την απόλυτη συμμόρφωση των πολιτών προς τον νόμο, όπως με την έλευση του χριστιανισμού το περιεχόμενο της αρετής επαναπροσδιορίζεται ως συμμόρφωση και άνευ όρων υπακοή στις εντολές του Θεού.
H παράδοση λέει ότι οι Λακεδαιμόνιοι κατά το Β’ Μεσσηνιακό πόλεμο (640-620 π.Χ.) κατέφυγαν στο μαντείο των Δελφών, για να μάθουν τον τρόπο με τον οποίο θα σταματούσαν οι αποτυχίες των επιχειρήσεών τους. Ο χρησμός που πήραν τους συμβούλευε να ζητήσουν στρατηγό από τους Αθηναίους. Οι Αθηναίοι έστειλαν τον χειρότερο, κατά τη γνώμη τους, τον ανάπηρο Τυρταίο, που καταγόταν από τις Αφίδνες της Αττικής. Αυτός κατάφερε να εμψυχώσει τους Σπαρτιάτες, να αναπτερώσει το ηθικό τους και να τους οδηγήσει στη νίκη. Μια άλλη εκδοχή θέλει τον Τυρταίο να κατάγεται από τη λακωνική πόλη Αφίδνες κι όλα τα παραπάνω να επινοήθηκαν από τους Αθηναίους. Προς την εκδοχή αυτή συγκλίνουν και οι σύγχρονες απόψεις. Ο χαρακτήρας της ποίησής του, αλλά και το γεγονός ότι οι Σπαρτιάτες δε θα δέχονταν εύκολα προτροπές από έναν ξένο, ενισχύουν οπωσδήποτε την άποψη ότι ο Τυρταίος ήταν Λακεδαιμόνιος. Είναι δε, ο μοναδικός Σπαρτιάτης που έγραψε κάτι για τη Σπάρτη. Διαμόρφωσε το ηρωικό λακωνικό φρόνημα που διείπε τη Σπάρτη κι είναι αυτός που προσδιόρισε το περιεχόμενο της Σπαρτιατικής αγωγής, “ομαδική πειθαρχία εν πνευματι δικαιοσύνης και ατομική θυσία δια την ευημερία και την δόξα της Πόλεως“.
Στο ελεγειακό ποιητικό έργο του συγκαταλέγονται:
Υποθήκαι, δηλαδή συμβουλευτικά ποιήματα, -το μεγαλύτερο ποίημα που διασώθηκε- ο ποιητής κάνει συνεχή έκκληση για πολεμική αρετή κι αναφέρεται στη τύχη που επιφυλάσσεται στους γενναίους αλλά και στους δειλούς.
Ευνομία ή Πολιτεία Λακεδαιμονίοις, κατά το Σουίδα, ποίημα που όπως αποδεικνύει ο τίτλος του, αποτελεί εγκώμιο προς την πειθαρχία, την τάξη και την υπακοή στους νόμους της Σπάρτης, που κλονίστηκαν εξαιτίας του πολέμου. Με αυτό κατόρθωσε να μονιάσει τους Σπαρτιάτες.
Είχε συνθέσει και:
Μέλη Πολεμιστήρια, δηλαδή πολεμικά τραγούδια, σε δωρική διάλεκτο κι αναπαιστικό μέτρο, που τραγουδούσαν οι Σπαρτιάτες όταν βάδιζαν κατά του εχθρού. Στην αρχαιότητα ήταν τα πλέον γνωστά ποιήματα του Τυρταίου.
Τέλος συνέγραψεν επίσης την Ιστορία του Α’ Μεσσηνιακού Πολέμου.
Τα Ποιήματα
Εμβατήριο
Εμπρός της Σπάρτης τα παιδιά
της λεβεντογεννήτρας,
με τις ασπίδες στα ζερβά,
μ’ ατρόμητα κοντάρια,
μη τη λυπάστε τη ζωή
της Σπάρτης άξια βλαστάρια.
Υποθήκαι
Δε λογαριάζω ούδε ψηφώ κανένα των ανθρώπων
εγώ για τάχος των ποδιών ή δυναμοχεριά,
κι αν έχει την κορμοστασιά και τη γροθιά Κυκλώπων
μα κι αν νικάει στο τρέξιμο της Θράκης το Βοριά,
κι αν έχει από τον Τιθωνό πιότερα τούτος κάλλη,
κι από τον Μίδα τον πολύ πιο πλούσιος αν γενεί,
και αν ξεπερνάει τον Πέλοπα στην αρχοντιά την άλλη
και αν έχει την γλυκόλαλη τ’ Αδράστου τη φωνή,
και αν έχει πάσα χάρη του, χωρίς λεβεντιά να’χει!
γιατ’ άνδρας τούτος δεν είναι -του κάκου- αν δεν μπορεί
τους ματωμένους σκοτωμούς να βλέπει μες στη μάχη
και στον εχθρό όλο πιο κοντά να πάει και να βαρεί.
Νά, τούτη είν’ παληκαριά, τ’ ατίμητο στεφάνι,
π’ αξίζει πρώτα να φορεί στον κόσμο κάθε νιός
γιατί και της πατρίδας του και όλων καλό θα κάνει
σαν προσπερνά απο τες γραμμές και μπαίνει ομπρός ομπρός
και ντροπιασμένο τι θα πεί φευγιό μηδέ το ξέρει
και όλη του βάλει την ψυχήν εκεί και το θυμό
και δίνει του συντρόφου του θάρρος πολύ και χέρι
αυτός είναι στον πόλεμον ο άνδρας που τιμώ!
Των αντιμάχων γρήγορα τους λόχους θα σκορπίσει,
αυτός της μάχης σταματά το κύμα, την ορμή.
Και πάλι όποιος ανάμεσα στους πρώτους ξεψυχήσει,
καμάρι της πατρίδας του και των γονιών τιμή,
με κάμποσες λαβωματιές στα στήθη τα πανώρια
ή με πληγές στη μέση του μπροστά – μόνο μπροστά!
τούτον μαζί μοιρολογούν και γέροντες κι αγόρια
και το χωριό του αλάκερο τη θλίψη του βαστά
και ο τάφος του πασίγνωστος, καθώς και τα παιδιά του
και των παιδιών του τα παιδιά και όλη η γενιά μαζί
κι η δόξα δεν ξεγράφεται ποτές ή τ’ όνομά του
και μες στο χώμα γίνεται αθάνατος και ζεί
εκείνος που σαν πολεμά και μάχεται και στέκει,
για την πατρίδα, τα παιδιά σαν άνδρας σκοτωθεί!
Εί δε γλιτώσει το βαρύ του χάρου το πελέκι
και πάρει νίκης ζηλευτής τιμή με το σπαθί,
χαρά του! Όλοι τον ‘παινούν, ίδια και νιοί και γέροι
και με πολλά φθάνει καλά την ώρα της θανής.
Όσο γερνάει και πιο πολύ ο κόσμος τόνε ξέρει
κανένας δεν τον αδικεί, δεν τον φθονάει κανείς,
καθένας προσηκώνεται να του παραχωρήσει
την πρώτη θέση, ως κι οι πιο παλαιοί και διαλεχτοί.
Το λοιπόν τούτη την τιμή ν’ αξιωθεί ας πασχίσει
καθ’ άνδρας, κι από πόλεμο ποτέ μην τραβηχτεί.
(Μτφρ.: Σίμος Μενάρδος)
Τί τιμή στο παλληκάρι, όταν πρώτο στη φωτιά
σκοτωθεί για την πατρίδα με τη σπάθα στη δεξιά.
Πόσο λυπηρό ν’ αφήσει την πατρίδα τη γλυκιά,
τα καλά του τα χωράφια και να ζεί με διακονιά.
Με γονιό να παραδέρνει, με γυναίκα ομορφονιά,
με γερόντισσα μητέρα και μ’ ανήλικα παιδιά.
Κι απ’ τη στέρηση και φτώχεια όπου πάει, όπου σταθεί,
να γνωρίζει ότι είναι σ’ όλους η ζωή του μισητή!
Να ντροπιάζει τη γωνιά του, να ντροπιάζεται κι αυτός,
και ποτέ να μην του λείπει απ’ τα χείλη ο στεναγμός.
(Μτφρ.: Σπ. Τρικούπης)==============
Φιλήμων:
Ο Φιλήμων από τις Συρακούσες ή από τους Σόλους της Κιλικίας (361-263 π.Χ.), ήταν αρχαίος Έλληνας ποιητής, εκπρόσωπος της Νέας Κωμωδίας. Η αμφιβολία για τη καταγωγή του ίσως πηγάζει από το γεγονός πως έγραψε ένα έργο με τίτλο: Σικελικός, αλλά αυτό δεν αποτελεί έγκυρη απόδειξη, καθώς ήτανε συνήθεια των δημιουργών τότε, να τιτλοφορούνε τα έργα τους με ονόματα ξένων πόλεων.
Υπήρξεν ο σημαντικώτερος ποιητής της νέας κωμωδίας και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αθήνα, όπου και τιμήθηκε ιδιαίτερα. Πέθανε σχεδόν στα 100 κι έγραψε περί τις 100 κωμωδίες και νίκησε 3 φορές τον Μένανδρο σε ποιητικούς διαγωνισμούς. Ο Αλκίφρονας αναφέρει πως ο Φιλήμων έμεινε για ένα χρονικό διάστημα στην αυλή των Πτολεμαίων. Υπάρχει κι ένα ανέκδοτο πως έπεσε κάποτε στα χέρια του Μάγαντος, σατράπη της Κυρήνης, που τον είχε ειρωνευτεί από σκηνής.
Ο πατέρας του λεγότανε Δάμων, όνομα που κατά τους μελετητές θεωρείται δωρικής προέλευσης, όμως το συναντάμε και σε περιοχές μη δωρικές, όπως π.χ.σε Αθήνα, Μακεδονία, Ήπειρο κλπ/, αλλά και πάλι δεν είναι ισχυρή απόδειξη καθώς κι οι Σόλοι, αλλά κι οι Συρακούσες ήταν αποικίες δωρικές. Έτσι το μόνο σίγουρο είναι πως ήταν όντως δωρικής καταγωγής ο ίδιος.
Ο Φιλήμων είχε γράψει 94 έργα, από τα οποία είναι γνωστοί 64 τίτλοι, όχι όλοι αυθεντικοί. Πάντως, η κωμωδία του Πανήγυρις παίχτηκε στην Αλεξάνδρεια. Οι Μυρμιδόνες, ο Παλαμήδης κι η Νυξ φαίνεται πως είχαν μυθολογικά θέματα. Στο έργο του «Φιλόσοφοι» γινόταν λόγος για τον Ζήνωνα και τον Κράτητα. Κατά το Χρονικό της Πάρου νίκησε για πρώτη φορά σε δραματικό αγώνα το 327 π.Χ. Επίσης, μας πληροφορεί για τρεις ακόμα νίκες του στα Λήναια.
Ο Λουκιανός αναφέρει πως πέθανε από τα γέλια. Ήτανε λέει ξαπλωμένος στον ίσκιο έξω από το σπίτι του κι είδε ένα γάιδαρο να τρώει τα σύκα που φυλαγε για τον εαυτό του. Έβαλε τα γέλια κι είπε στον υπηρέτη του να του προσφέρει και κρασί και τότε ξέσπασε ακόμα πιο δυνατά στα γέλια και πνίγηκε. Άλλες όμως μαρτυρίες αναφέρουνε πως πέθανε κατά τη διάρκεια μιας βράβευσής του, όπως ο Σοφοκλής που πέθανε από συγκίνηση όταν κέρδισε με την Αντιγόνη. Πάντως εκείνο που ‘ναι σίγουρο είναι πως πέθανε έχοντας πλήρη υγεία και σώας τας φρένας ως το τέλος.
Σώζονται μόνον αποσπάσματα (περίπου 180) των έργων του, γνωρίζουμε όμως 64 τίτλους. Από τα αποσπάσματα ελάχιστες γνώσεις μπορούν να συναχθούν. Υπάρχουν όμως 3 κωμωδίες του Πλαύτου, που είναι διασκευές του Φιλήμονος. Πρόκειται για τις κωμωδίες, Mercator (Έμπορος), Trinummus (Θησαυρός), Mostellaria (Φάσμα).
Kυρίως ο Φιλήμονας, διέπρεψε στις κωμωδίες καταστάσεων. Χαρακτηριστική είναι η τάση του προς στην ηθικολογία.
Ρητά
Το πρώτο που ζητώ είναι υγεία, έπειτα να περνάω καλά, τρίτο να χαίρομαι και τελευταίο να μη χρωστώ σε κανένα.
Εύκολα διατάζεις, αλλά να πράττεις ο ίδιος, δύσκολο.
Δίκαιος δεν είναι αυτός που απλά δεν αδικεί, αλλά εκείνος που ενώ μπορεί δεν το κάνει ποτέ.
Δυστυχώς αυτά είναι όλα κι όλα όσα έχω γι’ αυτόν.==============
Φιλήτας: (Όντας ο τελευταίος απιγραμματοποιός -μεταξύ άλλων- πρέπει να σας θυμήσω πως στο σύνδεσμό του υπάρχουνε πολλοί επίσης ποιητές-δημιουργοί, που δεν υπάρχουν εδώ).==============
Φόρμις:
Ο Φόρμις ή Φόρμος ο Συρακούσιος ήτανε κωμικός επί εποχής Επιχάρμου και με τύραννο τον Γέλωνα. Έγραψε 6 δράματα: Άδμητος, Αλκίνους, Αλκυόνες, Ιλίου Πόρθησις, Ίππος, Κηφεύς ή Κεφάλαια, Περσεύς, ενώ μνημονεύεται από τον Αθηναίο και για το δράμα Αταλάντη.
Κι αυτά είναι όλα όσα βρήκα γι’ αυτόν.==============
Φρύνις:
Ο Φρύνις ήταν αρχαίος ποιητής, κωμικός, μουσικός και μουσουργός από τη Μυτιλήνη (5αι. π.χ.). Λένε πως στις 7 χορδές της κιθάρας πρόσθεσε άλλες 2. Ο Αριστοφάνης τον ειρωνεύτηκε για τις καινοτομίες του. Δυστυχώς δεν έχω άλλα στοιχεία μήτε και ποιήματά του.==============
Φρύνιχος:
Ο Φρύνιχος υπήρξε τραγικός ποιητής της αρχαιότητας, ένας από τους αρχαιότερους μάλιστα. Έμεινε στην ιστορία για το πρόστιμο ύψους χιλίων δραχμών που του επέβαλαν οι Αθηναίοι ως τιμωρία εξαιτίας της παράστασης Μιλήτου Άλωσις. Τα θέματα των τραγωδιών του τα ξανασυναντούμε στη μετέπειτα τραγωδία, όπως συμβαίνει με τους τίτλους Αιγύπτιοι & Δαναϊδες, που είναι όμοιοι με τα δύο χαμένα έργα της τριλογίας εκέινης του Αισχύλου απ’ όπου σώζωνται οι Ικέτιδες. Ήταν εκείνος που προσπάθησε να εισαγάγει στα θέματα των έργων του την σύγχρονη ιστορία. Αυτό του κόστισε ένα πρόστιμο χιλίων δραχμών.
Ο Φρύνιχος ήτανε γιος του Πολυφράδμονα και μαθητής του Θέσπη. Ήτανε σύγχρονος του Αισχύλου αλλά γηραιότερος από αυτόν. Γεννήθηκε στην Αθήνα κι είναι ένας από τους αρχαίους τραγικούς ποιητές που θεμελίωσαν το αρχαίο ελληνικό θέατρο. Σε αντίθεση με τους άλλους πρώιμους τραγικούς ποιητές που ασχολούνται μόνο με μυθολογικά θέματα, καταπιάνεται και με σύγχρονα θέματα του καιρού του. Δυστυχώς δεν έχουν σωθεί τα έργα του για να ξέρουμε ακριβώς το περιεχόμενο τους, ξέρουμε όμως ότι είναι ο 1ος που παρουσίασε γυναίκες ηρωίδες στις τραγωδίες του.
Το πιο γνωστό έργο που παρουσίασε στο Αθηναικό κοινό ήταν το Μιλήτου Άλωσις, στο οποίο παρουσίασε τις καταστροφές που έπαθε η Μίλητος κι όσα τράβηξαν οι κάτοικοι της από τους Πέρσες, επειδή η Μίλητος είχε υπάρξει το κέντρο της εξέγερσης των πόλεων της Ιωνίας εναντίων των. Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση η συναισθηματική φόρτιση των θεατών ήταν τόσο μεγάλη (άλλωστε οι Αθηναίοι είχανε λερωμένη τη φωλιά τους γιατί είχαν αποσύρει τη βοήθεια που είχανε στείλει στις πόλεις της Ιωνίας αφήνοντας τους συμπατριώτες τους στο έλεος των Περσών), που σταμάτησανε τη παράσταση και τιμώρησανε τον ποιητή με βαρύ πρόστιμο 1000 δραχμών, επειδή τους θύμισε “οικεία κακά”. Το πιθανώτερο βέβαια είναι ότι σε μια περίοδο που είχαν επικρατήσει προσωρινά οι ολιγαρχικοί στην Αθήνα που δεν ήθελαν συνέχιση του πολέμου, τιμωρήθηκε για το πατριωτικό του κήρυγμα και για τα αντιπερσικά αισθήματα που υποδαύλιζε.
Μια μαρτυρία από το Βίο του Θεμιστοκλή, του Πλουτάρχου, αναφέρει μια νίκη του το 476 π.Χ., όπου χορηγός ήταν ο Θεμιστοκλής κι η τραγωδία, πιθανότατα ,οι Φοίνισσες, έργο που παρουσίασε μετά τις νίκες των Ελλήνων στο Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα. Αργότερα ο Αισχύλος θα χρησιμοποιήσει το ίδιο θέμα στους Πέρσες. Σύμφωνα με το Σουίδα, πρώτος ο Φρύνιχος εισήγαγε τους γυναικείους χαρακτήρες και το τετράμετρο. Εκτός από την νίκη του 476, μιλά για ακόμη μια νίκη του, πίθανότατα η 1η του, στην 67η Ολυμπιάδα (511-508). Η ρευστή πολιτική κατάσταση της Αθήνας τον έκανε να προτιμήσει τη τιμητική αυτοεξορία στην αυλή του τύραννου των Συρακουσών Ιέρωνα όπου είχε προσκληθεί κι εκεί τελείωσε ήσυχα η ζωή του.
Ο Φρύνιχος κι ο Αισχύλος ήταν οι προπάτορες του ελληνικού τραγικού θεάτρου, εγκαταλείποντας τη κωμωδία. Το έργο του Μιλήτου Άλωσις απαγορεύτηκε ακριβώς γιατί θεωρήθηκε ότι προξενούσε λύπη και προσέβαλλε την ευαισθησία των Αθηναίων υπενθυμίζοντάς τους τα δεινά που υπέφερε η Μίλητος όταν την κατέκτησαν. Η πρόθεσή του προφανώς δεν ήταν απλώς και μόνο να σοκάρει το κοινό του, που σύμφωνα με τον Ηρόδοτο στη διάρκεια της παράστασης ξέσπασε σε γοερούς θρήνους. Ο Φρύνιχος καταδικάστηκε σε πρόστιμο και το έργο του απαγορεύτηκε, ενώ απαγορεύτηκε κι η οποιαδήποτε μελλοντική θεατρική διασκευή του ιδίου θέματος. Πιστεύεται ότι ο χορός στο έργο αυτό αποτελείτο από γυναίκες που είχαν αιχμαλωτιστεί στην άλωση. Το ίδιο δραματικό στοιχείο είχε χρησιμοποιήσει μάλλον και το έργο του Φοίνισαι, έχει θέμα τη ναυμαχία της Σαλαμίνας κι όπου ο χορός πιθανόν να αποτελείτο από τις συζύγους των Φοινίκων πολεμιστών που αιχμαλωτίστηκαν από τον Ξέρξη μετά την μάχη της Σαλαμίνας κι εν συνεχεία απαγχονίστηκαν. Ως έργα του αναφέρονται:
Αιγύπτιοι
Ακταίων
Άλκηστις
Ανταίος
Δαναΐδαι ή Λίβυες
Μιλήτου Άλωσις
Πλευρώνιαι
Φοίνισαι
Πέρσαι ή Δίκαιοι ή Σύνθωκοι
Το περιστατικό της τιμωρίας του με πρόστιμο, είναι πολύ σημαντικό, επειδή δείχνει με 3πλό τρόπο το πώς η τραγωδία από πολύ νωρίς μπορούσε ν’ αγγίζει θέματα επίκαιρου πολιτικού χαρακτήρα: 1) το έργο ασχολούνταν με πολύ πρόσφατο ιστορικό γεγονός, που σχετιζόταν με την απόφαση της πόλης να εμπλακεί στην εξωτερική της πολιτική σε αγώνα κατά των Περσών. 2) Συνδεόταν με ιδεολογικές συνιστώσες της αθηναϊκής συλλογικής ταυτότητας και με τη μετέπειτα κρατική προπαγάνδα σχετικά με την αθηναϊκή καταγωγή των Ιώνων. 3) Φανερώνει πως το αθηναϊκό κοινό αντιλαμβανόταν με ευκολία τη πολιτική διάσταση της τραγωδίας.
Η περίπτωση των τραγωδιών με ιστορικό περιεχόμενο (Μιλήτου, Φοίνισσαι, Πέρσαι), που σπανίζουν αργότερα κι οι οποίες ασχολούνται με επίκαιρα θέματα, αποτελεί σοβαρό πρόκριμα υπέρ της άποψης ότι κι οι τραγωδίες με μυθικό περιεχόμενο σχετίζονται συχνά με τρέχοντα ζητήματα πολιτικής του 5ου αι.: ό,τι είναι ολοφάνερο στις ιστορικές τραγωδίες υποκρύπτεται συμβολικά ή υπαινικτικά στις άλλες. Σ’ αυτό το πλαίσιο ερμηνείας είναι σχετικά εύκολο να εξηγηθεί το γεγονός ότι μετά τους Πέρσες του Αισχύλου δεν υπάρχει καταγραφή για το ανέβασμα άλλης ιστορικής τραγωδίας: κρίθηκε προφανώς από τους ποιητές ότι ήταν ευκολώτερο κι ασφαλέστερο για την επιτυχία τους να μεταμφιέσουνε το πολιτικό περιεχόμενο με το μανδύα της μυθικής ιστορίας.
Η εξέγερση των Ιωνικών πόλεων (499-494 π.Χ) ήταν αποτέλεσμα των ενεργειών του τυράννου της Μιλήτου, Αρισταγόρα. ο Αρισταγόρας ξεκίνησε την επανάσταση στις δυσαρεστημένες Ιωνικές πόλεις, ενάντια στους Πέρσες. Πήγε στην Αθήνα και τους έπεισε να βοηθήσουνε την εξέγερση. Οι Αθηναίοι κι οι Ερετριείς εστείλανε στόλο (20 τριήρεις οι Αθηναίοι και 5 οι Ερετριείς*) κι ενώνοντας τις δυνάμεις τους με τις Ιωνικές, βαδίσανε κι επιτεθήκανε στη πόλη των Σάρδεων, η οποία κάηκε, (498 π.Χ.). Οι Έλληνες όμως απέτυχαν να καταλάβουνε την Ακρόπολη και στην επιστροφή τους προς τα παράλια, ο Περσικός στρατός τους επιτέθηκε πλησίον της Εφέσου και τους κατεδίωξε. Μετά από αυτό το συμβάν, οι Αθηναίοι εγκαταλείψανε τους Μιλησίους, γυρίσανε πίσω και δεν αναμιχθήκανε ξανά στις Ιωνικές υποθέσεις.
Μετά την εκστρατεία εναντίον των Σάρδεων, πολλές άλλες πόλεις επαναστατήσανε στην Μ.Ασία, Θράκη και Κύπρο. Το 494 π.Χ., ο Περσικός κι ο Ιωνικός στόλος δώσαν μάχη έξω από τη νήσο Λάδη, πλησίον του λιμανιού της Μιλήτου. Ο Περσικός στόλος αποτελείτο από 600 Φοινικικά πλοία, ο δε Ελληνικός από 353 πλοία. Τα πλοία της Χίου κατατροπώσανε τον εχθρό κι η ναυμαχία θα είχε κερδισθεί από τους κατά πολύ ανώτερους ναυτικούς των Ιωνικών πόλεων, αλλά όταν 50 πλοία από τη Σάμο κι άλλα 70 από τη Λέσβο απεχώρησαν με δόλο, η μάχη χάθηκε. Ο Φοινικικός στόλος, ο οποίος είχε μεγάλη υπεροχή σε αριθμό πλοίων, κέρδισε τη μάχη. Η Μίλητος που πολιορκήθηκε τώρα από στεριά και θάλασσα, κατελήφθη και κατεστράφη ολοσχερώς. Οι περισσότεροι από τους κατοίκους σφαγιαστήκανε κι οι υπόλοιποι μεταφέρθηκαν στην Άμπη, μια πόλη κοντά στη κοίτη του ποταμού Τίγρη. Η Μίλητος έπεσε τον 6ο χρόνο, μετά την εξέγερση της (494 π.Χ.). Ο ναός του Απόλλωνα στα Δίδυμα, ένα από τα πιο σπουδαία μαντεία της Ελλάδος κάηκε, όπως είχανε προφητεύσει οι ιερείς του, οι Βραγχίδες.
Μετά τον Μαραθώνα, ο Θεμιστοκλής προσπάθησε να εφαρμόσει το σχέδιο του για τη ναυπήγηση του στόλου. Θα συναντήσει, όμως, εμπόδια από τους πολιτικούς αντιπάλους του, τον Ίππαρχο, τον Μεγακλή, αρχηγούς των ολιγαρχικών -οπαδών του Πεισιστράτη- και του Αριστείδη, αρχηγού των συντηρητικών. Οι αντίπαλοι του Θεμιστοκλή δεν πιστεύουνε στον περσικό κίνδυνο. Όλοι διαβλέπουν μόνο τον κίνδυνο που σημαίνει γι’ αυτούς η ισχυροποίηση του Θεμιστικλή, αν πραγματοποιηθεί το ναυτικό πρόγραμμα του. Έτσι όλοι αντιτίθενται με διάφορες προφάσεις, όπως το υψηλό κόστος κι η σπατάλη του δημόσιου χρήματος για άχρηστες δαπάνες. Οι προτάσεις του απορρίπτονται από την Εκκλησία του Δήμου. Αυτός δεν παραδέχεται ότι έχει νικηθεί. Καταλαβαίνει πως δεν θα ‘χει την υποστήριξη των άλλων κομμάτων και πολιτικών αρχηγών. Έτσι, αλλάζει τακτική: αφού δεν μπορεί να συνεργασθεί μαζί τους, θα πετύχει παρά τη θέληση τους.
Ο Θεμιστοκλής χρησιμοποίησε τότε (είναι η 1η φορά που γινόταν αυτό), τα μαζικά μέσα ενημέρωσης της εποχής, για να ενισχύσει τη θέση του. Για να αναγκάσει τους Αθηναίους να συναισθανθούνε τον περσικό κίνδυνο, γίνεται χρηματοδότης (χορηγός) ενός θεατρικού έργου το Μιλήτου Αλωσις που έγραψε ο τραγικός ποιητής Φρύνιχος ,ο γιός του Πολυφράδμονα, με το οποίο προειδοποιεί τι θα συμβεί όταν οι Πέρσες θα φτάσουνε στην Ελλάδα και τους βρουν απροετοίμαστους: Καταστροφή κι υποδούλωση όπως συνέβη με τη Μίλητο το 494 π.Χ . Είναι μία προειδοποίηση προς τους Αθηναίους. Πρέπει να ξέρουν ποια θα είναι η τύχη τους . Ολόκληρο το θέατρο έκλαιγε με λυγμούς κι οι Αθηναίοι πάθανε τέτοια κατάθλιψη, ώστε υποχρέωσαν τον Φρύνιχο να πληρώσει πρόστιμο χιλίων δραχμών, γιατί τους έκανε να θυμηθούν δικές τους συμφορές, την δε τραγωδία του την απαγόρευσαν να ξαναπαιχθεί, καθότι τους θύμισε οικεία κακά. Ο δε Θεμιστοκλής με τη παράσταση του Φρυνίχου που τόσο ενόχλησε τους Αθηναίους, πέρασε με επιτυχία το πρόγραμμα ναυπήγησης του μεγάλου στόλου των 200 Αθηναϊκών τριήρεων, ώστε όταν ήλθαν οι Πέρσες τους καταναυμάχησε, στη Σαλαμίνα και σώθηκε ο ελληνισμός.
* Από την εκστρατεία αυτή υπήρξανε κι αιχμάλωτοι Ερετριείς, πράγμα που ενέπνευσε έναν Ανώνυμο επιγραμματοποιό της εποχής να καταθέσει το παρακάτω υπέροχο επίγραμμα:
Οίδε πότ’ Αιγαίοιο βαθύρροον
οίδμα πλέοντες Εκβατάνων
πεδίω κείμεθ’ ενί μεσάτω.
Χαίρε, κλυτή ποτέ πατρίς, Ερέτρια,
χαίρετ’ Αθήναι, γείτονες Ευβοίης,
χαίρε θάλασσα φίλη.
Αυτοί που κάποτε περάσανε
Αιγαίου το βαθύρροο κύμα, είναι
στων Εκβατάνων, που πλαγιάσανε,
μες στη πεδιάδα των, θαμμένοι.
Χαίρ’ Ερέτρια, κάποτε ξακουστή πατρίς,
χαίρε γείτονες της Εύβοιας, Αθήναι,
χαίρε και θάλασσα αγαπημένη.
Αυτά είναι όλα και γι’ αυτόν τον ποιητή, δεν έχω κάτι άλλο.==============
Χοιρίλος (3):
Ο Χοιρίλος Αθηναίος, υπήρξε δραματικός ποιητής που γεννήθηκε στην Αθήνα κατά τον 6ο αι. π.Χ.. Υπήρξε πρόδρομος του Αισχύλου και σ’ αυτόν αποδίδεται η εισαγωγή των προσωπείων και των θεατρικών αμφιέσεων στις τραγωδίες. Άκμασε στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. Πήρε μέρος σε δραματικό αγώνα το 524 π.Χ., κι αργότερα διαγωνίστηκε με τον Αισχύλο, τον Πρατίνα και το Φρύνιχο. Υπάρχουνε μαρτυρίες ότι έγραψε 160 τραγωδίες και κέρδισε 13 φορές στα Μεγάλα Διονύσια. Ελάχιστες είναι οι πληροφορίες που έχουμε στη διάθεσή μας γι’ αυτόν. Αρχαίοι λεξικογράφοι τοποθετούνε τη 1η παράστασή του στην 64η Ολυμπιάδα, που αντιστοιχεί στα Διονύσια των ετών 523-520 π.Χ. Από τις εκατοντάδες τραγωδίες που αναφέρεται πως έγραψε ξέρουμε μόνο μία, την Αλόπη, στην οποία δραματοποιούσε έναν αττικό τοπικό θρύλο.
Ο Χοιρίλος Σάμιος, ήταν επικός ποιητής από τη Σάμο, που το 420 π.Χ. βρισκότανε στην ώριμη ηλικία. Έμεινε πολύ καιρό στην Αθήνα και μετά ακολούθησε το Λύσανδρο, για να υμνήσει τις πράξεις του. Τέλος, πήγε στο βασιλιά της Μακεδονίας Αρχέλαο, όπου και πέθανε γύρω στα 400 π.Χ. Ο περιπατητικός Πραξιφάνης γράφει στο Περί Ιστορίας του πως ήτανε σύγχρονος του τραγικού Αγάθωνα. Από τα έργα του αναφέρονται τα Βαρβαρικά, τα Μηδικά, τα Περσικά και τα Λαμιακά. Τα Περσικά ήταν εξιστόρηση των περσικών πολέμων.
Μια επίμονη σταγόνα νερού τρυπά και πέτρα.
Ο Χοιρίλος Νεώτερος, ήταν επικός ποιητής από την Ιασό της Καρίας. Ακολούθησε τον Μ. Αλέξανδρο κι ύμνησε σ’ επικούς στίχους τα κατορθώματά του.
(Δυστυχώς δεν έχω άλλα στοιχεία, ούτε ποιήματά τους).=============
Οι Μιμίαμβοι Του Ηρώνδα
Επί αιώνας μένοντες κρυμμένοι
εντός του σκότους Αιγυπτίας γης
μέσω τοιαύτης απελπιστικής σιγής
έπληττον οι μιμίαμβοι οι χαριτωμένοι·
αλλά επέρασαν εκείνοι οι χρόνοι,
έφθασαν από τον Βορρά σοφοί
άνδρες, και των ιάμβων έπαυσε η ταφή
κι η λήθη. Οι ευτράπελοί των τόνοι
μας επανέφεραν τας ευθυμίας
ελληνικών οδών και αγορών·
κ’ εμβαίνομεν μαζύ των εις τον ζωηρόν
βίον μιας περιέργου κοινωνίας.
Μας απαντά ευθύς πονηροτάτη
μεσήτρια που σύζηγον πιστήν
ζητεί να διαφθείρη! Πλην την αρετήν
γνωρίζει η Μητρίχη να φυλάττη.
Άλλον κατόπιν βλέπωμεν αχρείον
όστις κατάστημά τι συντηρεί
και άνδρα Φρύγα εμμανώς κατηγορεί
ως βλάψαντα το παρθεναγωγείον.
Δύο πολύλογοι, κομψαί κυρίαι
επίσκεψιν εις τον Ασκληπιόν
κάμνουν· φαιδρύνουν δε μεγάλως τον ναόν
αι νοστιμώταταί των ομιλίαι.
Εις μέγα εργοστάσιον σκυττέως
εμβαίνομεν με την καλήν Μητρώ.
Ωραία πράγματα εδώ κείντ’ εν σωρώ
εδώ ευρίσκεται ο συρμός ο τελευταίος.
Πλην πόσα έλλειψαν εκ των παπύρων·
πόσον συχνά των μιαρών σηρών βορά
έγινεν ίαμβος λεπτός και είρων!
Ο ατυχής Ηρώνδας, καμωμένος
δια τα σκώμματα και δια τα φαιδρά,
τι σοβαρά μας ήλθε πληγωμένος!
Καβάφης: “Αποκηρυγμένα“
Επέλεξα να κλείσω αυτό το τιτάνιο άρθρο,όπως άρχισα κι συνέχισα ενδιαμέσως, με ακόμα 1 ποίημα από το μεγάλο μας ποιητή, που τόσον ύμνησε την αρχαία ελληνική γρσμμστεία, με σπουδή και σεβασμό. Κλείνει εδώ το άρθρο των δημιουργών, με τα παρακλάδια που σημειώνονται μέσα και τις παραπομπές τους. Ελπίζω να το απολαύσατε κι εσείς όσο κι εγώ -αν και ταλαπωρημένος- όταν το έστηνα. Π. Χ.
Τ Ε Λ Ο Σ