Ο ΜιχÜλης ΔιαλλινÜς Þ ΔιαλλινομιχÜλης
Βιογραφικü
Ο ΔιαλλινÜς καταγüταν απü μια οικογÝνεια που τις ρßζες πρÝπει ν' αναζητÞθοýνε στη Δαλματßα. ¼ταν ακüμη η Βενετßα κυριαρχοýσε στη Μεσüγειο, ο Φραγκßσκος ΓιαλλινÜς, ο μακρυνüς πρüγονüς του εγκαταστÜθηκε κει και χρßσθηκε ευγενÞς απü τον Δüγη ΠÝτρο Γραδενßγο, το Ýτος 1294. Αργüτερα μÝλη της οικογÝνειÜς του μεταναστεýουν στη ΚÝρκυρα και στη ΚρÞτη. Απ' αυτοýς καταγüταν ο γνωστüς Κερκυραßος θαλασσογρÜφος. Εκεßνοι που προτιμÞσανε τη ΚρÞτη εßδανε στο τÝλος το επßθετü τους να παραποιεßται με τη συγχþνευσÞ του με τον τßτλο ευγενεßας ντε (ντε ΓιαλλινÜς, ΔιαλλινÜς). Η παραποßηση τελικÜ επικρÜτησε, με τη καθιÝρωση του επιθÝτου ΔιαλλινÜς και τον πλÞρη εξελληνισμü των μεταναστþν. Ο ΜιχÜλης ΔιαλλινÜς πολυταξιδεμÝνος, αλλÜ και πολυμορφωμÝνος για τα μÝτρα της εποχÞς του, κατüρθωσε να συγκεντρþσει περιουσßα, που του επÝτρεψε να ιδιωτεýει και ν' ασχολεßται με τις αγαπημÝνες του ιστορικÝς Ýρευνες, που αποτελοýν κι Ýνα πολýτιμο τμÞμα της προσφορÜς του. ΥπÞρξε πνευματþδης ομιλητÞς μ' Ýντονη σατιρικÞ διÜθεση, την οποßα επεσÞμανε σε χρονογρÜφημα του ο ΚονδυλÜκης. Οι σατιρικοß του στßχοι αποτελοýν γνÞσιο μνημεßο λαúκÞς θυμοσοφßας και σ' αυτοýς κυρßως οφεßλει την εκτßμηση που του Ýτρεφαν οι χωρικοß της περιφÝρειÜς του.
Ο ΜιχÜλης ΔιαλλινÜς Þ ΔιαλλινομιχÜλης γεννÞθηκε το 1853 στη ΝεÜπολη ΚρÞτης, το Καινοýριο Χωριü üπως λεγüτανε τüτε και παντρεýτηκε τη Μαρßα ΧρυσÜκη, κüρη οπλαρχηγοý. Καταγüταν απü οικογÝνεια ευγενþν, που ποτÝ δεν Ýπαψε να φροντßζει για την ανýψωση του κοινωνικοý επιπÝδου του τüπου και κατÜφερε να μορφωθεß αρκετÜ μüνο με τη θÝλησÞ του. Τα ελληνικÜ γρÜμματα τα διδÜχτηκε στο μοναστÞρι των Κρεμαστþν, αλλÜ η ÝφεσÞ του για μÜθηση Þτανε τüση, þστε θεωρεßται Ýνας απü τους πιο μορφωμÝνους της εποχÞς του. Γνþριζε για παρÜδειγμα τουρκικÜ κι ιταλικÜ, στα οποßα προφανþς υπÞρξε αυτοδßδακτος, εργÜστηκε ως δικηγüρος, δικαστικüς κι ασχολÞθηκε με το εμπüριο. Απ' αυτü, συγκÝντρωσε ικανοποιητικÞ περιουσßα, που του επÝτρεψε να ιδιωτεýσει και ν' ασχοληθεß με τις αγαπημÝνες του ιστορικÝς Ýρευνες. ΜελÝτησε κυρßως τη προσφορÜ της ΑνατολικÞς ΚρÞτης στους απελευθερωτικοýς αγþνες του νησιοý, που 'χε παραμεληθεß απü τους Üλλους ιστορικοýς ερευνητÝς. Αγωνßστηκε ως υπασπιστÞς του καπετÜν ΜιχÜλη Κοκκßνη κι Ýπαιξε ρüλο πρωταγωνιστÞ στην ΕπανÜσταση του 1878.
ΜετÜ την ΕπανÜσταση, διορßστηκε ανακριτÞς στην Αστυνομßα Λασηθßου, μετÜ πρωτοδßκης και πρüεδρος της Δημογεροντßας. Απü το 1892 αρχßζει να γρÜφει Ýργα, πεζÜ κι Ýμμετρα. Απü τα Ýργα του μÜθαμε Þρωες, καπεταναßους κι αρχηγοýς της ΑνατολικÞς ΚρÞτης διακριθÝντες σε γενναιüτητα, που λησμονÞθηκαν üμως απü την ιστορßα. Πολýπλευρο ταλÝντο ποßησης, Ýγραψε πεζÜ, θεατρικÜ και σατιρικÜ, -το σκωπτικü του ýφος φαßνεται καθαρÜ σε κÜθε στßχο. Το 1909 κυκλοφüρησε τα ΠοιÞματα, συλλογÞ πατριωτικþν κυρßως ποιημÜτων. Το 1912 κυκλοφüρησε το 2ο Ýργο του, το μικρü Ýπος της Κριτσωτοποýλας. Το 1927 τυπþνει τα ¢παντα (τüμος Α'), ποιητικÞ συλλογÞ διανθισμÝνη με ιστορικÜ σημειþματα και συμπληρωμÝνη με 2 Ýμμετρα θεατρικÜ Ýργα. Τüσο στα ποιÞματα, üσο και στα θεατρικÜ Ýργα κι ιδιαßτερα στις κατατοπιστικÝς σημειþσεις που παραθÝτει ο ßδιος, υπÜρχουνε πλÞθος Üγνωστες ιστορικÝς πληροφορßες. Δε πρüφτασε üμως να νιþσει ικανοποßηση για την αποδοχÞ που τýχανε, γιατß 2 μÞνες μετÜ πÝθανε, στα 74 του. Σ' αυτÜ λοιπüν, περιÝχονται συγκεντρωμÝνα τα πιο αξιüλογα ποιÞματÜ του, πεζÜ κεßμενα, καθþς και 2 θεατρικÜ.
Με το θÜνατο του, Ýνα σημαντικü μÝρος του Ýργου του Ýμεινε ανÝκδοτο. Στα χρüνια της κατοχÞς, σ' Ýρευνα που Ýγινε απü τους Γερμανοýς στο σπßτι της εγγονÞς του Μαρßας Εμ. ΠιτυκÜκη, Ýνα μÝρος των χειρογρÜφων του χÜθηκε. Σþθηκαν üμως αρκετÜ, που με τη φροντßδα της εßδανε τελικÜ το φως της δημοσιüτητας (¢παντα Β' τüμος, 1970). Λßγο αργüτερα επανεκδüθηκε κι ο Α' τüμος. Οι σατιρικοß στßχοι του ΔιαλλινÜ αποτελοýνε γνÞσιο μνημεßο λαúκÞς θυμοσοφßας και σ' αυτοýς κυρßως οφεßλεται η εκτßμηση που τρÝφαν οι χωρικοß της περιφÝρειÜς του. Η ανÜμνησÞ τους υπÜρχει ακüμη και σÞμερα. Η μνÞμη του πατÝρα μου διÝσωσε Ýνα τÝτοιο δßστιχο. Ειπþθηκε λßγο πριν τη μικρασιατικÞ καταστροφÞ.
Εσý λαÝ που ψÞφιζες και Γοýναρη και ΡÜλλη,
γλÜκα εδÜ να πολεμÜς τον ΜουσταφÜ ΚεμÜλη.
Η λαúκüτητα του Ýργου του φαßνεται απü το γεγονüς üτι αρκετοß Üνθρωποι γνþριζαν απÝξω τα 2 κορυφαßα στιχουργÞματÜ του, τα τελευταßα Ýπη της κρητικÞς λογοτεχνßας, τον ΚαπετÜν ΚαζÜνη, (στο τÝλος της σελßδας υπÜρχει παραπομπÞ και γι' αυτü το Ýργο), που περιÝχεται στον Α' τüμο, και τη Κριτσωτοποýλα που εκδüθηκε σ' ανεξÜρτητη Ýκδοση το 1912. Τα Ýργα αυτÜ, που γραφτÞκανε 1909 & 1912 αντßστοιχα, αναφÝρονται σε ιστορικÜ πρüσωπα των αρχþν του 19ου αι.. Στüχο εßχαν ν' αφυπνßσουν το εθνικü φρüνημα την εποχÞ που το πρüβλημα της απελευθÝρωσης των υπüδουλων περιοχþν του ελληνισμοý ετßθετο επß τÜπητος. Τον ßδιο στüχο εßχανε κι αρκετÜ Üλλα στιχουργÞματÜ του, καθþς και τα 2 θεατρικÜ του, ΣμαρÜγδα Η Καινουργιοχωρßτισσα κι ΕλÝνη Η Καινουριοχωρßτισσα. Η ΣμαρÜγδα παßχτηκε στο μεσοπüλεμο στην ΙερÜπετρα. Επßσης, κατÜ μαρτυρßα της Εργßνας ΔιαλλινÜ, τα Ýργα αυτÜ παßζονταν πολλÝς φορÝς πριν και μετÜ τον πüλεμο, κυρßως στη ΝεÜπολη και μÜλιστα, τον 15Αýγουστο. Επßσης παιχτÞκανε και σ' Üλλες πüλεις του νομοý Λασιθßου, üπως Σητεßα και ΚριτσÜ, με μεγÜλη επιτυχßα.
Τη στιγμÞ που θεατρικοß συγγραφεßς μας üπως Ξενüπουλος και Καμπýσης παρÜγουνε δραματουργßα εμφανþς επηρεασμÝνη απü τη θεατρικÞ παραγωγÞ της Δýσης κι απευθýνονται σ' αστικü, λßγο πολý καλλιεργημÝνο, κοινü, ο ΔιαλλινÜς γρÜφει για τους απλοýς ανθρþπους του Καινοýριου Χωριοý, που δεν εßχε μετονομαστεß ακüμη σε ΝεÜπολη. Αυτü σημαßνει üτι το μÞνυμα των Ýργων του εßναι εýληπτο κι αποβλÝπει κυρßως στη συναισθηματικÞ διÝγερση του απλοúκοý κοινοý του, üπως κÜνει κÜθε λαúκü θÝατρο. Απ' αυτü το κοινü προÝρχονται κι οι ηθοποιοß του, που εßναι ερασιτÝχνες.
Η στιχουργßα του Ýχει ενδιαφÝρον, καθþς φαßνεται ν' ακολουθεß πορεßα αντßθετη απ' αυτÞ του Σολωμοý. Ο στßχος εßναι μεν ο ιαμβικüς 15σýλλαβος, αλλÜ ο ανομοιοκατÜληκτος του δημοτικοý τραγουδιοý. Τον προτιμÜ πιθανüτατα γιατß εßναι ο στßχος του κλÝφτικου τραγουδιοý, που μ' αυτüν τραγουδÞθηκαν τα τραγοýδια της λευτεριÜς απü τον τοýρκικο ζυγü. Ο Σολωμüς στους "Ελεýθερους ΠολιορκημÝνους" εγκαταλεßπει στο 3ο σχεδßασμα, τη ρßμα του κρητικοý θεÜτρου για τον ανομοιοκατÜληκτο 15σýλλαβο του δημοτικοý τραγουδιοý. Ο ΔιαλλινÜς, ξεκινþντας με τον ανομοιοκατÜληκτο 15σýλλαβο, θα προκρßνει στη συνÝχεια τη ρßμα, προτιμþντας την επικÞ φüρμα του Ερωτüκριτου απü τη θεατρικÞ της "Ερωφßλης" και του ΒασιλιÜ του "Ροδολßνου", για τα 2 ποιÞματÜ του, τον ΚαπετÜν ΚαζÜνη (1909) και τη "Κριτσωτοποýλα" (1912) που αναφερθÞκαμε πιο πριν.
¼μως τον ανομοιοκατÜληκτο 15σýλλαβο δεν τον ακολουθεß με συνÝπεια. Στη "ΣμαρÜγδα", στη 2η πρÜξη, στις 4 πρþτες σκηνÝς, üπου συνομιλοýν κυρßως τοýρκοι, ο στßχος γßνεται ιαμβικüς 12σýλλαβος, ανομοιοκατÜληκτος. ºσως δεν Þθελε να βÜλει στο στüμα των τοýρκων τον ηρωικü 15σýλλαβο του κλÝφτικου τραγουδιοý και γι' αυτü προτßμησε να τον αλλÜξει. Στις υπüλοιπες üμως σκηνÝς επιστρÝφει σ' αυτüν. Τα ßδια παρατηροýμε και στην "ΕλÝνη". Στη 2η σκηνÞ της 1ης πρÜξης που συνομιλοýνε τοýρκοι, Ýχει 12σýλλαβο. Το ßδιο και στις 3 πρþτες σκηνÝς της 4ης πρÜξης. Μüνο στην 7η σκηνÞ βλÝπουμε 2 12σýλλαβα ομοιοκατÜληκτα δßστιχα που τραγουδοýν ανþνυμοι χωρικοß, ενþ το Ýργο κλεßνει με τον ΚαπετÜν ΚαζÜνη να τραγουδÜ σε 15σýλλαβη ρßμα.
Το ΚÜστρο Του ΜιρÜμπελου στη ΚριτσÜ
Τις υποθÝσεις των Ýργων του τις αντλεß απü πραγματικÜ γεγονüτα, πρÜγμα που φαßνεται κι απü Üλλα κεßμενα που υπÜρχουν στον τüμο αυτü. Η ΣμαρÜγδα καταλαμβÜνει 50 σελßδες στον τüμο και στο τÝλος του Ýργου αναφÝρει ο ποιητÞς üτι "ΕγρÜφη εν Νεαπüλει ΜεραμβÝλλου τη 15η Μαúου 1907". ΜÜλλον εßναι υπερβολÞ να 'γραψε το Ýργο αυτü σε μια μÝρα. Πιθανüτατα η 15 ΜÜη εßναι η μÝρα που το τÝλειωσε. Ακüμα, υπÜρχουνε σημειþσεις, 37 τον αριθμü, κι οι περισσüτερες αναφÝρονται σε πρüσωπα του Ýργου και σε τοποθεσßες που διαδραματßζεται η δρÜση.
Το ιστορικü πλαßσιο παρατßθεται σε ανεξÜρτητο πεζü κεßμενο που συμπεριλαμβÜνεται στον τüμο και Ýχει τον τßτλο "Ο ΧασÜν ΠασσÜς Εν ΜεραμβÝλλω Κι Η 'Αλωσις Του Σπηλαßου ΜηλÜτου". ΜετÜ απü δυο νικηφüρες μÜχες το 1823 στην περιοχÞ της ΚριτσÜς, κοντÜ στον 'Αγιο Νικüλαο, οι εξεγερμÝνοι αποφÜσισαν να υποχωρÞσουν στο οροπÝδιο του Λασιθßου, καθþς τους Ýλειπαν τα πολεμοφüδια. Τα γυναικüπαιδα κλειστÞκανε στο σπÞλαιο της ΜηλÜτου, αναγκÜστηκαν üμως να παραδοθοýν üταν τους Ýλειψε το νερü και τα τρüφιμα κι αφοý οι τοýρκοι τους υποσχÝθηκαν αμνηστεßα. Αυτü Ýγινε στις 13 ΦλεβÜρη 1823. Οι Τοýρκοι, παραβιÜζοντας την υπüσχεσÞ τους, Ýσφαξαν τους πολεμιστÝς, ποδοπÜτησαν με τα ÜλογÜ τους τους γÝρους, και τους υπüλοιπους τους ποýλησαν.
Τα Ýργα του θυμßζουνε τις βασικÝς αρχÝς αρχαßας τραγωδßας, εßναι üμως αμφßβολο αν ο ΔιαλλινομιχÜλης επηρεÜζεται απü την αρχαßα τραγωδßα. Τον επηρεÜζει ασφαλþς η αναγνþριση ως μοτßβο της προηγοýμενης λογοτεχνικÞς παραγωγÞς, λαúκÞς και μη, üπως π.χ. στο "Τραγοýδι Του Νεκροý Αδελφοý", üπου υπÜρχει η σκηνÞ της αναγνþρισης της μÜνας με τη κüρη κι η σκηνÞ της αναγνþρισης ανÜμεσα στον μεταμφιεσμÝνο Ερωτüκριτο και την Αρετοýσα. Πιο σßγουρα üμως τον επηρεÜζουνε θεατρικÜ Ýργα του ρομαντισμοý του 19ου αιþνα, που η σκηνÞ της αναγνþρισης εßναι συνηθισμÝνο μοτßβο. Τα Ýργα αυτÜ εßχαν κατακλýσει τις αθηναúκÝς σκηνÝς, αρκετÜ απ' αυτÜ θα πρÝπει να 'δε ο ΔιαλλινÜς κατÜ τη παραμονÞ του στη πρωτεýουσα. Το Ýργο του διακρßνεται επßσης απü απροσδüκητα κι ανατροπÝς, που συγκινοýνε το λαúκü κοινü του. Ολιγοπρüσωπα καθþς εßναι και με λßγες σκηνÝς, δεν θα Þτανε σκηνικÜ, ιδιαιτÝρως απαιτητικü.
Η ΚριτσÜ και το ΜιρÜμπελλο
To γλωσσικü ζÞτημα που απασχολεß τη κυρßως ΕλλÜδα δεν τον απασχολεß διüλου. Ανενδοßαστα χρησιμοποιεß λüγιους τýπους για να βγÜλει το μÝτρο. ΒλÝπουμε επßσης και πολλÝς χασμωδßες στους στßχους του, κυρßως στην "ΕλÝνη". Δε φαßνεται να τον απασχολοýν, αφοý βγαßνει το μÝτρο. Δε σκÜει μÜλιστα ιδιαßτερα να τους αποφýγει. Η χρÞση λüγιων τýπων γßνεται κι απü κÜποια φιλαρÝσκειÜ του, υποθÝτω, που 'θελε να εντυπωσιÜσει ßσως το κοινü του, αγρÜμματο σε πλειοψηφßα. Επßδειξη λογιοσýνης απü μÝρους του εßναι κι η συχνÞ χρÞση διασκελισμοý, που παρεμπιπτüντως, αποφεýγει εντελþς ο ΚορνÜρος στα Ýργα του. Πιθανüτητα κι ο ßδιος να μην υποπτευüτανε τη τερÜστια απÞχηση που θα 'χανε στους συμπατριþτες του, αλλιþς θα τον εßχε αποφýγει.
Η προσευχÞ εßναι Ýν Üλλο μοτßβο στη ποßησÞ του. Στη 5η σκηνÞ της 2ης πρÜξης η ΣμαρÜγδα προσεýχεται με 27 στßχους στον Χριστü. Στο τÝλος του Ýργου, πατριωτικü και θρησκευτικü στοιχεßο βρßσκονται μαζß. Οι τελευταßοι στßχοι του Ýργου εßναι τυπωμÝνοι μ' Ýντονους χαρακτÞρες. Στην "ΕλÝνη" δεν υπÜρχουν σημειþσεις οýτε χρονολογικÞ Ýνδειξη για το πüτε γρÜφτηκε. Απü Üλλο κεßμενο των "ΑπÜντων" μαθαßνουμε üμως üτι πρüκειται για ιστορικü γεγονüς. Σαν terminus ante quem μποροýμε να θεωρÞσουμε το 1912, τüτε που Ýγινε η ¸νωση της ΚρÞτης με την ΕλλÜδα. Αυτü το συνÜγουμε απü το τÝλος του Ýργου. Η Ýνταση με την οποßα εκφρÜζεται η λαχτÜρα της ¸νωσης μας κÜνει να υποθÝσουμε üτι το θÝμα βρισκüταν μÜλλον επß τÜπητος, πρÜγμα που τοποθετεß το terminus post quem του Ýργου üχι πολý πßσω, πιθανüτατα δε μετÜ το 1907, τη χρονιÜ που γρÜφηκε η "ΣμαρÜγδα". ¼τι το Ýργο στον τüμο βρßσκεται μετÜ απ' αυτÞν, ενισχýει την υπüθεση αυτÞ.
Η προσπÜθεια να μη παραλεßψει τßποτ' απü τα ιστορικÜ γεγονüτα, εßναι συγκινητικÞ. ¼μως δεν ενδιαφÝρεται για τη θεατρικÞ αρτιüτητα των Ýργων του. Τον ενδιαφÝρει πρþτιστα να διεγεßρει το εθνικü φρüνημα των θεατþν, üπως κÜνουν οι ομüτεχνοß του στην ΑθÞνα την ßδια εποχÞ, üπου μ' Ýργα πατριωτικοý περιεχομÝνου, απü την επιθεþρηση μÝχρι την οπερÝτα, προσπαθοýν να παρασýρουν το λαúκü κοινü τους σε παραλÞρημα εθνικοý ενθουσιασμοý. Το ενδιαφÝρον του για την ιστορßα üμως τον κÜνει ν' αντλεß τις υποθÝσεις των Ýργων του απü πραγματικÜ γεγονüτα, με αποτÝλεσμα να παρασýρεται σε αντιθεατρικÝς λεπτομÝρειες, προκειμÝνου να μεßνει πιστüς στην ιστορικÞ αλÞθεια. Θα του Üξιζε μια καλýτερη θÝση στην ελληνικÞ γραμματολογßα, üχι τüσο για τη ποιüτητα του Ýργου του, που υπολεßπεται σαφþς των μεγÜλων Ýργων της ΚρητικÞς ΑναγÝννησης, üσο κυρßως για την επßδραση που Üσκησε στον απλü κüσμο της εποχÞς, επßδραση που θα τη ζÞλευαν κι οι πιο φτασμÝνοι λογοτÝχνες και δραματουργοß μας σÞμερα.
Και μια μαντινÜδα του, απü το βιβλßο Τα ΔιÜφορα Του Νßσπιτα του ΜιχÜλη ΧουρδÜκη-Νßσπιτα (ΔιÝξοδος, 16-11-05) για μιαν Ýγκυο:
Να ζÞσεις και να χαßρεσαι την οικογÝνειÜ σου
μα πλειο πολý το 'βγüδωμα ποý 'πριξε την κοιλιÜ σου!
Ο "ΚαπετÜν ΚαζÜνης" κι η "Κριτσωτοποýλα", τα τελευταßα κρητικÜ Ýπη, δημοσιεýθηκαν 1909 και 1912 αντßστοιχα. Εßναι γραμμÝνα σε ιαμβικü 15σýλλαβο, με τη ζευγαρωτÞ ομοιοκαταληξßα της κρητικÞς ποιητικÞς παρÜδοσης, στßχο που γρÜφονται ακüμη και σÞμερα τα γνωστÜ κρητικÜ δßστιχα που λÝμε μαντινÜδες, κυρßως ερωτικοý περιεχομÝνου. Στο στßχο αυτü γραφτÞκανε τα κορυφαßα Ýργα της κρητικÞς αναγÝννησης, γýρω στις αρχÝς του 16ου αιþνα, üταν η ΚρÞτη Þταν κατακτημÝνη απü τους Ενετοýς. Τα Ýργα αυτÜ εßναι 8 θεατρικÜ και το εκτενÝς Ýπος "Ερωτüκριτος", που σýμφωνα με τον νομπελßστα ποιητÞ μας Γιþργο ΣεφÝρη, αποτελεß το κορυφαßο Ýργο της νεοελληνικÞς λογοτεχνßας. Το Ýργο αυτü Üφησε ανεξßτηλη τη σφραγßδα του στη μεταγενÝστερη ποιητικÞ δημιουργßα της ΕλλÜδας.
Αυτü που ξεχωρßζει τα Ýργα αυτÜ απü τον "ΚαπετÜν ΚαζÜνη" και τη "Κριτσωτοποýλα" εßναι üτι αυτοß που τα συνÝθεσαν Þτανε σýγχρονοι των ηρþων που τραγουδοýν, ενþ ο ΔιαλλινÜς γρÜφει για Þρωες της ΕπανÜστασης του 1821 σχεδüν Ýναν αιþνα μετÜ, σε μιαν αποφασιστικÞ καμπÞ της νεüτερης ιστορßας μας. Η ΚρÞτη μüλις πριν λßγα χρüνια (1898) εßχε αποκτÞσει την αυτονομßα της, λευτερωμÝνη απü τον τουρκικü ζυγü. Στην ΕλλÜδα, οι αστικÝς δυνÜμεις αναπτýσσονται ραγδαßα, καταφÝρνοντας Ýνα αποφασιστικü κτýπημα στις παλαιοκομματικÝς συντηρητικÝς δυνÜμεις του φεουδαρχισμοý με το κßνημα στου ΓουδÞ το 1909, χρονιÜ που δημοσιεýεται ο "ΚαπετÜν ΚαζÜνης". Στο γλωσσικü ζÞτημα, υποστηρßζουν τη δημοτικÞ, σε αντßθεση με τους συντηρητικοýς που υποστηρßζουν τη καθαρεýουσα, μια γλþσσα τεχνητÞ που διαφÝρει λßγο απü τη γλþσσα των ευαγγελßων. Κατακτοýν σταδιακÝς νßκες.
ΜετÜ τη κατÜληψη της πολιτικÞς εξουσßας απü τις αστικÝς δυνÜμεις, τßθεται το οξý πρüβλημα της απελευθÝρωσης ελληνικþν εδαφþν που Þταν ακüμη υπüδουλα στους τοýρκους. Οι Κρητικοß, εμπειροπüλεμοι απü τις δικÝς τους αλλεπÜλληλες εξεγÝρσεις, Ýσπευσαν εθελοντÝς, ενþ επικεφαλÞς των ελληνικþν αστικþν πολιτικþν δυνÜμεων τÝθηκεν Ýνας κρητικüς επαναστÜτης πολιτικüς, ο μεγαλýτερος πολιτικüς στην ιστορßα της νεüτερης ΕλλÜδας, ο ΕλευθÝριος ΒενιζÝλος. Μες σ' αυτü το κλßμα του εθνικοαπελευθερωτικοý ενθουσιασμοý ο ΔιαλλινÜς γρÜφει τα 2 επικÜ ποιÞματα, που αναφÝρονται σε 2 Þρωες της επανÜστασης του '21, για να συνεπÜρει και να τονþσει το εθνικü φρüνημα, θÝτοντÜς τους ως υποδεßγματα ανδρεßας.
Ο "ΚαπετÜν ΚαζÜνης" εßναι σýντομο αφÞγημα 364 στßχων, γεμÜτο δραματικÞ Ýνταση, με κυρßαρχο το μοτßβο της εκδßκησης. ΑναφÝρεται σ' Ýνα επεισüδιο απü την παιδικÞ ηλικßα του Εμμανοýηλ Ραβßθη, που πÞρε το παρατσοýκλι ΚαζÜνης, γιατß üταν Þταν να τον βαφτßσουνε, πλÜκωσαν οι τοýρκοι στην εκκλησßα, σπÜσανε τη κολυμπÞθρα και για να μη μεßνει αβÜφτιστο το παιδß το βÜφτισαν μÝσα σε Ýνα καζÜνι.
Η "Κριτσωτοποýλα" εßναι εκτενÝστερη, αποτελοýμενη απü 1367 στßχους. Ηρωßδα του Ýργου εßναι η ΡοδÜνθη, κüρη του πρωτüπαπα της ΚριτσÜς. ¸νας τοýρκος την ερωτεýτηκε, και την απÞγαγε αφοý σκüτωσε τους γονεßς της για να την παντρευτεß. ¼μως τη βραδιÜ του γÜμου ξεγελþντας τονε, τονε σφÜζει και το σκÜει στο βουνü, στο λημÝρι του καπετÜν ΚαζÜνη, μεταμφιεσμÝνη σ' Üντρα, με το üνομα Μανþλης. ΕπειδÞ δεν εßχε γÝνεια και μη ξÝροντας τα παλικÜρια, üτι εßναι γυναßκα, τη βγÜλανε Σπανομανþλη. Στη συνÝχεια περιγρÜφονται κÜποια κατορθþματÜ της και το Ýργο τελειþνει με τον ηρωικü θÜνατü της στη μÜχη της ΚριτσÜς το 1823.
Μüλις 3 χρüνια χωρßζουν το Ýνα Ýργο απü το Üλλο και τα σημεßα της παρακμÞς του εßδους γßνονται ιδιαßτερα ορατÜ. Ο "ΚαπετÜν ΚαζÜνης" εßναι Ýργο σφιχτοδεμÝνο, μ' ενιαßα πλοκÞ, αδιÜπτωτα αφηγηματικü, με πυρηνικÜ επεισüδια, κατÜ την ορολογßα του ΡολÜν Μπαρτ, με το Ýνα να πυροδοτεß το Üλλο. Στη "Κριτσωτοποýλα", μετÜ την κορýφωση της εκδßκησης με το φüνο του τοýρκου, το αφηγηματικü ενδιαφÝρον πÝφτει, ο μýθος γßνεται, κατÜ την αριστοτελικÞ ορολογßα, επεισοδιþδης, με γεγονüτα λßγο-πολý ασýνδετα μεταξý τους.
Η θεματικÞ αυτÞ εßναι συχνÞ. Εντοπßζεται κατ' αρχÞν στην "Αντιγüνη" του ΣοφοκλÞ, üπου ο μεγÜλος δραματουργüς αντιπαραβÜλλει τον κüσμο της Αντιγüνης με τις αξßες των κοινοτικþν δεσμþν αßματος και της θεοσÝβειας, με τον κüσμο του ΚρÝοντα, üπου επικρατεß ο νüμος πÜνω απü τα Ýθιμα και το χρÞμα παßζει καταλυτικü ρüλο στην ανθρþπινη στÜση και συμπεριφορÜ. Στο κινηματογραφικü Ýργο "Ο ΣαμουρÜι" του ΜασÜκι ΚουμπαγιÜσι, βλÝπουμε επßσης τη θλßψη για τον αμετÜκλητο χαμü της ηρωικÞς εποχÞς των ΣαμουρÜι με τον αυστηρü κþδικα τιμÞς και την υψηλÞ αßσθηση του καθÞκοντος, σε σχÝση με τον καινοýριο κüσμο που φÝρνουν τα πυροβüλα üπλα, üπου ο πρþτος αχρεßος μπορεß να σκοτþσει τον ευγενικü και γενναßο σαμουρÜι. Η θεματικÞ αυτÞ εßναι επßσης κυρßαρχη σ' Ýνα κορυφαßο Ýργο της νεοελληνικÞς δραματουργßας, "Το Μυστικü Της ΚοντÝσσας ΒαλÝραινας", του Γ. Ξενüπουλου, Ýργο στο οποßο δε χρειÜζεται να επεκταθοýμε.
Στη "Κριτσωτοποýλα" τα πρÜγματα εßναι διαφορετικÜ. Εδþ οι μη αφηγηματικÝς, ηθικοδιδακτικÝς και λυρικÝς παρεμβολÝς εßναι περισσüτερες και φυσικÜ δýσκολα απομνημονεýσιμες. Το θÝμα της σýγκρισης του παλιοý καλοý καιροý με τη σημερινÞ εποχÞ επανÝρχεται διαρκþς διακüπτοντας την αφηγηματικÞ ροÞ της ιστορßας. Τα λαúκÜ Ýπη αναπτýσσονται σε λßγο πολý ομοιογενεßς κοινωνßες, üπου οι αποκλßσεις εßναι ελÜχιστες. ΤÝτοια Þταν η κρητικÞ κοινωνßα μÝχρι και Ýνα μεγÜλο μÝρος του 19ου αιþνα. Η ρÞξη δημιουργεßται με τις ξενικÝς επιδρÜσεις που εισβÜλλουν στον κρητικü χþρο, μÝσω της ελεýθερης ΕλλÜδας και με τη δημιουργßα μιας ντüπιας αστικÞς τÜξης, που προσβλÝπει μ' ελπßδα στην Ευρþπη τüσο για τη δικÞ της ανÜπτυξη, üσο και για την απελευθÝρωση των αλýτρωτων περιοχþν. Οι γüνοι των αστþν αυτþν μορφþνονται σε σχολεßα στα οποßα κυριαρχεß η καθαρεýουσα και θα κυριαρχÞσει μÝχρι τη 10ετßα του '70, üταν μετÜ τη πτþση της χοýντας και τη μεταπολßτευση, η δημοτικÞ, που 'χε αλþσει πριν 70 χρüνια τη λογοτεχνßα, καθιερþνεται ως επßσημη γλþσσα του κρÜτους και της εκπαßδευσης, θÝτοντας Ýτσι τÝρμα τη διγλωσσßα που ταλανßζει την ΕλλÜδα για 2 αιþνες.
Ο ΔιαλλινομιχÜλης εßναι τυπικÞ περßπτωση κρητικοý αστοý της εποχÞς. Μεγαλþνει στο λαúκü πολιτιστικü περιβÜλλον της ΚρÞτης, με την παρÜδοση του "Ερωτüκριτου" και της κρητικÞς μαντινÜδας. Στη συνÝχεια θα σπουδÜσει στην ΑθÞνα δικηγüρος, και μαζß με το πτυχεßο του θα κουβαλÞσει στη μεγαλüνησο και τις λüγιες πνευματικÝς και γλωσσικÝς του αποσκευÝς. Εßναι και ο ßδιος θýμα του πολιτισμικοý διχασμοý για τον οποßο θρηνεß, κουβαλþντας τη τραγικÞ αντßθεση του παλιοý με το καινοýριο μÝσα στο Ýργο του. Οι ηθικοδιδακτικÝς παρεκβÜσεις του με τις οποßες εκφρÜζει αυτÞ την αντßθεση εßναι οι ßδιες δεßγμα, σε μορφολογικü επßπεδο, αυτÞς της ßδιας αντßθεσης. Ο αδιÜπτωτα επικüς κüσμος του Ερωτüκριτου εισβÜλλεται απü στοιχεßα λογιοτατισμοý και διδακτισμοý. Η αβßαστη επικÞ φüρμα της αφÞγησης διασπÜται κι η διÜσπαση αυτÞ αφÞνει τα ßχνη της στην απομνημüνευση: το αφηγηματικü στοιχεßο απομνημονεýεται ενþ το μη αφηγηματικü, üχι. Ο μακρüσυρτος, μελοδραματικüς θÜνατος της ηρωßδας, απü τα καλýτερα σημεßα του Ýργου, εξßσου αντιαφηγηματικü, αντιστÝκεται στην απομνημüνευση.
Η μορφικÞ ρÞξη φαßνεται ακüμη στην παραβßαση της ζευγαρωτÞς ομοιοκαταληξßας σε ορισμÝνα μÝρη για χÜρη μιας χιαστÞς ομοιοκαταληξßας που Ýρχεται απü τον ελλαδικü χþρο. ΥπÜρχει τÝλος μια λεκτικÞ ρÞξη, με τη χρÞση με τη χρÞση λüγιων τýπων, üπως η μετοχÞ «συγκεκινημÝνη» αντß συγκινημÝνη, η αιτιατικÞ «ανοησßας Üλλας» αντß «ανοησßες Üλλες», κ.λπ. Η χρÞση αυτÞ γßνεται αδßστακτα, προκειμÝνου να διευκολυνθεß ο ποιητÞς στο μÝτρο (με την προσθÞκη της μιας συλλαβÞς με το «συγκεκινημÝνη») Þ η ρßμα (με το «ας» της καθαρευουσιÜνικης αιτιατικÞς). ΥπÜρχει μια ακüμα παραβßαση που üμως εßναι αναδρομÞ στ' ακριτικÜ Ýπη. Στο τÝλος της Κριτσωτοποýλας, üταν η ηρωßδα βρßσκεται ετοιμοθÜνατη, υπÜρχουνε μερικοß στßχοι üπου παραλεßπεται το πρþτο ημιστßχιο του δεýτερου στßχου της ρßμας, φορτßζοντας το τμÞμα αυτü με δραματικÞ Ýνταση. Για τη λειτουργßα της απÜλειψης αυτÞς Ýχει μιλÞσει ο Gareth Morgan.
Η προτομÞ της ΡοδÜνθης (Κριτσωτοποýλας) στη ΚριτσÜ
Συνοψßζοντας, τα 2 αυτÜ Ýπη, üντας τα τελευταßα, μαρτυρÜνε τη ρÞξη στη πολιτιστικÞ ομοιογÝνεια της κρητικÞς κοινωνßας με την εισαγωγÞ δυτικþν επιδρÜσεων μÝσω της ΕλλÜδας -Η ΚρÞτη Þταν αυτüνομη απü το 1898 με αρμοστÞ τον Ýλληνα διÜδοχο του θρüνου- σε ζητÞματα διατροφÞς, μουσικþν ακουσμÜτων, ενδυμασßας, ψυχαγωγßας κ.λπ. που επισημαßνεται τüσο με τις Üμεσες αναφορÝς στις ηθικοδιδακτικÝς παρεκβÜσεις του ποιητÞ üσο και στη ρÞξη της αφηγηματικÞς φüρμας και τη λüγια διαστροφÞ του λüγου. Ο ΔιαλλινÜς Ýχει πÝσει κι ο ßδιος θýμα των αλλαγþν που διεκτραγωδεß.
Σημ. δικÞ μου: Το κομμÜτι αυτü ανÞκει στη πνευματικÞ φιλüπονη εργασßα του εξαßρετου συνεργÜτη και φßλου -πÜνω απ' üλα- ΜπÜμπη ΔερμιτζÜκη, καθþς επßσης και τα κομμÜτια που θ' ακολουθÞσουν. ΣυγκεκριμÝνα, πρüκειται για Ýνα πολυγραφημÝνο αντßτυπο, απü τα λßγα που θα 'χουνε μεßνει, που μ' üλη του τη καλωσýνη, μου το χÜρισε. Μüνο 2 ενστÜσεις Ýχω και θÝλω να τις πω: Η πρþτη αφορÜ στο μεγαλειþδες ενüς Ýργου, που διαφωνþ κÜθετα, αν πρÝπει δηλαδÞ να το κρßνουμε σαν τÝτοιο απü το αν μπορεß Þ üχι, να το απομνημονÝψει ο απλüς -Þ ο μÞ απλüς- λαüς, üπως επßσης απü τις Ýμμεσες Þ Üμεσες αναφορÝς στα σýγχρονα. Επßσης, ο ΜπÜμπης χρησιμοποιεß το ü-μικρον στη Κριτσωτοποýλα, μα εγþ μÝνω πιστüς στον ποιητÞ που χρησιμοποιεß το ω-μÝγα. Ε πως!!! το μÝγεθος μετρÜ...
Η δεýτερη αφορÜ σε ...τεχνικü ζÞτημα: Αχ ρε ΜπÜμπη, Ýκανες που 'κανες το καλü, δε τα πληκτρολογοýσες κιüλας εσý, να γλýτωνα τον ...κüπο!!! :-}.
Αστειεýομαι. Ο κüπος εßναι ευχÜριστος, ειδικÜ για τÝτοια Ýργα, αλλ' αρκετÜ εßπαμε, καιρüς να μιλÞσει κι ο καημÝνος ο ΔιαλλινομιχÜλης... που τονε διαλλßσαμε, δυιλßζοντÜς τονε!
Σημειþνω επßσης πως στο τÝλος της σελßδας με τη Κριτσωτοποýλα, θα υπÜρχει παραπομπÞ που θα σε στÝλνει Αναγνþστη Þ Αναγνþστρια, στο Üλλο Ýπος του ΔιαλλινÜ, τον ΚαπετÜν-ΚαζÜνη!
=================
Η Κριτσωτοποýλα
εισαγωγÞ
Μιαν ομιλßα θα σας πω λαμπρÞ κι εκτεταμÝνη,
üπου η Ιστορßα μας την εßχε σκεπασμÝνη,
μα 'γω την ανακÜλυψα, Ýνας Βιαννßτης γÝρως
μου την εδιηγÞθηκε το περασμÝνο θÝρος.
Εßνε διαμÜντι ατßμητο κρυμμÝνο μες στο χþμα,
που λαμπηρüτερο απ' αυτü, Üλλο δεν βρÝθ' ακüμα.
Που μÝσα εις ταις φωτειναßς κι ηλιüλαμπρες τ' ακτßνες,
φαßνονται μÝρες σκοτεινÝς να λÜμπουνε κι εκεßνες.
Το πÞρα και κοπßασα για να το καθαρßσω
κι εις τη καινοýργια γενεÜ, χÜρισμα να τ' αφßσω.
Κι ακοýσατε παρακαλþ, üλοι, μικροß μεγÜλοι
με προσοχÞ μεγÜλη.
Α'
ΚατÜ τα εßκοσι και εν του χßλια οχτακüσα
μÝσα στην ΕπανÜστασιν του ¸θνους τη μεγÜλη
που δεν μποροýσε Χριστιανοý να ομιλÞση γλþσσα
κι οποý πουλοýσαν τους Ρωμηοýς οι Τοýρκοι, τρεις το ριÜλι.
Στου ΜεραμβÝλλου 'να χωριü, ΚριτσÜ το ονομÜζαν,
ιδßως δε, το Ýλεγαν οι Τοýρκοι "Κλεφτοχþρι",
οποý οι ξÝνοι πετεινοß ποτÝ σ' αυτü δεν κρÜζαν
και κÜθε Τοýρκου τ' Üλογο εκεß δεν επροχþρει.
Γιατ' εßχεν Üνδρας ορεινοýς και σκληραγωγημÝνους
που δεν ψηφοýσαν τους εχθροýς αν Þσαν και χιλιÜδες.
Εýρωστους, με γερÞ καρδιÜ, περßσσα ανδρειωμÝνους
κι οι Τοýρκοι απ' το φθüνο τους τους λÝγαν "κλεφταρÜδες".
Μωρ' τß λεβÝντικα κορμιÜ Ýβλεπες εις τους δρüμους
με της μανßκες της πλατειαßς και κÜτασπρα γελÝκια
με πÝτσαις εις την κεφαλÞ και στα στιβÜνια δüμους,
üλους τους νÝους της ΚριτσÜς με φορεσιÜ Ρωμαßκια.
ΩσÜν αδÝλφια üλοι των Þσαν αγαπημÝνοι
και πÞγαιναν στην ΕκκλησιÜ καθ' εορτÞς ημÝρα
και να διασκεδÜζουνε πÜλι ομονοιασμÝνοι
επÞγαιναν στου "Καθαροý" τον καθαρüν αÝρα,
που οι Τοýρκοι για να παν' εκεß δεν Ýπερναν τον κüπο
κι εζοýσαν μÝρες 'λεýθερες στο σκλαβωμÝνο τüπο.
¸νας καδÞς μια φορÜ μονÜχα εßχε πÜει
κι εβÜστα τα κιτÜπια του να τους καθοδηγÞση,
üμως δεν Üργησεν η γη ν' ανοßξη να τον φÜη,
με τα κιτÜπια του μαζý να τον καταβροχθÞση.
ΧατζÞς ΒελÞς ελÝγετο απü το ΧουμεριÜκο
κι Ýκτοτε τ' ονομÜζουνε "εις του καδÞ το λÜκο".
Κατüπιν οι Οθωμανοß για να εκδικηθοýνε,
üλο το μÝρος Ýβαλαν τζαρÝ για να πληρþνη
üπου το αßμα του καδÞ με αυτüν να πληρωθοýνε.
¸τσι 'σαν της ΓενιτσαριÜς οι μαυρισμÝνοι χρüνοι!
Β'
Απü τους Üνδρας τ' Þσανε θα δÞτε κι η γυναßκες,
νοικοκερÜδες, þμορφες, καθαροενδυμÝνες
με κοýδες βενετσÜνικες και φορεσιÝς Ρωμαßαις
και στη καρδιÜ ΧριστιανÝς, σαν Üνδρες ανδρειωμÝνες.
Καθαριüτη Ýκτακτον στα σπßτια των βαστοýσαν,
εκüβανε κι ερÜβανε μüναι το φüρεμÜ των,
εκλþθανε, εφαßνανε και πÝτσες εκεντοýσαν
κι Ýκαναν μ' ευχαρßστησι τη κÜθε μια δουλειÜ των.
Μ' üτι φορÝματα 'βαναν μονÜχες των τα 'φαιναν
και στη ΦραγγιÜ, σα σÞμερα, χρÞματα δεν εστÝλναν.
¸βλεπες κüρες νüστιμες με νÜζι και γλυκÜδα,
σαν περδικοýλες πλουμιστÝς κι ομορφοπερπατοýσαν
και φυσικÞ στα μÜγουλα εßχαν την κοκκινÜδα,
που üλοι τους εχαßροντο εκεß που ταις θωροýσαν.
Δεν Ýβαζαν σαν σÞμερα, τα φρÜγγικα στολßδια,
οýτε επασαλεßφοντο στο πρüσωπο φτιασßδια.
Μα κÜθ' αθþα κι εýμορφη Κριτσωτοποýλα κüρη,
Ýνα σωφüρι κüκκινο και στρουφικτü εφüρει.
Για κοντογοýνια σÝρνανε τüτε τους μπαχριÝδες,
üπου με τÝχνη περισσÞ και τÝλεια 'σαν ραμμÝνοι.
Τρεις δßπλες εφοροýσανε φλωριÜ και μαχμουτιÝδες,
η κÜθε μια σαν Þθελε στην ΕκκλησιÜ πηγαßνει.
Ταις χÜραις και ταις καλλοναßς, που εßχανε εκεßνοι,
Üντρες γυναßκες και παιδιÜ, για να σας παραστÞσω
δε θα μπορÝσω παντελþς, και δι' αυτü ας μεßνη.
Τα ανωτÝρω φθÜνουνε και ταλοιπÜ θ' αφßσω
στη φαντασßα καθενüς και μüνος του ας κρßνη,
απü τα προηγοýμενα, τß Þσανε εκεßνοι
Κριτσþται και Κριτσþτισσες κι αν δεν καταλαβαßνει
τüτε και να του πω εγþ, οι κüποι παν χαμÝνοι.
Γ'
Να, üπως μÝσα στο χρυσü, λÜμπουνε τα διαμÜντια,
και στα μεγαλοπÝρβολα, τα μυρισμÝνα Üνθη,
¸τσι εδιακρßνετο με τα μεγÜλα μÜτια
η κüρη του πρωτüπαππα, η ξακουστÞ ΡοδÜνθη.
Να παραστÞσω δεν μπορþ την τüση της γλυκÜδα
το λιγερüν της το κορμß, ταις χÜραις ταις μεγÜλαις.
Σαν πÞγαινε στην εκκλησιÜ üμοιαζε με φεργÜδα
και σαν βαρκοýλες μπρος σ' αυτÞν εφαßνοντο η Üλλαις.
¸νας φιλλÝλην Μüσχοβος την εßχενε βαπτßσει,
ποý 'τυχεν απü τη ΚριτσÜ μια μÝρα να περÜσει
γιατß επεριüδευε σ' ΑνατολÞ και Δýσι,
κι επÞγε στου πρωτüπαππα το σπßτι να πλαγιÜση,
μα κατÜ θεßαν σýμπτωσιν εκεßνη την ημÝρα
Ýτυχε η μητÝρα της δια να τηνε γεννÞση.
Κι ως τþκουσε ο Μüσχοβος λÝγει στην πρεσβυτÝρα
κι εις τον παππÜ πως το παιδß αν θÝλουν να βαπτßση.
Σαν Ýγινε οκτþ μερþ πρÜγματι το βαπτßζει
και λÝγει στο πατÝρα του κρυφÜ την ßδια μÝρα.
-"Ο κÜθε εις ανÜδοχος οφεßλει να χαρßζει
κÜτι στο νεοφþτιστο, λοιπüν φÝρε τη χÝρα",
και του μετρÜει εκατü χρυσÜ ναπολεüνια,
με εντολÞ την κüρη του μ' αυτÜ να εκπαιδεýση.
ΠρÜγματι που 'σαν σπÜνια μÝσα σ' αυτÜ τα χρüνια
κι αν θÝλη κι Üλλα μη ντραπÞ πÜλι να του γυρεýση.
-"ΠÜρε τα μ' ευχαρßστησι, απ' της καρδιÜς τα βÜθη,
δια τοýτη τη νεοφþτιστη κüρη σου, τη ΡοδÜνθη,
θÝλω να γßνη ΧριστιανÞ καλÞ και ζηλεμμÝνη,
και τους κινδýνους ν' αψηφÜ, που σÞμερο τραβÜτε,
να μÜθη γρÜμματα μ' αυτÜ, στην εκκλησιÜ να πηαßνη
και μÝνα που την βÜπτισα αν θÝλη ας ενθυμÜται".
Τα πÞρε ο πρωτüπαππας χωρßς να ομιλÞση
απ' την πολλÞ συγκßνησι βουβÜθηκε το στüμα
κι ετρÝχανε απ' τα μÜτια του τα δÜκρυα σα βρýσι
και παρ' ολßγον Ýπεφτε χÜμαι στης γης το χþμα.
Δ'
Σαν Ýγινε πÝντε χρονþν αυτÞ η παινεμÝνη
την πÞρε ο πατÝρας της χωρßς καιρü να χÜνη
και την επÞγε στη ΜονÞ, που λεν' ΦανερωμÝνη,
για να τη μÜθη γρÜμματα, δασκÜλα να την κÜνη.
Εις την ΦανερωμÝν' αυτÞ εßνε Ýνα μοναστÞρι
που το δεκαπενταýγουστο γßνεται πανηγýρι.
¹τον εκεß Ýνας παππÜς εγγρÜμματος και ξÝνος
σεβÜσμιος, ενÜρετος, γÝρων πεπαιδευμÝνος.
Σ' αυτüν κρυφÜ οι Χριστιανοß, εστÝλναν τα παιδιÜ των,
να μÜθουν λßγα γρÜμματα να κÜνουν τη δουλειÜ των.
Γιατß δεν επιτρÝπανε οι μαýροι χρüνοι εκεßνοι,
διδÜσκαλος στο φανερü ο Χριστιανüς να γßνη.
Δεν υμποροýσαν γρÜμματα να μÜθουν τα παιδιÜ των
μüνο κρυφÜ καμιÜ φορÜ στα μοναστÞρια μÝσα
παππÜδες τα διαβÜζανε τα 'κλησιαστικÜ των.
Φοβοýνταν των Γενßτσαρων και των Τουρκþν τα φÝσα.
Κι εκεßνος ποýτον τυχερüς να μÜθη τ' "Ανθολüι"
να λÝει και το "εν παντß καιρþ" μες απü το Ρωλüι
και το "Üσπιλε κι αμüλυντε" χερουβικü να ψÜλλη
Þτανε πρþτος δÜσκαλος κι εßχε τιμÞ μεγÜλη.
Σα να φορÞ ασημωτü στη μÝση καλαμÜρι
üποια πλουσßα κι εýμορφη κοπÝλλα 'θελε πÜρει.
Και η ΡοδÜνθη το λοιπüν εκεß πÝρα πηγαßνει
δια να μÜθη γρÜμματα να γßνη μορφωμÝνη.
Δυο-τρßα χρüνια Ýμεινε σ' αυτü το μοναστÞρι
þστε που εσυνÞθειζε να μÜθη να διαβÜζη,
να λÝει τον Απüστολο, νερü το ΨαλητÞρι
και πρüσθεσι κι αφαßρεσι δια να λογαριÜζη.
¸τον εξ Üλλου Ýξυπνη αυτÞ η κορασßδα
κι Ýνεκα τοýτου ο παππÜς που 'τον διδÜσκαλüς της,
την δßδαξε τι θα ειπÞ Πßστις και τß Πατρßδα
και να ελπßζει πÜντοτε στον εýσπλαχνον Θεüν της.
Κατüπιν ο πατÝρας της πηγαßνει και την παßρνει,
περßχαρος και γελαστüς κι εις τη ΚριτσÜ την φÝρνει.
Την κýτταζε κι εßχε χαρÜ, αμÝτρητη μεγÜλη,
γιατß του Ýστειλε ο Θεüς κüρη ροδοπλασμÝνη
και την επεριχαßροντο üλοι, μικροß μεγÜλοι
κι üλοι την αγαποýσανε και συγγενεßς και ξÝνοι.
Η μÜννα της την κýτταζε και απü τη χαρÜ της,
Ýπιπταν απ' τα μÜτια της τα δÜκρυα σαν Üνθη
και σπλαχνικÜ τσ' αρμÞνευε τη κÜθε μια δουλειÜ της,
γιατß δεν εßχ' Üλλο παιδß μονÜχα την ΡοδÜνθη.
Της Ýμαθε κÜθε δουλειÜ, να κλþθη, να υφαßνη,
να μαγειρεýη, να κεντÜ, να κλþθη να λευκαßνη.
Κι αυτÞ σαν κüρη Ýξυπνη σε λßγες εβδομÜδες,
Ýγινε πρþτη του χωριοý μες στης νοικοκερÜδες.
Ε'
¸να πρωß σηκþνεται και κÜνει το σταυρü της,
λßγο ψωμüτυρü 'πηρε στη παχουλÞ της χÝρα
και τþφαγε και Ýπειτα μπαßνει στον εργαλειü της
Þταν πολý πασßχαρη εκεßνη την ημÝρα.
Κι αρχßνησε χαροýμενη να τραγουδÞ να 'φαßνη
και το τραγοýδι το γλυκß αντßλαλος να παßρνη,
να το σκορπÜ εδþ κι εκεß κι απÝξω üσοι περνοýσαν
στÝκουνταν με ευλÜβειαν το Üσμα κι εγροικοýσαν.
Ενüμιζες πως Ýψαλλαν του ουρανοý αγγÝλοι,
και τα αηδüνια το γροικοýν κι Üφωνα Ýχουνε μεßνει.
Μωρ' τß μελωδικÞ φωνÞ σαν ζÜχαρι και μÝλι!
Κι üλοι ρωτοýν με νüημα ποιÜ εßνε τÜχα εκεßνη;
Με νüημα, να μη γενεß καμιÜ οχλαγωγßα
και διακüψη προς στιγμÞν τ' αγγελικü τραγοýδι.
Και κατÜ νουν ελÝγανε, μην εßνε καμιÜ αγßα,
Þ Χερουβεßμ, Þ Σεραφεßμ, Þ τ' ουρανοý αγγελοýδι;
ΓλυκειÜ σειρÞνα ΚρητικιÜ φτωχÞ Κριτσωτοποýλα,
μην τραγουδÞς τüσο γλυκÜ γιατß κι εσý 'σαι δοýλα!
Δεν ξεýρεις η πατρßδα μας πþς στο ζυγü στενÜζει;
Μην δþση το τραγοýδι σου λοιπüν καμιÜν αιτßα
για να χυθÞ το αßμα μας, για θÜχης αμαρτßα.
ΣΤ'
Στο ΧουμεριÜκο κÜθητο τüτε Ýνας Σαμπßτης,
Ýνας σκληρüς Οθωμανüς κι ελÝγετο Χουρσßτης
και κατÜ τýχη στη ΚριτσÜ εßχε περιοδεßα
κι ως πÝρασε και Üκουσε αυτÞ τη μελωδßα
εστÜθηκε τρομακτικüς δεν ξÝσυρε παρÝκει,
γιατß το Üσμα το γλυκý που Ýψαλλ' η παρθÝνα
του κτýπησε την κεφαλÞ ωσÜν αστροπελÝκι.
Και λÝγει στους συντρüφους του: -"ΠÝστε μου σεις εμÝνα,
ποιÜ εßν' αυτÞ που Ýκλεψε των αηδονιþν τη γλþσσα,
και μ' Ýκαμεν εξαφνικÜ κι Ýχασα το μυαλü μου;
Θε να μετρÞσω δι' αυτÞν üσα κι αν Ýχω γρüσα
σ' üποιον θα μου την Ýφερνεν μÝσα στην αγκαλιÜ μου.
Πþς Ýτυχε ο Üγγελος αυτüς εδþ στη ΚρÞτη;
Τ' αηδüνι το χρυσüλαλο ποιüς τþφερε 'δω πÝρα
να με τρελÜνη το φτωχü"; Κι αυτοß του λεν: "Χουρσßτη
αυτÞ 'ναι του πρωτüπαππα η μορφοθυγατÝρα,
που δεν ευρßσκεται καμιÜ στα κÜλλη να της μοιÜζει".
Κι εκεßνος, üσο του τα λεν, τüσο κι αναστενÜζει.
¸φυγεν üμως παρευθýς δια να μην τους ενοιþσουν
τα παληκÜρια της ΚριτσÜς και τους κατασκοτþσουν.
Εγýρισ' ο Χουρσßτ ΑγÜς το βρÜδυ στο χωριü του,
πεζεýει στο κονÜκι του διÜ να ησυχÜση,
φαγß του 'φÝραν μα 'τανε πικρü το φαγητü του,
τη τραγουδÞστρα δε μπορεß διüλου να τη ξεχÜση.
¸πεσε για να κοιμηθÞ επÜνω στο κρεβÜτι
μα ποý να κλεßση μÜτι;
Γιατß επÜνω που 'θελε ο ýπνος να τον πÝρνη,
της κüρης τη γλυκειÜ φωνÞ, το üνειρο του φÝρνει.
Σηκþνεται πρωß-πρωß και λÝγει στον ΟμÝρη
-το φßλο του το μπιστικü: -"ΔουλειÜ 'χω να σε στεßλω,
μον' ετοιμÜσου γρÞγορα γιατß Ýχω σεφÝρι
και θα σε στεßλω ΟμÝρ ΑγÜ για ποιü καλü μου φßλο
και ποιü πιδÝξιο κι Ýξυπνο για να τα καταφÝρης,
θÝλω την κüρη του παππÜ απ' τη ΚριτσÜ να φÝρης.
Την τραγουδÞστρα την καλÞ, την αηδονολαλοýσα,
γιατß σαν το τραγοýδι της, τ' αφτιÜ μου δεν ακοýσα.
ΔιÜλεξ' αμÝσως üσους θες απü το καρακüλι
να πÜτε να την φÝρετε, θα πληρωθÞτε üλοι.
¸παρε τον ΑλÞ ΑγÜ και το Μαυροεμßνη,
τον ΜουσταφÜ και το ΡετσÝτ του ΚουτσοχουσεÀνη,
το μεσημÝρι στη ΚριτσÜ üλοι σας να βρεθÞτε,
ν' αρπÜξετε την κοπελιÜ και πßσω 'υτýς να 'ρθÞτε.
Στο δρüμο αν σας ερωτοýν Τοýρκοι, Ρωμηοß διαβÜται,
πÝστε τους στην ΙÝραπετρα δουλειÜ 'χετε να πÜτε.
Δε λÝω περισσüτερα πþς πρÝπει να το κÜνης,
εσý γνωρßζης πειο καλÜ τερτßπια για να βγÜνης.
Σας ξαναλÝω μοναχÜ και να βεβαιωθÞτε
πως Üμα μου τη φÝρετε θ' ακριβοπλερωθÞτε".
ΑναστενÜζει ο ΟμÝρ και λÝγει: -"Δεν θα πÜω.
Δεν θÝλω το κεφÜλι μου μüνος μου να το φÜω.
Εγþ να πÜω δε κοτþ μÝσα στο Κλεφτοχþρι,
για να σου φÝρω του παππÜ την ξακουσμÝνη κüρη.
Γιατß ανÝ το πÜρουνε οι Χριστιανοß χαμπÜρι,
ξανÜστρουφα θα γδÜρουνε το μαýρο μας τομÜρι.
Κι εγþ δεν πÝρνω Üδικα ανθρþπους στο λαιμü μου,
γιατ' εßδα πρÜγματα φρικτÜ απüψε στ' üνειρü μου".
-"ΟμÝρ ανÝ στα üνειρα πραγματικþς πιστεýεις,
εßνε το ßδιο στ' Üχερα ψýλλους για να γυρεýης.
ΜπÜλες δεν σκιÜχθης στη στεριÜ, στη θÜλασσα μπουρλüτο,
ορÝ ΟμÝρ και σ' Ýλεγα για παληκÜρι πρþτο,
εσý που δεν φοβÞθηκες τους ΛιÜπηδες της ΜÜνης
και σÞμερα να φοβηθεßς; Το σκÝπτεσε τß κÜνεις;
ΡαγιÜδες αξαρμÜτωτους ο Τοýρκος να φοβÜται;
'Ενα γερÜκι üρνιθες πρÝπει να συλλογÜται;
Αν εφοβÞθης στÝλνω γω Üλλον αντß εσÝνα,
αλλÜ δεν θÝλω να φορÞς τ' Üρματα ντροπιασμÝνα".
Τα λüγια αυτÜ μες στην καρδιÜ εγγßσανε τ' ΟμÝρη
και λÝγει στο Χουρσßτ ΑγÜ: -"ΠροσκÜλεσε τ' ασκÝρι,
και τους λοιποýς Οθωμανοýς που 'νε στο ΜεραμβÝλλο,
να ξεδιαλÝξω απ' αυτοýς εßκοσι üποιους θÝλω
και τεβÝκελι ταρλαχÜ -στ' üνομα του ΠροφÞτη-
να πα κτυπÞσω στη ΚριτσÜ εις του παππÜ το σπÞτι,
να φÝρω 'δω την κüρη του αλλ' αν δεν ειμπορÝσω,
τουλÜχιστον ως μÜρτυρας -χεχßτης- θε να πÝσω".
Ευθýς διατÜσσει ο Χουρσßτ κι üλους τους Τοýρκους φÝρνει,
κι απü τα νýχια ως την κορφÞ üλους τους αρματþνει.
ΔιαλÝει ο ΟμÝρ τους πλια καλοýς, αυτοýς και μüνο πÝρνει,
και στρÝφουνε προς της ΚριτσÜς τα μÝρη το τιμüνι.
Δεν Þξευραν που 'θελε παν και τß 'ταν η δουλειÜ των.
ΜονÜχα στη ΚουτÜραντο üταν εσωπατßσαν,
τους λÝγει ο ΟμÝρ, ΠροσεκτικÜ να Þνε στ' αρματÜ των
γιατß θα πÜνε στην ΚριτσÜ ν' αρπÜξουνε με λýσσαν,
την κüρη του πρωτüπαππα 'πο μÝσα 'πο το σπÞτι,
κατÜ το Ýμπρι του ΑγÜ του ξακουστοý Χουρσßτη.
ΜÜλιστα τους ανÝπτυξε για να τους φανατßση,
üτι θα την τουρκÝψουνε κι εßνε μισθü -σεβÜπι-,
και πως σ' αυτοýς θε να δοθÞ μπüλικο το μπαξßσι,
γιατß της Ýχει ο ΑγÜς αμÝτρητη αγÜπη.
-"Μη λυπηθÞτε τους Ρωμηοýς! ΚτυπÜτε τους με τüση
σκληρüτητα και απονηÜ! Και κÜθε γιαταγÜνι,
να κüβει αλýπητα Ρωμηοýς þστε ν' αποστομþση.
Ζþντας ο Τοýρκος ναν' θεριü, χεχßτης να πεθÜνη".
ΦθÜνουν εις του πρωτüπαππα το σπÞτι και πεζεýουν,
χωρßς να ποýνε κανενüς οι σκýλοι τß γυρεýουν.
Κι η παπαδιÜ να τους ιδÞ εψýγη κι εμαρÜνθη:
-"Τß θÝλετε;" τους ερωτÜ. -"Την κüρη σου ΡοδÜνθη",
με μια βραχνÞ κι Üγρια φωνÞ της λÝγει ο ΟμÝρης:
-"Την θÝλει ο Χουρσßτ ΑγÜς, τρÝξε να μας τη φÝρεις".
-"Η κüρη μου; Δεν εßνε 'δω". -"Σþπα!", της λÝει. "Ψεýτρα,
την εßδα 'γω που κρýφθηκε, τ' ακοýς ορνιθοκλÝφτρα";
Μπαßνουν ευθýς στην κÜμερα πεντÝξη και κυττÜζουν
βρßσκουν την κüρ' ημιθανÞ κι αμÝσως την αρπÜζουν,
και τÞνε φÝρνουν του ΟμÝρ και λÝγει της: -"ΚοπÝλλα,
þρα δεν εßν' να στολισθÞς, μον' üπως εßσαι Ýλα,
γιατß σε θÝλει ο Χουρσßτ, ευθýς, ευθýς να πÜμε".
Η κüρη δεν του μßλησε γιατß απενεκρþθη,
μüνο η μÜννα του 'πενε: -"ΟμÝρ ΑγÜ μου κÜνε
για το χατÞρι του Θεοý..." μα κεßνος την απþθει.
-"Σþπα παλιογκιαοýρισσα, γιαγουρτοβαπτισμÝνη,
την κüρη σου θα πÜρουμε, δουλειÜ τελειωμÝνη,
το ßδιο εßνε και να κλαις, το ßδιο να φωνÜζης".
Και τüτε ο ΜπερμπελÞ ΑγÜς εις τον ΟμÝρη λÝγει:
-"Ακüμη την παληορωμηÜ, ακüμη δεν την σφÜζεις";
Η κüρη ξελιγþθηκε κι αρχßνισε να κλαßη.
Αρχßζει η μÜννα της φωναßς και για να μη φωνÜζη,
στα γüνατα της κüρης της ο ΟμÝρ ΑγÜς τη σφÜζει.
Κι εις τη ΡοδÜνθη Ýλεγε: -"ΖÞτησε την ευχÞ της",
με Ýνα βλÝμμα ειρωνικü κι εσκοýσεν απ' τα γÝλοια,
"μη τη λυπÜσαι κüρη μου, το 'φαγε το ψωμß της,
δεν κÜνει, μüνο φüβητρο για τα πουλιÜ στ' αμπÝλια".
Η κüρη λιποθýμησε να την ιδÞ σφαγμÝνη
και πÝντε Τοýρκοι την αρποýν ως Þτο νεκρωμÝνη
και σαν την εφορτþσανε βαμβÜκι μες στο σÜκο,
την εφορτþσαν να την παν' τ' ΑγÜ στο ΧουμεριÜκο.
Σταις ΤÜπες Ýτυχε να εßν' τοτ' οι Κριτσþται üλοι,
γυναßκες Üνδρες, γενικþς, ακüμη και παιδßα,
γιατß στην ΙερÜπετρα πληγþθηκε με βüλι,
Ýνας καλüς αγωνιστÞς και του 'καναν κηδεßα.
Μα üταν εγυρßσανε το βρÜδυ στο χωριü των
και μÜθαν τα καθÝκαστα, της παππαδιÜς το φüνο,
της κüρης της την αρπαγÞ, κÜνουνε τον σταυρü των
κι εκυνηγοýσαν τους εχθροýς, με θÜρρος και με πüνον.
Ακüμα και Κριτσþτισσαι ακολουθοýσαν τüσαι
και φτÜνουν στη ΚουτÜραντο, πατεßς με και πατþ σε.
Μα üταν στην ΚουτÜραντο ετοýτοι 'χανε φθÜσει,
αυτοß στον Ξηροπüταμο εßχανε πλιÜ περÜσει.
Και λυπημÝνοι ýστερα γυρßζουν στο χωριü των,
γιατß δεν επροκÜμανε τον Üτιμον εχθρüν των.
Στην εκκλησÜ επÞγανε την παππαδιÜ κι εθÜψαν
και μÜτια δεν εμεßνανε üπου να μην εκλÜψαν.
ΒÜρδιες εστÝσανε ευθýς στας καταλλÞλους θÝσεις
κι αυθημερüν εκüψανε με τον εχθρü τας σχÝσεις.
ΤρεχÜτοι φθÜνουν οι εχθροß, στο ΧουμεριÜκο πÝρα
κι ολüγυμνη ο κÜθε εις κρατοýσε τη μαχαßρα
και σÝρναν τη ΡοδÜνθη μας κλιτÞ και λυπημÝνη,
σαν μαραμÝνη ροδαρÜ, σα χþρα κουρσεμÝνη.
Και ως τους εßδεν ο Χουρσßτ απ' την πολλÞ χαρÜ του
εις τον αγÝρα Üδειασεν αμÝσως τ' ÜρματÜ του.
-"ΓιαχιÜ!" φωνÜζει (ζÞσετε), "αλσÜνια μου αγÜδες,
πατιχιαμßς τσοκ γιασιασοýν". (θÜνατος στους ραγιÜδες).
Και στον καθÝνα Ýδωσε και δþρα και μπαξßσια
αμÝτρητα, περßσσια
και στÝλνει τρεις χανοýμισσες να πÜρουν τη ΡοδÜνθη,
να τηνε περιποιηθοýν þστε να συνεφÝρη,
γιατß απ' τη συγκßνηση και κοýρασι και πÜθη,
την Ýνοιωσεν ο Üσπλαχνος πως üτι υποφÝρει.
-"Αι Τουρκοποýλαι, πÜρετε τη νÝαν αδελφÞ σας,
γλυκý καφÝ της ψÞσετε, σερμπÝτι με το μÝλι.
Δεßξετε üλαι σας σ' αυτÞ, την περιποßησÞ σας
και δüστε της για φαγητü, ü,τι σας πει πως θÝλει".
Και τον ΙμÜμη διÜταξε να πÜει, μην αργÞση,
κατÜ το ΧεραÜτι των να τη σαλαβαπτßση
και üταν οι θρησκευτικοß αυτοß θα γÝνουν τýποι,
και της ΡοδÜνθης της καλÞς θα της περÜσ' η λýπη,
να πÝψη τους Βεκßλιδες να κüψουν το καπßνι
και με το ¸μπρι του ΡαμπÞ τüτε γαμβρüς να γßνη.
ΒλÝπετε Þτο τυπικüς στην κÜθε μια δουλιÜ του,
γι' αυτü, ü,τι κι αν Þθελε στον κüσμο για να κÜνη,
με τÜξει πÜντα το 'κανε κι εις τα θρησκευτικÜ του,
Ýκανε üτι Ýλεγε κι Ýγραφε τ' ΑλκορÜνι!
ΠÝρνουνε η χανοýμισσες αμÝσως την κοπÝλλα,
με περιποßησες πολλαßς και τηνε παν' στο σπßτι.
Και κÜθε μια χανοýμισσα πασßχαρα εγÝλα,
για να την ετοιμÜσουνε νýφη για τον Χουρσßτη!
Μον' η παππαδοποýλα μας, που δεν εγÝλα μüνο
εßχε καμßνι στην καρδιÜ, λýπες, καûμοýς και πüνο.
¼,τι κι αν της ελÝγανε, αυτÞ δεν ωμιλοýσε,
δεν Þξερεν αληθινÜ Þ üνειρα θωροýσε.
ΒγÜνουν της τα φορÝματα, εκεßνα που φοροýσε,
μπροστÜ της σποýνε τον σταυρü στο στÞθος που βαστοýσε
και βÜνουσß της φερετζÝ, στο πρüσωπο μιλÜγια,
λοýζουνε και το σþμα της μ' αρþματα καθÜρια.
ΧÝρια και πüδια και μαλλιÜ, αμÝσως χρωματßζουν,
με το θρησκευτικü κινÜ κι εν γÝνει τη στολßζουν,
με τα πολλÜ μαλακτικÜ, φλωριÜ και δακτυλßδια,
Üπου το βρÜδυ θα γενÞ Τοýρκα ξετελεμÝνη.
Για να τη κÜμουν να γελÜ, κÜνουν πολλÜ παιγνßδια,
μα üσο κι αν της ομιλοýν αυτÞ πÜντα σωπαßνει.
ΕβρÜδυασεν Þτο καιρüς ο γÜμος πια να γßνη,
τα πÜντα Þσαν Ýτοιμα, κομμÝνο το καπßνι.
Εις το Τζαμß παν' το γαμβρü ευθýς να προσκυνÞση
και σαν αποπροσκýνησε οι Τοýρκοι και κοπÝλια,
η συνοδεßα üλη των Üρχισε να κινÞση,
και ΛαηλÜχ εφþναζαν και ψÜλλανε γαζÝλια.
Στο σπßτι σαν εφθÜσανε αρχßζει ν' απαγγÝλη,
Ýνας ΙμÜμης τυπικÜς ευχÜς απ' το ΚορÜνι
κι ýστερα αφßνουν τον Χουρσßτ μονÜχο του οι φßλοι
και τονε πÝρνει μια γρηÜ και σα γαμβρü τον βÜνει.
ΜÝνει η ΡοδÜνθη κι ο Χουρσßτ, ου δυü των σ' Ýνα σπÞτι
και πÜει για να της ριχθÞ, μ' αυτÞ λÝγει: -"Χουρσßτη,
εγþ θα εßμαι δια σε, σαν εßσε συ για μÝνα,
μα με τη τÜξι να γενÞ, θα πρÝπει το καθÝνα.
Μη βιÜζεσαι παρακαλþ, εγþ ειμ' εδικÞ σου,
Ýβγαλε πρþτα τ' αργυρÜ ετοýτα τ' ÜρματÜ σου
και τα λοιπÜ φορÝματα με την υπομονÞ σου
και πÝσε στο κρεβÜτι σου, να 'ρθω στην αγκαλιÜ σου".
ΒγÜζει αμÝσως το σκυλß üτι και αν εφüρει
και πÝφτει στο κρεβÜτι του και προσκαλεß την κüρη.
Μ' αυτÞ αμÝσως χýνεται σα φοβερü λιοντÜρι
και σýρνει το μαχαßρι του απ' τ' αργυρü θηκÜρι
και το καρφþνει στου Χουρσßτ μια-δυο και τρεις, στο στÞθος
κι απ' Ýξω διεσκÝδαζε αμÝριμνο το πλÞθος!
Απü τους πüνους ο Χουρσßτ κÜνει να ξεφωνÞση,
μα κεßνη εν τω μεταξý το στüμα του 'χε κλεßση
και δüστου μüνο μαχαιριÝς στο στÞθος επελÝκα:
-"¼ρσε" του λÝγει, "Üπιστε, που θες ΡωμηÜ γυναßκα"!
Κι εκεß που θε να Ýρεε αßμα της παρθενßας,
Ýτρεξε το φαρμακερü αßμα της Τυρανßας!
Σαν τον αποτελεßωσεν η ανδρειωμÝνη κüρη,
βγÜζει ευθýς τα νυφικÜ φορÝματα που φüρει,
βÜζει τα ροýχα του Χουρσßτ, ζþνετε τ' ÜρματÜ του
κι αυτüς την ωνειρεýεται στον ýπνο του θανÜτου!
Κι απü μια πüρτα που 'διδε στο ΜπÝη το περιβüλι,
πιδÝξα και σιγÜ-σιγÜ πηγαßνει και ανοßγει
κι ενþ στο πüρτεγο γλεντοýν οι ΓενιτσÜροι üλοι,
χωρßς να την ιδÞ κανεßς, κατüρθωσε να φýγει.
Σχßζει λαγκÜδια και βουνÜ κι εκεß που επερνοýσε,
δεν Ýλεγες πως περπατεß, μüνο πως επετοýσε.
Στα ΖÝνια Ýφθασε, στον 'Αγιο ΙωÜννη,
που οι Τοýρκοι 'ταν αδýνατο να φθÜσουν εκεß πÝρα,
μπαßνει στο ξωμονÜστηρο, την προσευχÞ της κÜνει,
που την εγλýτωσ' ο Θεüς εκεßνη την εσπÝρα.
Μπρος στ' 'Αγιο ΒÞμα τσ' εκκλησιÜς με δÜκρυ γονατßζει
και με πικρü παρÜπονο τÝτοιας λογÞς αρχßζει:
-"ΠανÜχραντη παρθÝνα μου και Συ ΕσταυρωμÝνε,
Βασßλισσα του ουρανοý, ΧριστÝ μ' αγαπημÝνε,
οποý γνωρßζετε κι οι δυο του χωρισμοý τον πüνο,
γιατß τον υποφÝρατε και Σεις κÜμποσο χρüνο,
ω ΠαναγιÜ μου που 'κλαυσες κι επüνεσ' η καρδιÜ σου,
σαν εσταυρþσαν τα σκυλιÜ τον μοναχüν Υιüν σου
και κρουνηδüν ετρÝχανε τ' Üχραντα δÜκρυÜ Σου,
σαν εßδες πÜνω στον σταυρü την ΑκριβÞ σου ΓÝννα,
τß Ýκαμα η Üμοιρη; Τß σου 'φταιξα ΠαρθÝνα;
Κι ενþ τον κüσμο βοηθÜς και νýκτα και ημÝρα,
μÝνα μ' αφÞκες ορφανÞ και με χωρßς μητÝρα.
Γιατß αφÞκες τα σκυλιÜ, τη μÜννα μου να σφÜξουν
και μες απ' την αγκÜλη της τη μαýρη να μ' αρπÜξουν;
Να πω τους Τοýρκους αγαπÜς; Ω δεν θα το πιστÝψω,
μα κι Ýτσι να 'ν' εγþ ποτÝ, ποτÝ δε θα τουρκÝψω.
Κι η ßδια Παναγßα μου, να με παρακινÞσης,
Τοýρκα να γßνω, ουδÝποτε, κι αν με ξαναβαφτßσης!
ΣυγχþρεσÝ με ΔÝσποινα, τι λÝω δεν γνωρßζω.
ΣυγχþρεσÝ με ΠαναγιÜ, δþσε μου την υγειÜ μου,
βλÝπω τη μÜννα μου μπροστÜ κι Ýχασα τα μυαλÜ μου.
Τß Ýφταιξε η μÜννα μου Þ και εγþ ΠαρθÝνα";
ΑυτÜ και Üλλα Ýλεγε, με μÜτια βουρκωμÝνα
και μετ' ολßγον αρχινÜ και ξαναλÝγει πÜλι,
με πλειü πικρü παρÜπονο και με φωνÞ μεγÜλη:
-"ΣτÞριγμα των Χριστιανþν, ΘεÜνθρωπε, ΧριστÝ μου,
Üχραντε ΥιÝ της ΠαναγιÜς, ΠανÜγαθε ΘεÝ μου,
που Ýχυσες δια ημÜς το Üχραντü Σου αßμα
και φüρεσες στη κεφαλÞ εξ αγκαθþν το στÝμμα.
Τον κüσμον üλον βοηθÜς, üμως εμÝνα μüνον,
υστÝρησες τη μÜννα μου χωρßς καμμιÜν αιτßα
και μ' Üφησες να πνßγωμαι στου χωρισμοý τον πüνον.
Τß Ýκαμα η Üμοιρη, μην Ýκαμ' αμαρτßα;
ΧριστÝ που ξεýρεις τß θα πη η γλýκα της μητÝρας
που για να Ýχεις και εσý ΜητÝρα, εγεννÞθης
κι απü Θεüς ΘεÜνθρωπος Ýγινες λßγας μÝρας,
την μÜννα μου σαν Ýσφαξαν πþς δεν την ελυπÞθης;
ΧριστÝ μου που σαν Þσουνα επÜνω στο σταυρü σου,
σαν εßδες τη ΜητÝρα σου αντßκρυ λυπημÝνη
του ΙωÜννη φþναξες που 'λεγες αδελφü σου.
¼πως επßσης και αυτÞ την παραπονεμÝνη:
'Γýναι' της εßπες, 'Να αυτüς ο Υιüς σου εδþ πÝρα'.
¸πειτα λÝγεις και σ' αυτüν: '¸παρε τη ΜητÝρα'.
Ω! Πþς για την ΜητÝρα σου εφρüντιζες και μüνο;
Για τας μητÝρας μας ΧριστÝ δεν Ýχεις τÜχα πüνο;
ΘεÝ μου, που Ýχει εις εσÝ ο κÜθε εις τα θÜρρη,
εÜν μας δßδεις βÜσανα για να μας δοκιμÜσης,
τουλÜχιστον στην ορφανÞ μην αρνηθÞς μια χÜρη,
ΘεÜ μου σε παρακαλþ πολý, μην το ξεχÜσεις.
ΚατÜταξον τη μÜννα μου εντüς του Παραδεßσου,
πιστεýω δεν θα τ' αρνηθÞ η σπλαγχνικÞ ψυχÞ σου.
Δþσε εις τον πατÝρα μου υπομονÞ μεγÜλη
κι εις τας πληγÜς του βÜλσαμο και μια καρδιÜ 'π' ατσÜλι.
Κι εμÝνα δþσε δýναμι και θÜρρος να βαστÜξω,
να 'κδικηθþ τη μÜννα μου, Τοýρκους πολλοýς να σφÜξω".
ΑυτÜ και Üλλα Ýλεγε με κλÜμα και μ' αγþνα
οποý κι ο ßδιος ο Χριστüς πολý συνεκινÞθη
κι εδÜκρυσε της ΠαναγιÜς η Üχραντη εικüνα.
Κι Ýπειτα απ' τη συγκßνηση, λßγον απεκοιμÞθη,
μα ξÜφνου πÜλι σκþνεται κι εδþ κι εκεß κυττÜζει
και βαριαναστενÜζει.
Και βγÜνει το μαχαßρι της απ' τ' αργυρü θηκÜρι
και τα χρυσüξανθα μαλλιÜ της κεφαλÞς της πιÜνει
και τα 'κοψε, τα κρÝμασε εις το προσκυνητÜρι,
τα θÝρισ' ως θερßζουνε το στÜρι με δρεπÜνι.
Και μ' Ýνα κÜρβουνο σβυστü στης εκκλησιÜς τους τοßχους,
γρÜφει με γρÜμματα πολλÜ, τους επομÝνους στßχους:
¼ποιος Χριστιανüς θα δη ετοýτη τη πλεξßδα
της νÝας που εστÝσανε οι Üπιστοι, παγßδα,
πολý τονε παρακαλþ να πα' να τη προσφÝρη,
στου Üτυχου πρωτüπαππα, εις την ΚριτσÜ, το χÝρι.
Ν' ανοßξη της μητÝρας μου το μνÞμα να τη βÜλη
στο στÞθος το μαρτυρικü Þ στ' Üγιο της κεφÜλι.
Και θα σκιρτÞση και νεκρÞ ακüμ' απ' τη χαρÜ της,
γιατß μ' αγÜπα η φτωχÞ μες απü τη καρδιÜ της.
Και να του πη η κüρη του εγßνηκεν αγüρι
και τη ΤουρκιÜ θα πολεμÜ στους κÜμπους και στα üρη.
Το καλυμαýκι του ψηλÜ κι αντρüπιαστα να βÜνη
κι η κüρη του ζη τßμια και τßμια θα ποθÜνη.
ΒουνÜ και üρη διασκελÜ η κüρη ανδρειωμÝνη
και φθÜνει ξημερþματα στο Μεσακü ΛασÞθι.
¸νας παππÜς στην εκκλησιÜ Ýτυχε να πηγαßνη,
για Τοýρκο την ενüμισε κι Ýφυγε που 'φοβÞθη.
-"ΓÝροντα, Τοýρκο μ' Ýπηρες; Μη φεýγεις, απατÜσαι,
εßμαι κι εγþ Χριστιανüς, σßμωσε μη φοβÜσαι.
Μια χÜρι μüν' επιθυμþ, αν θÝλης να μου κÜνης,
να μ' ωδηγÞσης üπου εßν' ο ΚαπετÜν ΚαζÜνης.
Στον ΚαπετÜνιο απαιτþ αμÝσως να με φÝρης
κι ευεργεσßα εις αυτüν και εις εμÝ προσφÝρης".
ΜÝσα που Ýλεγαν αυτÜ Ýτυχε κι επερνοýσαν,
τÝσσαρες Μαρμακετιανοß üλοι των καββαλÜροι
κι εξεφοβÞθηκε ο παππÜς κι αυτοß που τους ακοýσαν
ωδÞγησαν στον αρχηγü αυτü το παληκÜρι.
Ο Αρχηγüς ως εßδενε τον Τοýρκον εμπροστÜ του,
του φÜνηκε παρÜξενο, πþς να τ' αποφασßση,
Ýνα ΤουρκÜκι σαν κι αυτü, να πÜρη τ' ÜρματÜ του,
στ' απÜτητο ΛασÞθι του, Üφοβα να πατÞση.
-"Καλþς το το Τουρκüπουλο, τß θÝλεις στα βουνÜ μου";
-"Ω μη με λες Τουρκüπουλο, γιατß πον' η καρδιÜ μου,
αχ ΚαπετÜνιο βλασφημεßς, Τοýρκο εαν με λÝγης.
Αν Þξερες τα πÜθη μου Þθελε να με κλαßγης.
Μανþλης εγεννÞθηκα, Μανþλης θα ποθÜνω,
ΠασσÜδες δε θα προσκυνþ, οýτε και τον ΣουλτÜνο!
Εßμ' απ' τη Στεßα ΑρχηγÝ, απ' το χωρßον ΣφÜκα
κι Ýνας ΑγÜς Γενßτσαρος με πÞγε στη ΡουκÜκα,
για σκλÜβο του κι εδοýλεβα σε τοýτο νýκτα-μÝρα,
χωρßς φαγß Þ πληρωμÞ! ¸να κομμÜτι μüνο
ψωμß για ζÞσι μου 'δινε κι ελεýθερον αÝρα
ποτÝ μου δεν ανÝπνευσα, μüνο καûμοýς και πüνο
πÜντοτε εßχα στη καρδιÜ κι Ýκλαιγα κι εθρηνοýσα.
Αχ ΚαπετÜνιο μου, ζωÞ δεν Þτο που εζοýσα.
¸βλεπα τους Χριστιανοýς σα ζþα να τους σÝρνουν
και κορασßδες ΧριστιανÝς, οι Üπιστοι να παßρνουν
κι εις τους γονÝους των μπροστÜ, παρθÝνες ν' ατιμÜζουν!
Αχ! ποý να σας διηγηθþ τß 'δαν τα δυο μου μÜτια!
Εßδα με χþρις αφορμÞ, Χριστιανοýς να σφÜζουν
και η καρδιÜ μου ρÜúζε κß εγßνετο κομμÜτια.
Για κεßνο αποφÜσισα κι εγþ μιαν εσπÝρα
που εκοιμÜτο ο ΑγÜς επÜνω στον οντÜ του,
να φýγω δια να Ýλθþ κι εγþ ο δüλιος εδþ πÝρα
και του 'κλεψα τα ροýχα του μαζý και τ' ÜρματÜ του.
Ναι, ν' αναπνεýσω λευτεριÜς αÝρα εδþ πÜνω,
να πολεμþ με τους εχθροýς κι Ýπειτα ας ποθÜνω.
ΠÜρε με ΚαπετÜνιο μου, μαζý σου στρατιþτη
κι üταν εχθροýς θα πολεμÜς να βρßσκομαι κοντÜ σου.
Ω! Αν με διþξεις θεωρþ σα να με λες προδüτη.
Ναι, σε ορκßζω στο Θεü και εις την ανδρειÜ σου".
Αχ! Εßπε ψÝμμα κι üποιος πη ψÝμματα τιμωρεßται.
Ναι εßνε αθþον κι ευγενÝς Ýνα τοιοýτο ψþμμα
και ο ΠανÜγαθος Θεüς το συγχωρεß ακüμα.
Γιατß το ψþμμα του αυτü θÝλει να βοηθÞση
ανθρþπους üπου πÜσχουνε και üχι ν' αδικÞση.
-"Ας εßνε", λÝγει ο Αρχηγüς, "εγþ θα εξετÜσω
κι αν εßνε üπως μου τα λες, τüτε θα σε κρατÞσω,
Þ δ' Üλλως και με απατÜς, ευθýς θα σε κρεμÜσω
Þ με το γιαταγÜνι μου αυτü θα σε ξεσχßσω".
-"ΞÝτασε ΚαπετÜνιε μου και αν σου λÝγω ψÝμμα,
χýσε με το μαχαßρι σου το εδικü μου αßμα".
-"Εξ Üλλου συ εßσα μικρüς, παιδß και δεν αντÝχης,
ωσÜν εμÜς μερüνυκτα, εις τα βουνÜ να τρÝχης.
Τη πεßνα και τη κοýρασι μπορεßς να τη βαστÜξης;
Τον ýπνο δυο μερüνυκτα, πες μου, δε θα νυστÜξης";
-"ΑυτÜ τα σκÝφτηκα πριν 'ρθω, λοιπüν δε θα δειλιÜσω,
με του Θεοý τη δýναμι, üλα θα τα βαστÜξω".
-"Μεßνε λοιπüν προσωρινþς μ' εμÜς μικρÝ Μανþλη".
Και λÝγει στους συντρüφους του π' αμÝσως Þλθαν üλοι:
"ΠÜρετε τοýτο το παιδß, μαζý μας θα γυρßζη
κι ως αδελφü του ο καθ' εßς πρÝπει να το γνωρßζη".
ΙδιαιτÝρως δ' ωμιλεßς στον πρωτοξÜδελφüν του,
το κÜθε Ýνα κßνημα που κÜμνει να προσÝχη,
να επιβλÝπη δηλαδÞ τον νεοσýλλεκτüν του,
þστε να πληροφορηθοýν πραγματικþς τß τρÝχει.
Αυταßς ταις μÝρες Ýγραψαν στον ΚαπετÜν-ΚαζÜνη,
πως εις ταις Λßμνες βρßσκεται ο ΚαμπουρομπιλÜλης
και Üνω-κÜτω το χωριü, ο σκýλος Ýχει κÜνει,
γιατß επιτßθετο της μιας κοπÝλλας και της Üλλης
και τον παρακαλοýσανε γρÞγορα να περÜση,
με τα λιοντÜρια του μαζý για να το λογαριÜση.
-"¸τοιμοι", λÝγει ο Αρχηγüς, "γιατß το μεσονýκτι,
πÜλι θα Ýχωμε χορü με τους παληομπουρμÜδες.
Σταις Λßμνες θε να τρÝξωμε και χιüνι εÜν ρßπτη,
τα παληκÜρια μου χιονιÝς, δε σκιÜζουντε κι αγÜδες.
ΑυτÞ την þρα ο Θεüς τσ' εχθροýς αποτυφλþνει
κι üσους για πßστι πολεμοýν, με θÜρρος δυναμþνει".
-"¹μεθα", λεν με μια φωνÞ, "εις τη διαταγÞ σου
κι üπου θα πÜη η τρßχα σου θα πÜ' η κεφαλÞ μας.
Κι üπου διατÜξ' η πατρικÞ κι αγγελικÞ φωνÞ σου,
αμÝσως θε να τρÝξωμε με ευχαρßστησÞ μας".
Κι αμÝσως εξεκßνησε η συνοδεßα üλη,
ο Αρχηγüς κι οι σýντροφοι με τον σπανü Μανþλη.
ΦθÜνουνε τα μεσÜνυκτα σταις Λßμνες σταις ΠηγÜιδες,
που εßν' απ' Ýξω στο χωριü κι οι χωρικοß πιστεýουν,
πως πριν να κρÜξη ο πετεινüς πηγαßνουν η ΝερÜιδες
και πλýνονται και λοýζουνται κι αρχßζουν και χορεýουν.
Εκεß τους τοποθÝτησε ο ΚαπετÜν-ΚαζÜνης,
Ýπειτα λÝγει σιγαλÜ εις Ýνα παληκÜρι:
-"Ξεýρεις παιδß μου ΚωνσταντÞ τß πρÝπει για να κÜνης;
ΠροσεκτικÜ üμως κανεßς εßδησι να μη πÜρη.
ΠÜρε μαζý σου δυο παιδιÜ, Ýβγα σταις Λßμνες μÝσα,
να βλÝπεσ' üμως üπου δης των ΓενιτσÜρων φÝσα.
Κι αν δης κανÝνα Χριστιανü πÝστου για να σε φÝρη,
στου ΤουρκοφÜγου το κελß, του Γιþργη του ΔινÝρη.
Κι εκεßνος εις το Ýργον μας θε να μας βοηθÞση,
γνωρßζει τα πατÞματα για να σας ωδηγÞση".
ΑμÝσως ονομαστικþς κρÜζει δυο παληκÜρια
κι ευθýς τα γιαταγÜνια των βγÜζουν απ' τα θηκÜρια.
Μα κι ο Μανþλης ο σπανüς λÝγει: -"Θ' ακολουθÞσω".
-"Μεßνε", του λεν, "εßσε μικρüς". Μ' αυτüς δεν μÝνει πßσω.
-"ΠÜρτε τον", λÝγ' ο Αρχηγüς, "αφοý το επιμÝνει".
Κι εμβαßνουν μÝσα στο χωριü üλοι ξεσπαθωμÝνοι.
Εις του χωριοý την εßσοδο οι σκýλοι εγαυγßζαν
κι εις Ýνα σπßτι κÜθουνται πεντ-Ýξι ΓενιτσÜροι.
Χορü 'χανε με ΧριστιανÝς κοπÝλλες κι εγλεντßζαν
κι Ýνα ΜαδουπομουσταφÜ εßχανε για λυρÜρη.
-"'Αιντε ΜαριÜ μου, χüρεψε"! -"ΕλÝνα μου να ζÞσης"!
-"Κρασß μου, φÝρε ΚατεριÜ"! -"ΚαλÞ, να με φιλÞσης"!
-"ΟρÝ γκιαοýρη ΚωνσταντÞ, Ýτοιμα τα κρεβÜτια;
Γιατß σε λßγο θε να 'μβουν γαμβροß οι ΓενιτσÜροι.
ΕÜν αργÞσης βαλλαχÞ, σου βγÜνω τα δυο μÜτια
Þ θα σε κÜνω παστουρμÜ με ξýδι, στο πιθÜρι.
ΒγÜλτε τα ροýχα σας ΡωμηÝς, ευθýς ετοιμαστÞτε,
γιατß θα πÝσωμε μαζý, να το 'χετε χαρÜ σας,
πως με Γενßτσαρους γαμβροýς κι εσεßς θα κοιμηθÞτε
κι αγÜδες θε να βÜλετε μÝσα στην αγκαλιÜ σας".
Οι τÝσσαρες τους Ýβλεπαν απü την κλειδωνηÜστρα
και σηκωμÝνην εßχανε των üπλων των την πιÜστρα
κι εσκÝπτοντο αν Ýπρεπε να τους πυροβολÞσουν
Þ αν τον ΚαπετÜνιο των να προειδοποιÞσουν.
Μα ο Μανþλης δεν βαστÜ, κτυπÜ το γιαταγÜνι,
παßζει της πüρτας δυνατÜ κι αυτÞ ευθýς ανοßγει,
κüβει του 'νüς την κεφαλÞ σαν στÜχυ σε δρεπÜνι
κι οι Üλλοι Τοýρκοι κýτταζαν ο κÜθε εις να φýγη.
ΣÝρνει και ταις πιστüλες του, τους Üλλους σημαδεýει
κι αφοý εξÜπλωσ' Üλλους δυο και τÝταρτο γυρεýει!
Τον τÝταρτο τον εßχανε οι Üλλοι τελειþσει,
Ýνας μονÜχα πρüφθασε, απ' üλους να γλυτþση!
Κüβει των δυο τας κεφαλÜς, πÝρνει και τ' ÜρματÜ των
κι Ýπειτα εγυρßσανε και λεν στον Αρχηγü των
και Üμαχα κι ατÜραχα εκÜμαν την δουλειÜν των.
Τον ΚαπετÜνιο βρÞκανε εκεß που τον αφÞκαν
και üπως εγενÞκανε, του τα διηγηθÞκαν:
-"Τρεις Τοýρκους σκüτωσ' ΑρχηγÝ, μα δυο κεφÜλια μüνο
σου Ýφερα, δεν μπüραγα το Üλλο να σηκþνω.
¸νας μονÜχα ξÝφυγε, που 'τον κι αυτüς στο σÜκο.
Αι το σκυλß! Θα βρßσκεται τþρα στο ΧουμεριÜκο".
-"Θα τον γνωρßσης αν τον δης αυτüν που Ýχει φýγει";
-"Πιστεýω ΚαπετÜνιε μου, πως ναι, θα τον γνωρßσω".
-"ΠετυχεμÝνο βγÞκενε τ' αποψερνü κυνÞγι,
για κýτταξε Μανþλη μου, εκεß στο λÜκκο πßσω".
Και πρÜγματι εκýτταξε και βλÝπει ξαπλωμÝνο,
τον Τοýρκο üπου ξÝφυγε, στο αßμα του πνιγμÝνο.
Τα μπρος-οπßσω παρευθýς μ' ολονυκτßς γυρßζουν
κι εις τα ΣελιÜ πριν να εβγÞ ο Þλιος σωπατßζουν.
Τωρ' ας αφßσωμεν αυτοýς στου Λασηθιοý τα üρη,
να πα' να βροýμε το Χουρσßτ, που σκüτωσεν η κüρη.
Την επομÝνη που 'γινεν ο γÜμος του Χουρσßτη,
οι ΓενιτσÜροι στο ΚαφÝ γελÜν και κουβεντιÜζαν
και πüτε θα 'βγη ο γαμβρüς Ýξω απü το σπÞτι,
üλοι τους συζητοýσανε και μορφολογαριÜζαν.
Κι ελÝγανε πως Ýπρεπε τþρα να 'νε βγαρμÝνος,
γιατß 'νε þρες δεκαοκτþ, με τη γενß χανοýμη.
Τß διÜβολο! ΠÜντα μ' αυτÞ θα εßνε κλειδωμÝνος;
-"Τß να σας πω αγÜδες μου", ο ΚοπανÜς φωνÜζει,
"κι εσεßς να 'θελε Ýχετε τÝτοια 'μορφη γυναßκα.
ΒαλÜχ-μπιλÜχ, θα εßσαστε κλεισμÝνοι για το χÜζι,
εßκοσι μÝρες με αυτÞ, το κÜτω-κÜτω, δÝκα.
Λοιπüν και ο Χουρσßτ ΑγÜς το ßδιο θε να κÜμη
με τη παππαδοποýλα του θα κÜμη μπαúρÜμι".
-"Ναι, Ýνα τÝτοιο κερεστÝ κανεßς να 'χη μαζý του,
τρελλüς θα εßνε για να 'βγÞ απü την κÜμαρß του".
-"Μια τÝτοια νýφη που φορεß στο στÞθος δυο κουμποýρια,
φραντσÝζικα μ' αμýγδαλο και πιÜστρα με κορþνα,
θε να την Üφινες εσý, ποτÝ σου στον αιþνα";
Κι ελÝγαν τüσα δι' αυτÞν, Üπρεπα καλαμποýρια,
üταν εξÜφνου βλÝπουνε κι ερχüταν απü πÝρα,
Ýνα σκυλß κι εβÜσταγε μιαν ανθρωπßνη χÝρα!
Τους ναργιλÝδες παρατοýν ευθýς μισοπιωμÝνα
και τρÝχουνε τρομακτικοß με μÜτια 'γριεμÝνα.
ΦθÜνουν στο σπÞτι του Χουρσßτ, την πüρτα του κτυποýνε,
αλλ' üμως δε γρικοýνε.
Κτυποýνε πλÝον δυνατÜ, μα ποιüς να τους ακοýση;
Τüτε την πüρτα σποýνε.
Φευ! Τß τρομακτικÞ σκηνÞ! ΒλÝπουνε τον Χουρσßτη
και τα πλευρÜ του 'δω κι εκεß Þσανε σκορπισμÝνα,
η κεφαλÞ του χωριστÜ με φαγωμÝνη μýτη
και τ' Üντερα στου καναπÝ τα πüδια, τυλιγμÝνα.
Και Ýνας σκýλος Üγριος μÝσα εις το κουφÜρι,
Ýτρωγε το κνισÜρι!
-"ΝαλÝτ ολσοýν τσεχενεμÝ", φωνÜζαν, (τÝτοια νýφη),
"θÜνατος στους γκιαοýρηδες και στες ΡωμηÝς γυναßκες.
ΠρÝπει παιδιÜ να σ'κþσωμε και την ΣανζÜκ Χερßφη.
ΑνÜθεμα ταις πανδρειαßς", ελÝγαν, "ταις ρωμÝκιαις"!
Κι Ýνα σινδüνι φÝρανεκαι βÜνουν τον Χουρσßτη,
üσος Þταν αφÜγωτος και σκÜπτουν Ýνα λÜκκο
και τον επροσκυνοýσανε κατüπιν ως χεχßτη
κι εις το Τζαμß* τον Ýθαψαν, που 'τον στο ΧουμεριÜκο.
Οι Üοπλοι Χριστιανοß, ετρÝξαν κι εκρυφθÞκαν,
γιατß τους Τοýρκους εßδανε κι Þσαν αγριεμÝνοι
και τους γυρεýαν αφορμÞ, γι' αυτü δεν εφανÞκαν,
να μη τους πιοýν το αßμα των σαν σκýλοι λυσσασμÝνοι.
Οι Τοýρκοι τρεις απüπειρας εκÜμανε κατüπι
κι επÞγανε εις την ΚριτσÜ σαν αστακοß ωπλισμÝνοι,
αλλ' üμως απεκροýσθηκαν κι Üδικα παν' οι κüποι
και πÜντοτε γυρßσανε χαμÝνοι, ντροπιασμÝνοι,
üμως κατÜλληλο καιρüν επρüσμεναν να βροýνε,
για να πατÞσουν τη ΚριτσÜ και να εκδικηθοýνε.
Τον φüνο του Χουρσßτ ΑγÜ, του ΚαμπουρομπιλÜλη
και των λοιπþν Οθωμανþν, οι Τοýρκοι δεν χωνεýουν.
Το πÞρανε για μαχαιριÜ αγιÜτρευτη, μεγÜλη
και σκÝπτονται χßλιω λογιþ κι εκδßκηση γυρεýουν.
Απ' τη πολλÞ μανßα των αφρßζουνε και τρßζουν
κι üπου αüπλους Χριστιανοýς Þθελε να ευροýνε,
τους εκατακεφÜλιζαν κι αρχßζαν να τους βρßζουν.
Δαιμüνιο τους Ýπιανε Ρωμηοýς να μη θωροýνε.
ΓρÜφουν κι εις τον ΧασÜν ΠασÜ που 'βρßσκετο στης ΜÜλλαις
με αναρßθμητο στρατü και με Βασιβουζοýκους:
"ΠαρÜτα της μικροδουλειÝς και κýττα της μεγÜλαις
κι Ýλα αν θÝλης γρÞγορα και γλýτωσε τους Τοýρκους,
αυτοýς που βρßσκονται εδþ, γιατß Ρωμηοß μας σφÜζουν
κι οýτε για κρομμυδüφυλλο δεν μας ελογαριÜζουν.
ΚÜμε για üνομα Θεοý και για του ΜουχαμÝτη,
πρüφθασε με τ' ασκÝρι σου για να μας εγλυτþσης.
ΕÜν δεν Ýλθης, γνþριζε, χÜνεται το ΔοβλÝτι
κι αν Ýλθης τους γκιαοýρηδες τüτε θα ταπεινþσης".
Ως Ýλαβε το γρÜμμα των ευθýς την ßδια μÝρα,
επÞγε στη ΓερÜπετρα κι εκεß μαζεýοντ' üλοι
κι υψþνουν τη θρησκευτικÞ, τη πρÜσινη παντιÝρα,
εντüπιοι Τοýρκοι, Αλβανοß, ΤετÜροι και Μογγüλοι
και απαντÜ πως: '¸ρχομαι με αρκεταßς χιλιÜδες
και μÝσα στο καβοýκι των θα βÜλω τους ραγιÜδες".
Μετροýνται κι ευρεθÞκανε εßκοσι τρεις χιλιÜδες
κι üλους τους εφωδßασε με üπλα και παρÜδες.
Κι Ýνας ΙμÜμης Üρχισε ΒαÀζι να τους κÜνει,
üτι: -"ΔιατÜσσει ο ΡαμπÞς και γρÜφει τ' ΑλκορÜνι,
τους Üπιστους γκιαοýρηδες να σφÜζετε με θÜρρος.
Δεν εßνε κρßμα κι εκατü Ρωμηοýς εÜν σκοτþσης,
εßν' üφιδες φαρμακεροß, εßνε της γης μας βÜρος
και λüγο για το Ýργο σου αυτü, δεν θε να δþσης".
Αφοý τους εφανÜτισε, αμÝσως ξεκινοýνε,
μ' αλαλαγμοýς και με φωναßς, νταοýλια και ζουρνÜδες.
Καθßζουν στο Καλü Χωριü για να ξεκουρασθοýνε
κι εκεß κÜνουν το σχÝδιο να σφÜξουν τους ραγιÜδες.
Την επομÝνη το σαμπÜχ-ναμÜζι προσκυνοýνε,
κι Ýπειτα ξεκινοýνε,
δια να πÜν' εις την ΚριτσÜ, να δþσουν και να πÜρουν
και σαν τ' αρνηÜ ελÝγανε, τους Χριστιανοýς θα γδÜρουν.
Απü του Κροýστα τη μεριÜ, πÜν' Ýξι χιλιÜδες
κι απü τον κÜμπο δþδεκα, πεζοß και καβαλλÜροι.
Δýο οπισθοφυλακÞ, οι πιο καλοß αγÜδες
και τρεις εμπροσθοφυλακÞ, αγριογενιτσÜροι.
Δýο χιλιÜδες Χριστιανοß, Þσαν οχυρωμÝνοι,
εις την ΚριτσÜ και τους εχθροýς καθÝνας των προσμÝνει.
Θα Þσαν πεντακüσιοι περßπου, οι Κριτσþτες
και χßλιοι πεντακüσιοι, Üλλοι Μεραμβελλιþτες.
Γιατ' οι Κριτσþτες εßχανε γραμμÝνα για να 'ρθοýνε
και αδελφοß τους αδελφοýς αλληλοβοηθοýνε.
Πρþτοι που 'φτασαν στην ΚριτσÜ απü το ΜεραμβÝλλο,
ο ΚοκκινÜκης Þτανε, μαζý με τον ΜουρÝλλο.
Και του γενναßου αρχηγοý το σþμα, του ΚαζÜνη,
με τον Μανþλη τον σπανü, εγκαßρως καταφθÜνει.
ΦθÜνουν στον κÜμπο της ΚριτσÜς οι Τοýρκοι και αρχßζει
ο πüλεμος, που νüμιζες η γη üτι βοÀζει,
απü των üπλων την κλαγγÞ, ßδια σαν να βροντοýσε
κι απ' τα κανüνια του ΧασÜν, ο κüσμος πως χαλοýσε.
Πυκνοß καπνοß και σýννεφα εβγαßναν στον αιθÝρα,
των τουφεκιþν και κανονιþν, εκεßνη την ημÝρα.
Πρþτη γραμμÞ κρατοýσανε τοτ' οι Κριτσþτες üλοι
Ýνεκα που τα μÝρη των ως ντüπιοι, εγνωρßζα'
και αρχηγüν των εßχανε τον Αλεξομανþλη
κι üλο στο κρÝας Ýπαιζαν απü τα μιτιρßζα.
Τους πολεμßους Ýβλεπες κι απü τα δýο μÝρη,
με τα σπαθιÜ στο χÝρι.
Με γενναιüτητα πολλÞ, αλλÜ και καρτερßα,
εχÜνοντο οι Χριστιανοß για την ελευθερßα.
ΚÜμνουν οι Τοýρκοι Ýφοδον αλλÜ και οι δικοß μας
αντεφορμοýν με τα σπαθιÜ, δεν χÜνουνε το θÜρρος:
-"Με του Θεοý την δýναμι η νßκη 'νε δικÞ μας"!
Και δεν επρüφθανε ψυχÜς, να δεματιÜζ' ο ΧÜρος.
Τüτε το ιππικüν ορμÜ με λýσσα του ΧασÜνη,
με την ιδÝα, στους Ρωμηοýς θραýσι πολλÞ να κÜνη.
Μα οι Χριστιανοß ατρüμητοι, Üφοβα πολεμοýνε
κι οι Τοýρκοι αρχινÞσανε να οπισθοχωροýνε,
γιατß Ýπιπταν με τ' Üλογα μαζý κι οι καβαλλÜροι
και τετρακüσοι χÜθηκαν μονÜχα ΓενιτσÜροι.
Τους πÞραν οι Χριστιανοß και πÝντε μπαúρÜκια.
Ο δε ΧασÜν τους Ýβλεπε απü 'να λüφο πÜνω:
"ΑλλÜχ-ΑλλÜχ!" εφþναζε. "Αυτοß εßνε γερÜκια.
Να τους κυττÜζω μοναχÜ, τα λογικÜ μου χÜνω.
Θα 'θελα να 'χω σαν κι αυτοýς, πενÞντα χιλιÜδες
κι üλου του κüσμου τους Ρωμηοýς θα Ýκανα ραγιÜδες".
Γυρßζει στο Καλü Χωριü και ησυχÜζει πÜλι,
με εντροπÞ μεγÜλη.
ΜετρÜ τ' ασκÝρι κι Ýλειπαν χßλιοι και σαρÜντα!
Κι απ' τους δικοýς μας Ýπεσαν ως εκατüν τριÜντα.
Και δεκαπÝντε κÜθισε, μÝρες, σ' αυτÜ τα μÝρη
ως üτου ο στρατüς κι αυτüς, δια να συνεφÝρει.
Η'
ΦÝρε μου Μοýσα στα παληÜ στα δοξασμÝνα χρüνια,
που Ýλαμπεν η ΚλεφτουργιÜ εις τα βουνÜ επÜνω.
Να δω τρουμποýνια στο γιαλü, στη στεριÜ μιλλιüνια
και παληκÜρια ζωντανÜ κι Ýπειτα ας πεθÜνω.
Τα καρυοφýλια να θωρþ κι εýμορφα γιαταγÜνια,
που του ΣουλτÜνου σχßζανε τα φοβερÜ φιρμÜνια.
Αχ! επερÜσαν τα παληÜ κι οι χρüν' οι δοξασμÝνοι
κι Þλθανε Üλλοι Üδοξοι, μαýροι και ντροπιασμÝνοι.
Τüτε 'χαν στρþμα το σπαθß και το βουνü παλÜτι,
τþρα 'χουν στüλο και στρατü μονÜχα για το μÜτι.
Τüτε στιβÜνια Ýβαναν, βρÜκα Þ φουστανÝλλα,
τþρα στιβÜλια φρÜγκικα, φωκüλια και καπÝλλα.
Τüτε χορεýανε χορü καλü και τιμημÝνον,
τþρα χορεýουν το χορü των μετημφιεσμÝνων.
Τüτε το γÜμο εßχαμε για ιερþτερü μας
και τþρα τον εκÜμαμε κι αυτüν εμπüριü μας.
Οι παλαιοß ελÜτρευαν προσÝτι και ταις Μοýσαις,
τωρα για Μοýσαις Ýχουνε κÜτι παλιοβρωμοýσαις.
Τüτε εμýριζεν ο νηüς αγνüτητα και χÜρι,
τþρα 'χει μüνον ιερÜν ιδÝα και φροντßδα,
καμμιÜς βαμμÝνης παχουλÞς χλαντÝζας το ποδÜρι
και τßποτα δεν σκÝπτετε για σπßτι και πατρßδα.
Αχ! Τüτε τα παρÜσημα τα πÝρναμε στη μÜχη,
τþρα αυτüς οποý καλÜ με την ΑυλÞ θα τα 'χει.
Τüτε διασκεδÜζανε στους καθαροýς αÝρες
και πßναν Üδολα πιοτÜ, σπανßως και καφÝδες
και τþρα στο καφÝ-σαντÜν με κÜτι μπιραριÝρες,
πßνωμεν σπßρτα της ΦραγκιÜς, ψεýτικες μπουρδελÝδες.
Η κÜθε νηÜ 'χε φυσικÜ τα χεßλη σαν κερÜσιο
και δεν εβÜφετο ποτÝ, κÜθε καλü κορÜσιο.
Αι τüτε οι γυναßκες μας φοροýσαν κοντογοýνια
και μοιÜζανε με πÝρδικες σαν εßνε στο λιβÜδι,´
τþρα φοροýν μεταξωτÜ στιβÜλια με δακοýνια
και βÜφουντε με σουλουμÜ και με τ' αυγοý τ' ασπρÜδι.
Ο κüσμος τþρα περπατεß με ψεýδος και απÜτη
κι ο εις τ' αλλοý κυττÜζουνε να βγÜλουνε το μÜτι.
Μ' εθνομαρτýρους ψεýτικους κι αληθινοýς αγýρτας
και δραχμοκαταβροχθιστÜς και εθνοκρημνοσýρτας.
Ο κüσμος Ýχει σÞμερον να πÜρη και να δþση
και μον' για το χρυσü κυττÜ μ' αδιαντροπιÜ μεγÜλη,
του Ναβουχοδονüσορος τ' Üγαλμα να στηλþση
και να κρημνßση το καλü που πριν στηρßζαν Üλλοι.
Τους πρÜγματι αγωνιστÜς υπ' üψιν δεν λαμβÜνει
και μüνο τα νευρüσπαστα στους νÝους φασουλÞδες,
πλÝκει με δÜφνες Üδαφνες και ψεýτικες, στεφÜνι
και στεφανþνει με χαρÜ, πολιτικοýς δανδÞδες.
Μοýσα δεν Ýχεις δßκαιον δια να περιπαßζης,
αν οι παληοß κατüρθωσαν το Ýθνος να δοξÜσουν
κι εμεßς εβομβαρδßζαμε το ΚÜστρο της ΠρεβÝζης
κι εφýγαμ' απ' τη ΛÜρισα πριν οι εχθροß μας φθÜσουν.
Αν ο ΚαραúσκÜκης μας και πλεßστοι τüσοι Üλλοι,
στων Τοýρκων τα στρατεýματα φÝραν φθορÜ μεγÜλη.
Κι αν ο ΚανÜρης στο γιαλü θαýματα εßχε κÜνει
και ο Μιαοýλης Ýκλεισε ποτÝ τα ΔαρδανÝλλια
κι εμεßς ψαρεýσαμε αστακοýς στης ΣκιÜθου το λιμÜνι
και εις τη ΜÞλο ανδρικÜ, περßφημα αχÝλια.
Αν εßχαν οι προπÜτορες το κλÝφτικο λημÝρι,
μÞπως κι εμεßς δεν κλÝπτωμεν ημÝρα-μεσημÝρι;
Αν Ýγραψε για τους παληοýς, Üθλα η Ιστορßα,
μη δεν θα γρÜψη και για μας ταις τüσες ταις μαυρßλαις;
Τα εýκαιρα οβοýζια και τα σφαλτÜ πυρεßα
κι εκεßνες ταις περßφημες ταις ΑγγλικÝς αρβýλες;
Μοýσα μου, Ýτρεξες πολý χωρßς να το νοÞσης
κι Üδικα μας εκοýρασες αλλÜ κι εσý επßσης,
σßδερο κρýο κοπανÜς, φρονεßς θα κατορθþσης,
ρωμαßκα πρÜγματα ποτÝ δια να διορθþσης!
ΑλλÜ εις το προκεßμενον και πÜλιν να ελθοýμεν
και Üδικα τον χρüνον μας να μην τον σπαταλοýμεν.
Θ'
Αφοý εγýρισ' Üπρακτος και πÜλιν ο ΧασÜνης,
οπßσω, στο Καλü Χωριü τακτοποιεß τ' ασκÝρι,
το ßδιο και εις την ΚριτσÜ ο ΚαπετÜν-ΚαζÜνης,
με τους Κριτσþτας αρχηγοýς Ýχουνε καταφÝρει.
ΒγÜζουν πεζοýς εδþ κι εκεß γρÜφουνε και μηνοýνε,
"¼σοι πιστεýουν στον Χριστü, γρÞγορα να ελθοýνε,
γιατß ο Üπιστος ΧασÜν Ýχει πολλοýς μαζý του".
Και αν δεν Ýλθουν βοηθοß, η νßκη θα 'ν' δικÞ του.
Οι πλιü πολλοß Χριστιανοß, δεν Ýχουνε ντουφÝκια
και üσοι πÜλιν Ýχουνε, δεν Ýχουνε φουσÝκια.
Ολßγες μÝρες πÝρασαν που οι Καπεταναßοι
Ρεθýμνου, ΚÜστρου και Χανιþν, üλοι ετοιμασθÞκαν
και με αυτοýς ατρüμητοι ξεδιαλεμÝνοι νÝοι,
εφθÜσαν εις την ΚριτσÜ και συνεννοηθÞκαν
με τους λοιποýς οπλαρχηγοýς, με τους Μεραμβελλιþτες,
Γεραπετρßτες, Στειακοýς, Βιαννßτες, Λασηθιþτες.
Εκεß συναθροιστÞκανε, ο ΚωνσταντÞς ΣτακÜκης,
ο Αναγνþστης Σημειακüς, ο ΦραγκοπαππαδÜκης,
ο ΧατζηδÜκης, ο Αστρινüς, ΠαγκÝρης, ΚασαπÜκης,
ο ΚουσκομπÝς κι ο Αρχηγüς, ΕμμανουÞλ ΛουτσÜκης,
ο ΚουσσουρÜκης, ο Γιαννηüς, ο ΣÞφης ΔερμιτζÜκης,
ΓιÜννης ΜακρÞς, ΓιÜννης Κοντüς και Παýλος ΠατερÜκης,
ο Φουσκογιþργης, ΜηλιαρÜς, ΔουλγÝρης, ΜαστορÜκης,
Κουναλογιþργης και ΚαλτσÞς, ΜπαλÜσης, ΜανουσÜκης.
Και τüσοι Üλλοι αρχηγοß που 'νε λησμονημÝνοι,
γιατß εμεßς οι σημερνοß εßμεθα μαθημÝνοι,
να λησμονοýμεν εýκολα κεßνα τα παληκÜρια,
που βλÜστησαν στο αßμα των της δÜφνης τα κλωνÜρια.
Φευ! Ο καθεßς μας σÞμερα γελÜ και περιπαßζει,
αυτοýς που μας εστρþσανε το σημερνü τραπÝζι.
Κι αν ζη κανÝνας σÞμερον απ' το ΕικοσιÝνα,
Þ Üπο του εξηνταÝξ τον τριετÞ αγþνα,
'πο κεßνους που θερßζανε λουλοýδια ματωμÝνα
και πολεμοýσαν τους εχθροýς και θÝρος και χειμþνα,
εßν' Üσημος, αγνþριστος και περιφρονημÝνος,
σαν αποφþρι φθισικοý πÝρα 'νε πεταμÝνος.
Γιατß τον βαρεθÞκανε και τα παιδüγγονÜ του
και κρυφοκλαßει ο πτωχüς και καßγετ' η καρδιÜ του.
Δεν σκÝφτετ' üμως προς στιγμÞ το κÜθε παληκÜρι,
πως θα φοροýσε σÞμερον φÝσι με το φεγγÜρι
κι αντß να πηαßνη σ' εκκλησÜ και το σταυρü να κÜνη,
θα πÞαινε εις το Τζαμß να ψÜλλει το ΙζÜνι.
Κι ενþ ακοýει σÞμερον: Μανþλη, Κþστα, ΓιÜννη,
θε ν' Üκουγε: ΜεχμÝταγÜ, ΜπραÞμι και ΧασÜνη,
εÜν αυτοß οι γÝροντες τσ' εχθροýς δεν πολεμοýσαν
και της ΤουρκιÜς, της ΑραπιÜς τα μοýτρα δεν εσποýσαν.
Γι' αυτü σφριγþσα ζωηρÜ καινοýργια νεολαßα,
που τα μουστÜκια Ýχετε ολ' üρθα, σηκωμÝνα,
σαν το λιοντÜρι οποý εßν' στην ΠερσικÞ σημαßα
και με κορσÝδες μερικοß τα στÞθη τυλιγμÝνα,
που βÜνετε γυαλιστερÜ κολλÜρα για γιακÜδες
κι αντß τραγοýδια ΕλληνικÜ, μας ψÜλλετε καντÜδες,
τους γÝροντας αγωνιστÜς να μη περιφρονÞτε,
γιατß αυτ' εßνε αφορμÞ κι ελεýθερα 'μιλÞτε.
Κι εσεßς οι στρατιωτικοß, üσοι κατακτυπÜτε
τας σπÜθας σας στην αγορÜ, πρÝπει να τους τιμÜτε.
Γιατß τα φρýδια του εχθροý αυτοß τα ταπεινþσαν
και τα σπαθιÜ που ζþνεσθε, ετοýτοι σας τα δþσαν.
Αυτοß επολεμοýσανε τους Τοýρκους νýκτα-μÝρα,
για ν' αναπνÝουμεν εμεßς ελεýθερον αÝρα.
ºσως θα ποýνε μερικοß πως θÝλω να προσβÜλω,
Üτομα Þ ΚυβÝρνησιν. ΛÜθος Ýχουν μεγÜλο.
Γνωρßζω πως η σημερνÞ καινοýργια νεολαßα
και λßγο αν εφρÜγγεψε εßνε πολý γενναßα.
Κι üτι πολÝμησαν πολλοß στα εννενÞντα Ýξι
κι εις της πατρßδος τη φωνÞ καθÝνας των θα τρÝξη.
Μα üταν βλÝπης σÞμερον αυτοýς που διευθýνουν,
δια του τüπου το καλü, πεντÜρα να μη δßνουν.
Μüνο θωρεßς και πιÜνονται üλοι, μικροß-μεγÜλοι,
ποιος φßλους περισσüτερους στα πρÜγματα θα βÜλη.
Κι ενþ θωρεßς τα πρÜγματα χßλιω λογιþ σαλÜτα
και να σου λÝν' μ' αγÝρωχα λüγια, πολý μεγÜλα,
πως Þ θα φÜω και εγþ Þ δ' Üλλως σπω τα πιÜτα.
Κι Ýχουνε μüνο πρüγραμμα να γλýφουν την κοκκÜλα.
Και üταν η ΜητÝρα μας τηρεß Üψογη στÜσι
και το χατÞρι του ΑγÜ δεν θÝλει να χαλÜση
και να ζητÞση δεν τολμÜ üσα τσ' Ýχουν παρμÝνα,
μον' τα κυττÜζ' απü μακρυÜ με μÜτια βουρκωμÝνα.
Κι αποτρομÜ και δεν τολμÜ για να αποφασßση,
την ΚρÞτη την ΕλληνικÞ σ' αυτÞ να προσαρτÞση,
μüν' θεωρεß κατüρθωμα üτι η Θεσσαλßα,
δεν Ýπεσ' ως το σÞμερον εις των εχθρþν μας λεßα.
Κι Ýκαμε στüλον και στρατü παρÜ τη δýναμß της
και 'Αγγλους προσεκÜλεσε οργανωτÜς και ΓÜλλους,
δια να σþση με αυτÜ την εθνικÞ τιμÞ της
κι Ýβαλε φüρους στο λαü αβÜστακτους, μεγÜλους.
Σαν βλÝπης τα καρÜβια μας üλα να αδρανοýνε
και μüνο στα γυμνÜσια το 'να τ' αλλοý κτυποýνε.
Κι üταν στενÜζουν στο ζυγü οι αδελφοß μας σκλÜβοι,
σας βεβαιþ ειλικρινþς, το αßμα μου ανÜβει.
Με πÝρν' ο πüνος κι ο καûμüς τα στÞθη μου να σχßσω,
γι' αυτü κι αν εßπα και στραβü, συγνþμη θα ζητÞσω.
Ω! σεις που μαρτυρÞσατε για την ελευθερßα,
ψηλοß αητοß χρυσüφτεροι και κοσμοξακουσμÝνοι,
αν και σας εξεχÜσανε üλοι, κι η Ιστορßα,
üμως απü τη Μοýσα μου δεν εßσθε ξεχασμÝνοι.
Ναι θεßοι εθνομÜρτυρες, δεν θα σας λησμονÞση
κι η λýρα μου η φτωχικÞ θε να σας τραγουδÞση.
ΠρομÜχοι της ελευθεριÜς, χαρÜ σας παληκÜρια
και νεκροθÜπται της ΤουρκιÜς, ατρüμητα λιοντÜρια,
που κυνηγÜτε τους εχθροýς σαν Üγρια γερÜκια
και τα οστÜ σας βρßσκονται εδþ κι εκεß σπαρμÝνα,
που πÜντοτε αφÞνατε χÞρες τα χανουμÜκια,
αχ! πüσον επεθýμουνα σταις μÝρες σας να ζοýσα
και της πατρßδος τους εχθροýς με σας να πολεμοýσα.
Το καρυοφßλι να βαστþ στη δεξιÜ μου χεßρα
και εις την Üλλη, τη φτωχÞ, ποιητικÞ μου λýρα.
Να δßδη η λýρα μου χαρÜ κι η Μοýσα μου ελπßδα
σε σας που πολεμÞσατε για πßστι και πατρßδα.
Να βλÝπω τα τσαπρÜζια σας τ' αντρüπιαστ' ÜρματÜ σας,
στη μÝση σας τη λυγερÞ να λαμπηροκοποýνε
και να θωρþ τ' ανßκητα και τρομερÜ σπαθιÜ σας,
τους ΓενιτσÜρους να κτυποýν, Τοýρκους να πελεκοýνε.
Σεις üμως τþρα κοßτεσθε στης μαýρης γης το χþμα
και Ýχετε για σπßτι σας του ουρανοý το δþμα.
Κλßνας τ' απÜτητα βουνÜ, τα λουλουδοστρωμÝνα,
με δÜφνας δüξης και μυρτιÜς τα 'χετε στολισμÝνα.
Τ' Üστρα και τον Þλιον Ýχετε για λυχνÜρια
και αναπαýεσθε Þσυχα, χαρÜ σας παληκÜρια.
Ναι, λεβεντüκορμα θεριÜ, δεν εßσθε πεθαμÝνα.
Ο ΧÜρος δεν σας Ýπηρε! ΠÝσατε τιμημÝνα.
Ι'
Φεβρουαρßου τας αρχÜς, οι Τοýρκοι ξεκινοýνε,
δια να παν' εις την ΚριτσÜ και να εκδικηθοýνε.
Οι Χριστιανοß 'σαν τακτικÜ üλοι οχυρωμÝνοι,
γιατß το εγνωρßζανε πως Þθελε να 'λθοýνε
και Þσαν üλοι Ýτοιμοι, κατενθουσιασμÝνοι
και μÜλιστα ελÝγανε, γιατß τÜχα ν' αργοýνε.
Αρχßζ' ευθýς ο πüλεμος, μουγκρßζουν τα τουφÝκια,
εδþ φωνÝς Χριστιανþν, κει Τοýρκων τουμπελÝκια.
ΠαρÝκει βλÝπεις Χριστιανοýς αητοýς παληκαρÜδες
και πλιü παρÝκει Αλβανοýς, Τοýρκους, στραβοφελÜδες.
ΦωνÝς ακοýονται, βροντÝς που βγÜζουν τα κανüνια,
τα καρυοφßλια τραγουδοýν και ψÜλλουν τα μιλλιüνια.
ΒλÝπεις εδþ Χριστιανοýς, πεντ-Ýξι 'ναι πεσμÝνοι
και παραπÝρα εκατü φελÜδες σκοτωμÝνοι.
ΘρÞνους ακοýς! ΣπαθιÝς θωρεßς! Που ποταμüς το αßμα,
Ýτρεχε και σχημÜτιζε μες στα λαγκÜδια ρÝμα.
¸διδεν Þλιος λαμπηρüς, εκεßνη την ημÝρα,
μ' απ' τους καπνοýς των κανονιþν και τουφεκιþν ομÜδι,
εσυννεφοσκεπÜστηκε üλη η ατμοσφαßρα,
που νüμιζες πως βρßσκεσαι στα πρüθυρα του 'Αδη.
ΠÝρνει και δßδ' ο πüλεμος, εκεßνη την ημÝρα,
Κροýστα, ΚριτσÜ, ΚουτÜραντο κι ακüμα πÜρα πÝρα.
Ρωμηοß και Τοýρκοι κÜνουνε τα χÝρια των τανÜλια
κι ο εις τον Üλλο προσπαθεß δια να καταβÜλη.
Εδþ κουφÜρια τουρκικÜ με δßχως τα κεφÜλια!
ΦρικτÞ και απερßγραπτη φουρτοýνα και μεγÜλη.
Τüσ' Þτον η οχλοβοÞ που κι ο Θεüς ακüμα,
επρüβαλε απ' τ' ουρανοý το γαλαζÝνιο δþμα
κι απ' το ψηλü κι υπÝρλαμπρο και θεúκü παλÜτι
εκýτταζε κÜτω στη γη το σπλαχνικü του μÜτι.
Και διασκορπÜ στους Χριστιανοýς, θÜρρος, χαρÜ κι ελπßδα,
να πολεμοýνε Üφοβα για σπÞτι και πατρßδα.
Κι ενþ αι σφαßρες των εχθρþν σαν δαßμονες σφυρßζαν,
Κριτσωτοποýλες κουβαλοýν νερü στα μιτιρßζα.
Μια μÜλιστα που εßχενε τη στÜμνα της γεμÜτη
κι Üξαφνα σφαßρα εχθρικÞ τη χτýπησε και σπÜτη,
δεν ελυπÞθη το σταμνß, μηδÝ τον τüσο κüπον,
μον' πως δεν πÞγε το νερü των διψασμÝν' ανθρþπων.
Κι ευθýς τρεχαπετÜμενη εις την ΚριτσÜ πηγαßνει,
περν' Üλλη στÜμνα και νερü στους πολεμÜρχους φÝρνει.
Μια Üλλη πÜλι που 'χενε στο φως και την ημÝρα,
Ýναν υιü μονÜκριβο, αλλÜ του Þλθε σφαßρα
στο στÞθος κι Ýπεσε νεκρüς, χωρßς μιλιÜ να βγÜλη,
π' üσοι τον εßδαν Ýκλαιγαν, üλοι, μικροß-μεγÜλοι,
αυτÞ μüνο δεν Ýκλαψε, οýτε τον ελυπÞθη
και εις αυτÜς που κλαßγανε, τÝτοια απολογÞθη:
-"Μη κλαßτε και τον πüνο του καθÝνας σας ας πνßξη
κι εις τον εχθρü μια τουφεκιÜ, περσüτερη ας ρßξη"!
Κι Ýπειτα σφßγγει τον νεκρü μÝσα στην αγκαλιÜ της
και τÝτοια λüγια του 'πενε η νÝα ΣπαρτιÜτις:
-"Για τη Πατρßδα τη γλυκειÜ, σ' ανÜθρεψα παιδß μου,
γιατß επÞγες μÜρτυρας, πÞγαινε στην ευχÞ μου"!
Α! Δυστυχþς δεν βρßσκονται τþρα τÝτοιαις μανÜδες,
οýτε και δεν ευρßσκονται τÝτοιοι πολεμιστÜδες.
Αν εξετÜσης σÞμερον 'πο μια μεριÜ στην Üλλη,
üλοι εκφυλιστÞκαμε, üλοι, μικροß-μεγÜλοι.
ΣÞμερον η αλÞθεια ετÜφη μες στο μνÞμα
και βασιλεýει η ψευτιÜ, ο δüλος και το χρÞμα.
Κι üσοι για πατριωτισμü σÞμερα ομιλοýνε,
τους θεωροýνε για τρελλοýς και τους περιφρονοýνε.
Α! Ζοýμε χρüνους Üδοξους, καιροýς καταραμÝνους,
πλην, μην απελπιζþμεθα ¸λληνες κι Ελληνßδες
και Κρητικοß και ΚρητικÝς, ας Ýχωμεν ελπßδες.
ºσως η ΝÝα ΓενεÜ μια μÝρα καταφÝρει,
την δüξα την προγονικÞ για να επαναφÝρη.
ΦωτιÜ σκορπÜει στους εχθροýς το σþμα του ΚαζÜνη,
μα ο Μανþλης ο σπανüς κι αυτüς θαýματα κÜνει.
Τα παληκÜρια της ΚριτσÜς Ýφοδο κÜνουν üλα,
Ýχοντες επικεφαλÞς τον ΝικολÞ Τζαβüλα.
¸νας ΛουλÜκης, Þρωας, Γιþργης απü τ' ΑσμÜρι,
πληγþθηκε και Ýπεσε κÜτω, σαν κυπαρßσσι
και τρÝχει το κεφÜλι του, Ýνας ΑγÜς να πÜρη,
για να το πÜη του ΠασσÜ, να πÜρη το μπαξßσι.
Στα χÝρια των εβÜλανε üλη την δýναμß των
κι οι δυο τραβÞξαν τα σπαθιÜ, μα δεν το καταλÜβαν
κι αντß να πÜρη του Ρωμηοý, ο ΑγÜς, την κεφαλÞ του,
επÞρε τοýτος του ΑγÜ, τη ξυρισμÝνη γκλÜβαν.
Ετüτε εν τω μεταξý, τρßτος Τοýρκος προβÜλλει
και καταφÝρνει μια σπαθιÜ του Γιþργη στο κεφÜλι
κι Ýπεσε κÜτω στη στιγμÞ κι οι Τοýρκοι θα τον πÝρναν,
αν Üπο το αντικρυνü δεν τονε αβαρÝρναν.
Και το σημÜδι του 'μεινε τüτε στη κεφαλÞ του,
γι' αυτü σπαθιÜς ελÝγετο εις üλη τη ζωÞ του.
Ο Φουσκογιþργης ΓιανναδÜς** κι ο ΓιÜννης του Κουτσοýρη,
σχεδüν εκαταστρÝψανε ολüκληρο ταμποýρι.
Κι ο Μουρελομανþλης μας, θÜρρος μεγÜλο δßδει
στους Χριστιανοýς που πολεμοýν, μα τους εχθροýς νεκρþνει,
γιατß τη σφαßρα την περνÜ κι απü το δακτυλßδι
και κÜθε μιÜ του τουφεκιÜ κι Ýναν εχθρü ξαπλþνει.
Εκεß κορμιÜ που κοßτωνται στο αßμα και γογγýζουν
κι Üλλους επÜνω στοις πληγαßς που Ýχουνε, ν' αγγßζουν.
Ω ΘÝ μου! Δυο παιδιÜ, στο αßμα των επÜνω
και το 'να στ' Üλλο λÝγουνε: -"ΑδÝλφι, θ' αποθÜνω".
ΚυττÜτ' Ýνα παληκαρÜ πεσμÝνο πÜρα πÝρα,
üπου βαστÜ στα χÝρια του μια Τοýρκικη παντιÝρα,
γιατß τον Τοýρκο σκüτωσε που λÝνε ΜπαúρακτÜρη
κι Üφοβα τη σημαßα του πÞρε, σαν παληκÜρι.
-"Πεθαßνω αδÝλφια", Ýλεγε, "μα üμως δεν με γνοιÜζει,
σαν Ýκανα το χρÝος μου, χÜρο ποιüς λογαριÜζει".
ΚυττÜτε κει πως εφορμοýν Γενßτσαροι και Τοýρκοι,
ολüκληρο μπουλοýκι.
Μα κι οι παληκαρÜδες μας αντεφορμοýν κι εκεßνοι,
με γιαταγÜνια κοφτερÜ και βροντερÜ τουφÝκια
κι απü το αßμα των εχθρþν η γη κüκκινη 'γßνει
κι οι Χριστιανοß τους πÞρανε Üρματα και φουσÝκια.
Κι ο γÝρων ο Πρωτüπαππας στÝκει κι αυτüς παρÝκει,
με το 'να χÝρι στον σταυρü και τ' Üλλο στο τουφÝκι.
Τον Ýβλεπεν η κüρη του μα δε μπορÜ μιλÞσει,
για να μη τη γνωρßση.
¼μως σαν εßδε μια στιγμÞ τον Üπιστο ΟμÝρη,
που 'σφαξε τη μητÝρα της πÜνω στα γüνατÜ της.
Ýτρεξε κατÜ πÜνω του με το σπαθß στο χÝρι,
δεν βÜσταξε να τον θωρÞ η δυνατÞ καρδιÜ της.
Κι αυτüς το γιαταγÜνι του σýρνει απ' το θηκÜρι:
-"Τþρα θα δης ωρÝ γκιαοýρ με ποιον Ýχεις να κÜνης"!
Μα το κεφÜλι τ' ο σπανüς κατüρθωσε να πÜρη.
-"ΖÞσε Σπανομανþλη μου!" φωνÜζει ο ΚαζÜνης.
Τüτε ορμοýν επÜνω του ως ογδομÞντα Τοýρκοι,
üλοι Βασιβουζοýκοι,
μ' απüφασι την κεφαλÞ να πÜρουν του ΟμÝρη,
απ' του σπανοý το χÝρι.
Τοýρκοι-Ρωμηοß επιÜστηκαν αμÝσως εις τα χÝρια
κι επελεκοýσαν τα σπαθιÜ κι εκüβαν τα μαχαßρια.
Ο εις τ' αλλοý τα κρÝατα ωσÜν θεριÜ ξεσχßζαν
και σαν καμπÜνες τα σπαθιÜ γροικÜς και ντιντινßζαν.
Το αßμα Üρχισε στη γη, ξαναπαρχÞς να τρÝξη´,
πÝφτουνε Τοýρκοι εßκοσι και Χριστιανοß πεντ-Ýξι.
ΠÝρνει ο Μανþλης μια σπαθιÜ στα τιμημÝνα στÞθεια,
Þλθε ο καιρüς δια να βγη στο φανερü η αλÞθεια.
¸κλινε 'πο τους πüνους του, να πÝση εις το χþμα
κι Ýπειτα σýρνει μια φωνÞ τ' αγγελικü του στüμα.
ΦωνÞ, που θÜρρος Ýδιδε μα 'τον γεμÜτη θρÞνος,
εßπεν üτ' εßπεν ακριβþς, ο ΜÝγας Κωνσταντßνος:
-"Δεν εßνε δω Χριστιανοß, κανÝνα παληκÜρι,
να πÜρη το κεφÜλι μου, Τοýρκος να μη το πÜρη";
ΦωνÜζει ο πατÝρας της: -"ΘÜρρος βρε παληκÜρι
και δεν θ' αφÞσωμεν εμεßς Τοýρκος για να σε πÜρη".
Οι Τοýρκοι πλÝον πολεμοýν μ' απελπισιÜν και λýσσαν,
αλλ' üμως -δüξα τω Θεþ- οι Χριστιανοß νικÞσαν.
¼μως και ο Πρωτüπαππας στο χÝρι επληγþθη
κι απü το αßμα που 'τρεχε απ' τη πληγÞ, λιγþθη.
Ω! Τß ωραßο κι Ýνδοξο και μÝγα πανηγýρι!
¼λοι επολεμÞσανε απ' το πρωß ως το βρÜδυ.
Ο ΧÜρος κÝρνα τακτικÜ, θÜνατο στο ποτÞρι
κι αγκαλιασμÝνες η ψυχÝς πηγαßνανε στον 'Αδη.
Κι οι Τοýρκοι Ýστω και πολλοß, την Ýπαθαν και πÜλι
και νικημÝνοι φýγανε και με φθορÜ μεγÜλη.
Την νýκταν üμως σκÝφθηκαν üλ' οι καπεταναßοι
κι Ýνας γυρßζει στους λοιποýς με πüνο και τους λÝει:
-"Φρονþ δεν εßνε πλιÜ καιρüς, εδþ για να σταθοýμε,
διüτι τα φουσÝκια μας üλα εξαντληθÞκαν.
Κι αφοý μας λεßπουνε αυτÜ πþς θε να πολεμοýμε";
Κι οι Üλλοι που τ' αγροßκησαν πολý ελυπηθÞκαν.
ΠρÜγματι μüλις εßχανε καθÝνας των πεντ-Ýξι
φουσÝκια για να παßξη.
Και κατ' ανÜγκην üλοι των τη γνþμη τ' ασπασθÞκαν
και φýγαν απü την ΚριτσÜ κι Ýρημη την αφÞκαν!
ΑμÝσως, την επαýριον σαν το 'μαθ' ο ΧασÜνης,
στÝλνει ευθýς το ιππικü να δη αν αληθεýη,
γιατ' υποπτεýθη Ýνεδρα πως του 'χεν ο ΚαζÜνης
και σαν εβεβαιþθηκεν Üρχισε να χορεýη.
ΠÝρνει ευθýς τ' ασκÝρια του και στην ΚριτσÜ πηγαßνει
και σε δυο þρες παντελþς την εßχενε καûμÝνη!
Μα μ' üλα τοýτα που 'γιναν και πÜλιν εφοβÞθη,
μη δυναμþσουν οι Ρωμηοß και 'ρθουν απ' το ΛασÞθι.
Και λÝγει στο ΓιαβÝρι του: -"Ευθýς-ευθýς προχþρει"!
Και φτÜνει με τ' ασκÝρι του, βρÜδυ στο Νεοχþρι.
Πρþτη δουλειÜ σαν Ýφθασε, που Ýκαμε μεγÜλη,
του ΝικολÜου του Ζερβοý, το πτþμα για να βγÜλη,
απü τον τÜφο Üλυωτο κι αντßκρυ να το στÞση
και διÜταξ' üλο το στρατü να το πυροβολÞση
κι αυτüς αντßκρυ Ýστεκε κι εχüρευε κι εγÝλα
και εις το πτþμα Ýλεγε: -"Ζερβονικüλα Ýλα,
Ýλα να πολεμÞσωμεν αν εßσαι παληκÜρι
και δε τραβÜς πλιÜ το σπαθß μες απü το θηκÜρι"!
Και μ' Ýνα ξýλινο σπαθß και ξýλινο τουφÝκι,
τον Üφησε προς εμπαιγμü τρεις μÝραις για να στÝκη!
Τþρα, ας παρατÞσωμε τ' ασκÝρι του ΧασÜνη,
να πÜμε στη ΡοδÜνθη μας, να δοýμε τι 'ποκÜνη.
Σαν Ýφυγεν απ' την ΚριτσÜ, εμαζωχθÞκαν πÜλι,
üλοι, μικροß-μεγÜλοι,
τους πληγωμÝνους προσπαθοýν δια να τους ιατρÝψουν,
πριν αγριÝψουν η πληγαßς και να χειροτερÝψουν.
ΦÝρνουν και τον Πρωτüπαππα, απ' της ΚριτσÜς τα üρη,
και τον Μανþλη τον σπανü στο σπÞτι του τον πÜνε.
Και που να 'ξερ' ο Üμοιρος πως εßν' δικÞ του κüρη
και πως μια μÝρα τα σκυλιÜ Þθελε να τους φÜνε.
Καλοýνε Ýνα πρακτικü γιατρü, τον ΜπαρμπαγιÜννη,
που Ýκανε για ταις πληγαßς μοναδικü βοτÜνι.
Πλýνει το χÝρι του ΠαππÜ κι Ýπειτα του το δÝνει,
κατüπιν πÜει τη πληγÞ να σιÜξη του Μανþλη,
μα ξÜφνου αποστÜθηκε με üψι τρομαγμÝνη,
που υποψιασθÞκανε, μικροß-μεγÜλοι, üλοι.
-"ΓιατρÝ, τß τρÝχει;" τον ρωτοýν κι αυτüς λÝει: -"ΠαιδιÜ μου,
αυτÞς της νÝας η πληγÞ, δεν εßν' εμÝ δουλειÜ μου"!
Και ο γιατρüς τα σÜστισε, δεν μπüρειε να μιλÞση
κι ο πληγωμÝνος μεταξý, εßχε λιποθυμÞσει.
'Αμα συνÞλθε ο γιατρüς με μÜτια βουρκωμÝνα
λÝει στο πλÞθος του λαοý: -"ΑυτÞ εßνε παρθÝνα".
Ανοßγουνε το στÞθος της üσαις νοικοκερÜδες
Ýτυχε να βρεθοýν εκεß, της βγÜνουν τους κοψÜδες.
ΠαρατητÜ την ο γιατρüς κι Üρχισε να δακρýση,
κουνþντας το κεφÜλι του μ' απελπισιÜ μεγÜλη
και λÝγει: -"Τüτε μοναχÜ η κüρη αυτÞ θα ζÞση,
αν ο Μεγαλοδýναμος, το χÝρι του θα βÜλη"!
Με το μπαμπÜκι η κοπελλιÝς σπογγßζουν το βυζß της,
που περασμÝνο το σπαθß, εßχενε πÝρα-πÝρα
κι η κüρη ξεζαλßσθηκε κι Þλθε στην αßσθησß της
κι αρχßνησε και φþναζε: -"ΠατÝρα μου... ΠατÝρα!
Δε με γνωρßζεις τη φτωχÞ, ποý 'συρα τüσα πÜθη;
Εγþ 'μαι θυγατÝρα σου, εγþ 'μαι η ΡοδÜνθη.
ΠατÝρα, που 'ναι οι καιροß εκεßν' οι περασμÝνοι,
üπου με πÞγες μüνος σου εις τη ΦανερωμÝνη";
Αχ! Ο παππÜς τα σÜστισε, δε ξεýρη τι να εßπη,
εßχε καûμü, συγκßνηση, φüβο, χαρÜ και λýπη.
ΠÜει, κυττÜζει μüνος του, της κüρης του τα στÞθια
και σαν εβεβαιþθηκε πως Þσαν üλ' αλÞθεια,
σýρνει Ýν' αναστεναγμü απ' της καρδιÜς τα βÜθη
κι εφþναζε: -"ΑγαπητÞ κοπÝλλα μου, ΡοδÜνθη"!
'Αλλο δεν πρüφθασε να πη και πßπτει ξαπλωμÝνος
και λιποθυμημÝνος.
ΑλλÜ και την ΡοδÜνθη μας πιÜνουν σπασμοß και πüνοι
κι Üρχισε να μαραßνεται και να απονεκρþνη.
Σαν αστραπÞ Þ εßδησις εδþ κι εκεß εχýθη,
πως κεßνος που πληγþθηκε στη μÜχη, εις τα στÞθη,
απ' του απßστου Οθωμανοý την Üγρια μαχαßρα,
πως εßνε του Πρωτüπαππα, η μορφοθυγατÝρα!
ΤρÝχουν οι φιλενÜδες της και τη περικυκλþνουν,
της ομιλοýν μα δε μιλεß κι αυταßς αναδακρυþνουν.
ΤρÝχουνε ξÝνοι και δικοß με Üγιο καρδιοκτýπι
κι ακüμη απ' τα περßχωρα, ο κüσμος το 'χει μÜθει,
αυτüς που δεν εγßνηκε πüλεμος και να λεßπη,
πως Þταν του Πρωτüπαππα η κüρη, η ΡοδÜνθη.
¹λπιζαν να γενÞ καλÜ και απü την χαρÜ των,
Ýτρεχαν απ' τα μÜτια των, βροχÞ, τα δÜκρυÜ των.
Με το να βγÜλη η ΚριτσÜ μια τÝτοιαν ηρωßδα,
που 'τον τιμÞ και καýχημα και δüξα στην Πατρßδα.
Μια πρωτοθειÜ της 'κÜθετο εις το προσκÝφαλü της
και τον ιδρþτα σπüγγιζε απü το πρüσωπü της.
¸ξαφνα ξεζαλßστηκε, δεßχνει πως αντρειεýει,
να σηκωθÞ γυρεýει,
μ' αμÝσως πÜλιν Ýπεσε κι οι παρεστþτες κλαßνε
και πως θα τη γλυτþσουνε, πολλÜ πρÜγματα λÝνε.
Κι αρχßζει να παραμιλÞ με σφαλικτÜ τα μÜτια
-αχ δεν λαμποκοποýν σαν πριν, τα λαμπερÜ διαμÜντια-
και με φωνÞν αδýναμη, αρχßνησε να λÝη,
που ο καθεßς που τη γροικÜ, ωσÜν τον ΠÝτρο κλαßη:
-"ΠατÝρα, τß γυρεýουνε εδþ στο σπÞτι, üλοι,
üσοι επÝσαν μÜρτυρες απ' των εχθρþν το βüλι;
ΠατÝρα μου, δε μου μιλÜς; Ποý βρßσκομαι; Τß κÜνεις;
Να! ο Ζερβονικüλας μας και ο ΔασκαλογιÜννης!
Ο ΔιÜκος ΑθανÜσιος κι ο ΡÞγας ο Φερραßος!
ΑγαπητÝ πατÝρα μου, πþς Þλθεν η μητÝρα,
εδþ, στο σπÞτι πÝρα;
Για κýττα τη πως μας κυττÜ, με μÜτια βουρκωμÝνα,
εσÝνα και εμÝνα!
Τα Χερουβεßμ και Σεραφεßμ, με τους λοιποýς αγγÝλους,
τß θÝλουν επιτÝλους;
Γιατß βαστοýνε φωτεινÜ, μαρτυρικÜ στεφÜνια,
με θεßα περηφÜνεια;
Ποιοýς θε να στεφανþσουνε, πατÝρα μου, γνωρßζεις;
Πες μου και μη δακρýζεις.
Για κýτταξε πατÝρα μου, αυτü τον καβαλλÜρη,
που θÝλει να με πÜρη!
Εßνε ο 'Αγιος Γεþργιος; Α! Δεν θα αποθÜνω!
Στη σκλαβωμÝνη ΚρÞτη μας, δουλειÜ 'χω για να κÜνω.
ΘÝλω ακüμα κÜμποσους Τοýρκους να ξετελειþσω,
στους αδελφοýς μας Χριστιανοýς, βοÞθεια να δþσω.
Ποιοß εßν' αυτοß που στÝκονται τσ' αγγÝλους αποπÜνω;
Α! Ο Χριστüς κι η ΠαναγιÜ! ΘεÝ μου, μη ποθÜνω!
ΧριστÝ και Παναγßα μου, λßγο καιρü ακüμα,
αφÞστε με να ζÞσω,
που να πατÞσω λεýτερο, της ΚρÞτης μας το Χþμα
κι Ýπειτ' ας ξεψυχÞσω"!
Τα μÜτια της για μια στιγμÞ, μεσÜνοιξε και πÜλι
κι αμÝσως περιÝπεσε στη πρωτεινÞ της ζÜλη.
-"Κριτσωτοποýλες μου καλαßς, γιατ' εßστε δακρυσμÝναις
και παραπονεμÝναις;
Πþς Ýτυχε και γýρισα και πÜλι στο χωριü σας,
αυτüς εßν' ο καûμüς σας;
Κι εσεßς οι φιλενÜδες μου, στα παιδικÜ μας χρüνια,
εαν σας δυσηρÝστησα, τþρα ζητþ συγγνþμη.
Δε θα με συγχωρÝσητε; Πιστεýω, τη συμπüνια
σε μÝνα για να δεßξετε, λßγο καιρüν ακüμη
θα βρßσκωμε μαζý με σας κι Ýπειτα θα μισÝψω,
χωρßς να επιστρÝψω!
ΨÝμματα ΚαπετÜνιε μου σου 'πα, συγχþρεσÝ με.
Πεθαßνω, γλýτωσÝ με!
Μισεýω ΚαπετÜνιε μου, μα ζητþ μια χÜρι:
Ενüσω βλÝπεις τους εχθροýς, τους αδελφοýς να σφÜζουν,
τρÝχε με θÜρρος και καρδιÜ σα φοβερü λιοντÜρι,
με τα λεβεντοπαßδια σου να 'πα τους λογαριÜζουν.
ΠατÝρα, ΚαπετÜνιο μου, δþστε μου την ευχÞ σας,
γιατß κι οι δυο με εßχατε αγαπητü παιδß σας".
-"Σþπα παιδß μου και μη κλαις, üχι δεν θ' αποθÜνης!"
με δÜκρυα στους οφθαλμοýς της λÝγει ο ΚαζÜνης.
"Ναι, δεν πεθαßνουνε ποτÝ αυτοß που πολεμοýνε,
για να λευτερωθοýνε"!
Το χÝρι της εσÞκωσε üσο κι αν δεν μποροýσε
και τον σταυρü της Ýκαμε η εθνομÜρτυς κüρη.
-"¸χετε 'γεια ψηλÜ βουνÜ, που νυχτοπερπατοýσα,
üποταν Þμουν ζωντανÞ και Τοýρκους πολεμοýσα.
¸χ'τε υγεßαν üλοι σας κι εýχομαι κι Ýχω ελπßδα,
üτι πηγαßνω στον Θεü ανÝγγιχτη λαμπÜδα
και πως θα δÞτε καν εσεßς ελεýθερη Πατρßδα
κι ελεýθερη και διÜπλατη, τη ΜÜννα μας ΕλλÜδα.
ΠατÝρα μου το χÝρι σου δþσ' μου να στο φιλÞσω
και σý πατÝρα δεýτερε, πριχοý να ξεψυχÞσω!
Ποιüς εßν' αυτüς που με πατεß με τα χρυσÜ φτερÜ του;
Ο Μι-χα-Þλ Αρ-χÜγγε-λος ξÝ-συ-ρε πÜ-ρα πÝ-ρα"!
Κι αμÝσως την κατÝβαλε ο ρüγχος του θανÜτου!
ΘεÝ μου! Τß συγκßνησι! Τß μαυρισμÝνη μÝρα!
Ελπßς πλÝον δεν Ýμεινε, η κüρη θ' αποθÜνη,
με το μπαμπÜκι το νερü, μια πρωτοθειÜ της βÜνει.
Περßλυποι τριγýρω της στÝκουν οι χωριανοß της,
την þρα που παρÝδιδε στον ΠλÜστη τη ψυχÞ της.
Και τη στιγμÞ που 'πρüκειτο δια να αποθÜνη,
Ýνα χαμüγελο Θεοý στα χεßλη της εφÜνη.
Στα μÜτια της επρüβαλε το δÜκρυ του θανÜτου
κι ο Üτυχος πατÝρας της τραβοýσε τα μαλλιÜ του.
Η κüρη ανοßγει σαν πουλß, τ' αγγελικü της στüμα
και η ψυχÞ της πÝταξε για τ' ουρανοý το δþμα!
Καλοýν αμÝσως τον παππÜ, βÜνουνε το λιβÜνι
και μια ξαδÝλφη της, Λενιþ, φωνÞ με κλÜμα βÜνει:
-"Αχ! εξαδÝλφη μου καλÞ, που 'σουνε καýχημÜ μας,
γιατß μας το 'καμες αυτü κι Ýκοψες τη καρδιÜ μας;
Χρυσü στολßδι της ΚριτσÜς κι ατßμητο πετρÜδι,
της ΚρÞτης üλης καýχημα, γιατß να πας στον 'Αδη;
ΦÝρτε λουλοýδια του βουνοý κι απ' τα περβüλια τ' Üνθη,
να πλÝξωμ' Ýνα στÝφανο σÞμερο, στη ΡοδÜνθη.
ΣτÝφανο δüξης και τιμÞς, μαρτυρικü στεφÜνι,
π' üποιος για τη πατρßδα του πÝσει μüνο, το βÜνει.
Γεμßσετε νερατοανθοýς, Ýνα προσκεφαλÜδι,
για ν' αναπαýσετ' Þσυχα, στον μαυρισμÝνον 'Αδη.
Στρþσετε στρþμα μαλακü, για να γλυκοκοιμÜται,
γιατ' εßνε ξÝνη κι ορφανÞ, να μη παραπονÜται.
Γιατß; Γιατß δε μας μιλÜς, γλυκüφωτο αστÝρι;
Για πες μας πþς εχλþμιασες Ýτσι σαν νεκροκÝρι;
Αχ! ΕξαδÝλφη μου γλυκειÜ, ποιü Üχαρο μαχαßρι,
επÞρ' ο ΧÜρος κι Ýκοψε της νιüτης του το νÞμα;
Ποιü μαýρο χÝρι Üπλωσε και σ' Ýσβησεν αστÝρι;
ΠοιÜ μαýρα νειÜτα Ýπεμψε σ' αραχνιασμÝνο μνÞμα;
'Αραγε ξεýρ' η μÜννα σου ψυχÞ μου αγιασμÝνη,
üτι θα πας να την ευρÞς, για να σε περιμÝνη;
Αχ! Ποý να βρω τ' αθÜνατο νερü να σε ποτßσω;
ΠÝστε μου σεις, ποιüς το κρατεß, üρη βουνÜ και δÜση;
Κανεßς δε μ' αποκρßνεται; Και πþς θα σ' αναστÞσω;
Απ' τον καûμü το στÞθος μου πηγαßνει για να σπÜση"!
Τüτε σηκþνεται μια γρηÜ και λÝγει στην ΕλÝνη,
με μιαν αδýναμη φωνÞ και συγκεκινημÝνη:
-"Σþπα παιδß μου, σþπασε, μη κÜνεις να θρηνÜται
κι αυτÞ η πÝτρα η σκληρÞ, με τα πικρÜ σου λüγια.
Μην κλαßεις Ýναν Üγγελο, οποý γλυκοκοιμÜται.
Στον Üγγελο δεν πρÝπουνε θανÜτου μοιρολüγια.
Μη πης, μη πης πως πÝθανε, πþς εßν' αποθαμÝνη,
μον πες πως εßνε Üγγελος, στους ουρανοýς πηγαßνει".
ΑυτÜ και περισσüτερα στη πεθαμÝνη λÝνε,
που üσοι τα γροικοýσανε, αρχßναγαν να κλαßνε.
Κλαßν' η Κριτσωτοποýλες μας, τη φιλενÜδισσÜ των,
με πüνο και συγκßνησι, μες απü τη καρδιÜ των.
ΦωνÜζει κι ο πατÝρας της: -"Παιδß μου αγαπημÝνο,
με μÝλι και με ζÜχαρι, που σ' εßχ' αναθρεμμÝνο.
Που σ' Ýβλεπα να κοιμηθÞς και πÜλι να ξυπνÞσης,
τþρα γιατß 'σαι Üπονη και φεýγεις, να μ' αφÞσης;
Μα και να φýγης κüρη μου, εγþ δεν θα σ' αφÞσω,
üπου κι αν πας κοπÝλλα μου, θα σε ακολουθÞσω.
Κýτταξε τα κλεφτüπουλα, που γýριζες αντÜμα,
πþς σε κυττÜζουν με καûμü, μ' αγþνα και με κλÜμμα!
Γιατß παιδß μου σÞμερον να φýγης να τ' αφÞσης;
'Ανοιξ' το ζαχαρÝνιο σου στüμα, να τους μιλÞσης"!
ΑυτÜ μüλις επρüφθασε δια να ξεφωνßση
κι Ýπειτα Ýγειρε στη γη σα να λιποθυμÞση.
¸ξαφν' ακοýεται φωνÞ και σýγχησι και θρÞνος:
-"ΑπÝθανε! Ναι, πρÜγματι! ΑπÝθανε κι εκεßνος"!
ΦÝρνουν δυο νεκροκρÜββατα και τους τοποθετοýνε
κι Ýπειτα üλοι με καûμü και κλÜμμα ξεκινοýνε.
Κριτσωτοποýλες τÝσσερες, ανÝγγιχτες, παρθÝνες,
σηκþνουν τη ΡοδÜνθη μας, κλιτÝς και λυπημÝνες.
Τον γÝροντα σηκþσανε, πÜλ' οι Καπεταναßοι!
Αχ! ΤÝτοιο δρÜμα να θωρÞ κανεßς, πþς να μη κλαßη;
ΒαρειÜ-βαρειÜ και πÝνθιμα κτυπÜ το σημαντÞρι,
παππÜδες ψÜλλουν θλιβερÜ με τüσας μελωδßας
και πÝρνουνε τα λεßψανα και παν' στο ΜοναστÞρι
και Ýληξε ο επßλογος αυτÞς της τραγωδßας.
Της παππαδιÜς ανοßξανε τον τÜφο και τους 'θÜψαν
και αποπÜνω ýστερα, στη πλÜκα των, εγρÜψαν:
"Τρßα κορμιÜ κοιμοýνται 'δω, που μÝσα σ' Ýνα χρüνο,
εχýσανε το αßμα των, για πßστι και πατρßδα,
που δεν βαστοýσαν της σκλαβιÜς τον θεριωμÝνο πüνο:
μÜννα, πατÝρας και αγνÞ, αθþα κορασßδα"!
---------------------------------------------------------------------------------------------
Σημειþσεις του ιδßου:
* Το Τζαμß αυτü, Þτον εκκλησßα κτισθεßσα προ τετρακοσßων περßπου ετþν, το μαρτυρεß κι η ενεπßγραφος πλαξ, η Üνωθεν της θýρας. ΜετÜ την Üλωσιν της ΚρÞτης υπü των Τοýρκων, μετεβλÞθη εις Τζαμß κι Þτο τοιοýτον μÝχρι του 1898. ΜετÜ την μεταβολÞν του πολιτεýματος, ανεκαινßσθη πÜλιν εις εκκλησßαν και διατελεß επ' ονüματι του Αγßου ΝικολÜου κι ως σÞμερον. Εις τον περßβολον τοýτου, Þτο το μνÞμα του Χουρσßτ, υψηλüν κι οπωσδÞποτε εξωραúσμÝνον, μÝχρι του 1878, οπüτε και κατεστρÜφη υπü των Χριστιανþν. Οι εντüπιοι Οθωμανοß, διαστρÝφοντες την αλÞθειαν, ισχυρßζονται πως ο Χουρσßτ Þτο Üριστος πολεμιστÞς, αλλÜ κατÜ τινα μÜχην συμβÜσαν εκεß πλησßον, εφονεýθη επß τινος ανδρεßου Χριστιανοý πολεμιστοý, ΜαστραχÜ καλοýμενου, üστις αποκüψας την κεφαλÞν του, την Ýδωσε εις τας χεßρας κι üτι το ακÝφαλον σþμα περιπατüν, Ýπεσεν ακριβþς εκεß και δια τοýτο ανηγÝρθη το Μνημεßον -ΤουρπÝ- και προς τιμÞν του, το μετÝτρεψαν εις ιερüν ΤÝμενος -Εκκλησßαν! Εις απüστασιν εκατüν περßπου μÝτρων, σþζεται ακüμη κατοικÞσιμον ωραßον ΕνÝτικον οικοδüμημα, υπü τ' üνομα ROMANA PORTA, Ýνθα κι Ýγινεν ο φüνος του Χουρσßτ.
** Φουσκογιþργης κι ΙωÜννης ΚουτσουρÜκης Þ Πατσιδιþτης, Þσαν απü το Καινοýριο Χωριü ΜεραμβÝλλου (νυν ΝεÜπολις). ΓιαννÜς Þ ΓιανναδÜκης Μανþλης, Þτο απü το ΒραχÜσι. Κι οι τρεις των επολÝμησαν υπü τον Αρχηγüν ΚαραúσκÜκην εν ΕλλÜδι κι Ýλαβον μÝρος εις την εν ΦαλÞρω, μÜχην. Ο ΓιανναδÜκης Ýφερεν επτÜ πληγÜς, απü τας εχθρικÜς σφαßρας και μιαν απü σπÜθην, ην Ýλαβε κατÜ την ως εßπαμεν εν τη ΦαλÞρω, μÜχην. ΑπÝθανε δε, κατÜ το 1900. Ο ΙωÜννης ΚουτσουρÜκης Þ Πατσιδιþτης, Ýγινε μετÜ την κατÜπαυσιν της επαναστÜσεως, ιερεýς κι ως τοιοýτος, απÝθανε κατÜ το 1883.
=================================
Εδþ μπορεßτε να διαβÜσετε τα στοιχεßα αλλÜ και το Ýπος του ΚαπετÜν-ΚαζÜνη, του ΔιαλλινομιχÜλη!