Βιογραφικü
ΓεννÞθηκε το 497-6 π.X. στον ºππειο Kολωνü. 30 λοιπüν, χρüνια νεüτερος απü τον Aισχýλο και 16 μεγαλýτερος απü τον Eυριπßδη, ανδρþθηκε κι ωρßμασε στη περßοδο της «λαμπρÜς 50ετßας» (479-431 π.X.), üπου αυτü που ονομÜστηκε κλασικü, βρÞκε σ' üλες τις εκδηλþσεις τη πιο γνÞσια ÝκφρασÞ του. Πιüτερο απü τους δυο Üλλους μεγÜλους ομüτεχνοýς του, εßν' εκφραστÞς αυτÞς της εποχÞς.
AσφαλÝστερες μαρτυρßες εßναι κεßνες τoυ "Bßου" του, που φαßνεται πως γρÜφτηκε στα τÝλη του 2ου αιþνα π.X., σýμφωνα με σýντομη αναφορÜ στο λεξικü της Σοýιδας καθþς και σ' Üλλες μαρτυροýμενες απü επιγραφÞ. AνÞκε στην Aιγηßδα φυλÞ, ο δε οικογενειακüς του τÜφος βρισκüταν «επß τÞ οδþ τÞ κατÜ την ΔεκÝλειαν φεροýση πρü τοý τεßχους σταδßου». T' üνομα του πατÝρα του, Σüφιλος, εßν' επιβεβαιωμÝνο κι απü την επιγραφÞ «ΣοφοκλÞς Σοφßλου KολωνÞθεν». 'Αλλη πηγÞ περß του βßου του εßν' ο "Λαυρεντιανüς Kþδιξ XXXII".
Aπü την ωραßα διÞγηση του "Bßου" του Eυριπßδη πληροφοροýμαστε, πως μüλις Ýμαθε το θÜνατο του ανταγωνιστÞ του, παρουσßασε στον προαγþνα των Διονυσßων του 406 π. Χ. το χορü και τους ηθοποιοýς, με πÝνθιμο φüρεμα κι αστεφÜνωτους. ¼ταν üμως ο AριστοφÜνης ανÝβασε τους "BατρÜχους" στα ΛÞναια του 405 π. Χ., εßχε κιüλας πεθÜνει. Σ' αυτÞ τη φιλολογικÞ κωμωδßα, ο ποιητÞς εκθÝτει την αντßθεση ανÜμεσα στον Aισχýλο και στον Eυριπßδη, που σημαßνει την αντßθεση δυο εποχþν. Για τον ΣοφοκλÞ, δεν υπÞρχε κατÜλληλη θÝση, ο AριστοφÜνης üμως Ýκανε την ανÜγκη φιλοτιμßα και τονε κρÜτησε μακριÜ απü τη διαμÜχη που γßνεται στο βασßλειο των νεκρþν, μ' Ýνα χαρακτηρισμü που στÞνει φωτεινü μνημεßο στην ειρηνικüτητα του ποιητÞ. ¸τσι τονε γνþρισαν οι Aθηναßοι üταν ακüμη ζοýσε μαζß τους κι ο "Βßος" του, που σþζεται σε μερικÜ χειρüγραφα και προÝρχεται μÜλλον απü τη μεταγενÝστερη ελληνιστικÞ εποχÞ, μαρτυρÜ για τη γοητεßα της προσωπικüτητÜς του, που τον Ýκανε να κατακτÜ πÜντα τις καρδιÝς.
O ποιητÞς αυτüς, που Þξερε üπως κανÝνας Üλλος τη τραγικÞ δυστυχßα της ανθρþπινης ýπαρξης κι üλα τα βÜθη του πüνου, πÝρασε τον δρüμο της εξωτερικÞς του ζωÞς σε λαμπρü φως και θεωρεßτο απü τους συμπατριþτες του ευτυχισμÝνος Üνθρωπος. ¸χοντας πατÝρα τον εýπορο χαλκουργü Σüφιλο, μπüρεσε να λÜβει τη καλýτερη δυνατÞ για την εποχÞ, παιδεßα κι αγωγÞ. ΔÜσκαλο στη μουσικÞ και στην üρχηση εßχε τον φημισμÝνο ΛÜμπρο, που στο σýγγραμμα του ΠλουτÜρχου εμφανßζεται μαζß με τον Πßνδαρο και τον Πρατßνα. O "Bßος" εξαßρει την εκπαßδευση του, στη μουσικÞ και στη γυμναστικÞ κι αυτü συμφωνεß με τον τιμητικü τρüπο που 'λαβε μÝρος στον εορτασμü της νßκης της Σαλαμßνας.
ΔιαλÝχτηκε ανÜμεσα σε 1000 συνομÞλικοýς του, να διευθýνει το 480 π.X. τον χορü των εφÞβων, που Ýψαλε τον παιÜνα γýρω απü το τρüπαιο, που Ýστησαν οι Aθηναßοι, για να γιορτÜσουν τη ναυμαχßα της Σαλαμßνας. O "Bßος" μας πληροφορεß πως απü αγÜπη προς την AθÞνα (φιλαθηναιüτατος), αποποιÞθηκε τις προσκλÞσεις στις βασιλικÝς αυλÝς κÜτι που εßχαν κÜνει ο Aισχýλος κι ο Eυριπßδης -κι οι δýο πÝθαναν μακριÜ απü την AθÞνα. 'Αφησε τη πüλη του μüνο για να την υπηρετÞσει. ¸δειξε ιδιαßτερο ενδιαφÝρον για τη ζωÞ της με την ανÜληψη υψηλþν αξιωμÜτων. Στον Σαμιακü Πüλεμο, Þτανε στρατηγüς μαζß με τον ΠερικλÞ (441-440 π. Χ.). H «υπüθεση» της "Aντιγüνης" μας πληροφορεß πως η εκλογÞ του σ' αυτü το αξßωμα Þταν αναγνþριση της αξßας του ποιητικοý του Ýργου. O Nτοντς γρÜφει γι' αυτüν, πως Þταν «ο τελευταßος μεγÜλος εκφραστÞς της αρχαúκÞς κοσμοαντßληψης».
Δεν Þταν Üσχετος με τη σκÝψη της εποχÞς του, αλλÜ üπως ακριβþς αποκρýπτει τη τεχνικÞ πρωτοτυπßα του, Ýτσι εßναι και παντελþς αδιÜφορος να εμφανßσει τον εαυτü του στη πρωτοπορßα της προοδευτικÞς διανüησης. Σ' αυτü οφεßλεται η εντýπωση συντηρητισμοý που αποκομßζουμε και που επιβεβαιþνεται απü την εμμονÞ στο Ýργο του ορισμÝνων βασικþν αντιλÞψεων, εξαιρετικÜ παραδοσιακþν, üπως το χÜσμα ανÜμεσα στη θεßα και στην ανθρþπινη φýση, στη θεßα και πανανθρþπινη γνþση, ανÜμεσα στα φαινüμενα και στη πραγματικüτητα. Eßχε πολλοýς φßλους και συνδÝθηκε μ' εξÝχοντα πρüσωπα της εποχÞς, üπως τον Kßμωνα, τον Hρüδοτο κι Üλλους.
OπωσδÞποτε, τη χρονιÜ της υπηρεσßας του στο δεκαμελÝς σþμα των στρατηγþν, -που τη ψυχÞ του αποτελοýσε φυσικÜ ο ΠερικλÞς-, δεν Ýγινε πολεμιστÞς. ΔιαβÜζουμε στον "AθÞναιο" μια σýγχρονη πληροφορßα απü τις "Eπιδημßες" του ºωνα του Xßου, που μας πληροφορεß για διαμονÞ του ποιητÞ στη Xßο. Eνþ ο ΠερικλÞς με τις κýριες δυνÜμεις του εξεστρÜτευε εναντßον της ΣÜμου, εκεßνος στÜλθηκε απü τη Xßο στη ΛÝσβο, να ζητÞσει βοÞθεια. O πρüξενος των Aθηναßων στη Xßο Ýκανε να λÜμψει μ' αξιαγÜπητο τρüπο το πνεýμα κι η σοφßα του.
¼λες οι μαρτυρßες συμφωνοýν üτι τα βÜθη απü τα οποßα ανÜβλυσ' η ποßηση του για τον ανθρþπινο πüνο βρßσκονταν κÜτω απü την επιφÜνεια που απλωνüταν σε λαμπρü φως. 'Αλλες αξιüπιστες ειδÞσεις επιτρÝπουν να πιθανολογÞσουμε, πως αναγορεýθηκε Üλλη μια φορÜ στρατηγüς κι üτι επßσης σημαντικüτερη απü τη στρατιωτικÞ υπηρεσßα του Þταν η δραστηριüτητÜ του ως ελληνοταμßα. EπειδÞ ο κατÜλογος των εισφορþν του Ýτους 443-442 π. Χ., αναφÝρει μüνον εκεßνον μ' αυτü το αξßωμα, πρÝπει να 'χε καταλÜβει σ' αυτü το σþμα μια θÝση ξεχωριστÞ, πιθανþς τη προεδρßα.
H ανωτερüτητα την οποßα ακτινοβολοýσε η προσωπικüτητα αυτοý του ανθρþπου, προκÜλεσε την εκλογÞ του, πολý ηλικιωμÝνου, το 413 π. Χ., ως πρüβουλου, που μετÜ τη καταστροφÞ του αθηναúκοý στρατοý στη Σικελßα, επρüκειτο να λÜβει υπüψη της, ολιγαρχικÝς επιθυμßες για πιο αυστηρÞ διοßκηση της πολιτεßας. O AριστοτÝλης, που μαρτυρεß αυτü στη "PητορικÞ" του, διηγεßται ακüμη πως ο ΣοφοκλÞς εßπε τüτε στον Πεßσανδρο, σχετικÜ με το πραξικüπημα του 411 π. Χ., πως δε το ενÝκρινε, δεν Ýβλεπε üμως τüτε καμιÜ καλýτερη διÝξοδο.
Nεαρüς νυμφεýθηκε τη NικοστρÜτη, απü την οποßα απÝκτησε τον Iοφþντα, ενþ απü τη Θεοδωρßδα τη Σικυþνεια, απÝκτησε τον Aρßστωνα, που ο γιος του, ΣοφοκλÞς, δßδαξε τη τελευταßα τραγωδßα του ποιητÞ "Oιδßπους Επß Kολωνþ".
Διακρινüταν και για την ευσÝβειÜ του προς τους Θεοýς. ¼ταν οι Aθηναßοι εισÞγαγαν το 420 π. Χ., τη λατρεßα του Aσκληπιοý, τον υμνητικü παιÜνα προς τον Θεü συνÝθεσεν αυτüς. Γι' αυτü και του αποδüθηκαν τιμÝς Þρωα, üταν πÝθανε. Για την υποδοχÞ του Aσκληπιοý τιμÞθηκε ως Þρωας Δεξßων. Kατεßχε, επßσης, το αξßωμα του ιερÝα του Þρωα 'Αλωνος, που τον τιμοýσαν, üπως και τον Aσκληπιü, ως μαθητÞ του Kενταýρου Xεßρωνα. AναφÝρεται, επßσης, üτι κατÜ τα τελευταßα χρüνια της ζωÞς του, ο γιος του Iοφþν ζÞτησε να του απαγορευθοýν οι δημüσιες εμφανßσεις λüγω γεροντικÞς παρÜνοιας "υπü γÞρως παραφρονοýντι". ΠαρουσιÜστηκε τüτε στο δικαστÞριο και για να καταδεßξει στους δικαστÝς τη καλÞ κατÜσταση της πνευματικÞς του υγεßας, διÜβασε Ýν' απü τα χορικÜ της τραγωδßας του "Oιδßπους Επß Kολωνþ".
«Eυßππου, ξÝνε, τÜσδε χþρας ßκου τÜ κρÜτιστα γÜς Ýπαυλα,
τüν αργÞτα Kολωνüν, ενθ' Ü λßγεια μινýρεται θαμßζουσα
μÜλιστ' αηδþν χλωραßς υπü βÜσσαις...»,
που με μετÜφραση του K. Θρακιþτη, Ýχει ως εξÞς:
«Στη χþρα που περÞφανη για τ' ÜλογÜ της εßναι,
στα μÝρη τ' ομορφüτερα μας Ýχεις Ýρθει, ω ξÝνε,
στον Κολωνü με τ' Üσπρο του χþμα κι üπου τ' αηδüνι
μελÜγχολα γλυκολαλεß και βρßσκει 'δþ λημÝρι
στη χλωρασιÜ...».
ΠÝθανε 90 ετþν το 406 π.X. Ως αιτßα του θανÜτου του αναφÝρεται μια ρüγα Üγουρου σταφυλιοý, «Ýτι ομφακßζουσαν», που του κÜθισε στο λαιμü. Kατ' Üλλην εκδοχÞ, πως κüπηκεν η αναπνοÞ του καθþς διÜβαζε απü την Aντιγüνη λüγο μακροσκελÞ «νοÞματι μακρüν καß μÝσην Þ υποστιγμÞν πρüς ανÜπαυσιν μÞ Ýχοντι». Σýμφωνα μ' Üλλη εκδοχÞ, πÝθανε απü την υπερβολικÞ χαρÜ που δοκßμασε μετÜ τη τελευταßα του νßκη σε δραματικοýς αγþνες «üτε νικþν εκηρýχθη χαρÜ νικηθεßς εξÝλιπε». Στον τÜφο του στÞσαν μια σειρÞνα κι Ýγραψαν επßγραμμα, που 'δινε στον ποιητÞ τα «πρωτεßα» στη δραματικÞ τÝχνη. 70 χρüνια μετÜ το θÜνατü του, το 336 π.X., με πρüταση του ρÞτορα Λυκοýργου, στÞθηκαν χÜλκινοι ανδριÜντες των 3 μεγÜλων τραγικþν στο Διονυσιακü ΘÝατρο κι Ýγινε επßσημη Ýκδοση του κειμÝνου των Ýργων τους, για ν' αποφεýγεται η νüθευση απ' αυθαßρετες επεμβÜσεις Þ αυτοσχεδιασμοýς των υποκριτþν. ΙδÝα του επιβλητικοý παραστÞματος του ποιητÞ δßνει το μαρμÜρινο Üγαλμα-αντßγραφο που βρßσκεται στο Mουσεßο Βατικανοý στη Pþμη.
Aν τα σýντομα βιογραφικÜ του μας εντυπωσιÜζουν, μας γεμßζει θαυμασμü το θαυμÜσιο Ýργο του, που επιτρÝπει να χαρακτηρßσουμε τη πορεßα του μÝσα στον χρüνο ως φωτεινÞ βιοτροχιÜ. O βιογρÜφος του αναφÝρει πως Ýμαθε τη τραγικÞ τÝχνη του απü τον Aισχýλο. Δεν Ýχουμε λüγους ν' αμφισβητÞσουμε αυτÞ τη μαθητεßα. Bεβαßως, στον ΣοφοκλÞ αποδßδονται κÜποιες καινοτομßες που βοÞθησαν στη πρüοδο της δραματικÞς τÝχνης. Aýξησε τον αριθμü των μελþν του χοροý απü 12 σε 15 και τον αριθμü των υποκριτþν σε 3, απü 2. Aυτü Ýδωσε τη δυνατüτητα να περιοριστοýν τα λυρικÜ μÝρη και να δοθεß μεγαλýτερη Üνεση στην ανÝλιξη του μýθου. Xρησιμοποßησε ακüμη τη σκηνογραφßα και πρþτος αυτüς απü τους Aθηναßους ποιητÝς «ανÝμειξε» τη φρυγικÞ μελωδßα με τον διθυραμβικü τüνο. KατÜ το λεξικü του Σουßδα, «αυτüς πρþτος Þρξε τοý, δρÜμα πρüς δρÜμα, αγωνßζεσθαι καß μÞ τετραλογßαν». Tις καινοτομßες αυτÝς μιμÞθηκαν ο Eυριπßδης κι εν μÝρει ο Aισχýλος.
EνδεχομÝνως τελειοποßησε με την εισαγωγÞ της «σκηνογραφßας» παλαιüτερη τεχνικÞ του AγÜθαρχου, για τον οποßον ο Bιτροýβιος παραθÝτει: «Primum Athenis Aeschylo docente tragoediam scaenam fecit et de ea commentrarium reliquit». Στη κατηγορßα αυτþν των καινοτομιþν ανÞκουν μεταξý Üλλων, η εισαγωγÞ της «καμπýλης βακτηρßας» των γερüντων, των «λευκþν κρηπßδων», που φοροýσαν τüσον οι υποκριτÝς üσο κι οι χορευτÝς κι η χρησιμοποßηση στα ßδια Üσματα και της φρýγιας μελοποιÀας (φρýγιος τρüπος). ¼σον αφορÜ στη γλþσσα του, ο ΑριστοφÜνης Ýλεγε κατÜ τον Δßωνα τον Χρυσüστομο, πως "ο ΣοφοκλÞς εßχε το στüμα αλειμμÝνο με μÝλι".
Δεν εßναι ακριβþς γνωστü πüσα Ýργα Ýγραψε. Στους αλεξανδρινοýς χρüνους, ο σπουδαßος φιλüλογος ΑριστοφÜνης ο ΒυζÜντιος, εßχε στη διÜθεσÞ του 130, που üμως θεþρησε νüθα 7. Απü το πλÞθος αυτü σþθηκαν μüνο 7 τραγωδßες. ΕξÜλλου, το 1911, ανακαλýφθηκαν 393 στßχοι απü το σατυρικü δρÜμα του "Ιχνευταß". Οι 7 τραγωδßες που σþθηκαν εßναι: "Αßας", "Αντιγüνη", "Τραχßνιαι", "Οιδßπους Τýραννος", "ΗλÝκτρα", "ΦιλοκτÞτης" κι "Οιδßπους Επß Κολωνþ".
================
ΑΝΤΙΓΟΝΗ 442 π.Χ.
ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
ΙΣΜΗΝΗ
ΧΟΡΟΣ
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
ΑΙΜΟΝΑΣ
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
ΕΥΡΥ∆ΙΚΗ
ΥΠΟΘΕΣΗ
ΜετÜ το θÜνατο του Οιδßποδα, οι γιοß του ΕτεοκλÞς και Πολυνεßκης αποφÜσισαν να κρατÞσουν αυτοß την εξουσßα βασιλεýοντας εναλλÜξ ανÜ Ýτος. Τον πρþτο χρüνο βασßλεψε ο ΕτεοκλÞς αλλÜ üταν Þρθε η þρα να παραδþσει την εξουσßα, δεν το 'κανε κι ο Πολυνεßκης τüτε πÞγε στο 'Αργος, πÞρε τους Αργεßους συµµÜχους του κι επιτÝθηκε στη ΘÞβα. Σε µονοµαχßα αλληλοσκοτþθηκαν τα δυο αδÝλφια και τüτε την εξουσßα πÞρε ο αδελφüς της ΙοκÜστης και γαµπρüς του Οιδßποδα, ο ΚρÝοντας. Αυτüς διÝταξε να θÜψουν µε τιµÝς τον υπερασπιστÞ της ΘÞβας, τον ΕτεοκλÞ, αλλÜ να αφÞσουν Üταφο, τον Πολυνεßκη. Η αδελφÞ τους Αντιγüνη üµως, θεωρεß üτι αυτÞ η διαταγÞ εßναι ενÜντια στους θεßους νüµους κι αποφασßζει να τη παραβεß και να τον θÜψει µüνη της.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: ΙσµÞνη αγαπηµÝνη µου, αδερφÞ µου, ξÝρεις τι ακüμα µας φυλÜ ο ∆ßας απ' τη κακÞ µοßρα του Οιδßποδα; Γιατß δεν ݵεινε καµιÜ απ' τις συµφορÝς, πßκρα, κατÜρα, ατιµßα Þ ντροπÞ, που να µη Ýχουµε δοκιµÜσει, συ κι εγþ. Και τþρα τι 'ναι πÜλι τοýτη η διαταγÞ, που κυκλοφüρησε σ' üλη η ΘÞβα ο στρατηγüς; 'Ακουσες κÜτι σχετικÜ µε αυτÞ; ¹ δεν το πÞρες εßδηση πως ετοιµÜζουν στους αγαπηµÝνους µας κακü µεγÜλο, που οýτε σ' εχθροýς δεν ταιριÜζει;
ΙΣΜΗΝΗ: Εγþ για φßλους Αντιγüνη δεν Üκουσα καµιÜ κουβÝντα, οýτε γλυκειÜ οýτε πικρÞ αφ' üτου χÜσαµε τα δυü µας αδÝρφια που σκοτþθηκαν σε διπλü φονικü µε το ßδιο τους το χÝρι. Απü τüτε που ο στρατüς των Αργεßων Ýφυγε τη νýχτα νικηµÝνος, Üλλο δεν ξÝρω να Ýγινε εßτε για παρηγοριÜ µας εßτε για να µας δþσει κι Üλλη πßκρα.
ΑΝΤ: ¹µουνα σßγουρη, γι' αυτü σε φþναξα Ýξω απ' τις πýλες, για να τ' ακοýσεις µüνη σου.
ΙΣΜ: Τι τρÝχει; Φαßνεσαι αλαφιασµÝνη.
ΑΝΤ: ∆εν Ýχει αποφασßσει ο ΚρÝοντας να θÜψει µε τιµÝς τον Ýναν αδερφü µας και τον Üλλον να τον αφÞσει Üταφο για να τον ατιµþσει; ΘÜβει σýµφωνα µε το νüµο τον ΕτεοκλÞ üπως ταιριÜζει, λÝνε, σ' Ýνδοξους νεκροýς. ¼µως για το Üτυχο κορµß του Πολυνεßκη, Ýβγαλε µια διαταγÞ µες στη πολιτεßα, κανεßς να µη τολµÞσει, οýτε να θÜψει οýτε και να το µοιρολογÞσει ακüµα. ΑλλÜ να τ' αφÞσουν Üκλαυτο κι Üταφο για να χορτÜσουν λαßµαργα τη πεßνα τους µε τις σÜρκες του τ' αρπαχτικÜ üρνεα. ΑυτÜ, λÝνε πως ο καλüς µας ο ΚρÝοντας Ýχει διατÜξει για σÝνα και για µÝνα. Πιο πολý λÝω για µÝνα και βγαßνει τþρα να τ' ανακοινþσει σ' üσους δεν το ξÝρουν. Κι αν παραβεß κανεßς αυτÞ τη διαταγÞ η ποινÞ θα εßναι να πεθÜνει µε λιθοβολισµü, µπρος σ' üλους τους κατοßκους της πüλης. ΑυτÜ εßχα να σου πω. Τþρα θα δεßξεις αν εßσαι απü Üξια γενιÜ Þ θα τη ντροπιÜσεις.
ΙΣΜ: ΚαηµÝνη αδελφÞ µου, αφοý τα πρÜγµατα εßναι Ýτσι, τι θα µποροýσα εγþ να κÜνω Þ να µη κÜνω;
ΑΝΤ: ΣκÝψου, αν µπορεßς να µοιραστεßς µαζß µου αυτü που πρüκειται να κÜνω.
ΙΣΜ: Τι Ýχεις στο νου σου; Τι µπορεß να σηµαßνουν τα λüγια σου;
ΑΝΤ: Θα µε βοηθÞσεις να λυτρþσω τον νεκρü;
ΙΣΜ: ¼χι! Μη μου πεις πως θα τον θÜψεις στα κρυφÜ üταν αυτü απαγορεýεται!
ΑΝΤ: Εγþ στον αδερφü µου κι üχι δικü σου αδελφü αν δε θες, δε θα φερθþ προδοτικÜ.
ΙΣΜ: ¸στω κι αν το 'χει απαγορÝψει ο ΚρÝοντας, δýστυχη;
ΑΝΤ: ∆εν Ýχει το δικαßωµα να µε χωρßσει απ' τους δικοýς µου.
ΙΣΜ: Αχ σκÝψου, αγαπηµÝνη µου αδελφÞ, πως χÜθηκ' ο πατÝρας µας, µες στο µßσος και στη περιφρüνηση, σα µαθευτÞκαν üλες οι ντροπÝς κι Ýβγαλε µüνος τα µÜτια του! ΜετÜ η γυναßκα του και µÜνα του, δýο ονüµατα σ' Ýνα πρüσωπο, κρεµÜστηκε κι Ýδωσε τÝλος στις συµφορÝς της. Τρßτο κακü τα δυο αδÝρφια µας µαζß, την ßδια þρα σκοτωθÞκαν χτυπηµÝνα, µε µιας, απü το χÝρι ο Ýνας τ' αλλουνοý. Τþρα κι εµεßς, αν παρακοýσουµε το νüµο, τις διαταγÝς κι απειλÝς του τυρÜννου, σκÝψου τι καταστροφÞ µας περιµÝνει. ΠρÝπει να νιþσεις πως εßµαστε γυναßκες και δε µποροýµε µ' Üντρες να τα βÜλουµε. Κι αφοý µας κυβερνοýνε δυνατüτεροι, αυτÜ πρÝπει να υπακοýµε και χειρüτερα. Εγþ λοιπüν ζητÜω συγνþµη απ' τους νεκροýς και θα υπακοýσω σε κεßνους που κυβερνοýν. Το παραπÜνω εßναι παραφροσýνη.
ΑΝΤ: ∆ε θα σε παρακαλÝσω κι οýτε δÝχοµαι και να το θες, τþρα δε θÝλω 'γω. Συ κÜνε üπως νοµßζεις, εγþ θα τον θÜψω. Και θα το κÜνω Ýστω κι αν εßναι να πεθÜνω. Θα κεßτοµαι κει αγαπηµÝνη µ' αυτüν που 'χω αγαπÞσει, κÜνοντας Üγιο κρßµα. Σ' αυτοýς θÝλω ν' αρÝσω πιο πολý, στους κÜτω κι üχι σ' αυτοýς που ζουν ακüµα. Γιατß για πÜντα θα 'µαι κει. Συ αν το θες περιφρονεßς τα üσια και τα ιερÜ.
ΙΣΜ: ∆εν τα περιφρονþ, µα δεν τολµþ κιüλας να τα βÜλω µ' ολÜκερη τη πüλη.
ΑΝΤ: ∆ικαιολογßες: Εγþ πηγαßνω τþρα να θÜψω τον αγαπηµÝνο µου αδερφü.
ΙΣΜ: Πüσο πολý φοβܵαι για σÝνα, αδελφÞ µου!
ΑΝΤ: Μη νοιÜζεσαι. Κοßτα να 'σαι συ καλÜ.
ΙΣΜ: ΤουλÜχιστον κρÜτα το µυστικü κι εγþ δε πρüκειται να µιλÞσω σε κανÝνα γι' αυτü.
ΑΝΤ: Να το πεις! Πιο πολý θα σε µισÞσω για τη σιωπÞ σου, αν δεν το φανερþσεις σ' üλο τον κüσµο.
ΙΣΜ: ¸χεις ζεστÞ καρδιÜ γι' αυτÜ που φÝρνουν σýγκρυο.
ΑΝΤ: ΞÝρω üτι αυτÜ θ' αρÝσουνε σ' αυτοýς που αγαπþ!
ΙΣΜ: Ναι, αν τα κατορθþσεις. ΑλλÜ θα προσπαθÞσεις τ' ακατüρθωτα.
ΑΝΤ: Μüνο αν δεν Ýχω πια δýναµη θα σταµατÞσω.
ΙΣΜ: ΠοτÝ δεν πρÝπει τ' Üπιαστα να κυνηγÜς.
ΑΝΤ: Αν συνεχßσεις να µιλÜς Ýτσι θα σε µισÞσω κι εγþ αλλÜ κι ο νεκρüς, üταν θα πας κοντÜ του. 'Ασε µε. ¼σο για την αποκοτιÜ µου εßναι δικü µου πρüβληµα. ¼µως τουλÜχιστον θα ξÝρω πως δε θα πÜω ντροπιασµÝνη.
ΙΣΜ: Αν το νοµßζεις σωστü κÜντο. ΑλλÜ να ξÝρεις κÜνεις τρÝλα, üσο και να τον αγαπÜς.
(Φεýγει η Αντιγüνη. Η ΙσµÞνη επιστρÝφει στο παλÜτι. Ο χορüς που αποτελεßται απü πρεσβýτερους Θηβαßους µπαßνει)
ΧΟΡΟΣ: ¹λιε, πιο πολý απü ποτÝ, το πιο λαµπρü σου φως φÜνηκε τþρα στη ΘÞβα την εφτÜπυλη. Κι η αχτßνα σου, µÜτι της χρυσÞς µÝρας ανÝτειλε πÜνω στα νερÜ της ∆ßρκης! Τον αργßτικο, το σιδερüφραχτο στρατü τον τýφλωσε κι Ýφυγε απü την πüλη µας µε βιÜση, πÜνω σα γρÞγορα ÜλογÜ του. ΤÝτοιο στρατü κουβÜλησ' εναντßον της πατρßδας του ο Πολυνεßκης, απü φιλονικεßα ξεσηκωµÝνος. Και σαν αúτüς χßµηξε πÜνω στη χþρα µας, στριγγλßζοντας πßσω απ' τις Üσπρες σαν το χιüνι αστραφτερÝς ασπßδες, µε üλο το στρατü του που φοροýσε στα κρÜνη τα λοφßα.
Πριν καλÜ καλÜ παραταχτεß γýρω στο κÜστρο και σηµαδÝψει την εφτÜπυλη εßσοδο µε λüγχες φονικÝς, αναγκÜστηκε να φýγει, προτοý ακüµα προφτÜσει να γευτεß το αßµα µας και να πυρπολÞσει τους πýργους που στεφανþνουν τα τεßχη της πüλης. Τüσο δυνατüς Þταν ο αχüς της µÜχης που γινüταν πßσω του, αυτü δεν µπüρεσε να το νικÞσει, και νικÞθηκε απü τον εχθρικü του δρÜκο. Γιατß ο ∆ßας τη φαντασµÝνη γλþσσα τη σιχαßνεται και üταν τον εßδε να χιµÜει σαν ορµητικüς χεßµαρρος, µÝσα στην κλαγγÞ των αρµÜτων του µε τüση περηφÜνεια, πÝταξε τον πυρωµÝνο κεραυνü του και τον Ýκαψε, πÜνω στην þρα που ετοιµÜζονταν πÜνω στις επÜλξεις µας να κραυγÜσει για την νßκη του.
Τρικλßζει και πÝφτει καταγÞς µε γδοýπο φοβερü, αυτü που διψασµÝνος για αßµα, φυσοµανοýσε σαν κακοµανιασµÝνη θýελλα. Δρασκελοýσε πüτε δω και πüτε κει και τους πετσüκοβε ορµητικüς, ο µÝγας 'Αρης. Κι üλοι τους κι οι επτÜ οι λοχαγοß, παραταγµÝνοι στις πýλες τις επτÜ µπροστÜ, ßσοι προς ßσους αφιÝρωσαν τα üπλα τους τ' αστραφτερÜ σαν προσφορÜ στο βωµü του ∆ßα που γýρισε τη µÜχη. ¼λοι εκτüς απ' τα δυο τα θλιβερÜ παιδιÜ, που αν κι εßχαν τον ßδιο πατÝρα και την ßδια µÜνα ݵπηξαν τα κοντÜρια ο Ýνας τ' αλλουνοý και πÞραν κι οι δýο απ' τον θÜνατο, ßσο µερßδιο. Τþρα üµως που µας Þρθε η πολυπüθητη µεγÜλη Νßκη, χÜρισµα για τη ΘÞβα µε τ' αµÝτρητα Üρµατα, ας τον ξεχÜσουµε τοýτο τον πüλεµο και πܵε στους ναοýς, µε το ΒÜκχο µας αρχηγü, να στÞσουµε ολονýχτιους χοροýς, να ξεσηκþσουµε üλη τη ΘÞβα.
Μα να, κι ο νÝος βασιλιÜς µε των θεþν τις ευλογßες, ο γιος του ΜενοικÝα ο ΚρÝοντας Ýρχεται καταδþ και µοιÜζει σοβαρüς. Σαν τι να σχεδιÜζει και µας κÜλεσε, üλη τη γερουσßα, σ' Ýκτακτη συνεδρßαση;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: 'Ανδρες, αφοý οι θεοß ταρÜξανε τη πüλη θÝλησαν και πÜλι να ορθοποδÞσει. Απ' üλους κÜλεσα πρþτους εσÜς εδþ. ΞÝρω πως δεßξατε σεβασµü στο θρüνο απ' τον καιρü που κυβερνοýσε ο ΛÜιος. Και σαν ο Οιδßπους ξανÜστησε την πüλη, µα κι üταν χÜθηκε, για τα παιδιÜ του εσεßς δεßξατε φρονιµÜδα και τα υποστÞρßξατε. Τþρα λοιπüν που αυτÜ µε ßδια µοßρα χÜθηκαν, Ýνας τον Üλλον χτυπþντας εχθρικÜ, µ' ανüσιο χÝρι σκοτωµÝνα και τα δυο, κρατþ τον θρüνο και την εξουσßα εγþ αφοý εßµαι συγγενÞ µε τους χαµÝνους.
Εßναι αδýνατον να µÜθεις τα φρονÞµατα, τη σκÝψη, την ψυχÞ του κÜθε ανθρþπου, προτοý πÜρει στα χÝρια του εξουσßα. Για µÝνα, αυτüς που κυβερνÜει την πüλη και δεν αποφασßζει το καλýτερο γι' αυτÞν, Þταν και θα εßναι ο χειρüτερος. Κι üποιος πιο πÜνω απ' την πατρßδα του βÜζει το φßλο, εγþ τον λÝω τιποτÝνιο. Ορκßζοµαι στον ∆úα, που üλα τα βλÝπει να µη σωπÜσω βλÝποντας την κατÜρα αντß για τη σωτηρßα µας, να σιµþνει. Εχθρüς της χþρας, δε θα γßνει φßλος µου ποτÝ. Γιατß, αν η πατρßδα µας αρµενßζει καλÜ και µας θα σþζει και φßλους θα αποκτܵε. Λοιπüν εγþ µε τÝτοιους νüµους θα τη προστατÝψω. Και τþρα ακοýστε τι Ýχω διακηρýξει µες στη πüλη για τα παιδιÜ του Οιδßποδα:
Ο ΕτεοκλÞς που Þταν Üριστος στο κοντÜρι και χÜθηκε µαχüµενος για την πατρßδα, να ταφεß µε üλες τις τιµÝς που του πρÝπουν, üσες ταιριÜζουν στους ηρωικοýς νεκροýς. Τον αδερφü του üµως, µιλÜω για τον Πολυνεßκη που εξüριστος γυρßζει στην πατρßδα για να την κÜψει κι αυτÞν και τα ιερÜ της και θÝλησε να πιεß αδερφικü αßµα και τους δικοýς του να τους σýρει στη σκλαβιÜ, αυτüν, βγÞκε στην πüλη διαταγÞ, κανεßς να µην τον θÜψει Þ να νεκροστολßσει οýτε να µοιρολογÞσει, αλλÜ Üθαφτο να τον αφÞσουνε, να τον κατασπαρÜξουν τα σκυλιÜ και τα üρνεα. ΑυτÞ εßναι η απüφασÞ µου. Γιατß εγþ ποτÝ δεν βÜζω ßσα το καλü και το Üδικο. ΑλλÜ üποιος µε τη πüλη αυτÞ εßναι φßλος, θα τον τιµþ ßδια και üταν ζει και νεκρü.
ΧΟΡ: ΚÜνε ü,τι σ' αρÝσει στη πüλη, ΚρÝοντα, γιε του ΜενοικÝα και για τους δýστροπους και τους νοµοταγεßς, σε εµπιστευüµαστε να πÜρεις üποια απüφαση θÝλεις και για τους πεθαµÝνους και για τους ζωντανοýς.
ΚΡ: Κι αυτÜ που ακοýσατε θÝλω να εφαρµοστοýν.
ΧΟΡ: ∆εν τ' αναθÝτεις σε κÜποιο κατþτερο;
ΚΡ: ¸στειλα κιüλας φρουροýς να φυλÜξουν τον νεκρü.
ΧΟΡ: Λοιπüν. ¸χεις κÜποιαν Üλλη προσταγÞ;
ΚΡ: Να µη βοηθÞσετε κανÝναν παραβÜτη.
ΧΟΡ: Ποιον θα βρεις τüσο ανüητο να θÝλει να πεθÜνει;
ΚΡ: ¸τσι θα τιµωρηθεß. ΑλλÜ πολλÝς φορÝς η ελπßδα για το κÝρδος σκüτωσε πολλοýς.
(Μπαßνει Ýνας φýλακας)
ΦΥΛΑΚΑΣ: ΒασιλιÜ, δε λÝω πως Ýρχοµαι τρÝχοντας µε φτερÜ στα πüδια και χωρßς ανÜσα, γιατß µε Ýτρωγε η Ýγνοια και κοντοστεκüµουνα και πολλÝς φορÝς σκεφτüµουν να κÜνω στροφÞ και να γυρßσω πßσω. Τη µια Ýλεγε το µυαλü µου: Πας να τη πÜθεις κακοµοßρη; ΣτÜσου εδþ! Και την Üλλη : Τι στÝκεις βλÜκα; ΤρÜβα. Κι αν το προφτÜσει στον ΚρÝοντα Üλλος; Εσý πως θα γλυτþσεις; ΤÝτοια στριφογυρßζοντας µÝσ' στο µυαλü κι αργοýσα κÜνοντας µεγÜλη την κοντινÞ απüσταση. ΤÝλος µε νßκησε η απüφαση να 'ρθω να στ' αναφÝρω κι ας µην ξÝρω τßποτα. Και σου 'ρχοµαι γαντζωµÝνος στην ελπßδα πως δε θα πÜθω τßποτα Üλλο εκτüς απ' üσα γρÜφει η µοßρα µου.
ΚΡ: Μα τι συµβαßνει κι Ýχεις τÝτοια ταραχÞ;
ΦΥΛ: ΘÝλω για µÝνα πρþτα να σου µιλÞσω. ∆εν το 'καµα κι οýτ' εßδα εγþ ποιος το 'καµε και δεν εßναι σωστü να τιµωρηθþ εγþ γι' αυτü που Ýγινε!
ΚΡ: Τι τρÝχει και µιλÜς τüσο µπερδεµÝνα; Φαßνεται σα να θες να κρýψεις κÜτι σπουδαßο.
ΦΥΛ: Τη φοβερÞ εßδηση δεν τη λες εýκολα.
ΚΡ: Πες γρÞγορα ü,τι Ýχεις να πεις και φýγε.
ΦΥΛ: Στο λÝω: Να κÜποιος δεν εßναι πολý þρα, Ýθαψε το νεκρü κι αφοý τον ρÜντισε κι Ýριξε πÜνω του ψιλÞ σκüνη, πÜει, χÜθηκε.
ΚΡ: Τι; Ποιος Üντρας µπüρεσε να το τολµÞσει;
ΦΥΛ: ∆ε ξÝρω! ∆εν εßχε χτυπÞµατα απ' αξßνα, οýτε και κÜπου κοντÜ σωριασµÝνο χþµα, η γη Þταν ανÝπαφη κι οýτε απü ܵαξα υπÞρχαν αυλακιÝς. Αυτüς που το 'κανε εξαφανßστηκε. ¼ταν µας το Ýδειξε ο φýλακας της βÜρδιας µας φÜνηκε ολονþν σαν παρÜξενο θαýµα! Οýτε ο νεκρüς φαινüταν, οýτε και τÜφος υπÞρχε, αλλÜ µε ψιλÞ σκüνη ξüρκισαν το κρßµα. Κι οýτε σηµÜδι απü σκυλιÜ Þ αγρßµι φαινüταν, να πεις πως Þρθαν και Ýφαγαν το πτþµα. 'Αρχισαν τüτε βρισιÝς και τσακωµοß, ακüµα και στα χÝρια πιαστÞκαν οι φýλακες και κανεßς δεν ݵπαινε στη µÝση να τους χωρßσει. Ο καθÝνας Ýριχνε φταßξιµο στον Üλλο, και µüνο τον εαυτü του Ýλεγε αθþο. ΠÜσχιζε να ξεφýγει. Και πυρωµÝνα σßδερα θα πιÜναµε και στη φωτιÜ θα πÝφταµε, κι üρκους πολλοýς θα λÝγαµε πως οýτε εµεßς το κÜναµε, οýτε και ξÝρουµε ποιος το σκÝφτηκε για να το κÜνει. Μüλις καταλÜβαµε üτι δεν Ýβγαινε απü πουθενÜ Üκρη, λÝει κÜτι κÜποιος και σκýβουµε κεφÜλι απü φüβο συµφωνþντας üλοι. ∆ε γινüτανε κι αλλιþς. Πρüτεινε αυτüς να σου το ποýµε κι να µην το κρýψουµε. Νßκησε ο λüγος του και ο κλÞρος Ýπεσε σε µÝνα τον µαýρο να σου φÝρω αυτü το καλü µÞνυµα... Κι Þρθα κακοδεχοýµενος, το ξÝρω. Ουδεßς γαρ στÝργει Üγγελον κακþν επþν.
ΧΟΡ: ΒασιλιÜ, üσο το συλλογιݵαι, λÝω µπας κι Ýβαλ' ο Θεüς το χÝρι του σ' αυτÜ.
ΚΡ: ΠÜψε, προτοý ξεσπÜσει η οργÞ που βρßσκεται µÝσα µου κι αποδειχτεßς και γÝρος κι ܵυαλος µαζß. Γιατß δεν υποφÝρεσαι µ' αυτÜ που λες üτι δηλαδÞ νοιÜζονται οι θεοß για τοýτο το νεκρü. Λες να τον Ýθαβαν σαν ευεργÝτη τους επειδÞ Þρθε να κÜψει τους ναοýς τους, τ' αφιερþµατÜ τους ακüµα και τη γη τους, και ν' αναποδογυρßσει üλους τους νüµους; Λες να τιµÜνε τους κακοýργους οι θεοß; Αυτü δε γßνεται ΞÝρω απü καιρü κÜποιους που ψιθυρßζουν εναντßον µου κρυφÜ κουνþντας το κεφÜλι τους, χωρßς να λογαριÜζουν νüµους κι Üρχοντες. ΚÜποιοι απ' αυτοýς, λοιπüν, ξÝρω καλÜ, βÜλανε πληρωµÝνους να το κÜνουν. Γιατß το χρÞµα, εßναι ο χειρüτερος θεσµüς µÝσα στους ανθρþπους. Γκρεµßζει πολιτεßες, οι Üντρες ξεπορτßζουν απ' τα σπßτια τους, στρÝφει το µυαλü τ' ανθρþπου στο κακü, τον σπρþχνει στην απÜτη Þ στο Ýγκληµα και Ýτσι χÜνεται κÜθε ντροπÞ και σεβασµüς και πλανεýονται οι τßµιες συνειδÞσεις. Μα οι πουληµÝνοι που 'καναν αυτü το πρÜγµα Ýφτασε η þρα να πληρþσουν ακριβÜ. Αν δεν µου βρεßτε τον δρÜστη αυτüν της ταφÞς και δεν τον φÝρετε αµÝσως εµπρüς µου δε πρüκειται να πÜτε στον 'Αδη, πριν τα µολογÞσετε üλα ζωντανοß πÜνω στη κρεµÜλα. Να µÜθετε ν' αρπÜζετε Üλλη φορÜ. ∆ε µπορεßς να κερδßζεις απü παντοý. Γιατß οι περισσüτεροι απ' αυτοýς που βγÜζουνε βρþµικα λεφτÜ βγαßνουν χαµÝνοι στο τÝλος.
ΦΥΛ: ¸χω την ÜδειÜ σου να µιλÞσω Þ να φýγω;
ΚΡ: ∆εν το καταλαβαßνεις üτι µ' ενοχλεßς;
ΦΥΛ: Που σ' ενοχλþ, στ' αφτιÜ Þ στο µυαλü;
ΚΡ: Μπα! Γιατß θÝλεις να βρεις που βρßσκεται η ενüχλησÞ µου;
ΦΥΛ: Αυτüς που 'φταιξε σε στενοχωρεß στο µυαλü, εγþ στ' αφτιÜ.
ΚΡ: ΒλÝπω üτι γεννÞθηκες φλýαρος.
ΦΥΛ: Μπορεß. ΑυτÞ τη ταφÞ πÜντως δεν την Ýκανα εγþ.
ΚΡ: Εσý την Ýκανες. Και κÜτι ακüµα χειρüτερο. Ποýλησες τη ζωÞ σου για τα χρÞµατα.
ΦΥΛ: Αδικßα! ∆εν µπορεß να εßναι το ßδιο πρܵα και τα ψݵατα κι η αλÞθεια.
ΚΡ: 'Ασε αυτü το αστεßο παιχνßδι µε τη δικαιοσýνη και την αδικßα. Αν δε µου βρεις τους δρÜστες, θα δεις και θα µÜθεις γρÞγορα τι σηµαßνει να κυνηγÜς βρþµικο κÝρδος.
ΦΥΛ: ΜακÜρι να βρεθεß αυτüς ο πονηρüς. ¼µως αν δεν πιαστεß, δε θα µε ξαναδεßς να 'ρχοµαι πÜλι µπρος σου. Γιατß εγþ δεν εßχα καµιÜ ελπßδα να γλιτþσω και γι' αυτü τþρα χρωστþ στους θεοýς µεγÜλη χÜρη.
ΧΟΡ: ΠολλÜ εßναι τα παρÜδοξα µα τßποτα πιο θαυµαστü απ' τον Üνθρωπο. ΠÝρα απ' τον αφρισµÝνο ωκεανü περνÜ µε το νοτιÜ, ξσκßζοντας τα φουσκωµÝνα κýµατα και τη Γη την υπÝρτατη θεÜ, την Üφθαρτη κι ακܵατη οργþνει µε το αλÝτρι το δεµÝνο στ' Üλογα, προσπαθþντας να τη κÜνει να βλαστÞσει χρüνο µε το χρüνο. ΚυνηγÜ και πιÜνει τα λαφρüµυαλα πουλιÜ, στÞνει παγßδες σε θεριÜ κι αγρßµια της στεριÜς και δßχτυα για το θησαυρü της θÜλασσας. Κι εξουσιÜζει ο τετραπÝρατος βουνÜ, κܵπους, περνÜ χαλινÜρι στο Üλογο τ' ατßθασο και το ζυγü στο βουνßσιο, δυνατü ταýρο. ¸µαθε να µιλÜ µ' εµπνευσµÝνη σκÝψη, δηµιοýργησε κοινωνßα και νüµους και βρÞκε τρüπο να φυλÜγεται απ' τους πÜγους, το κρýο και της βροχÞς τις µπüρες. ¼λα τα καταφÝρνει, Ýξω απü Ýνα: Να ιδεß το µÝλλον. Μüνο απ' το θÜνατο δε θα γλιτþσει κι ας βρÞκε γιατρικü σ' αγιÜτρευτες αρρþστιες. ¼µως κι αν Ýχει καταφÝρει µε τη σοφßα και τη τÝχνη του τ' ανÝλπιστα, βαδßζει πüτε στο κακü και πüτε πÜλι στο καλü. 'Αξιος πολßτης üποιος κρατÜ τους νüµους της πατρßδας του και σÝβεται τον üρκο στους θεοýς. ΑνÜξιος, αυτüς που αποτολµÜ το κακü. Αυτüν, οýτε στο σπßτι µου τον βÜζω οýτε ποτÝ µου θα συγχωρÞσω.
ΜυστÞριο πρܵα αυτü που βλÝπω. ¹ γελιݵαι; Χωρßς αµφιβολßα, αυτÞ εßναι. Η Αντιγüνη. Κακüµοιρο παιδß, του δýσµοιρου Οιδßποδα, τι τρÝχει; Μη πεις πως σε συνÝλαβαν να κÜνεις τÝτοια τρÝλα! ΠαρÜκουσες τη διαταγÞ του βασιλιÜ;
ΦΥΛ: Ορßστε! Τοýτη εßναι που Ýκαµε αυτü το Ýργο. Την πιÜσαµε πριν λßγο να σκÜβει για να τον θÜψει. Μα που εßναι ο ΚρÝοντας;
ΧΟΡ: Να, συµπτωµατικÜ βγαßνει απ' το παλÜτι.
ΚΡ: Τι συµβαßνει; Ποια εßναι η σýµπτωση που µελετÜς;
ΦΥΛ: ΒασιλιÜ µου, δεν πρÝπει ποτÝ να δεσµεýεται κανεßς µε üρκο. Η δεýτερη γνþµη ξεγελÜ τη πρþτη. Κι εγþ τ' ορκßστηκα να µη ξαναπατÞσω δω το πüδι µου, ýστερ' απ' τις φοβÝρες και τις προσβολÝς που µου πÝταξες. Κι εκεß που δεν το περιµÝνεις, ξÜφνου µες στη µαυρßλα ξεπροβÜλλει διπλÞ χαρÜ. Κι Þρθα µε τη κοπÝλα αυτÞ που 'πιασα την þρα που στüλιζε τον τÜφο. Κι ας εßχα πÜρει üρκο να µην Ýρθω. ∆ε ρßξαµε κλÞρο. Μüνος µου την Ýπιασα χωρßς κανÝναν Üλλο. Τþρα βασιλιÜ µου ανÜλαβÝ την εσý, κρßνε κι εξÝτασε. Μιας κι εγþ γλßτωσα φεýγω ξαλαφρωµÝνος, µε το δßκιο µου.
ΚΡ: Κι αυτÞ που φÝρνεις, πüτε και που την Ýπιασες;
ΦΥΛ: Την þρα που 'θαβε το πτþµα. Τþρα τα ξÝρεις üλα.
ΚΡ: Καταλαβαßνεις τι µου λες; ΜιλÜς σοβαρÜ;
ΦΥΛ: Την εßδα να θÜβει το νεκρü που Ýχεις απαγορεýσει να ταφεß. Εßναι αυτü σαφÝς; ΚΡ: Πως εµφανßστηκε και τη συνÝλαβες; Πως Ýγινε;
ΦΥΛ: ¸τσι ακριβþς Ýγινε: Σα φτÜσαµε κει, µετÜ απü τις τροµερÝς φοβÝρες σου, σκουπßσαµε τη σκüνη που σκÝπαζε το νεκρü, κι αφοý καθαρßσαµε καλÜ το πτþµα καθüµαστε ψηλÜ στα βρÜχια κÜπως αποµακρυσµÝνοι για να µη µας φτÜνει η µυρωδιÜ του. Κι ο καθÝνας απü µας Þταν πολý προσεκτικüς πια και παρüτρυνε και τον διπλανü του üποτε τον Ýβλεπε να αδιαφορεß. Περνοýσε η þρα þσπου Ýφτασε ο Þλιος στη µÝση τ' ουρανοý και µας Ýκαιγε. ΞαφνικÜ σηκþθηκ' Ýνας σßφουνας, σα θεúκü κακü και σÜρωσε τον κܵπο, Üρχισε να γδÝρνει üλες τις φυλλωσιÝς των δÝντρων και σηκωνüταν σα νÝφος ψηλÜ µÝχρι τον ουρανü. Κλεßσαµε τα µÜτια µας λουφÜζαµε. ¾στερ' απ' þρα ξεθυµαßνει το κακü και βλÝπουµε τη κüρη να κλαßει πικρÜ και να οδýρεται, σα πουλß που βρßσκει Üδεια τη φωλιÜ του. ¸τσι Ýκανε κι αυτÞ εδþ, µüλις εßδε γυµνü το σþµα του νεκροý, βγÜζει ουρλιαχτü και µε βαρειÝς κατÜρες καταριüταν εκεßνους που το 'χανε κÜνει. ΜετÜ πÞρε µες στις χοýφτες της ψιλÞ σκüνη και µ' Ýνα χÜλκινο βÜζο ρÜντισε τρεις φορÝς τον πεθαµÝνο αδερφü της. Εµεßς τüτε µüλις την εßδαµε, ορµÞξαµε και τη πιÜσαµε. ∆ε ταρÜχτηκε καθüλου. Και δεν αρνιüταν καµιÜ απ' τις κατηγορßες. Στενοχωριüµουνα και χαιρüµουνα µαζß. Απü τη µια χαιρüµουνα που γλßτωσα εγþ, αλλÜ στενοχωριüµουνα που 'πρεπε να τη φÝρω σε σÝνα. ¼µως σαν το καλοσκεφτεßς αυτÜ δε µετρÜν αν εßναι να γλιτþσεις το κεφÜλι σου.
ΚΡ: Εσý, που σκýβεις το κεφÜλι σου κÜτω, το παραδÝχεσαι, Þ αρνιÝσαι üτι το 'κανες;
ΑΝΤ: ∆εν τ' αρνιݵαι. Μολογþ πως το 'κανα.
ΚΡ: Συ φýλακα, φýγε να πας üπου θες. Εßσαι λεýτερος πια δε σε κατηγορþ. Συ λοιπüν, με λßγα λüγια και σýντομα πες µου: Το 'ξερες πως αυτü το 'χα απαγορÝψει;
ΑΝΤ: Το 'ξερα φυσικÜ. Και ποιος δεν το 'ξερε.
ΚΡ: Και τüλµησες να το κÜνεις κι ας το εßχα απαγορÝψει εγþ;
ΑΝΤ: Ο ∆ßας üµως δε µου τ' απαγüρεψε, οýτε η ∆ικαιοσýνη του ΚÜτω Κüσµου üρισε τÝτοιους νüµους για τους ανθρþπους. Κι οýτε πιστεýω üτι οι διαταγÝς ενüς θνητοý να εßναι πιο πÜνω απü τους Üγραφους και αλÜθευτους αιþνιους νüµους του ουρανοý. Γιατß üχι µονÜχα σÞµερα Þ χτες αλλÜ απü πÜντα υπÜρχουν, δεν ξÝρουµ' απü πüτε. Απ' τους θεοýς εγþ δε θα τιµωρηθþ γιατß φοβÞθηκα Ýναν θνητü. Το üτι θα πεθÜνω το Þξερα πολý καλÜ, -πως µποροýσε να γßνει Üλλωστε αλλιþς- πριν απ' τις προσταγÝς σου. Κι αφοý εßναι να πεθÜνω, θα 'χω κÝρδος να πÜω µιαν þρα αρχÞτερα. Για üποιον ζει µε τα δικÜ µου βÜσανα üπως εγþ, καλýτερος εßναι ο θÜνατος. Μια τÝτοια τýχη δε µου κακοφαßνεται. Αλλ' ܵα το νεκρü, αυτüν που µας γÝννησε η ßδια µÜνα, τον παρÜταγα Üθαφτο, θα πονοýσα. Για τ' Üλλα δε λυπܵαι πια. Κι αν µ' ü,τι κÜνω, εσý µε παßρνεις για τρελÞ, κατÜ κÜποιον τρüπο τη τρÝλα τη χρωστþ σ' Ýνα τρελü.
ΧΟΡ: ΠαθιασµÝνο σαν τον πατÝρα τοýτο το παιδß. ∆εν το βÜζει κÜτω µπρος στον κßνδυνο.
ΚΡ: Μα ξÝρε πως τα πεßσµατα τα πιο σκληρÜ λυγßζουν, ακüµα κι αυτü τ' ατσÜλι που 'ναι ψηµÝνο στη φωτιÜ µπορεßς να το δεις να ραγßζει και να κüβεται στα δýο. ΞÝρω πως και τα πιο Üγρια Üλογα µ' Ýνα µικρü χαλινÜρι µπορεßς να τα δαµÜσεις. ΠοτÝ δε µπορεß να σηκþνει κεφÜλι κεßνος που εßναι δοýλος σε Üλλους. Και το 'ξερε καλÜ πως µε περιφρονεß üταν τις διαταγÝς µου πÞρε αψÞφιστα και τþρα µας καυχιÝται µ' Üλλη προσβολÞ και µας κοροúδεýει κιüλας για την πρÜξη της. ∆εν εßµαι εγþ λοιπüν ο Üντρας, αλλÜ αυτÞ, αν την αφÞσω να πατÜ τους νüµους δßχως τιµωρßα. Μα εßτε εßναι παιδß της αδερφÞς µου Þ και δικü µου που προστατεýει ο ∆ßας, δε θα γλιτþσουν αυτÞ κι η αδερφÞ της απ' το θÜνατο. Κι εκεßνη το ßδιο την κατηγορþ, πως πÞρε µÝρος στην ταφÞ. ΦωνÜξτε την εδþ. Την εßδα µÝσα πριν λßγο να δÝρνεται και να χτυπιÝται σαν τρελÞ. Γιατß η ταραχÞ προδßνει üλους αυτοýς που στÞνουνε συνωµοσßες στα κρυφÜ. Κι εγþ µισþ üποιον πιαστεß να εγκληµατεß και µετÜ πασχßζει να οµορφýνει το ÝγκληµÜ του.
ΑΝΤ: Θες τßποτ' Üλλο, εκτüς απ' το να µε σκοτþσεις;
ΚΡ: Τßποτ' Üλλο, πρÜγµατι. Αν Ýχω αυτü, τα Ýχω üλα.
ΑΝΤ: Τι κÜθεσαι λοιπüν; ¼πως τα δικÜ σου λüγια δε µου αρÝσουν, οýτε και θα µ' αρÝσουν, Ýτσι και σÝνα τα δικÜ µου σ' ενοχλοýν. ∆üξα δεν περßµενα λαµπρüτερη απ' το να θÜψω τον αγαπηµÝνο µου. Το ßδιο θα'λεγαν και üλοι τοýτοι εδþ αν δεν τους βοýλωνε το στüµα ο φüβος. Μα η τυραννßα γι' αυτü το λüγο επικρατεß, γιατß µπορεß να λÝει και να κÜνει ü τι θελÞσει.
ΚΡ: Μüνο συ, ανܵεσα σ' üλους αυτοýς, Ýχεις αυτÞ την Üποψη.
ΑΝΤ: Κι αυτοß την Ýχουν, µα κρýβονται µπροστÜ σου.
ΚΡ: Και συ δεν ντρÝπεσαι να σκÝφτεσαι διαφορετικÜ απ' üλους;
ΑΝΤ: ∆εν εßναι ντροπÞ να τιµþ τον αδερφü µου.
ΚΡ: ∆εν Þταν αßµα σου κι ο Üλλος ο νεκρüς;
ΑΝΤ: Αßµα µου, απü την ßδια µÜνα και τον ßδιο πατÝρα.
ΚΡ: ∆εν τον ντροπιÜζεις, αφοý τιµÜς τον Üλλον;
ΑΝΤ: ∆εν θα πει ο πεθαµÝνος κÜτι τÝτοιο.
ΚΡ: Ναι, αν τον τιµÜς εξ ßσου µε τον ασεβÞ!
ΑΝΤ: Αδελφüς µου χÜθηκε üχι δοýλος.
ΚΡ: Αυτüς Þρθε για να καταστρÝψει τη χþρα µας, ενþ ο Üλλος σκοτþθηκε στη µÜχη.
ΑΝΤ: Ωστüσο, ο 'Αδης θÝλει τους ßδιους νüµους για üλους.
ΚΡ: ¼χι üµως ο καλüς ßσα µε τον κακü.
ΑΝΤ: Ποιος ξÝρει αν αυτü φαßνεται κακü στον κÜτω κüσµο;
ΚΡ: Και πεθαµÝνο τον εχθρü µου δεν τον συγχωρþ.
ΑΝΤ: ∆ε γεννÞθηκα για να µισþ, αλλÜ για ν' αγαπþ.
ΚΡ: ΠÞγαινε τþρα στη χþρα των νεκρþν κι εκεß αγÜπα τους αν θÝλεις να τους αγαπÜς. Εγþ üσο ζω, γυναßκα δε θα µε διατÜξει.
ΧΟΡ: Μα να, η νεαρÞ ΙσµÞνη Ýρχεται βιαστικÜ, χýνοντας δÜκρυα για τη µοßρα της αδερφÞς της, Ýνα σýννεφο πανω απü τα φρýδια της σκοτεινιÜζει το ξαναµµÝνο πρüσωπο βρÝχοντας τ' üµορφο µÜγουλü της.
ΚΡ: Και συ που στο σπßτι τρýπωνες σαν οχιÜ, που µου ροýφαγες το αßµα και δεν καταλÜβαινα πως τρÝφω δυο κατÜρες για το θρüνο µου, Ýλα και πες µου, Þσουν µαζß στον τÜφο Þ τþρα θα ορκιστεßς πως τÜχα δεν το ξÝρεις;
ΙΣΜ: Αν το 'κανε αυτÞ κι εγþ. Οµολογþ πως πÞρα κι εγþ µÝρος κι Ýχω φταßξιµο.
ΑΝΤ: ¼χι, το δßκιο δεν το επιτρÝπει αυτü. Οýτε θÝλησες, οýτε κι εγþ σε πÞρα µαζß µου.
ΙΣΜ: ¼µως δεν ντρÝποµαι σ' αυτÝς τις συµφορÝς να 'ρθω µαζß σου κι ας πÜθουµε τα ßδια.
ΑΝΤ: ΚÜτω στον 'Αδη ξÝρουνε ποιος το 'κανε. ∆εν αγαπþ üσους αγαποýν µε λüγια.
ΙΣΜ: Μη µ' εµποδßζεις, µαζß σου να πεθÜνω. Και µαζß να τιµÞσουµε το νεκρü.
ΑΝΤ: Μη θÝλεις να φορτωθεßς üσα δεν Üγγιξες. Μη µου πεθαßνεις. ΦτÜνει που πεθαßνω εγþ.
ΙΣΜ: Και πως θα ζÞσω ܵα συ λεßψεις;
ΑΝΤ: Τον ΚρÝοντα ρþτα. Αυτüς σε νοιÜζει µüνο.
ΙΣΜ: Και τι κερδßζεις, να µε πικραßνεις Ýτσι;
ΑΝΤ: Ο µορφασµüς µου εßναι απü πüνο, üχι γÝλιο.
ΙΣΜ: Τι Üλλο µπορþ να κÜνω εγþ για σÝνα;
ΑΝΤ: Να σωθεßς. ∆ε µε πειρÜζει που γλιτþνεις.
ΙΣΜ: Η Ýρµη και να στερηθþ τη µοßρα σου;
ΑΝΤ: Εσý διÜλεξες να ζεις, εγþ διÜλεξα να πεθÜνω.
ΙΣΜ: ¼µως, ü,τι µου 'ρχüταν στο µυαλü δε στο 'κρυψα.
ΑΝΤ: ΚαλÜ Ýκανες. Κι εγþ Ýκανα ü,τι πßστευα σωστü.
ΙΣΜ: Να µοιραστοýµε κι οι δυο το φταßξιµο.
ΑΝΤ: ΚρατÞσου, εσý ζεις. ΕµÝνα η ψυχÞ εßναι δοσµÝνη στους νεκροýς απü καιρü, γι' αυτü και τους υπηρετþ.
ΚΡ: ΠÜει, τρελαθÞκανε κι οι δυο, µüλις τþρα η µßα, ενþ η Üλλη απü τη γÝννησÞ της.
ΙΣΜ: Το χÜνεις το µυαλü σου, βασιλιÜ, üταν βρεθεßς µÝσα σε τüσα βÜσανα.
ΚΡ: Συ το 'χασες, üταν διÜλεξες τους κακοýργους.
ΙΣΜ: Και πως θα ζοýσα µüνη µου χωρßς αυτÞν;
ΚΡ: ΑυτÞ εßναι ξεγραµµÝνη, µη τη µελετÜς.
ΙΣΜ: ΘÝλεις να σκοτþσεις τη µνηστÞ του γιοý σου;
ΚΡ: ΥπÜρχουνε πολλÜ χωρÜφια γι' αυτüν να οργþσει.
ΙΣΜ: Ποιο ταιριαστü απ' αυτοýς τους δυο, κανÝνα.
ΚΡ: ∆ε θÝλω για το γιü µου τÝτοια κακιÜ γυναßκα.
ΑΝΤ: Αßµονα, καλÝ µου, ο γονιüς σου σε κακολογεß!
ΚΡ: Πολý µε σκüτισες κι εσý κι ο γܵος σου.
ΧΟΡ: ΕυτυχισµÝνος εßναι αυτüς που δε γεýτηκε τα βÜσανα. Γιατß σαν τρανταχτεß απü θεü Ýνα σπιτικü, η συµφορÜ περνÜ απü τη µια γενιÜ στην Üλλη üπως ορµÜει το µαýρο πÝλαγος και ξεσηκþνει απü το σκοτεινü τον πÜτο µαýρη ܵµο και δυνατοß θρακικοß Üνεµοι φÝρνουν µεγÜλα κýµατα, Ýτσι και στα σπßτια των Λαβδακιδþν, χρüνια τþρα, συµφορÝς σωριÜζονται πÜνω στα πÜθη, και δεν µπορεß ν' απαλλÜξει η µια γενιÜ την Üλλη, αλλÜ τους ο θεüς τους ρßχνει κÜτω πÜντα και δε µποροýν να γλιτþσουν. Τþρα πÜνω που Üρχισε να φαßνεται µια χαραµÜδα φως, το στερνü βλαστÜρι απ' τις ρßζες του Οιδßποδα το θÝρισαν ξανÜ ασυλλüγιστα λüγια και σκοτεινÜ µυαλÜ, µε το φονικü λεπßδι των θεþν του κÜτω κüσµου.
Κανεßς τη δýναµÞ σου ∆ßα δε θα µπορÝσει να την ξεπερÜσει, οýτε κι αυτüς ο ¾πνος που üλα τα παραλýει, οýτε και να σε φθεßρει µπορεß ο αγÝραστος καιρüς. Μα αιþνια παντοδýναµος θα κυβερνÜς µÝσα στην αστραφτερÞ δüξα του Ολýµπου. Στο µÝλλον, στο παρüν, στο παρελθüν, Ýνας νüµος υπÜρχει: ∆ε γßνεται κανÝνας Üνθρωπος να κρατηθεß Ýξω απ' τη συµφορÜ για πÜντα. Γιατß η ελπßδα πλανεýει. ¢λλους τους στÝλνει στο σωστü δρüµο, κι Üλλους τους τρÝφει µε λαχτÜρες κοýφιες. ΓλιστρÜει µÝσα σ' αυτüν που δεν ξÝρει και σÝρνει το βÞµα του στη φωτιÜ. ¸χει ειπωθεß Ýνας λüγος σοφüς: Αν θÝλει Ýνας θεüς στη συµφορÜ να σπρþξει κÜποιον, σκοτßζει το µυαλü του και το κακü το παßρνει για καλü. ¼µως ελÜχιστα το ευχαριστιÝται. ΑλλÜ να, το µοναχοπαßδι σου, ο Αßµονας. 'Αραγε ν' Üκουσε για το χαµü της Αντιγüνης κι Ýρχεται αγανακτισµÝνος, και πονεµÝνος για τη χαµÝνη ελπßδα του γܵου του;
ΚΡ: ΓρÞγορα θα το µÜθουµε, πολý καλýτερα απü µÜντεις. Παιδß µου Üκουσες την απüφασÞ µου για τη µνηστÞ σου κι Þρθες θυµωµÝνος; ¹ µ' ü,τι και να κÜνω, θα 'µαστε φßλοι;
ΑΙΜ: Δικüς σου εßµαι πατÝρα. Και τις σωστÝς σου συµβουλÝς εγþ πÜντα θ' ακολουθÞσω. ΚανÝνα γܵο δε θα βÜλω πιο πÜνω απü σÝνα, αν µε καθοδηγεßς καλÜ.
ΚΡ: Με τÝτοια αισθÞµατα παιδß µου στη καρδιÜ, ν' ακολουθεßς τη γνþµη του πατÝρα σου, κÜθε γονιüς θÝλει να 'χει τÝτοια παιδιÜ που και να πειθαρχοýν µες στο σπßτι του, τον εχθρü του πÜντα να τον πολεµοýν και να τιµοýν το φßλο του, σαν τον πατÝρα. Ενþ αυτüς που γεννÜ Üχρηστα παιδιÜ, φυτεýει για τον ßδιο πολλÜ βÜσανα και στους εχθροýς δßνει αφορµÝς για να γελÜνε µαζß του. Γι' αυτü, παιδß µου ποτÝ µη ξελογιαστεßς απ' τη λαχτÜρα µιας γυναßκας. Να ξÝρεις, θα πικραßνεσαι µες στο σπßτι σου αν παντρευτεßς δολερÞ νýφη. Χειρüτερη πληγÞ κι απ' τον κακü φßλο ακüµα, µεγαλýτερη δεν υπÜρχει. Φτýστη κι Üστηνε λοιπüν να πÜει να παντρευτεß στον 'Αδη µε νεκροýς. Γιατß µες στη πüλη αυτÞ µονÜχα απ' üλους πιÜστηκε να παρανοµεß. Και δε θα βγω ψεýτης εγþ µπρος στο λαü. Θα τη σκοτþσω. Ας πÜει να λιβανßζει το ∆ßα. Αν θρÝψω αντÜρτες µες στο σπßτι µου, σκÝψου πüσοι θα ξεπεταχτοýν απ' Ýξω. ¼ποιος µε τους δικοýς του φÝρνεται καλÜ, θα φερθεß µετÜ και στη πüλη σωστÜ και δßκαια. Αν κÜποιος που πατÜ τους νüµους, νοµßζει πως θα υπερνικÞσει αυτοýς που κυβερνοýν, µη περιµÝνεις να πÜρει και τιµÝς για τα καµþµατÜ του. Μα να υπακοýµε πρÝπει σ' üποιον ψÞφισ' ο λαüς και για µικρÜ και δßκια και για τ' ανÜποδα ακüµα. Πιστεýω πως αυτüς που κυβερνÜ καλÜ, µπορεß να θÝλει να κυβερνηθεß καλÜ. Κι αν πρÝπει αυτüς να πÜει να πολεµÞσει, θα µεßνει κει σýντροφος πιστüς κι ανδρεßος. ∆εν υπÜρχει κατÜρα µεγαλýτερη απü την αναρχßα. Γκρεµßζει πüλεις, αναστατþνει σπßτια και σπÝρνει φüβο µες στη µÜχη και την Þττα στους δικοýς µας. Ενþ η πειθαρχßα, σþζει το στρατü. ΠρÝπει να υπερασπιζüµαστε το νüµο, την τÜξη κι üχι ü,τι θÝλει µια γυναßκα. Καλýτερ' απü Üντρα, αν εßναι να πÝσω παρÜ να ποýνε πως µ' Ýριξε γυναßκα.
ΧΟΡ: Εγþ, αν στÝκοµαι καλÜ στα πüδια µου, νοµßζω πως üσα εßπες, εßναι σωστÜ.
ΑΙΜ: ΠατÝρα, οι θεοß µας δþσανε το νου, το καλýτερο αγαθü στον κüσµο. Κι εγþ δε θα 'λεγα πως δεν τα λες σωστÜ, οýτε θα το 'θελα, οýτε και το µπορþ. ΑλλÜ µπορεß να υπÜρχουν κι Üλλες γνþµες. Εσý απü τη θÝση σου, δε µπορεßς να ξÝρεις τι λÝνε, τι κÜνουν Þ τι κατηγοροýν, γιατß φοβÜται ο καθÝνας να σου πει τις γνþµες που δε θα σ' Üρεσε ν' ακοýσεις. Μα εγþ µπορþ ν' ακοýσω τι ψιθυρßζεται στην πüλη. ΜοιρολογÜνε το κορßτσι, το πιο δýστυχο απ' üλες τις γυναßκες, που λιþνει γιατß τüλµησε να κÜνει µια Üγια πρÜξη: "Εκεßνη που τον αδερφü της Ýθαψε και δεν τον Üφησε παρατηµÝνο εκεß τροφÞ για τα Üγρια τα σκυλιÜ και τα üρνια, δεν της αξßζανε οι πιο µεγÜλες τιµÝς;" ΤÝτοια κυκλοφοροýν µουρµουριστÜ παντοý.
ΠατÝρα, το να 'σαι ευτυχισµÝνος, εßναι για µÝνα, το πιο πολýτιµο πρÜγµα στον κüσµο. Τι Üλλο θÝλει ο γιüς παρÜ τη δüξα του πατÝρα κι ο πατÝρας τη δüξα του παιδιοý του; Μην Ýχεις την ιδÝα, πως το δικü σου εßναι µüνο το σωστü και τßποτ' Üλλο. Γιατß üσοι νοµßζουν πως µüνον αυτοß Ýχουνε γλþσσα και ψυχÞ και κανεις Üλλος, αν τους ξεψαχνßσεις τους βρßσκεις κοýφιους. Και δεν εßναι ντροπÞ ακüµα κι αν κÜποιος εßναι σοφüς, üταν µαθαßνει κÜτι καινοýργιο ν' αλλÜζει τη γνþµη του. Γιατß üσα απ' τα δÝντρα στην ορµÞ του χεßµαρρου λυγßζουν τα κορµιÜ τους, δεν τσακßζονται. ¼µως üσα αντιστÝκονται, ξερριζþνονται. ¸τσι και το καρÜβι στους ανݵους. Αν δε λασκÜρεις τα πανιÜ, τουµπÜρει, κι αναγκÜζεσαι να σταµατÞσεις το ταξßδι σου νικηµÝνος απü τα κýµατα. ΣκÝψου λοιπüν και δþσε τüπο στην οργÞ. Κι αν µετρÜ η γνþµη του νεþτερου, πιστεýω πως εßν' ωραßο κανÝνας να γεννηθεß σοφüς και σ' üλα γνωστικüς. Μ' αφοý δε γßνεται, πüτε-πüτε εßναι καλü ν' ακοýµε κι εκεßνους που λÝνε το διαφορετικü.
ΧΟΡ: 'Ακουσε, βασιλιÜ, αν λÝει κÜτι σωστü. Και συ. Γιατß καλÜ µιλÞσατε κι οι δυο.
ΚΡ: ΦτÜσαµε σ' αυτÞ την ηλικßα για να µας µÜθει γρܵµατα Ýνα παιδß;
ΑΙΜ: Τßποτα το Üδικο Κι αν εßµαι νÝος, εσý τα Ýργα να κοιτÜς, üχι την ηλικßα.
ΚΡ: Εßναι Ýργο για σÝνα να τιµÜς κακοýργους;
ΑΙΜ: Εγþ κακοýργους ποτÝ δε θα τιµοýσα.
ΚΡ: ΜÞπως δεν πιÜστηκε σε τÝτοιο κρßµα αυτÞ;
ΑΙΜ: Σ' üλη τη ΘÞβα δε λÝνε κÜτι τÝτοιο.
ΚΡ: Η πüλη θα µας πει τι θα διατÜζουµε;
ΑΙΜ: ΒλÝπεις πως τþρα µßλησες σαν παιδÜκι;
ΚΡ: Μαζß µε Üλλον θα κυβερνþ τη χþρα;
ΑΙΜ: ∆εν υπÜρχει χþρα που να 'ναι µüνο ενüς.
ΚΡ: ∆εν εßναι η πüλη κεßνου που κυβερνÜ;
ΑΙΜ: ΚαλÜ θα κυβερνοýσες κÜποιαν Ýρηµη χþρα.
ΚΡ: Τοýτος µε τη γυναßκα συµµαχεß λοιπüν.
ΑΙΜ: Αν εßσαι γυναßκα. Γιατß για σÝνα νοιÜζοµαι.
ΚΡ: ΝτροπÞ σου που κρßνεις τον πατÝρα σου;
ΑΙΜ: Οýτε το δßκιο κÜνεις οýτε το σωστü.
ΚΡ: Εßναι λÜθος που τιµþ τις αρχÝς µου;
ΑΙΜ: ∆εν τις τιµÜς, αν ατιµÜζεις τους θεοýς.
ΚΡ: Βρωµüπαιδο! Που υποχωρεßς σε µια γυναßκα!
ΑΙΜ: ∆ε θα µε δεις να τρÝχω πßσω απ' τη ντροπÞ!
ΚΡ: ΚÜθε κουβÝντα που θα πεις, εßναι γι' αυτÞν.
ΑΙΜ: Και για σÝνα και για µÝνα και για τους θεοýς.
ΚΡ: ΣκλÜβε του θηλυκοý, τι λες;
ΑΙΜ: Εσý üλο θες να λες και δεν ακοýς.
ΚΡ: Ακοýς εσý; ΖωντανÞ δε θα τη παντρευτεßς.
ΑΙΜ: 'Ακου και συ: Αν πεθÜνει αυτÞ θα καταστραφεß κι Üλλος.
ΚΡ: ¸χεις το θρÜσος και να µε φοβερßζεις;
ΑΙΜ: Πως µπορþ να φοβερßσω ανüητο;
ΚΡ: Με πüνο και κλܵα θα βÜλεις µυαλü, ܵυαλε!
ΑΙΜ: Αν δεν σ' εßχα πατÝρα, θα σ' Ýλεγα τρελü!
ΚΡ: ΑλÞθεια; Να ξÝρεις, µα τον ßδιο τον ¼λυµπο, δε θα χαρεßς πολý Ýτσι που βρßζεις. Εµπρüς! ΦÝρτε 'δω το βδÝλυγµα. ΒÜλτε τη στο πλευρü του, να πεθÜνει µπρος στα µÜτια του γαµπροý.
ΑΙΜ: ¼χι! Αυτü να µη το φανταστεßς ποτÝ. Οýτε µπρος µου θα πεθÜνει αυτÞ και συ ποτÝ δε θα µε ξαναδεßς στα µÜτια σου. Και πÞγαινε µε τους φßλους σου που µποροýν να σε υποφÝρουν.
ΧΟΡ: ¸φυγ' ο νÝος εξοργισµÝνος, βασιλιÜ. Πüνεσε το καηµÝνο το παιδß πολý.
ΚΡ: Ας κÜνει ü,τι νοµßζει, αν εßν' Üντρας. ΑυτÝς τις δυü, δε θα τις σþσει απ' το χαµü.
ΧΟΡ: Μα σκÝφτεσαι αλÞθεια να τις σκοτþσεις και τις δυο;
ΚΡ: ΚαλÜ λες, üχι αυτÞ που εßναι αµÝτοχη.
ΧΟΡ: Και πως σκοπεýεις να σκοτþσεις την Üλλη;
ΚΡ: Στην ερηµιÜ! Θα τη πÜω Ýξω απ' τη πüλη και θα τη θÜψω ζωντανÞ σε βαθιÜ σπηλιÜ. Θα της πετÜξω κι Ýνα ξεροκüµµατο, ßσα-ßσα να µη µαγαριστεß η πüλη. Κι εκεß, ας κÜνει µüνη της προσευχÝς στον 'Αδη της, που µüνο αυτüν πιστεýει κι ßσως τη σþσει. 'Αλλως θα µÜθει τουλÜχιστον üτι εßναι µÜταιος κüπος να σÝβεται κανεßς µüνο τους νεκροýς.
ΧΟΡ: ¸ρωτα ανßκητε σε κÜθε µÜχη, συ που κεντÜς με τα βÝλη σου, üποιον σηµαδÝψεις. ¸ρωτα συ, που ξαγρυπνÜς στα τρυφερÜ τα µÜγουλα των κοριτσιþν, που δρασκελÜς πÜνω απü θÜλασσες και χþνεσαι στους κÞπους των σπιτιþν, κανεßς δε γλιτþνει απü σÝνα, οýτε θεüς, οýτε θνητüς κι üποιον αγγßξεις, τον τρελαßνεις. Το φρüνιμο Üνθρωπο, σπρþχνεις στ' Üδικο και στο χαµü. Συ Üναψες φιλονικεßα ανܵεσα σε πατÝρα και γιο και τους τÜραξες. ΝικÜ ο πüθος κι η λαχτÜρα για την üμορφη, κüντρα σ' üλους τους μεγÜλους νüμους, που τους εμπαßζει αμÝριμνα η Αφροδßτη. Τþρα κιüλας κι εγþ παρανοµþ µε το να µη µπορþ τα δÜκρυÜ µου να κρατÞσω, βλÝποντας τη δýστυχη Αντιγüνη να τη σÝρνουνε στον τÜφο, που µÝσα του µια µÝρα üλοι θα µποýµε.
ΑΝΤ: Συµπολßτες, κοιτÜξτε µε, περπατþ το στερνü µου δρüµο, βλÝπω το φως του Þλιου για τελευταßα φορÜ και πια ποτÝ ξανÜ. Στο κοιµητÞρι του µε σÝρνει ο 'Αδης, ζωντανÞ, για του ΑχÝροντα την üχθη. ΝυφιÜτικο τραγοýδι δε µ' αξßωσε οýτ' επιτÜφιους ýµνους Ýψαλλε, αλλÜ παντρεýοµαι το σκοτεινü ποτܵι.
ΧΟΡ: ¼µως µε περηφÜνεια και µε δüξα πας στο σκοτεινü βασßλειο των νεκρþν, δßχως να σε χτυπÞσει αρρþστεια και να σ' αγγßξει ξßφος κοφτερü. Το διÜλεξες. Μüνη, απ' üλους τους θνητοýς να κατεβεßς στον 'Αδη ζωντανÞ.
ΑΝΤ: 'Ακουσα πüσο φριχτÜ χÜθηκε η ξÝνη απ' τη Φρυγßα, κüρη του ΤαντÜλου, στη κορφÞ του Σßπυλου. ΒρÜχινος βρüχος φýτρωσε και κισσüς τριγýρω της την Ýπνιξε. Τη λυþνουν οι βροχÝς. Κι üπως το λÝει ο κüσµος, οýτε τα χιüνια λεßπουνε. ΒρÝχει κατ' απ' τα φρýδια και µουσκεýεται ο λαιµüς της. ¸τσι και µÝνα κÜποιο πνεýµα µε ναρκþνει.
ΧΟΡ: ¹ταν üµως θεÜ, κüρη θεοý και µεις Üνθρωποι, εßµαστε απü θνητÞ γενιÜ. ΜεγÜλο πρÜγµα να γßνει γνωστü, πως µια γυναßκα µοιρÜστηκε τη τýχη θεÜς στη ζωÞ της και µετÜ το θÜνατü της.
ΑΝΤ: Με κοροúδεýουν! Γιατß για το θεü προτοý να φýγω µε περιγελÜς εµπρüς µου! Πüλη µου και της πüλης Üρχοντες, πηγÝς της ∆ßρκης κι Üλσος της ΘÞβας της πολυÜρµατης εσεßς τουλÜχιστον σταθεßτε µÜρτυρες πως Üκλαυτη απü δικοýς µου, µε τß νüµο, µε χþνουν σε ταφοσπηλιÜ, φυλακÞ ανÞκουστη. ¸ρηµη. ΖωντανÞ, εßµαι νεκρÞ γι' αυτοýς που ζουν και πεθαµÝνη, χþρια απü τους νεκροýς.
ΧΟΡ: Το παρατÝντωσες, παιδß µου το σκοινß και σκüνταψες στα σκαλοπÜτια τα ψηλÜ της ∆ßκης. Θα ξεπληρþνεις κÜποιο πατρικü αµÜρτηµα.
ΑΝΤ: 'Αγγιξες τη πιο βαθειÜ πληγÞ µου, τη κακιÜ τριπλÞ µοßρα του πατÝρα που 'ναι για µÝνα η πιο σκληρÞ στους ξακουστοýς τους Λαβδακßδες. ΚρεβÜτι µητρικü κι Üνοµα ζευγαρþµατα µε το παιδß σου, µÜνα, µε τον πατÝρα µου τον κακογÝννητο, µε γεννÞσατε και µÝνα να παιδεýοµαι, καταραµÝνη κι Üγαµη Ýρχοµαι να σας συναντÞσω. Δýσµοιρε αδερφÝ µου, για να σε θÜψω και να σε νεκροστολßσω και πεθαµÝνος µε σκοτþνεις.
ΧΟΡ: Καλü εßναι να 'χει σεβασµü κανεßς, üµως σε κεßνον που κρατÜει την εξουσßα δε πρÝπει ν' αντιστÝκεται. Και συ Ýκανες του κεφαλιοý σου και πληρþνεις.
ΑΝΤ: 'Ακλαυτη, χωρßς φßλους, χωρßς τραγοýδι νυφικü βαδßζω το στερνü µου δρüµο. Εßν' Üδικο να µη ξαναντικρýσω το φως του Þλιου η δýστυχη. Για τον καηµü µου κανεßς δε κλαßει, κανÝνας φßλος δε στενÜζει.
ΚΡ: Αν γλßτωνε µε θρÞνους και µε κλܵατα δε θα πÝθαινε ποτÝ Ýνας καταδικασµÝνος σε θÜνατο. ΠÜρτε την αµÝσως απü δω! Κι üπως σας διÝταξα: Χτßστε τη µες σε βαθý λÜκκο κι Üστε τη, µονÜχη κι Ýρµη, εßτε για να πεθÜνει, εßτε να ζÞσει σ' αυτü το σπιτικü της. ¸τσι, χωρßς να βÜψουµε τα χÝρια µας αυτÞ θα φýγει απ' τον απÜνω κüσµο.
ΑΝΤ: ΤÜφε μου, χτισµÝνο κÜτω απ' τη γη για πÜντα σπßτι και κρεβÜτι, Ýρχοµαι τþρα να βρω τους νεκροýς µου, που η Περσεφüνη φιλοξενεß üλους µαζß κει κÜτω. Και τþρα, τελευταßα, πριν της þρας µου Ýρχοµαι κι εγþ, χειρüτερ' απ' τους Üλλους. Και τρÝφω ελπßδα, γλυκιÝ πατÝρα µου κι εσÝνα αγαπηµÝνη µÜνα να σας βρω, üπως και σÝνα µυριÜκριβε αδερφÝ µου. Γιατß üλους εσÜς σα µου χαθÞκατε εγþ σας Ýλουσα, σας νεκροστüλισα σας ρÜντισα και τþρα Πολυνεßκη µου για ν' αλαφρþσω το κορµß σου τι τραβÜω. Μα οι φρüνιµοι θα πουν πως Ýκανα καλÜ. Και µε την εξουσßα δε θα τα 'βαζα αν Þταν να 'χω τα παιδιÜ µου εγþ νεκρÜ Þ κι αν ακüµα πÝθαινε ο Üντρας µου.
Λοιπüν, γιατß τα λÝω τþρα üλ' αυτÜ; Ο Üντρας µου αν χανüτανε θα 'παιρν' Üλλον κι αν τα παιδιÜ µου, θα 'κανα απ' Üλλον Üντρα, µ' αφοý δε ζοýνε µÜνα και πατÝρας πια δε γßνεται να κÜνω Üλλον αδερφü. Μ' αυτü το νüµο σ' Ýβαλ' αδερφÝ µου απü του ΚρÝοντα το νüµο πιο ψηλÜ κι ας λÝει πως εγκληµÜτισα παρÜτολµα. Με σÝρνει τþρα µε δεµÝνα χÝρια αυτüς, παρθÝνα ανýπαντρη, ατραγοýδητη, χωρßς ν' αξιωθþ παιδß στην αγκαλιÜ, παρατηµÝνη Ýρηµη απü φßλους στη φυλακÞ των πεθαµÝνων ζωντανÞ. Ενþ ποιο νüµο των θεþν Ýχω πατÞσει και πþς να βασιστþ η Ýρµη στους θεοýς; Ποιο να φωνÜξω για βοÞθεια; Και που; Αφοý ατιµÜστηκ' Üτιµα για να τιµÞσω. Αν οι θεοß τα κρßνουν αυτÜ σωστÜ, τüτε να το παραδεχτþ πως Ýφταιξα. Μα αν Üλλοι Ýχουν το κρßµα, ας µη πÜθουν πιο πολλÜ απ' üσα µου κÜνουν Üδικα.
ΧΟΡ: Ακüµα στην ßδια πÜντα τρικυµßα παραδÝρνει.
ΚΡ: Τοýτοι δω οι φρουροß, πικρÜ θα κλÜψουν που καθυστεροýν.
ΑΝΤ: Αλßµονο, τοýτος ο λüγος µε πÜει ξυστÜ στο θÜνατο.
ΚΡ: Μην Ýχεις πια καµιÜ ελπßδα να γλιτþσεις. Εßπα κι Ýγινε.
ΑΝΤ: Πατρßδα των γονιþν µου, ΘÞβα, θεοß πανÜρχαιοι της γενιÜς µου, πÜει, τÝλειωσε, µε παßρνουν! ΚοιτÜτε µε της ΘÞβας Üρχοντες τη µüνη στερνÞ βασιλοποýλα, εµÝνα, τι παθαßνω κι απü ποιους, για να τιµÞσω την ευσÝβεια.
ΧΟΡ: Το 'παθε κι η ∆ανÜη, να στερηθεß το φως σαν κλεßστηκε σε σιδερÝνια φυλακÞ σαν νεκροθÜλαµο, δεµÝνη µ' αλυσßδες, µε σπÝρµα της χρυσÞς βροχÞς του ∆ßα στη κοιλιÜ της κι ας Þταν απü Ýνδοξη γενιÜ, παιδß µου. Μα εßν' η δýναµη της µοßρας φοβερÞ κι οýτε πλοýτος, πüλεµος και κÜστρα οýτε καρÜβια θαλασσοδαρµÝνα της ξεφεýγουν. ΑλυσοδÝθηκε κι ο γιüς του ∆ρýαντα, ο αψýχολος, ο βασιλιÜς των Ηδωνþν της ΘρÜκης, ο αλαζüνας. Τον Ýχτισ' ο ∆ιüνυσος σε πÝτρινο πηγÜδι να ξεθυµÜνει η µανιασµÝνη λýσσα του. Και το µετÜνοιωσε πικρÜ που µεσ' στην τρÝλα του χλεýαζε και περιγελοýσε το θεü, üταν εµπüδιζε απ' τη βακχεßα τις µαινÜδες σβÞνοντας τους δαυλοýς κι ερÝθιζε τις µοýσες. Στη µαýρη µε τα δυü τα σκÝλη θÜλασσα, στο θρακικü Σαλµηδησσü του Βüσπορου, τον αφιλüξενο, ο 'Αρης ο προστÜτης εßδε τις Üδειες κüγχες των τÝκνων του ΦινÝα, µÜτια τυφλÜ που τα ξερρßζωσε το λυσσασµÝνο χÝρι της µητριÜς τους της κακιÜς, σαν ݵπηγε τα νýχια της και τις σαÀτες τ' αργαλειοý στις κüρες. Λυþνανε τα καηµÝνα τα παιδιÜ και κλαßγανε τη µÜνα, γιατß τα γÝννησε. Κι Þταν η µÜνα τους εγγüνι του ΕρεχθÝα που 'χε πατÝρα της το φτερωτü ΒοριÜ που τη µεγÜλωσε µεσ' στις ανεµοθýελλες, και δρασκελοýσε πÜνω απ' τους γκρεµοýς, πÜνω στους πÜγους σαν Üτι φτερωτü. Κüρη θεþν Þταν, µα τη γκρεµßσανε κι αυτÞν, µοßρες αθÜνατες, παιδß µου.
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ: Θηβαßοι, Üρχοντες, Ýρχοµαι οδηγοýµενος απü τον βοηθü µου, γιατß αυτüν τον δρüµο µπορεß να τον βλÝπει µüνον Ýνας απü τους δυü µας.
ΚΡ: ΓÝροντα Τειρεσßα, τι σε φÝρνει εδþ;
ΤΕΙΡ: ∆þσε στο µÜντη προσοχÞ και θα το µÜθεις.
ΚΡ: Εγþ πÜντα σεβÜστηκα τη γνþµη σου.
ΤΕΙΡ: Γι' αυτü κυβÝρναγες καλÜ τη πüλη ως τþρα.
ΚΡ: ¸χω νιþσει κι αναγνωρßσει το πüσο µε βοÞθησες.
ΤΕΙΡ: 'Ακου λοιπüν üτι τþρα περπατÜς σε ξυραφιοý κüψη.
ΚΡ: Τι σηµαßνει αυτü; Γιατß µε κÜνεις κι ανατριχιÜζω.
ΤΕΙΡ: Θα µÜθεις, üταν ακοýσεις τις προειδοποιÞσεις της µαντεßας µου. ¼πως καθüµουν λοιπüν στο µÝρος που κÜνω τις οιωνοσκοπÞσεις, εκεß που µαζεýονται απü πολý παλιÜ τα πουλιÜ, τ' Üκουσα να βγÜζουνε πολý παρÜξενες κρωξιÝς, τροµερÝς, λυσσασµÝνες και δε µποροýσα να καταλÜβω τι µπορεß να 'θελαν να πουν. Τσιµπιüντουσαν μεταξý τους και πετσοκüβονταν, µε τα φτερÜ τους σηκþνοντας κρüτο φριχτü και µε τα νýχια ξÝσκιζανε τις σÜρκες τους. Τρüµαξα τüτε πολý κι Üρχισα τις θυσßες πÜνω στις φλüγες του βωµοý. ΑλλÜ üταν Ýβαλα τα κοµµÜτια απü το κρÝας επÜνω, Ýσβησε η φωτιÜ κι ο τüπος γݵισε καπνοýς και λιþνανε τα ξýγκια απ' τα µεριÜ κι στÜζανε στις στÜχτες και κÜπνιζαν και σφýριζαν και σκÜζανε µε κρüτο οι χολÝς και πεταγüντουσαν. Τα γυµνωµÝνα τα µÝρη τους δεν ψÞνονταν! ΑυτÜ, τα µÜθαινα απ' αυτü δω το παιδß, üτι üλα Þτανε σηµÜδια ανþφελης θυσßας. Τοýτος εµÝνα οδηγεß κι Üλλους εγþ. Για üλ' αυτÜ φταßει η δικÞ σου διαταγÞ. Γιατß οι βωµοß γݵισαν µε τα κοµµÜτια απü τις σÜπιες σÜρκες του νεκροý παιδιοý που τις ξÝρασανε τα σκυλιÜ και τα üρνεα. Τþρα φαßνεται üτι οι θεοß δεν καταδÝχονται απü µας οýτε θυσßες, οýτε κνßσσα απ' τις σÜρκες και τα πουλιÜ δεν κελαηδοýν σηµαδιακÜ γιατß µολýνθηκαν µε ανθρþπινη σÜρκα. ΒÜλτα καλÜ στο νου σου αυτÜ παιδß µου. Σαν Üνθρωποι üλοι µας κÜνουµε λÜθη. ∆ε θα πεις κÜποιον κουτü κι αναποφÜσιστο üποιον µπορεß να διορθþσει το κακü και πÜψει να επιµÝνει στην απüφασÞ του. Το πεßσµα κι η αυθÜδεια πληρþνονται. Μα σýνελθε. Μη πολεµÜς Ýνα νεκρü. Τι κÝρδος Ýχεις να τον ξανασκοτþσεις; Το λÝω για το καλü σου. Το να µαθαßνεις απ' αυτüν που θÝλει το καλü σου, εßναι κÝρδος για σÝνα.
ΚΡ: ΓÝρο, µε βÜλατε üλοι στο σηµÜδι και µου ρßχνετε. Κι οýτε η δικÞ σου µαντικÞ τÝχνη δε µ' αφÞνει. ΞÝρω καλÜ τη φÜρα σας απü παλιÜ, üταν τη πλÞρωσα ακριβÜ. ΠλουτÞστε µε τ' ασÞµι των ΣÜρδεων και µ' üσο Ινδικü χρυσÜφι θÝλετε, üµως αυτüν εσεßς δε θα τον θÜψετε, ακüµα κι αν αρπÜξουνε τις σÜρκες του οι αετοß του ∆ßα και τις πανε ψηλÜ στο θρüνο του. Οýτε κι αυτü θα το φοβηθþ. Και δεν τον θÜβω. Κανεßς δε θα µπορÝσει, το ξÝρω καλÜ, να µαγαρßσει τους θεοýς. ΞεπÝφτουν, γÝρο-Τειρεσßα, üλοι αυτοß κι οι πονηρüτεροι, üταν στολßζουνε τα αßσχη τους µ' ωραßα λüγια, για κÝρδος.
ΤΕΙΡ: Αλßµονο, να ξÝρει; Να καταλαβαßνει Üραγε τι τον περιµÝνει;
ΚΡ: Τι 'ναι πÜλι, τι µουρµουρßζεις φωναχτÜ;
ΤΕΙΡ: Πüσο καλü πρÜγµα εßναι η φρονιµÜδα;
ΚΡ: Τüσο, üσο κακü εßναι η αφροσýνη.
ΤΕΙΡ: ΜÜθε λοιπüν: ¸χεις µολυνθεß µε αυτÞ την αρρþστια.
ΚΡ: ∆εν θα απαντÞσω, γιατß δε θα 'θελα εγþ να βρßζω Ýνα µÜντη.
ΤΕΙΡ: ¼ταν λες πως ψݵατα µαντεýω, βρßζεις.
ΚΡ: Γιατß 'ναι φιλοχρÞµατη üλη η φÜρα σας.
ΤΕΙΡ: Κι η φÜρα των τυρÜννων αγαπÜει το κÝρδος.
ΚΡ: Το ξÝρεις πως µιλÜς µπροστÜ σε βασιλιÜ;
ΤΕΙΡ: Το ξÝρω, γιατß χÜρη σε µÝνα Ýσωσες τη ΘÞβα.
ΚΡ: Εßσαι σοφüς µÜντης, αλλÜ σου αρÝσουν οι πονηριÝς.
ΤΕΙΡ: Μη µ' αναγκÜζεις να σου πως üλα τα φοβερÜ µυστικÜ που κρýβω βαθιÜ µες στη ψυχÞ µου.
ΚΡ: Εµπρüς, πες τα! ΦτÜνει να µη τα λες για κÝρδος.
ΤΕΙΡ: Τα λÝω µüνο για δικü σου κÝρδος.
ΚΡ: ¼µως να ξÝρεις, δεν πρüκειται ν' αλλÜξεις τη γνþµη µου.
ΤΕΙΡ: Κι εσý να ξÝρεις, üτι δε θα κÜνει ο Þλιος ακüµα πολλοýς κýκλους κι εσý θα πληρþσεις το κρßµα αυτü µ' Ýνα νεκρü απ' τα σπλÜχνα σου. Γιατß Ýστειλες µια ψυχÞ απ' τους ζωντανοýς στους κÜτω, αφοý την Ýχτισες σε τÜφο κι απ' τους θεοýς τους κÜτω στÝρησες νεκρü και τον κρατÜς αστüλιστο κι Üταφο, ενþ δεν τον εξουσιÜζεις, οýτε συ οýτ' οι θεοß µας, µα εσý τους αναγκÜζεις. ΕπειδÞ οι Ερινýες του κÜτω κüσµου παραµονεýουν για να σε κυνηγÞσουν και να σε κÜνουν να δοκιµÜσεις τις ßδιες συµφορÝς. Και πες µου τüτε πως εßµαι πληρωµÝνος. ∆ε θα περÜσουν þρες και θ' ακουστοýνε µοιρολüγια αντρþν και γυναικþν στο σπßτι σου. Τις κοινωνßες τις ταρÜζει η Ýχθρα και το µßσος, üταν αφÞνουν τα σκυλιÜ, τα üρνεα και τ' αγρßµια να µαγαρßζουν τους νεκροýς και να µολýνουνε την πüλη. Με πßκρανες και πÜνω στο θυµü µου εγþ, Ýριξα ßσα στην καρδιÜ σου σαúτιÝς που δε θα τις ξεφýγεις, ü,τι κι αν κÜνεις. Πܵε, παιδß µου, τþρα για το σπßτι µας κι ας πÜει αυτüς να ξεθυµÜνει σε νεþτερους þσπου να µÜθει να κρατÜ τη γλþσσα του και ν' ακονßσει το µυαλü του πιο καλÜ.
ΧΟΡ: Μαýρες µαντεßες εßπ' ο γÝρος, βασιλιÜ. Απ' üταν Þταν µαýρα τ' Üσπρα µου µαλλιÜ, ξÝρω καλÜ πως δεν προφÞτεψε ποτÝ ψݵματα για την πüλη αυτüς ο µÜντης.
ΚΡ: Κι εγþ το ξÝρω και ταρÜζεται το µυαλü µου. Γιατß και να υποχωρÞσω τþρα θα εßναι φοβερü, αλλÜ µ' αν επιµεßνω, θα µε χτυπÞσει συµφορÜ.
ΧΟΡ: Να το καλοσκεφτεßς, γιε του ΜενοικÝα.
ΚΡ: Τι λες να κÜνω, πες µου και θα σ' ακοýσω.
ΧΟΡ: Να πας να βγÜλεις απ' τη σπηλιÜ τη κοπÝλα κι ýστερα Üνοιξε τÜφο για το νεκρü.
ΚΡ: Το βρßσκεις λοιπüν σωστü να υποχωρÞσω;
ΧΟΡ: Και µÜλιστα αµÝσως, βασιλιÜ. Και τους αστüχαστους τους προλαβαßνει η τιµωρßα των θεþν.
ΚΡ: Αλßµονο, µε κρýα καρδιÜ το κÜνω. Μα πρÝπει να υπακοýσω στην ανÜγκη.
ΧΟΡ: Μη βÜλεις Üλλους, πρÝπει να πας µονÜχος.
ΚΡ: Πηγαßνω αµÝσως. ΕλÜτε, ελÜτε δοýλοι, üλοι σας, πÜρτε αξßνες και τρÝξτε γρÞγορα σ' αυτü το µÝρος. Και µιας κι Üλλαξα γνþµη, εγþ ο ßδιος που την Ýδεσα θα την ελευθερþσω. Φοβܵαι πως εßναι καλýτερα να ζεις, κρατþντας τις συνÞθειες τις παλιÝς του τüπου.
ΧΟΡ: ΒÜκχε, καµÜρι της ΚÜδµειας νýφης, παιδß του ∆ßα µε τους βροντεροýς κεραυνοýς, ευλογητÞ της δοξασµÝνης Ιταλßας, των κܵπων, βασιλιÜ, της Ελευσßνας στην αγκαλιÜ της ∆Þµητρας, ΒÜκχε, που υµνεßσαι στην µητρüπολη των Βακχþν, τη ΘÞβα, στις µουσκεµÝνες üχθες του Ισµηνοý, στο χþµα το σπαρµÝνο µε τα δüντια δρÜκου. ΕσÝνα καλωσüρισε ο αστραφτερüς καπνüς, που ξεπηδÜει απü τις δυü κορφÝς του βουνοý, üπου λικνßζονται στη σειρÜ οι Κωρýκιες νýφες, οι συνοδοß σου, και µετÜ ξεδιψÜνε πιο κÜτω, στης Κασταλßας την πηγÞ. Και σε ξεπροβοδÜν οι καταπρÜσινες πλαγιÝς της Νýσας, µε τους κισσοýς και µε τα καρπερÜ τ' αµπÝλια, πηδÜς πÜνω απ' τους πρÜσινους γιαλοýς, καθþς το üνοµÜ σου υψþνεται µε δýναµη µεγαλýτερη απü τη θνητÞ δýναµη των ανθρþπων üταν επισκÝπτεσαι τους δρüµους της ΘÞβας. Πüλη καµιÜ δεν αγαπÜς πιο πολý απü τη ΘÞβα, κι εσý üπως και τη χτυπηµÝνη απü τον κεραυνü µητÝρα σου. Τþρα που µüλυνε την πüλη η συµφορÜ, κατÝβα απ' τις κορφÝς του Παρνασσοý, ροβüλα πÜνω απ' τις πλαγιÝς να σαρþσεις την αρρþστια. Εσý, πρωτοχορευτÞ, ανܵεσα στα λαµπυρßζοντα αστÝρια, που σπιθοβολÜνε, πρωτοτραγουδιστÞ στα ξεφαντþµατα της νýχτας, του ∆ßα το κρυφü καµÜρι, φανερþσου, βασιλιÜ, παρÝα µε τη συντροφιÜ σου, τις βακχßδες, που αναστατþνουν µε χοροýς τη νýχτα για να λατρÝψουν το θεü τους, ΒÜκχε, ºακχε.
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ: Γεßτονες του ΚÜδµου και του Αµφßονα, δε θα παινÝσω Þ θα κατηγορÞσω κανÝναν Üνθρωπο, üσο εßναι ζωντανüς. Αν Ýχεις τýχη, στÝκεσαι στα πüδια σου, αν δεν Ýχεις, πÝφτεις και πας χαµÝνος. Κανεßς µÜντης δε ξÝρει το γραφτü σου. Για µÝνα, ο ΚρÝοντας Þτανς ζηλευτüς, γλßτωσε τη πατρßδα απ' τους εχθροýς της, πÞρε στα χÝρια τις εξουσßες üλες, βασßλευε κι Ýκανε και καλÜ παιδιÜ. Τþρα, σωριÜστηκαν τα πÜντα. Για µÝνα, αν πετÜξει απ' το κορµß σου η χαρÜ δεν εßσαι ζωντανüς, µα ζωντανüς-νεκρüς. Τι να το κÜνεις να 'χεις τα πλοýτη üλου του κüσµου και να περνÜς βασιλικÜ, αν δε µπορεßς να τα χαρεßς! ∆ε δßνω οýτε τον ßσκιο του καπνοý για να τα πÜρω, αντß για τη χαρÜ.
ΧΟΡ: Τι Üλλη συµφορÜ φÝρνεις στο βασιλιÜ;
ΑΓΓ: ΠεθÜνανε! Και φταιν' οι ζωντανοß γι' αυτü.
ΧΟΡ: Ποιος σκüτωσε; Ποιος εßναι ο σκοτωµÝνος; ΛÝγε.
ΑΓΓ: ΧÜθηκε ο Αßµονας! ΣφÜχτηκε µε το χÝρι...
ΧΟΡ: Ποιο χÝρι, του πατÝρα Þ το δικü του;
ΑΓΓ: Το δικü του! Για του γονιοý του το φονικü.
ΧΟΡ: Αχ, µÜντη! ΒγÞκε αλÞθεια ο λüγος σου!
ΑΓΓ: ¸τσι εßν' αυτÜ. Και τþρα τι θα κÜνουµε;
ΧΟΡ: Να, βλÝπω τη δýστυχη την Ευρυδßκη, τη γυναßκα του ΚρÝοντα. Λες ν' Üκουσε για το παιδß της, Þ Ýρχεται στην τýχη;
ΕΥΡΥ∆ΙΚΗ: Ε! σεις πολßτες, Üκουσα τα λüγια σας σαν Ýβγαινα πριν λßγο απü τη πüλη να πÜω να κÜνω στη ΠαλλÜδα προσευχÞ. Καθþς σÞκωνα το µÜνταλο της πüρτας χτυπÜ τ' αφτιÜ µου η συµφορÜ του σπιτιοý µου και χÜνοµαι στης σκλÜβας µου την αγκαλιÜ. ¼ποιο κι αν εßναι το κακü πες το ξανÜ. ∆εν εßµ' αµÜθητη ν' ακοýω συµφορÝς.
ΑΓΓ: ¹µουν παρþν, καλÞ κυρÜ µου και θα πω σου üλα üσα εßδα. ∆ε θα κρýψω τßποτα. Τι να στα λÝω µασηµÝνα κι ýστερα να 'βγω ψεýτης; Καλýτερα η αλÞθεια. ΠÞγα σαν ßσκιος πßσω απü τον Üντρα σου, στο ξÜγναντο που 'ταν πεσµÝνος ο νεκρüς ο Πολυνεßκης, κοµµατιασµÝνος απ' τα σκυλιÜ. Κι αφοý παρακαλÝσαµε τον Πλοýτωνα και τη θεÜ την Περσεφüνη, να πÜψουν την οργÞ τους, λοýσαµε κεßνον µε αγιασµü, κÜψαµε τ' αποµεινÜρια µε λιüκλαδα, τα σκεπÜσαµε µε χþµα κι ýστερα τρÝξαµε στη σπηλιÜ που εßχαµε βÜλει τη κοπÝλα για να πεθÜνει. Εκεß ακοýγονταν φωνÝς και µοιρολüγια απ' τον αστüλιστο τον τÜφο κι Ýρχεται κÜποιος τρεχÜτος και το λÝει στον ΚρÝοντα. Κι üπως πλησιÜζει µε βαριÜ βÞµατα αυτüς, ακοýει µια δυνατÞ κραυγÞ και βüγκους κι ο ßδιος µετÜ βÜζει τις φωνÝς κι αρχßζει να µοιρολογÜ: "ΚαλÜ το προµαντεýω ο µαýρος: ΣÝρνοµαι στον πιο πικρü απ' τους δρüµους της ζωÞς µου. Παßρνει τ' αφτß µου του παιδιοý µου τη φωνÞ; ΓρÞγορα τρÝξτε δοýλοι, σýρτε το βρÜχο απ' το στüµιο της σπηλιÜς, µπεßτε µÝσα και δεßτε αν εßναι η κραυγÞ αυτÞ που ακοýω του Αßµονα, Þ µÞπως ξεγελιݵαι απ' τους θεοýς". Κι üπως µας διÜταξε ο δýστυχος, κÜναµε: ΓλιστρÜµε µες στον τÜφο και τι βλÝπουµε! Εκεßνη, να 'ναι κρεµασµÝνη απ' το λαιµü, µε βρüγχο που 'χε πλÝξει απü το πÝπλο της και κεßνον να την Ýχει αγκαλιασµÝνη απ' τη µÝση, να κλαßει και να δÝρνεται για της αγαπηµÝνης νýφης το χαµü και ν' αναθεµατßζει τον πατÝρα του. Τον βλÝπει ο ΚρÝοντας και σπÜραξε. ΠÜει κοντÜ, φωνÜζει, ικετεýει. "Ταλαßπωρε τι πας να κÜνεις, τι Ýχεις στο µυαλü σου; Ποια συµφορÜ σε χτýπησε; Παιδß µου, βγες, γονατιστüς σε παρακαλþ". Το παιδß τον κοιτÜ τüτε µε Üγρια λýσσα, χωρßς µιλιÜ γυρνÜ και τον φτýνει καταπρüσωπο, µετÜ τραβÜει το δßκοπο σπαθß και του χυµÜ. Πρüλαβε κι üρµησ' Ýξω ο πατÝρας του. Και θυµωµÝνος που ξαστüχησε ο δýστυχος, τεντþνει πßσω το κορµß του και µπÞγει πÝρα ως πÝρα το ξßφος στα πλευρÜ του. Μ' Üνευρο µπρÜτσο αγκÜλιασε τη νýφη κι η βαριÜ του ανÜσα µýριζε αßµα στο µαρµαρÝνιο µÜγουλο του κοριτσιοý. Τþρα, νεκρüς στην αγκαλιÜ της κρεµασµÝνης, κÜνει στον 'Αδη τις γαµÞλιες χαρÝς, δßνοντας Ýτσι µÜθηµα στον Üνθρωπο, τι µαýρες συµφορÝς φÝρνει η Üδικη κρßση.
ΧΟΡ: Τι λες για τοýτο που Ýγινε τþρα; ¸φυγε πÜλι βιαστικÞ η γυναßκα αυτÞ, δßχως να πει µια κουβÝντα!
ΑΓΓ: Κι εγþ απορþ. Παρηγοριݵαι µüνο µε τη σκÝψη üτι µÞπως δεν καταδÝχεται να θρηνÞσει µπρος σε κüσµο για τη συµφορÜ του γιοý της γι' αυτü µπÞκε µÝσα να κλÜψει µε τις δοýλες. Σα φρüνιµη γυναßκα, Ýχει περηφÜνεια.
ΧΟΡ: ∆ε ξÝρω. Νοµßζω πως κι η βαριÜ σιωπÞ, κι η φασαρßα, εßναι κακü σηµÜδι.
ΑΓΓ: Τþρα µπαßνω µÝσα να παραφυλÜξω σαν τι να κρýβει στη βαριÜ της τη καρδιÜ. Γιατß καλÜ το λες, πως η βουβÞ σιωπÞ µπορεß να κρýβει το χειρüτερο κακü.
ΧΟΡ: Μα να που φτÜνει ο βασιλιÜς ο ßδιος κι απüδειξη κρατÜ στην αγκαλιÜ, το ßδιο κρßµα το δικü του. Σ' αυτüν πρÝπει να το πω κι üχι σε Üλλον.
ΚΡ: Αχ! Κρßµατα ασυλλüγιστου µυαλοý και ξεροκεφαλιÜ που οδÞγησες στο θÜνατο, βλÝπετε τους σκοτωµÝνους και τους φονιÜδες απ' το ßδιο αßµα; ΑνÜθεµα τη κακοκεφαλιÜ µου πÝθανες παιδß µου πÜνω στον ανθü σου, Ýφυγες και πας χαµÝνος απü δικü µου φταßξιµο, üχι δικü σου.
ΧΟΡ: Αλßµονο, πüσο αργÜ εßδες το δßκιο!
ΚΡ: ΣτερνÞ µου γνþση! ¼χι, δε µπορεß, κÜποιος Θεüς µε χτýπησε αλýπητα, σκüτισε το µυαλü µου, Ýδιωξε απ' τη ψυχÞ µου τη χαρÜ, µε πÝταξε σε µαýρους δρüµους. Αχ! Πüνοι αβÜσταχτοι!
ΑΓΓ: ∆ε φτÜνει αφÝντη η συµφορÜ που κρατÜς στα χÝρια. ¸χεις να δεις χειρüτερες ακüµα µες στο σπßτι.
ΚΡ: Εßναι κακü χειρüτερο απ' αυτü;
ΑΓΓ: ΠÝθανε η µÜνα τοýτου του παιδιοý, η γυναßκα σου, αυτοκτüνησε η δýστυχη.
ΚΡ: ΛιµÜνι του 'Αδη σκοτεινü, πως µε ξεκÜνεις; Γιατß µ' αποτελειþνεις, Üνθρωπε. Τι µουρµουρßζεις; Τον σκοτωµÝνο, τι µε χτυπÜς απανωτÜ; Τι εßπες παιδß, τι µου εßπες πÜλι για φονικü; Για ποια γυναßκα µου µιλÜς;
ΧΟΡ: ΜονÜχος θα το δεις, δε µÝνει κρυφü.
ΚΡ: ∆ýο συµφορÝς απανωτÝς, ο κακοµοßρης! Πως θα τριτþσει το κακü, ποιος ξÝρει τι µε περιµÝνει. Ακüµα καßει στα χÝρια το παιδß κι Üλλο νεκρü αντικρýζω. ΚαηµÝνη µÜνα, ܵοιρο παιδß!
ΑΓΓ: Με κοφτερü µαχαßρι µπρος απ' το βωµü, Ýσβησ' ο κüσµος γýρω απü τα µÜτια της. ¸κλαψε τα παιδιÜ της. Το ΜεγαρÝα, που πÞγε δοξασµÝνος κι ýστερα τοýτον κι Ýλεγε για τον παιδοκτüνο, φριχτÝς κατÜρες.
ΚΡ: Αχ! Αχ! Ο φüβος µε παγþνει. Γιατß κÜποιος δεν τρυπÜ και µÝνα µε δßκοπο σπαθß; 'Αθλιος, ο πανÜθλιος εγþ, εγþ, κυλßστηκα σε µαýρο βοýρκο.
ΑΓΓ: ¸νοχο για των δυο παιδιþν της το χαµü σε καταριüτανε την þρα που χανüτανε.
ΚΡ: Για πες µου, µε ποιο τρüπο Ýδωσε τÝλος;
ΑΓΓ: Με σπαραγµü σαν Üκουσε το θÜνατο του γιοý, τρýπησ' η ßδια το συκþτι της.
ΚΡ: ΚανÝνας Üλλος, µον' εγþ θα φορτωθþ το κρßµα αυτü. Γιατß εγþ σε σκüτωσα, αλÞθεια εγþ. ΠÜρτε µε δοýλοι, γρÞγορα, διþξτε µε απü δω, σýρτε µε µακριÜ... Τþρα εγþ πια τßποτα δεν εßµαι.
ΧΟΡ: Λýτρωση θες. Μα ο τωρινüς ο πüνος εßν' αλαφρüτερος απ' Üλλους που θα 'ρθοýν.
ΚΡ: Ας Ýρθει, να 'ρθει. Εßναι για µÝνα πιο καλüς ο θÜνατος, να βÜλει τÝλος στη στερνÞ µου µÝρα, ας Ýρθει, ας φανεß, ποτÝ στα µÜτια µου µη ξαναδþ το φως.
ΧΟΡ: Κι αυτü θα γßνει. Για τοýτο λοιπüν ας νοιαστοýµε µεις. Τ' Üλλα θα τα φροντßσουν αυτοß που πρÝπει.
ΚΡ: Μα εγþ µιλþ, για κεßνο που παρακαλþ να µου συµβεß.
ΧΟΡ: Να µην παρακαλÜς για τßποτα. Γιατß κανεßς θνητüς δε θα γλιτþσει απ' το γραφτü του.
ΚΡ: ΠÜρτε µε, διþξτε µε τον Üχρηστο απü δω, που δßχως να θÝλω σε σκüτωσα παιδß µου, κι αυτÞν εδþ. ∆εν ξÝρω ποιον να πρωτοκοιτÜξω, που να κρατηθþ το κÜθε τι γλυστρÜ µες απ' τα χÝρια µου και τριγυρßζει Ýνας δυνατüς πüνος στο κεφÜλι µου.
ΧΟΡ: Την ευτυχßα τη κρατÜ η φρονιµÜδα, ποτÝ δε πρÝπει ν' ασεβοýµε στους Θεοýς. Του φαντασµÝνου η ξιπασιÜ πληρþνεται ακριβÜ, µÝχρι να βÜλει στα γερܵατα µυαλü.
ΤΕΛΟΣ