ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

ÊÜëâïò ÁíäñÝáò: ÓðÜíéïí Áçäïíüëáëï Óôñïõèßïí

      Βιογραφικü  

     ΕυρυμαθÞς λüγιος, εθνικüς ποιητÞς, πατριþτης επαναστÜτης, αρχαιολÜτρης και νεοκλασικιστÞς κι Ýνας απü τους σπουδαιüτερους ποιητÝς μας. ΝεοκλασικιστικÞ παιδεßα και ρομαντικÞ του ψυχοσýνθεση συμπλÝκουνε στη ποßηση του δραματικü, ειδυλλιακü, παγανιστικü, χριστιανικü, αρχαßα ελληνικÜ πρüτυπα, σýγχρονη επαναστατικÞ επικαιρüτητα, πουριτανισμü, λανθÜνοντα ερωτισμü, αυστηρüτητα, μελαγχολßα, κλασικιστικÞ φüρμα με ρομαντικü περιεχüμενο, σýζευξη που 'ναι ορατÞ ακüμη και στη γλþσσα (αρχαÀζουσα με βÜση δημοτικÞ) και στη μετρικÞ (αρχαúκÞ στροφÞ και μÝτρο που συχνÜ δημιουργεß, σε δεýτερο επßπεδο, 15σýλλαβους) και τον υπü διαμüρφωσην ακüμα πατριωτισμü της εποχÞς. ΗθικοπρακτικÜ πολιτικÞ και στο Ýπακρο επικÞ, üχι üμως ιδεαλιστικÞ üπως εσφαλμÝνα εξελÞφθη απ' τον Κ. ΤσÜτσο που τονε χαρακτÞρισε ΠοιητÞ Της ΙδÝας. ΑντιλυρικÞ ποßηση επικεντρωμÝνη στις τüτε ιακωβινικÝς και καρμποναρικÝς αξßες Ελευθερßα & ΑρετÞ.
     ΓεννÞθηκε στη ΖÜκυνθο τον Απρßλη του 1792, απü τον κρητικÞς καταγωγÞς τυχοδιþκτη Κερκυραßο ΙωÜννη Þ ΤζανÝτο ΚÜλβο, πρþην μισθοφüρο ανθυπολοχαγü του ενετικοý στρατοý και την αριστοκρÜτισσα ΑδριανÞ ΡουκÜνη. Στα 9 του, ο πατÝρας εγκατÝλειψε τη μητÝρα κι εγκαταστÜθηκε στο Λιβüρνο της Ιταλßας που Þδη ζοýσανε κÜποιοι συγγενεßς του, παßρνοντας μαζß τους δυο γιοýς του, τον ΑνδρÝα και τον μικρüτερο αδελφü του Νικüλαο. Παρüτι ο πατÝρας του κατÜ κανüνα βρισκüταν μακριÜ για δουλειÝς, ο ΑνδρÝας υπÞρξε φιλομαθÝστατος και πÞρε πολý καλÞ μüρφωση, με σπουδÝς στην αρχαιοελληνικÞ και λατινικÞ λογοτεχνßα, ενþ απü τα μετεφηβικÜ του χρüνια Ýγραψε το 1ο του Ýργο, τον αντιπολεμικü "¾μνο Στον ΝαπολÝοντα", που αργüτερα üμως αποκηρýττει και καταστρÝφει (κι Ýτσι γνωρßζουμε την ýπαρξη του, μια που το ßδιο δε σþζεται). Τüτε πηγαßνει για λßγους μÞνες στη Πßζα κι εργÜζεται σα γραμματÝας κι αμÝσως μετÜ πηγαßνει στη Φλωρεντßα, κÝντρο τüτε της πνευματικÞς ζωÞς και δημιουργßας. Τα δυο παιδιÜ μεγαλþνουνε χωρις οικογενειακÞ θαλπωρÞ. Η μητÝρα χÜνει τα ßχνη των παιδιþν της.



     Ο πατÝρας πÝθανε το 1812 και μετÜ λßγους μÞνες τα δýο ενÞλικα πια αδÝλφια καταφýγανε σε διαφορετικÝς πüλεις αναζητþντας τη τýχη τους. Ο ΑνδρÝας στη Φλωρεντßα κι ο Νικüλαος στη ΤεργÝστη (ασχολÞθηκε πετυχημÝνα μ' εμπüριο). Στη Φλωρεντßα σποýδασε ΕλληνικÞ, ΛατινικÞ κι ΙταλικÞ Φιλολογßα παραδßδοντας μαθÞματα για να ζÞσει κι επßσης γνþρισε (φθινüπωρο 1813) τον ποιητÞ Οýγκο Φþσκολο (Ugo Foscolo, 1778-1827, γεννημÝνο επßσης στη ΖÜκυνθο, απü τον ΑνδρÝα Φþσκολο και τη Διαμαντßνα ΣπαθÞ, Ýνθερμο ιακωβßνο κι αρχαιολÜτρη κατÜ τη νεüτητÜ του, που τη πÝρασε στη Βενετßα), στον οποßο εργÜσθηκε ως γραμματικüς κι αντιγραφÝας.
     Ο Φþσκολος στÜθηκε 3,5 χρüνια καλüς φßλος, δÜσκαλος, μÝντορας και ξεναγüς στο ισχυρü κεßνη την εποχÞ ρεýμα του νεοκλασικισμοý, αλλÜ και στις επαναστατικÝς ιδÝες της εποχÞς. Τüτε ακριβþς μετÜ απü προτροπÞ του Φþσκολου, Üρχισε τις πρþτες ποιητικÝς προσπÜθειες, γρÜφοντας ιταλικÜ 4 μονολüγους της Üγνωστης τραγωδßας "Avantida" & 3 τραγωδßες: "ΘηραμÝνης"  (Teramene 1813), "Δαναúδες" (Le Danaidi 1814), "Ιππßας"  (Ippia 1813). Οι τραγωδßες αυτÝς δημοσιεýθηκαν αλλÜ τ' αντßτυπα τους με τη πÜροδο του χρüνου εξαφανßσθηκαν. ¿σπου ο καθηγητÞς ΛÜζαρος ΒελÝλης, ανακÜλυψε Ýνα αντßτυπο των "Δαναßδων".
     Το 1814, -üταν Ýγραψε ιταλικÜ την "ΩδÞ Εις Ιονßους" (Ode Agli Ionii)- ο Φþσκολος κατÝφυγε στη Ζυρßχη λüγω που κινδýνευε να συλληφθεß απü τις αυστριακÝς αρχÝς για τις δημοκρατικÝς ιδÝες του. Την επüμενη χρονιÜ, üταν πÝθανε κι η μητÝρα του (30 Ιουνßου), πÞγε κι ο ßδιος εκεß και στα τÝλη του 1816 -τüτε που πληροφορÞθηκε καθυστερημÝνα το χαμü της μητÝρας του μ' επιστολÞ της φßλης του Φþσκολου, Ματζιüττι10 ΜÜη- φýγανε μαζß για το Λονδßνο. Εκεß ο ΑνδρÝας κÝρδιζε τα προς το ζÞν παραδßδοντας μαθÞματα και ταυτοχρüνα μετÜφραζε θρησκευτικÜ βιβλßα στα ιταλικÜ και τα ελληνικÜ κι Ýγραφε ποßηση, στην οποßα Ýνωνε εκπληκτικÜ τη δημοτικÞ με την αρχαúζουσα.



     Το ΦλεβÜρη του 1817 τσακþθηκε σοβαρÜ με το Φþσκολο κι η φιλßα τους σπÜει διαπαντüς. ΚατÜ τη περßοδο 1818-19 Ýδωσε σειρÜ διαλÝξεων για τη σωστÞ προφορÜ των αρχαßων Ελληνικþν, που εντυπωσßασαν το αρχαιüφιλο αγγλικü κοινü, εξÝδωσε τη "ΝεοελληνικÞ ΓραμματικÞ" και μια 4τομη μÝθοδο εκμÜθησης ιταλικÞς γλþσσας κι εργαζüτανε στη σýνταξη ενüς αγγλοελληνικοý λεξικοý. Στις 18 ΜÜη 1819 νυμφεýθηκε την αγγλßδα Μαρßα ΤερÝζα Τüμας, που üμως πÝθανε το πρþτο 6μηνο του 1820 μαζß με τη κüρη τους που 'χε μüλις γεννÞσει. Βαθýτατα λυπημÝνος, εγκατÝλειψε το καλοκαßρι του 1820 την Αγγλßα, μετÜ απü αποτυχημÝνη απüπειρα αυτοκτονßας για ερωτικοýς λüγους (απüρριψη απü τη μαθÞτριÜ του Σοýζαν Ριντοý) κι εγκαταστÜθηκε προσωρινÜ στο Παρßσι κι Ýπειτα, το ΣεπτÝμβρη του 1820 ξανÜ στη Φλωρεντßα.
     Εκεß εντÜχθηκε στη μυστικÞ οργÜνωση των ΚαρμπονÜρων (Carbonari) κι εξαιτßας της δρÜσης του συνελÞφθη κι απελÜθη στην Ελβετßα στις 23 Þ 25 Απρßλη 1821. Στα τÝλη του 1820 Þ στις αρχÝς του 1821 συνÝθεσε τη μακρÜ ωδÞ "Εις ΘÜνατον", που εßναι γεμÜτη απü τους συμβολισμοýς της καρμπονερßας. Στη Γενεýη εντÜχθηκε στο κßνημα των φιλελλÞνων, εξασφαλßζοντας τα προς το ζην με παραδüσεις μαθημÜτων ξÝνων γλωσσþν. ΠεριβÜλλεται μ' αγÜπη απ' το φιλελληνικü κýκλο. ΕργÜζεται πÜλι ως καθηγητÞς ξÝνων γλωσσþν, ενþ παρÜλληλα ασχολεßται με την Ýκδοση ενüς χειρογρÜφου της "ΙλιÜδας", üμως δε πραγματοποιεßται. Εßχεν Þδη ξεσπÜσει η ΕλληνικÞ ΕπανÜσταση, προπαγÜνδισε συστηματικÜ υπÝρ του αγþνα των συμπατριωτþν του με δημοσιεýματα και διαλÝξεις.
     Το 1823 μυÞθηκε στη μυστικÞ ιακωβινικÞ-καρμποναρικÞν οργÜνωση ΓαλÜτες ΑναμορφωτÝς (Reformateurs Gaulois) του Φßλιππου Μπουοναρüττι (Filippo Giuseppe Maria Ludovico Buonarrotti, 1761-1837), που τα μÝλη της ορκßζονταν μßσος για τους τυρÜννους κι αιþνιο πüλεμο κατÜ της ΙερÜς Συμμαχßας, και το 1824 εξÝδωσε στη Γενεýη τις πρþτες 10 "ΩδÝς" του, με γενικü τßτλο "Η Λýρα", που σχεδüν αμÝσως μεταφρÜζονται και στα γαλλικÜ και βρßσκουν ευνοúκüτατη υποδοχÞ.
     Το 1826, συμπλÞρωσε τις "ΩδÝς" του με επιπλÝον 10 ("ΛυρικÜ", συλλογÞ αφιερωμÝνη στο στρατηγü ΛαφαγιÝτ) και τις εξÝδωσε στο Παρßσι üπου εßχε εγκατασταθεß απü τις αρχÝς του 1825 συνεχßζοντας πÜντα τη φιλεπαναστατικÞ πατριωτικÞ δρÜση του, μετÜ την διÜλυση απü τις αρχÝς της Ελβετßας των οργανþσεων των ΚαρμπονÜρων. Στη 4η ωδÞ του "Εις ΣÜμον" καταθÝτει συγκλονιστικÝς στροφÝς προς τιμÞ, üχι μüνον των Καρμανιüλων, (ΣÜμιοι οπαδοß δημοκρατικÞς παρÜταξης που απ' το 1807 προετοßμαζαν την ΕπανÜσταση κατÜ των Οθωμανþν, των προεστþν και της Εκκλησßας), αλλÜ üλων των αγωνιστþν, üλων των τüπων και üλων των εποχþν. ΣωστÜ λοιπüν Ýχει παρατηρηθεß πρüσφατα πως οι "ΩδÝς" του αποτελοýνε ποιητικü αντßστοιχο της "ΕλληνικÞς Νομαρχßας" κι Ýν απü τα σημαντικüτερα κεßμενα του Ελληνικοý Διαφωτισμοý.



     Στις 16 Ιουνßου 1826 αναχþρησε απü το Παρßσι κι Ýφτασε στο Ναýπλιο, αποφασισμÝνος να συμμετÜσχει στη προσπÜθεια για μιαν ελεýθερη ΕλλÜδα, απογοητεýθηκε üμως πολý σýντομα üταν εßδε τη τρομακτικÞ διχüνοια των ρωμιþν και την αγροικßα τους που τους καθιστοýσε ανßκανους να εκτιμÞσουνε το ποιητικü Ýργο του ως ξÝνου που πλησιÜζει τα ελληνικÜ κι ως ¸λληνα που ασπÜζεται τα ξÝνα. Ταυτüχρονα αηδιασμÝνος κι εξοργισμÝνος, κατÝφυγε τον Αýγουστο του 1826 στη ΚÝρκυρα, üπου αρχικÜ εργÜσθηκε ως οικοδιδÜσκαλος κι εν συνεχεßα, δßδαξε συγκριτικÞ λογοτεχνßα για 2 περßπου Ýτη, ως Ýκτακτος καθηγητÞς Φιλοσοφßας, στην υπü διεýθυνση του Α. Μουστοξýδη, Ιüνιο Ακαδημßα. ΜετÜ απü λßγο üμως παραιτÞθηκε απü τη θÝση, για ν' ασχοληθεß ξανÜ με ιδιαßτερα μαθÞματα (αν και τελικÜ επÝστρεψε στη καθηγητικÞ του θÝση το 1836), μεταφρÜζοντας παρÜλληλα αρκετÜ ξενüγλωσσα βιβλßα. 
     'Αρχισε ν' αρθρογραφεß σε διÜφορες επτανησιακÝς εφημερßδες (üπως λ.χ. στην Επßσημον Εφημερßδα Ιονßου Πολιτεßας, στη ριζοσπαστικÞ εφημερßδα του ΠÝτρου ΒρÜúλα Πατρßς κ. α.) και το 1841 ανÝλαβε τη διεýθυνση του Κερκυραúκοý Γυμνασßου, üμως ο ευαßσθητος και συνÜμα αυστηρüς, εýκολα δýστροπος χαρακτÞρας του τον þθησε να παραιτηθεß κι απü εκεß πριν τελειþσει η χρονιÜ, για να περÜσει μßα περßπου 10ετßα διακριτικÞς απομüνωσης. Στο δýστροπο του χαρακτÞρα του, αλλÜ και στ' üτι ποτÝ δεν αναγνωρßστηκε στη πατρßδα του ßσως οφεßλεται και τ' üτι, παρÜ τη συνýπαρξη του στο νησß üλ' αυτÜ τα χρüνια με το Σολωμü, δε φαßνεται να 'χανε ποτÝ προσωπικÞ γνωριμßα.
     Στα τÝλη του 1852 Ýφυγε για το Λονδßνο, νυμφεýθηκε στις αρχÝς του 1853 σε ηλικια 61 ετþν τη 40χρονη δασκÜλα Σαρλüτ Ουüνταμς (Charlotte Wadams) και μαζß εγκαταστÜθηκαν στο Λüουθ (Louth) του Λßνκολνσαúρ, üπου η Σαρλüτ ßδρυσε παρθεναγωγεßο, στο οποßο ο ΚÜλβος δßδαξε ξÝνες γλþσσες και μαθηματικÜ κι Ýζησε καλÜ τα τελευταßα χρüνια της ζωÞς του, μÝχρι τον θÜνατü του στο Λονδßνο, στις 3 ΝοÝμβρη 1869, σ' ηλικßα 77 ετþν, μετÜ τον θÜνατο της συζýγου του.
     ¼πως συνÝβη και με πολλοýς ανεπιθýμητους Þρωες του 1821, üπως π.χ. με τον μη χριστιανü ΟδυσσÝα Ανδροýτσο, για την επßσημη αναγνþριση του οποßου χρειÜστηκε να περÜσουν μερικÝς 10ετßες, Ýτσι κι η ποßηση του ΚÜλβου για χρüνια δεν Ýτυχε οýτε καν στοιχειþδους αποδοχÞς απü τους ρωμιοýς διανοοýμενους, -καταδικÜστηκε σε λειτουργικÞ αναστολÞ κι απομüνωση, γιατß η ποιητικÞ αρνησικυρßα του προκαλοýσε τη παγιωμÝνη αισθητικÞ-, που οýτε λßγο οýτε πολý τη θεωροýσανε ξÝνη κι αρνιüντουσαν να την εντÜξουνε στο χþρο της νεοελληνικÞς ποßησης. Κι ορθþς, ποτÝ του ο ποιητÞς δε χρησιμοποßησε τις λÝξεις «Χριστüς», «Αγßα ΤριÜδα», «'Αγιο Πνεýμα». Η αναφορÜ του στον «Σταυρüν» στην 6η ΩδÞ των Λυρικþν, "Εις ΣÜμον", χρημοποιεßται σαφþς σχετλιαστικÜ για τη ματαιüτητα ν' αναζητοýν οι ¸λληνες βοÞθεια απü τη χριστιανικÞ Ευρþπη στον αγþνα τους κατÜ των μωαμεθανþν Οθωμανþν.
     Το ξÝνο προς τον βυζαντινισμü και την ορθοδοξßα Ýργο του, που παρÝμενε σκüπιμα αγνοημÝνο ακüμα και μετÜ τη προσπÜθεια ανÜδειξÞς του απü τον Δ. ΒικÝλα (1835-1908), Ýτυχε τελικÜ κÜποιας στοιχειþδους αναγνþρισης στην ΕλλÜδα μüνο μετα το 1889, üταν ο Κ. ΠαλαμÜς πρüβαλε για πρþτη φορÜ τον ΚÜλβο σε μια διÜλεξÞ του στην αßθουσα Παρνασσüς. Στη πραγματικüτητα η κριτικÞ ανακαλýπτει τον ΚÜλβο τη 2η 10ετßα του αιþνα μας, üταν Ýχουν δημιουργηθεß συνθÞκες που επιτρÝπουν την ανακÜλυψη της ανακÜλυψης του ΠαλαμÜ. Το ßδιο προσεκτικÜ θα πρÝπει να μελετÞσουμε και τη 2η ανακÜλυψη του ΚÜλβου απü τους συγγραφεßς της γενιÜς του '30. Στη διÜλεξÞ του ο ΠαλαμÜς, οπαδüς της δημοτικÞς που τη θεωροýσε μοναδικÞ κι υποχρεωτικÞ γλþσσα της ποßησης, εßχε μÜλιστα αναφÝρει:

   "Αλλ' ο ποιητÞς του οποßου το εγκþμιον θÝλω Þδη να πλÝξω ενþπιον υμþν, δικαßως δýναται τις να παρατηρÞσει üτι δεν Ýγραψεν εις την γλþσσαν του λαοý, την οποßαν δια τüσο ζωηρþν χρωμÜτων εξαßρω".

     Τα Ýργα του δÝχτηκαν αρκετÞ κριτικÞ απü τις δýο επικρατοýσες παρατÜξεις διανοουμÝνων της ελληνικÞς πραγματικüτητας. Οι Φαναριþτες απü τη μια κι οι ΕπτανÞσιοι απü την Üλλη, αρνÞθηκαν στις "ΩδÝς" του το δικαßωμα πολιτογρÜφησης στο χþρο της ελληνικÞς ποßησης. ΓεννÞθηκε στη ΖÜκυνθο και γýρισε κει, αλλÜ δε μπορεß να χαρακτηριστεß ΕπτανÞσιος ποιητÞς. Δεν ανÞκει στη σχολÞ που παγιωνüτανε γýρω απ' το Σολωμü και μÜλιστα κανεßς ΕπτανÞσιος λüγιος δε τον θεþρησε ποτÝ ως Ιüνιο ποιητÞ.
     Πολλοß ασκÞσανε κριτικÞ στη γλþσσα που χρησιμοποιοýσε αν και παραδÝχονταν τη ποßηση του. Το ßδιο κι οι Φαναριþτες. Σ' αντßθεση με τους ¸λληνες, ο γαλλικüς τýπος παρουσιαζüταν ενθουσιασμÝνος απü τα Ýργα του, φαßνεται πως κατÜφερε να πεßσει τους ξÝνους πολý πιο εýκολα απ' üτι τους συμπατριþτες του.
     Το βιβλßο του Þταν αποτÝλεσμα εργασßας γραφεßου, οι "ΩδÝς" του προορßζονταν γι' ανÜγνωση αν και κÜποιες προφορικÝς διαδικασßες εßναι εμφανεßς. Δεν Ýβγαινε στους δρüμους και στις πλατεßες üπως Üλλοι ποιητÝς για να εμψυχþσει τα παλικÜρια. Οι πολεμιστÝς της ΕλλÜδας δε μποροýσαν να τις διαβÜσουν, Ýτσι δημιουργÞθηκε Ýνα σχÞμα: ποιητÞς- (πολεμιστÞς) - αναγνþστης. Τα Ýργα του ßσως και να προορßζονταν για ειδικÞ κατηγορßα αναγνωστþν -τους Ευρωπαßους φιλÝλληνες. Η απüρριψη των Ýργων του εκ μÝρους των ΕλλÞνων κι ο ενθουσιασμüς των ξÝνων μποροýν να ερμηνευτοýν κι αποτÝλεσμα προμελετημÝνης στρατηγικÞς. ΜÜλιστα η Ýκδοση των "Ωδþν" του, του 1824, περιÝχει ερμηνευτικü λεξιλüγιο που ανταποκρßνεται στις ανÜγκες ενüς ξÝνου μ' επαρκÞ αρχαιογνωσßα. ¸τσι ο ΚÜλβος διοχετεýει τις πατριωτικÝς επιταγÝς του Ελληνικοý Αγþνα σε ποιητικοýς üρους που ανÞκουνε στην ευρωπαúκÞ παιδεßα. ¼σον αφορÜ τη γλþσσα, δεν εßχε το θÜρρος ν' απορρßψει τη καθαρεýουσα Þ τη δημοτικÞ.
     Η γλωσσικÞ πολλαπλüτητα της εποχÞς του περιοριζüταν σε δýο στÜσεις που αντιπαρατÜσσονταν στις "ΩδÝς" του. Η συμβßωση της δημοτικÞς με τη καθαρεýουσα γßνεται διασταýρωση μεταξý της ζωντανÞς φωνÞς της ζωÞς και τον κüσμο των βιβλßων. ¼σον αφορÜ τη γλþσσα, επιχειροýσε να συνδυÜσει δýο αντßθετες δυνÜμεις üπως Ýκανε με τον μυθολογισμü και τα σýγχρονα γεγονüτα της εποχÞς του, το Δßα & το Θεü, το νεοκλασικισμü και τον ρομαντισμü.



     Εν πÜση περιπτþσει, η πραγματικÞ (επικÞ, καρμποναρικÞ) φýση της ποßησÞς του, δεν Ýγινε ποτÝ κατανοητÞ απü τους βυζαντινßζοντες ΝεοÝλληνες. Η προσÝγγιση απü την Üλλη μεριÜ, του üλου Ýργου του απü τους εκπρüσωπους της λεγüμενης γενιÜς του μεσοπολÝμου ΤσÜτσο, ΣεφÝρη (1936, 1937, 1941, 1960) κι Ελýτη (1942) πιüτερο αδικεß παρÜ την αναδεικνýει. ¸μεινε εξακολουθητικÜ σχεδüν, λεßα και κατατριβÞ της Ýρευνας. ΚυνÞγι πληροφοριακοý υλικοý περιφερειακοý ενδιαφÝροντος χωρßς αξßα για τη ποßηση Þ δυνατüτητα για κριτικÞ επεξεργασßα, αλλÜ γι' αυτοκατανÜλωση της επιστÞμης: η ηδονÞ του τυμβωρýχου.
     ΜοναδικÞ ßσως εξαßρεση απü κεßνη τη γενιÜ δεßχνει ο Σικελιανüς, που στο γνωστü ποßημÜ του του 1949 προσφωνεß με τον τßτλο του συγκÜτοικου των Θεþν τον ΚÜλβο:

  Ω του ΠινδÜρου σýνθρονος ψυχÞ
  συνÝστιε τþν θεþν
  ΑνδρÝα ΚÜλβε
  απü τη σφαßρα της καρτερßας Σου
  üθε σαν αετüς αιþνα ολüκληρο εποπτεýεις
  τα ΕλληνικÜ τα βÜραθρα, κατÝβα
  κατÝβα χαμηλüτερα σε μας, ωσüτου
  των φτÝρουγþν Σου των ΠηγÜσειων
  καν ακοýσουμε τον ρüμβον
  Þ üσο μüλις
  της χρησμοδüτισσας φωνÞς Σου ν' αντηχÞσει
  η θεßα κλαγγÞ
  στα βÜθη μÝσα των ψυχþν μας
!


     ¸ργα του εßναι: "ΣχÝδιο ΝÝων Αρχþν Των ΓραμμÜτων", 1819, "Απολογßα Της Αυτοκτονßας" 1820, "Λýρα-Ωδαß 1-10" 1824, ποßηση, "ΛυρικÜ-Ωδαß 11-20" 1826, ποßηση, "Ερευνα Περß Της Φýσεως Του Διαφορικοý Λογισμοý" 1827, "ΧÜριτες-αποσπÜσματα, Φþσκολος», 1846.


===================

                                        ΩΔΑΙ
Επßκληση της Μοýσας

ΠολυτÝκνου θεÜς,
ω Μνημοσýνης ΘρÝμματα πτερωτÜ,
χαραß του ανθρþπου,
Και των μακÜρων Ολυμπßων αεßμνηστα
Κι ευτυχÞ δþρα επß τα νþτα ακÜμαντα
Των ζÝφυρων, πετÜξατε ταχÝως.

ΕσÜς προσμÝνει η γη μου εκεß τα σφÜγια,
Και τ' Üνθη εκεß πλουτßζουσι και η σμýρνα,
Χιλßους ναοýς τους Ýκτισαν ανßκητα
Της ιερÜς Ελευθερßας τα χÝρια.
¹λθεν η ποθητÞ þρα στολßζουσι
Την κεφαλÞν σεβÜσμιον της ΕλλÜδος
Αι δÜφναι, φýλλα αμÜραντα θριÜμβων
Κι εσεßς χρυσÜ, σεις αμβροσßοδμα ρüδα
Του παραδεßσου ελικωνßου, συμπλÝξατε
ΣÞμερον τον αγνüν στÝφανον μüνη,
ΑμÜργαρος, ολüγυμνος, αυτÜγγελτος,
Τον καθαρüν του ουρανοý αναβαßνει
Η ΑρετÞ αλλ' αν αι Πιερßδες
Την λαμπρÜν της χαρισωσιν ακτßνα
Αμθüνητος τιμÜται επαινοýμενη
Τους επιγεßους χοροýς τüτε δεν φεýγει.

     Η ΛΥΡΑ

1. Ο Φιλüπατρις

Ω φιλτÜτη πατρßς,
Ω θαυμÜσια νÞσος,
ΖÜκυνθε συ μου Ýδωκας
Την πνοÞν και του Απüλλωνος
Τα χρυσÜ δþρα!

Κι εσý τον ýμνο δÝξου
Εχθαßρουσιν οι ΑθÜνατοι
Την ψυχÞν και βροντÜουσιν
Επß τας κεφαλÜς
Των αχαρßστων.

ΠοτÝ δεν σε ελησμüνησα. ΠοτÝ.
Και η τýχη μ' Ýρριψε
ΜακρÜ απü σε με εßδε
Το πÝμπτον του αιþνος
Εις ξÝνα Ýθνη.

ΑλλÜ ευτυχÞς Þ δýστηνος,

¼ταν το φως επλοýτει
Τα βουνÜ και τα κýματα,
Σε εμπρüς των οφθαλμþν μου
ΠÜντοτε εßχον.

Συ, üταν τα ουρÜνια
Ρüδα με το αμαυρüτατον
ΠÝπλον σκεπÜζη η νýκτα,
Συ εßσαι των ονεßρων μου
Η χαρÜ μüνη.

'Αγρια μεγÜλα τρÝχουσι
Τα νερÜ της θαλÜσσης,
Και ρßπτονται και σχßζονται
Βßαια επß του βρÜχους
Αλβιονεßους.

Τα βÞματα μου εφþτισε
ΠοτÝ εις την Αυσονßαν,
-Γη μακαρßα-, ο Þλιος
Κει καθαρüς ο αÝρας
ΠÜντα γελÜει.

ΑδειÜζει επß τας üχθας
Του κλεινοý Ταμησσοý,
Και δýναμιν και δüξαν,
Και πλοýτον αναρßθμητον
Το αμαλθεßον.

Εκεß ο λαüς ηυτýχησεν
Εκεß η ΠαρνÜσσιαι κüραι
Χορεýουν και το λýσιον
Φýλλον αυτþν την λýραν
Κει στεφανþνει.

Εκεß το αιüλιον φýσημα

Μ' Ýφερεν, η ακτßνες
Μ' Ýθρεψαν, μ' εθερÜπευσαν
Της υπεργλυκυτÜτης
Ελευθερßας.

Και τους ναοýς σου εθαýμασα
Των Κελτþν ιερÜ
Πüλις, του λüγου ποßα,
Ποßα εις εσÝ του πνεýματος
Λεßπει Αφροδßτη;

Χαßρε Αυσονßα, χαßρε
Και συ Αλβιþν, χαιρÝτωσαν
Τα Ýνδοξα Παρßσια
Ωραßα και μüνη η ΖÜκυνθος
Με κυριεýει.

Της Ζακýνθου τα δÜση,
Και τα βουνÜ σκιþδη.
¹κουον ποτÝ σημαßνοντα
Τα θεßα της ΑρτÝμιδος
ΑργυρÜ τüξα.

Και σÞμερον τα δÝνδρα,
Και τας πηγÜς σεβÜζονται
ΔροσερÜς οι ποιμÝνες,
Αυτοý πλανþνται ακüμα
Οι Νηρηßδες.

Το κýμα Ιüνιον πρþτον
Εφßλησε το σþμα.
Πρþτοι οι Ιüνιοι ΖÝφυροι
ΕχÜιδευσαν το στÞθος
Της Κυθερεßας.

Κι üταν το εσπÝριον Üστρον
Ο ουρανüς ανÜπτη,
Και πλÝωσι γÝμοντα Ýρωτος
Και φωνþν μουσικþν
ΘαλÜσσια ξýλα.

Φιλεß το ßδιον κýμα,
Οι αυτοß χαúδεýουν ΖÝφυροι,
Το σþμα και το στÞθος
Των λαμπρþν Ζακυνθßων
'Ανθος παρθÝνων.

ΜοσχοβολÜει το κλßμα σου,
Ω φιλτÜτη πατρßς μου,
Και πλουτßζει το πÝλαγος
Απü την μυρωδßαν
Των χρυσþν κÞτρων.

Σταφυλοφüρους ρßζας
ΕλαφρÜ, καθαρÜ,
ΔιαφανÞ τα σýννεφα
Ο βασιλεýς σοý εχÜρισε
Των ΑθανÜτων.

Η λαμπÜς η αιþνιος

Σου βρÝχει την ημÝραν
Τους καρποýς και τα δÜκρυα
Γßνονται της νυκτüς
Εις εσÝ κρßνοι,

Δεν Ýμεινεν εÜν Ýπεσε
ΠοτÝ εις το πρüσωπüν σου
Η χιþν, δεν εμÜρανε
ΠοτÝ ο θερμüς Κýων
Τα σμÜραγδÜ σου.

Εßσαι ευτυχÞς και πλÝον
Σε λÝγω ευτυχεστÝραν,
¼τι σε δεν εγνþρισας
ΠοτÝ την σκληρÜν μÜστιγα
Εχθρþν, τυρÜννων.

Ας μη μου δþση η μοßρα μου
Εις ξÝνην γην τον τÜφον,
Εßνε γλυκýς ο θÜνατος
Μüνον üταν κοιμþμεθα
Εις την πατρßδα.

2. Εις Δüξαν

    ¸σφαλεν ο την δüξαν
ονομÜσας ματαßαν,
και τον Üνδρα μαινüμενον
τον προ τοιαýτης καßοντα
                θεÜς την σμýρναν.

    Δßδει αυτÞ τα πτερÜ·
και εις τον τραχýν, τον δýσκολον
της ΑρετÞς, τον δρüμον
του ανθρþπου τα γüνατα
                ιδοý πετÜουν.

    ΜικρÜν ψυχÞν, κατÜπτυστον,
κατÜπτυστον καρδßαν
Ýτυχ' üστις ακοýει
της δüξης την παρÜκλησιν
                και δειλιÜζει.

    ΠοτÝ, ποτÝ με δÜκρυα
δεν Ýβρεξεν εκεßνος
των φßλων του το μνÞμα,
οýτε το χþμα εφßλησε
                των συγγενþν του.

    Εις τον ηγριωμÝνον
βαθýν ωκεανüν,
üπου φυσÜει με βßαν
και οργßζεται το πνεýμα
                της πικρÜς τýχης·

    Καθ' ημÝραν κυττÜζει
τους πολλοýς των δυστÞνων
πνιγομÝνων θνητþν,
και ποßος ποτÝ τον Þκουσε
                παραπονοýντα;

    Θερμüτατον τον πüθον
εφýτευσας της δüξης
εις την καρδßαν των τÝκνων σου
ω ΕλλÜς και καλεßσαι
                μÞτηρ ηρþων.

    Καθþς απü το σπÞλαιον
εκβÜς ο λÝων πληγþνει,
σκοτþνει, διασκορπßζει
τολμηρþν κυνηγþν
                πλÞθος ΑρÜβων·

    Καθþς εις τον χειμþνα
το νερüν υπερÞφανον
του χειμÜρρου κυλßεται,
και τα χωρÜφια χÜνονται,
                βοσκοß και ζþα·

    ¹ καθþς την αυγÞν
εξαπλþνετ' ο ¹λιος,
και τ' Üστρα τ' αναρßθμητα
απü το μÝγαν ¼λυμπον
                πÜντα εξαλεßφει·

    Οýτως τα μýρια τÜγματα
Ýχυσεν ο ΑρÜξης,
αλλ' ω Ασπßς ΕλλÜδος,
συ επß τους ΠÝρσας Üστραψες,
                κι Ýγινον κüνις.

    Περßφημοι ψυχαß
τριακοσßων Λακþνων,
ψυχαß αßπου εδοξÜσατε
τον Ασωπüν και τ' Üλσος
                του Μαραθþνος·

    Εýφραινε με το αθÜνατον
μÝτρον τας ΑχαÀδας
χÞρας ο θεßος ¼μηρος,
και το πνεýμα σας Üναπτε
                το ßδιον μÝλος.

    Του καρτεροý Αιακßδου
την φÞμην εζηλεýσατε
(αεßμνηστος, θαυμÜσιος
ζÞλος) και τ' αßμα εχýσατε
                δια την ΕλλÜδα.

    Καιγþ, καιγþ το σßδηρον
γυρεýω· ποßος μοý δßδει
τας βροντÜς του πολÝμου;
ποßος μ' οδηγεß την σÞμερον
                εις τον αγþνα;

    Φοβερüν, μυσαρüν
θρÝμμα σκληρÜς Ασßας,
ΟθωμανÝ, τι μÝνεις;
τι νοεßς; τι δεν φεýγεις
                τον θÜνατüν σου;

    ¸φθασ' η þρα· φýγε,
ανÝβα την αγρßαν
αραβικÞν φορÜδα·
νßκησον εις το τρÝξιμον
                και τους ανÝμους.

    Επß τον Υμηττüν
εβλÜστησεν η δÜφνη,
φýλλον ιερüν, στολßζει
τα ηρειπωμÝνα λεßψανα
                του Παρθενþνος.

    ΝÝοι, γυναßκες, γÝροντες,
ΕλληνικÜ θηρßα,
φιλοýσιν, αποσπÜουσι
τους κλÜδους, στεφανþνουσι
                τας κεφαλÜς των.

    ΑνÝβα την αρÜβιον,
ΟθωμανÝ, φορÜδα·
την φυγÞν κατεγκρÞμνισον·
ΕλληνικÜ θηρßα
                σε κατατρÝχουν.

    Την λÜμψιν των οργÜνων
αρειμανßων ßδε·
Üκουσον την βοÞν
των θÜνατον πνεüντων
                Þ ελευθερßαν.

    Νοεßς; - ΤρÝξατε, δεýτε
οι των ΕλλÞνων παßδες·
Þλθ' ο καιρüς της δüξης,
τους ευκλεεßς προγüνους μας
                ας μιμηθþμεν.

    ΕÜν το ακονßση η δüξα,
το ξßφος κεραυνοß·
εÜν η δüξα θερμþση
την ψυχÞν των ΕλλÞνων,
                ποßος την νικÜει;

    Τι τρÝμεις; την φορÜδα
κτýπα, κÝντησον, φýγε,
ΟθωμανÝ· θηρßα
μÜχην πνÝοντα, δüξαν,
                σε κατατρÝχουν.

    Ω δüξα, δια τον πüθον σου
γßνονται και πατρßδος
και τιμÞς και γλυκεßας
ελευθερßας και ýμνων
                Üξια τα Ýθνη.

3. Εις ΘÜνατον

    Εις τοýτον τον ναüν,
των πρþτων Χριστιανþν
παλαιüτατον κτßριον,
πþς Þλθον; πþς ευρßσκομαι
                γονατισμÝνος;

    ¼λην την ΟικουμÝνην
σκεπÜζουν σκοτεινÜ,
Þσυχα, παγωμÝνα,
τα μεγÜλα πτερÜ
                της βαθεßας νýκτας.

    Εδþ σßγα· κοιμþνται
των αγßων τα λεßψανα·
σιγÜ εδþ, μη ταρÜξης
την ιερÜν ανÜπαυσιν
                των τεθνημÝνων.

    Ακοýω του λυσσþντος
ανÝμου την ορμÞν·
κτυπÜ με βßαν· ανοßγονται
του ναοý τα παρÜθυρα
                κατασχισμÝνα.

    Απü τον ουρανüν,
üπου τα μελανüπτερα
σýννεφα αρμενßζουν,
το ψυχρüν της αργýριον
                ρßπτει η σελÞνη.

    Και Ýνα κρýον φωτßζει
λευκüν, σιγαλüν μÜρμαρον·
σβησθÝν λιβανιστÞριον,
κερßα σβηστÜ και κüλυβα
                Ýχει το μνÞμα.

    Ω παντοδυναμüτατε!
τι εßναι; τι παθαßνω;
ορθαß εις την κεφαλÞν μου
στÝκονται η τρßχες!... λεßπει
                η αναπνοÞ μου!

    Ιδοý, η πλÜκα σεßεται...
ιδοý απü τα χαρÜγματα
του μνÞματος εκβαßνει
λεπτÞ αναθυμßασις
                κι εμπρüς μου μÝνει.

    Επυκνþθη· λαμβÜνει
μορφÞν ανθρωπικÞν.
- Τι εßσαι; ειπÝ μου, πλÜσμα,
φÜντασμα του νοüς μου
                τεταραγμÝνου;

    ¹ ζωντανüς εßσ' Üνθρωπος,
και κατοικεßς τους τÜφους;
ΧαμογελÜεις;... αν Üφηκας
τον Üδην... Þ ο παρÜδεισος
                ειπÝ μου αν σ' Ýχη.

    -Μη μ' ερωτÜς· το ανÝκφραστον
μυστÞριον του θανÜτου
μην ερευνÜς· τα στÞθη,
τα στÞθη 'που σ' εβýζασαν
                εμπρüς σου βλÝπεις.

    Ω τÝκνον μου, ω τÝκνον μου,
αγαπητüν μου σπλÜγχνον,
ανüμοιος εßναι η μοßρα μας,
και προσπαθεßς ματαßως
                'να με αγκαλιÜσης.

    Παýσε τα δÜκρυα. Ησýχασε
το πÜθος της καρδιÜς σου.
Αν η χαρÜ η ανÝλπιστος,
üτι με εßδες, βρÝχη
                τους οφθαλμοýς σου·

    Μειδßασον, χαßρου, φßλε μου,
μÜλλον· αλλ' αν η πßκρα,
üτι τον Þλιον Üφηκα,
τþρα σε κυριεýη,
                παρηγορÞσου.

    Τι κλαßεις; την κατÜστασιν
αγνοεßς της ψυχÞς μου·
και εις τοýτο το μνÞμα
το σþμα μου αναπαýεται
                απü τους κüπους.

    Ναι, κüπος ανυπüφερτος
εßναι η ζωÞ· η ελπßδες,
οι φüβοι, και του κüσμου
η χαραß και το μÝλι
                σας βασανßζουν.

    Εδþ ημεßς οι νεκροß
παντοτινÞν ειρÞνην
απολαýσαμεν, Üφοβοι,
Üλυποι, δßχως üνειρα
                Ýχομεν ýπνον.

    Σεις οι δειλοß αχνýζετε,
üταν τις ψιθυρßση
τ' üνομα του θανÜτου·
αλλ' Üφευκτος ο θÜνατος,
                Üφευκτος εßναι.

    Μßα και μüνη εßναι
η οδüς, και εις τον τÜφον
φÝρνει· εις αυτÞν η ανÜγκη
αμÜχητον με' χεßρα
                ωθεß τους ζþντας.

    ΥιÝ μου, πνÝουσαν μ' εßδες·
ο Þλιος κυκλοδßωκτος,
ως αρÜχνη, μ' εδßπλωνε
και με φως και με θÜνατον
                ακαταπαýστως.

    Το πνεýμα οποý μ' εμψýχωνε
του Θεοý Þταν φýσημα,
και εις τον Θεüν ανÝβη·
γη το κορμß μου, κι Ýπεσεν
                εδþ εις τον λÜκκον.

    ΑλλÜ το φÝγγος χÜνεται
της σελÞνης· σε αφßνω·
πÜλιν θÝλω σε ιδεßν,
üτε η ζωÞ σου λεßψη,
                και τüτε μüνον.

    Με την ευχÞν μου ýπαγε·
Üλλο δεν λÝγω· θÝλω
εις την συνεßδησßν σου
τα λοιπÜ φανερþσειν
                ýστερον... χαßρε...

    ΤÝκνον μου, χαßρε... - Πρüσμενε
τον υιüν λυπημÝνον
μη παραιτÞσεις. ¸πεσε.
Και μÝνουν οι οφθαλμοß μου
                εις βαθý σκüτος.

    Ω φωνÞ, ω μητÝρα,
ω των πρþτων μου χρüνων
σταθερÜ παρηγüρησις·
üμματ' οποý μ' εβρÝχατε
                με γλυκÜ δÜκρυα!

    Και συ στüμα οποý εφßλησα
τüσαις φοραßς, με τüσην
θερμοτÜτην αγÜπην,
πüση Üπειρος Üβυσσος
                μας ξεχωρßζει!

   Αι, και Üπειρος, ας εßναι
κι Ýτι φοβερωτÝρα·
εκεß μÝσα ατÜρακτος
θÝλω εγþ συντριφθεßν
                γυρεýοντÜς σας.

    Τþρα, τþρα τα χεßλη μου
δýνανται 'να φιλÞσουν
του θανÜτου τα γüνατα·
'να στÝψω το κρανßον του
                δýναμαι τþρα.

    Ποý εßναι τα ρüδα; φÝρετε
στεφÜνους αμαρÜντους·
την λýραν δüτε· υμνÞσατε·
ο φοβερüς εχθρüς
                Ýγινε φßλος·

    Κεßνος οποý το μÝτωπον
τρυφερþν γυναικþν
αγκÜλιασε, πþς δýναται
εις ανδρικÞν καρδßαν
                'να ρßψη φüβον;

    Ποßος Üνθρωπος εις κßνδυνον
εßναι; τþρα οποý βλÝπω
τον θÜνατον με θÜρρος,
εγþ κρατþ την Üγκυραν
                της σωτηρßας.

    Εγþ τþρα εξαπλþνω
ισχυρÜν δεξιÜν
και την Üτιμον σφßγγω
πλεξßδα των τυρÜννων
                δολιοφρüνων.

    Εγþ τα σκÞπτρα στÜζοντα
αßματος και δακρýων
καταπατþ· και καßω
της δεισιδαιμονßας
                το βαρý βÜκτρον.

    ΕπÜνω εις τον βωμüν
της αληθεßας, τα σφÜγια
τþρα εγþ ρßπτω· μ' Üφθονα
τον λßβανον σωρεýω,
                μ' Üφθονα χÝρια.

    Ως απ' Ýνα βουνüν
ο αετüς εις Üλλο
πετÜει, καιγþ τα δýσκολα
κρημνÜ της αρετÞς
                οýτω επιβαßνω.

4. Εις Τον Ιερüν Λüχον

    Ας μη βρÝξη ποτÝ
το σýννεφον, και ο Üνεμος
σκληρüς ας μη σκορπßση
το χþμα το μακÜριον
                'που σας σκεπÜζει.

    Ας το δροσßζη πÜντοτε
με τ' αργυρÜ της δÜκρυα
η ροδüπεπλος κüρη·
και αυτοý ας ξεφυτρþνουν
                αιþνια τ' Üνθη.

    Ω γνÞσια της ΕλλÜδος
τÝκνα· ψυχαß 'που επÝσατε
εις τον αγþνα ανδρεßως,
τÜγμα εκλεκτþν Ηρþων,
                καýχημα νÝον·

    Σας Üρπαξεν η τýχη
την νικητÞριον δÜφνην,
και απü μυρτιÜν σας Ýπλεξε
και πÝνθιμον κυπÜρισσον
                στÝφανον Üλλον.

    Αλλ' αν τις αποθÜνη
δια την πατρßδα, η μýρτος
εßναι φýλλον ατßμητον,
και καλÜ τα κλαδιÜ
                της κυπαρßσσου.

    Αφ' ου εις του πρþτου ανθρþπου
τους οφθαλμοýς η πρüνοος
φýσις τον φüβον Ýχυσε,
και τας χρυσÜς ελπßδας,
                και την ημÝραν·

    Επß το μÝγα πρüσωπον
της γης πολυβοτÜνου,
ευθýς το ουρÜνιον βλÝμμα
βαθυσκαφÞ εφανÝρωσε
                μνÞματα μýρια.

    ΠολλÜ μεν σκοτεινÜ·
φÝγγει επ' ολßγα τ' Üστρον
το της αθανασßας·
την εκλογÞν ελεýθερον
                δßδει το θεßον.

    ¸λληνες, της πατρßδος
και των προγüνων Üξιοι·
¸λληνες σεις, πþς Þθελεν
απü σας προκριθεßν
                Üδοξος τÜφος;

    Ο ΓÝρων φθονερüς,
και των Ýργων εχθρüς,
και πÜσης μνÞμης, Ýρχεται·
περιτρÝχει την θÜλασσαν
                και την γην üλην·

    Απü την στÜμναν χýνει
τα ρεýματα της λÞθης,
και τα πÜντα αφανßζει.
ΧÜνονται η πüλεις, χÜνονται
                βασßλεια, κι Ýθνη·

    Αλλ' üτε πλησιÜση
την γην οποý σας Ýχει,
θÝλει αλλÜξειν τον δρüμον του
ο Χρüνος, το θαυμÜσιον
                χþμα σεβÜζων.

    Αυτοý, αφ' ου την αρχαßαν
πορφυρßδα, και σκÞπτρον,
δþσωμεν της ΕλλÜδος,
θÝλει φÝρειν τα τÝκνα της
                πÜσα μητÝρα.

    Και δακρυχÝουσα θÝλει
την ιερÜν φιλÞσειν
κüνιν, και ειπεßν· Τον Ýνδοξον
λüχον, τÝκνα, μιμÞσατε,
                λüχον Ηρþων.

5. Eις Mοýσας
 
Tας χορδÜς ας αλλÜξωμεν
ω χρυσüν δþρον, χÜρμα
ΛητογενÝος μÝγα·
τας χορδÜς ας αλλÜξωμεν
ιþνιος λýρα.

'Αλλα σýρματα δüτε
ζεφυρüποδες XÜριτες·
και σεις επß το ξýλον
μελßφρονον, υακßνθινον
βÜλετε στÝμμα.

Tας πτÝρυγας απλþνει
ως τ' üρνεον του Διüς,
&και υψþνεται το μÝτρον
Ýως τον ουρÜνιον κÞπον
των Πιερßδων.

Xαßρετε ω κüραι, χαßρετε
φωναß οποý τα δεßπνα
των Oλυμπßων πλουτßζετε
με' χορþν ευφροσýνας
κι εýρυθμον μÝλος.

Σεις τα αιθÝρια νεýρα
της φüρμιγγος κροτεßτε,
και τα θηρßα, και τ' Üλση
χÜνονται απü το πρüσωπον
της γης πλατεßας.

¼που τρÝμουσιν Üπειρα
τα φþτα της νυκτüς,
εκεß υψηλÜ πλατýνεται
ο γαλαξßας και χýνει
δρüσου σταγüνας.

Tο ποτüν καθαρüν
θεραπεýει τα φýλλα,
κι üπου Üφησε το χüρτον
ευρßσκει ρüδα ο Þλιος
και μυρωδßαν.

Oýτω υπü τους δακτýλους σας
η ελικþνιος λýρα,
τρÝμει, και τ' Üνθη αμÜραντα
της αρετÞς γεμßζουσι
πÜσαν καρδßαν.

¼χι πατÝρες, τýραννοι·
üχι Üνθρωποι και τÝκνα,
αλλÜ δειλÜ και αναßσθητα
ποßμνια τον κýκλον Þθελον
τρÝξειν του βßου·

Xεßρες κεραυνοφüροι,
μüνον νþτα υποφÝροντα
τας πληγÜς· αν το δßκρανον
του Παρνασσοý λιγýφθογγον
σπÞλαιον εσßγα.

Δια παντüς μοιρÜσατε
θεßαι παρθÝνοι την δßκην·
δια παντüς χαρßσατε
των ανθρþπων αισθÞσεις
υψηλονüους.

Αφρßζουν τα ποτÞρια
της αδικßας, δυνÜσται
πολλοß και διψασμÝνοι
ιδοý τ' αδρÜχνουν· γÝμουσι
μÝθης και φüνου.

Tþρα ναι τþρα αστρÜψατε
ω Mοýσαι, τþρα αρπÜξατε
την πτερωτÞν βροντÞν,
κατÜ σκοπüν βαρÝσατε
μ' εýστοχον χεßρα.

ΦυλÜξατε τους ýμνους
δια τους δικαßους· μüνον
εις αυτοýς την ειρÞνην,
και τους χρυσοýς στεφÜνους
εις αυτοýς δüτε.

¹τον ποτÝ η εννÝα
Oλýμπιαι φωναß
εκεß οποý χορεýουσι
της ημÝρας η κüραι
λαμπαδηφüροι.

¹κουον μüνον οι κýκλοι
των ουρανþν, την σýμφωνον
θεüπνευστον ωδÞν,
και τον αÝρα ακßνητον
εßχε η γαλÞνη.

Αλλ' üτε το μειδßασμα
του θεοý των ερþτων,
τον Kιθαιρþνα εσκÝπασε
με' θýμον και με' κλÞματα
σταφυλοφüρα·

Eκεß ο ρυθμüς επÝραστος
καταβαßνων, το βλÝμμα
των γηγενÝων δρακüντων
εχÜθη, ως τα χαρÜγματα
χÜνεται ο ýπνος.

Tου θεσπεσßου γÝροντος
ιερÜ κεφαλÞ·
φωνÞ ευτυχÞς 'ποý ευφÞμησας
της κλεινÞς ΑχαÀας
τ' Üριστα τÝκνα.

Eσý θαυμÜσιε ¼μηρε
εξÝνισας τας Mοýσας·
και του Διüς η κüραι
εις τα χεßλη σου απÝθηκαν
το πρþτον μÝλι.

Eις τιμÞν των θεþν
εφýτευσας την δÜφνην·
εßδον πολλοß αιþνες
το φυτüν ευθαλÝς
υπερακμÜζον.

MÝσα εις το θεßον στÝλεχος
τι δεν εθησαυρßσατε
τα σßμβλα αιωνßως;
τι ω αþνιαι μÝλισσαι
το παραιτεßτε;

¼ταν εις την αθλßαν
EλλÜδα απü τα Ýσχατα
της ερυθρÜς θαλÜσσης
των αραβßων πετÜλων
Þλθεν ο κτýπος·

Eκεß προς τα λουτρÜ
üπου τας τρßχας πλýνουσι
των φοιβηÀων η ¿ραι,
τüτε δικαßως εφýγατε
ω Πιερßδες.

Kαι τþρα εις τÝλος φÝρετε
την μακρÜν ξενιτεßαν.
χρüνος χαρÜς επÝστρεψε,
και λÜμπει τþρα ελεýθερον
το ΔÝλφιον üρος.

PÝει καθαρüν το αργýριον
της IπποκρÞνης· κρÜζει,
üχι τας ξÝνας, κρÜζει
σÞμερον η EλλÜς
τας θυγατÝρας.

¹λθετε, ω Mοýσαι, ακοýω,
και χαßρουσα πετÜει
πετÜ η ψυχÞ μου, ακοýω
των λυρþν τα προοßμια,
ακοýω τους ýμνους.

   6. Eις Xßον

Ως üτε απü το στüμα
κρÝμεται των θνητþν
αυλüς λελυπημÝνος
και η φωνÞ του με' κüπον
τρÝμουσα εκβαßνει·

Ως μÝσα εις τα πολýδενδρα
δÜση το βρÜδυ εισπνÝει
το τεθλιμμÝνον φýσημα
Mεσημβρινüν και φαßνεται
θρÞνος ανθρþπων·

Eις τον ηρημωμÝνον
αιγιαλüν της νÞσου
οýτω φÝρνουν τα κýματα
και το παρÜπονüν τους
η Ωκεανßναι.

Tα γαλακτþδη μÝλη
των παρθÝνων της Xßου
πλÝον εσý δεν ραντßζεις
ω λαμπρüν του Αιγαßου
ιερüν ρεýμα.

¼ταν τα στÞθη αφßλητα,
θρßαμβος των Xαρßτων,
βρÜδυ και αυγÞν εδρüσιζες
εκαταφρüνεις τüτε
τα ρüδα ηþα.

Tþρα χηρεýεις, τþρα
τους βαρβÜρους θαλÜμους
υπηρετοýν, μιαßνονται
τα κÜλλη των παρθÝνων
θεοειδÝων.

Eκεß üπου η πανÞγυρις
των Mουσþν της EλλÜδος
Üναπτε τα πυρÜ,
και των ποδþν εσÞμαινε
τ' Üλυπον μÝτρον·

YβριστικÜ, υπερÞφανα
τýμπανα ακοýω· και βλÝπω
την Nαβαθαßαν· εις αßμα
βαμμÝνη επß τους πýργους
αεροκινεßται.

Θλßβει ο καπνüς το διÜστημα
γαλÜζιον των αÝρων·
οýτως εις την ομßχλην
του θανÜτου, μειδßασμα
πνßγεται νÝον.

Πüσους ναοýς 'ποý εδÝχοντο
τας πτερωτÜς της πßστεως
προσευχÜς και τα δþρα·
πüσους βλαστοýς σοφßας,
πüσας ελπßδας·

Αι, πüσους πνÝοντας Ýρωτα
θαλÜμους, τþρα η φλüγα
βαρβÜρως κατατρþγει·
μισητüν ολοκαýτωμα
ενüς τυρÜννου.

Στεναζοýσης νυκτüς
και του βαθÝος Üδου
τρομεραß θυγατÝρες,
εσÜς φωνÜζω, εσÜς
τας Eριννýας.

Tι ακαßρως τα βασßλεια
σκοτεινÜ κατοικεßτε
του ýπνου; ν' αποσπÜσετε
τα δεσμÜ των ονεßρων
τι αργοπορεßτε;

TρÝξατε· εδþ τον θüρυβον
των μεγÜλων πτερýγων
φÝρετ' εδþ· κυττÜξατε,
σκληρÜν σÜς δεßχνω κι Üνανδρον
καρδßαν τυρÜννου.

Tας λαμπÜδας αυτοý
τινÜξατε, αυτοý ρßψατε
βροχÞν πεπυρωμÝνην,
αυτοý Eριννýες πετÜξατε
χιλßας εχßδνας.

O μιαρüς, την μÜχαιραν...
ανατριχιÜζω... τρÝμουσι
τα δÜκτυλÜ μου... μßαν
προς μßαν εσýντριψα
τας χορδÜς üλας.

Ω λαιμοß των αθþων
παιδιþν μας, ω πλευρÜ
σεβÜσμια των μητÝρων,
γερüντων κüμαι εις τ' αßμα
αθλßως βρεγμÝναι!

Eκδßκησιν ζητεßτε;
η φωνÞ σας ηκοýσθη.
ΠοτÝ εις την γην οι αθÜνατοι
τους ληστÜς δεν αφßνουν
ατιμωρÞτους.

Αν φýγωσι το δρÝπανον
θανατηφüρον, φÜρμακα
επß τα χεßλη ευρßσκουσι
του υμεναßου, και δρÜκοντας
εις τα ποτÞρια.

Oι φοßνικες ξηραßνονται
της Eιλειθýιας· βαρýνεται
επÜνω εις την καρδιÜν των
το σκüτος της νυκτüς
ως πλÜκα τÜφου.

¼χι φως και χαρÜν,
αμÞ φλογþδεις Üκανθας
βρÝχει δι' αυτοýς ο Þλιος,
και η γη σχισμÝνη δßδει
αßματος βρýσεις.

Ποý μ' Ýφερεν ο πüνος μου;...
τι λÝγω; τιμωρßαν
αληθινÞν και μüνην,
φρικτÞν, οι μιαροß
Ýχουσιν Üλλην.

Tην Ýνδειαν της γλυκεßας
γαλÞνης των δικαßων.
Ας ερημþση ο πüλεμος
την EλλÜδα πριν εýρη
της Xßου την μοßραν.

¼μως αν μιμηθÞ
το σκληρüν, την οργÞν
παμμßαρον των εχθρþν της,
ας γÝνη, ας γÝνη μßσημα
παντüς του κüσμου.

Tι εßπον!.. διασκορπßσατε
Üνεμοι τους δυσφÞμους
λüγους· ω των αγγÝλων
πÜτερ και ανδρþν, βοÞθησον
συ την EλλÜδα!

 7. Eις ΠÜργαν

Σοβαρüν, υψηλüν
δüσε τüνον ω Λýρα·
λÜβε αστραπÞν, και Þθος
λÜβε νοüς, υμνοýμεν
Ýνδοξον Ýργον.

ΔιαπρεπÞ οι αθÜνατοι
Ýδωσαν των ανθρþπων
και ατßμητα δþρα·
αγÜπην, αρετÞν,
εýσπλαγχνον στÞθος.

ΑλλÜ και φρενþν πτÝρωμα·
üπως, üταν η τýχη
εις τα κρημνÜ του βßου
της αμÜξης πλαγßαν
την ορμÞν φÝρη·

Hμεßς, ως τας κλαγγÜς
εις τα σýννεφα αφßνει
ο μÝγας αετüς
και εις τα βαθÝα λαγγÜδια
αφροýς και βρÜχους·

Oμοßως υπερπετÜξαντες,
μακρÜν οπßσω ιδþμεν
την οργÞν των τροχþν
απü τυφλÜς ηνßας
διασυρομÝνων.

Ως αγλαÜ τοσαýτα
δþρα δοξολογοýνται,
αλλÜ πολý αγλαüτερον
ο νους οποý αποφεýγει
την δουλωσýνην.

YποκυμαινομÝνους
δασÝας ελαιþνας
η ΠÜργα υψηλοκÜρηνος
βλÝπει· και αυτÞν ο 'Αρης
υπερεφßλει.

ΑλλÜ μüλις η χÜλαζα
Ýπαυε του πολÝμου,
και συ ΔÜματρα εχÜριζες
τον δαψιλÞν χρυσüν,
πüθος Zεφýρων.

¸χεον πολυÜριθμα
μελισσþν Ýθνη οι σßμβλοι
της ΠÜργας, βομβηδüν
εις τον πολýν επÝταον
καρπüν λυαßον.

Kαλüς, γλυκýς ο αÝρας
οποý πρþτον επßναμεν,
και η θρÝπτειρα γη
απüτον ßδρωτÜ μας
πεποτισμÝνη.

¼μως δια ποßον οι δοýλοι
πßνουσι τον αÝρα;
κεντÜουσι το Üροτρον
και πολýν στÜζουν κüπον
üμως δια ποßον;

ΨυχÞ ανδρικÞ απορρßπτει
φρüνημα χαμερπÝς·
απü το αμβροσßοδμον
στüμα των αιωνßων
η γνþμη ρÝει.

Tων πολλþν τα συμπüσια
ο στßχος επιτρÝχει·
βραχυχρüνιος ηχþ
την σιγÞν δεν ετÜραξε
της δουλωσýνης.

Σεις μüνοι οποý εκλαδεýατε
την ΠαργινÞν ελαßαν,
σεις απüτον αθÜνατον
λüγον μüνον ετρÜφητε,
εσεßς ω ανδρεßοι.

Tα συνÞθη χωρÜφια
αφßνοντες εφýγατε
τον ζυγüν, προτιμþντες
την πικρÜν ξενιτεßαν
και την πενßαν.

Πλην, της επιστροφÞς
εχÜραξεν η ημÝρα.
ΠÜντοτε οι επουρÜνιοι
μεγαλüθυμον γÝνος
υπερασπßζουν.

Eκεß οποý εκαýσατε,
(ελληνικÞ φροντßδα!)
των προγüνων τα λεßψανα,
πÜλιν η πρüνοοι χεßρες
εκεß σας φÝρνουν.

   8. Eις Aγαρηνοýς

¸νας Θεüς και μüνος
αστρÜπτει απü τον ýψιστον
θρüνον· και των χειρþν του
επισκοπεß τα αιþνια
Üπειρα Ýργα.

KρÝμονται υπü τους πüδας του
πÜντα τα Ýθνη, ως κρÝμεται
βροχÞ Ýτι εναÝριος
εν ω κοιμþνται οι Üνεμοι
της οικουμÝνης.

Αλλ' η φωνÞ του ακοýεται,
φωνÞ δικαιοσýνης,
και η ψυχαß των ανüμων
ως αßματος σταγüνες
πÝφτουν 'σ τον Üδην.

Tων οσßων τα πνεýματα
ως αργυρÝα ομßχλη
τα υψηλÜ αναβαßνει,
και εις ποταμοýς διαλýεται
φωτüς και δüξης.

Müνον βλÝπω τον ¹λιον
μÝνοντα εις τον αÝρα·
τους τριγýρω χορεýοντας
ουρανοýς κυβερνÜει
με' δßκαιον νüμον.

Φαßνεται εις τον ορßζοντα
ωσÜν χαρÜς ιδÝα,
και φωτßζει την γην
και των θνητþν τα Ýργα
των πολυπüνων.

¼μως ιδοý τα σκÞπτρα
Üφησεν, εβασßλευσεν·
üτι ανÜγκην το ανθρþπινον
στÞθος Ýχει αναπαýσεως
ανÜγκην ýπνου.

Ποßος ποτÝ του Θεοý,
ποßος του Hλßου ωμοßασεν;
διατß βωμοýς, θυμßαμα
διατß ζητοýν οι μýριοι
τýραννοι, κι ýμνους;

¾ψιστοι αυτοß! λαμπρüτεροι
αυτοß των Üλλων! -μüνοι!-
Λαμπροß, κι ýψιστοι οι δßκαιοι,
και μüνοι των ανθρþπων
οι ευεργÝται.

Kριταß ως θεοß! και πüτε
την αρετÞν αθλßως,
πüτε δεν εκατÜτρεξαν;
πüτε ευσπλαγχνßαν εγνþρισαν,
δικαιοσýνην;

Mε' υπερηφÜνους πüδας
καταφρονητικοýς,
δεν πατοýν το χρυσοýν
συντριφθÝν τþρα ζýγωθρον
του ορθοý νüμου;

Tο αχüρταστον δρÝπανον
αυτοß βαστοýν· θερßζουν
πÜντ' üσα ο ßδρωτÜς μας
ωρßμασεν αστÜχυα
δια τους υιοýς μας.

TρÝξε επÜνω εις τα κýματα
της φοβερÜς θαλÜσσης,
κινδýνευσε, αναστÝναξε,
πßε το πικρüν ποτÞριον
της ξενιτεßας·

Δια την τροφÞν που εσýναξας
με' κüπους ανεκφρÜστους,
εις τα παραθαλÜσσια
ιδοý χÜσκει το λαßμαργον
στüμα τυρÜννων.

Tι τα ευωδÞ αγκαλιÜζετε
προσκÝφαλα του γÜμου;
τι φιλεßτε το μÝτωπον
ιερüν των γονÝων σας
με' τüσον πüθον;

H σÜλπιγγα, τα τýμπανα
σας προσκαλοýν· αδßκους
ασυνÝτους πολÝμους
φÝρετε, κατασφÜξατε
τα Ýθνη αθþα.

¼χι μüνον τον ßδρωτα,
αλλÜ και τ' αßμα οι τýραννοι
ζητοýσιν απüσας,
κι αφ' ου ποτÜμια εχýσατε
μÞπως τους φθÜνει.

Tην πνοÞν σας αχüρταστοι
επιθυμοýν· αλλοßμονον
αν ποτε επß τα σφÜγια
των τυρÜννων αναστε-
-νÜξη η ψυχÞ σας.

Αλλοßμονον, αλλοßμονον,
üταν ο θεüς πÝμψη
ακτßναν αληθεßας
και με' αυτÞν το στÞθος σας
ζωοποιÞση.

EÜν τις το νουθÝτημα
θεßον ακολουθÞση,
στüμα μαχαßρας, βÜσανα,
κλαýματα φυλακÞς
τüτε ας προσμÝνη.

Kαι τοιοýτοι, εμπρüς σας
εγþ 'να γονατßσω!
η γη ας σχισθÞ, εις το βÜραθρον
η βροντÞ τ' ουρανοý
ας με τινÜξη·

Πρωτοý σας ατιμÞσω
ω γüνατÜ μου. ¯ ΑτÜρακτον
Ýχω το βλÝμμα οπüταν
το καταβÜσω εις πρüσωπον
ενüς τυρÜννου.

Eσεßς ωσÜν ο ¹λιος
λαμπροß! ¯ ναι φλüγας βÝβαια
βλÝπω διαδημÜτων,
αλλÜ τας δυστυχßας μας
μüνον φωτßζουν.

 9. Eις Ελευθερßαν

ΔυστυχησμÝνα πλÜσματα
της πλÝον δυστυχησμÝνης
φýσεως, τελειþνομεν
Ýνα θρÞνον και εις Üλλον
πÝφτομεν πÜλιν.

Hμεßς κατεδικÜσθημεν
Üθλιοι, κοπιασμÝνοι,
πÜντα 'να κατατρÝχωμεν,
αλλÜ ποτÝ δεν φθÜνομεν
την ευτυχßαν.

ºσως (αν δεν με τρÝφη
ματαßα ελπßς) ευρßσκεται
μετÜ τον θÜνατüν μου
γλυκυτÝρα ζωÞ
και με προσμÝνει.

¼μως, διατß Ýαν Ýσπειρε
παντοý εις την οικουμÝνην
την χαρÜν με' την θλßψιν
του επουρανßου πατρüς
το δßκαιον χÝρι·

Διατß κι εδþ üπου μ' Ýρριψεν
εις την αÝριον σφαßραν,
μßαν 'να μην εýρω τρÝχουσαν
δια με, μüνην μßαν βρýσιν
παρηγορßας;

Bρýσιν! Kαι τα θαυμÜσια
της ΑρετÞς αÝνναα
νερÜ δεν βλÝπω; Xýνονται
ποταμηδüν τρυγýρω μου,
την γην σκεπÜζουν.

Ω θνητοß, ποτισθÞτε.
¸αν το θεßον πßετε
ρεýμα, ο πüνος με' δÜκρυα
την τρÜπεζαν, το στρþμα σας
ας βρÝξη τüτε.

Ας Ýλθη τüτε, ας Ýλθη
'να σας περικυκλþση
με' σκοτεινÜ, βρονταßα,
πεπυκνωμÝνα σýννεφα
η δυστυχßα.

Mßα δýναμις ουρÜνιος
εις την ψυχÞν σας δßδει
πτερÜ ελαφρÜ, και υψþνεται
λαμπρüν το μÝτωπüν σας
υπÝρ την νýκτα.

Απü τα ολýμπια δþματα
δροσερüν καταβαßνει
χαρÜς, ελαßου φýσημα,
και στεγνþνει τα δÜκρυα·
τον ßδρωτÜ σας.

Eκεß üπου επατÞσατε
ιδοý οι καρποß φυτρþνουν,
και τ' Üνθη ιδοý σκορπßζουσι
τα κýματα ευτυχÞ
της μυρωδßας.

Tης Φιλßας η XÜριτες,
και του Yμεναßου, συμπλÝκουσι
χορþν πλουσßους στεφÜνους·
βωμüν Ýχουν τον θρüνον σας
και τον δοξÜζουν.

Αν εις δικαßους Ýλθητε
πολÝμους, Þ Ýνα μνÞμα,
μνÞμα τßμιον ευρßσκετε,
Þ των θριÜμβων τ' Üσματα,
και τα κλωνÜρια.

Tα πολýχρυσα πÝπλα,
και τ' αρþματα ο Πλοýτος,
γλυκý η Σοφßα το φßλημα
σας χαρßζει Ýαν Þναι
με σας η ειρÞνη.

Ω ΑρετÞ! πολýτιμος
θεÜ, συ ηγÜπας πÜλαι
τον Kιθαιρþνα, σÞμερον
την γην μη παραιτÞσης,
την πατρικÞν μου.

 10. O Ωκεανüς

Γη των θεþν φροντßδα,
EλλÜς ηρþων μητÝρα,
φßλη, γλυκεßα πατρßδα μου
νýκτα δουλεßας σ' εσκÝπασε,
νýκτα αιþνων.

Oýτω εις το χÜος αμÝτρητον
των ουρανßων ερÞμων,
νυκτερινüς εξÜπλωσεν
Ýρεβος τα πλατÝα
πÝνθιμα εμβüλια.

Kαι εις την σκοτιÜν βαθεßαν,
εις το απÝραντον διÜςημα,
τα φþτα σιγαλÝα
κινþνται των αςÝρων
λελυπημÝνα.

EχÜθηκαν η πüλεις,
εχÜθηκαν τα δÜση,
κι η θÜλασσα κοιμÜται
και τα βουνÜ· και ο θüρυβος
παýει των ζþντων.

Eις τα φρικτÜ βασßλεια
ομοιÜζει του θανÜτου
η φýσις üλη· εκεßθεν
Þχος ποτÝ δεν Ýρχεται
ýμνων Þ θρÞνων.

ΑλλÜ των μακαρßων
σταýλων ιδοý τα ηþα
κÜγκελλα η ¿ραι ανοßγουσιν,
ιδοý τα ακÜμαντα Üλογα
του Hλßου εκβαßνουν.

XρυσÜ, φλογþδη, καßουσι
τους δρüμους του αÝρος
τα αμιλλητÞρια πÝταλα·
τους ουρανοýς φωτßζουσι
λÜμπουσαι η χαßται.

Tþρα εξανοßγει τ' Üνθη
εις τον δροσþδη κüλπον
της γης η αυγÞ· και φαßνονται
τþρα των φιλοπüνων
ανδρþν τα Ýργα.

Tα μυρισμÝνα χεßλη
της ημÝρας φιλοýσι
το αναπαυμÝνον μÝτωπον
της οικουμÝνης· φεýγουσιν
üνειρα, σκüτος,

ýπνος, σιγÞ· και πÜλιν
τα χωρÜφια, την θÜλασσαν,
τον αÝρα γεμßζουσι
και τας πüλεις με' κρüτον,
ποßμνια και λýραι.

Eις του σπηλαßου το στüμα
ιδοý προβαßνει ο μÝγας
λÝων, τον φοβερüν
λαιμüν τετριχωμÝνον
βρÝμων τινÜζει.

O αετüς αφßνει
τους κρημνοýς υψηλοýς·
κτυπÜουσιν η πτÝρυγες
τα νÝφη, και τον üλυμπον
η κλαγγÞ σχßζει.

¸θλιψε την EλλÜδα
νýκτα πολλþν αιþνων,
νýκτα μακρÜς δουλεßας,
αισχýνη ανδρþν, Þ θÝλημα
των αθανÜτων.

H χþρα τüτε εφαßνετο
ναüς ηριπομÝνος,
üπου οι ψαλμοß σιγÜουσι
και του κισσοý τα ατρÝμητα
φýλλα κοιμþνται.

ΩσÜν επß την Üπειρον
θÜλασσαν των ονεßρων,
ολßγαι, απηλπισμÝναι
ψυχαß νεκρþν διαβαßνουσι
με' δßχως βßαν·

Oýτως απü του 'Αθωνος
τα δÝνδρα, Ýως τους βρÜχους
της KυθÞρας, κυλßουσα
την Üμαξαν βραδεßαν,
ουρανοδρüμον·

H τρßμορφος EκÜτη
εθεþρει τα πλοßα,
εις του Αιγαßου τους κüλπους
λÜμνοντα αδüξως, φεýγοντα
διασκορπισμÝνα.

Συ τüτε, ω λαμπροτÜτη
κüρη Διüς, του κüσμου
μüνη παρηγορßα,
την γην μου συ ενθυμÞθηκες
ω Eλευθερßα

¹λθ' η θεÜ· κατÝβη
εις τα παραθαλÜσσια
κλειτÜ της Xßου· τας χεßρας
Üπλωσ' ορθÞ, και κλαßουσα
λÝγει τοιÜδε·

ΩκεανÝ, πατÝρα
των χορþν αθανÜτων,
Üκουσον την φωνÞν μου,
και της ψυχÞς μου τÝλεσον
τον μÝγαν πüθον.

¸νδοξον θρüνον εßχον
εις την EλλÜδα· τýραννοι
προ πολλοý τον κρατοýσι,
σÞμερον συ βοÞθησον,
δος μου τον θρüνον.

¼ταν τους ανοÞτους
φεýγω θνητοýς, με δÝχονται
η πατρικαß σου αγκÜλαι·
η ελπßς μου εις την αγÜπην σου
στηρßζεται üλη.

Eßπε· κι ευθýς επÜνω
εις τας ροÜς εχýθη
του Ωκεανοý, φωτßζουσα
τα νþτα υγρÜ και θεßα,
πρüφαντος λÜμψις.

ΑστρÜπτουσι τα κýματα
ως οι ουρανοß, και ανÝφελος,
ξÜστερος φÝγγει ο Þλιος
και τα πολλÜ νησßα
δεßχνει του Αιγαßου.

Πρüσεχε τþρα· ως Üνεμος
σφοδρüς μÝσα εις τα δÜση,
ο αλαλαγμüς σηκþνεται·
Üκουε των πλεüντων
το Ýια μÜλα.

ΣχισμÝνη υπü μυρßας
πρþρας αφρßζει η θÜλασσα,
τα πτερωμÝνα αδρÜχτια
ελεýθερα εξαπλþνονται
εις τον αÝρα.

Eπß την λßμνην οýτως
αυγερινÜ πετÜουσι
τα πλÞθη των μελßσσων
üταν γλυκý του Ýαρος
φυσÜη το πνεýμα·

Eπß την Üμμον οýτω
περιπατοýν οι λÝοντες
ζητοýντες τα κοπÜδια,
την θÝρμην των ονýχων
Ýαν αισθανθþσιν·

Oýτως εÜν την δýναμιν
ακοýσουν των πτερýγων
οι αετοß, το κτýπημα
των βροντþν υπερÞφανοι
καταφρονοýσι.

ΠεφιλημÝνα θρÝμματα
Ωκεανοý, γενναßα
και της EλλÜδος γνÞσια
τÝκνα, και πρωτοστÜται
Eλευθερßας·

Xαßρετε σεις καυχÞματα
των θαυμασßων (Σπετζßας,
¾δρας, Ψαρþν,) σκοπÝλων,
üπου ποτÝ δεν Üραξε
φüβος κινδýνου.

Kατευοδοßτε! OρμÞσατε
τα συναγμÝνα πλοßα
ω ανδρεßοι· σκορπßσατε
τον στüλον, κατακαýσατε
στüλον βαρβÜρων.

Tα δειλÜ των εχθρþν σας
πλÞθη καταφρονÞσατε·
την κüμην πÜντα ο θρßαμβος
στÝφει των υπÝρ πÜτρης
κινδυνευüντων.

Ω επουρÜνιος χεßρα!
σε βλÝπω κυβερνοýσαν
τα τρομερÜ πηδÜλια,
και των ηρþων η πρþραι
ιδοý πετÜουν.

Iδοý κροτοýν, συντρßβουσι
τους πýργους θαλασσßους
εχθρþν απεßρων· σκÜφη,
ναýτας, ιστßα, κατÜρτια
η φλüγα τρþγει·

Kαι καταπßνει η θÜλασσα
τα λεßψανα· την νßκην
ýψωσ', ω λýρα· αν Þρωες
δοξÜζονται, το θεßον
φιλεß τους ýμνους.

ΩθωμανÝ υπερÞφανε
ποý εßσαι; νÝον στüλον
φÝρε, ω μωρÝ, και σýναξε·
νÝαν δÜφνην οι ¸λληνες
θÝλουν αρπÜξειν.

ΛΥΡΙΚΑ

 1. H BρεττανικÞ Mοýσα

EÜν τα ποσειδþνια
κýματα, τον αυθÜδη
ναýτην απομακρýνωσιν
απüτην πÜτριον νÞσον του
πριν Ýλθη η νýκτα·

Mε' ψυχÞν πικραμÝνην
ορθüς επß την πρýμνην
βλÝπει επÜνω εις την θÜλασσαν
την ησυχßαν χυμÝνην
και εσπÝριον σκüτος·

BλÝπει τα περιπüθητα
βουνÜ και τα χωρÜφια
τÞς γλυκερÜς πατρßδος
κεχρυσωμÝνα ακüμα
απüτον Þλιον.

Αλλ' Þδη εις τα ερεβþδη
λουτρÜ βαθÝα της δýσεως
του λαμπροý βασιλÝως
τþν αÝρων εβοýτησεν
η εσχÜτη ακτßνα.

Kι αλλÜζει, ιδοý, αμαυρüνεται
της νÞσου η ρÜχη, ως πρüσωπον
νÝας, ορφανÞς παρθÝνου,
υγρüν υπüτο σýγνεφον
της δυστυχßας·

Tα λυπημÝνα ομμÜτια του
τüτε αν σηκþση ο ναýτης,
βλÝπει επÜνω εις την χþραν του
τρÝμον και μεσουρÜνιον
το πρþτον Üστρον.

Oýτως αν χÜση ο Üνθρωπος
το φως, και τον σκεπÜση
μακÜριον σκüτος, βλÝπομεν
επ' αυτüν ανατÝλλον
Üστρον ελπßδος.

Ω Εýρων· ω θεσπÝσιον
πνεýμα των Bρεττανßδων,
τÝκνον μουσþν και φßλε
Üμοιρε της EλλÜδος
καλλιστεφÜνου.

ΠλεγμÝνα με' τα φýλλα
του μυστικοý Eλικþνος
της Yγιεßας τα ρüδα
χθες θαυμασßως εστüλιζον
την κεφαλÞν σου.

Xθες τον ουρÜνιον Ýτρεχε
δρüμον ο Þλιος· χýνων
τας πλÝον λαμπρÜς ακτßνας
το μÝτωπüν σου αντÝστραπτεν
ως αθανÜτου.

ΣÞμερον κεßσαι, ως εýφορος
πολýκλωνος ελαßα
απüτο βßαιον φýσημα
σκληρþν ανÝμων κεßται
εκριζωμÝνη.

ΣÞμερον κεßσαι, ω Εýρων.
Kαι ποý τα Ýνθεα Ýπη,
ποý εßναι τþρα τα σýμμετρα
πτερüεντα φωνÞεντα
καστÜλιε κýκνε;

Θαυματουργοß φυσÞσατε
πνοαß του παραδεßσου·
σηκþσου, ω Εýρων, τßναξον
μακρÜ απüσε τον Üωρον
μüρσιμον ýπνον.

Iδοý της μουσοτρüφου
Eυρþπης τα υπερÝχοντα
Ýθνη ακüμα προσμÝνουσιν,
ακüμα την φωνÞν σου
επιθυμοýσιν.

Iδοý η EλλÜς σοý ετοßμασεν
üχι τον χρυσüν κýκλον
τον τους κροτÜφους φλÝγοντα
των αργþν βασιλÝων
Þ των τυρÜννων·

ΑλλÜ στÝφανον Ýτερον,
στολÞν Ýνδοξον, Ýντιμον,
αξßαν νοüς δικαßου,
ανδρüς αξßαν γενναßου
φιλελευθÝρου·

ΣτÝφανον αιωνßων
κλÜδων αφθÜρτων, λÜμποντα
üχι δια τους κροτοýντας
ποιητÜς το μονüχορδον
της κολακεßας·

ΑμÞ δια σε τον εýτολμον
λειτουργüν των παρθÝνων
Eλικωνßων· φιλοýσιν
η Mοýσαι χεßρα αμßαντον
και υψηλüν πνεýμα.

Σε η EλλÜς ευγνþμων
ως φßλον μεγαλüψυχον
ζητεß να στεφανþση,
ως παρηγορητÞν της,
ως ευεργÝτην.

Σηκþσου ω Εýρων... φßλε
σηκþσου... λÜβε, ω μÝγα,
λÜβε το δþρον, ýμνησον
του σταυροý τους θριÜμβους
και της EλλÜδος·

Αι! των θνητþν η ελπßδες
ως ελαφρÜ διαλýονται
üνειρα βρÝφους· χÜνονται
ως λεπτüν βüλι εις Üπειρον
βÜθος πελÜγου.

O Εýρων κεßται ως κρßνος
υπüτο βαρý κÜλυμμα
αθλßας νυκτüς· η αιþνιος,
ω λýπη, τον εσκÝπασε
μοßρα θανÜτου.

ΑνÞρ κατÜ τον φýσεως
νüμον τον Üνδρα κλαßω·
δεν χýνονται τα δÜκρυα
ματαßως επß τον τÜφον
των ευδοκßμων.

¼τι αν φθαρτüν το σþμα
πÝση, και τ' Üυλον πνεýμα
τþν αγαθþν και η φÞμη
νικÞσουν ως η αλÞθεια
το αÝνναον μÝλλον·

Αν χωριστÞ, μετÝωρος
επß την δÝλφιον πÝτραν
αστρÜψη η λýρα, καýχημα
'Αγγλων και χαρμοσýνη
Αγηνορßδων·

Hμεßς üμως χηρεýομεν.
Tας θλßψεις θεραπεýει,
και Üγει ο θρÞνος εις Üμιλλαν
αρετÞς την φιλüδοξον
σπορÜν του ανθρþπου.

  2. Eις ΨαρÜ

EρατεινÞ, γλυκεßα
θυγÜτηρ Yπερßονος,
πüσον, ω χρυσοβλÝφαρος,
πüσον δεκτÞ και νüστιμη
φÝγγεις ω ημÝρα.

Eλεýθερος Þ δοýλος
τι χρησιμεýει αν εßναι,
μüνον ας ζÞση ο Üνθρωπος,
üτι εßναι η γη παρÜδεισος,
κι η ζωÞ μßα.

Δεýτε, εν ω τα της Kýπριδος
δÜκτυλα μυρισμÝνα
τας χορδÜς κολακεýωσι,
και η τρυφερÜ κιθÜρα
τον κüσμον θÝλγη·

TρÝξατε σεις ω αμÝριμνα
πλÞθη λαþν· τον μÝγαν
μελßφρονα αμφορÝα
του BασσαρÝως αδρÜξατε
νÝοι και παρθÝνοι.

Mε χιτþνα σιδþνιον,
με σÜνδαλα χρυσüδετα
χοροβατοýντες ψÜλατε
Þ την στροφÞν την λÝσβιον,
Þ τÝιον μÝλος.

ΦθÜνει τþρα το κÝρασμα,
φθÜνει ο χορüς και τ' Üσμα·
κÜθε ηδονÞ το μÝτριον
εÜν αγαπÜ, ας προσφýγωμεν
εις χαρÜν Üλλην.

Eδþ υπü τον πολýφυλλον
και δροσερüν κεδρþνα
ελÜτε, ας αναπαýσωμεν
το κορμß μας και ας Ýχωμεν
τ' Üνθη δια στρþμα.

¸να φιλß... κι Ýν' Üλλο...
¸ρωτα τρÝξε, εξÜπλωσον
αιþνια τα πτερÜ σου,
σκÝπασον το μυστÞριον
της εορτÞς σου.

Οýτω, καθü η ταχýπους
ºρις λÜμπει και αβßαστος
με' τα ζεφýρια πνεýματα
φεýγει, δι' εμÜς αδÜκριτοι
φεýγουν η ημÝραι.

Αναßσχυντα φρονÞματα
των αγεννÝων ανθρþπων·
ýμνοι μανßας, ποý εφýγατε
απü τα οδüντια του Üδου
στßχοι Eριννýων.

Αν της δικαιοσýνης
περιβλαστÞ το σκÞπτρον,
αν φιλÜνθρωπον φýσημα
εις την καρδßαν εισπνÝη
των βασιλÝων·

Αν η αρετÞ, κι ο ελεýθερος
νüμος ως Üγια χρÞματα
ειλικρινþς λατρεýωνται,
τüτε καθü ο παρÜδεισος
δßδει η γη ρüδα.

Αλλ' η ζωÞ και τüτε
δεν εßναι δια τον βλÝποντα
Üνθρωπον τους αστÝρας
Üλλο παρÜ προοßμιον
αθανασßας.

Iδοý τα πολυτÜραχα
κýματα της θαλÜσσης·
ιδοý, ιδοý των αμþμων
Ψαρþν δικαιοτÜτων
η τραχεßαι πÝτραι.

Αυτοý καμμßα κιθÜρα
φθοροποιüς, üχι üργια,
üχι κρüτος MαινÜδων,
οýτ' ¸ρωτος παιγνßδια
τον νουν συγχßζουν.

Αλλ' ως, κατÜ το βρÜδυ
το θερινüν, ανÜπτονται
ταχεßαι, συχναß η ολýμπιαι
αστραπαß και θαμβüνουσι
τους οδοιπüρους·

Oýτως τα μεν θηκÜρια
σορηδüν ερριμμÝνα
κρýπτουν την γην, τους βρÜχους·
ο δε σιδηροχÜρμης
Üφοβος 'Αρης,

κινεß την νÞσον. Xßλια
πολÝμου χÜλκεα üργανα
βροντοýν· εις τον αÝρα
των ξßφων μýριαι γλþσσαι
λÜμπουν, κλονοýνται.

Mßα βοÞ σηκüνεται,
μßα μüνη επιθυμßα,
και ωσÜν ακτßνα ουρÜνιος,
ως φλüγα εις δÜση ευÜνεμα
καßει τας καρδßας.

"YπÝρ γονÝων και τÝκνων,
 υπÝρ των γυναικþν,
 υπÝρ πατρßδος πρüκειται
και πÜσης της EλλÜδος
 üσιος αγþνας.

"ΘαλπτÞριον της ημÝρας
 φως, δια πÜντοτε χαßρε·
 και σεις οποý ευφραßνετε
 με' φωνÞν ηδυüνειρον
 της γης τα τÝκνα,


"χαßρετ' ελπßδες. ¹λθε
 της ¢γαρ το υπερÞφανον
 σπÝρμα· επÜνω εις τας üχθας
 των Ψαρþν, αλαλÜζον
 σφüδρα, κατÝβη.

"Ω πατρßς, την εκοýσιον
 δÝξου θυσßαν"... -ΑστρÜπτει.-
 Σεισμüς πολÝμου ακοýεται.
 Yπü τýμβον υψÞνορα
 Þρωες κοιμþνται.

Eπß το μÝγα ερεßπιον
η Eλευθερßα ολüρθη
προσφÝρει δýο στεφÜνους·
Ýν' απü γÞινα φýλλα,
κι Üλλον απ' Üστρα.

  3. Tα Ηφαßστεια

XλωρÜ, μοσχοβολοýντα
νησßα του Αιγαßου πελÜγους,
ευτυχισμÝνα χþματα
üπου η χαρÜ κι η ειρÞνη
πÜντα εκατοßκουν.

Tι τα θαυμÜσια εγßνηκαν
κορÜσια σας οπ' εßχαν
ψυχÞν 'σÜν φλüγα, χεßλη
'σÜν δροσισμÝνα ρüδα,
λαιμüν 'σÜν γÜλα;

Στα πλοýσια περιβüλια σας
βασιλικüς και κρßνοι
ματαßως ανθßζουν· Ýρημα,
ουτ' Ýνα χÝρι ευρßσκεται
'να τα ποτßζη.

Tα δÜση, τα λαγγÜδια σας,
üπου η φωναß αντιβüουν
των κυνηγþν, σιωπþσι·
σκýλοι εκεß τþρα αδÝσποτοι
μüνον βαûßζουν.

Eλεýθερα, αχαλßνωτα
μÝσα εις τ' αμπÝλια τρÝχουν
τ' Üλογα, και εις την ρÜχην τους
το πνεýμα των ανÝμων
κÜθεται μüνον.

Eις τον αιγιαλüν
Απü τα ουρÜνια σýγνεφα
αφüβως καταβαßνουν
κραυγÜζοντες οι γλÜροι
και τα γερÜκια.

BαθυÜ εις τον Üμμον βλÝπω
χαραγμÝνα πατÞματα
ζþντων παιδιþν και ανθρþπων·
üμως ποý εßναι οι Üνθρωποι,
ποý τα παιδßα;

Φρικτüν θλιβερüν θÝαμα
τριγýρω μου εξανοßγω·
ποßων εßναι τα σþματα
ποý πλÝουσ' εις το κýμα;
ποßων τα κεφÜλια;

Αυγεριναß του ηλßου
ακτßνες τι προβαßνετε;
τÜχα αγαπÜει 'να βλÝπη
Ýργα ληστþν το μÜτι
των ουρανßων;

ΔημιουργÝ του κüσμου,
πατÝρα των αθλßων
θνητþν, αν συ του γÝνους μας
üλου ζητÞς τον θÜνατον,
αν συ το θÝλης·

Tα γüνατÜ μου εμπρüς σου,
να, πÝφτουν· το υπερÞφανον
κεφÜλι μου, που αντßκρυ
των βασιλÝων υψüνετο,
την γην εγγßζει.

Iδοý ευλαβεßς οι ¸λληνες
σκýπτουσιν üλοι· πρüσταξε,
κι επÜνω μας ας πÝσωσιν
η φλüγες της οργÞς σου
αν συ το θÝλης.

Πλην πολυÝλεος εßσαι,
και βοηθüν σε κρÜζω.....
BλÝπω, βλÝπω εις την θÜλασσαν
πετþμενον τον στüλον
αγρßων βαρβÜρων.

Kýτταξε πþς ο Þλιος
χρυσüνει τα πανιÜ των·
κýτταξε πþς το πÝλαγος
απü σπαθιþν ακτßνας
τρÝμον αστρÜπτει.

Απü τας πρýμνας χýνεται
γεμßζων τον αÝρα
κρüτος μυρßων κυμβÜλων,
και μÝσα απü τον θüρυβον
ψÜλματα εκβαßνουν·

-"ΣτÜζουσι τα μαχαßρια μας 
   απü το αßμα ακÜθαρτον 
   των χριστιανþν· πριν πÞξη, 
   ελÜτε, ελÜτε εις νÝον 
   αßμα ας τα πλýνωμεν.

   EλÜτε 'να ζεστÜσωμεν
   τα χÝρια μας 'ς τα σπλÜγχνα 
   üσων θυσßας προσφÝρουσιν 
   εις τον σταυρüν και σÝβονται 
   αγßων εικüνας.

   EλÜτε, ελÜτε, ο κüπος 
   αν μας καταδαμÜση, 
   επß σοροýς σφαγμÝνων 
   καθßζοντας, ανÜπαυσιν 
   θÝλομεν εýρει.

   Tα ρüδα της EλλÜδος 
   εις τ' αßμα της βαμμÝνα 
   θÝλει φανοýν τερπνüτατον
   δþρον των γυναικþν μας, 
   κι Ýργον ηρþων
".


ΣκληρÜ, δειλÜ αναθρÝμματα
της ποταπÞς Ασßας,
Ýργον ηρþων, ναι, βÝβαια,
ποßος το αμφιβÜλει, υπÜρχει
το τρüπαιüν σας.

¸ργον ηρþων, αν σφÜξητε
αδýνατα παιδßα·
Ýργον ηρþων, αν πνßξητε
τας τρυφερÜς γυναßκας
και τα γερüντια.

Iδοý κι Üλλα νησßα
την λýσσαν σας προσμÝνουσι·
πüλεις ιδοý και αλßκτυπος
ξηρÜ κατοικημÝνη
απ' Ýθνη αθþα.

Δια σας ηρþων κοπÜδια,
δεν φθÜνει η Xßος, η Kýπρος·
των Kυδωνßων δεν φθÜνουσιν
της KÜσσου και της KρÞτης
η κατοικßαι.

'Αμμετε, μην αφÞσετε
ζþντα κανÝνα· απ' αßμα
τα αιγαßα νερÜ βαμμÝνα
κýματ' ας Ýχουν γÝμοντα
απü σφαγÜδια.

Ω ¸λληνες, ω θεßαι
ψυχαß, 'ποý εις τους μεγÜλους
κινδýνους φανερüνετε
ακÜμαντον ενÝργειαν
και υψηλÞν φýσιν!

Πþς απü σας καμμßα
δεν τρÝχει τþρα; πþς
'κεß μÝσα εις τα πλεüμενα
δεν ρßχνεσθε καρÜβια
των πολεμßων;

Πþς, πþς της ταλαιπþρου
πατρßδος δεν πασχßζετε
'να σþσητε τον στÝφανον
απü τα χÝρια ανüσια
ληστþν τοσοýτων;

Eßναι πολλÜ τα πλÞθη των
και φοβερÜ εις την üψιν,
αλλ' Ýνας Ýλλην δýναται,
Ýνας Üνδρας γενναßος
'να τα σκορπßση.

¼ποιος την δÜφνην θÝλει
αθÜνατον της δüξης,
üποιος δÜκρυα δια τ' Ýθνος του
Ýχει, δια δε την μÜχην
νουν και καρδßαν·

ας Ýκβη αυτüς. Nα, βλÝπω
ταχεßαι, ως τ' απλωμÝνα
πτερÜ των γερανþν,
Ýρχονται δýο κατÜμαυροι
τρομεραß πρþραι.

Παýει ως τüσον ο κρüτος
των μουσικþν οργÜνων·
τ' αγαρηνÜ τραγοýδια
παýουν και τα υπερÞφανα
βλÜσφημα μÝτρα.

Müνον ακοýω το φýσημα
του ανÝμου οποý περνþντας
εις τα κατÜρτια ανÜμεσα
και εις τα σχοινßα σχισμÝνος
βιαßως σφυρßζει.

Müνον ακοýω την θÜλασσαν
που ωσÜν μÝγα ποτÜμι
ανÜμεσα εις τους βρÜχους
κτυπüντας μυρμυρßζει
γýρω εις τα σκÜφη.

Nα η κραυγαß κι ο φüβος,
να η ταραχÞ και η σýγχυσις
απü παντοý σηκüνονται,
και απλüνουν πολυÜριθμα
πανßα 'να φýγουν.

Στενüν, στενüν το πÝλαγος
ο τρüμος κÜμνει· πÝφτει
Ýνα καρÜβι επÜνω
εις τ' Üλλο και συντρßβονται·
πνßγονται οι ναýται.

Ω! πþς απü τα μÜτια μου
ταχÝως εχÜθη ο στüλος·
πλÝον δεν ξανοßγω τþρα
παρÜ καπνοýς και φλüγας
ουρανομÞκεις.

¸ξω απü την θαλÜσσιον
πυρκαúÜν νικÞτριαι
ιδοý πÜλιν εκβαßνουν
σωσμÝναι η δýο κατÜμαυροι
θαυμÜσιαι πρþραι.

ΠετÜουν, απομακρýνονται·
'ς το διÜστημα του αÝρος
χωσμÝναι γßνονται Üφαντοι·
διαβαßνουσαι επαιÜνιζον,
κι Þκουεν ο κüσμος.

KανÜρι! και τα σπÞλαια
της γης εβüουν, KανÜρι.
Kαι των αιþνων τα üργανα
ßσως θÝλει αντηχÞσουν
πÜντα KανÜρι.

    4. Eις ΣÜμον

¼σοι το χÜλκεον χÝρι
βαρý του φüβου αισθÜνονται,
ζυγüν δουλεßας, ας Ýχωσι·
θÝλει αρετÞν και τüλμην
η ελευθερßα.

ΑυτÞ (και ο μýθος κρýπτει
νουν αληθεßας) επτÝρωσε
τον ºκαρον· και αν Ýπεσεν
ο πτερωθεßς κι επνßγη
θαλασσωμÝνος·

Αφ' υψηλÜ üμως Ýπεσε,
και απÝθανεν ελεýθερος. ¯
Αν γÝνης σφÜγιον Üτιμον
ενüς τυρÜννου, νüμιζε
φρικτüν τον τÜφον.

Mοýσα το IκÜριον πÝλαγος
Ýχεις γνωστüν. Nα η ΠÜτμος,
να αι Kορασσßαι, κι η KÜλυμνα
που τρÝφει τας μελßσσας
με' αθÝριστα Üνθη.

Nα της αλüης η νÞσος,
και η Kως ευτυχεστÜτη,
η τις του κüσμου εχÜρισε
τον ΑπελλÞν και αθÜνατον
τον IπποκρÜτην.

Iδοý κι ο μÝγας τρüμος
της Ασßας γης, η ΣÜμος·
πλÝξε δι' αυτÞν τον στÝφανον
υμνητικüν και αιþνιον
λυρικÞ κüρη.

Αυτοý, ενθυμÜσαι, εγÝμιζες
του τÝιου ΑνακρÝοντος
χαρμüσυνον κρατÞρα,
κι Ýστρωνες δια τον γÝροντα
δροσüεντα ρüδα.

Αυτοý, του OμÞρου εδßδασκες
τα δÜκτυλα 'να τρÝχουσι
με' την ωδÞν συμφþνως,
üταν τα Ýργα ιστüρει
θεþν και ηρþων.

Αυτοý, τα χρυσÜ Ýπη
εμψýχωνες εκεßνου,
δι' ου τα νÝφη εσχßσθησαν
και των Üστρων εφÜνηκεν
η αρμονßα.

Ω κατοικßα Zεφýρων,
üταν αλλοý του ηλßου
καßουν τα βουνÜ η ακτßνες,
Þ τον χειμþνα η νýκτα
κüπτη τας βρýσεις·

Eσý ανθηρüν το στÞθος σου,
φαιδρüν τον ουρανüν
Ýχεις, και απü τα δÝνδρα σου
πολλÞ πÜντοτε κρÝμεται
καρποφορßα.

Kαθþς προτοý νυκτþση,
μÝσα εις τον κυανüχροον
αιθÝρα, μüνος φαßνεται
λÜμπων γλυκýς ο αστÝρας
της Αφροδßτης.

Kαθþς μυρτιÜ υπερÞφανος
απ' Üνθη φορτωμÝνη
και απü δροσιÜν αστρÜπτει,
üταν η αυγÞ χρυσüζωνος
την χαιρετÜη·

Oýτω το κýμα IκÜριον
κτυποýσα η βÜρκα, βλÝπει
σε εις τα νησßα ανÜμεσα
λαμπρÜν και υψηλοτÜτην,
και αγαλλιÜζει.

Tι εγßνηκαν η ημÝραι,
üτε εις τας κορυφÜς
του KερκετÝως δενδρüεντος
εχüρευον η τÝχναι
στεφανωμÝναι.

¸ρχονται, ω μακαρßα
νÞσος, Ýρχονται πÜλιν·
το προμηνýουσι τ' Üντρα σου
φλογþδη, εξ ων μυρßαι
μÜχαιραι εκβαßνουν.

Ως η σφÞκες μαζüνονται
επß τα ολßγα λεßψανα
σπαραγμÝνης ελÜφου,
Þ ταýρου οποý εκατÜντησε
δεßπνον λεαßνης,

αλλ' αν βροντÞση εξαßφνης,
πετÜουν ευθýς και αφßνουσι
την ποθητÞν τροφÞν,
υπü τα δÝνδρα φεýγουσαι
και υπü τους βρÜχους·

Oýτως, εις τα παρÜλια
ασιατικÜ, τα πλÞθη
αγαρηνÜ αναρßθμητα
βλÝπω 'να επισωρεýονται,
üμως ματαßως.

ΣÜλπιγγα μεγαλüφθογγος
"οι ΣÜμιοι", κρÜζει, "οι ΣÜμιοι"
και ιδοý τα πüδια τρÝμουσι
μυρßων ανδρþν και αλüγων
θορυβουμÝνων.

"Oι ΣÜμιοι·" κι εσκορπßσθησαν
των απßστων αι φÜλαγγες.
Α, τι, ω δειλοß, δεν μÝνετε
'να ιδÞτε, αν το σπαθß μας
κοπτερüν Þναι;

¸ρχονται, πÜλιν Ýρχονται
χαρÜς ημÝραι, ω ΣÜμος·
το προμηνýουν οι θρßαμβοι
πολλοß και θαυμαστοß,
που σε δοξÜζουν.

NÞσος λαμπρÜ ευδαιμüνει·
üτε η δουλεßα σε αμαýρονε,
σ' εßδον· Üμποτε νÜλθω
'να φιλÞσω το ελεýθερον
ιερüν σου χþμα.

EÜν φιλοτιμοýμεθα
'να την 'ξαναποκτÞσωμεν
μ' ßδρωτα και με' αßμα,
καλüν εßναι το καýχημα
της αρχαßας δüξης.

  5. Eις Σοýλι

ΦυσÜει σφοδρüς ο αÝρας,
και το δÜσος κυμαßνεται
της Σελλαιßδος· φθÜνουσι
μακρÜν εδþ, üπου κÜθομαι,
μουσικÜ μÝτρα.

Αφροντßστων ποιμÝνων
στßχοι δεν εßναι, Þ γÜμου,
Þ πανηγυριζüντων
νÝων γυναικþν και ανθρþπων,
μÞτε ιερÝων.

'Αλλη λαμπρÜ πανÞγυρις
την σÞμερον εορτÜζεται
εις την EλλÜδα· ο Üγγελος
χορεýει του πολÝμου·
δÜφνας μοιρÜζει.

BρÜχοι υψηλοß, διαβüητοι,
βουνÜ του τετραχþρου,
απü σας καταβαßνουσι
πολλοß και δυνατοß
αδÜμαστοι Üνδρες.

KÜθε χÝρι, κλαδß·
κÜθε κεφÜλι φÝρνει
στÝφανον· απü βρÜχον
πηδÜουν εις βρÜχον ψÜλλοντες
πολÝμιον Üσμα.

"MακρÜν και σκοτεινÞν 
 ζωÞν τα παλληκÜρια"
 μισοýν· üνομα αθÜνατον 
 θÝλουν και τÜφον Ýντιμον
 αντßς δια στρþμα
".

 
Oýτως εβüουν· συμφþνως
τ' ÜρματÜ τους εβρüνταον
και τ' Üντρα.... Ω δεν ακοýω
πλÝον παρÜ τον Üνεμον
και τους χειμÜρρους.

Eσý οποý τρÝχεις, πρüσμενε
ω στρατιþτα· ειπÝ μου,
και ας μη σε κυνηγÞση
βüλι του εχθροý, ποý υπÞγαν
οι σýντροφοß σου;

"Λεßπει ο καιρüς. Αν Ýχης 
 ελαφρÜ τα ποδÜρια,
 και στÞθος, ακολοýθα με

 τρÝξε και συ μ' εμÝνα·
 μας φεýγει η þρα.

Γνωρßζω την φωνÞν σου.
OδÞγει. Oι βρÜχοι φεýγουσι
τþρα υπü τα πατÞματα
συχνÜ, φεýγουν οπßσω
σπÞλαια και δÝνδρα.

Tων ποταμþν πλατÝα
νερÜ, βαθÝα λαγγÜδια,
Ýρημα μονοπÜτια,
δÜση, βουνÜ, χωρÜφια,
φεýγουν οπßσω.

Iδοý το KαρπενÞσι·
αυτοý απü τα ψηλþματα,
üπου αναμÝνω, βλÝπω
κρυπτüν στεφανομÝνων
σýνταγμα ηρþων.

Kι αντßκρυ τα αναθρÝμματα
του OσμÜν με' δßχως τÜξιν,
πλην χιλιÜδας, χιλιÜδας
βλÝπω συγκεχυμÝνων
πεζþν και ιππÝων.

Ως εις χþραν εορτÜζουσαν
συντρÝχει μεν ο κüσμος
πολýς, κλαγγÜς δε οργÜνων,
φωνÜς δε ανδρþν χαιρüντων
ακοýεις και κρüτον.

Oýτω κι εις το στρατüπεδον
των βαρβÜρων ακοýεις
κραυγÜς, τýμπανα, κτýπους·
üμως ατρÝμα ο θÜνατος
στÝκων τους βλÝπει.

Ως τüσον της ημÝρας
το φως εγßνηκι Üφαντον·
τους ουρανοýς σκεπÜζει
το φοβερüν σου κÜλυμμα
ιερÜ νýκτα.

MητÝρα φρονημÜτων
υψηλþν, συνεργÝ
ψυχþν τολμηροτÜτων,
νýκτα ουρανßα και σýγχρονε
δικαιοσýνης.

ΣυχνÜ απü σε παιδεýονται
λαοß Üφρονες, Üσωτοι·
συχνÜ και των τυρÜννων
αλλÜζεις την χρυσÞν
ζþνην εις στÜκτην.

Tþρα εδþ το πυκνüτερον
σκüτος σου χýσαι. 'Ανθρωπος
Üνθρωπον ας μη βλÝπη,
ας μη ξανοßγη μÜτι
χεßρα ωπλισμÝνην.

Tο πνεýμα ταραγμÝνον
των εχθρþν της πατρßδος μου
ας πλÜσση φοβεροýς
γßγαντας κι ας φαντÜζεται
παντοý μαχαßρας.

Ακοýω, ακοýω τον θüρυβον
ως αρχομÝνης μÜχης·
κουφοβροντÜει τοιοýτως,
üτε επÜνω εις τους βρÜχους
ρßχνεται η θÜλασσα.

ΔÜσος βοÜει τοιοýτως,
οπüτε απü τα σýγνεφα
σκληρþς το δÝρνει ο Üνεμος·
ξηρÜ τα φýλλα φεýγουσιν
εις τον αÝρα.

Nα, των σπαθιþν ο κρüτος
προδÞλως τþρα ακοýεται·
να, πÝφτουν ως ουρÜνιαι
βρονταß, πολλÜ, απροσδüκητα
βüλια θανÜτου.

Nα, πανταχοý σηκüνονται
ομοý και των νικþντων,
και των νενικημÝνων
η φωναß, τρομερÞ
φρικτÞ αρμονßα.

Ω Üγγελοι, οποý ετÜχθητε
φýλακες των δικαßων,
της Σελλαιßδος σþσατε
τα τÝκνα και τον Mπüτσαρην
δια την EλλÜδα.

¸παυσ' η μÜχη ολüτελα,
αναχωρεß κι η νýκτα·
ιδοý που τ' Üστρα αχνýζουσι,
και οι καθαροß λευκαßνονται
αιθÝριοι κÜμποι.

Πυκναß, πυκναß ως ομßχλη,
περνÜουν απ' ÝμπροσθÝν μου
των ψυχþν η χιλιÜδες·
τα χÝρια των ακüμα
στÜζουσιν αßμα.

'Ανομοι, τον σταυρüν
εχθρüν επÞραν· και Üγγελος
τους οδηγεß· εις το πρüσωπον
του λÜμπει η καταδßκη,
ρομφαßα 'ς το χÝρι.

Iδοý ανÜ δεκÜδας,
πετÜουν και των EλλÞνων
τα πνεýματα ελαφρÜ·
αστρÜπτουν ως η ακτßνες
του πρþτου ηλßου.

ΦÝρνει σταυρüν και βÜια
ο πτερωμÝνος Üγγελος
που τους ηγεμονεýει·
ψÜλλοντες αναβαßνουσιν
υπÝρ τα νÝφη.

Ψυχαß μαρτýρων χαßρετε·
την αρετÞν σας Üμποτε
'να μιμηθþ εις τον κüσμον,
και 'να φÝρω την λýραν μου
με' σας 'να ψÜλλω.

   6. Aι Ευχαß

Tης θαλÜσσης καλÞτερα
φουσκωμÝνα τα κýματα
'να πνßξουν την πατρßδα μου
ωσÜν απελπισμÝνην,
Ýρημον βÜρκαν.

'Σ την στεριÜν, 'σ τα νησßα
καλÞτερα μßαν φλüγα
'να ιδþ παντοý χυμÝνην,
τρþγουσαν πüλεις, δÜση,
λαοýς και ελπßδας.

KαλÞτερα, καλÞτερα
διασκορπισμÝνοι οι ¸λληνες
'να τρÝχωσι τον κüσμον,
με εξαπλωμÝνην χεßρα
ψωμοζητοýντες·

ΠαρÜ προστÜτας 'νÜχωμεν.
Mε ποτÝ δεν εθÜμβωσαν
πλοýτη Þ μεγÜλα ονüματα,
με ποτÝ δεν εθÜμβωσαν
σκÞπτρων ακτßνες.

Αν οπüταν πεθαßνη
πονηρüς βασιλεýς
Ýσβυν' η νýκτα Ýν' Üστρον,
Þθελον μεßνει ολßγα
ουρÜνια φþτα.

Tο χÝρι οποý προσφÝρετε
ως προστασßας σημεßον
εις ξÝνον Ýθνος, Ýπνιξε
και πνßγει τους λαοýς σας,
πÜλαι, και ακüμα.

Πüσοι πατÝρες δßδουσιν,
üχι ψωμß, φιλÞματα
'ς τα πεινασμÝνα τÝκνα τους,
εν ω λÜμπουν 'ς τα χεßλη σας
χρυσÜ ποτÞρια!

¼ταν υπü τα σκÞπτρÜ σας
νÝους λαοýς καλεßτε,
νÝους ιδρþτας θÝλετε
εσεßς δια 'να πληρþσητε
πλουσιοπαρüχως,

τα ξßφη οποý φυλÜγουσι
τα τρÝμοντα βασßλεια σας,
τα ξßφη οποý τρομÜζουσι
την αρετÞν, και σφÜζουσι
τους λειτουργοýς της.

ΘÝλετε θησαυροýς
πολλοýς δια 'ναγορÜσητε
κρüτους χειρþν και επαßνους,
και τ' Üπιστον θυμßαμα
της κολακεßας.

Hμεßς δια τον σταυρüν
ανδρεßως υπερμαχüμεθα
και σεις εβοηθÞσατε
κρυφÜ τους πολεμοýντας
σταυρüν και αλÞθειαν.

Δια 'να θεμελιþσητε
την τυραννßαν τιμÜτε
τον σταυρüν εις τας πüλεις σας,
και αυτüν επολεμÞσατε
εις την EλλÜδα.

Kαι τþρα εις προστασßαν μας
τα χÝρια σας απλüνετε!
τραβÞξετÝ τα οπßσω·
βλÝπει ο θεüς και αστρÜπτει
δια τους πανοýργους.

¼ταν το δÝνδρον νÝον
εβασÜνιζον οι Üνεμοι,
τüτε βοÞθειαν Þθελεν,
ενδυναμþθη τþρα
φθÜνει η ισχýς του.

Tο ξßφος σφßγξατ' ¸λληνες
τα ομμÜτια σας σηκþσατε
ιδοý εις τους ουρανοýς
προστÜτης ο θεüς
μüνος σÜς εßναι.

Kι αν ο θεüς και τ' Üρματα
μας λεßψωσι, καλÞτερα
πÜλιν 'να χρεμετÞσωσι
'ς τον Kυθερþνα Tοýρκων
Üγριαι φορÜδες.

ΠαρÜ.... Αι, üσον εßναι
τυφλÞ και σκληροτÝρα
η τυραννßς, τοσοýτον
ταχυτÝρως ανοßγονται
σωτÞριοι θýραι.

Δεν με θαμβüνει πÜθος
κανÝνα· εγþ την λýραν
κτυπÜω, και ολüρθος στÝκομαι
σιμÜ εις του μνÞματüς μου
τ' ανοικτüν στüμα.

Ω Nßκη, δια τους ¸λληνας
στεφÜνους πλÝξε· αλλ' üχι
'σÜν κεßνους που χαρßζεις
εις βασιλÝα κενüδοξον
αιματοπüτην·

'ΣÜν κεßνους üχι. EπÜνω τους
τα δÜκρυα των λαþν
στÜζουσι, και μαραßνονται
ογλÞγορα ως απ' üφιν.
χüρτα καúμÝνα.

ΠÞγαινε εις τον παρÜδεισον·
μßα δÜφνη εκεß βλαστÜνει·
Üγγελος την φυλÜττει
λαμπρüς, και την ποτßζει
ψÜλλων τοιαýτα.

"Αýξανε δια τον θρßαμβον, 
 δια την αγÜπην αýξανε 
 ελευθερßας, πατρßδος·
 δια πÜντοτε ακεραýνωτος 
 βλÜστανε ω δÜφνη
".


ZÞτει τα θαλερþτερα
πλÝον Üφθαρτα κλονÜρια·
μ' αυτÜ πλÝξε τα στÝμματα,
και πρüσθεσεν ακüμα
δýο ειδþν ρüδα.

ΛευκÜ και δροσερþτατα,
'σÜν Üστρα αυγερινÜ,
υπü τα θεßα φυτρüνουσι
πατÞματα, και πÝφτουσι
συχνÜ εις τον κüσμον.

TÜχεις γνωστÜ· κι εστüλισες
πολλαßς φοραßς μ' εκεßνα,
τους μη σκληρþς πατÞσαντας
τον εχθρüν üταν Ýβαλεν
τ' Üρματα κÜτω.

TÜχεις γνωστÜ· τα εχÜρισες
εις üσους δεν εξÜπλωσαν
βαρεßαν χεßρα επß γÝροντας
Þ παρθÝνους üπ' Ýγιναν
λÜφυρα μÜχης.

EÜν τιμÞσης Þρωα
μ' αυτÜ, προσμÝνει ο τÜφος
το σþμα του, προσμÝνουσιν
οι ουρανοß το στÝφος του
και τ' üνομÜ του.

 9. Eις Τον Προδüτην

Eγýρισε ταις πλÜταις του·
φεýγει, φεýγει ο προδüτης·
αλαμπÞ σÝρνει τ' Üρματα
φαρμακερÜ, το στÞθος του
Ýγινεν Üδης.

Tον σταυρüν και τους ¸λληνας
Üφησ' οπßσω, εξÜπλωσεν
αδελφικþς την χεßρα του
'ς τους τοýρκους κι επροσκýνησε
βÜρβαρον νüμον.

Tον συντροφεýει ολüμαυρον
μÝγα εναÝριον σýγνεφον·
κρÝμεται ακüμα ατßνακτον
αστροπελÝκι επÜνω του,
κι Üγρυπνος μοßρα.

Ω Bαρνακιþτη· τρÝχεις,
κι ο κτýπος των ποδþν σου
αντιβομβεß, ωσÜν 'νÜτρεχες
επß τον κοýφιον θüλον
βαθεßας αβýσσου.

Αν κοπιασμÝνος πÝσης
'ν αναπαυθÞς 'ς τα χüρτα,
η τιμωρüς συνεßδησις
με' σε πλαγιÜζει αλλÜζουσα
τα χüρτα εις δρÜκοντας.

Tο φως εσý αποφεýγεις
της ημÝρας, φοβοýμενος
μÞπως των προδομÝνων
ανθρþπων σε ξανοßξουσιν
η μακραß σπÜθαι.

KρÜζεις την νýκτα κι Ýρχεται·
αλλÜ εις το σκüτος μÝσα
τυλιγμÝνους φαντÜζεσαι
εχθροýς αρματωμÝνους,
και ως Üφρων μÝνεις.

Αν μαυροφορεμÝνης
χÞρας, αν βρÝφους θρÞνον
ορφανικüν ακοýσης,
τρÝμεις, και το ποτÞρι σου
πÝφτει σχισμÝνον.

Αν της χαρÜς τον γÝλωτα
ιδÞς εις φιλικüν
δεßπνον περιπετþμενον,
απ' ßδρωτα θανÜτου
στÜζουν τα φρýδια σου.

Ω, ποßαν ζωÞν ηγüρασες
προδüτα Bαρνακιþτη!
και τι Ýλπιζες; το θεßον
δια τους ομοßους σου τÝτοια
δþρα ετοιμÜζει.

Αν Þθελες χρυσÜφι
πολýν εις τας βαρβÜρους
αγαρηνÜς σκηνÜς
με' το σπαθß εις το χÝρι
εýρισκες πλοýτον.

ΠληγωμÝνος απ' ýβριν
Eλληνικþν στομÜτων
αν Þθελες εκδßκησιν ¯
η καλλητÝρα εκδßκησις
εßναι η συμπÜθεια.

MÝγα, λαμπρüν εÜν Þθελες
üνομα, και περνþντας
εσý κÜθε οφθαλμüς
με' θαυμασμüν 'να στρÝφεται
παρατηρþντÜς σε.

Σφαλερüν δρüμον, Üθλιε,
εδιÜλεξας· οι ¸λληνες
που επρüδωσας θαυμÜζονται
απüτην οικουμÝνην
κι Þρωες καλοýνται.

Kαι καταφρονημÝνος
O Bαρνακιþτης Ýγινε.
γýρευε απü την μοßραν σου
κρυπτüν 'να σου χαρßση
τÜφον εις üλους.

10. O Βωμüς Της Πατρßδος

TρÝξατε αδÝλφια, τρÝξατε
ψυχαß θερμαß, γενναßαι·
εις τον βωμüν τριγýρω
της πατρßδος αστρÜπτοντα
τρÝξατε πÜντες.

Ας παýσωσ' η διχüνοιαι
που ρßχνουσι τα Ýθνη
τυφλÜ, υπü τα σκληρüτατα
ονýχια των αγρýπνων
δολßων τυρÜννων.

TρÝξατ' εδþ· συμφþνως
τους χοροýς ας συμπλÝξωμεν,
προσφÝρων ο καθÝνας
λαμπρÜν θυσßαν, πολýτιμον,
εις την πατρßδα.

Eδþ ας καθιερþσωμεν
τα πÜθη μας προθýμως·
τ' Üρματα ημεßς αδρÜξαμεν
μüνον δια 'να πληγþσωμεν
του OσμÜν τα στÞθη.

Eδþ πÜντα τα πλοýτη μας
ας χýσωμεν· εν üσω
γυμνüν σπαθß βαστοýμεν
μας φθÜνουσι τα φýλλα
τßμια της δÜφνης.

Κι ýστερ', αφ' ου συντρßψωμεν
τον Ýχθιστον ζυγüν,
Üλλα üχι αβÝβαια πλοýτη
θÝλει μας δþσει πÜλιν
η ελευθερßα.

Eδþ ηδονÜς κι ανÜπαυσιν
ω φßλοι ας παραιτÞσωμεν·
ξηρÞ πÝτρα το στρþμα,
φαρμÜκι το ψωμß
της δουλεßας εßναι.

Eδþ, σαν αναθÞματα,
εις τον βωμüν πλησßον,
τους συγγενεßς, τα τÝκνα μας
αγαπητÜ, τους γÝροντας
τþρα ας αφÞσωμεν.

ΠÜντα üσα εις την καρδßαν μας
εßναι ακριβÞ, δεν πρÝπουσιν
εις Üνδρας που τρομÜζουν
Ýμπροσθεν εις ανüητον
βÜρβαρον σκÞπτρον.

Oýτε η ζωÞ δεν πρÝπει.
TρÝξατε αδÝλφια, τρÝξατε·
συμμÝτρως εχορεýσαμεν,
σýμμετρα ας αποθÜνωμεν
δια την πατρßδα.

ΛΥΡΙΚΑ

Η ΒρεττανικÞ Μοýσα

α´.
Ἐὰν τὰ ποσειδþνια
κýματα, τὸν αὐθÜδη
ναýτην ἀπομακρýνωσιν
ἀπὸ τὴν πÜτριον νῆσον του
πρὶν ἔλθῃ ἡ νýκτα· 5

β´.
Μὲ᾿ ψυχὴν πικραμÝνην
ὀρθὸς ἐπὶ τὴν πρýμνην
βλÝπει ἐπÜνω εἰς τὴν θÜλασσαν
τὴν ἡσυχßαν χυμÝνην
καὶ ἐσπÝριον σκüτος· 10

γ´.
ΒλÝπει τὰ περιπüθητα
βουνὰ καὶ τὰ χωρÜφια
τῆς γλυκερᾶς πατρßδος
κεχρυσωμÝνα ἀκüμα
ἀπüτον ἥλιον. 15

δ´.
Ἀλλ᾿ ἤδη εἰς τὰ ἐρεβþδη
λουτρὰ βαθÝα τῆς δýσεως
τοῦ λαμπροῦ βασιλÝως
τῶν ἀÝρων ἐβοýτησεν
ἡ ἐσχÜτη ἀκτßνα. 20

ε´.
Καὶ ἀλλÜζει, ἰδοý, ἀμαυρüνεται
τῆς νÞσου ἡ ρÜχη, ὡς πρüσωπον
νÝας, ὀρφανῆς παρθÝνου,
ὑγρὸν ὑπüτο σýγνεφον
τῆς δυστυχßας· 25

ς´.
Τὰ λυπημÝνα ὀμμÜτια του
τüτε ἂν σηκþσῃ ὁ ναýτης,
βλÝπει ἐπÜνω εἰς τὴν χþραν του
τρÝμον καὶ μεσουρÜνιον
τὸ πρῶτον ἄστρον. 30

ζ´.
Οὕτως ἂν χÜσῃ ὁ ἄνθρωπος
τὸ φῶς, καὶ τὸν σκεπÜσῃ
μακÜριον σκüτος, βλÝπομεν
ἐπ᾿ αὐτὸν ἀνατÝλλον
ἄστρον ἐλπßδος. 35

η´.
Ὦ Εὕρων· ὦ θεσπÝσιον
πνεῦμα τῶν Βρεττανßδων,
τÝκνον μουσῶν καὶ φßλε
ἄμοιρε τῆς ἙλλÜδος
καλλιστεφÜνου. 40

θ´.
ΠλεγμÝνα μὲ᾿ τὰ φýλλα
τοῦ μυστικοῦ Ἑλικῶνος
τῆς Ὑγιεßας τὰ ρüδα
χθὲς θαυμασßως ἐστüλιζον
τὴν κεφαλÞν σου. 45

ι´.
Χθὲς τὸν οὐρÜνιον ἔτρεχε
δρüμον ὁ ἤλιος· χýνων
τὰς πλÝον λαμπρὰς ἀκτῖνας
τὸ μÝτωπüν σου ἀντÝστραπτεν
ὡς ἀθανÜτου. 50

ια´.
ΣÞμερον κεῖσαι, ὡς εὔφορος
πολýκλωνος ἐλαßα
ἀπüτο βßαιον φýσημα
σκληρῶν ἀνÝμων κεῖται
ἐκριζωμÝνη. 55

ιβ´.
ΣÞμερον κεῖσαι, ὦ Εὕρων.
Καὶ ποὺ τὰ ἔνθεα ἔπη,
ποὺ εἶναι τþρα τὰ σýμμετρα
πτερüεντα φωνÞεντα
καστÜλιε κýκνε; 60

ιγ´.
Θαυματουργοὶ φυσÞσατε
πνοαὶ τοῦ παραδεßσου·
σηκþσου, ὦ Εὕρων, τßναξον
μακρὰ ἀπüσε τὸν ἄωρον
μüρσιμον ὕπνον. 65

ιδ´.
Ἰδοὺ τῆς μουσοτρüφου
Εὐρþπης τὰ ὑπερÝχοντα
ἔθνη ἀκüμα προσμÝνουσιν,
ἀκüμα τὴν φωνÞν σου
ἐπιθυμοῦσιν. 70

ιε´.
Ἰδοὺ ἡ ἙλλÜς σου ἑτοßμασεν
ὄχι τὸν χρυσὸν κýκλον
τὸν τοὺς κροτÜφους φλÝγοντα
τῶν ἀργῶν βασιλÝων
ἢ τῶν τυρÜννων· 75

ις´.
Ἀλλὰ στÝφανον ἕτερον,
στολὴν ἔνδοξον, ἔντιμον,
ἀξßαν νοὸς δικαßου,
ἀνδρὸς ἀξßαν γενναßου
φιλελευθÝρου· 80

ιζ´.
ΣτÝφανον αἰωνßων
κλÜδων ἀφθÜρτων, λÜμποντα
ὄχι διὰ τοὺς κροτοῦντας
ποιητὰς τὸ μονüχορδον
τῆς κολακεßας· 85

ιη´.
Ἀμὴ διὰ σὲ τὸν εὔτολμον
λειτουργὸν τῶν παρθÝνων
Ἐλικωνßων· φιλοῦσιν
ἡ Μοῦσαι χεῖρα ἀμßαντον
καὶ ὑψηλὸν πνεῦμα. 90

ιθ´.
Σὲ ἡ Ἑλλὰς εὐγνþμων
ὡς φßλον μεγαλüψυχον
ζητεῖ νὰ στεφανþσῃ,
ὡς παρηγορητÞν της,
ὡς εὐεργÝτην. 95

κ´.
Σηκþσου ὦ Εὕρων... φßλε
σηκþσου... λÜβε, ὦ μÝγα,
λÜβε τὸ δῶρον, ὕμνησον
τοῦ σταυροῦ τοὺς θριÜμβους
καὶ τῆς ἙλλÜδος· 100

κα´.
Αἴ! τῶν θνητῶν ἡ ἐλπßδες
ὡς ἐλαφρὰ διαλýονται
ὄνειρα βρÝφους· χÜνονται
ὡς λεπτὸν βüλι εἰς ἄπειρον
βÜθος πελÜγου. 105

κβ´.
Ὁ Εὕρων κεῖται ὡς κρßνος
ὑπüτο βαρὺ κÜλυμμα
ἀθλßας νυκτüς· ἡ αἰþνιος,
ὦ λýπη, τὸν ἐσκÝπασε
μοῖρα θανÜτου. 110

κγ´.
Ἀνὴρ κατὰ τὸν φýσεως
νüμον τὸν ἄνδρα κλαßω·
δὲν χýνονται τὰ δÜκρυα
ματαßως ἐπὶ τὸν τÜφον
τῶν εὐδοκßμων. 115

κδ´.
Ὅτι ἂν φθαρτὸν τὸ σῶμα
πÝση, καὶ τ᾿ ἄυλον πνεῦμα
τῶν ἀγαθῶν καὶ ἡ φÞμη
νικÞσουν ὡς ἡ ἀλÞθεια
τὸ ἀÝνναον μÝλλον· 120

κε´.
Ἂν χωριστῆ, μετÝωρος
ἐπὶ τὴν δÝλφιον πÝτραν
ἀστρÜψη ἡ λýρα, καýχημα
Ἄγγλων καὶ χαρμοσýνη
Ἀγηνορßδων· 125

κς´.
Ἡμεῖς ὅμως χηρεýομεν.
Τὰς θλßψεις θεραπεýει,
καὶ ἄγει ὁ θρῆνος εἰς ἅμιλλαν
ἀρετῆς τὴν φιλüδοξον
σπορὰν τοῦ ἀνθρþπου. 130


                                                

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers