Bιογραφικü
Ο Κωσταντßνος (Κþστας) Χατζüπουλος Þταν μυθιστοριογρÜφος, ποιητÞς, διηγηματογρÜφος, μεταφραστÞς και δοκιμιογρÜφος, απü τους πρωτοπüρους του δημοτικισμοý και του σοσιαλισμοý στην ΕλλÜδα. ΥπÞρξε μßα απü τις μεγαλýτερες προσωπικüτητες των ελληνικþν γραμμÜτων.
ΓεννÞθηκε στις 11 ΜÜρτη 1868, πρωτüτοκος γιος του κτηματßα ΙωÜννη Χατζüπουλου και της ΘεοφανÞς ΔÜτσικα, στη Μελßκη Αγρινßου (σημερινü Βραχþρι) κι εßχε 6 αδÝλφια, την ΑλεξÜνδρα, το ΔημÞτριο, το Γεþργιο, την Ασπασßα, το Ζαχαρßα και τον ΑγαμÝμνονα. Η μητÝρα του, Þτανε ψυχοκüρη μιας απü τις πλουσιüτερες οικογÝνειες του Αγρινßου -τα δυο ανýπαντρα τÝκνα, τον ΣωτÞρη και την ΕλÝνη ΣτÜικου- κι οι γονεßς της ζÞτησαν απü το γαμπρü τους να πÜρουνε κοντÜ τους και να μεγαλþσουνε το 1ο παιδß τους, τον Κþστα. που προερχüταν απü μεγÜλη οικογÝνεια κοτσαμπÜσηδων, πολλÜ μÝλη της οποßας Þταν Φιλικοß και αγωνιστÝς του 1821. Ο ΣωτÞρης ΣτÜικος κι η αδελφÞ του ΕλÝνη εßχαν αιχμαλωτιστεß απü τους Τοýρκους στη πολιορκßα του Μεσολογγßου, ο Ýνας απÝδρασε κι η Üλλη κατÝληξε σε χαρÝμι στο ΜοναστÞρι, απ' üπου την απελευθÝρωσε ο αδελφüς της. ¸ζησαν μαζß ως τον θÜνατü τους, μετÜ τον οποßο ο Κωσταντßνος κληρονüμησε τον παπποý του κι η μητÝρα του, ΘεοφανÞ, την αδελφÞ του και νονÜ της. Αυτü ßσως τελικÜ ν' αποτÝλεσε και το μÝρος της ατυχßας του, γιατß διαμüρφωσε τον χαρακτÞρα του προς τον ευερÝθιστο εγωισμü και τη νοσηρÞ απομüνωση, üσο κι αν αυτü επßσης του εξασφÜλισεν Üνετους βιοτικοýς üρους κι Üφθονες αφορμÝς ψυχικþν μεταπτþσεων. ΤÝλειωσε το δημοτικü σχολεßο του Αγρινßου, παρακολοýθησε το γυμνÜσιο στο Μεσολüγγι και στη συνÝχεια φοßτησε στη ΝομικÞ ΣχολÞ του Πανεπιστημßου Αθηνþν, üπου εßχε γραφτεß σε ηλικßα μüλις 14 ετþν κι αποφοιτÜ με το βαθμü "Καλþς".
Το 1ο μεγÜλο του ταξßδι Þτανε δþρο του πατÝρα του για την ολοκλÞρωση των εγκýκλιων σπουδþν του, το καλοκαßρι του 1882. Το ταξßδι αυτü πραγματοποιÞθηκε σε ηλικßα 14 ετþν κι Þτανε συμβολικÜ συγκυριακü, αφοý Ýγινε με Ýνα πλοßο που εßχε 1ο σταθμü τη ΚÝρκυρα και 2ο το Μπρßντεζι της Ιταλßας, που 38 Ýτη μετÜ, Ýγινε η ταφÞ του ΕπÝστρεψε ως δικηγüρος στο Αγρßνιο. ¸χοντας λýσει το βιοποριστικü του πρüβλημα, λüγω της μεγÜλης κτηματικÞς περιουσßας, που κληρονüμησε απü τους γονεßς της μητÝρας του, εγκατÝλειψε το επÜγγελμα πολý σýντομα κι αφιερþθηκε στη λογοτεχνßα. ¸τσι εγκαταστÜθηκε πÜλι στην ΑθÞνα, üπου αναμßχθηκε ενεργÜ στην τüτε πνευματικÞ ζωÞ. Το 1897 πÞρε μÝρος ως Ýφεδρος αξιωματικüς του στρατοý στον Ελληνοτουρκικü πüλεμο. Η εμπειρßα του απü την κατÜσταση του ελληνικοý στρατοý Þταν απογοητευτικÞ και αυτü, μαζß με την ιδεολογικÞ στροφÞ του, συνετÝλεσε στη τελικÞ απüρριψη της ΜεγÜλης ΙδÝας, γεγονüς που εξÝφρασε στο διÞγημÜ του ΑντÜρτης (1907), που αναφÝρεται ακριβþς στον πüλεμο αυτü.
Ο ΠαλαμÜς, Ýνας απü τους θαυμαστÝς του, ενθυμοýμενος τα κοινÜ μαθητικÜ τους χρüνια στο Μεσολüγγι, γρÜφει: "...Τον αγναντεýω üξω απü το σπßτι μου μαθητοýδι, Ýφηβο, να προχωρεß στο δρüμο,φροντισμÝνο, κομψοντυμÝνο, στα κατÜλευκα.¾στερα απü χρüνια βρεθÞκαμε ανταμωμÝνοι στην ΑθÞνα. Εγþ πρεσβýτερος, κÜπως ακουσμÝνος με τους στßχους μου, σκüρπιους εδþ κι εκεß. Ο Χατζüπουλος Þταν Ýνα Ýξυπνο παιδß, ζωηρü, ανυπüταχτο, διαχυτικü Þ συμμαζεμÝνο, μα αξιαγÜπητο,που μου κßνησε την προσοχÞ, μου ξýπνησε τη συμπÜθεια. Και στο τÝλος το θαυμασμü. Αργüτερα γρÜφτηκε στο πανεπιστÞμιο στα νομικÜ. Και πÞρε το δßπλωμÜ του, κατüρθωμα για τους ανθρþπους του εßδους του".
Στη Λογοτεχνßα εμφανßστηκε σε νεαρÞ ηλικßα, το 1884, δημοσιεýοντας το ποßημÜ του ¸λα ΞανθÞ στο περιοδικü ΕβδομÜς. Χρησιμοποιοýσε συνÞθως τα ψευδþνυμα: ΠÝτρος Βασιλικüς και Γληγüρης ΠαπαστÜθης. ¹τανε δημοτικιστÞς και στον αγþνα μεταξý καθαρευουσιÜνων και δημοτικιστþν που μαινüτανε την εποχÞ εκεßνη, βοÞθησε με την Ýκδοση του βραχýβιου αλλÜ πρωτοποριακοý περιοδικοý Η ΤÝχνη, που εξÝδωσε απü το 1897 ως το 1899, Üσκησεν ωστüσο μιαν ευεργετικÞν επßδραση στην εξÝλιξη του ποιητικοý λüγου και μπορεß να θεωρηθεß σταθμüς στη πορεßα της καθαρÞς λυρικÞς ποßησης, πρωτοποριακü σε επßπεδο διεθνοýς ενημÝρωσης για τη λογοτεχνικÞ κßνηση και σε επßπεδο συνεργατþν, üπου συνεργÜστηκαν επιφανεßς εκπρüσωποι του δημοτικισμοý (ΓρυπÜρης, ΠαλαμÜς, ΝιρβÜνας, Καρκαβßτσας, ΜαλακÜσης, Θεοτüκης, ΜποÝμ, Πορφýρας κ.Ü.). ΥπηρÝτησε τη θητεßα του στη ΣτρατιωτικÞ ΣχολÞ της ΚÝρκυρας κι ýστερα, το 1891 Üνοιξε δικηγορικü γραφεßο στη πατρßδα του, στο Αγρßνιο. Ωστüσο, κýριες ασχολßες του Þταν η μελÝτη, η ποßηση και τα συχνÜ ταξßδια στην ΑθÞνα. Κληρονομþντας τη μεγÜλη περιουσßα των ΣτÜικων, απÝκτησεν οικονομικÞν ευχÝρεια κι Ýτσι παρÜτησε οριστικÜ τη δικηγορßα κι αφοσιþθηκε στη τÝχνη. Οι διαμονÝς του στην ΑθÞνα γßνανε διαρκÝστερες, οι γνωριμßες του με φιλολογικοýς κýκλους που 'χαν αρχßσει απü τα φοιτητικÜ του χρüνια, γßναν αποκλειστικüτερες κι η οριστικÞ του κλßση προς τη ποßηση πιο επιτακτικÞ απü ποτÝ.
H Γυναßκα του
Γýρω στα 1899 παρακολοýθησε μαθÞματα γερμανικþν με τον ΚÜρολο Ντßτριχ, μετÝπειτα καθηγητÞ πανεπιστημßου στη ΔρÝσδη. Ακοýγοντας τον φßλο του ΓιÜννη Καμπýση, ταξιδεýει στη Γερμανßα, το 1900, üπου Ýζησε και σποýδασε στη ΔρÝσδη, το Μüναχο και τη Λειψßα, τελειοποιþντας τη γλþσσα κι εντρυφþντας με πÜθος στη βορεινÞ φιλολογßα και ποßηση. κι εντρýφησε στη φιλολογßα και την ποßηση των βüρειων λαþν, που επηρÝασαν το Ýργο του. Η διαμονÞ του στην Ευρþπη αποτÝλεσε τομÞ στη ζωÞ του, καθþς εκεß γνþρισε και νυμφεýτηκε τη ΦινλανδÞ σπουδÜστρια ΣÜννυ ΧÜγκμαν (Sanny Häggman) και συνδÝθηκε μαζß της με βαθý αßσθημα. ΠÞγε μαζß της στη πατρßδα της και μετÜ κατÝβηκανε κι οι δυο τους στην ΕλλÜδα. ΠαντρευτÞκανε στο Αγρßνιο στις 14 ΜÜη 1901 κι εγκατασταθÞκανε στην ΑθÞνα, üπου ασχολÞθηκε κυρßως με μεταφρÜσεις κλασσικþν, κι υπÞρξε υποδειγματικÞ σθζυγος. Το 1902 γεννÞθηκε η κüρη τους, ΣÝντα. ΕυερÝθιστος, ανικανοποßητος και βαθýτατα δυστυχÞς πÜντοτε, μπüρεσε να βρει συμπαρÜσταση στη γυναßκα του, γαλÞνη και κατανüηση. ΑλλÜ η ΕλληνικÞ πραγματικüτητα τονε κοýρασε κι αποφÜσισε να ξαναφýγει στη Γερμανßα. Εκεß ασπÜστηκε τον Μαρξισμü.
ΕνθουσιÜστηκε με τη πρüοδο των σοσιαλιστικþν ιδεþν, στις οποßες στρÜφηκε με πÜθος, προπαγανδßζοντας τη διÜδοσÞ τους και στην ΕλλÜδα κι εßν' αυτüς που μετÜφρασε στη γλþσσα μας το Κομμουνιστικü ΜανιφÝστο του Μαρξ, δημοσιευμÝνο στο ΝουμÜ .και στον ΕργÜτη του Βüλου το 1908. Απü το Μüναχο και το Βερολßνο Ýστειλεν αρκετÝς ανταποκρßσεις στην εφημερßδα Σκριπ και με συχνÜ γρÜμματα στους λογßους φßλους του, προσπÜθησε να τους μυÞσει στο σοσιαλισμü. Επßσης, ßδρυσε στο Μüναχο τη ΣοσιαλιστικÞ ΔημοκρατικÞ ¸νωση. ΤÝλος, το 1911 ßδρυσε στη Γερμανßα, με συμμετοχÞ των εκεß εβρισκομÝνων ΕλλÞνων σπουδαστþν, το ΑδερφÜτο Της ΔημοτικÞς, üπου συγκεντρþνονταν ¸λληνες και Γερμανοß διανοοýμενοι που ενδιαφÝρονταν για το ελληνικü γλωσσικü ζÞτημα. Την ßδια χρονιÜ κατÝβηκε για μερικοýς μÞνες στη πατρßδα για λουτροθεραπεßα.
Το 1914, με την Ýκρηξη του Α' Παγκ. Πüλ., επÝστρεψε στην ΕλλÜδα κι Üρχισε να εκδßδει διηγÞματα και δημοσßευσε Üρθρα, δοκßμια, κριτικÝς και μεταφρÜσεις σε Ýντυπα üπως ο ΝουμÜς, η ΝÝα ΖωÞ (ΑλεξÜνδρειας), καθþς επßσης στο Δελτßο του Εκπαιδευτικοý Ομßλου και παρÝμεινε ως το 1920. ΕπιστρÝφοντας στην ΕλλÜδα, με την Ýναρξη του Α' Παγκ. Πολ. κι Ýχοντας Þδη διακüψει τη σýμπραξÞ του με το Σοσιαλιστικü ΚÝντρο Αθηνþν κι Üλλες σοσιαλιστικÝς ομÜδες, Ýγινε μÝλος της Εταιρεßας Κοινωνικþν και Πολιτικþν Επιστημþν, με επικεφαλÞς τον Α. Παπαναστασßου. Θα πÜψει να 'ναι μÝλος του Σοσιαλιστικοý ΚÝντρου Αθηνþν -αν και δεν θα αποκηρýξει τις σοσιαλιστικÝς ιδÝες-, απογοητευμÝνος απü τις διαμÜχες των μελþν του. "¼χι επειδÞ", üπως γρÜφει ο ΤÜκης ΚαρβÝλης στη Παλαιüτερη Πεζογραφßα μας, "εßχε εγκαταλεßψει τις σοσιαλιστικÝς του ιδÝες, αλλÜ γιατß αφενüς μεν εßχε αηδιÜσει απ' τις διαμÜχες των μελþν του, αφετÝρου δε διαπßστωσε την αδυναμßα του να υποταχθεß στις οποιεσδÞποτε σκοπιμüτητες και να συνδυÜσει τη θεωρητικÞ σκÝψη με τη πολιτικÞ δρÜση".
Σ' Ýνα γρÜμμα στoν Νßκο Γιαvvιü το 1914 γρÜφει: "ΑγαπητÝ φßλε, σκÝφτηκα το πρÜμα καλýτερα. Ο σεβασμüς στον εαυτü μου δεν μου επιτρÝπει να ανακατευτþ πια με τους παλιανθρþπους του Σ.Τ.Ε.Τ.Ε., Ýστω και πολεμþντας τους. Μου φαßνουνται üλα αυτÜ ματαιοπονßες. Το κÞρυγμα του σοσιαλισμοý κατÜ τα ξÝνα πρüτυπα εßναι πρüωρο ακüμη για το ρωμιü εργÜτη. Το πρþτο ποý του χρειÜζεται εßναι να μÜθει να διαβÜζει και να γρÜφει και να πÜρει μερικÜ ηθικÜ μαθÞματα. Εßναι η πßστη που σχημÜτισα τþρα που γνþρισα απü κοντÜ τη πραγματικüτητα. Με τη πεποßθηση μου αυτÞ εννοþ να μεßνω, χωρßς να θÝλω, να επηρεÜσω οýτε σÝνα, οýτε κανÝναν Üλλο. ¸τσι νομßζω εßμεθα εξηγημÝνοι. Σε ασπÜζομαι δικüς σου πÜντα. Κωσταντßνος Χατζüπουλος". (Το üνομÜ του, του Üρεσε να το γρÜφει χωρßς -ν-).
Για την απογοÞτευσÞ του αυτÞ ο Γιαννιüς γρÜφει: "Τονε φÝραμε στα 1914, μÝσα σε Ýνα περιβÜλλο πρωτüγονο, μÝσα στις μικροπονηριÝς, στις προστυχιÝς, στις καχυποψßες, στους ψωροεγωισμοýς και τους σαλιÜρικους φαφλατισμοýς του αμüρφωτου ¸λληνα εργÜτη.. απü τις πρþτες μÝρες ο Χατζüπουλος εßχε χÜσει τα νερÜ του. […] ¸τσι üταν μαζεφτÞκαμε üλοι οι σοσιαλιστÝς στην «αßθουσα Δρακοýλη» και εßχε δοθεß η προεδρεßα στο Χατζüπουλο για να μας ενþσει, η ψυχÞ του Κþστα πÝρασε απü Ýνα αληθινü μαρτýριο. Στη φιλοσοφημÝνη του λογικÞ Üκουε ν’ απαντοýν τα ηλßθια επιχειρÞματα των Üξεστων, ακüμη κι ενüς μεθυσμÝνου! Ως που Ýνας απü τον üχλο Ýθιξε εκεßνο που ο Κþστας εßχε για το πιο ιερü, τη σοσιαλιστικÞ ηθικÞ του, και μ’ αυτÞ τη νευροπÜθειÜ του. Αλλοßμονο! Απü τüτες Ýφυγε και μας παρÜτησε".
Στη διÜρκεια του Εθνικοý Διχασμοý συμπαρατÜχθηκε με τον ΕλευθÝριο ΒενιζÝλο και τον Αýγουστο του 1917 διορßζεται διευθυντÞς στην υπηρεσßα ΕλληνικÞς λογοκρισßας. Στην ßδια υπηρεσßα δοýλευαν κι οι Θεοτüκης, Ντßνος ΚυριαζÞς και Παπαντωνßου. Στις 30 Οκτωβρßου του 1918 στÝλνει επιστολÞ παραßτησης απü την υπηρεσßα, η οποßα üμως δεν Ýγινε αμÝσως αποδεκτÞ. Αυτü συνÝβη λßγους μÞνες αργüτερα, πρÜγμα που πολλοß του το καταλüγισαν εις βÜρος του. ΨυχρÜνθηκε με τον Πορφýρα, τον Καρκαβßτσα, τον Ταγκüπουλο. Τον ΣεπτÝμβρη του 1917 πεθαßνει η μητÝρα του και τον επüμενο χρüνο πεθαßνει κι ο πατÝρας του. Τüτε πουλÜ τα κτÞματα του στη περιοχÞ ΛυκορρÜχια, τα οποßα αγορÜζει ο καπνÝμπορος ΠαπαστρÜτος και δημιουργεß το ΠÜρκο και τα ΠαπαστρÜτεια εκπαιδευτÞρια.
Το 1920 σκοπεýει να εκποιÞσει τη περιουσßα του και να μεßνει οριστικÜ Þσυχος στην ΑθÞνα. Με τη γυναßκα και τη κüρη του ΣÝντα, επιχειρεß Ýνα τελευταßο ταξßδι στη Γερμανßα, με το ιταλικü ατμüπλοιο ΜοντενÝγκρο, που 'χει αφÞσει τα ÝπιπλÜ του, αλλÜ στο πλοßο, Ýξω απü τη ΚÝρκυρα, παθαßνει μιαν οδυνηρÞ κρßση τροφικÞς δηλητηρßασης και πεθαßνει, στις 20 Ιουλßου, σ' ηλικßα 52 ετþν. Τονε θÜψανε στο ΚοιμητÞρι του Πρßντεζι. Τα οστÜ του μαζß με της μητÝραςτης μεταφÝρθηκαν πολλÜ χρüνια αργüτερα στο Α' Νεκροταφεßο Αθηνþν, απü τη κüρη του.
ΜετÜ το θÜνατü του, η γυναßκα του Ýγραψε 2τομο βιβλßο αναμνÞσεων, üπου κλεßνονται πολλÜ στοιχεßα ερμηνεßας της κλειστÞς και πολυδαßδαλης ποιητικÞς του προσωπικüτητας. Στις 30 Σεπτεμβρßου του 1956, γßνανε στο Αγρßνιο τ' αποκαλυπτÞρια της προτομÞς του.. Η γενÝτειρα πüλη του, το Αγρßνιο, σε Ýνδειξη τιμÞς Ýδωσε το üνομÜ του σε κεντρικÞ πλατεßα της πüλης üπου βρßσκεται κι ο ανδριÜντας του. Με τη λογοτεχνßα ασχολÞθηκε κι ο αδελφüς του ΔημÞτρης Χατζüπουλος, γνωστüς με το ψευδþνυμο ΜποÝμ, εκδüτης του περιοδικοý Διüνυσος κι ο Ζαχαρßας επßσης με τη δημοσιογραφßα.
Ο Κωσταντßνος Χατζüπουλος, που υπÝγραφε τα περισσüτερα Ýργα του με το ψευδþνυμο ΠÝτρος Βασιλικüς, υπÞρξε μßα απü τις σημαντικüτερες προσωπικüτητες των ελληνικþν γραμμÜτων. Αν και επηρεασμÝνος απü τη λογοτεχνßα των βορειοευρωπαúκþν χωρþν, Ýδωσε ωραßα Ýργα -με τη λεπτÞ του λυρικÞ ιδιοσυγκρασßα- που διατηροýν Ýντονο το ελληνικü χρþμα. Η ποßησÞ του στην αρχÞ διακρινüταν για τη μελαγχολικÞ ρομαντικÞ της διÜσταση, η οποßα εκφραζüταν συγκρατημÝνα, χαμηλüφωνα και με επιμελημÝνο στßχο. Αργüτερα, προσχþρησε στο Συμβολισμü, το καλλιτεχνικü κßνημα που γεννÞθηκε στη Γαλλßα, ως αντßδραση στο Νατουραλισμü και τον Ρεαλισμü. Δημοσßευσε 4 ποιητικÝς συλλογÝς, 3 συλλογÝς διηγημÜτων, 3 νουβÝλες, Üρθρα, κριτικÝς μελÝτες και λογοτεχνικÝς μεταφρÜσεις. Ξεκßνησε τη λογοτεχνικÞ του δραστηριüτητα μÝσα στους κüλπους της λεγüμενης ΝÝας ΑθηναúκÞς ΣχολÞς, παρουσιÜζοντας στα 1α Ýργα του επιδρÜσεις απü τα ρεýματα του συμβολισμοý και της ηθογραφßας.
ΜετÜ το ταξßδι του στη Γερμανßα στη σκÝψη του προστÝθηκαν νÝες επιρροÝς απü το νατουραλισμü, το συμβολισμü και το σοσιαλισμü, τις οποßες προσπÜθησε να προωθÞσει παρÜλληλα προς τον αγþνα του για την υπερÜσπιση της δημοτικÞς κι οι οποßες βρÞκαν την ολοκλÞρωσÞ τους στο μυθιστüρημα Φθινüπωρο, που θεωρÞθηκε ως σταθμüς στην ιστορßα της ελληνικÞς πρüσληψης του συμβολισμοý κι Üσκησε σημαντικÞ επßδραση στις μεταγενÝστερες προσπÜθειες στον ßδιο χþρο. ΑρκετÜ αργüτερα, μετÜ τη θητεßα του στο σοσιαλισμü και στις νεωτερικÝς τüτε απüψεις περß ρεαλισμοý, üπως τις γνþρισε στη Γερμανßα και τη Γαλλßα, προσπÜθησε να αναπαραστÞσει με üσο γßνεται πιστüτερο τρüπο τη ζωÞ της ελληνικÞς επαρχßας, θÝλοντας üχι μüνο να απεικονßσει τα κρατοýντα Þθη αλλÜ και να καταγγεßλει Ýμμεσα την καθυστÝρηση σε üλα τα επßπεδα της αγροτικÞς κοινωνßας και την πνιγηρÞ ατμüσφαιρα σε κÜθε εκδÞλωση της καθημερινÞς της ζωÞς. Τα θÝματα Üλλωστε αυτÜ τον απασχüλησαν λßγο ως πολý και στα επüμενα βιβλßα του, τουλÜχιστον στον κýκλο των πεζογραφημÜτων του, τα οποßα πραγματεýονται τη ζωÞ στην ýπαιθρο ΕλλÜδα στις αρχÝς του 20οý αι.
Η διαφοροποßηση που παρατηρεßται απü το Ýνα βιβλßο του στο Üλλο Ýγκειται στο üτι ο συγγραφÝας με γοργü ρυθμü αποκολλÞθηκε απü Το αρχικü ιδεþδες της νατουραλιστικÞς διαγραφÞς των γενικþν üρων, οι οποßοι αποδßδουν και χαρακτηρßζουν το καθεστþς της αγροτικÞς κοινωνßας, και κατüρθωσε να εμβαθýνει περισσüτερο στις αιτßες, üχι απαραßτητα οικονομικÞς φýσεως, της ανθρþπινης συμπεριφορÜς. ΕξÜλλου üπως ο φßλος του πεζογρÜφος Θεοτüκης, υιοθÝτησε κι αυτüς, για Ýνα σýντομο üμως διÜστημα, την τüτε κυριαρχοýσα τÜση των νατουραλιστþν συγγραφÝων να αποδßδουν ρεαλιστικÜ το περιβÜλλον, τους χαρακτÞρες και τις σχÝσεις τους. Ιδιαßτερη μνεßα πρÝπει να γßνει στις μεταφρÜσεις, με τις οποßες επιχεßρησε να καταστÞσει γνωστÜ στην ΕλλÜδα κÜποια απü τα σημαντικüτερα ονüματα της ευρωπαúκÞς λογοτεχνßας. Ως το καλλßτερο Ýργο του στο χþρο της μετÜφρασης θεωρεßται ο ΦÜουστ του Γκαßτε, ενþ μετÜφρασε επßσης την ΙφιγÝνεια εν Ταýροις του ßδιου κι Ýργα των Σαßξπηρ, ´Ιψεν, Γκüγκολ, Στρßντμπεργκ, Γρßλπαρτσερ, ΧÜουπτμαν, Χüφφμαννσταλλ κι Üλλων. ΜετÝφρασε επßσης το Κομμουνιστικü ΜανιφÝστο των Μαρξ-´Εγκελς, ενþ αξιοσημεßωτα εßναι επßσης τα κριτικÜ του κεßμενα. ¼πως Ýγραψε το 1920 ο ΟυρÜνης, "ο Χατζüπουλος εστÜθη […] η πνευματικÞ γÝφυρα απü την οποßαν το σýγχρονο ευρωπαúκü πνεýμα επÝρασε διÜ να Ýλθει εις την ΕλλÜδα των δασκÜλων και της λιμναζοýσης σκÝψεως".
Το 1928 κατÜ τη διÜρκεια της δημαρχßας του ΑνδρÝα Παναγüπουλου, η Πλατεßα Υπαßθρου ΑγορÜς, η οποßα βρßσκονταν μπροστÜ στο σπßτι του, μετονομÜζεται με απüφαση του Δημοτικοý Συμβουλßου σε Πλατεßα Χατζοποýλου.
Το 1956, ο ΘÝρμιος γλýπτης ΚλÝαρχος Λουκüπουλος κατασκευÜζει τη προτομÞ του, η οποßα τοποθετεßτε στην Πλατεßα μÝχρι που ο ΔÞμος κατασκευÜζει στο πλÜι της προτομÞς δημοτικÜ ουρητÞρια (ΒεσπασιανÝς). Ξεσηκþνεται μεγÜλος φιλολογικüς και πολιτιστικüς θüρυβος και η προτομÞ του μεταφÝρεται στο ΠαπαστρÜτειο ΠÜρκο.
Τον ΜÜη του 2008 γßνονται στην ανακαινισμÝνη πια πλατεßα Χατζοποýλου τα αποκαλυπτÞρια μßας νÝας προτομÞς του Κ. Χατζüπουλου, την οποßα φιλοτÝχνησε ο γλýπτης Βασßλης ΠαπασÜικας.
ΤÝλος, ο ΔÞμος Αγρινßου, με τη συμπλÞρωση εκατü ετþν απü το θÜνατü του, Ýχει ανακηρýξει το Ýτος 2020, Ýτος Κþστα Χατζüπουλου.
========================
¸λα ΞανθÞ *
¸λα ξανθÞ αγÜπη μου, η αρνÜδα σου σε κρÜζει
πÝρα στην ακροποταμιÜ, στα πρÜσινα λειβÜδια,
τþρα π' ο Þλιος Ýγειρε, που πιÜνει να βραδυÜζει
τþρα π' αρχßσαν στις βοσκÝς να βγαßνουν τα κοπÜδια.
Να δεις τ' αρνÜκι που πηδÜ τριγýρω στη βρυσοýλα,
και πÜλι πως χαροýμενο γυρßζει στη μανοýλα.
ΘυμÞσου μια φορÜ κι εμεßς σαν εßμαστε παιδÜκια
πως παßζαμε τρελÜ-τρελÜ μες στ' Üγρια λουλοýδια,
θυμÞσου πως σου στüλιζα τ' ολüχρυσα μαλλÜκια.
ΘυμÞσου πüσα σου 'λεγα και μου 'λεγες τραγοýδια.
Τα χρüνια κεßνα πÝρασαν, τþρα σαν μ' αντικρýζεις
τα γαλανÜ τα μÜτια σου αλλοýθε τα γυρßζεις.
* Εßναι το πρþτο δημοσιευμÝνο ποßημα του στο περιοδικü ΕΒΔΟΜΑΣ, το 1884, σ' ηλικßα 16 ετþν. Ο Δ. Καμποýρογλου που διηýθυνε τüτε, Ýγραψε αργüτερα, σχετικÜ: "¸να πρωÀ του 1884, εισÞλθεν εις το γραφεßον μου, εν ωχρüν κι υπüξανθον παιδß, κρατþντας Ýνα χαρτß. Μου εßπε δε, με συστολÞν και με το τüτε παρθενικüν ερýθημα, üτι πρüκειται περß ποιÞματüς του, δια την δημοσßευσιν του οποßου με παρεκÜλεσε.... Το διÜβασα. ¹το απλοýν, τρυφερüν και με ποιητικÞν ιδßως σκÝψιν.
-'Θα το δημοσιεýσω' του εßπα κι Ýφυγε καταχαροýμενος.
Κατüπιν Üρχισε κÜθε τüσον να με επισκÝπτεται, ως üτου τον αγÜπησεν üλος ο κýκλος της ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ, φßλοι, δημιουργοß και δημιουργοýμενοι".
Ας Τη ΒÜρκα...
Ασ' τη βÜρκα στο κýμα üπου θÝλει να τρÝχει,
ας ορßζει τ' αγÝρι, τιμüνι-πανß,
τα φτερÜ Üπλωσε πλÝρια, Üκρη ο κüσμος δεν Ýχει,
εßναι πι' üμορφοι οι Üγνωστοι πÜντα γιαλοß,
η ζωÞ μια δροσιÜ εßναι, Ýνα κýμα, ας το φÝρει
üπου θÝλει τ' αγÝρι, üπου ξÝρει τ' αγÝρι.
Ας αλλÜζουν λιβÜδια με βρÜχους και δÜση,
γýρω ας φεýγουν ποý πýργοι, ποý καλýβας καπνüς,
εßτ' ειδýλλιο γελοýμενο απλþνετ' η πλÜση,
εßτ' αντÜρτες και μπüρες σου κρεμÜ ο ουρανüς,
μη θαρρεßς το πανß σου μπορεßς να βαστÜξεις,
üπου θÝλει το κýμα μαζß του θ' αρÜξεις.
Τß γυρεýεις, τß θÝλεις μη κι εσý το γνωρßζεις;
¸χεις πιÜσει ποτÝ σου το τι κυνηγÜς;
Μη 'που σπÝρνεις καλü το κακü δε θερßζεις;
Δε σκοντÜβεις σε ρþτημα σ' üτι ρωτÜς;
¼τι σ' Ýχει μαγÝψει κι üτι σου 'χει γελÜσει,
το 'χεις μüνος κερδßσει, μοναχüς ετοιμÜσει;
'Ασε τüτε το κýμα üπου θÝλει να σπÜζει,
ασ' τις ζÜλες να σÝρνουν τυφλÜ τη καρδιÜ
κι αν τριγýρω βογγÜ κι αν ψηλÜ συννεφιÜζει,
κÜπου ο Þλιος σε κÜποιο γιαλü θα γελÜ
κι αν πικρü τη ψυχÞ σου το δÜκρυ τη ραßνει
πÜντα κÜπου κρυφÞ, μια χαρÜ τη προσμÝνει.
Δε Γυρεýω ΞÝνο
Δε γυρεýω ξÝνο, δε ρωτÜω κρυφü,
δε γυρεýω χÜρη.
ΚÜτι μου 'χουν πÜρει μες απ' τη ψυχÞ
κÜτι μου 'χουν πÜρει.
Και δεν Þταν οýτε ξωτικιÜ
και δεν Þταν χÝρια
κι Þταν Ýνα βρÜδυ που 'παιζαν θολÜ
στο γιαλü τ' αστÝρια.
Κι Þρθε Ýνας αγÝρας κι Þρθ' Ýνας βοριÜς
κι Þρθ' Ýνα σκοτÜδι,
-ω αδερφÞ, χαμÝνο κÜποιο θησαυρü
που θρηνοýμ' ομÜδι.
Μες στο κýμα ανοßγει δρüμο μυστικü
δεßχνει το φεγγÜρι...
ΚÜτι μου 'χουν πÜρει μες απ' τη ψυχÞ,
κÜτι μου 'χουν πÜρει.
¸τρεμε ¸να Βραδυ
Εßπα «σ' αγαπþ»
και το κýμα σποýσε
σιγαλü απαλü
σα να ξεψυχοýσε.
Εßπα «σ' αγαπþ»
κι Ýτρεμε το αÝρι,
σÜμπως στη φωνÞ
να 'κλαιε Ýνα αÝρι.
Εßπα «σ' αγαπþ»
κι Ýπεφτε το βρÜδυ,
σÜμπως στη φωνÞ
να 'τρεμε Ýνα βρÜδυ.
ΣιγÜ Η ΠηγÞ...
Σιγὰ ἡ πηγὴ στὴ λαγκαδιὰ κυλᾶ μὲς στὰ χαλßκια,
σιγὰ κι ἀργὰ τὰ ἰσκιþματα γλιστροῦν τοῦ δειλινοῦ
στὰ θÜμνα σκüρπια βüσκουνε πηδþντας τὰ κατσßκια
στὸ βρÜχο τὸν ὀρθüψηλο τοῦ ἀπὸγκρεμνου βουνοῦ.
Κι ἀνÜρια τὰ κουδοýνια τους ἀκοýονται στὴ ρÜχη
ὁλüηχα ἐδῶ, κομμÝνα ἐκεῖ, βραχνüφωνα ἄλλα ἡχοῦν,
λὲς σÞμαντρα πολýλαλα καὶ κρÝμονται στὰ βρÜχη
καὶ οἱ ἀχοß τους φεýγουνε ψηλὰ κι ἀνÜερα ξεψυχοῦν.
Καὶ τὸ ἀερÜκι ἀνÜλαφρο τὰ πεῦκα ἀργοαναδεýει
καὶ ἱσκιþνουν κι ὅλο ἰσκιþνουνε τὰ πλÜγια χαμηλὰ
καὶ μιὰ κατσßκα ἀπ’ τὶς πολλὲς παρÜμερα ἀλαργεýει
καὶ πÜει καὶ ὁλüρθη στÝκεται σὲ μιὰ κορφὴ ψηλÜ.
Κι ἀκßνητη, σὰ χÜλκινη στημÝνη ἐκεῖ καρφþνει
ἀσÜλευτο τὸ βλÝμμα της σὰν πρὸς τὸν οὐρανü,
ὅθε τὸ βρÜδυ πιὸ χλομὰ τὰ γιουλια του ὅλο ἁπλþνει
κι ὅλο πιὸ ἀχνὰ τὰ ρüδα του σκορπßζει στὸ βουνü.
Κι εἶναι, καθὼς ἐκεῖ θωρεῖ, σὰν κÜτι νὰ κοιτÜζη,
κÜτι στὰ μÜκρη ἀλαργινü, ποὺ δὲ θωρεῖς ἐσý·
κι ὁλüρθη πÜντα στÝκεται - καὶ τὸ βουνὸ χλομιÜζει
μιὰ λÜμψη μüνο τὴν κορφὴ τþρα φωτᾶ χρυσÞ.
῞Οσο ποὺ ἀργὰ καὶ σιγαλὰ σβÞνει στερνὰ κι ἐκεßνη
κι ἁπλþνει ἕνα μισὸφωτο, θαμπÜ, χαλκὰ λευκü,
μισüφωτο, ποὺ σοýρουπο, σιγὰ σιγὰ ἔχει γßνει,
ποὺ καὶ ἡ κατσßκα χÜνεται χαλκὴ μὲς στὸ χαλκü.
Κι ὅπως στὴ ρÜχη βüσκοντας μακραßνει τὸ κοπÜδι,
κÜπου ἕνα μüνο ἀπüβαθα κουδοýνι τþρα ἠχεῖ
σὰν κλÜμα, σὰν παρÜπονο, ποὺ σκÝπασε τὸ βρÜδυ
στ’ ἀλαργινὰ ὅ,τι ἀλαργινὸ ζητοῦσε μιὰ ψυχÞ.
Φθινüπωρο
¸λα, με ρüδα του φθινοπþρου
να στεφανþσω τα μαλλιÜ στου
αυτÜ ταιριÜζουν ομορφüτερα
στη χλωμιασμÝνην ομορφιÜ σου.
Να τα κοιτÜξω που τριγýρω σου
θα πÝφτουνε ξεφυλλισμÝνα,
üπως ολüγυρα στη νιüτη σου
τüσα üνειρα μου εßδα σβησμÝνα.
¸λα, με ρüδα του φθινοπþρου
να στεφανþσω τα μαλλιÜ σου,
αυτÜ ταιριÜζουν ομορφüτερα
στη μαραμÝνην ομορφιÜ σου.
Να τα κοιτÜζω που τριγýρω σου
θε να μαδοýνε στον αÝρα,
üπως θωρþ και την αγÜπη μας
τþρα να σβÞνη μÝρα μÝρα.
Του ΒασιλιÜ Της Θοýλης
Του βασιλιÜ της Θοýλης
πεθαßνοντας χρυσü
του χÜρισε η καλÞ του
ποτÞρι Ýναν καιρü.
¼λα για κεßνο δßνει
του κüσμου τα καλÜ.
üταν με κεßνο πßνει
το δÜκρυ του κυλÜ.
Σαν εßταν να πεθÜνει,
τις χþρες του μετρÜ
και χÜρισμα τις κÜνει
και μüνο αυτü κρατÜ.
Και τους ιππüτες κρÜζει
στη σÜλα την ψηλÞ,
στο πατρικü παλÜτι
στο ακροθαλÜσσι εκεß.
Και μπρος στο παραθýρι
φλüγα στερνÞ ρουφÜ
και το Üγιο το ποτÞρι
στο πÝλαγο πετÜ.
Τα κýματα το αρποýνε,
το βλÝπει να βυθÜ,
τα μÜτια του σφαλοýνε,
και δεν ξανÜπιε πια.
Ο Μπαρμπα-Αντþνης
Ακουμποýσε ορθüς στον τοßχο, ανασÞκωνε την πλατιÜ λερÞ μανικÜ και τÝντωνε το χÝρι. Ο παπποýς του Ýδενε σφιχτÜ το μπρÜτσο με μια καλτσοδÝτα κι ýστερα Ýδινε τη νυστεριÜ στη φλÝβα. Το αßμα πηδοýσε αχνοκüκινο, γρÜφοντας τüξο στον αÝρα, Ýπειτα χαμÞλωνε σιγÜ σιγÜ, ως που στÜλαζε θüλο και σκοýρο, σα μισοστειρωμÝνη βρýση απο σκουριασμÝνη κÜνουλα, χÜμω στις αγριÜδες της αυλÞς.
Κι ο Μπαρμπαντþνης τον κοßταζε με τα θαμπÜ μÜτια του, τον κοßταζε και θυμüταν τον παλιü γιατρü, που Ýχτισε κει στην εξοχÞ το σπßτι, το σπßτι αυτü που αγüρασε ýστερα ο παπποýς. Μαζß με το σπßτι πÞρε ο παπποýς και το νυστÝρι του παλιοý γιατροý και τη συνÞθεια ν' ανοßγει κÜθε Üνοιξη τις φλÝβες των χωρικþν και των βοσκþν, που κατοικοýσαν εκεß ολüγυρα σε αχεροκαλýβες κÜτω πλατιÝς, ψηλÜ στενÝς, üπως χωνιÜ αναποδογυρισμÝνα. σε μια απ' αυτÝς κι ο Μπαρμπαντþνης.
Η εξοχη ηταν περισσοτερο ερημια. Γυρω ακαρποι πετρινοι λοφοι με δω και κει, στα πλαγια, χλωρασιες που μοιαζαν σα νησακια, και ακπου που ενα δεντρο, που εστεκε σαν ερημιτης στην κορφη. Οταν ερχοταν η ανοιξη, ημερωνε, γελουσε λιγο ο τοπος, μα γληγορα ξαναπαιρνε τη σκυθρωπη, συνηθισμενη του οψη, Ητανε σα να διαλεξε το μερος ο βαρυς και σκυθρωπος, ο ιδιοτροπος και ασκητικος παππους. Κανεις δε σιμωνε στοσ πιτι, κανεις δεν του εκανε υπηρετης. Ο Μπαρμπαντωνης μονο ερχοταν κι εστεκε καθε πρωι στην πορτα.
Ηταν γεροντας ψηλος, στεγνος, σαν ξεραμενο δεντρο. Φορουσε φουστανελλα, μαυρη σκουφια και μυτερα αρβανιτικα τσαρουχια. Δεν εβλεπε καλα, κι περπατησια του ηταν κοντη και χορευτη και σκονταβε σε καθε πετραδακι. Μα ακουμπωντας στην ωηλη του γλιτσα, που την προβαλλε παντα μπροστα σαν τριτο ποδι, πηγαινε τακτικα στην πολη κι εφερνε στην πορτα, οσο που τον εδιωχνε ο αππους.
Γυριζε τοτε στη καλυβα του, στην πλαγια της ραχης και καθοτανε μπροστα στην πορτα. Εβγαζε απο το σελαχι το μακρυ σουγια μ ετην λαβη απο μαυρο κερατο, κι επιανε κι εσκιζε και πελεκουσε μικρα παλουκια και κλαδια απο λυγαριες, κι επλεκε με αυτες το φραχτη, που χωριζε τον τοπο του απο του γειτονα τον κηπο. Επλεκε και διορθωνε και στεριωνε το φραχτη, γιατι του φαινοταν πως αυτος ο φραχτης ζυγωνε ολοενα στην καλυβα κι εφτανε σιγα σιγα παντα κοντυτερα ατη ριζα μιας αχλαδιας που ηταν μπροστα απο την καλυβα. Επειτα ξανακαθοτανε στην πορτα, καθοτανε και κοιταζε εξω περα, και φαινοτανε σα να περιμενα.
Ο παππους βαριοτανε τη φλυαρια του και τον αφηνε να περιμενη. Μα, οταν η πληξη του χειμωνα τον καρφωνε κι αυτον μοναχο μερες ολακερες
μπροστα στο τζακι, εβγαινε και τον ζητουσε. Τον εβαζε και καθιζε στην ακρη πλαι στην πορτα, του θυμουσε παντα να μακραινη την καρεκλα απο τον τοιχο, οπου κρεμοταν το δικο του επανωφορι, και τον αφηνε να λεη τα νεα απο την πολη και να διηγαται για τον παλιον καιρο. Κι ο Μπαρμπαντωνης διηγοτανε για τον παλιο καιρο, για την Αρβανιτια αποθε ηρθε, την Επανασταση που ειχε πολεμησει, για τα ρεντιφικα και το στρατο οπου εκαμε υστερα, για τη λιγη συνταξη που δεν του φτανει. Επειτα για τη γυναικα του -μια χηρα που πρωτα τον παντρευτηκε, μα υστερα, οταν αρχισε και γεραζε, τον αφησε και πηρε αλλον νιοτερο- για το γιο της, ενα μαγκα που ερχοταν και τον εδερνε και του επαιρνε τη συνταξη. Για ολα αυτα μιλουσε και ξαναμιλουσε, μιλουσε και κλαιγοταν, οσο που τον βαριοταν ο παππους και τον ξαναδιωχνε.
Κι ο Μπαρμπαντωνης γυρνουσε παλι στην καλυβα κι επιανε και πελεκουσε, κι εσκιζε και πελεκουσε, κι επειτα καθοτανε παλι στην πορτα, καθοτανε και κοιταζε σα να περιμενε.
Ωσπου τον ξαναφωναξε ο πππους, κι ερχοταν παλι και ξαναρχιζε και διηγοταν παλι γαι την Αρβανιτια και τους πολεμους, για την κονκαρδα του αγωνιστη, που ειχε ακομα στην καλυβα, για τη γυναικα, που δεν ειχε πια, και για το γιο της, που ερχοταν και τον εδερνε, Και διηγοταν υστερα για τον παλιο, τον Μπαβαρεζο το γιατρο, που εχτισε το σπιτι εκει, και τον θυμοτανε ψηλον, παχυ, με μακρυα ξανθα μουστακια, τον θυμοτανε που καβαλουσε το αλογο, το αλογο που ειχε αυτος και συγυριζε -το καβαλουσε καθε πρωι και πηγαινε τριγυρω στα χωρια και γιατρευε τον κοσμο. Επειτα γυριζε και φυτευε κλαρια στον κηπο κι εσπερνε σπορους στις βραγιες. Φυτευε κι εσπερνε, οπως το λεγαν τα βιβλια, τα βιβλια, που ειχερ ενα σωρο α. αυτα και διαβαζε, και εκει μεσα διαβαζε για ολα, και κει μεσα διαβαζε για τον κοσμο, πως θ'αλλαξη.
-Παλαβος ανθρωπος, τον εκοβε ο παππιυς.
-Σοφος ανθρωπος, βασιλικος γιατρος. ελεγε ο Μπαρμπαντωνης.
Για τον παππου ειχε χαλασει για παντα ο κοσμος απο τοτε που διωξανε τον πρωτο βασιλια και καμαν συνταγμα στον τοπο. Και θυμωνε και ξαναδιωχνε το Μπαρμπαντωνη. Κι ο Μπαρμπαντωνης γυριζε και ξανακαθιζε στην πορτα της καλυβας. Γυριζε και καθιζε και πελεκουσε κι εσκιζε και κοιταζε. Κοιταζε μπρος του περα και φαινοτανε σα να περιμενε. Αν ηταν ο προγονος του που περιμενε, ο προγονος του ερχοταν παντα. Ερχοτανε, τον φωναζε αποπισω απο την καλυβα, του γυρευε τη συνταξη, τον εδερνε, και του επαιρνε τη συνταξη. Και τοτε ξαναρχοταν ο Μπαρμπαντωνης στον παππου. Μα του μιλουσε παλι για τον παλιο γιατρο και για τον κοσμο, που ελεγε κεινος πως θ'αλλαξη, κι παππους θυμωνε και ξαναδιωχνε τον Μπαρμπαντωνη.
Κι ο Μπαρμπαντωνης ξαναγυριζε στην πορτα της καλυβας και καθοταν παλι και στυλωνε τα θαμπα ματια εμπρος του και κοιταζε το φραχτη του γειτονα να του ζυγωνη την καλυβα, να φτανη παντα κοντητερα στη ριζα της αχλαδιας, που ηταν μπροστα απο την καλυβα. Κι εβγαζε παλι το σουγια και πελεκουσε κι εσκιζε, εσκιζε κι επλεκε τα κλαδια και στεριωνε το φραχτη. Και πιανοταν με τα γειτονα. Ο γειτονας του γυρευε να του πουληση τον τοπο με την αχλαδια, κι ετσι να βγη για να παντα απο την υποψια. Μα ο Μπαρμπαντωνης την ηθελε την αχλαδια. Την ηθελε. γιατι την ειχε κεντρωμενη ο ξενος γιατρος, την ηθελε γιατι ηθελε να καθεται στον ισκιο της το καλοκαιρι, την ηθελε γιατι ηθελε να καθεται και να φυλαη τ'αχλαδια της απ'τα παιδια και τους βοσκους, κι οσα γλιτωνανε να τα μαζευη και να τα παη της γυναικος του.
Τα πηγαινε δεμενα στο μαντηλι με τα ρουχα, που της πηγαινε μαζι, για να τα πλυνη. Κρατουσε αυτη τ'αχλαδια, και του γυριζε τα ρουχα, κι Μπαρμπαντωνης γυρνουσε στην καλυβα κι επιανε παλι τον ισκιο του και φυλαγε. Κι επιανε παλι και πελεκουσε κι εσκιζε, κι επλεκε και στεριωνε, δυναμωνε το φραχτη. Οσο που κουραζοταν. Και τοτε ξανακθοταν παλι ασλευτος στη θεση του και κοιταζε, κοιταζε μπροστα ρου, και φαινοτανε σα να περιμενε.
Αν ηταν τουτο που περιμενε, ηρθε. Μια μερα, εκει που κοιταζε, ο φραχτης δε χορευε μπροστα του πια, δεν περπατουσε. Ειχε χαθη. Ακομα του φανηκε, πως κι η καλυβα χαθηκε αξαφνα και παει. Ο Μπαρμπαντωνης φωναξε κι επεσε χαμω. Του φανηκε, πως χαθηκε και παει κι ολος ο κοσμος μαζι μ ετην καλυβα, γιατι αγαπουσε την καλυβα, τηνηθελε να καθεται, την ηθελε να πεθανη μεσα. Ο Μπαρμπαντωνης ξανφωναξε, μα οπως απλωσε το χερι, το χερι του αγγιξε τον τοιχο, κι ενιωσε ευθυς τι χαθηκε, και συρθηκε πασπατευτα με την μακρια του γκλιτσα ως το κατωφλι του παπου κι εφερε το νεο. Και σερνοταν, ετσι κι υστερα καιρο, μηνες πολλους ως το κατωφλι του παπου, οσο που επεσε κι απο τα ποδια του μαι μερα. Τωρα μπορουσε μονο και καθοτανε δτην πορτα, καθοτανε και κοιταζε αδεια με τα ματια, κοιταζε και φαινοταν, πως περιμενε.
Αν κεινο που περιμεν ηταν η γυναικα του, η γυναικα του ηρθε. Ηρθε και τον πηρε σπιτι της, αφου πηρε και τα χρηματα, που φυλαγε ο παππους απο την συνταξη του Μπαρμπαντωνη. Μα ο Μπαρμπαντωμης δεν αργησε πολυ να παραγγειλη, πως τον αφηνουν νηστικο, κι ο παππους εστειλε και τον ξαναφεραν στην καλυβα. Και ξαναπιασε παλι τη θεση του μπροστα στην πορτα, τηνεπιασεμα πια δεν κοιταζε και δε φαινοταν πως περιμενε. Καθοταν και χτυπουσε τη γκλιτσα του κατω στη γη, καθοταν και διηγοταν ιστοριες στους βοσκους και στους διαβατες. Διηγοτανε για την Αρβανιτια, την Επανασταση και την κονκαρδα που τη φυλαγε τωρα στον κορφο, για τον παλιο γιατρο που καβαλικευε και πηγαινε και γιατρευε στον κοσμο, κι υστερα γυριζε και φυτευε κλαρια κι εσπερνε σπορους, οπως το διαβαζε μες στα βιβλια. Και διηγοταν για την αχλαδια και για το γειτονα που γυρευε να την παρη. Να πελεκηση και να φραξη δε μπορουσε πια, μονο σερνοταν με τα γονατα στο χωμα κι εψαχνε χαμω και μετρουσε το φραχτη με τα χερια.
Ακουγονταν οι φωνες του. Κι εβγαινε τωρα ο παππους και μαλωνε το γειτονα, κι εβγαινε κι εδιωχνε τον προγονο, που γυρευε κι αυτος να του χαριση ο Μπαρμπαντωνης την αχλαδια και την καλυβα. Μα ο Μπαρμπαντωνης δεν το εκανε, γιατι φοβοταν μην ο προγονος πουληση την καλυβα, κι αυτος την ηθελε, την ηθελε για να πεθανη μεσα.
Πεθανε στον αχερωνα μας, οπου τον μαζεψε ο παππους, οταν επιασε ο χειμωνας, για να μην ξεπαγιαση στην καλυβα. Ως τις στερνες στιγμες του διηγοταν ιστοριες, θυμοταν την Αρβανιτια και τους πολεμους και τον ξενο γιατρο, που του συγυριζε αυτος το αλογο, το γιατρο που γιατρευε τους χωρικους και φυτευε κλαρια κι εσπερνε σπορους, οπως το διαβαζε μες στα βιβλια. Για τ'αλλα, που διαβαζε ο γιατρος μες στα βιβλια, δε διηγοταν. Σωπαινε, αμα εφτανε ως εκει, κι εσκυβε χαμω στη φωτια κι εμενε ασαλευτος εκει και δε φαινοταν πως περιμενε. Μονο λιγες στιγμες πριν ξεψυχηση, ανσηκωθηκε αξαφνα και γυρισε προς τη μερια, οπου φανταζοτανε, πως ειναι η πορτα. Σταματησε στη θεση αυτη και φανηκε, σα να περιμεν. Μα γρηγορα ξαναπεσε ησυχα, βγαζοντας μαι βραχνη φωνη, αφηνοντας εναν αχο, που εμοιαζε με γελιο.
Τον ακουσε ο παπους, που σεριανουσε με σουφρωμενα φρυδια περα δωθε στο μακρινο χαγιατι, καπνιζοντας αμιλητος και βροντωντας μονορυθμα κι αδιακοπα, σα χτυπους ρολογιου της πληξης, τα τακουνια απ'τις παντουφλες του στις πλακες, τον ακουσε, εριξε κειθε μια ματια και πεταξε και κεινος ενα γελιο απο τα δοντια, ενα -δεν ακουσα καλα- "αλλαξε?"η"θ'αλλαξη!".
Το Σπßτι Του ΔασκÜλου
Να μην εßσαι για τßποτε! να μην εßσαι για τßποτε! γκρßνιαζε ο παπποýς κÜθε φορÜ που ο πατÝρας γýριζε το μεσημÝρι σπßτι δßχως να μπορÝσει να εκτελÝσει μιαν απüφαση, να εισπρÜξει Ýνα χρÝος που εßχε βγει πρωß επßτηδες για να το εισπρÜξει.
Ο πατÝρας Ýσκυβε το κεφÜλι και δε μιλοýσε. ¸σκυβε το κεφÜλι τüσο που τα μουστÜκια του γγßζανε το πιÜτο εκεß που Ýτρωγε.
Ο παπποýς δεν Ýπαυε να μουρμουρßζει, κι η μητÝρα κοßταζε πüτε τον πατÝρα λυπημÝνα, πüτε τον παπποý παρακαλεστικÜ. Μα ο παπποýς δεν Ýπαυε, κι ο πατÝρας Ýσκυβε και δε μιλοýσε.
Το πρÜμα κατÜντησε τüσο συχνü, Ýγινε ταχτικü, σχεδüν καθημερινü στο σπßτι. Το στüμα του παπποý συνÞθισε να μουρμουρßζει, οι þμοι του πατÝρα μÜζεψαν απü το σκýψιμο, το πρüσωπü του πÞρε üψη περσüτερο κουτÞ παρÜ θλιμμÝνη.
Κι üμως τüσο κουτüς δεν Þταν ο πατÝρας. ΜονÜχα πως δεν Þταν καμωμÝνος για Ýμπορος, üπως το θÝλησε η περßσταση να γßνει, üταν κατÝβηκε στην πüλη και παντρεýτηκε με τη μητÝρα. Πρωτýτερα ζοýσε στο χωριü του απÜνω στα βουνÜ üπου οι Üνθρωποι περνοýν τα χρüνια τους παßζοντας χαρτιÜ, μιλþντας για πολιτικÜ και κλÝβοντας ο Ýνας του Üλλου την κατσßκα.
ΚαμιÜ ανÜγκη, φαßνεται, δε βιÜζει εκεß κανÝναν να Ýχει μια ξεχωριστÞ δουλειÜ. Τα μüνα γνþριμα Ýργα εßναι του καταμετρητÞ, του εισπρÜκτορα, του πÜρεδρου και του αστυνüμου. Απ’ üλα αυτÜ εßχε περÜσει κι ο πατÝρας στο χωριü του, μα κÜτω στην πüλη που κατÝβηκε, δε βρÝθηκε εýκαιρη καμιÜ απü αυτÝς τις θÝσεις, κι ο πεθερüς του ντρεπüταν απü τον κüσμο να τον βλÝπει να κÜθεται Üεργος και τον βßαζε να πιÜσει κατιτß να κÜνει. Κι ο πατÝρας, το προχειρüτερο που βρÞκε Þταν το εμπüριο. Το Üρχισε στο πüδι και σα στα χωρατÜ. Κι Üξαφνα βρÝθηκε χωμÝνος μÝσα στα γεμÜτα. Χωρßς να καταλÜβει πþς, βρÝθηκε μια στιγμÞ να Ýχει στο χÝρι του üλο σχεδüν το γýρο της επαρχßας. Τα κÜρα που δουλεýαν απü το σκÜλωμα ως την πüλη δεν του Þταν πια αρκετÜ, κι Ýφερε δικÜ του κÜρα, οι αποθÞκες που Þταν για νοßκιασμα στην πüλη δεν του χωροýσανε το πρÜμα, κι Ýχτισε δικÝς του, τ’ αγþγια που πλÞρωνε για να ταξιδεýει εδþ και κει στοιχßζανε πολý, þστε αγüρασε δικü του αμÜξι. ΚÜποιοι το βλÝπαν πως παραξανοßχτηκε, και ταχτικÜ του το ψιθýριζε η μητÝρα, μα ο πατÝρας εßχε πÜρει φüρα πια κι Þταν αδýνατο να σταματÞσει. ΣταμÜτησε μüνο üταν Þρθαν ξαφνικÜ δυο δανειστÝς απ’ το ΤριÝστι και κλεßσαν τις αποθÞκες με σφραγßδες, κατÜσχεσαν κÜρα κι Üλογα και ποýλησαν το αμÜξι. Ο παπποýς πρüλαβε κι Ýσωσε κÜτι απü την προßκα της μητÝρας, και του πατÝρα για να Ýχει πÜλι μια δουλειÜ του αφÞσανε να εισπρÜξει ü,τι εßχαν παραιτÞσει ανεßσπραχτο οι δανειστÝς απ’ το ΤριÝστι.
Κι Ýτσι ο πατÝρας βρÝθηκε πÜλι με δουλειÜ. ¸στησε το γραφεßο του σε μια κÜμαρα στο σπßτι, Ýβαλε σε τÜξη χαρτιÜ και συναλλÜγματα κι Üνοιξε πρÜξη με κλητÞρες και με δικηγüρους. Για να πληρþνει üμως αυτοýς, Ýπρεπε η μητÝρα να γυρßζει με παντοýφλες τρýπιες, και στο σπßτι να μην τρþμε κρÝας κÜθε μεσημÝρι. Εßναι αλÞθεια πως ο πατÝρας δεν αργοýσε πολý να πÜρει τελεσßδικες απüφασες, και τα εκτελεστÜ εßχαν γεμßσει το συρτÜρι του. Μα μÝναν πÜντα κλειδωμÝνα στο συρτÜρι. Κι üσα βγαßναν, ξαναγýριζαν γλÞγορα και κλειδωνüντανε. Θα νüμιζε κανεßς πως ο πατÝρας λυπüτανε να τα βγÜλει απ’ το συρτÜρι, κι ο παπποýς τον περιγελοýσε πως του βÜλθηκε να κÜνει
συλλογÞ απü εκτελεστÜ. Η μητÝρα üμως Ýριχνε το σφÜλμα στην καλοσýνη του, στην αγαθÞ ψυχÞ που εßχε ο πατÝρας. Και τüτε θýμωνε ο παπποýς κι Ýμπηγε πÜλι τη φωνÞ:
«Κουτüς, χαμÝνος, ανßκανος για καθετß».
Ο πατÝρας Ýσκυβε. Κι Ýπαιρνε κÜθε πρωß κι Ýνα δικüγραφο στην τσÝπη. Μα το μεσημÝρι γýριζε πßσω με το Üλλο που εßχε πÜρει χτες μαζß. Το Ýφερνε πßσω, Ýλεγε, γιατß του Ýλειπε μια υπογραφÞ. Και την Üλλη μÝρα ξαναÝφερνε και το Üλλο. Αλλοý βÜζανε κÜτι στο χÝρι του κλητÞρα, κι ο κλητÞρας γýριζε πßσω το εκτελεστü, αλλοý τον φοβερßζαν, κι ο κλητÞρας φοβüταν κι Ýφευγε.
Ο πατÝρας πÞγαινε στον υπομοßραρχο για να ζητÞσει χωροφýλακες να πÜνε μαζß με τον κλητÞρα. Ο υπομοßραρχος τον δεχüτανε φιλικÜ, Ýκανε τσιγÜρο απü την ταμπακÝρα που του Üνοιγε ο πατÝρας, δεν πρüσεχε οýτε το λαθραßο τσιγαρüχαρτο που εßχε η ταμπακÝρα, μιλοýσε μαζß του για τα νÝα της αγορÜς και τα πολιτικÜ, μα χωροφýλακες δεν του περισσεýανε ποτÝ.
Ο πατÝρας Ýνιωθε την αφορμÞ. Γýριζε σπßτι πüτε σκυφτüς και πüτε πεισμωμÝνος. Κι üταν τον ξαναγκρßνιαζε ο παπποýς, τολμοýσε και ψιθýριζε καμιÜ φορÜ:
«Σαν κι Ýχω και το κüμμα να με υποστηρßξει».
Και τüτε Þταν που θýμωνε διπλÜ ο παπποýς. Το Ýπαιρνε σαν πεßραγμα δικü του, σαν υπαινιγμü για τη συνÞθεια που εßχε να εßναι πÜντα με το κüμμα που δεν Þταν στην αρχÞ.
«Μας θÝλει ν’ αλλÜξουμε κιüλα κορδÝλα!» φþναζε. Και πετοýσε την πετσÝτα.
Η μητÝρα μαζευüταν φοβισμÝνη κι ο πατÝρας δοκßμαζε κÜτι να πει. Μα Ýνα νüημα της μητÝρας τον κρατοýσε: Ο παπποýς εßχε κι Üλλη θυγατÝρα παντρεμÝνη, που αφορμÞ ζητοýσε να πÜρει στο δικü της σπßτι τον παπποý.
ΠατÝρας και μητÝρα σκýβαν τüτε τα κεφÜλια þσπου ξεθýμωνε πÜλι ο παπποýς. Κι Ýτσι περνοýσε η ζωÞ στενüχωρη στο σπßτι. Η μητÝρα δεν εßχε πια να δßνει Ýξοδα για νÝες δßκες, και στο συρτÜρι του πατÝρα δε μαζευüντανε νÝα χαρτιÜ.
Εκεß Þρθε ξαφνικÜ ο πατÝρας χαροýμενος μια μÝρα και ψιθýρισε κÜτι της μητÝρας: Η μητÝρα μÝσα σε κεßνα που της
απομεßναν εßχε κι Ýνα μικρü σπιτÜκι, μια κÜμαρα üλο üλο μ’ Ýνα κομμÜτι αυλÞ. Απü χρüνια το εßχε νοικιασμÝνο Ýνας παπουτσÞς και κατοικοýσε με τη φαμελιÜ του. Εßχε ‘ρθει απü τα νησιÜ δÜσκαλος του χοροý μαζß και παπουτσÞς. Τα πρþτα χρüνια Ýμαθε κÜποιους νÝους χορü, Ýπειτα τον ξÝχασε κι ο ßδιος, και τþρα ζοýσε μπαλþνοντας περσüτερα παρÜ üσα Ýφτιανε παποýτσια. ¼σο ο πατÝρας Þταν στα καλÜ του, δεν του ζητοýσαμε νοßκι ποτÝ· το Ýκλεινε η μητÝρα στα σιδερωτικÜ και στη μαστßχα το γλυκü που Ýστελνε και της Ýφτιανε η γυναßκα του. ¸πειτα που Ýπεσε ο πατÝρας, δοκßμασε να το κλεßσει σε μπαλþματα και μετζοσüλες. Μα ο δÜσκαλος δοýλευε ψεýτικα üσο δεν τον πλÞρωναν μετρητÜ, κι η μητÝρα Üρχισε να στÝλνει να ζητÜ το νοßκι της δασκÜλας, αφοý απελπßστηκε πως ο πατÝρας θα το Ýπαιρνε απü το δÜσκαλο. Η δασκÜλα Ýβγαινε στην πüρτα τριγυρισμÝνη απü Ýνα πλÞθος πüδια ξυπüλυτα κι αχτÝνιστα κεφÜλια και μας Ýλεγε πως θα το φÝρει μüνη της μητÝρας. ¸τσι εßχαν μαζευτεß κÜπου δυο χρüνων νοßκια και σημειωθÞκανε και κεßνα στα βιβλßα του πατÝρα.
Γι’ αυτü λοιπüν το σπßτι του δασκÜλου, üπως το λÝγαμε, βρÝθηκε αγοραστÞς ανÝλπιστα, κι ο πατÝρας Þρθε στη μητÝρα γελαστüς εκεßνη την ημÝρα. Η μητÝρα χρειαζüταν χρÞματα κι αυτÞ κι Ýμεινε αμÝσως σýμφωνη να πουληθεß το σπßτι του δασκÜλου. Μα φαßνεται το Üκουσε ο δÜσκαλος, φοβÝριζε πως δεν το αδειÜζει, κι Ýτσι ο πατÝρας ξαναÞρθε βαρýς και σκοτεινüς την Üλλη μÝρα. Ο αγοραστÞς του εßπε πως το παßρνει μüνο αν του το δþσουν αδειανü. Και σα δεν Þταν ο παπποýς μπροστÜ, φþναξε ο πατÝρας θυμωμÝνα:
«Θα του κÜνω χαρτιÜ, να τον πετÜξω Ýξω με το νüμο».
Κι ετοßμασε την αγωγÞ. Μα η μητÝρα λυπüταν τη δασκÜλα και το πλÞθος τα παιδιÜ της και δεν Þθελε να υπογρÜψει. Μα πÜλι στοχÜστηκε ýστερα τα χρÞματα που θα μετροýσε ο αγοραστÞς —χßλιες δραχμÝς και παραπÜνω— κι αναγκÜστηκε να στÝρξει. Υπüγραψε, κι ο πατÝρας πÞγε στον πρüεδρο και πÞρε την απüφαση. Την Ýφερε στο σπßτι σα νÝο τρüπαιο, κι οι πλÜτες του πÞγαιναν πÝρα δþθε απü τη βßα, üταν ξανÜφυγε με αυτÞ. Το απüγεμα ξεκßνησε με τον κλητÞρα. Χωροφýλακες δεν του χρειαζüταν να ζητÞσει. ΠÞρε μονÜχα τα δυο αγüρια του μαζß και διÜλεξε μιαν þρα που Ýλειπε απü το σπßτι ο δÜσκαλος.
ΠροχωρÞσαμε κι οι τÝσσερες μαζß. Μπρος ο πατÝρας κι ο κλητÞρας, πßσω εμεßς τα δυο παιδιÜ. ¢μα φτÜσαμε, ο κλητÞρας Ýδεσε στο μπρÜτσο μια κορδÝλα μπλÜβα και χτýπησε την πüρτα. Μα οι γειτüνοι, φαßνεται, μüλις μας εßδαν το πρüφτασαν της δασκÜλας, και κεßνη κλεßστηκε μÝσα και σýρτωσε την πüρτα. Ο κλητÞρας ξαναχτýπησε. Στο τρßτο χτýπημα Ýπεσε η πüρτα σωριασμÝνη χÜμω στο üνομα του νüμου.
Η δασκÜλα παρουσιÜστηκε στη μÝση απü το σωρü τ’ αχτÝνιστα κεφÜλια και μας κοßταζε χλομÞ κι ασÜλευτη. Δεν Ýκαμε οýτε κßνημα ν’ αντισταθεß. ΒοÞθησε μÜλιστα και κουβαλÞσαμε Ýξω το ξýλινο κρεβÜτι, üπου κοιμüταν με το δÜσκαλο, Ýνα κουτσü τραπÝζι με μερικÜ σκαμνιÜ, και δýο τρßα παλιÜ παπλþματα και στρþματα. Απü τα στρþματα χυνüταν τ’ Üχυρα καθþς τα φÝρναμε Ýξω, και μÝσα σε Üλλα δυο τρßα ξεκÜρφωτα σεντοýκια και καλÜθια στοßβαξε η δασκÜλα τα ροýχα των παιδιþν μαζß με πιÜτα, μπρßκια, καυκιÜ κι ü,τι Üλλο εßχαν. Τα κουβαλÞσαμε και τα σωριÜσαμε στο δρüμο. ΑπÜνω στο σωρü καθßσαν τα ξυπüλυτα παιδιÜ Üλλος σωρüς αυτÜ, και γýρω μαζεýτηκαν οι γειτüνοι και κοιτÜζαν.
Ο πατÝρας Ýκραξε αμÝσως μαραγκü και ξαναÝστησε την πüρτα. Την κλεßδωσε Ýπειτα, και φýγαμε.
Ο αγοραστÞς περßμενε στο μαγαζß του Üλλου δρüμου και πρüσταξε και φÝρανε ρακιÜ, üταν ο πατÝρας του Ýδωσε το κλειδß εμπρüς στον κλητÞρα.
¼πως γυρßζαμε ýστερα στο σπßτι, οι þμοι του πατÝρα κουνιüνταν στον αÝρα σα φτερÜ και το βρÜδυ στο τραπÝζι τον εßδαμε να κÜθεται πρþτη φορÜ με σηκωμÝνο μÝτωπο και να τολμÜ να βλÝπει τον παπποý στα μÜτια.