ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

Smith Clark Ashton: Imaginarium

Υποκλιθεßτε, εßμαι ο αυτοκρÜτωρ των ονεßρων.
        ΣτÝφομαι μ' Þλιους εκατομμυρßων χρωμÜτων
              απü απßστευτους μυστικοýς κüσμους και φορþ
                      μονüπατα των ουρανþν για τÞβεννο, καθþς πετþ
”.

(The Hashish Eater Κ.Α.Σ.)




     Πριν ξεκινÞσω, να δηλþσω πως το παρüν Ýγινε τη ευγενικÞ χορηγßα του φßλου κι εξαßρετου μεταφραστÞ του Σμιθ, ΓιÜννη ΚαραγιαννÜκη, τον οποßον ευχαριστþ πÜρα πολý και δημüσια! Π. Χ.

                                   Βιογραφικü

     Ο Αμερικανüς Clark Ashton Smith εßναι γνωστüς στη χþρα μας και διεθνþς κυρßως ως συγγραφÝας του φανταστικοý, φßλος και συνοδοιπüρος του Lovecraft¸νας απü τον κýκλο του ΛÜβκραφτ με τακτικÞ παρουσßα στο περιοδικü ΠαρÜξενες Ιστορßες (Weird Tales) που η πρþιμη ποßησÞ του Ýκανε πρωτοσÝλιδα Üρθρα και την εκθεßασαν μεγÜλοι συγγραφεßς πολý πριν η ποιητικÞ του πρüζα, η ανυπÝρβλητη φαντασßα του κι η ισχυρÞ αßσθηση του δÝους επηρεÜσουν το πεδßο της επιστημονικÞς φαντασßας. Η αρχικÞ του παραγνþριση οφεßλεται αφενüς στη σýνδεση του ονüματüς του με το χþρο της παραλογοτεχνßας, αφετÝρου στο στυλ γραφÞς του, με αναμνÞσεις απü τους ελισαβετιανοýς ως τους ΓÜλλους συμβολιστÝς, που καθιστοýνε τη γλþσσα, τα θÝματα και το ýφος του παρÜταιρα για τον 20ο αι. απü τον ¸λιοτ και μετÜ.
     Στον Κλαρκ ¢στον Σμιθ Üρεσε να λÝει üτι γεννÞθηκε ΠαρασκευÞ 13 ΓενÜρη 1893 κÜτω απü την επιρροÞ του Κρüνου που υποτßθεται üτι προδιαθÝτει κÜποιον προς το παρÜξενο και το μυστÞριο. Γονεßς του Þταν ο Τßμεους ¢στον Σμιθ (Τimeus Ashton Smith) κι η Μαßρη ΦρÜνσις ΓκÝιλορντ (Mary Francis Gaylord). ΓεννÞθηκε στο σπßτι των παπποýδων του στην Long Valley της Καλιφüρνια. Ο πατÝρας του, γιüς πλοýσιου βιομÞχανου, Þταν αγγλικÞς καταγωγÞς που αφοý ξüδεψε üλη τη περιουσßα του σε ταξßδια ανÜ τον κüσμο εγκαταστÜθηκε στη κομητεßα Placer, κυρßως επειδÞ Þτανε κοντÜ σε μια αρκετÜ μεγÜλη αγγλικÞ αποικßα, την πüλη του Penryn.
     ¹τανε πολý μορφωμÝνος, με πολý καλοýς τρüπους κι Ýξαπτε τη φαντασßα του γιοý του με διηγÞσεις απü ταξßδια στον Αμαζüνιο και με περιπÝτειες απü το Μεξικü. Ο Τßμεους, πολý φτωχüς πλÝον, κÝρδιζε τα προς το ζην δουλεýοντας σα νυχτερινüς υπÜλληλος σε ξενοδοχεßο στο ¼μπουρν, σα χρυσοθÞρας, σα φρουτοπαραγωγüς και σαν ορνιθοτρüφος πριν η κακÞ υγεßα του τον αναγκÜσει να τ' αφÞσει üλα και το βÜρος της οικογÝνειας να το αναλÜβει η γυναßκα του. ΚατÜφερε üμως να αγορÜσει λßγη γη και να φτιÜξει Ýνα μικρü σπßτι 4 δωματßων με λßγη βοÞθεια κι απü τον μικρü τüτε ΚλÜρκ. Η κατασκευÞ πÞρε 4-5 χρüνια κι η οικογÝνεια εγκαταστÜθηκε επßσημα το 1907.



     Οι γονεßς του Þτανε κι οι δυο πÜνω απü 40 üταν τον γÝννησαν. Καθþς Þταν το μοναδικü παιδß της οικογÝνειας, Þταν μοναχικüς κι üπως τα περισσüτερα μοναχικÜ παιδιÜ Ýμαθε να διαβÜζει απü νωρßς, κυρßως ιστορßες με ξωτικÜ και τις χßλιες και μια νýχτες. Ξεκßνησε να γρÜφει στα 11 επηρεασμÝνος απü αυτÝς τις ιστορßες. Μια κρßση πυρετοý απü οστρακιÜ, στα 4, που κρÜτησε περισσüτερο απü το συνηθισμÝνο και κατÝληξε σε ρευματοειδÞ πυρετü, εßχε σοβαρÝς επιπλοκÝς στη μετÝπειτα πορεßα της υγεßας του και καθυστÝρησε και την πρüοδο του στο μονοτÜξιο τοπικü σχολεßο. Εκεß οι βιβλιοφιλικοß τρüποι του, η αδýναμη φυσικÞ του κατÜσταση κι η μοναχικÞ του φýση τον Ýκαναν στüχο πειραγμÜτων απü τους συμμαθητÝς του. ΜετÜ παραδÝχτηκε üτι υπÝφερε απü μια αßσθηση απομüνωσης. Καθþς αρνιüταν την παρÝα των Üλλων βρÞκε καταφýγιο στις ομορφιÝς της φýσης και τη παρατÞρηση των αστεριþν.
     Αν κι ο Σμιθ Ýγινε δεκτüς στο τοπικü λýκειο, αρνÞθηκε να το παρακολουθÞσει νιþθοντας üτι θα τα πÞγαινε καλýτερα αν μορφωνüταν και εκπαιδευüταν μüνος του. ¸τσι, διÜβασε ολüκληρη την εγκυκλοπαßδεια ΜπριτÜνικα üχι μßα αλλÜ δýο φορÝς, τουλÜχιστον Ýνα πλÞρες λεξικü και κÜθε τüμο στην τοπικÞ βιβλιοθÞκη του ΚÜρνεγκι. Στα 13 ανακÜλυψε τα Ýργα του ¸ντγκαρ ¢λαν Πüε (Edgar Allan Poe). Και καθþς τα διαβÜσματÜ του επεκτεßνονταν ανακÜλυψε üτι η λογοτεχνßα της Καλιφüρνια χρωστοýσε πολλÜ στον Πüε. 4 απü τις ιστορßες του Þτανε τüσο καλÝς þστε να μποýνε στα λογοτεχνικÜ περιοδικÜ της εποχÞς με τις πρþτες 2 το 1911 που δημοσιευτÞκαν στο περιοδικü Overland Monthly. ΜÝχρι το 1926 Ýγραψε κυρßως ιστορßες φαντασßας καθþς και 2 νουβÝλες κι επηρεÜστηκε πολý απü τις ΑραβικÝς Νýχτες Απü Το ΒÜτεκ του Ουßλιαμ ΜπÝκφορντ, απü τον Πüε και απü τον Κßπλινγκ.



     ΥπÞρξεν üμως κι εξαιρετικüς ποιητÞς, μολονüτι η αξßα του ποιητικοý του Ýργου ξεκßνησε ν' αναγνωρßζεται πρüσφατα, πολý μετÜ το θÜνατü του, üπως συνÝβη με τον Poe. ΜÝχρι το 1929 χαρακτÞριζε τον εαυτü του ποιητÞ κι Þτανε σαν ποιητÞς που κÝρδισε τη 1η του φÞμη. ¹ταν ευχαριστημÝνος üταν βρισκüταν αναγνþστης που θαýμαζε το Ýργο του αλλÜ πÜντα ξεκαθÜριζε üτι δεν αναζητοýσε διασημüτητα. Αλληλογραφοýσε üλη του τη ζωÞ με πÜρα πολλÜ Üτομα, Ýνα εκ των οποßων Þταν κι ο ΧÜουαρντ Φßλιπς ΛÜβκραφτ (Howard Philips Lovecraft) ο οποßος ξεκßνησε αλληλογραφßα μαζß του το 1922 μÝχρι και το θÜνατü του το 1937.

     ΠαρÜ την αρχικÞ του επιτυχßα δεν Ýβρισκε καλÞ την ιδÝα να συνεχßσει να γρÜφει σýντομες ιστορßες, αλλÜ ο θαυμασμüς του για τα ποιÞματα σε πρüζα του Μπωντλαßρ και για τα Ýργα του ΛÜβκραφτ τον οδÞγησαν να κÜνει πειρÜματα πÜνω στην φüρμα του γραψßματος. ΥπÞρξε απü τους καλλßτερους μεταφραστÝς του Μπωντλαßρ στην αγγλικÞ γλþσσα, üντας αυτοδßδακτος στα γαλλικÜ. Ομοßως Ýμαθε μüνος του την ΙσπανικÞ, κατορθþνοντας μÜλιστα να γρÜφει πρωτüτυπα ποιÞματα στα γαλλικÜ και στα ισπανικÜ. Το 1929 αναγκÜστηκε να βρει Ýνα τρüπο να υποστηρßξει τους γερασμÝνους γονεßς του κι Ýτσι ξανÜρχισε να γρÜφει φαντασßα. Ξεκινþντας τον Οκτþβρη του 1930 με το ΤÝλος Της Ιστορßας (End Of Story) που μπÞκε στο διÜσημο περιοδικü Weird Tales ο Σμιθ ξεκßνησε να γρÜφει συνÝχεια. Εßναι γεγονüς üτι μÝχρι το ΔεκÝμβρη του 1935 το üνομÜ του Þταν η πιο συχνÞ παρουσßα στα περιοδικÜ του χþρου.
     Οι ιστορßες του Σμιθ Þταν κατÜ πολλοýς τρüπους προεκτÜσεις των πιο παλιþν Ýργων του με θÝματα, εικüνες και τεχνικÝς απü τα ποιÞματÜ του και την πρüζα του να επανεμφανßζονται. ¹ταν η χρÞση της γλþσσας κι οι δυνατÝς λÝξεις του που τονε ξεχþριζαν απü τους σýγχρονοýς του. ¸κανε πολλÜ Ýργα ζωγραφικÞς και σχεδßων τη 10ετßα του 1920. Η ικανüτητÜ του να εκφρÜζει τη φαντασßα του με ποßηση, με πρüζα, με ζωγραφικÞ Þ με γλυπτικÞ εßναι το μεγαλýτερο κατüρθωμα του Σμßθ. Η 10ετßα του 1930 Ýφερε πολλÝς τραγωδßες στη ζωÞ του. ¸νας φßλος του κι αλληλογρÜφος, ο ΒÝιτσελ Λßντσει (Vachel Lindsay) πÝθανε το 1931. Οι γονεßς του Þτανε συνÝχεια Üρρωστοι αναγκÜζοντÜς τον να διακüψει το γρÜψιμü του το 1933. ¢λλος Ýνας αλληλογρÜφος και φßλος του, ο συγγραφÝας Ρüμπερτ ΧÜουαρντ (Robert E. Howard) αυτοκτüνησε το 1936. Ο κυριüτερος αλληλογρÜφος του, ο ΛÜβκραφτ, πÝθανε το 1937. Αργüτερα τον ßδιο χρüνο πÝθανε κι ο πατÝρας του Τßμεους.
     Απü το θÜνατο του πατÝρα του και μετÜ ζοýσε σε κατÜσταση απüγνωσης και δεν Ýγραψε τßποτα τα επüμενα 3 χρüνια. Στη πραγματικüτητα, τα υπüλοιπα χρüνια της ζωÞς του (1937-1961), Ýγραψε μüνο περßπου 12 ιστορßες, μεγÜλη αντßθεση με τη πρüτερη δημιουργικüτητÜ του. ‘¼πως Ýγραψε κι ο ßδιος σε γρÜμμα του στον ¼γκοστ ΝτÝρλεθ, (August Derleth) “περισσüτερο ζω παρÜ γρÜφω” και γι' αυτü μετÜ απü αυτÞ τη περßοδο δεν υπÜρχουνε και πολλÜ γρÜμματÜ του.



     ΑλλÜ δεν παρÝμεινε αδρανÞς το διÜστημα του τελευταßου τρßτου της ζωÞς του. Για ακüμα μια φορÜ το ενδιαφÝρον του ξαναγýρισε στη ποßηση και σε μια ακüμα αγÜπη του, τη τÝχνη. Τους πßνακες και τα σχÝδια του, τα χαρακτÞρισαν αρχικÜ ως αφελÞ μüνο και μüνο για το λüγο üτι Þταν αυτοδßδακτος. Ξεκßνησε να ζωγραφßζει με νερομπογιÝς το 1916. ΜÝχρι το 1920 θεωροýσε τον εαυτü του εξειδικευμÝνο στο σχÝδιο. Τα θÝματÜ του περιλÜμβαναν αφηρημÝνες φιγοýρες χωρßς κÜποιο φüντο (συνÞθως χαρακτÞρες απü τις ιστορßες του), φανταστικÝς σκηνÝς κι εξωγÞινα τοπßα με παρÜξενη αρχιτεκτονικÞ και παρÜξενα φυτÜ. Το 1935 ξεκßνησε να κÜνει γλυπτÜ κατÜ λÜθος μια μÝρα που επισκÝφτηκε το ορυχεßο χαλκοý του θεßου του, σÞκωσε μια πÝτρα στεατßτη και συνειδητοποßησε üτι Þταν αρκετÜ μαλακÞ þστε να μπορεß να τη σκαλßσει με τον σουγιÜ του. Πειραματßστηκε και με Üλλα εßδη πÝτρας üπως σαπωνüλιθο, σερπεντßνη, ψαμμßτη, λÜβα και πορφυρßτη. ΜερικÝς, αφοý τις σκÜλιζε, τις Ýβαζε στη ξυλüσομπα για να σκληρýνουν. Οι μικρÝς σε μÝγεθος γροθιÜς φιγοýρες, τα αγÜλματα κι οι προτομÝς συγκρßθηκαν με τη προ-κολομβιανÞ τÝχνη και τα φημισμÝνα κεφÜλια της νÞσου του ΠÜσχα. ¢λλες φιγοýρες βασßζονταν στη κλασσικÞ μυθολογßα και ξανÜ, στη μυθολογßα του ΛÜβκραφτ. Ο ¼γκοστ ΝτÝρλεθ Þταν Ýνας απο τους πολλοýς συλλÝκτες. ΣκÜλισε επßσης πßπες, βÜζα, κηροπÞγια κι Üλλα φυσιολογικÜ αντικεßμενα.
     Ο Σμιθ πουλοýσε συνÞθως τους πßνακες, τα σχÝδια και τα γλυπτÜ για μερικÜ μüνο δολÜρια. ¢λλα τα Ýστελνε σα δþρο στα Üτομα με τα οποßα αλληλογραφοýσε -συμπεριλαμβανομÝνου του ΛÜβκραφτ, ο οποßος εμπνεýστηκε πολý απü τα γλυπτÜ του. ¸μαθε μüνος του γαλλικÜ κι ισπανικÜ, Ýγραψε μερικÜ ποιÞματα σε αυτÝς τις γλþσσες και μετÝφρασε αρκετοýς ποιητÝς. Αν κι εßχε σχεδüν σταματÞσει να γρÜφει φαντασßα, το Ýργο του συνÝχισε να δημοσιεýεται και να τραβÜ τη προσοχÞ. Ιστορßες που Ýβγαζε απü τα συρτÜρια του συνÝχισαν να εμφανßζονται στο περιοδικü Weird Tales κι αλλοý.



     Στην εμφÜνισÞ του, χαρακτηριζüτανε ψηλüς (πÜνω απü 1,80), αδýνατος, με καστανÜ κι αργüτερα γκρßζα μαλλιÜ, μουστÜκι κι Ýνα μεγÜλο κεφÜλι στο οποßο συνÞθως φοροýσε μαýρο Þ κüκκινο μπερÝ. ΚÜπνιζε πολý (πßπα και τσιγÜρα), Ýπινε μÝτρια ως πολý (κυρßως σπιτικü κρασß) και παρÜ το πιο διÜσημο ποßημÜ του (The Hashish-Eater) δεν φαßνεται να πειραματßστηκε ποτÝ με ναρκωτικÜ. Στην ερωτικÞ του ζωÞ φαßνεται üτι περÜσανε πολλÝς γυναßκες, κυρßως το διÜστημα 1909-1930, με πολλÝς απü αυτÝς να 'ναι παντρεμÝνες. ΛÝγεται επßσης üτι Ýκανε σχÝση που κρÜτησε πολλÜ χρüνια αλλÜ Ýληξε Üδοξα το 1950. Στις 14 ΝοÝμβρη 1954, στα 61, νυμφεýτηκε τη ΚÜρολιν Ντüρμαν (Carolyn Dorman), χÞρα με 3 ανÞλικα παιδιÜ.
     ΜÝχρι κεßνη την εποχÞ, εßχε πουλÞσει σχεδüν üλη τη γη της οικογÝνειÜς του κρατþντας μüνον Ýνα μικρü κομμÜτι με το σπßτι των 4 δωματßων. ¸νας εργολÜβος ζητοýσε επßμονα και το υπüλοιπο κομμÜτι αλλÜ ο Σμιθ αρνιüτανε. Στα τÝλη του 1955, üταν Ýλειπε, το σπßτι βανδαλßστηκε, οι τεφροδüχοι των γονιþν του διαλυθÞκανε κι η στÜχτη τους σκορπßστηκε. Ο Σμιθ Þτανε συντετριμμÝνος κι Üρχισε να μεταφÝρει τα υπÜρχοντÜ του σε πιο ασφαλÝς σημεßο. ΤελικÜ το σπßτι κÜηκε ολοσχερþς το 1957, αποτÝλεσμα εμπρησμοý και μαζß του καÞκανε κι ορισμÝνα χειρüγραφα και τυπωμÝνα κεßμενα, πιθανþς üλα τα αδημοσßευτα Ýργα του. ΜετÜ απü αυτü παραδüθηκε και ποýλησε και την υπüλοιπη γη.
     ΜετÜ το γÜμο του Ýγραψε πολý λßγο και δοýλευε σαν επαγγελματßας κηπουρüς στις γýρω κατοικßες. Αν κι εßχε πÜντα προβλÞματα υγεßας κι üρασης, αυτÜ Üρχισαν να αυξÜνονται στη 10ετßα του 1950. Το 1953 Ýπαθε Ýμφραγμα. Το 1961 υπÝφερε απü μια σειρÜ εγκεφαλικþν τα οποßα επιβρÜδυναν την ομιλßα του. Ο Κλαρκ ¢στον Σμιθ πÝθανε στον ýπνο του στις 14 Αυγοýστου 1961. ΜερικÜ χρüνια αργüτερα οι στÜχτες του μεταφÝρθηκαν στο ¼μπουρν και θÜφτηκαν δßπλα σε Ýνα βρÜχο κÜτω απü τις μπλε βελανιδιÝς κοντÜ στο σημεßο που βρισκüταν το οικογενειακü σπßτι τους. Ακüμα αργüτερα, ο δρüμος που Þταν κοντýτερα στο σπßτι μετονομÜστηκε σε Οδüς ΠοιητÞ Σμιθ (Poet Smith Drive). Ο βρÜχος πρüσφατα μεταφÝρθηκε στο πÜρκο της 100ετßας στο ¼μπουρν üπου μια πλÜκα αναφÝρεται στη ζωÞ του. Η φÞμη σαν Ýνας σημαντικüς συγγραφÝας φαντασßας τον τελευταßο αιþνα, 2ος μετÜ τον ΛÜβκραφτ, Ýχει τραβÞξει μεγÜλο ενδιαφÝρον αναγνωστþν, μελετητþν και συλλεκτþν σε üλους τους τομεßς, και τα Ýργα του συνεχßζουν και εκτυπþνονται ακüμα και σÞμερα σε μεγÜλες ποσüτητες. Πρüσφατα μÜλιστα εκδüθηκε το σýνολο του ποιητικοý του Ýργου σε 3 τüμους.

   "Φεýγω, αλλÜ σ' αυτü τον ετοιμüρροπο πýργο χτισμÝνο πÜνω στις εσχατιÝς του κüσμου θα κατοικοýνε τα βιβλßα και τα φßλτρα μου”.
      (Donald Sidney Fryer 
ΕμπνευσμÝνο απü ποßημα του Σμιθ).

-----------------------------------

   Σημ Π. Χ.: ¼,τι δεßτε γραπτü δικü του οπουδÞποτε στο ΣτÝκι, Ýχει μεταφραστεß υπü ΓιÜννη ΚαραγιαννÜκη, εξüν üσων αναφÝρουνε ρητÜ, κÜτι διαφορετικü.

     Στο ΣτÝκι υπÜρχει Σμιθ, στο Φανταστικü:
 
      Ιστορßες


     Επßσης στη ΠινακοθÞκη, υπÜρχει με  πßνακες  του!

     ΥπÜρχει πανÝμορφη πλοýσια σελßδα του -στα αγγλικÜ- στο Διαδßκτυο:

                   
Clark Aston Smith

==================================

        Τα ΔÜση Του Λυκüφωτος

  (μτφρ.: ΠÜτροκλος) (The Twilight Woods)

Καθþς το σοýρουπο ματþνει λαμπρÞ μÝρα,
με πλοýσιο φλογοκüκκινο και φωτερü αßμα
και βÜφει πορφυροýς τους ουρανοýς,
Πνεýματα ψιθυρßζοντας οδηγÜν τα πüδια πÝρα
σ' ανÝμους που λυσσομανüýν αυτÞ τη γκρßζαν þρα
και ξÝρουν τüσα μυστικÜ
και που βαλανιδιÝς, πεýκα απαντοýνε τþρα,
επÜνω στο κεφÜλι μου και τα κλαδιÜ σε πλÝγμα
μπλÝκουν να κρýψουνε τον Þλιο μακρυÜ.

Περνþ απ' τις αψßδες τους αργÜ, συλλογισμÝνα,.
Εßναι μαγεßα το λυκüφως που αρχßζει
και σκουραßνει,
που üλα πια αλλüκοτα φαντÜζουνε στις σκιÝς:
ΘÜμνοι και δÝντρα παßρνουνε φανταστικÝς μορφÝς
και κρýβονται στο δÜσος που απÝραντα βαθαßνει,
απαρατÞρητες, ωστüσο αισθητÝς ως την αυγÞ,
γιατß üταν γυρßζω να τις δω τρÝπονται σε φυγÞ
στα σκοτεινÜ του ζüφου βýθη τ' αγιασμÝνα.

         Η Οδýνη των Ονεßρων

(μτφρ.: ΠÜτροκλος) (Dolor of Dreams)

Της θλßψης μια σκιÜ το φως στοιχειþνει
κι η αßσθηση της 'νειρευτÞς λησμονημÝνης φαντασßας,
φÜντασμα μιας μνÞμης που ακüμα επιβιþνει
σαν η αυγÞ, του χτες τα φÜσματα, σκοτþνει.

Ως η γαλÜζια απüχρωση της μÝρας στη σελÞνη,
πιο καθαρÜ διακρßνουμε στο μÝρος το σκιασμÝνο,
κÜποιο νεκρü, του τραγικοý ονεßρου μας, χαμÝνο,
ως τ' αμυδρü μεσημεριοý το μÝρος, φωτισμÝνο.

¿σπου, μισüς üντας, εγþ να στÝκω στη κορφÞ,
ενüς λοφßσκου, με ομßχλη τυλιγμÝνης
κι ακουþ, απü μακρυÜ και δυνατÜ για μια στιγμÞ,
τις θλιβερÝς καμπÜνες να ηχοýν της γης της τυφλωμÝνης.

         ΜαδριγÜλι

(μτφρ.: ΠÜτροκλος) (Madrigal)

¸χεις τα μÜτια σου χαμηλωμÝνα,
εßναι πανÝμορφα κι η αγÜπη πως ν' αντÝξει:
μακÜρι γρÞγορα να τα φιλοýσα,
πριν κλεßσουνε σαν Üνθη κουρασμÝνα
απü τον Üνεμο του δειλινοý.

Το Üγιο του στÞθους σου λευκü,
μια απαλÞ καμπýλη τυλιγμÝνη,
γεμÜτη üμως με πüνο οδυνηρü:
Εκεß τα χεßλη μου ξανακλειστÞκαν
με μιαν απüλαυση αποδειγμÝνη,
ευκολßα απ' του παρüντος το φαρμÜκι δανεισμÝνη.

        Προειδοποßηση  

 
(μτφρ.: ΠÜτροκλος) (Warning)

¸χεις ακοýσει απ' τον βÜλτο τις φωνÝς
να ψÜλλουνε θανατηφüρους ροýνους απαλÜ,
που πιÜσαν στο πεσμÝνο το φεγγÜρι καλαμιÝς;
Τραγοýδια που 'ναι απ' το κþνειο πιο γλυκÜ,
Þ το ανακατεμÝνο με καννÜβι, μÝλι,
να σýρουνε τ' ανθρþπινα του üνειρου τα μÝλη,
με τρüπους που δε σýρθηκαν ξανÜ.

ΚÜτω απü το, σαν ραμμÝνο, το γρασßδι,
οι σýρτες εßναι πιο βαθειÝς και μαλακÝς
κι απü κρεββÜτι που πλαγιÜζουν εραστÝς
κι εßναι χαρÜ σ' üσους περιπλανþνται κει
μ' üπλα που λÜμπουνε γυμνÜ και ασαφÞ,
και γνÝφουν στον μοναχικü τον βÜλτο
σ' üσα συχνÜζουνε νεκρÜ και περπατοýν εκεß.

Πρüσεξε! Οι φωνÝς αυτÝς εßν' απαλÝς
πλÝουν και πÝφτουν, ßσα που ακοýς,
τυχαßα βρßσκονται εκεß σ' εσÝ γλυκÝς,
üπως οι ροýνοι και οι ψßθυροι, σε μÝρες
που η αγÜπη μüνη της δεν ζοýσε 'δω:
Πρüσεξε! Γιατß αυτü που λÝνε οι φωνÝς
εßναι: πως Þρεμα νερÜ σου ρÜβουν νυφικü.

      Οι ΧαμÝνες Αγροικßες

 (μτφρ.: ΠÜτροκλος) (Las Alquerjas Perdidas)

Λατρεýω τα περβüλια, τους αγροýς,

τους κÞπους με τα στολιστÜ τους Üνθη,
που μπÞκε ζοýγκλα και τα πÞρε πßσω
και τα βοτÜνια Ýχουν ξαναφτιÜξει,
σκÜζοντας τα μικρÜ, πιστÜ τους Üνθη,
γεμÜτα ευωδιÝς και μÝλι.

Μου αρÝσουν βαρυφορτωμÝνες
σπÜταλες, αχαλßνωτες μηλιÝς,
τα δÝντρα που ψυχορραγοýνε
καθþς τα πνßγουνε λειχÞνες.
Μου αρÝσει αμπÝλι στα οπωροφüρα,
τα γκι στις αχλαδιÝς.

Βρßσκω στο δÜσο το πυκνü,
σε σωρü πÝτρες μιας σβηστÞς φωιτÜς,
κει να φυτρþνει το χαμÝνο τριαντÜφυλλο
και να τραβÜει στο τοπßο το θολü,
ζωÞ γεμÜτα, ταξιδιÜρικα κολßμπρι.

Πßσω απü τα βοýρλα ξÝρω,
Ýνα παλιü υπüστεγο
με κüκκινα, παλιÜ ντουβÜρια
και σκουριασμÝνες σιδεριÝς,
σπßτι απü μοýχλα και ποντßκια
κι εργαστÞρι ιστþν των αραχνþν.

¸χω δει σ' Ýνα μικρü νησÜκι βÜτα,
δßχως στρατß, σα μßα τιμωρßα,
γÝρικη κυδωνιÜ να ρßχνει üλους
τους χειμωνιÜτικους καρποýς της
για να βαλτþσει τα νερÜ.

¸χω ιδεß σουροýπωμα,
σε ξÝφωτο στο ýπαιθρο,
Üνθη λευκÜ δαμÜσκηνου σε κýκλο,
σαν Ýνα φÜντασμα χλωμü,
να ψÜλλουνε τραγοýδι μαγικü,

üταν πετÜν οι νυχτερßδες,
τις πρþτες þρες της νυχτιÜς,
μυρßζω απü προηγοýμενη ζωÞ,
πÝταλα ανθþν να κρÝμονται
σε μυστικιστικÜ κλαδιÜ...

            OρντÝβρ

 (μτφρ.: ΠÜτροκλος) (Antepast)

Tο να σκεφτþ το θÜνατο, για μÝνα,

εßναι σαν üασης μια σκοτεινÞ πηγÞ.
¹συχη, δροσερÞ, λαμπρÞ. κρυφÞ
-κρυμμÝνη ευτυχþς,, στα αποκοιμισμÝνα
δÝντρα της φοινικιÜς, τα ασημÝνια
τα δειλινÜ, στης Ýρημος τα χεßλη.

¹ εßναι σα μια πολυθρüνα πÝτρινη
που πÜνω της, στο σεληνüφωτο,
σε κÜμαρα μαρμÜρινη, ο βασιλιÜς
πυρÝσσων αναπαýεται, μονÜχος.
¸τσι, με την ελπßδα του ýπνου,
η αναφαßρετη η σιγουριÜ: ο τÜφος.

    ΣτÜχτες Του Δειλινοý

 (μτφρ.: ΠÜτροκλος) (Ashes Οf Sunset)

Ποιüς πλÞρωσε τÜχα για νÜ 'βρει
το δειλινü, που πÝταξε μακρυÜ;
ΘÜ 'χει τα πÝπλα του λυκüφωτος κοντÜ
κι üλη τη στÜχτη τ' ουρανοý στην Üκρη.

Σε μÝρη που ποτÝ του δε θα μÜθει,
ρÜθυμα κρýβεται το μεγαλεßο 'κεß,
σα φÜρος σε μοναχικÞ ακτÞ,
με μÜβινους αφροýς, πÜντα κρυμμÝνο,

οποý τα üνειρα εξÜπτουνε μÜτι κλεισμÝνο...

     ΦθινοπωρινÞ ΑγÜπη

 (μτφρ.: ΠÜτροκλος) (Amor Autumnalis)

Η αγÜπη μου εßναι η φλüγα
ενüς Üφθαρτου φθινοπþρου
Εßναι η αναλαμπÞ των φýλλων
που δε ξεραθÞκανε
Σε μιαν Ýκσταση
αλκυονικοý χþρου και φωτüς
Εßναι το αιþνιο ψÞλωμα
ανθþν χωρßς φροντßδα
κι Üνεμοι που μεταφÝρουν πÜνω τους
τα βÜλσαμα καλοκαιριοý
σε κοιλÜδα μοναχικÞ και ξεχασμÝνη
üπου θα 'ρθετε να περιπλανηθεßτε Þσυχα.
ΞεχÜστε κÞπους χωρßς ρüδα
Σε μια Þσυχη κοιλÜδα
¼που το αμπÝλι με χρþμα του αßματος
θα σας οδηγÞσει,
¼που ξýλα χρυσÜ και λüφοι
θα σας κλεßσουν μÝσα τους
Και θα προβÜλλετε σε μπροýντζινες
διÜφανες καθÜριες λßμνες
απü μαýρο οπÜλι
Στη θÝα των πεýκων που ανηφορÜνε,
και κεχριμπÜρινες φλεγüμενες ιτιÝς
κüντρα στ' ονειρικü μαβß
βουνþν π' αιþνια πÜλλονται
μες στα ξεφτßδια τ' ουρανοý.

            Απολογßα

 (μτφρ.: ΠÜτροκλος)   (Apologia)

Δεν Ýχω παßξει γι' ευγενÝστερην αγÜπη
απü 'σÝ, με το λαγοýτο απü νεφρßτη.
Οýτε σε κεßνο το υπÝροχο φαγκüττο,
το φτιαγμÝνο απü κÝρατα Κενταýρου
και καλοκουρδισμÝνα τα κομμÜτια του
με διÜφανα του φεγγαριοý πετρÜδια.

Αυτü που λευτερþσανε τα παιδικÜ μου χÝρια,
Ýπεσε σ' Ýνα ιερü κι Üγιο μÝρος
και πÜ' στη πιο μελωδικÞ του νüτα,
βγÞκ' απ' το δÝντρο μια καφετιÜ δρυÜδα
και τσοýρμο Þρθαν τα χλωμÜ βαμπßρ με χÝρια,
γλυκýτερα απ' τους λωτοýς τους πατημÝνους.

Δεν Ýχω κÜνει τÝτοιες μελωδßες,
αυτÝς που λÝνε ξüρκια μαγικÜ,
αλλÜ θα πλÝξω κÜποια φθινοπþρου μÝρα,
τραγοýδι, να 'χει τη δικÞ σου ομορφιÜ,
φτιαγμÝνο μ' üχι μυστικοýς σχεδιασμοýς
κι απογοÞτευσης παθιÜρικες χορδÝς.

Να πω, μ' üχι συνηθισμÝνα λüγια
για δυο πουλιÜ του φθινοπþρου
που 'χαν οδηγηθεß σε ξεχασμÝνους ουρανοýς
κι εßχανε δρÝψει σπÜνιους αστÝρες
π' απ' το γρασßδι πρüβαλλαν, σαν τα μαλλιÜ σου,
να κλÝψουνε το μπλε, απ τα δυο μÜτια σου.

ZουλÝικα: ¸να Τραγοýδι Ανατολßτικο

 (μτφρ.: ΠÜτροκλος)
 (Zuleika: An Oriental Song)

Στις ýστατες του Þλιου ακτßνες
λαμποκοπÜν τεßχη και μιναρÝς.
Βυθßζονται, αργÜ-αργÜ κι εκεßνες,
σκορπßζοντας παντοýθε τις σκιÝς.

Και μες απ' τα λαμπρÜ του δαχτυλßδια,
στριγκÜ ο μουεζßνης καλεß προσκυνητÝς.
Χαμογελþ καθþς δε σκÝφτομαι τα ßδια,
μα Üλλα πρÜγματα και τ' ουρανοý ειρκτÝς.

Κι üπως η σκÝψη χÜνεται σιγÜ-σιγÜ
γλυκÜ-γλυκÜ λοξοδρομÜ σε σÝνα.
¼σο το σþμα κλßνει στον ΑλλÜχ αργÜ,
η καρδιÜ γονυπετεß κρυφÜ σε σÝνα.

Αßθουσα εßν' ο νους μου, στοιχειωμÝνη
με την εικüνα της μορφÞς σου.
Μια κρýπτη εßναι, ιερÞ και μαγεμÝνη
απü τη χÜρη την αργÜ αισθησιακÞ σου.

ΑλλÜ το καλοδÝχομαι που με στοιχειþνει
το πνεýμα της μορφÞς σου ω! γλυκειÜ μου.
ΑγαπητÞ εßναι αυτÞ που με λιγþνει,
αυτÜ τα μÜτια τηνε κÜνανε δικιÜ μου!

Που 'ναι χειμÜρροι που να σβÞσουν τη φωτιÜ
και την αγÜπη μου για σÝνα;
Για' δεν υπÜρχει πα' στη γη ισχýς με βιÜ,
που να χωρßσει εσÝνανε και μÝνα.

     Η Γη Των Διαβολικþν ¢στρων

  (μτφρ.: ΠÜτροκλος) (The Land Of Evil Stars)

Mες σε γαλÜζιες, πρÜσινες ημÝρες και χρυσÝς
η δοξασμÝνη γη γαλÞνια θ' ανθßσει,
του πρωινοý οι ασπßδες φλογερÝς,
κι εκστατικÜ, Üνθη λευκÜ, αρκοýν για να φωτßσει,
με το βλÝμμα τους λαμπρü και ξαφνιασμÝνο,
να εναλλÜσσουνε την Ýκσταση με ζüφο,
ανÜμεσα στο σμαραγδÝνιο Þλιο τον πεσμÝνο
και στον αγÝννητον αυτü το γαλανü.

¼μως στους Þλιους üλους, νýχτα φθÜνει πια
και τüτε τß πανÝμορφη η θλßψη τους,
καθþς Ýνα καινοýριο αýριο ξεκινÜ
απü εδÜφη ερημωμÝνα μακρυνÜ,
που ξεχαστÞκαν τα υπÝροχα Üνθη τους
κι η καθαρüτητα της κÜθε λßμνης η αγνÞ,
που δυστυχþς θυμüμαστε σα φεýγουμ' απü 'κει.

Στη στοιχειωμÝνη απü τ' Üστρα τη νυχτιÜ
η γη Üλλα βρßσκει φþτα διαφορετικÜ,
üλες σατανικÝς ακτßνες και μικρÝς,
απü τις σφαßρες που αστρÜφτουν μαγικÝς,
απü χαιρÝκακο, διαβολικü και μßσος δυνατü.
¼ποιος μÝνει εκεß και νιþθει την υπεροχÞ,
θα δει ως να κρυφτοýν οι Þλιοι σ' ουρανü,
με τη τριπλÞ τους λÜμψη, δοξασμÝνα,
τ' αχνÜ ανθÜκια θÜ 'ναι τσαλαπατημÝνα.

Αχ! üχι πια τη ψýχρα Þ το κρýο των καιρþν,
τ' αστÝρια αυτþν των μακρυσμÝνων των ωρþν.
Η γλýκα κι η χλωμÜδα των ανθþν,
Þδη Ýχει μολυνθεß και τσαλαπατηθεß
απ' το φαρμÜκι του φωτüς αυτþν,
που συσκευÜσθηκε ξερÜ μ' αρÝς και προσοχÞ:
¼λος ο μüχθος του ηλιακοý φωτüς,
πÜει χαμÝνος στ' Üγρια μÜτια τους,
στα μεθυσμÝνα απ' το ζüφο μÜτια τους,
που σταματÜν του χρüνου τη ροÞ στο διÜβα τους
φλεγüμενα σα κÜρβουνα στη δρüσο της νυχτüς.

                 ΛÜμια

        (μτφρ.:ΠÜτροκλος) (Lamia)

¹ρθεν η ΛÜμια απ' την Ýρημο μακρυÜ,
φßδι υπÝροχο που Ýχει γυναικüς κορμß,
με βρÞκε 'κει, με τ' üνομÜ μου χαιρετÜ,
κι ας εßχε δþσει σε πολλοýς καιροýς φιλß.

Και üταν μου τραγοýδησε, μου φÜνηκε στ' αυτß,
πως Üκουσα παλιü ΑβατÜρ με της ΑγÜπης τη φωνÞ.
ΘανÜσιμο το κÜλλος της, μπερδεýτηκε στο αßμα μου
σαν ξüρκι, γÝμισε με φως καρδιÜ και φλÝβα μου.

Απτüητος την Ýκανα γυναßκα μου με βιÜ,
μαζß με του χλωμοý κορμιοý της τη σκιÜ,
μ' üλες της τις ανατριχßλες, στη φωλιÜ
και τους νεκροýς που 'ταν μαζß μας τη νυχτιÜ.

ΨυχρÞ η σÜρκα της απü του βÜλτου ερπετÜ.
Στα στÞθια της ξÝχασα üμως την αρχαßα συμφορÜ
και λησμονþντας ζωντανοýς, βρßσκω χαρÜ.

Αχ! εßμαι τþρα χßλια χρüνια πια νεκρüς,
απ' üταν Ýκανα την üμορφη τη ΛÜμια νýφη μου.
Δεν θα το μÜθουνε ποτÝ αυτοß που συναντþ...

Πως εßμαι τþρα χßλια χρüνια πια νεκρüς!

                ¸κσταση

 (μτφρ.: ΠÜτροκλος)
  (Ecstasy)

Απ' τ' απαλÜ σου τα τσουλοýφια τυφλωμÝνος
γυρνþ απ' του Μισüφωτου τη χþρα, σα χαμÝνος,
του ¸ρωτα την ιστορßα με τα χεßλη μου να πω
τη δßχως λÝξεις, πÜ' στων δικþν σου τον ανθü.

¢γνωστα αστÝρια μακρινÜ, πÝρα στη σκιερÞ
νοτιÜ, μüνα κι αüρατα, σε ÝρημιÜ ξερÞ
με χρüνια δßψα, μ' Ýνα βαθý γλυκü φιλß
θα ξεδιψÜσουν απ' το στüμα σου πολý.

Τα χÝρια μας πονÜν σφιχτοδεμÝνα
ανοιγοκλεßνοντας εκστατικÜ και μεγαλþνει
το πÜθος, μες στις μυστικÝς φλÝβες απλþνει,
üπως αν καις το κεχριμπÜρι, λÜμπει φωτισμÝνα.

ΑυτÞ η αγÜπη που 'χουμε γλυκειÜ 'ναι και κρατÜ
καλλßτερα απü σανταλüξυλο Þ χρυσü, μετÜ
τις Üγονες πικρÝς αγÜπες τις τρελλÝς
τις περασμÝνες θλιβερÝς μας τις παλιÝς.

ΑυτÞ η αγÜπη εßν' η καλÞ κι η τυχερÞ
πßσω απ' το πÝπλο των μαλλιþν των απαλþν.
¸χει επÜνω μας γλυκÜ προσκολληθεß
πÜνω στο στÝρνο μας ζεστÜ κι εßναι γυμνÞ.

         Το Ζοφερü ΣκοτÜδι

(μτφρ.: ΠÜτροκλος) (The Eldritch Dark)

Τþρα που του Μισüφωτος τ' αμφßβολο σκοτÜδι,
σφραγßζει με τη σιγουριÜ της Νýχτας,
Ýνας αγÝρας στρüβιλος παρÜξενα θρηνεß
και τις σκιÝς τις ζοφερÝς που Ýρπουνε,
τα δÝντρα τις μιμοýνται με κραυγÝς που ικετεýουνε,
εßτε αχνÝς Þ δυνατÝς, μ' Ýκσταση χαλαρÞ,
τον ουρανü, üπου μορφÝς της πÜχνης φεýγουνε
απ' το μουντü φεγγÜρι
και πÜνω σ' üλα πÝφτουνε.

Διπλüπεπλα σκεπÜζοντας -σιγÞ και νÝφη- πλÝρια,
μ' üλη τη κßνησÞ τους των πραγμÜτων τον αχü,
λευκÞ κÜνουν τη νýχτα ως τη διαλυμÝνη δýση
και βγαßνει η ματωμÝνη η λεπßδα της σελÞνης
σκοτßζοντας τη νýχτα πÜλι.
Οι σκιÝς αναπαυμÝνες
σωρεýονται ξανÜ σε μια μεγÜλη...

       Η Αρχαßα ΑναζÞτηση

(μτφρ.: ΠÜτροκλος) (The Ancient Quest)

Ω, γιγÜντια Üστρα γεννημÝνα απ' το αιþνιο φως.

Ω, φτερωτÝς φωτιÝς που σπÝρνουνε κενü
σα ζοφεροß προφÞτες απü Üγνωστü Θεü,
μιλÜτε με τον νüμο του φωτüς!

Δεν εßχαμε παρÜ να δοýμε και να νιþσουμε,

τις Üμετρες τις φλüγες σα μια γλþσσα απλÞ,
που θα μας πει για üσα μÜταια ιδρþσαμε.
Στο τÝλος φτÜνει, η αναζÞτηση αυτÞ.

Ω, νÝοι κüσμοι, που πετÜν ακοýραστα δεμÝνοι,

και σκαρφαλþνουν διακαþς σ' Üπλετο κι Üκορφο βυθü!
Ω, σεις πλανÞτες σκοτεινοß π' Ýρπετε ζαρωμÝνοι
μες σε τροχιÝς που πνßγηκαν στη νýχτα μας, εδþ!

¼μοια διστÜζετε, μπρος στην αθÜνατην ΑλÞθεια,

με θλßψην Üπειρη, που δεν θα τηνε βρεßτε.
¼μοια φλεγομÝνοι Þλιοι, μα τυφλοß χωρßς βοÞθεια
κι απü το φως της δεν θα λαμπρυνθεßτε.

Για τη ΖωÞ αυτþν που με φιλüδοξα μÜτια Θεοý

θα δοýνε τ' αστροδηλωμÝνο της αλÞθειας μεγαλεßο,
πρÝπει, μ' αδιÜβλητη ματιÜ να δοýνε το θηρßο,
τερÜστιο σαν ¢πειρο, το τÝρας του Καιροý.

      Πριν Την ΑυγÞ

(μτφρ.: ΠÜτροκλος)  (Before Dawn)

¢δεια η νýχτα και αργεß.
Ο ýπνος δε τη παßρνει,
μüνη καρδιÜ, που δε θα κοιμηθεß,
στα χεßλη της Üθλιο τραγοýδι σÝρνει.

ΒαθειÜ η νýχτα και αργÞ.
Του κüλπου ποιÝς φιγοýρες
τρελλÝς, θολÝς, χωρßς μορφÞ
τυφλÝς, θλιμμÝνες μÜσκες σκοýρες.

¾στερη αχτßδα φεγγαριοý
τρυπþνει στο φεγγßτη,
απ' üνειρα του στεναγμοý
πριν απ' τη μÝρα 'κρýφτει.

Πριν με διακüψει η αυγÞ,
πριν το μυαλü ηρεμÞσει,
στον κüρφο σου να κοιμηθεß
κι ας μη ξυπνÞσει.

            ΠλÜι Στο ΠοτÜμι

(μτφρ.: ΠÜτροκλος)  (By The River)

Νüμισα θα 'χαν φýγει οι χρυσÝς νερÜιδες

και στÜθηκα πλÜι στο ποτÜμι να ρεμβÜσω,
μαζß μ' αυτÝς και με το φαýνο αντÜμα
κι Üτσαλος Ýσπασα τα μπροýτζινα καλÜμια
που κÜποτ' Ýπαιζεν ο ΠÜνας μες στο δÜσο.

ΤαρÜχτη το ποτÜμι απ' τη θυμωμÝνη ιτιÜ
κι εßδα κυματισμοýς οργÞς να το χοχλÜζουν,
üπως τα γÝλια τ' Ýρωτα εν' üνειρο ταρÜζουν
κι εßδα ασημÝνιους σπüρους γαúδουρÜγκαθου
να γοργοπλÝουν στα νερÜ, δßχως αγÝρας να φυσÜ.

Νüμισα θα 'χαν φýγει οι χρυσÝς νερÜιδες
και τüτε σ' εßδα ν' ανυψþνεσαι απ' το κýμα,
γυμνÞ, -σα νýμφη που απü φαýνο ξÝφυγε-
μ' αφροý κοσμÞματα λευκÜ τα μÝλη στολισμÝνα
κι ßδια ΕλλÜς, στα μÜτια τα γαληνεμÝνα.

  Δως Μου Τα Χεßλη Σου

 (μτφρ.: ΠÜτροκλος) (Give Me Your Lips)

Δþς μου τα χεßλη σου:
σαν Üλικο καρπü του Παραδεßσου
που ξÜνοιξε πριν φρÜξουνε τις Πýλες
και καßνε τη ματιÜ μου,
Þ σαν τα πορφυρÜ εκεßνα Üνθη
που στÜζουνε διακριτικü, γλυκý φαρμÜκι,
Þ σα στολßδια κüκκινα, σκληρÜ και κρýα,
που τρυγημÝνα στη λαχτÜρα μου,
θα λυþσουν με φωτιÜ και με κρασß,
κρασß κρασιþν, οποý μετρÜ το γÞινο χρüνο,
φωτιÜ απ' τις φωτιÝς πιο δυνατÞ,
σε ουρανü με Üστρα υπÝρλαμπρα γεμÜτο.

Δως μου τα χεßλη σου:
σαν Üγγιξες τα χεßλη μου με το χρυσü σου στüμα
χωρßς προσχÝδιο και οýτε γιατρικü,
οýτε κερÞθρα που γλυκý το μÝλι στÜζει,
οýτ' Ýλος βουλιαγμÝνο κÜτω απ' τον Ýρημο ουρανü,
οýτε το πρÜσινο, πικρü κρασß των θαλασσþν,
οýτε σταλßτσες Παραδεßσου Þ ΛÞθης,
οýτ' üλ' αυτÜ, μα οýτε και το Ýνα,
θα πÜρουν απü πÜνω μου τις φλüγες, το κρασß,
π' αφÞσανε τα χεßλη σου απÜνω στα δικÜ μου.

            ¾στερα

(μτφρ: ΠÜτροκλος) (Afterwards)

Επικρατεß στο κüσμο μια σιγÞ

απ' üταν εßπαμε το "Ýχε γειÜ" μαζß
κι η ομορφιÜ σ' Üγνωστη γλþσσα μας μιλεß
μιαν Üγνωστη ιστορßα να μας πει.

Επικρατεß στον κüσμο μια σιγÞ

που πια δεν εßναι ησυχιÜ σεμνÞ:
ΚÜθε που πÜω μακρυÜ να ξεμυτßσω
σε ρüτες ταραγμÝνες θα βαδßσω.

Μα σαν ακοýω μουσικÞ οιμωγÞ

σε αßθουσες γιομÜτες γÝλια 'κει,
Ýνας μονÜχα δαßμων μ' οδηγεß
κι ýστερα πÜλι Ýρχετ' η σιγÞ.

                  Τýχη

       (μτφρ.: ΠÜτροκλος) (Chance)

Υποκλιθεßτε μπρος στο δαßμονα του κüσμου,
στο μισοπßθηκο, μισοχαζü, τερÜστιο θεü
με χÝρια αδÝξια, μα πανßσχυρα, μορφÞ να δþσουν
στο στÞθος μιας πüρνης Þ να στÞσουνε βωμü.

Απ' το χαμÝνο Þλιο σε μια μαýρη κüλαση πια πÝφτουν,
Þ στροβιλßζονται στον ουρανü τους χωρατεýοντας,
üλοι οι υπüλοιποι θεοß, ποτÝ δεν του ξεφεýγουν,
η θÝλησÞ του κÜποτε τους γÝννησε χορεýοντας.

ΠολÝμοι που γενÞκανε με λÜβαρα σκισμÝνα,
σαν αειπεριπλανþμενες φωτιÝς λαμποκοπþντας,
απü βασßλειο σε βασßλειο Þ το ζευγÜρωμα
των ποντικþν Þ των τερÜτων παßγνιο,
üλα πÜντα συμβαßνουνε στην επικρÜτειÜ του.

ΠλÜσματα, γεννÞματα του σκüτους, ταραγμÝνα,
περνþντας απü κει γεννÜν αστÝρια, σταýλους,
σÜρκα λεπροý, την Üσπρη σÜρκα της αγÜπης σου.

                      ¸ρωτας

(μτφρ.: ΠÜτροκλος) (Amor)

Να της Εστßας η φωτιÜ στο προσεγμÝνο τζÜκι.
Φλüγα που στÞριζε τη Τροßα τη καστρüχτιστη.
ΣελÞνης λÜμψη ερωτικÞ στον Ενδυμßωνα*.
Το ξυπνημÝνο ολüγιομο üνειρο του ΜελκÜρθ**.

Να και το πÝτρινο αστÝρι που επιστρÝφει,
πιστü σε αρχαßες πλοηγÞσεις*** της νυχτιÜς.
Δαυλüς των Κορυβαντικþν**** των Μυστηρßων
στη σφραγισμÝνη λυκηθο σπßθα π' ακüμα καßει...

Να η Λυχνßα, που αρχαßα χÝρια την ανÜψανε
βαθιÜ, σε σφραγισμÝνες κρýπτες αßματος κι οστþν...
Για μας τους δυο μια μÜγισσας φωτιÜ που τρßζει.

Σα φτερουγßσουνε τα μυστικÜ και σκüτεινα φτερÜ,
αυτÞ θα κατακÜψει και Βαλποýργια***** και ΣελÞνη
και θα υψωθεß ακατÜσβεστη σα ρüδον Üφθαρτο
στο νεφελþδη ουρανü κÜποιου μεσημεριοý.
_____________________________________

            * Στο πρωτüτυπο λÝει ΛÜτμιαν, που εßναι το üρος που μυθολογικÜ γεννÞθηκε ο Ενδυμßων, και τη ΣελÞνη με κεφαλαßο, πρüκειται περß αναφορÜς στο μýθο του Ýρωτα μεταξý τους.
         ** Ο ΜÝλκαρθ εßναι φοινικικÞ θεüτητα και τ' üνομÜ του σημαßνει "ο Üρχων της πüλης". ¹ταν η κýρια θεüτητα της Τýρου και των δýο αποικιþν της, της Καρχηδüνας και του ΚÜντιθ (Cádiz, Ισπανßα). Ο Ηρüδοτος, θεωρεß κι αποδßδει τον ναü του ΜÝλκαρθ στον ΗρακλÞ. ¹τανε θεüτητα που τον εορτÜζαν εκεß κÜθ' Ýτος σαν αρχÞ του χειμþνα και πιστεýεται üτι Þτανε πρüτυπο για το κτßσιμο του ναοý του Σολομþντα στην ΙερουσαλÞμ.
     *** Στο ποßημα χρησιμοποιεß την ελληνικÞς ρßζας λÝξη "Ephmerides" και σημαßνει αστρολογικÜ εν προκειμÝνω, τις αρχαßες μεθüδους εýρεσης θÝσης και γεωγραφικοý στßγματος αλλÜ τη νýχτα με τα Üστρα, εκτüς επßσης κι Üλλων γνωστþν επεξηγÞσεων.
   **** Κορýβαντες εßναι μυθολογικÜ üντα που θεωροýνταν σαν οι "πρþτοι Üνθρωποι πÜνω στη γη". ΑναφÝρονται επßσης και σαν Ιδαßοι ΔÜκτυλοι αλλÜ δεν εßναι ακριβÝς αυτü, καθþς οι τελευταßοι Þτανε μυθικÜ πλÜσματα που γεννηθÞκανε στη ΚρÞτη στο üρος ºδη. Ο αριθμüς τους δε απü εκδοχÞ σε εκδοχÞ ποικßλλει απü 3-5 Þ 15 Ýως κι 100. ΛÝγεται πως αυτοß φÝρανε στη γη τη χρÞση της φωτιÜς και του σιδÞρου. Εν τω μεταξý, ο Λýχνος-Λυχνßα που αναφÝρεται πιο κÜτω, πρÝπει να εννοεßται το Ερωτικü ιεροτελεστικο λυχνÜρι που ανÜβαν οι εταßρες Þ γενικÜ οι ιÝρειες της Αφροδßτης þστε να φÝγγει üσο διαρκÝσει η συνουσßα.
***** Η Βαλποýργη (Walpurga) γεννÞθηκε τον 8ο αι. στο ΝτÝβον της Αγγλßας απü οικογÝνεια τοπικοý ηγεμüνα. Ο Üγιος ΒονιφÜτιος -ο ¢γγλος που προσηλýτισε στο χριστιανισμü τους ΦρÜγκους κι εßναι ο προστÜτης Üγιος της Γερμανßας- Þταν θεßος της -αδελφüς της μητÝρας της. Η Βαλποýργη κι οι δýο αδελφοß της πÞγανε στη Γερμανßα να βοηθÞσουνε τον ΒονιφÜτιο στον εκχριστιανισμü των γερμανικþν φýλων. Για το Ýργο της και την αρετÞ της ανακηρýχτηκε αγßα κι η μνÞμη της γιορτÜζεται απü τους Ρωμαιοκαθολικοýς 1η ΜÜη. Η γιορτÞ της Βαλποýργης μπλÝχτηκε με τα τοπικÜ εορταστικÜ Ýθιμα της παραμονÞς της πρωτομαγιÜς κι Ýτσι η γερμανικÞ Walpurgisnacht (αγγλικÜ Walpurgis Night), η βαλποýργεια Þ βαλποýργια νýχτα üπως Ýγινε στα ελληνικÜ, περιγρÜφει ειδικüτερα τις τελετÝς μαγισσþν που μαζεýονται σε βουνü μαζß με τους δαßμονες να γιορτÜσουνε την Üνοιξη, που στο βορρÜ Ýρχεται με κÜποια καθυστÝρηση. ΤÝτοια νýχτα περιγρÜφει κι ο Γκαßτε στο ΦÜουστ σκηνÞ που αξιοποιεß βÝβαια ο Γκουνü στην ομþνυμη üπερα. Γενικüτερα οι βαλποýργιες νýχτες περιγρÜφουν οργιαστικÝς τελετÝς και νýχτες οργßων.
____________________________

H Oυσßα Των ΠραγμÜτων

   (μτφρ: ΠÜτροκλος) (Quiddity)

¼ταν θÜφτηκε στο χþμα η αμβροσßα,
που 'τανε ολüδικιÜ μας,
απü την απÜθειÜ μας,
πÞρε σÜρκα τüτε με δικÞ μας απουσßα,
τ' ¢ψυχου η βασιλεßα.

To Ροσüλι Του Παρελθüντος

      (μτφρ: ΠÜτροκλος) (Attar Οf The Past)

Καθþς τα ρüδα
δεν αναπτýσσονται πια σε κÞπο,
επιλÝγουν να δημιουργοýνε,
την ουσßα τους σε φιαλßδιο.                   


                      Εξορκισμüς

      (μτφρ: ΠÜτροκλος) (Adjuration)

ΓλυκειÜ Λεσβßα, σαν η αγÜπη μας περÜσει,
Ας μην αφÞσουμε στßγμα κακü Þ σκιÜ,
Ας σεβαστοýμεν Ýστω üλα Þ τßποτα
¼σα μας κÜνουν δυο - üσα μας κÜναν Ýνα.

Πες μοναχÜ πως η αγÜπη μας τελεßωσε
χωρßς αιτßα, ως ανθßζει Ýνα ρüδο
και τþρα απλÜ η ÜδικÞ του μοßρα
θα εßναι να γευτεß το θÜνατü του.

          Φθινοπωρινüς ¸ρωτας

  (μτφρ: ΠÜτροκλος) (Amor Autumnalis)

Ο ¸ρωτÜς μου αναλαμπÞ των αεß θÜλλων φýλλων,
με φλüγα μοιÜζει απ' ανθισμÝνο φθινοπþρι,
μια πανδαισßα ονειρικÞ χρωμÜτων και φωτüς.

¢νθη ψηλÜ και σκορπιστÜ κι ανÝμοι τον χνωτßζουν,
σπÝρνωντας μυρωδιÝς φευγÜτου θÝρους στη πεδιÜδα,
που ξεχασμÝνη, απüμερη, τη σεριανÜς γαλÞνια,
περιφρονþντας τους, χωρßς üμορφα ρüδα, κÞπους.

Θα σ´οδηγοýν διαδοχικÜ αιμÜτινα αμπÝλια,
δÜση θα σε τυλßγουνε χρυσÜ και θα χαζεýεις
καθÜριες λßμνες μπροýντζινες και απü μαýρο οπÜλι.

Κοιτþντας στις οροσειρÝς, τα πεýκα φλογισμÝνα
και τις ιτιÝς κεχριμπαρÝνιες, μες στο φüντο,
των κορυφþν των που αιωροýνται σαστισμÝνα,
με τα θαμπÜ μωβ κρÝπια του ατÝλειωτου ουρανοý.

         O Θρßαμβος Της Αβýσσου

    (μτφρ: ΠÜτροκλος)  (The Abyss Triumphant)

Η ισχýς των Þλιων χÜθηκε χωρßς να ξαναρθεß.
Το ΧÜος πλÝον εντελþς σ üλα κυριαρχεß.
Παντοý κουφÜρια μες σε βýθη ξεχασμÝνα,
Üσκοπα επιπλÝουνε, λερÜ και παγωμÝνα.

ΜονÜχος μνÝσκει ο παγωμÝνος ουρανüς:,
καιρü πριν ξεχυθÞκαν απ' της Κüλασης τη μÞνι,
ο ΔιÜβολος κι οι δαßμονες, συλþντας τη ΓαλÞνη,
κι η ΧÜρις του Θεοý χÜθηκε, δυστυχþς.

(Με μαγικü κηρýκειο, θα 'χεν αυτü αποτραπεß)
Kαι τþρα πýργωσε γερÜ, πα' στης ΟυρÜνιας Πýλης,
σÜπιους παντοý πυλþνες πια κανεßς θα δει,
του τελευταßου σταθεροý Προπýργιου της ¾λης.

Αρχßσανε ο προμαχþν κι ο μιναρÝς να γνÝφουν
þσπου τα πλÞθη, που τη ΡÜβδο Του δεν Ýχουν
διασκορπισμÝνα στη βροντÞ στου Τßποτα κενοý τους,
χωθοýν σ' Üμμο κινοýμενη στα πüδια του Θεοý τους!

        Η ΑλχημειÜ Της Θλßψης

    (μτφρ: ΠÜτροκλος)     (Alchemy of Sorrow)

Ο Ýνας με τη φλüγα του στο κüσμο θα μιλÞσει
κι ο Üλλος με ολÜκερη τη θλßψη του:
Ο πρþτος βλÝπει χαλαρÞ, χαρμüσυνην ημÝρα,
κι ο Üλλος ακουρμÜ του σκουληκιοý ψιθýρους.

Ο Üγνωστος ΕρμÞς, που με τη χεßρα βοηθÜ
το νου μου και γεμßζει φüβο τα üνειρÜ μου,
που μÝσω τους εßμαι θρηνητικü τραγοýδι,
του πρþτου απ' τους αλχημιστÝς, του Μßδα.

Καλü χρυσÜφι το γυρνþ σε σκουριασμÝνο σßδερο
και τον ΠαρÜδεισο τον κÜνω ΚολασμÝνο.
Στις συννεφÝνιες μποýκλες και στη λÜμψη
το λατρεμμÝνο πτþμα περιγρÜφω:
Και να οικοδομÞσουμε στις üχθες τ' ουρανοý,
πυργþνοντας περÞφανα τις σαρκοφÜγους.

                     ¢γνωστη

        (μτφρ: ΠÜτροκλος) (Ιncognita)

Μπορεß να μη γνωρßσω üπως Üλλοι, τη μορφÞ
που Ýδωσες στον ταραγμÝνο Þλιο, που σμιλεýει
κÜθε μοβüρα νýχτα. Κι ßσως κανεßς δε μοιραστεß,
μαζß μου, τις ομορφιÝς που κρýβουν οι σκιÝς,
μÞτε τ' αρχαúκü στολßδι των φρυδιþν σου,
π' ανÜγλυφα και σοβαρÜ κοντρÜρει τη σελÞνη.

ΞÝθωρη εικüνα αυτοκρÜτειρας, σ' Ýνα πλατý δουβλüνι
φλεγÜμενο, λαμπρü. ¸καστος πÜντα πρÝπει να σιμþνει
στον τüπο που τονε τραβÜ η ιδιαßτερη αßσθησÞ του,
τον σφραγισμÝνο με οπτασßες αλλιþτικες, εκεß,
που μες στη δßνη της φθορÜς του κüσμου, κατοικεß
η ομορφιÜ σου, να μας μπλÝxει το μυαλü... ΠαρθενικÞ
εßσαι, κι αχνÜ, -αν αγαπÞθηκες καθüλου- αγαπητÞ,
γιατß στο πιο σφιχτü φιλß, υπÜρχουν Üγνωστοι γκρεμοß.

                
Ο Απολογισμüς

 (μτφρ: ΠÜτροκλος    (The Balance)

Για λßγο κρÜτησεν ο κüσμος τον πυλþνα:
Τþρα, κει που 'ταν ρÞγισσες η Ων κι η Καρχηδüνα,
εßναι καυτüς αγÝρας που αναδεýει ερημιÜ
κι Üμμο, κει που 'ταν κÜποτε κÜστρα και οχυρÜ,

Þ λÜκκοι μες στους δρüμους των τους κεντρικοýς,
που βýθη ωκεανþν πÜνω στ' αρχÝγονο φαγß τους
σκεπÜσανε, κι οι ξεχασμÝνες πüλεις μνÝσκουν,
πÜνω στης σκüνης τους σωροýς.

Γι' αυτü το λÜθος θα 'ρθεß στο τÝλος πληρωμÞ τους,
σαν καταπιεß τα καστρα, η πεινασμÝνη γη γη τους,
τ' αυτοκρατορικÜ παλÜτια πια ερειπωμÝνα,
τα τεßχη γκρεμισμÝνα

κι η σκüνη να τινÜζεται μακρυÜ πολý και πÝρα
και να δινßζεται, στη ΠαρελθοντικÞ τη Σφαßρα
κι οι ανÝμοι να τη μπλÝχουνε μ' Üγριαν αμÜχη πÜλι,
στου ¹λιου την αιθÜλη.

====================

(απü δω και κÜτω ΓιÜννης ΚαραγιαννÜκης μτφρ.)

Το Τραγοýδι Των Ελεýθερων ¼ντων

                                                 (Εl Cantar Del Los Seres Libres)

Αγριüγατε, αδερφÝ της ψυχÞς μου,
να 'σαι ατßθασος και χωρßς αλυσßδα.
Μην ακλουθÜς κανÝν ανθρþπινο μονοπÜτι,
σκεπÜσου με τα φýλλα των φυτþν
και μ' αγριüχορτα.

ΓερÜκι τ' ουρανοý, φτερωτÝ σýντροφε,
αν δεν εßναι για το κυνÞγι, δε βουτÜς
και σα πýργος, φωλιÜζεις στα κορφοβοýνια,
που τα περιβÜλλουν των βουνßσιων χειμÜρρων
οι τρανÝς üχτες.

ΤρανÞ κουκουβÜγια, νυχτοποýλι και ντÜμα μου,
σε σπηλαιþδη κυπαρισσÝνια περιστýλια,
να φυλÜς τα κρυμμÝνα μυστικÜ,
απ' üποιον δε μπορεß να δει το φως στα σκüτη.

           Αφροδßτη

                                                 (Venus)

Απü τüτε που 'χω δει τη λαμπρüτητÜ της,
απü χαμηλÜ κι απü κοντÜ
και με θερμü κι οικεßο τρüπο
μες στα μÜτια τα δικÜ σου,
η Αφροδßτη, η μακρινÞ,
στους ουρανοýς της εßναι,
üμορφη σα κÜθε ΠαραδεισÝνιο αστÝρι.

ΑλλÜ τþρα εσý Ýχεις φýγει:
δÜκρυα πολλÜ. Η δüξα της,
üταν αυτÞ ανατÝλλει, σκοτεινιÜζει,
στη σιωπÞ που διαγρÜφεται:
στους δρüμους που εσý Ýφυγες:
προς τη δýση και προς το Ýμπα του φθινοπþρου.

                         ¢ρτεμις

                                                      (Artemis)

Στον πρÜσινο κι αλοýλουδο κÞπο που 'χω 'νειρευτεß,
Που βρßσκεται κÜτω απ' ατÝλειωτα φεγγÜρια, μακριÜ,
¼που τις κυπαρισσüχτιστες αναδεντρÜδες του
Και τις κισσομÝνες μυρσßνες, κανεßς δε θα διασχßσει·
Στο νεκρικü λαβýρινθο του αγριüπευκου και της δÜφνης,
ΚατÜ μÞκος λευκοý γρασιδιοý, κατÜ πλÜτος φασματικþν βουνþν,
Διακρßνεσαι μες απ' τη καταχνιÜ που λÜμπει
Απ' üλα τα ψηλÜ φεγγαροκρεμασμÝνα συντριβÜνια,
Με τα πüδια καλυμμÝνα απ' το Üκαρπο πρÜσινο
καλοκαιρινþν δÝντρων που δεν Ýχουν ανθοýς καλοκαιριοý,
ΑλειμμÝνο με χειμωνιÜτικα λοýστρα
ΠÜνω στο περßκλειστο μÜρμαρο
Του δικοý σου στÞθους,
ΠεριμÝνεις, εσý,
Ω πÝνθιμο, αινιγματικü
Εßδωλο της μπερδεμÝνης-σε-Ýρωτα ¢ρτεμης,
Που τα χεßλη του τα τρυφερÜ, πολý αργÜ,
¹ εντελþς Üκαιρα, Ýχουν αναζητÞσει
Το φιλß που πληγþνει.

             Η Λιβελλοýλα

                                               (The Dragon-fly)

ΠλÜι στο καθÜριο πρÜσινο ποτÜμι,
¸ν απüγευμα, το πρþιμο φθινüπωρο,
Μια λιβελλοýλα με πορφυρÜ φτερÜ Þρθε και κÜθισε
Στο λευκü μηρü της αγαπημÝνης μου.

Κι απü τüτε που πÝταξε μακριÜ,
¸χω καταλÜβει ακüμη πλÝρια, την ομορφιÜ
Και το φευγαλÝο των ημερþν.

Κι η αγÜπη κι η ομορφιÜ καßνε μÝσα μου
¼πως τα σωριασμÝνα φýλλα απü κεχριμπÜρι κι αßμα
Που καßγονται στο τÝλειωμα του φθινοπþρου.

   Tο ΣπασμÝνο Λαγοýτο

                                                (The Broken Lute)

ΕπειδÞ εßστε σιωπηλοß
στις λυρικÝς προσευχÝς μου,
κουφοß στις μελωδßες που 'χω κÜνει
με στεναγμοýς και ψιθυρßσματα
μιας πληγωμÝνης αγÜπης,
Ýχω σπÜσει το χρυσü λαγοýτο μου
και το 'χω πετÜξει μακριÜ,
λερωμÝνο και χωρßς χορδÝς,
μες στα κüκκινα φýλλα των ρüδων
που αργοπεθαßνουνε
στο κÞπο του ΣεπτÝμβρη.

Η σιωπÞ, η ασημÝνια σκüνη των κρßνων,
ο σιωπηλüς θλιμμÝνος αγÝρας του φθινοπþρου
και τα φýλλα που παρασÝρνονται Üτακτα,
το 'χουνε ζητÞσει για δικü τους.

ΒλÝποντÜς το κει,
καθþς περνÜτε αδιÜφοροι μ' αλαζονεßα,
ανÜμεσα στα σπασμÝνα ρüδα,
δε θ' αντηχÞσει στη καρδιÜ σας
Ýνας στεναγμüς απ' τους πολλοýς,
που, σα μουσικÞ για την ευχαρßστησÞ σας,
ανασÜνατε απü τις χορδÝς του,
τις περασμÝνες, μισοξεχασμÝνες πια
καλοκαιρινÝς ημÝρες;

         Η Απουσßα Της Μοýσας

                                                   (The Absence Of The Muse)

Ω Μοýσα, ποý χασομερÜς;
ΜÞπως σε κÜθε γη του Κρüνου,
Που τη φωτßζουνε φεγγÜρια και νοýφαρα;

Σε ποια μητρüπολη ψηλÞ στον ¢ρη, τÜχα,
Ν' ακοýς τα γκονγκ της τρομερÞς, απüκρυφης εντολÞς,
Και τις σÜλπιγγες να παßζουν απ' το γιαλü, τον Üγνωστο γιαλü
Ηπεßρων που κατατροπþθηκαν στους παλαιοýς πολÝμους
Που ξεκßνησαν αρχαßοι βασιλιÜδες;

¹ στις αμμοσýρτεις
Απü τις θÜλασσες στην Αφροδßτη
Που αποτραβιοýνται απ' την Üμμο
Tου θρυμματισμÝνου μÜργαρου με τα χßλια χρþματα;

Συ Üραγε μαδÜς τ' Üνθη του πορφυροý φυκιοý
Και τα τριαντÜφυλλα απü τα μπλε κορÜλλια,
Για τα μαλλιÜ σου;

ΜÞπως τÜχα, Ýχοντας φýγει πÝρα
Απü το βρυχüμενο ζωδιακü,
ΜεταφρÜζεις την ιστορßα των γÞινων νÝων
Και τα γÞινα τραγοýδια τους
Στους τραγουδιστÝς του Βωμοý;

      Θα Συναντηθοýμε

                                            (We Shall Meet)

Θα συναντηθοýμε Üλλη μια φορÜ
Τα παρÜξενα και τελευταßα καλοκαßρια,
Και θα θυμηθοýμε,
¼πως οι παλιοß μßμοι με το προσωπεßο,
Το παλιü παιχνßδι της αγÜπης και του πüνου.

Θα σε χαιρετÞσω
¼χι με τα φιλιÜ
Των ημερþν των αλλοτινþν,
Γνωρßζοντας
Πως αυτÜ θα 'τανε μÜταια,
¼πως εκεßνα του φυσÞματος των φαντασμÜτων
Που μοιÜζουν της ομßχλης, τις Ýσχατες αβýσσους.

ΕξασθενημÝνο Üρωμα
Θα σε συνοδεýει
¼πως το φυλακισμÝνο-στη-λÜρνακα μýρο
Κι η καρδιÜ μου που 'νεßρεται
Κει που τα πεσμÝνα
ΦθινüπωρινÜ φýλλα σαλεýουν,
Θα προσφÝρει το σβησμÝνο μισερü τους φως.

Απü τον τÜφο
Η αγÜπη θ' αναστηθεß
Αμßλητα, με τον τρüπο ενüς φÜσματος,
Στο φαινüμενο κüσμο
ΦανÜρια παντοτεινÜ ψυχρÜ κι ωχρÜ
Θα εκπÝμπουν απü τα μÜτια μας τα νεκρομαντικÜ.

ΑλλÜ κανÝνα δÜκρυ
Δε θα τρÝξει,
Τα δÜκρυα της γνþσης
Εßναι κενÜ και μÜταια,
¼πως οι σκüρπιες
Σταγüνες της βροχÞς
Στον ýπνο των λιονταριþν της ερÞμου.

Ψýχρα και ξηρασßα,
¼πως η χλüη
Που χνουδοξεπετÜγεται σ' Ýνα κομμÜτι χιüνι,
Θα ξÝρουμε üτι τßποτα δεν εßχε σημασßα,
Καθþς θα ιστοροýμε
Τη σχεδüν σβησμÝνη πια θλßψη
Που περÜσαμε προηγουμÝνως.

--------------------------------------

                           Προς Το Δαιμüνιο

                                      (To the Daemon)

     Πες μου πολλÝς ιστορßες, ω ευγενÝς κακοποιü δαιμüνιο, αλλÜ μη μου πεις καμιÜ που να 'χω ακουστÜ Þ να την Ýχω δει στ' üνειρο κÜποτε, παρÜ μουντÜ μονÜχα Þ σπÜνια.
     ¼χι μη πεις τßποτα που να βρßσκεται στα üρια του χρüνου Þ του διαστÞματος: γιατß λßγο αντÝχω üλα τα Ýτη τα καταγεγραμμÝνα και τα εδÜφη τα παραχωρημÝνα και τα νησιÜ στα δυτικÜ της ΚÜθραû και τα βασßλεια στα ηλιοβασιλÝματα της Ιντ, δεν εßναι αρκετÜ μακρινÜ για να γßνουν μüνιμος τüπος της φαντασßας μου· κι η Ατλαντßς παραεßναι νÝα για να φιλοξενÞσει τις σκÝψεις μου εκεß κι η Μου Ýχει ατενßσει τον Þλιο ψηλÜ σε αιþνες πρüσφατους πÜρα πολý.
     Πες μου πολλÝς ιστορßες, αλλÜ να 'ναι του παρελθüντος, πρÜματα των παλιþν θρýλων και να μην υπÜρχει καμιÜ μυθολογßα στο δικü μας Þ σ' οποιονδÞποτε κüσμο γειτονικü.
     Πες μου αν θες, για τα χρüνια που το φεγγÜρι Þταν νÝο κι εßχε θÜλασσες με σειρÞνες να κελαρýζουν μÝσα τους κι εßχε τα βουνÜ ζωσμÝνα με λουλοýδια απü τη ρßζα ως τη κορφÞ· πες μου για πλανÞτες γκρßζους απü το χρüνο, σε κüσμους που δεν Ýχει κοιτÜξει ποτÝ κανεßς θνητüς αστρονüμος και που οι απüκρυφοι τους ουρανοß κι ορßζοντες, Ýχουνε βÜλει σε συλλογßσματα τους οραματιστÝς.
     Πες μου για τα πιο τρανÜ Üνθη üπου μες στους λικνιστοýς τους κÜλυκες, μια γυναßκα μπορεß να κοιμüτανε· για τις θÜλασσες φωτιÜς που σκÜνε σ' ακρογιαλιÝς με πÜγο που δε λυþνει ποτÝ· γι' αρþματα που μποροýν να δþσουν ýπνο αιþνιο με μιαν ανÜσα· για τους τυφλοýς ΤιτÜνες που κατοικοýνε στον Ουρανü και τα üντα που περιπλανιοýνται στο πρÜσινο φως των δßδυμων θαλασσß και πορτοκαλß Þλιων.
     Πες μου ιστορßες ασýλληπτου φüβου κι αφÜνταστης αγÜπης, σ' αστÝρια που ο δικüς μας Þλιος εßναι μια ανþνυμη μπαλßτσα φωτüς Þ που κει οι ακτßνες του δεν Ýχουνε φτÜσει ποτÝ.

       Εßδωλο Απü Μπροýτζο & Εßδωλο Απü Σßδερο

      (The Image of Bronze and the Image of Iron)


     Στο ναü της πüλης Μορμ, που βρßσκεται μεταξý ερÞμου και θÜλασσας, εßναι δυο εßδωλα του θεοý ¢μανον -Ýνα μπροýτζινο εßδωλο απÝναντι σ' Ýνα σιδερÝνιο στις φωτιÝς και τις αιματÝνιες κηλßδες στο πÝτρινο θυσιαστÞρι. ¼ταν το ματωμÝνο ηλιοβασßλεμα της ημÝρας της θυσßας τελειþνει κι οι τρεμÜμενες φλüγες της θυσßας αργοπεθαßνουν κι η σελÞνη γελÜ μ' Ýνα παγωμÝνο, μαρμÜρινο χαμüγελο στο μαυρισμÝνο βωμü- τüτε ο ¢μανον μιλÜ στον ¢μανον, με σιδερÝνια αλλÜ και μια μπροýτζινη φωνÞ...
    ¸τσι κι üχι μ' Üλλο τρüπο, το σιδερÝνιο εßδωλο μßλησε στο μπροýτζινο:
 -"ΑδελφÝ, üταν τα θυμιατÞρια που εßναι δουλεμÝνα με ξÝχωρα ζαφεßρια και ρουμπßνια, γεμßζανε τον αγÝρα με γαλÜζιο αρωματισμÝνο νÝφωμα και τα κüκκινα φßδια της φωτιÜς ταÀστηκαν με τη καρδιÜ της θυσßας, εßδα Ýνα παρÜξενο üνειρο: Μου φÜνηκε, σε κÜποια μÝρα μακρινÞ, μÝρα απροφÞτευτη μÝχρι τα τþρα με τ' αστÝρια, πως ο ναüς κι η πüλη Μορμ, οι Üνθρωποι της κι εμεßς, τα εßδωλα του Θεοý της, εßμαστ' Ýνα με την Üμμο της ερÞμου και της θÜλασσας την Üμμο: Η πÝτρα Ýπεφτε απ' τη πÝτρα πÜνω, το Üτομο χωριζüταν απü το Üτομο, στη φθοροποιü επßδραση της βροχÞς και του αÝρα και του Þλιου. Οι λειχÞνες κι η χλüη της ερÞμου, εßχανε φÜει το ναü ως τη βÜση του κι η κρýα, αργÞ φωτιÜ της σκουριÜς, η οξεßδωση του μπροýντζου, που σερνüταν απü το στüμα στα ρουθοýνια κι απ' τα γüνατα ως το λαιμü, μας εßχαν αφÞσει τους δυο, Ýνα μικρü σωρü κüκκινη και πρÜσινη σκüνη. Οι ρßζες ενüς κÜκτου σκßζανε τη πÝτρα του βωμοý κι η σκιÜ του κÜκτου, λες κι Þταν αδÝξιος δεßκτης κÜποιου φανταστικοý ηλιακοý ρολογιοý, σýρθηκε πÜνω του, μες στις μÝρες της μπλε φωτιÜς και τις νυχτες του αποπνικτικοý θειοýχου σεληνüφωτος. Φυσþντας μες στη μοναχικÞ αγορÜ, ο Üνεμος της ερÞμου προσÝφερε τη σκüνη των βασιλιÜδων στον Üνεμο της θÜλασσας".

                             Η Mαýρη Lßμνη

                                    (The Black Lake)

     Σε μια χþρα που τ' αλλüκοσμο και το μυστÞριο εßχαν ενωθεß δυνατÜ με την αιþνια θλßψη, η λßμνη ξεχεßλισε κÜποια Üγνωστη μÝρα των παλιüτερων αιþνων, για να γεμßσει κÜποιαν Üπατη Üβυσσο μακριÜ, κÜτω και πÝρα μες στις σκιÝς των ηφαιστειακþν, δßχως χιüνια, βουνþν.
     ΚανÝνα μÜτι, οýτε ακüμα και του Þλιου που φþτισε μανιασμÝνα πÜνω στη γη για λßγες þρες το μεσημÝρι, δε φÜνηκε ικανü να μαντÝψει τα πλÝρια βÜθη αυτÞς της μελαγχολικÞς μαυρßλας και της αρυτßδωτης σιωπÞς.
     ¹τανε γι' αυτü το λüγο που βρÞκα μια τüσο μοναδικÞ ευχαρßστηση στο να συλλογßζομαι συχνÜ τη παρÜξενη λßμνη.
     Καθþς καθüμουνα, δε ξÝρω για πüσο, στις ψυχρÝς βασαλτικÝς ακτÝς της, που δε φυτρþνανε παρÜ μüνο λßγες σαρκþδεις κüκκινες ορχιδÝες, που σκýβανε πÜνω απ' τα νερÜ σαν ανοιχτÜ, διψασμÝνα στüματα, κοßταζα επßμονα με αμÝτρητες φανταστικÝς υποθÝσεις και σκιερÝς φαντασßες, το δελεαστικü μυστÞριο της Üγνωστης κι ανεξερεýνητης αβýσσου.
     ¹τανε σε μιαν þρα πρωινοý πριν ο Þλιος υπερβεß τη τραχειÜ και σπασμÝνη περιφÝρεια των κορυφþν, üταν πρωτüρθα και σκαρφÜλωσα προς τα κÜτω μες στις σκιÝς που γεμßζανε την ηφαιστειακÞ λεκÜνη με κÜποιο λεπτü υγρü.
     ΟρατÞ στο βÜθος της ασÜλευτης απüχρωσης απü αÝρα και λυκüφως, η λßμνη Ýμοιαζε σαν υπολεßμματα σκüτους.
     Καθþς κοßταξα ερευνητικÜ πρþτη φορÜ, μετÜ τη βαθειÜ και δýσκολη κÜθοδο, τα μουντÜ και μολυβÝνια νερÜ, αντιλÞφθηκα για πολý, κÜποιες μικρÝς και διασκορπισμÝνες ανταýγειες ασημιοý, εμφανþς μακριÜ κÜτω απ' την επιφÜνεια.
     Τις πÝρασα για μÝταλλο σε κÜποια μυστηριþδη προεξοχÞ Þ σπινθηρßσματα ενüς απü καιρü βυθισμÝνου θησαυροý.
     ¸σκυψα πιο κοντÜ ανυπüμονα και τελικÜ διÝκρινα πως αυτü που 'δα, δεν Þτανε τßποτ' Üλλο παρÜ η αντανÜκλαση των Üστρων, που, μολονüτι η μÝρα πýργωνε πÜνω στα βουνÜ και στο Ýδαφος, Þταν ακüμη ορατÜ στο βÜθος και το ζüφο αυτοý του σκοτεινιασμÝνου μÝρους.

                        ¸να ¼νειρο Της ΛÞθης

                                (A Dream of Lethe)

     Σ' αναζÞτηση κεßνης που 'χα χÜσει, Þρθα εντÝλει στις ακτÝς της ΛÞθης, κÜτω απ' τον υπüγειο θÜλαμο του απÝραντου, κενοý, εβÝνινου ουρανοý, απ' üπου üλα τ' Üστρα εßχαν εξαφανιστεß Ýνα-Ýνα.
     Προχωρþντας, χωρßς να ξÝρω απü που, Ýπεφτε θαμπÜ Ýνα χλωμü, αüριστο φως, σαν απü μισüσβηστο φεγγÜρι Þ απü κÜποιο φασματικü φωσφορισμü νεκροý Þλιου, στο σκοýρο ρεýμα και στα μαýρα αλοýλουδα λιβÜδια.
     Μ' αυτü το φως, εßδα πολλÝς περιπλανþμενες ψυχÝς αντρþν και γυναικþν, που Ýρχονταν διστακτικÜ Þ βιαστικÜ, να πιουν απ' τ' αργÜ ακελÜρυστα νερÜ.
     ΑλλÜ μεταξý τους δεν υπÞρξε κανεßς που να φεýγει βιαστικÜ κι υπÞρχανε πολλοß που μÝνανε να παρατηρÞσουνε, με απλανÞ ματιÜ, την Þρεμη κι ακýμαντη επιφÜνειÜ του.
     ΤελικÜ στη λυγερÞ ψηλÞ σα κρßνο μορφÞ και τ' ακßνητο, υψωμÝνο πρüσωπο μιας γυναßκας που στÜθηκε ξÝχωρα απ' τους υπüλοιπους, εßδα αυτü που 'χα γυρÝψει και τρÝχοντας προς το μÝρος της, με καρδιÜ που οι παλιÝς μνÞμες τραγουδοýσανε σα μια φωλιÜ αηδüνια, Þμουνα πρüθυμος να τη πÜρω απ' το χÝρι.
     ΑλλÜ στα χλωμÜ, αμετÜβλητα μÜτια και στα ωχρÜ, ασÜλευτα χεßλη που συναντÞσανε τα δικÜ μου, δεν εßδα κανÝνα φως θýμησης, οýτε κανÝνα σημÜδι αναγνþρισης.
     ΞÝροντας τþρα πως εßχε ξεχÜσει πια, Ýφυγα μακριÜ, απελπισμÝνος και βρßσκοντας το ποτÜμι πλÜι μου, συνειδητοποßησα ξÜφνου την αρχαßα δßψα μου για το νερü του, δßψα που 'χα σκεφτεß κÜποτε να σβÞσω σ' Üλλες πολλÝς και διÜφορες πηγÝς, αλλÜ μÜταια.
     ΠÝφτοντας βιαστικÜ, Þπια και σηκþθηκα πÜλι, Ýχοντας αντιληφθεß üτι το φως εßχε σβÞσει, εßχεν εξαφανιστεß, κι üτι üλο το Ýδαφος Þταν üπως το Ýδαφος στον ανüνειρο ýπνο, που δε μποροýσα πλÝον μÝσα του να διακρßνω πρüσωπα συντρüφων.
     Οýτε κι Þμουν ικανüς πια να θυμηθþ, γιατß πεθýμησα να πιω απ' το νερü της ΛÞθης.

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers