ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

Öáíôáóôéêü 

Lovecraft Howard Phillips Á': Ôï ×ñþìá Áðü Ôï ÄéÜóôçìá

Βιογραφικü

     Ο ΧÜουαρντ Φßλιπς ΛÜβκραφτ εßναι πιθανüν ο πιο γνωστüς αμερικανüς συγγραφÝας παρÜξενης μυθιστοριογραφßας φρßκης και τρüμου, αλλÜ μερικοß θεωροýν την ογκþδη αλληλογραφßα του τη μÝγιστη ολοκλÞρωσÞ του. ¼σο ζοýσε εßχε περιορισμÝνο αναγνωστικü κοινü, μα μετÝπειτα, επÝδρασε σημαντικÜ κι επηρÝασε üλους τους επüμενους συγγραφεßς, αλλÜ και τους λÜτρεις του εßδους αυτοý. Απü τους μεγαλýτερους συγγραφεßς φαντασßας, αν κι Ýζησε σχετικÜ λßγο. Ο ΛÜβκραφτ Þτανε ψηλüς, αδýνατος και συνÞθως χλωμüς, αλλÜ τα μÜτια του λÜμπαν ολο ζωÞ κι εξυπνÜδα. Εßχε ευγενικü παρουσιαστικü κι Þταν λιγομßλητος. Εßχε Ýνα πλοýσιο λεξιλüγιο που το χρησιμοποιοýσε μ' εκπληκτικÞ ευχÝρεια üταν μιλοýσε. Ο πλοýτος αυτüς φαßνεται καθαρÜ στα διηγÞματα και τις νουβÝλες του.



     ΓεννÞθηκε στη Providence του Ρüουντ ¢ιλαντ στις 20 Αυγοýστου 1890. Οι γονεßς του Þτανε βρεττανικÞς καταγωγÞς κι ο ßδιος, λüγω ανατροφÞς, παρÝμεινε φανατικÜ αγγλüφιλος σ' üλη τη ζωÞ του. Ο πατÝρας του, Winfield Scott Lovecraft, Þτανε πλανüδιος πωλητÞς κοσμημÜτων κι η μητÝρα του, Sarah Suzan Phillips, καταγüταν απü τις πιο παλιÝς οικογÝνειες της ΜασαχουσÝτης, που φτÜσαν εκεß το 1630. ¼ταν Þτανε 3 ετþν, ο πατÝρας του Ýπαθε γενικÞ και βαριÜ κατÜθλιψη για üλη την υπüλοιπη ζωÞ του και πεθανε üταν Þταν ο μικρüς 8 ετþν.  Η μητÝρα του ακολοýθησε κι αυτÞ τη τýχη του συζýγου της: τρελÜθηκε üταν ο ΛÜβκραφτ Ýγινε 29 ετþν και πÝθανε 2 Ýτη μετÜ, το 1921. Μπορεß κανεßς να φανταστεß το μεγÜλο, βαθý τραýμα που Ýμεινε μÝσα του κÜνοντας ακüμη πιο δυστυχισμÝνη τη ζωÞ του.
     Μια ζωÞ ουσιαστικÜ τραυματισμÝνη κιüλας απü τüτε που Þτανε παιδß. Η ευθýνη για τη καταστροφÞ της ζωÞς του βαραßνει αποκλειστικÜ τη μητÝρα του. ¹ταν μια ψυχονευρωτικÞ, φαντασμÝνη γυναßκα, που τον καταπßεζε με μια βασανιστικÜ ασφυχτικÞ υπερφροντßδα θÝλοντας να τονε προφυλÜξει απ' τους φανταστικοýς κινδýνους της πραγματικüτητας. ¸φτασε στο σημεßο να τοεν κρατÜ σχεδüν φυλακισμÝνο στο μοναχικü τους σπßτι, κÜτι που συνÝβαλε αποτελεσματικÜ στη διαμüρφωση του χαρακτÞρα του. Ακüμη και μεγÜλος απüφευγε τον κüσμο και σ' αυτü τον κüσμο δεν μπüρεσε ποτÝ του να εγκλιματιστεß, οýτε να τον αντιμετωπßσει, οýτε να τον αποδεχτεß. Η συνδιαλλαγÞ του μ' αυτü το κüσμο καθημερινüτητας, η ρεαλιστικÞ επαφÞ μαζß του, δεν Ýγινε ποτÝ. ΠαρÝμεινε εκτüς. ΜÝχρι το τÝλος της σýντομης ζωÞς του Ýδινε την εντýπωση ενüς ανþριμου ανθρþπου.



    Το μεγÜλωμα του μικροý επαφßεται πια στη βρεtτανικÞς καταγωγÞς μητÝρα του, τις 2 του θεßες και το βιομÞχανο παπποý του φυσικÜ, ο οποßος θÝλησε να δþσει στο βιβλιοφÜγο εγγονü του üλα τα μÝσα για μια καλÞ ζωÞ. Ο μικρüς αποστÞθιζε ποßηση στα 2 του, στα 3 μποροýσε να διαβÜσει και φτÜνοντας στα 6 Ýγραφε πλÝον κανονικÜ. Στα 5 του ολοκλÞρωσε μÜλιστα τις ΑραβικÝς Νýχτες κι υιοθÝτησε το ψευδþνυμο του Αμπντοýλ ΑλχαζρÝντ, του Τρελοý ¢ραβα που ισχυριζüταν ο ΛÜβκραφτ üτι εßχε γρÜψει το μυθικü Νεκρονομικüν. Αν και μÝχρι τα Ýξι θα Ýχει Þδη ξεπερÜσει τους ¢ραβες, καταβυθιζüμενος πλÝον στην ελληνικÞ μυθολογßα μÝσω των παιδικþν εκδοχþν της ΙλιÜδας και της Οδýσσειας. Το παλιüτερο εξÜλλου σωζüμενο πüνημÜ του εßναι Ýνα ποßημα του 1897, Το Ποßημα Του ΟδυσσÝα, που εßναι εμπνευσμÝνο απü τα ομηρικÜ Ýπη.
     Παιδß-θαýμα, Üρχισε να γρÜφει ποßηση απü τα 6 του κι ο παποýς του, Whipple Van Buren Phillips, τον ενθÜρρυνε σε τοýτο, ωθþντας τον να διαβÜζει τους κλασσικοýς. Η υγεßα του Þταν μüνιμα προβληματικÞ και γι' αυτü αναγκÜστηκε να διακüψει το γυμνÜσιο πριν το τελειþσει. Στα χρüνια που ακολοýθησαν, Ýζησε Ýγκλειστος, σχεδüν μοναχικüς κι απομονωμÝνος σ' Ýνα σιωπηλü σπßτι, κατοικημÝνο απ' τα φαντÜσματα των διαβασμÜτων του. Γιατß αυτÞ η μισοαναπηρßα του εßχε και τη θετικÞ πλευρÜ της. Τον οδÞγησε με πÜθος στο διÜβασμα και στη μελÝτη. ¹τανε πανÝξυπνος (λÝγεται üτι Üρχισε να διαβÜζει απü 3 ετþν), σχεδüν ιδιοφυÞς. Κι Ýτσι πολý γρÞγορα μÝσα σ' αυτÞ του την ονειρικÞ απομüνωση Üρχισε να οικοδομεß το δικü του παρÜξενο, τρομþδη κüσμο, Ýνα κüσμο που εßχε πολý λßγη σχÝση με τη γýρω του πραγματικüτητα. ¹, τουλÜχιστον, η πραγματικüτητα μετασχηματιζüταν απ' τα ορÜματα και τους εφιÜλτες της ταραγμÝνης μοναξιÜς του. Το μεγαλýτερο και περισσüτερο υλικü της δουλειÜς του αντλÞθηκε απ' αυτüν τον υπερφυσικü κüσμο που Ýχτισε στα χιμαιρικÜ τοπßα των ονεßρων του.
     ΠαρÜ το ιδιαιτÝρως νεαρü της ηλικßας του, φαßνεται πως ανακÜλυψε το απüκοσμο λογοτεχνικü σýμπαν του Þδη απü παιδß, üπως υποδεικνýουνε τουλÜχιστον οι αναφορÝς στα 1α αυτÜ γραπτÜ του, που τα περισσüτερα δε σωθÞκανε δυστυχþς. Ως εντελþς μοναχικü και φιλÜσθενο αγüρι, κατÝφευγε στη λογοτεχνßα για να βρει παρηγοριÜ απü τις δυσκολßες της ζωÞς. Στο σχολεßο πÞγαινε σποραδικÜ, καθþς οι δικÝς του αναζητÞσεις φαινüταν να του κομßζουν üλες τις γνþσεις που Þθελε: στα οχτþ του Þρθε σε επαφÞ με την επιστÞμη, τη χημεßα αρχικÜ και μετÜ την αστρονομßα, και πλÝον Ýγραφε σχολικÝς εφημερßδες που μοßραζε στους συμμαθητÝς του. Ο παπποýς του κανüνισε να κÜνει μαθÞματα κατ’ οßκον ο μικρüς, που φαινüταν να τα παßρνει τα γρÜμματα και με το παραπÜνω. Στο ΓυμνÜσιο φÜνηκε να τα πηγαßνει καλÜ με τους συμμαθητÝς και τους δασκÜλους του, κÜνοντας πραγματικοýς φßλους και μαθαßνοντας νÝες γνþσεις για πολλÜ και διÜφορα. ¹δη απü το 1906 θα ξεκινÞσει περιοδικÜ να δημοσιεýει κεßμενα σε εφημερßδες κι επιθεωρÞσεις, κρατþντας μÜλιστα τη δικÞ του μηνιαßα αστρονομικÞ στÞλη σε διÜφορα Ýντυπα του Ροντ ¢ιλαντ!



     Επßσης üμως Þτανε φιλÜσθενο παιδÜκι. ¸πασχε απü μια σπÜνιαν ασθÝνεια του αßματος, (poikilothermism), πρÜγμα που τον Ýκανε να φαßνεται πÜντα κρýος στο Üγγιγμα. ¸τσι δε πÞγαινε τακτικÜ σχολεßο μα διÜβαζε πÜρα πολý κι Ýγραφε απο 9 χρονþν στη τοπικÞ μικρÞς κυκλοφορßας εφημερßδα, The Scientific Gazette. Το 1904, πεθαßνει ο παποýς του κι üλη η οικογÝνεια υποφÝρει λüγω κακÞς διαχεßρισης χρημÜτων. Ο μικρüς επηρεÜστηκε πÜρα πολý απ' üλα τοýτα κι Ýφτασε σε σημεßο να σκÝφτεται την αυτοκτονßα. ¸νας νευρικüς κλονισμüς που 'ρθε το 1908, εßχε σα συνÝπεια, να μη πÜρει ποτÝ απολυτÞριο γυμνασßου. ΑυτÞ η αποτυχßα τον ακολοýθησε σ' üλη του τη ζωÞ, γιατß λαχταροýσε να σπουδÜσει στο πανεπιστÞμιο, αλλÜ πÜντως δÞλωνε üπου εμφανιζüταν, απüφοιτος γυμνασßου. ΠαρÜ ταýτα, Þταν αυτοδßδακτος πολυμαθÞς κι üλοι του λÝγαν üτι δεν Ýχει να ντρÝπεται για τßποτα, καθþς μüνος εßχε καταφÝρει πραγματικÜ πÜρα πολλÜ σε επßπεδο γνþσης.
    ΠÝρασε τη 5ετßα 1908-1913 σαν να Þταν ερημßτης, εγκαταλεßποντας τüσο τη ποßηση üσο και τα αστρονομικÜ ενδιαφÝροντÜ του. Το μüνο που Ýκανε πια Þταν να βαθαßνει τη παθολογικÞ σχÝση αγÜπης-μßσους με τη μητÝρα του, η οποßα δεν ξεπÝρασε ποτÝ τον θÜνατο του συζýγου της. Ο ΛÜβκραφτ βγÞκε απü τη δýσκολη αυτÞ περßοδο εντελþς αλλαγμÝνος, εξοργισμÝνος τþρα απü τη φτηνÞ ερωτικÞ λογοτεχνßα που σÜρωνε στα χρüνια του. Κι Ýτσι θα αποκτÞσει φÞμη στρεφüμενος κατÜ των λαúκþν συγγραφÝων και επιδιδüμενος σε σφοδρÞ πολεμικÞ εναντßον τους! Οι αρχÝς του 1914 θα τον βρουν να διατηρεß το δικü του περιοδικü ως ερασιτÝχνης εκδüτης, τον Συντηρητικü, που θα μετρÞσει 13 τεýχη μÝχρι το 1923. Ταυτοχρüνως, ο γραφιÜς στÝλνει ποιÞματα και δοκßμια σε λογοτεχνικÜ περιοδικÜ, βρßσκοντας λες τον παλιü καλü εαυτü του.
    Οι αναγνþστες του τονε καλοýσαν να γρÜψει μυθιστüρημα, καθþς δε χορταßνανε τα σýντομα διηγÞματÜ του. Ακüμα και καθιερωμÝνοι συγγραφεßς της εποχÞς τονε συμβοýλευαν να ξαναπιÜσει τη λογοτεχνικÞ πÝνα, καθþς εßχε δεßξει σημÜδια μεγαλοφυÀας Þδη απü το 1905 με Το ΤÝρας στη ΣπηλιÜ και το 1908 με τον ΑλχημιστÞ, που αποκÜλυπταν μια φαντασßα που κÜλπαζε.
    ¹τανε παραχαúδεμÝνος, ντροπαλüς, ευαßσθητος, ονειροπüλος κι εσωστρεφÞς. Σ' üλη τη στενÜχωρη ζωÞ του Ýμεινε Ýνα απροσÜρμοστο παιδß, ανßκανο να χειριστεß ακüμα και τα πιο ασÞμαντα πραχτικÜ ζητÞματα της καθημερινüτητας. Δικαιολογοýσε την αδυναμßα του και την αδρÜνειÜ του θÝλοντας να πιστεýει πως Þταν Ýνας τζÝντλεμαν· και φυσικÜ, Ýνας κýριος περιφρονεß τις εμπορικÝς συναλλαγÝς και δεν καταδÝχεται να εργαστεß το θεωρεß υποτιμητικü κι οýτε καν μπορεß να διανοηθεß üτι εßναι ποτÝ δυνατüν η λογοτεχνßα να χρησιμοποιηθεß για βιοποριστικοýς λüγους. ΚÜτι τÝτοιο θα Þταν ντροπÞ, ιεροσυλßα. Εßναι φυσικü, λοιπüν, μια τÝτοια αντßληψη για τη ζωÞ να μη του επιτρÝπει να κερδßζει οýτε καν τα στοιχειþδη. ΑλλÜ χωρßς αυτÜ δεν εßναι δυνατüν να επιβιþσει κανεßς. Εßναι περßεργο ωστüσο πþς Ýνας υπÝρτατα ορθολογιστÞς κι υλιστÞς, üπως Þταν στο βÜθος του ο ΛÜβκραφτ, να μη καταφÝρει ποτÝ του να εξοικονομÞσει Ýστω και τ' απαραßτητα για να ζÞσει. ΑναμφισβÞτητα Þταν μια αινιγματικÞ, αντιφατικÞ προσωπικüτητα, Ýνα εξαιρετικÜ προβληματικü Üτομο. ΠαρÜξενος και κλειστüς Üνθρωπος, δýστροπος και δýσκολος. Ξεκßνησε πÜντως με ποßηση κυρßως, αλλÜ το 1917 κÜνει στροφÞ προς τη μυθιστοριογραφßα.



    Το 1921, το χρüνο που πÝθανε η μητÝρα του και που για να πληρþνει το νοσοκομεßο της αναγκαζüταν να διορθþνει διηγÞματα Üλλων, αγρÜμματων συγγραφÝων και συγκλονισμÝνος και πÜλι, απü τον θÜνατο της μητÝρας του αυτÞ τη φορÜ, μÜζεψε τα κομμÜτια του και πÞγε σε Ýνα συνÝδριο ερασιτεχνþν δημοσιογρÜφων στη Βοστþνη τον Ιοýλιο του 1921, üταν ο Ýρωτας θα του χτυπÞσει τη πüρτα! Γιατß εκεß θα γνωρßσει την κατÜ εφτÜ χρüνια μεγαλýτερÞ του Σüνια Χαφτ Γκριν, μια ουκρανορωσοεβραßα καπελοý που εßχε γνωστü μαγαζß στη 5η Λεωφüρο της ΝÝας Υüρκης κι Þτανε και πρüεδρος σε Ýνα τοπικü σýλλογο. Το 1924 το ζευγÜρι πÜει στη Ν.Υüρκη, και παρÜ τις αντιρρÞσεις των δικþν της παντρεýονται στις 3 ΜÜρτη. ΜετÜ τη γαμÞλια τελετÞ σπιτþθηκε στην οικßα της συζýγου του κι üλα Ýδειχναν ρüδινα, καθþς εßχε μüλις εξασφαλßσει επαγγελματικÞ καρριÝρα ως συγγραφÝας πουλþντας Ýνα καλü μÝρος των πρþτων του γραπτþν στο νεοúδρυθÝν τüτε και κλασσικü μετÜ περιοδικü Weird Tales (πρωτοεκδüθηκε το 1923). Σε λßγο αρχßζουνε τα προβλÞματα: σχεδüν αμÝσως, το καπελÜδικο της Γκριν φαλßρισε, ο ΛÜβκραφτ απÝρριψε μια καλÞ επαγγελματικÞ πρüταση που θα τον Ýφερνε στο ΣικÜγο κι η σýζυγος κλεßστηκε τελικÜ σε σανατüριο, καθþς η υγεßα της εßχε επιβαρυνθεß.
     Ο ΧÜουαρντ προσπÜθησε να βρει μια δουλßτσα για να πληρþνει την αλμυρÞ αμοιβÞ του σανατορßου, ανακÜλυψε ωστüσο üτι κανεßς δεν Þτανε διατεθειμÝνος να προσλÜβει Ýνα 34χρονο Üντρα χωρßς καμιÜ εμπειρßα στη πλÜτη του. Την ΠρωτοχρονιÜ του 1925, η Σüνια μετακüμισε στο Κλßβελαντ για να πιÜσει εκεß δουλειÜ κι ο ΧÜουαρντ πÞγε να ζÞσει σε γκαρσονιÝρα σε κακüφημη γειτονιÜ του Μπροýκλιν. Δ
εν μπορεß να ζÞσει στο χÜος της μεγαλοýπολης. Ο ρυθμüς της κι οι Üνθρωποι της τον απωθοýν. Ο εκδüτης του περιοδικοý του προσφÝρει τη θÝση του διευθυντÞ στο περιοδικü, αλλÜ με τον üρο να πÜει να μεßνει στο ΣικÜγο που βρßσκονται τα γραφεßα του περιοδικοý. Ο ΛÜβκραφτ αρνεßται. ΜÝχρι το ΝοÝμβρη τα οικονομικÜ του ζευγαριοý φτÜνουνε σε απελπιστικÞ κατÜσταση. Ο ΛÜβκραφτ κÜνει διÜφορες δουλειÝς, αλλÜ οι δυσκολßες παραμÝνουνε κι αυξÜνονται. ΠουλÜνε το πιÜνο της Σüνια αλλÜ τα πρÜγματα δε διορθþνονται. Και τüτε ο ΛÜβκραφτ αναγκÜζεται να γßνει πλασιÝ. Γυρßζει απü πüρτα σε πüρτα πουλþντας διÜφορα πρÜγματα. Οι επιπτþσεις που εßχε αυτÞ η δουλειÜ πÜνω σ' αυτüν τον ευγενικÜ σιωπηλü Üνθρωπο, δουλειÜ που ερχüταν σε πλÞρη αντßθεση με τα βαθýτερα πιστεýω του για τη ζωÞ, εßναι τρομερÝς. Πνßγεται, υποφÝρει βουβÜ, η πληγÞ μÝσα του μεγαλþνει κι αυτüς αγωνßζεται ν' αντÝξει. Παρ' üλες τις προσπÜθειÝς του üμως, δεν καταφÝρνουν να καλλιτερÝψουνε τη ζωÞ τους, Η μοντÝρνα πüλη με τ' ανθρþπινα κοπÜδια της, που αποτελοýνται απ' üλες τις φυλÝς του κüσμου, του προκαλεß απÝχθεια, τον αηδιÜζει. Αυτüς που στÜθηκε πÜντα ο εραστÞς της ΝÝας Αγγλßας και του αγαπημÝνου του Πρüβιντενς, με τα παλιÜ üμορφα γραφικÜ σπßτια και τα Þσυχα, γαλÞνια δρομÜκια, τα βουτηγμÝνα στη πρÜσινη σκιÜ των δÝντρων, τþρα εßναι υποχρεωμÝνος να ζει στο κÝντρο μιας Βαβυλþνας, μÝσα σε μια βαρβαρικÞ πανσπερμßα Þχων. Η απÜνθρωπη ατμüσφαιρα της πüλης, τα παραφθαρμÝνα αγγλικÜ που ακοýει κι οι λαβυρινθþδεις δρüμοι της τονε διþχνουν. ΑυτÞ η αποστροφÞ του για τη πüλη της Ν. Υüρκης θα βγει αργüτερα στο διÞγημÜ του The Horror at Red Hook, που χαρακτηρßστηκε λογοτεχνικü δηλητÞριο.



    Ωστüσο, τα προβλÞματα του ζευγαριοý συνεχßζονται. ΜÝρα με την ημÝρα οδηγοýνται σε αδιÝξοδο. "Αν μποροýσα να γυρßσω στο Πρüβιντενς", γρÜφει σ' Ýνα φßλο του, "στην ευλογημÝνη πüλη που γεννÞθηκα και μεγÜλωσα, θα Þμουν ευτυχισμÝνος". Και τελικÜ γυρßζουνε στο Πρüβιντενς. ΑλλÜ οýτε κι εκεß η ζωÞ τους καλλιτερεýει. Τþρα εßναι η Σüνια που εργÜζεται για να ζÞσουν. Αλλ' αυτü εßναι κÜτι που δεν μπορεß ν' αντÝξει ο σεμνüς ΛÜβκραφτ. Κι Ýτσι, το 1929 χωρßζουν πια οριστικÜ, δßνοντας Ýτσι τÝλος σε μια φθορÜ κι Ýνα χωρισμü που Ýχουν αρχßσει ουσιαστικÜ πολý πιο πριν. Λßγα χρüνια μετÜ, συμφωνÞσανε να πÜρουνε φιλικü διαζýγιο. Πολλοß βιογρÜφοι του, πιθανολογοýν αφυλßα του κι αυτü ßσως να 'φερε τη διÜλυση του γÜμου του κι ειδικÜ το μßσος που αναπτýχθηκε μεταξý τους. Αφοý επιδüθηκε με τη γνþριμη μισÜνθρωπη ρητορικÞ του σε πολιτικÜ και οικονομικÜ ζητÞματα κι Ýγινε τελικÜ υποστηρικτÞς του Ροýσβελτ κατÜ τη ΜεγÜλη ¾φεση (και μετριοπαθÞς σοσιαλιστÞς!), συνÝχισε να απορροφÜ γνþσεις απü φιλοσοφßα και λογοτεχνßα μÝχρι αρχιτεκτονικÞ κι ιστορßα. Αν κι η ζωÞ του Ýμελλε να γεμßσει και πÜλι απü κακουχßες και αναποδιÝς. Το 1932 πÝθανε η πολυαγαπημÝνη του θεßα και πÞγε Ýτσι να ζÞσει με τη 2η θεßα του, καθþς τα γραπτÜ του, που γßνανε τþρα ιδιαιτÝρως περßπλοκα και μακροσκελÞ, δεν σημειþνανε πωλÞσεις. Για να συντηρεßται αναγκÜζεται να διορθþνει κεßμενα Üλλων και να γρÜφει με ψευδþνυμο ανÜλαφρες ιστορßες. 
    Τþρα ζει μüνος με συντροφιÜ τα γρÜμματα των φßλων του συγγραφÝων. ΑλλÜ ζει φτωχικÜ, γιατß τα χρÞματα που παßρνει απ' τις διορθþσεις κειμÝνων εßναι ασÞμαντα. Δεν του περνÜ καν απ' το μυαλü να πουλÞσει δικÜ του διηγÞματα. ΑυτÜ τα γρÜφει κι ýστερα τα ξεχνÜ στο συρτÜρι. ¸τσι πρÝπει να κÜνει Ýνας βικτωριανüς αριστοκρÜτης που θεωρεß τη λογοτεχνßα ýψιστο λειτοýργημα. Δεν μποροýσε να καταλÜβει πüσο κακü Ýκανε στον εαυτü του μ' αυτÞ τη νοοτροπßα. Γιατß με την ανεδαφικÞ ταχτικÞ που ακολουθοýσε, στερÞθηκε και την αναγνþριση üσο ζοýσε, αλλÜ Ýβλαψε και τον οργανισμü του. Ο ßδιος ομολογεß σ' Ýνα γρÜμμα του: "Ευτυχþς, κατüρθωσα να περιορßσω τα αναγκαßα προς το ζην". ¸τρεμε στη σκÝψη μÞπως και τον κατηγορÞσουν üτι γρÜφει για να ζÞσει. Κι Ýτσι, μÝσα στην ψευδαßσθηση της πλασματικÞς ζωÞς που δημιοýργησε, σχεδüν ερημßτης, σχεδüν αυτοεξüριστος απü Ýναν κüσμο που καθημερινÜ σκüτωνε ü,τι αυτüς αγαποýσε, Üρχισε σιγÜ-σιγÜ να φθεßρεται και να φθßνει. ¹ταν Ýνας ¢γγλος τζÝντλεμαν σßγουρα, αλλÜ δυστυχþς μüνο στα üνειρÜ του.



    ¼λ' αυτÜ τα χρüνια γρÜφει συνÝχεια, Üλλοτε με γρÞγορο ρυθμü, Üλλοτε με αργü. Μüνο το 1929, απασχολημÝνος με τα προβλÞματα του διαζυγßου του δε γρÜφει τßποτα. Και ξαφνικÜ, κÜνει κÜτι παρÜξενο. Αρχßζει να ταξιδεýει. ΠÜει στον ΚαναδÜ και σε μερικÝς παλιÝς πüλεις της ΑμερικÞς. Αλλ' αυτü εßναι μüνο Ýνα σýντομο ιντερμÝτζο στη μοναχικÞ ζωÞ του. ΓρÞγορα ξαναγυρßζει στο Πρüβιντενς και συνεχßζει πÜντα να ζει üπως πριν. Βγαßνει μüνο τις απογευματινÝς þρες για να δει κÜποιο φιλμ Þ για να κÜνει Ýναν περßπατο στα ερημικÜ δρομÜκια. Ολομüναχος μÝσα στη σιωπÞ του. Γιατß ακüμη και στο Πρüβιντενς εßχε πολý λßγους φßλους. Στο μεταξý κι üσο περνÜει ο καιρüς, η υγεßα του üλο και χειροτερεýει. Εßναι φυσικü. ΚανÝνας Üνθρωπος δεν μπορεß να ζÞσει για πολý, φυσιολογικÜ, τρþγοντας μüνο κονσερβαρισμÝνα φασüλια Þ Üλλα τÝτοια φτηνÜ φαγητÜ. Το πενιχρü του εισüδημα μüνο τÝτοια του επιτρÝπει ν' αγορÜζει. Θα νüμιζε κανεßς üτι επιδßωξε την αυτοκαταστροφÞ του. ºσως γιατß πßστευε üτι Þταν Ýνας αποτυχημÝνος.
    Κι εßχε δßκιο να αισθÜνεται Ýτσι. Οι οικογενειακÝς του κακοτυχßες, ο αποτυχημÝνος του γÜμος, η στερημÝνη ζωÞ του, η Ýλλειψη αναγνþρισης ως συγγραφÝα -σ' üλη τη συγγραφικÞ ζωÞ του Ýγινε γνωστüς μüνο σ' Ýνα στενü κýκλο λßγων φßλων του- κι η απογοÞτευση üτι κυκλοφüρησε μüνον Ýνα μικρü βιβλßο üσο ζοýσε, που μüλις και μετÜ βßας κÜλυψε τα ÝξοδÜ του -το βιβλßο αυτü εßναι The Shadow Οver Innsmouth, 1931- τον οδηγÞσανε στη πικρÞ, απαισιüδοξη πßστη του. ΠρÝπει βÝβαια, να παραδεχτεß κανεßς üτι δεν εßχε κι Üδικο. ¹τανε πρÜγματι Üτυχος. Και μ' αυτÞ τη θλßψη θα πρÝπει ν' Üφησε τη τελευταßα του πνοÞ. Ο ΧÜουαρντ Φßλιπς ΛÜβκραφτ πÝθανε στις 15 ΜÜρτη 1937 το πρωß, στο νοσοκομεßο ΤζÝιν ΜπρÜουν Μεμüριαλ απü καρκßνο. ¹ταν μüνο 46 χρονþν. ΘÜφτηκε τρεις μÝρες αργüτερα στον οικογενειακü τÜφο των Φßλιπς στο κοιμητÞριο του ΣουÜν Πüιντ. Το θαýμα, üπως και σ' Üλλες ανÜλογες περιπτþσεις συγγραφÝων που πÝθαναν Üγνωστοι για να γßνουνε διÜσημοι ýστερα, Þρθε μετÜ.



    ¢ρχισε να γρÜφει απü παιδß, αλλÜ τα πρþτα του κεßμενα εßναι ασÞμαντα. Στο βÜθος τους üμως, διαφαßνεται ο σπüρος του συγγραφÝα που θ' ανθßσει αργüτερα. Απü τα πιο παλιÜ του διηγÞματα που θεωροýνται εντελþς αδÝξια, εßναι The monster in the cave, 1905, και The Alchemist, 1908. Στα 16 εκδßδει το The Rhode Island Journal of Astronomy ενþ παρÜλληλα γρÜφει γι' αστρονομικÜ θÝματα στη Tribiun του Πρüβιντενς. Στη συνÝχεια, αρχßζει ν' ασχολεßται με τη φανταστικÞ λογοτεχνßα, που Þτανε και το μεγÜλο του πÜθος, αλλÜ χωρßς καμιÜ επιτυχßα. Και γι' αυτü, μετÜ το 1908, την εγκαταλεßπει για να στραφεß στη ρεαλιστικÞ. Η πεζογραφßα κι η ποßησÞ του üμως, καρποß αυτÞς της στροφÞς, εßναι πολý κακÝς, σημειþνει ο κριτικüς του Λιν ΚÜρτερ. Το 1917, ξαναγυρßζει στη φανταστικÞ λογοτεχνßα και της αφοσιþνεται ως το τÝλος της ζωÞς του.
    To The Tomb, 1917, Ýνα απü τα πρþτα του διηγÞματα, εßναι επηρεασμÝνο απü τον  Πüε (1809-1849), ενþ το Dagon; γραμμÝνο τον ßδιο χρüνο, παρ* üλο που εßναι πιο προσωπικü, δεν παýει ωστüσο να 'ναι μüνο μια απüπειρα. To Polaris, το μοναδικü διÞγημα που γρÜφει το 1918, ελÜχιστα διαφÝρει σε ποιüτητα απü τα διηγÞματα του προηγοýμενου χρüνου. ΠεριγρÜφει το αρχαßο πολικü βασßλειο του ΛομÜρ, που εßναι μια απü τις πρþτες ονειροχþρες του. Το 1919, γνωρßζει το συγγραφÝα που θα τον επηρεÜσει περισσüτερο και βαθýτερα απü τον Πüε, το λüρδο ΝτÜνσανι (1878-1957). Η ονειρικÞ και μαγικÞ ατμüσφαιρα του Ιρλανδοý συγγραφÝα κι η ευγενικÞ καταγωγÞ του Þτανε φυσικü να γοητÝψουνε το ΛÜβκραφτ, που γρÜφει αμÝσως κιüλας μÝσα στο 1919 4 διηγÞματα Ýντονα επηρεασμÝνα απ' αυτüν, εßναι τα: Beyond the Wall of Sleep, The Doom that came to Sarnath, The Statement of Randolph Carter, The White Ship.



    ΑλλÜ και τα διηγÞματα του 1920 συνεχßζουν να 'ναι επηρεασμÝνα απü τον ΝτÜνσανι. Ο χρüνος αυτüς εßναι παραγωγικüς. ΓρÜφει 8 διηγÞματα, που εßναι τα: Arthur Jermyn (The White Ape), The Cats of Ulthar, χαραχτηριστικü δεßγμα του τρüπου που ο ΛÜβκραφτ σκιαγραφοýσε υπαινιχτικÜ το μακÜβριο σ' αυτÝς τις πρþτες του απüπειρες, Celephais (για μÝνα τον ΠÜτροκλο, το κορυφαßο των κορυφαßων διηγημÜτων του), From Beyond, The Picture in the House, The Temple, The Terrible Old Man και The Tree. Στα κεßμενα αυτÞς της περιüδου θα συναντÞσει κανεßς και τα πρþτα σýμβολα της Μυθολογßας Κθοýλου. Το ßδιο παραγωγικü εßναι και το 1921. Αρχßζει με το διÞγημα The Moon-Bog. Ακολουθεß το The Music of Erich Zann. To διÞγημα αυτü, παρ' üλο που εßναι επηρεασμÝνο απü τον Πüε, Ýχει δικü του ýφος και προσωπικüτητα. Εßναι απü τα λßγα διηγÞματÜ του που εκφρÜζεται ο βαθýτερος εαυτüς του συγγραφÝα αλλÜ και το κοινωνικοπολιτικü του περιβÜλλον. Με βαθειÜ μελαγχολßα τραγουδÜ το χαμÝνο παρελθüν και τις κομμÝνες ρßζες απ' αυτü. To The Nameless City θεωρεßται το 1ο διÞγημα απ' τον κýκλο της Μυθολογßας Κθοýλου κι εßναι βασισμÝνο σ' üνειρü του. Ο φανταστικüς τρελüς ¢ραβας ποιητÞς Αμπντοýλ ΑλχαζρÝντ, που Ýγραψε το βλÜσφημο Νεκρονομικüν, κÜνει εδþ τη 1η του εμφÜνιση. Το αραβικü αυτü üνομα εßναι Ýνα ψευδþνυμο που χρησιμοποιοýσε ο ΛÜβκραφτ παιδß, γοητευμÝνος απ' τις Χßλιες και μια Νýχτες. Στο 1921 ανÞκουν τα παρακÜτω διηγÞματα: The Other Gods, The Outsider, The Quest of Iranon και το Herber West: Reanimator, που εßναι μια παραλλαγÞ του φρανκεσταúνικοý θÝματος.



    Το 1922, γρÜφει το The Hound, που θεωρεßται η 2η ιστορßα Κθοýλου, το Hypnos και το The Lurking Fear. To 1923, γρÜφει το The Festival· εßναι η 3η ιστορßα Κθοýλου. To The Rats in the Walls θεωρεßται απü τα πιο τρομαχτικÜ διηγÞματÜ του. Βασßζεται στις πανÜρχαιες φρυγικÝς τελετουργßες ανθρωποφαγßας. Τα μουχλιασμÝνα υγρÜ υπüγεια ενüς αρχαßου σπιτιοý, με τ αηδιαστικÜ τρωκτικÜ να περιφÝρονται χαρχαλεýοντας μÝσα σε μια αποτρüπαιη ατμüσφαιρα που αποπνÝει αποστροφÞ κι αποσýνθεση, καθιστοýνε το διÞγημα μια απü τις ωραιüτερες ιστορßες τρüμου. Το 1924, γρÜφει το Imprisoned with the Pharaohs και το The Shunned House. To 1925, γρÜφει το He, το The Horror at Red Hook, που εκφρÜζει, την απÝχθειÜ του για τη Ν.Υüρκη και το In the Vault.
     To 1926 εßναι απü τις πιο δημιουργικÝς περιüδους του ΛÜβκραφτ. Αρχßζει με το The Call of Cthulhu. Η νουβÝλα αυτÞ αποτελεßται απü 3 διαφορετικÜ διηγÞματα, που επß μÝρους στοιχεßα τους αλληλοσυνδÝονται αποτελþντας μια πλÞρη ενüτητα. Το 1ο, εßναι το The horror in clay, αναφÝρεται σ' Ýνα πÞλινο πλακßδιο με περßεργα ιερογλυφικÜ και σ' Ýνα ειδþλιο απαßσιου τÝρατος. Στο 2ο το The tales of inspector Legrasse, ο επιθεωρητÞς ΛεγκρÜς αφηγεßται τη σýλληψη μιας θρησκευτικÞς ομÜδας, που σε κÜποια ερημικÞ τοποθεσßα της Ν. ΟρλεÜνης εκτελοýσε μια μυστηριþδη τελετουργßα γýρω απü Ýνα Üγαλμα που εßχε τα χαρακτηριστικÜ του ειδþλου του προηγοýμενου διηγÞματος. Το 3ο, The madness from the sea, περιγρÜφει Ýνα φοβερü νησß με κυκλþπεια τεßχη που αναδýθηκε απ' τη θÜλασσα. Η πüλη του νησιοý εßναι η μυθικÞ Ρ'λýε και το τÝρας που βρßσκεται παγιδευμÝνο σ' αυτÞ και που 'χει τα χαρακτηριστικÜ των αγαλμÜτων των προηγοýμενων διηγημÜτων εßναι ο περßφημος Κθοýλου. To The Call of Cthulhu αναδεßχνει τη μαεστρßα του να παγιδεýει τον αναγνþστη και να τον οδηγεß σταδιακÜ στην ανησυχßα δημιουργþντας του τη ψευδαßσθηση της αληθοφÜνειας. Για να το πετýχει χρησιμοποιεß πλÞθος στοιχεßα. Το δημοσιογραφικü ýφος, που πιστεýει üτι εßναι το μüνο κατÜλληλο να περιγρÜψει αληθινÜ γεγονüτα. ΑναφÝροντας ακüμη φανταστικÜ βιβλßα, το Νεκρονομικüν; καθαρÜ φανταστικü βιβλßο, ανÜμεσα σ' Üλλα υπαρκτÜ, üπως το The Golden Bough του ΤζÝιμς ΦρÝιζερ (1854-1941) Þ το The Witch-Cult in Western Europe της ΜÜργκαρετ ΜÜρεú (1862-1963), üπως επßσης κι αποκüμματα εφημερßδων της εποχÞς του, καταφÝρνει να προσδþσει στο διÞγημÜ του μιαν Üλλη γεýση αυθεντικüτητας. Ο αναγνþστης τρομÜζει με τη φρßκη που παραμονεýει τον Þρωα κι üχι γιατß τρομÜζει ο Þρωας, που αθþος συνÞθως, δεν μπορεß να φανταστεß τι τον περιμÝνει. Αυτü το στοιχεßο, που αργüτερα πολλοß θα προσπαθÞσουν να μιμηθοýν, εßναι και η μεγÜλη δεξιοτεχνßα του. Στη πλοýσια σοδειÜ του 1926 ανÞκουν επßσης το Cool Air, το Pickman's Model, το The Silver Key και το The Strang High House in the Mist. Τα 2 τελευταßα εßναι και πÜλι επηρεασμÝνα απü το ονειρικü κλßμα του ΝτÜνσανι.



    Το 1927, ο ΛÜβκραφτ γρÜφει μια απü τις ωραιüτερες νουβÝλες του, το The Colour out of Space. ΚÜτι Üγνωστο, μυστηριþδες, ανεξÞγητο, κÜτι ζωντανü üμως, ßσως μια εξωανθρþπινη οντüτητα, Ýρχεται απ' τα βÜθη του διαστÞματος και πÝφτει σε μια Ýρημη περιοχÞ. ¾στερ' απü λßγο ολüκληρη αυτÞ η περιοχÞ θ' αρχßσει να φÝρεται παρÜξενα. ΟργανικÜ κι ανüργανα στοιχεßα της μοιÜζουνε στοιχειωμÝνα, η φýση ολüκληρη μοιÜζει να μην υπακοýει στους φυσικοýς νüμους. Εßναι απü τα λßγα διηγÞματα του ΛÜβκραφτ που η συγγραφικÞ του δεινüτητα εκτßθεται σ' üλη της την ομορφιÜ. ΚατÜ κÜποιο περßεργο τρüπο, το διÞγημα υποβÜλλει τη σýγχρονη ατομικÞ εποχÞ, αλλÜ περιÝχει και κÜτι ακüμα, τον αιþνιο τρüμο του ανθρþπου που Ýχει συνειδητοποιÞσει την ασημαντüτητα του μÝσα στο χÜος που τον περιβÜλλει. Ο ΛÜβκραφτ δεßχνει τþρα καθαρÜ πως Ýχει καταχτÞσει τα εκφραστικÜ του μÝσα, Ýχει μορφþσει Ýνα προσωπικü ýφος και καταφÝρνει, üχι πÜντα βÝβαια, να υποτÜσσει τις εμπνεýσεις του σε μια πιο αρχιτεκτονημÝνη σýνθεση. Το ßδιο συμβαßνει και στο μυθιστüρημÜ του The Case of Charles Dexter Ward, γραμμÝνο στα τÝλη του 1927 και στις αρχÝς του 1928, που περιγρÜφει τη περßπτωση του... βλÜσφημου συγγραφÝα ΜπορÝλους, που Ýχει ανακαλýψει το μυστικü της ανÜστασης των νεκρþν. Για το μυθιστüρημα αυτü, αλλÜ και για το The Shadow out of Time (1934), ο κριτικüς και συγγραφÝας Κüλιν Ουßλσον (1931-) γρÜφει üτι αυτÜ τα 2 Ýργα φτÜνουν οπωσδÞποτε στο ýψος του κλασσικοý πρüτυπου μιας καλÞς ιστορßας φρßκης, ενþ 12 Üλλα Ýργα του ασφαλþς αξßζει να επιζÞσουν.
    Το 1928, γρÜφει το The Dunwich Horror, που θεωρεßται κι αυτü απ' τα καλλßτερα του. Με το δικü του χαρακτηριστικü τüνο και τρüπο σχεδιÜζει τη μυστηριþδη, μυθικÞ περιοχÞ του ΝτÜνγουιτς, που βρßσκεται κÜπου στη ΜασαχουσÝτη, και τυλßγει με ανησυχητικÞ αβεβαιüτητα κι αδιüρατο φüβο το μοναχικü σπßτι των Γουßτλι. Τα τÝρατα περιμÝνουν κι εδþ αθÝατα στο πßσω σκοτÜδι, Ýτοιμα να επιτεθοýν μüλις τους δοθεß η κατÜλληλη ευκαιρßα Þ üταν καλλιεργηθεß το Ýδαφος. ΤελικÜ θα εξοριστοýν αλλÜ δε θα καταστραφοýν. Πανßσχυρα κι αθÜνατα σαν τον Üνθρωπο, μια κι εßναι λογοτεχνικÝς προβολÝς του ανθρþπινου υποσυνεßδητου, θα υποχωρÞσουν για να ετοιμÜσουνε ξανÜ την επüμενη επßθεσÞ τους. Τα στοιχεßα της μυθολογßας Κθοýλου πληθαßνουν εδþ κι αποχτοýν μια κÜποια Ýστω και ρευστÞ μορφÞ. Το Νεκρονομικüν ξανακÜνει τη θριαμβευτικÞ εμφÜνισÞ του, γßνεται και πÜλι λüγος για το Κθοýλου, την ονειρικÞ πüλη ΚαντÜθ κι εμφανßζεται μια καινοýργια θεüτητα, η Σουμπ-ΝιγκουρÜθ. Ο ΛÜβκραφτ üπως συνηθßζει στα περισσüτερα Ýργα του, αφÞνει για τις τελευταßες γραμμÝς τη ξαφνικÞ λýση, που φροντßζει να 'ναι τÝτοια þστε να δημιουργεß Ýνα τρομαγμÝνο ξÜφνιασμα κι αφοý προηγουμÝνως Ýχει οδηγÞσει σ' αυτÞ μ' Ýναν αριστοτεχνικÜ μαιανδρικü δρüμο τον αναγνþστη του.



    Στο ßδιο περßπου κλßμα κι ατμüσφαιρα κινεßται και το The Whisperer in Darkness, το μοναδικü Ýργο που Ýγραψε το 1930. Πολλοß
μελετητÝς του τοποθετοýν το διÞγημα αυτü ανÜμεσα στα κορυφαßα του. Εδþ γßνεται λüγος για τους τερατüμορφους ΜεγÜλους Παλαιοýς και για τις προσπÜθειÝς τους να ξαναεισβÜλουνε στη γη. Ο αναγνþστης ζει το αβÝβαιο, ανατριχιαστικü, κλειστοφοβικü κλßμα του υπαινιχτικοý τρüμου που διαποτßζει τη σχεδüν «γοτθικÞ» ατμüσφαιρα φορτßζοντÜς την και που πυκνþνει σταδιακÜ δημιουργþντας μια ασφυχτικÞ, αποπνιχτικÞ Ýνταση Üγχους ως το απρüοπτο τÝλος, που αφÞνει üμως, πÜντα μια υποψßα ανÞσυχης συνÝχειας. Στο διÞγημα εντοπßζονται στοιχεßα δανεισμÝνα απü Üλλους συγγραφεßς, που τα κεßμενÜ τους διüρθωνε ο ΛÜβκραφτ. Τþρα τα ενσωματþνει στη δουλειÜ του πλουτßζοντας Ýτσι τη μυθολογßα του. To Whisperer εßναι επηρεασμÝνο απ' το μυθιστüρημα του Ρüμπερτ ΤσÝιμπερς (1865-1933), The King in Yellow, αλλÜ τþρα η επßδραση Ýχει χωνευτεß κι αφομοιωθεß τüσο δημιουργικÜ, απüλυτα και τÝλεια þστε μüνο τα ονüματα των ηρþων να θυμßζουνε τη προÝλευσÞ του.
    Δυο απ' τα πιο αντιπροσωπευτικÜ του Ýργα, το The Shadow over Innsmouth, και το At the Mountains of Madness, εßναι γραμμÝνα το 1931. Στο 1ο περιγρÜφει το μισοερειπωμÝνο και θλιβερü λιμÜνι του ºννσμουθ και τους τερατþδεις ιχθυüμορφους κατοßκους των βυθþν που ενþνονται με τους ανθρþπους γεννþντας τÝρατα, τους αυριανοýς ßσως κατοßκους της γης. Σε κανÝνα Üλλο διÞγημα δεν καταφÝρνει να περιγρÜψει τüσο πετυχημÝνα τη μελαγχολικÜ Ýρημη, γκρßζα ατμüσφαιρα του ºννσμουθ, üπως το κÜνει εδþ. Διαφορετικü εßναι το κλßμα κι η ατμüσφαιρα της 2ης νουβÝλας. ΠÝρ' απü τους πÜγους της ΑρκτικÞς βρßσκονται τα τερατþδη, γιγÜντια ερεßπια των ΜεγÜλων Παλαιþν, που ανακλοýνε το μÝγεθος των πανÜρχαιων κατοßκων τους. Μια επιβλητικÞ ατμüσφαιρα υποψßας για κÜτι αδιüρατο και τρομερü που σε παρακολουθεß με αüρατα Üδεια μÜτια απü παντοý, στοιχειþνει ολüκληρο το Ýργο. Ο τρüμος Üμορφος, απρüσωπος και συγκεχυμÝνος, üπως σ' Ýναν εφιÜλτη, μοιÜζει να καραδοκεß και να παραμονεýει συσπειρωμÝνος σε κÜθε γωνιÜ Þ σκιÜ Þ σιωπÞ του εξουθενωτικοý αυτοý χþρου. Η ασημαντüτητα των üντων αλλÜ παρÜλληλα και η δυναμικüτητÜ τους, το πÜθος τους για ýπαρξη κι η πÜλη τους να πετýχουνε το ακατüρθωτο και να ερευνÞσουν το Üγνωστο, παρουσιÜζεται εδþ, μÝσα σε μια ατμüσφαιρα μεγαλοπρÝπειας και δÝους. Μες απ' αυτü το αριστοýργημα ο ΛÜβκραφτ κατορθþνει επßσης να συλλÜβει και την ιδÝα της εξελιχτικÞς ανüδου και πτþσης των πολιτισμþν. Στο At the Mountains of Madness, υπÜρχει Ýνας μακρινüς απüηχος απ' τον Αρθουρ Γκüρντον Πυμ, του Πüε κι απ' το First and Last Men, του ¼λαφ ΣτÜπλεντον (1886-1950), αλλÜ εßναι μüνο Ýνας απüηχος. ¸χει αφομοιþσει πλÝον εντελþς τα διδÜγματα των δασκÜλων, Ýτσι που να μη διακρßνεται καθüλου η
επιρροÞ τους.



    Το 1933, ξαναγρÜφει 2 ντανσανικÜ διηγÞματα, το The Dreams in the Witch-House και το Through the Gates of the Silver Key. To 1933, γρÜφει μüνον Ýνα διÞγημα χωρßς ιδιαßτερες αξιþσεις, το The Thing on the Doorstep, που ανÞκει στον κýκλο της μυθολογßας Κθοýλου. To The Shadow out of Time, που γρÜφτηκε το 1934, θεωρεßται το σπουδαιüτερο λογοτεχνικü κατüρθωμÜ του. Η διÞγηση προσπαθεß να Ýχει κÜτι το τιτανικü, κι ως Ýνα σημεßο το κατορθþνει- κι η περιγραφÞ των κοσμικþν πολιτισμþν εßναι εντυπωσιακÞ. Η δημιουργικÞ φαντασßα του στο Ýργο αυτü στοχεýει σε απßθανα ýψη. Το 1935, γρÜφει το In the Walls of Eryx, που εßναι και το μοναδικü διÞγημα επιστημονικÞς φαντασßας του ΛÜβκραφτ. To The Haunter of the Dark εßναι το τελευταßο διÞγημα που Ýγραψε πÜνω στη μυθολογßα Κθοýλου. ΑναφÝρεται στο Λαμπερü Τραπεζüεδρο, Ýνα λατρευτικü αντικεßμενο που προÝρχεται απ' το μυστηριþδη, σκοτεινü πλανÞτη Γυογγüθ -Ýτσι ονüμαζαν οι ΜεγÜλοι Παλαιοß τον πλανÞτη Πλοýτωνα- και σχετßζεται με τη λατρεßα του θεοý ΝυαρλαθοτÝπ, που εßναι βασικüς πρωταγωνιστÞς στη μυθολογßα Κθοýλου. To The Evil Clergyman, Ýνα μÜλλον ασÞμαντο διÞγημα, που βρÝθηκε το 1937 στα χαρτιÜ του, μετÜ το θÜνατο του, θεωρεßται και το κýκνειο Üσμα του.
    ¸γραψε ακüμα την πολý ενδιαφÝρουσα μελÝτη Supernatural Horror in Literature, που πρωτοδημοσιεýτηκε το 1927 στο περιοδικü The Hermit και τη ποιητικÞ συλλογÞ The Fungi from Juggoth, που εßναι μια Üτυχη απομßμηση της ποιητικÞς του Πüε. ΜερικÜ ποιÞματα της συλλογÞς ξεχωρßζουν, αλλÜ γενικÜ η ποιητικÞ του απüπειρα θεωρεßται αποτυχημÝνη, Η λογοτεχνικÞ εργασßα του δεν Ýγινε αμÝσως γνωστÞ γιατß δημοσιεýτηκε κυρßως στα λαúκÜ περιοδικÜ της εποχÞς του, που εßχανε περιορισμÝνη κυκλοφορßα κι ορισμÝνο κοινü. ¼λα σχεδüν τα διηγÞματα του κι οι νουβÝλες του δημοσιεýτηκαν στο περιοδικü Weird Tales, που εκδüθηκε 1η φορÜ το 1923, δßνοντας þθηση στη φανταστικÞ λογοτεχνßα. Μες απü τις σελßδες του Ýγιναν γνωστοß πÜρα πολλοß συγγραφεßς, üπως ο ΧÝνρι ΓουÜιτχεντ (1882-1932), ο Κλαρκ ¢στον Σμιθ (1892-1961), ο Φρανκ ΜπÝλκναπ Λονγκ (1903-), ο Ρüμπερτ ΧÜουαρντ (1906-1936), ο Καρλ ΓιÜκομπι (1908-), ο Φριτς ΛÜιμπερ, ο Ρüμπερτ Μπλοχ, ο ΡÝι ΜπρÜντμπερι, και πολλοß Üλλοι. Λιγþτερα διηγÞματÜ του δημοσιεýτηκαν στα περιοδικÜ Amazing Stones, που πρωτοκυκλοφüρησε το 1926, και στο Astounding Science Fiction, που εκδüθηκε 1η φορÜ το 1930.
     Η τελευταßα 10ετßα της ζωÞς του Þταν η πιο παραγωγικÞ. Σε τοýτη Ýγραψε τα περισσüτερα και καλýτερα του μυθιστορÞματα. ΠαρüλαυτÜ, αντß να πλουταßνει, φτþχαινε κι αναγκαζüτανε χρονιÜ τη χρονιÜ, να ζει üλο και πιο οικονομικÜ. ΕπηρεÜστηκεν επßσης κι απü την αυτοκτονßα του Robert E. Howard (συγγραφÝα του Κüναν) κι üλ' αυτÜ εßχαν αποτÝλεσμα να του διαγνωστεß υποσιτισμüς και καρκßνος του εντÝρου, το 1936. Κοντοζυγþνοντας ο θÜνατος, συνειδητοποßησε τη γυμνÞ αλÞθεια, üτι το Ýργο του Þτανε καταδικασμÝνο να ξεχαστεß. Κι αυτü γιατß παρÜ τη πρüσκαιρη επιτυχßα και τις πωλÞσεις, δεν εßχε εκδþσει ποτÝ πραγματικü βιβλßο στη ζωÞ του (εκτüς απü το βεβιασμÝνο και ωμü Η ΣκιÜ πÜνω απü το ºνσμουθ)! Οι 60 ιστορßες και τα τüσα δοκßμια και ποιÞματÜ του Þτανε διασκορπισμÝνα σε μια σειρÜ λογοτεχνικþν και παραλογοτεχνικþν περιοδικþν και πßστεψε πως θα τα κÜλυπτε üλα η λÞθη. ΜÝχρι τüτε βÝβαια ο καρκßνος που κατÝτρωγε τα ÝντερÜ του εßχε προχωρÞσει τüσο που τßποτα δεν μποροýσε να γßνει. ΑρχινÜ να υποφÝρει απü εφιÜλτες και μια σπÜνια ευαισθησßα στο κρýο κι αγκομαχεß να βγÜλει τον χειμþνα του 1936-1937, üταν ο ανεßπωτος πüνος θα τον αναγκÜσει τελικÜ να μπει στο νοσοκομεßο τον ΜÜρτη του 1937, üπου κι Üφησε την τελευταßα του πνοÞ 5 μÝρες αργüτερα, στις 15 του ßδιου μÞνα. ¸ζησε χωμÝνος βαθιÜ σε μιζÝρια κι απÝραντο πüνο, για Ýνα περßπου ολÜκερο Ýτος. Στις 15 ΜÜρτη 1937 πεθαßνει στη Providence και θÜβεται στο Swan Point Cemetery, μüλις 47 ετþν!



     ΑλλÜ αν εßναι σÞμερα γνωστüς, αν μελετοýν το ýφος του, τη θεματικÞ του, τον εσωτερικü προβληματισμü του και τη λογοτεχνικÞ του ποιüτητα, αν τον αποκαλοýν Üρχοντα της φαντασßας, μοναδικü δεξιοτÝχνη στο χειρισμü του μακÜβριου, δÜσκαλο στο σχεδßασμα της ατμüσφαιρας υπερφυσικοý τρüμου, κι αν Ýχει μεταφραστεß σε δþδεκα τουλÜχιστον γλþσσες και θεωρεßται Ýνας απü τους μεγαλýτερους συγγραφεßς της ΑμερικÞς, αυτü οφεßλεται στην αγÜπη ενüς ανθρþπου, του συγγραφÝα ¼γκαστ ΝτÝρλεθ (1909-1971). Ο ΛÜβκραφτ Þταν μανιþδης αλληλογρÜφος —του αποδßδονται τουλÜχιστον 100.000 γρÜμματα, μερικÜ Ýφταναν τις 60 μÝχρι 70 σελßδες -κι αλληλογραφοýσε με πολλοýς φßλους του συγγραφεßς. ¸νας απ' αυτοýς Þτανε κι ο ¼γκαστ ΝτÝρλεθ. ¸τσι, 2 χρüνια μετÜ το θÜνατο του, ο ΝτÝρλεθ που τον λÜτρευε και τον πßστευε, μαζß με τον Ντüναλντ Γουüντρεú (1908-) δημιουργÞσανε τον εκδοτικü οßκο ¢ρκαμ (εßναι το üνομα μιας φανταστικÞς πολιτεßας στη ΜασαχουσÝτη κι αυτü λογοτεχνικü δημιοýργημα του ΛÜβκραφτ) για να δημοσιεýσουν αποκλειστικÜ τα Ýργα του. ¸τσι, χÜρη στην αγÜπη και την επιμονÞ του ΝτÝρλεθ, οι κριτικοß κι ο κüσμος Üρχισαν να προσÝχουν αυτü τον τüσο πρüωρα κι Üδικα χαμÝνο συγγραφÝα, κÜτι ανÜλογο Ýγινε και με τη περßπτωση του Φραντς ΚÜφκα (1883-1924), που σωθÞκανε τα Ýργα του χÜρη στο φßλο του Μαξ Μπορντ.
    ΣÞμερα χαßρει παγκüσμιας φÞμης και τοποθετεßται δßπλα στον Πüε, αν κι ορισμÝνοι τον θεωροýν ανþτερο του. ΑνεξÜρτητα αν ποτÝ αυτü αποδειχτεß Þ üχι, Ýνα εßναι βÝβαιο, üτι Ýφερε μια νÝα πνοÞ στη φανταστικÞ λογοτεχνßα κι ßσως στη λογοτεχνßα γενικþτερα. ΕπηρεασμÝνος απ' την αγγλοσαξωνικÞ λογοτεχνßα, κυρßως του 18ου αι., που της Þτανε φανατικüς λÜτρης, απüδειξη üτι προσπÜθησε να μιμηθεß το γοτθικü ýφος της, κατÜφερε να τη ξεπερÜσει τελικÜ και να δημιουργÞσει δικü του, εντελþς προσωπικü στυλ. Πολλοß κριτικοß θεωροýνε το γρÜψιμο του εξεζητημÝνο, βαρý, δýσκαμπτο, δυσκßνητο, περßτεχνο και πομπþδες. Αντßθετα, Üλλοι το θεωροýν μοναδικü, πρωτüτυπο, πλοýσιο σε ποικιλßα λÝξεων -üπως κι εßναι εξÜλλου- γοητευτικÜ μπαρüκ και πρüτυπο γραφÞς. Το 1945, Ýνας απü τους πιο δηλητηριþδεις Αμερικανοýς κριτικοýς, ο ¸ντμουντ Ουßλσον Ýγραφε: "Ο ΛÜβκραφτ δεν ξÝρει πþς να χειρßζεται τη πÝννα. Το γεγονüς üτι το πολυλογÜδικο κι εξεζητημÝνο ýφος του συγκρßνεται απü μερικοýς με κεßνο του ¸ντγκαρ ¢λαν Πüε, φανερþνει απλÜ üτι κανÝνας πια δε ξÝρει τι πÜει να πει καλü γρÜψιμο". Ο ΙσαÜκ Ασßμοφ επßσης τονε χαρακτηρßζει κομπλεξικü, Üρρωστο, αλαζονικü, χλευαστÞ κι εχθρü της ζωÞς, Ýναν εραστÞ που δε βρÞκε ποτÝ το αντικεßμενο της αγÜπης του Þ Ýναν ανÜξιο να προσφÝρει αγÜπη, Ýνα διανοοýμενο που κρυβüτανε πßσω απü τις χιμαιρικÝς επιστολÝς του.
    Αντßθετα, ο Ελβετüς κριτικüς ΜισÝλ ντε Γελρüντ τονε θεωρεß ως Ýναν απü τους 4 μεγαλýτερους συγγραφεßς της ΑμερικÞς. Οι Üλλοι 3, κατÜ τον Γελρüντ, εßναι ο ¸ντγκαρ ¢λαν Πüε, ο ¢μπροουζ Μπιρς (1842-1914) κι ο Ουüλτ Ουßτμαν (1819-1892). Ο Ισπανüς δοκιμιογρÜφος ΧοσÝ Λουßς Γκαρσßα τονε τοποθετεß ανÜμεσα στους 10 μεγαλýτερους συγγραφεßς üλων των εποχþν. Ο Ζαν Κοκτþ (1889-1963) τονε θαυμÜζει και τονε πιστεýει βαθιÜ κι ο μεγÜλος Αργεντικüς συγγραφÝας Χüρχε Λουßς Μπüρχες (1889-1986) γρÜφει Ýνα λαβκραφτικü διÞγημα και το αφιερþνει στη μνÞμη του, ενþ ο Πολωνüς μελετητÞς του, Μαρκ Γουßντματς γρÜφει üτι ο ΛÜβκραφτ κατορθþνει να δημιουργεß πυκνÝς εντυπþσεις με την εισαγωγÞ του φοβισμÝνου αφηγητÞ, ενüς συνηθισμÝνου δηλαδÞ ανθρþπινου πλÜσματος που αντανακλÜ και πολλαπλασιÜζει τον τρüμο στον οποßο εßναι μÜρτυρας ο ßδιος, αλλÜ του εßναι αδýνατο να πιστÝψει σ' Ýναν Üλλο κüσμο τüσο απαßσια διαφορετικü απ' το συνηθισμÝνο.



    ΠÜντως üμως, εßτε παραδÝχεται κανεßς το ΛÜβκραφτ εßτε τον απορρßπτει, εßναι αδýνατο να τον αγνοÞσει, ακüμα κι αν το θÝλει. Γιατß δημιοýργησε σχολÞ, που τα λογοτεχνικÜ κλαδιÜ της φτÜνουν μÝχρι τις μÝρες μας. ΚÜτι που οι κριτικοß, ιδßως οι πολÝμιοι του, συνÞθως κοντüφθαλμοι, δεν μποροýν να αντιπαρÝλθουν αλλÜ κι αδυνατοýν να εξηγÞσουν. Βαθýς γνþστης της ευρωπαúκÞς κι αμερικανικÞς λογοτεχνßας, ο ΛÜβκραφτ Þταν επßσης και μοναδικüς κÜτοχος της παγκüσμιας μυθολογßας, πρÜγμα που τονε βοÞθησε να δημιουργÞσει τη δικÞ του μυθικÞ γεωγραφßα και τη δικÞ του περßφημη συνθετικÞ μυθολογßα Κθοýλου. Εξηγþντας ο ßδιος το Ýργο του γρÜφει: "¼λες μου οι ιστορßες, αν κι ασýνδετες μεταξý τους, βασßζονται στην ιδÝα üτι ο κüσμος μας κÜποτε εßχε κατοικηθεß απü μια Üλλη φυλÞ πλασμÜτων, που επειδÞ ασχολÞθηκε με τη μαýρη μαγεßα, διþχτηκε απ' τη γη κι εξορßστηκε κÜπου μακριÜ στο Απþτερο ΔιÜστημα. Εκεß ζει και περιμÝνει την ευκαιρßα να ξανÜρθει".

     Ο τÜφος του φÝρει γκρÜφιτι με τη φρÜση απü το Ýργο του The Call Οf Cthulhu:


    Νεκρüς δεν εßναι αυτüς
          που αιþνια μνημονεýεται,

             και με παρÜξενους καιροýς
                  ακüμα κι ο θÜνατος μπορεß να πεθÜνει
.

___________________________________________________________
___________________________________________________________

                           Το Χρþμα Απ' Το ΔιÜστημα

     Στα δυτικÜ του 'Αρκαμ οι λüφοι αγριεýουν και βρßσκεις κοιλÜδες πυκνÜ δασωμÝνες που δεν τις πεßραξε ποτÝ τσεκοýρι. Και σκοτεινÝς, απüτομες χαρÜδρες που τα δÝντρα τις σκαρφαλþνουν με τους πιο φανταστικοýς τρüπους κι üπου κελαρýζουν ρυÜκια που δεν εßδαν ποτÝ το σπßθισμα του Þλιου. Στις ομαλÝς πλαγιÝς βλÝπεις πολυκαιρισμÝνες φÜρμες, δεμÝνες με το τοπßο, χαμηλÜ σπßτια σκεπασμÝνα με λειχÞνες, που κÜθονται στ' απÜνεμα και στοχÜζονται χωρßς τελειωμü τα παλιÜ μυστικÜ της ΝÝας Αγγλßας. ¼λες εßναι τþρα Ýρημες. Οι χοντρÝς καμινÜδες καταρρÝουν κι οι ξυλüδετοι τοßχοι φουσκþνουν επικßνδυνα κÜτω απü τις χαμηλÝς σαμαρωτÝς σκεπÝς.
     Οι παλιοß Ýφυγαν και στους ξÝνους δεν αρÝσει να ζουν εδþ. Οι Γαλλο-Καναδοß κι οι Ιταλοß προσπÜθησαν μÜταια, οι Πολωνοß Þρθαν κι Ýφυγαν. ¼χι γιατß εßδαν Þ Üκουσαν Þ Ýπιασαν τßποτα, αλλÜ για κÜτι που ανÞκει στο βασßλειο της φαντασßας. Ο τüπος τη διεγεßρει νοσηρÜ και τις νýχτες τα üνειρα γßνονται ανÞσυχα. Αυτü θα 'ναι που διþχνει τους ξÝνους, γιατß ο γÝρο Αμι Πιρς ποτÝ δεν εßπε τßποτα για üσα θυμÜται απü 'κεßνες τις παρÜξενες μÝρες. Ο Αμι, που χρüνια τþρα τα Ýχει κÜπως χαμÝνα, εßναι ο μüνος που Ýμεινε και που μιλÜ καμιÜ φορÜ για τüτε. Και το τολμÜ γιατß το σπßτι του εßναι κοντÜ στην ανοιχτωσιÜ και στους δρüμους που ακολουθοýν οι ταξιδιþτες γýρω στο 'Αρκαμ.
     Παλιüτερα Ýνας δρüμος καβαλοýσε τους λüφους, γεφýρωνε τις κοιλÜδες κι Ýβγαζε ßσια εκεß  üπου εßναι τþρα το «καμÝνο χÝρσωμα», üμως ο κüσμος σταμÜτησε να τον χρησιμοποιεß κι ανοßχτηκε καινοýριος, που κÜνει μεγÜλη βüλτα προς το νοτιÜ. ΑνÜμεσα στ' αγριüχορτα που ξαναγýρισαν μπορεßς να βρεις σημÜδια του παλιοý και θα υπÜρχουν ακüμα και üταν τα βαθουλþματα σκεπαστοýν απü τα νερÜ της καινοýριας δεξαμενÞς. Τüτε τα σκοτεινÜ δÜση θα ξεκληριστοýν και το καμÝνο χÝρσωμα θα κοιμηθεß κÜτω απü τα γαλÜζια νερÜ που θα καθρεφτßζουν τον ουρανü και θα ρυτιδþνουν στον Þλιο. Και τα μυστικÜ των παρÜξενων ημερþν θα γßνουν Ýνα με τα μυστικÜ του βυθοý. ¸να με τους χαμÝνους θρýλους των γÝρικων ωκεανþν και με το μυστÞριο της πρþτης γης.
     ¼ταν ανÝβηκα εκεß για να επιστατÞσω τη θÝση των Ýργων, μου εßπαν üτι στο μÝρος φþλιαζε το κακü. Μου το εßπαν στο 'Αρκαμ κι επειδÞ η πüλη αυτÞ εßναι πολý παλιÜ και γεμÜτη θρýλους για μÜγισσες νüμισα πως το κακü θα εßναι κÜτι σαν αυτÜ που σιγοψιθυρßζουν οι γιαγιÜδες στα παιδιÜ εδþ και εκατοντÜδες χρüνια. Το üνομα «καμÝνο χÝρσωμα» μου φαινüταν κακüγουστο και θεατρικü και αποροýσα πþς βρÞκε θÝση στο φολκλüρ ενüς κüσμου πουριτανικοý. Κατüπιν εßδα με τα μÜτια μου τις απüτομες ρÜχες και τις σκοτεινÝς χαρÜδρες στα δυτικÜ και σταμÜτησα ν' απορþ. ¸μεινε και σε μÝνα μüνο η αßσθηση του παλιοý μυστÞριου. ¹ταν πρωß αλλÜ εδþ εßχε πÜντα μισüφως. Τα δÝντρα Þταν πολý πυκνÜ, οι χοντροß κορμοß τους δεν ταßριαζαν στα Þσυχα δÜση της ΝÝας Αγγλßας. ΑνÜμεσÜ τους Þταν παραπανßσια σιωπÞ κι Ýνιωθες το χþμα κÜτω μαλακωμÝνο απü την ταγκÞ λειχÞνα και τα απολειφÜδια Üπειρων χρüνων σαπßλας.
     Στις ανοιχτωσιÝς, κυρßως κατÜ μÞκος του παλιοý δρüμου, Ýβλεπες μικρÝς φÜρμες στις πλαγιÝς. ΚÜποτε μ' üλα τα κτßσματα üρθια, κÜποτε μ' Ýνα μüνο και μερικÝς φορÝς μια μοναχικÞ καμινÜδα Þ μισομπαζωμÝνα κελÜρια. Εδþ βασßλευαν τα ρεßκια και τα  αγριüχορτα  και μες στη βλÜστηση σοýρνονταν φευγαλÝα Üγρια πλÜσματα. ´¼λα τα σκÝπαζε μια ανησυχßα κι Ýνα πλÜκωμα. Μια αßσθηση εξωπραγματικÞ και γκροτÝσκα, λες κι απü την προοπτικÞ Þ το κιαροσκοýρο εßχε χαθεß κÜποιο ζωτικü στοιχεßο. Δεν απüρησα που Ýφευγαν οι ξÝνοι, γιατß αυτüς δεν Þταν τüπος να κοιμηθεßς. ΠαραÝμοιαζε με τοπßο του Σαλβατüρ Ρüζα, με απαγορευμÝνη ξυλογραφßα σε ιστορßα τρüμου.
     ΑλλÜ το χειρüτερο Þταν το καμÝνο χÝρσωμα. Το κατÜλαβα μüλις πÜτησα το πüδι μου εκεß, στο βÜθος μιας απλüχωρης κοιλÜδας. Σε τÝτοιο πρÜγμα δεν μποροýσε να ταιριÜξει Üλλο üνομα -Þ το αντßστροφο. Λες και ο ποιητÞς εßχε τορνÝψει τη φρÜση Ýχοντας αυτü ειδικÜ το μÝρος μπροστÜ του. ΠρÝπει, σκÝφτηκα καθþς το κοßταζα, να το 'φτιαξε Ýτσι η φωτιÜ.  ΑλλÜ γιατß να μην ξαναφυτρþσει τßποτα σ' αυτÜ τα πÝντε εκτÜρια γκρßζας ερημιÜς που ανοßγονταν προς τον ουρανü σαν μια μεγÜλη βοýλα που κατÜφαγαν δυνατÜ οξÝα απü το δÜσος και τα χωρÜφια; Το μεγαλýτερο μÝρος του ÞτÜν στα βüρεια του παλιοý δρüμου, αλλÜ Ýνα μικρü κομμÜτι περνοýσε κι απÝναντι.
     Καθþς το πλησßαζα Ýνιωσα παρÜξενους δισταγμοýς και τελικÜ το διÝσχισα μüνο και μüνο γιατß το απαιτοýσε η δουλειÜ μου. Δεν υπÞρχε ßχνος βλÜστησης σ' üλο το πλÜτωμα, μονÜχα μια ψιλÞ σκüνη Þ στÜχτη που λες κι ο Üνεμος δεν την παρÜσερνε. Τα δÝντρα εκεß κοντÜ Þταν Üρρωστα και στην περιφÝρεια σÜπιζαν νεκροß κορμοß. Καθþς βÜδιζα βιαστικÜ εßδα στα δεξιÜ μου πÝτρες και τοýβλα απü μια παλιÜ καμινÜδα, ßχνη κελαριοý και το μαýρο χασμουρητü ενüς παρατημÝνου πηγαδιοý üπου οι στÜσιμοι ατμοß που το τýλιγαν Ýπαιζαν παρÜξενα παιχνßδια με τις αχτßδες του Þλιου. Ακüμα κι η απüτομη, σκοτεινÞ, δασωμÝνη ανηφοριÜ πιο πÝρα φαινüταν μπροστÜ του καλüδεχτη και πια δεν αποροýσα με τα φοβισμÝνα μουρμουρητÜ των κατοßκων του Αρκαμ. Εδþ κοντÜ δεν Ýβλεπες Üλλο σπßτι Þ ερεßπιο. Ακüμα και παλιÜ το μÝρος θα 'ταν μοναχικü κι απüμακρο. Και το δειλινü, απü φüβο μÞπως ξαναπερÜσω το δυσοßωνο σημεßο, Ýκανα κýκλο και γýρισα στην πüλη απü το δρüμο του νοτιÜ. Και σαν να Þθελα να μαζευτοýν σýννεφα, γιατß εßχε τρυπþσει στην ψυχÞ μου Ýνας βαθýς φüβος για το βαθý σκοτÜδι του Üδειου ουρανοý.
Το βρÜδυ ρþτησα μερικοýς γÝρους στο Αρκαμ για το «καμÝνο χÝρσωμα» και τι σÞμαινε η φρÜση «παρÜξενες μÝρες» που σιγομουρμοýριζαν στα κλεφτÜ τüσο πολλοß. Ωστüσο δεν Ýπαιρνα καθαρÞ απÜντηση, παρÜ πως το μυστÞριο Þταν πολý πιο πρüσφατο απ' üσο νüμιζα. Δεν Þταν παλιüς θρýλος αλλÜ κÜτι που το 'ζησαν οι συνομιλητÝς μου. Εßχε συμβεß κατÜ το '80 και κÜποια οικογÝνεια εßχε εξαφανιστεß Þ ξεκληριστεß.
     Δεν Þθελαν να μιλÞσουν πιο συγκεκριμÝνα και καθþς üλοι μου 'λεγαν να μη δþσω σημασßα στις τρελÝς ιστορßες του γÝρο Αμι Πιρς, το Üλλο πρωß βγÞκα σε αναζÞτησÞ του. Εßχα ακοýσει πως ζοýσε μüνος στο αρχαßο γερμÝνο σπιτÜκι, εκεß που τα δÝντρα αρχßζουν να πυκνþνουν υπερβολικÜ. Το μÝρος Þταν τρομερÜ παλιü, εßχε αρχßσει να αναδßνει την αμυδρÞ εκεßνη μιασμÝνη μυρωδιÜ που τυλßγει τα πολυχρονισμÝνα σπßτια. Χτυποýσα þρα πολλÞ þσπου να με καταλÜβει ο γÝρος, και üταν σýρθηκε δειλÜ ως την πüρτα εßδα καθαρÜ üτι δεν του 'κανε χαρÜ να με δεχτεß. Δεν Þταν και τüσο εξασθενημÝνος' αλλÜ τα μÜτια του Ýγερναν μ' Ýνα περßεργο τρüπο και τα ακατÜστατα ροýχα του και τα Üσπρα γÝνια του τον Ýδειχναν πολý πεσμÝνο.
     Μη ξÝροντας πþς να τον καταφÝρω να μου τα πει, προσποιÞθηκα πως εßχα Ýρθει για δουλειÜ, του εßπα για την υδατοδεξαμενÞ κι Üρχισα να του κÜνω αüριστες ερωτÞσεις για τη περιοχÞ. ¹ταν πολý πιο Ýξυπνος και μορφωμÝνος απ' üσο με εßχαν αφÞσει να πιστεýω και πριν καλÜ-καλÜ το καταλÜβω εßχε μπει στο νüημα περισσüτερο απü κÜθε Üλλον με τον οποßο εßχα μιλÞσει στο Αρκαμ. Δεν Þταν σαν τους Üλλους αγρüτες της περιοχÞς. Οýτε και διαμαρτυρÞθηκε για τα δÜση και τη γη που θα σκεπÜζαμε' αν και ßσως να το Ýκανε αν Þταν το σπßτι του στην καταδικασμÝνη περιοχÞ και δεν Ýμενε Ýξω απü τα üρια της μελλοντικÞς λßμνης. Το μüνο που Ýδειξε Þταν ανακοýφιση' ανακοýφιση για το χαμü των σκοτεινþν κοιλÜδων üπου εßχε περιπλανηθεß σ' üλη του τη ζωÞ. Καλýτερα κÜτω απü το νερü -καλýτερα, μετÜ απü τις αλλüκοτες εκεßνες μÝρες. Και μ' αυτÞν την αρχÞ η φωνÞ του χαμÞλωσε, το κορμß του Ýγειρε μπροστÜ κι Üρχισε να τεντþνει το δεξιü δεßκτη του τρεμουλιαστÜ αλλÜ επιβλητικÜ.
     ¸τσι Üκουσα την ιστορßα και καθþς η φωνÞ του πλανιüταν, βραχνÞ και ψιθυριστÞ, απü επεισüδιο σε επεισüδιο, ρßγησα ξανÜ και ξανÜ κι ας Þταν καλοκαιριÜτικη μÝρα. ΠολλÝς φορÝς χρειÜστηκε να τον ξαναφÝρω στον τορü της ιστορßας, να εξακριβþσω επιστημονικÜ σημεßα που τα εßχε παπαγαλßσει κομματιαστÜ απü τις κουβÝντες των καθηγητþν Þ να γεφυρþσω τα σημεßα üπου χανüταν η συνοχÞ και η λογικÞ της αφÞγησης. ´¼ταν τÝλειωσε, δεν αποροýσα πια που το μυαλü του εßχε κουνηθεß λιγÜκι Þ που ο κüσμος στο Αρκαμ δεν πολυμιλοýσε για το καμÝνο χÝρσωμα. ΒιÜστηκα να γυρßσω στο ξενοδοχεßο πριν νυχτþσει, μη θÝλοντας να με βρουν τα Üστρα στο δρüμο και την Üλλη μÝρα γýρισα στη Βοστüνη και παραιτÞθηκα. Δεν μποροýσα να ξαναγυρßσω σ' αυτüν το θολü δαßδαλο των δασωμÝνων λüφων Þ ν' αντικρßσω ξανÜ το καμÝνο χÝρσωμα με το μαýρο πηγÜδι που Ýχασκε πλÜι στα ερεßπια. Σε λßγο η δεξαμενÞ θα εßναι Ýτοιμη κι üλα τα παλιÜ μυστικÜ θα ασφαλιστοýν για πÜντα κÜτω απü τα νερÜ. ΑλλÜ και τüτε δε θα 'θελα να πÜω εκεß νýχτα -üχι üσο Ýφεγγαν τα τρομερÜ Üστρα' και με τßποτα δε θα 'πινα πια το καινοýριο νερü της πüλης του 'Αρκαμ.
     'Αρχισαν üλα, εßπε ο γÝρο Αμι, με το μετεωρßτη. Απü  την εποχÞ των μαγισσþν ως τüτε δεν εßχε ακουστεß τßποτα, κι ακüμα και τη παλιÜ κεßνη εποχÞ κανεßς δε φοβüταν τα δυτικÜ δÜση üσο το μικρü νησß στο ποτÜμι Μισκατüνικ, üπου ο διÜβολος εßχε την αυλÞ του πλÜι  σ' Ýνα περßεργο πÝτρινο βωμü παλιüτερων κι απü τους ßδιους τους ΙνδιÜνους. Τα δÜση δεν Þταν στοιχειωμÝνα και η αχλý τους δεν Þταν ποτÝ τρομερÞ πριν Ýρθουν  οι παρÜξενες μÝρες. Τüτε Þρθαν εκεßνο το Üσπρο σýννεφο, η αλυσßδα των εκρÞξεων στον αÝρα και η στÞλη του καπνοý στο δÜσος. Κι ως τη νýχτα üλο το Αρκαμ Þξερε για τον μεγÜλο Üσπρο βρÜχο που Ýπεσε απü τον ουρανü και χþθηκε στο χþμα πλÜι στο πηγÜδι, στη φÜρμα ου ΝÜχουμ ΓκÜρντνερ. Εκεßνου εßναι το σπßτι που στÝκει εκεß üπου βρßσκεται τþρα το καμÝνο χÝρσωμα -το üμορφο Üσπρο σπßτι του ΝÜχουμ ΓκÜρντνερ με τα δÝντρα και τους πλοýσιους κÞπους.
     Ο ΝÜχουμ εßχε πÜει στην πüλη να πει για το βρÜχο, και στον πηγαιμü στÜθηκε στου Αμι Πιρς. Τüτε ο Αμι Þταν στα σαρÜντα, κι üλα τα παρÜδοξα που Ýγιναν εντυπþθηκαν βαθιÜ στο μυαλü του. Εßχε ακολουθÞσει με τη γυναßκα του τους τρεις καθηγητÝς του πανεπιστÞμιου του Μισκατüνικ, που το Üλλο πρωß εßχαν τρÝξει να δουν τον παρÜξενο επισκÝπτη απü τα διαστρικÜ βÜθη και εßχαν απορÞσει γιατß ο ΝÜχουμ τον εßχε παραστÞσει τüσο μεγÜλο. ΜÜζεψε, εßπε ο ΝÜχουμ δεßχνοντας το μεγÜλο καφετß φοýσκωμα πÜνω απü τη γη και το καμÝνο χορτÜρι κοντÜ στο πηγÜδι στην μπροστινÞ αυλÞ' αλλÜ οι σοφοß απÜντησαν πως οι πÝτρες δε μαζεýουν. Η ζÝστη του δεν εßχε χαθεß και ο ΝÜχουμ ισχυρßστηκε üτι το βρÜδυ η πÝτρα Ýφεγγε αχνÜ. Οι προφÝσορες τη χτýπησαν μ' Ýνα γεωλογικü σφυρÜκι και διαπßστωσαν πως Þταν παρÜξενα μαλακÞ. Σχεδüν σαν καουτσοýκ' και μÜλλον Ýκοψαν παρÜ Ýσπασαν Ýνα δεßγμα για να το αναλýσουν στο πανεπιστÞμιο. Το βÜλανε σ' Ýνα παλιü κουβÜ που δανεßστηκαν απü τον ΝÜχουμ, γιατß ακüμα κι αυτü το μικρü κομμÜτι  δεν Ýλεγε να κρυþσει. Γυρßζοντας στο Αρκαμ στÜθηκαν στου Αμι για να ξεκουραστοýν και φÜνηκαν σκεφτικοß üταν η κα Πιρς παρατÞρησε üτι το κομμÜτι μßκραινε κι εßχε κÜψει τον πÜτο του κουβÜ. Εδþ που τα λÝμε δεν Þταν μεγÜλο, αλλÜ ßσως το εßχαν κüψει μικρüτερο απ' üσο Þθελαν.
     Την Üλλη μÝρα -üλ' αυτÜ Ýγιναν τον Ιοýνιο του '82- ξαναγýρισαν αναστατωμÝνοι. Περνþντας απü του Αμι του εßπαν τα παρÜδοξα που εßχε κÜνει το δεßγμα, και πþς χÜθηκε σιγÜ-σιγÜ üταν το Ýβαλαν σ' Ýνα γυÜλινο δοχεßο. ΧÜθηκε και το δοχεßο, και οι σοφοß μßλησαν για κÜποια παρÜξενη συγγÝνεια της πÝτρας με τις σιλικüνες. ΜÝσα στην ευταξßα του εργαστηρßου η συμπεριφορÜ της χτυποýσε ακüμα πιο παρÜδοξη στα μÜτι. Δεν αντÝδρασε καθüλου και δεν Üτμισε üταν τη ζÝσταναν με κÜρβουνο. Το ßδιο Ýγινε κι üταν δοκßμασαν με βüρακα, και σýντομα αποδεßχτηκε απολýτως μη πτητικÞ σε κÜθε δυνατÞ θερμοκρασßα, ακüμα και στη φλüγα υδρογüνου-οξυγüνου. Στο αμüνι  αποδεßχτηκε πολý εýπλαστη και στο σκοτÜδι φθüριζε Ýντονα. Αρνιüταν να κρυþσει και σýντομα αναστÜτωσε ολüκληρο πανεπιστÞμιο' üταν την Ýβαλαν στο φασματοσκüπιο κι Ýδειξε χρþματα που απουσßαζαν απü το γνωστü φÜσμα, Üρχισαν να μιλοýν με κομμÝνη ανÜσα για νÝα στοιχεßα, παρÜδοξες οπτικÝς ιδιüτητες κι Üλλα απü εκεßνα που λÝνε οι σκοτισμÝνοι επιστÞμονες üταν αντικρßζουν το Üγνωστο.
     Ζεστü üπως Þταν, δοκßμασαν στο δεßγμα üλα τα γνωστÜ αντιδραστÞρια. Το νερü δεν Ýκανε τßποτα. Το ßδιο και το υδροχλωρικü. Το νιτρικü και το βασιλικü ýδωρ απλþς Ýζεχναν πÜνω στη καυτÞ απροσβλητüτητÜ της. Ο Αμι δυσκολευüταν να τα θυμηθεß üλ' αυτÜ, αλλÜ γνþρισε μερικÜ διαλυτικÜ üταν τα ανÝφερα με τη συνηθισμÝνη σειρÜ. Αμμωνßα, καυστικÞ ποτÜσα, αλκοüλη, αιθÝρα, διθειοýχο Üνθρακα και Üλλα πολλÜ. Ωστüσο, αν και το βÜρος του ψÞγματος λιγüστευε ολοÝνα κι Ýδειχνε üτι ψυχüταν ελαφρÜ, καμιÜ αλλαγÞ στα αντιδραστÞρια δεν Ýδειχνε üτι επÝδρασαν καθüλου επÜνω του. Κι üμως, δßχως αμφιβολßα, Þταν μÝταλλο. ΚαταρχÞν Þταν μαγνητικü και μετÜ την καταβýθισÞ του στα οξÝα φÜνηκαν αμυδρÜ ßχνη των γραμμþν του ΒßνμεστÝτεν που συναντοýμε στο σßδηρο των μετεωριτþν. ¼ταν η πÝτρα ψýχθηκε αρκετÜ, τη μετÝφεραν σε γυαλß κι εκεß Üφησαν üλα τα υπολεßμματα που Ýμειναν απü το αρχικü κομμÜτι. Το Üλλο πρωß υπολεßμματα και γυαλß εßχαν χαθεß δßχως ν' αφÞσουν το παραμικρü ßχνος και μονÜχα Ýνα μαýρισμα Ýδειχνε το σημεßο του ραφιοý üπου εßχε σταθεß το γυαλß την προηγοýμενη νýχτα.
     ΑυτÜ εßπαν οι καθηγητÝς στον Αμι μπροστÜ στην πüρτα του, και ξαναπÞγε μαζß τους να δει τον λßθινο απεσταλμÝνο των Üστρων, αυτÞν τη φορÜ χωρßς τη γυναßκα του. Τþρα Þταν ολοφÜνερο πως εßχε μικρýνει, ακüμα και οι ψýχραιμοι καθηγητÝς αναγκÜστηκαν να το παραδεχτοýν. Γýρω στον καφετÞ καροýμπαλο κοντÜ στο πηγÜδι το Ýδαφος εßχε γυμνωθεß, εκτüς απü τα σημεßα üπου το χþμα βαθοýλωνε. Και ενþ την προηγοýμενη μÝρα Þταν κοντÜ δυüμισι μÝτρα, τþρα Þταν μüλις Ýνα και μισü. Ο μετεωρßτης Þταν ακüμα ζεστüς και οι σοφοß μελÝτησαν ξανÜ την επιφÜνειÜ του καθþς αποσποýσαν με το καλÝμι Üλλο Ýνα, μεγαλýτερο τþρα, κομμÜτι. ¸σκαψαν βαθιÜ και καθþς ψαχοýλευαν τη μικρüτερη πÝτρα εßδαν üτι ο πυρÞνας της δεν Þταν ολüτελα ομοιογενÞς.
     ΑνακÜλυψαν κÜτι που φαινüταν σαν η πλευρÜ μιας μεγÜλης χρωματιστÞς φοýσκας βυθισμÝνης μÝσα της. Το χρþμα, που θýμιζε κÜπως μερικÝς απü τις λουρßδες του παρÜξενου φÜσματος του μετεωρßτη, Þταν σχεδüν αδýνατο να περιγραφεß'  και  μüνο αναλογικÜ το θεþρησαν χρþμα. Η φοýσκα Þταν γυαλιστερÞ και με το δÜχτυλο τους φÜνηκε εýθραυστη και κοýφια. ¸νας απü τους καθηγητÝς τη χτýπησε δυνατÜ μ'  Ýνα σφυρß κι Ýσκασε με ξερü, νευρικü Þχο. Δε βγÞκε απü μÝσα τßποτα, και το σýνολο εξαφανßστηκε με το σκÜσιμο. Στη θÝση της Ýμεινε μονÜχα ο κενüς χþρος' üλοι θεþρησαν πιθανü üτι θα 'βρισκαν κι Üλλες üσο μßκραινε το ψÞγμα.
     ΚÜθε προσπÜθεια για εξαγωγÞ συμπερασμÜτων Þταν μÜταιη, Ýτσι ýστερα απü μερικÝς προσπÜθειες να βρουν κι Üλλες φοýσκες τρυπþντας το ψÞγμα οι ερευνητÝς Ýφυγαν με το νÝο δεßγμα -που στο εργαστÞριο αποδεßχτηκε üμοια παρÜδοξο με το προηγοýμενο. Το υλικü Þταν εýπλαστο, θερμü, μαγνητικü, ελαφρÜ φωτεινü, ψυχüταν λßγο στα ισχυρÜ οξÝα, το φÜσμα του Þταν πρωτüγνωρο, εξαφανιζüταν με την Ýκθεση στον ατμοσφαιρικü αÝρα, αντιδροýσε αλληλοκαταστροφικÜ με τις πυριτικÝς ενþσεις, δεν παρουσßαζε Üλλο γνþρισμα κοινü με τα γνωρßσματα της ýλης. Δεν ανÞκε στη γη μας, ερχüταν απü το μεγÜλο διÜστημα' και σαν τÝτοιο Þταν προικισμÝνο με ιδιüτητες Üγνωστες σ' εμÜς και εßχε δικοýς του, Üγνωστους νüμους.
     Τη νýχτα ξÝσπασε καταιγßδα κι üταν την Üλλη μÝρα οι καθηγητÝς πÞγαν στου ΝÜχουμ απογοητεýτηκαν οικτρÜ. Καθþς η πÝτρα Þταν μαγνητικÞ θα πρÝπει να 'χε και κÜποιες περßεργες ηλεκτρικÝς ιδιüτητες' γιατß, καθþς εßπε ο ΝÜχουμ, εßχε τραβÞξει τους κεραυνοýς με περßεργη επιμονÞ. ΜÝσα σε μια þρα εßδε δÝκα να χτυποýν την μπροστινÞ αυλÞ κι üταν πÝρασε η καταιγßδα δεν Ýμενε απü το αρχαßο λιθüστρωτο του πηγαδιοý παρÜ μονÜχα το ßδιο το μισοβουλιαγμÝνο και μισομπαζωμÝνο πηγÜδι. ¸σκαψαν, αλλÜ η πÝτρα δε βρÝθηκε και οι επιστÞμονες πιστοποßησαν την ολοκληρωτικÞ εξαφÜνισÞ της. Η αποτυχßα Þταν απüλυτη' δεν τους Ýμενε παρÜ να επιστρÝψουν στο πανεπιστÞμιο και να μελετÞσουν το ψÞγμα, που Þταν προσεχτικÜ φυλαγμÝνο σε μολυβÝνια θÞκη. ΔιατηρÞθηκε μια βδομÜδα αλλÜ οι επιστÞμονες δεν Ýβγαλαν καμιÜ Üκρη. ¼ταν χÜθηκε, δεν Ýμεινε τßποτα και σε λßγο οι επιστÞμονες δεν Þταν πια βÝβαιοι αν κÜποτε τα μÜτια τους αντßκρισαν τον απüκρυφο εκεßνο απεσταλμÝνο του Üπειρου χþρου που τυλßγει τη γη μας' το παρÜξενο μοναχικü μÞνυμα που εßχαν στεßλει Üλλο κüσμοι, Üλλα βασßλεια της ενÝργειας και της ýλης.
     ΦυσικÜ οι εφημερßδες του 'Αρκαμ ασχολÞθηκαν πολý με το συμβÜν, μιας και εßχε προκαλÝσει το ενδιαφÝρον του πανεπιστÞμιου'  Ýστειλαν φωτορεπüρτερ να κουβεντιÜσουν με τον ΝÜχουμ ΓκÜρντνερ και τη φαμßλια του. ΤÝλος Ýστειλε το γραφιÜ της και μια εφημερßδα της Βοστüνης κι ο ΝÜχουμ Ýγινε γρÞγορα τοπικÞ διασημüτητα. ¹ταν Ýνας λεπτüς, καλοσυνÜτος πενηντÜρης και ζοýσε στη χαροýμενη φÜρμα της κοιλÜδας με τη γυναßκα και τα τρßα παιδιÜ του. Με τον Αμι βλÝπονταν συχνÜ, το ßδιο κι οι γυναßκες τους' και üλ' αυτÜ τα χρüνια ο Αμι μüνο καλü εßχε να πει για λογαριασμü του. ¸δειχνε κÜπως περÞφανος για την προσοχÞ που δüθηκε στο σπιτικü του και τις βδομÜδες που ακολοýθησαν μιλοýσε συχνÜ για το μετεωρßτη. Ο Ιοýλιος και ο Αýγουστος Þταν ζεστοß' ο ΝÜχουμ δοýλεψε σκληρÜ στα χωρÜφια που Þταν πÝρα απü το χεßμαρρο του ΤσÜπμαν. Η νταλßκα του Ýσκαψε βαθιÜ το δασωμÝνο δρüμο απü 'κει ως το σπßτι του. Η δουλειÜ τον κοýρασε περισσüτερο απ ü,τι συνÞθως και σκÝφτηκε πως Üρχισαν να τον βαραßνουν τα χρüνια.
     ΜετÜ Þρθε η þρα των φροýτων. Τα αχλÜδια και τα μÞλα ωρßμαζαν σιγÜ-σιγÜ κι ο ΝÜχουμ ορκιζüταν üτι τα δÝντρα του πρüκοβαν üσο ποτÝ Üλλοτε. Οι καρποß αποκτοýσαν διαστÜσεις φανταστικÝς κι απρüσμενη γυαλÜδα και Þταν τüσο πολλοß που παρÜγγειλαν κι Üλλα βαρÝλια για τη σοδειÜ. ΑλλÜ με το ωρßμασμα Þρθε κι η πικρÞ απογοÞτευση, γιατß απ' üλη αυτÞν την υπÝροχη σÜρκα δεν τρωγüταν οýτε μια δαγκωνιÜ. Στη λεπτÞ γεýση των αχλαδιþν εßχαν τρυπþσει μια ταγκÜδα και μια πßκρα αρρωστημÝνη. Λßγο να δÜγκωνες σου 'μενε þρες η αηδßα. Το ßδιο με τα πεπüνια και τις ντομÜτες και ο ΝÜχουμ εßδε περßλυπος να χÜνονται üλες του οι σοδειÝς. Σýνδεσε τα γεγονüτα στα γρÞγορα και δÞλωσε πως ο μετεωρßτης εßχε δηλητηριÜσει το χþμα κι ευχαρßστησε τον Θεü που οι Üλλες του καλλιÝργειες Þταν στο ψÞλωμα, πλÜι στο δρüμο.
     Ο χειμþνας Þρθε νωρßς κι Ýκανε πολý κρýο. Ο Αμι δεν Ýβλεπε τον ΝÜχουμ το ßδιο συχνÜ με παλιüτερα και παρατÞρησε πως Üρχιζε να Ýχει ýφος στεναχωρημÝνο. Το ßδιο και η υπüλοιπη οικογÝνεια, σαν να 'χαν κüψει τις πολλÝς κουβÝντες' οι επισκÝψεις τους στη εκκλησßα λιγüστεψαν, το ßδιο και η συμμετοχÞ τους στις γιορτÝς της περιοχÞς. Για το συγκρατημü αυτüν και τη μελαγχολßα δε βρισκüταν αιτßα, αν και παραπονιüντουσαν κÜπου-κÜπου για κακοδιαθεσßα και για κÜποια ακαθüριστη ανησυχßα που Ýνιωθαν. Ο ßδιος ο ΝÜχουμ μßλησε κÜποτε πιο συγκεκριμÝνα: τον φüβιζαν κÜτι χνÜρια στο χιüνι. ¹ταν συνηθισμÝνα χειμωνιÜτικα πατÞματα των λαγþν και των σκßουρων και των αλεποýδων, αλλÜ ο σκοτισμÝνος αγρüτης Ýλεγε πως κÜτι δεν πÞγαινε καλÜ στην üψη και στην τÜξη τους. ΠοτÝ δε μßλησε καθαρÜ, φαινüταν üμως να πιστεýει üτι δεν ταßριαζαν με την κανονικÞ ανατομßα και τα συνÞθεια των σκßουρων, των λαγþν και των αλεποýδων. Ο Αμι δεν Ýδινε πολλÞ σημασßα σ' αυτÝς τις κουβÝντες, ως το βρÜδυ εκεßνο που πÝρασε με το Ýλκυθρü του μπροστÜ απü το σπßτι του ΝÜχουμ. Εßχε φεγγÜρι κι Ýνας λαγüς διÝσχισε το δρüμο και τα πηδÞματÜ του Þταν τüσο μεγÜλα που δεν Üρεσαν οýτε στον Αμι οýτε στο Üλογü του. Το τελευταßο, μÜλιστα, το 'ριξε σ' Ýνα τρελü τρεχαλητü και μüλις που το συγκρÜτησε ο Αμι. Απü τüτε κι Ýπειτα ο Αμι πρüσεχε περισσüτερο τις ιστορßες του ΝÜχουμ και αποροýσε γιατß κÜθε πρωß τα σκυλιÜ των ΓκÜρντνερ Ýδειχναν τüσο φοβισμÝνα. ΤελικÜ σχεδüν σταμÜτησαν να γαβγßζουν.
     Τον ΦλεβÜρη τα αγüρια του ΜακΓκρÝγκορ απü το Μßντοου Χιλ βγÞκαν να κυνηγÞσουν αγριοπüντικες και κοντÜ στο κτÞμα του ΓκÜρντνερ χτýπησαν Ýνα πολý περßεργο δεßγμα. Οι αναλογßες του σþματüς του Þταν ελαφρÜ παραλλαγμÝνες κατÜ τρüπο δυσπερßγραπτο κι η ÝκφρασÞ του δεν εßχε ποτÝ ξαναφανεß σε αγριοπüντικα.  Τα αγüρια κατατρüμαξαν και πÝταξαν αμÝσως το ψοφßμι κι Ýτσι μονÜχα οι περιγραφÝς τους Ýφτασαν στ' αυτιÜ του κüσμου. ΑλλÜ üλοι γνþριζαν  Þδη πüσο  φοβοýνταν τα Üλογα üταν περνοýσαν μπροστÜ απü το σπßτι του ΝÜχουμ: το υλικü που δßνει τροφÞ στους χαμηλüφωνους μýθους συσσωρευüταν με γρηγορÜδα.
     Ο κüσμος ορκιζüταν üτι το χιüνι Ýλιωνε γρηγορüτερα γýρω απü του ΝÜχουμ και στις αρχÝς του ΜÜρτη  Ýγινε μια φοβισμÝνη κουβÝντα στο μπακÜλικο του Πüτερ, στο Κλαρκς Κüρνερ. Ο ΣτÝφαν ΡÜις εßχε περÜσει το πρωß απü του ΓκÜρντνερ και εßχε δει τα αγριολÜχανα στη λÜσπη πλÜι στο δρüμο. ΠοτÝ πριν δεν εßχε ξαναδεß τüσο μεγÜλα και με τüσο παρÜξενα χρþματα. Αδýνατο να περιγραφοýν. Το σχÞμα τους Þταν τερατþδες και το Üλογο ενοχλÞθηκε απü μια μυρωδιÜ που φÜνηκε του ΡÜις χωρßς προηγοýμενο. Το απüγευμα πÞγαν πολλοß να κοιτÜξουν τα ανþμαλα φυτÜ κι üλοι συμφþνησαν ü,τι το χþμα μας δε βγÜζει ποτÝ τÝτοιους καρποýς. ΘυμÞθηκαν και τα χαλασμÝνα φροýτα του περασμÝνου φθινοπþρου κι απü στüμα σε στüμα κυκλοφüρησε üτι στου ΝÜχουμ το χþμα Þταν φαρμακωμÝνο. ΒÝβαια Ýφταιγε ο μετεωρßτης, κι üταν μερικοß θυμÞθηκαν πüσο παρÜξενη φÜνηκε η πÝτρα στους ανθρþπους του πανεπιστÞμιου, πÞγαν να τους ποýνε τα τελευταßα νÝα.
     Μια μÝρα οι επιστÞμονες επισκÝφτηκαν τον ΝÜχουμ' αλλÜ καθþς δεν τους Üρεσαν τα στοιχειÜ και τα παραμýθια Þταν πολý προσεχτικοß στα συμπερÜσματÜ τους. Τα φυτÜ Þταν οπωσδÞποτε παρÜδοξα, αλλÜ üλα τα αγριολÜχανα εßναι κÜπως αλλüκοτα στο σχÞμα και στο χρþμα. Μπορεß κÜποιο μεταλλικü στοιχεßο απü το μετεωρßτη να 'χε εισχωρÞσει στο χþμα, αλλÜ οι βροχÝς θα το ξÝπλεναν γρÞγορα. ¼σο για τα αποτυπþματα και τα φοβισμÝνα Üλογα -αυτÜ Þταν κουβÝντες των χωρικþν που Þταν φυσικü να τις προκαλÝσει η πτþση του αερüλιθου. Τι να κÜνουν οι σοβαροß Üνθρωποι σ' αυτÞν την περßπτωση; Οι προληπτικοß χωριÜτες εßναι ικανοß να πουν και να πιστÝψουν  τα πÜντα. Κι üλες τις παρÜξενες μÝρες οι καθηγητÝς κρÜτησαν περιφρονητικÞ απüσταση. Μüνο Ýνας, üταν ενÜμιση χρüνο αργüτερα πÞρε απü την αστυνομßα για ανÜλυση δυο μπουκÜλια χþμα απü την περιοχÞ, θυμÞθηκε üτι το παρÜξενο χρþμα των αγριολÜχανων θýμιζε το ανþμαλο φÜσμα του κομματιοý του μετεωρßτη. Τα δεßγματα στην ανÜλυση που Ýκανε Ýδωσαν τα ßδια παρÜξενα αποτελÝσματα και μüνο αργüτερα Ýχασαν τις αλλüκοτες ιδιüτητÝς τους.
     Τα δÝντρα του ΝÜχουμ μπουμποýκιασαν πρþιμα και τη νýχτα σÜλευαν δυσοßωνα στον Üνεμο. Ο δεýτερος γιος του ΝÜχουμ, ο δεκαπεντÜχρονος Θαδαßος, ορκιζüταν πως αναδεýονταν και δßχως να φυσÜ, αλλ' αυτü δεν το επιβεβαßωναν οýτε τα πιο Üγρια κουτσομπολιÜ. Ωστüσο Þταν σßγουρο πως πλανιüταν στον αÝρα μια ανησυχßα. Ολüκληρη η οικογÝνεια του ΝÜχουμ απüχτησε το συνÞθειο να στÞνει, εκεß στα ξαφνικÜ, αυτß, αλλÜ κανεßς τους δεν μποροýσε να ονομÜσει τι ακριβþς θüρυβο περßμενε' ßσως Þταν γιατß στιγμÝς-στιγμÝς Ýχαναν την αßσθηση της πραγματικüτητας. Δυστυχþς οι στιγμÝς αυτÝς πýκνωναν απü βδομÜδα σε βδομÜδα þσπου Ýγινε κοινü μυστικü πως «κÜτι δεν πÞγαινε καλÜ με τους ΓκÜρντνερ». Κι οι πρþιμες καμπανοýλες εßχαν κι αυτÝς παρÜδοξο χρþμα' üχι σαν των αγριολÜχανων, αλλÜ οπωσδÞποτε σχετικü και το ßδιο Üγνωστο σ' üσους το εßδαν. Ο ΝÜχουμ πÞγε μερικÜ λουλοýδια στο Αρκαμ και τα Ýδειξε στον αρχισυντÜκτη της ΓκαζÝτ , αλλÜ ο αξιüτιμος αυτüς κýριος περιορßστηκε να γρÜψει Ýνα χιουμοριστικü Üρθρο üπου κορüιδευε διακριτικÜ τις σκοτεινÝς φοβßες των αγροτþν. Κι Þταν λÜθος του ΝÜχουμ που εßπε σ' Ýνα σοβαρü αστü πþς φÝρνονταν οι μεγÜλες σκουρüχρωμες πεταλοýδες μüλις πλησßαζαν τα λουλοýδια.
     Ο Απρßλης κüντεψε να τρελÜνει τους γεßτονες κι Üρχισε ν' αχρηστεýεται ο δρüμος που περνοýσε απü του ΝÜχουμ, þσπου εγκαταλεßφθηκε εντελþς. ¸φταιγε η βλÜστηση. ¼λα τα οπωροφüρα πÝταξαν λουλοýδια με χρþματα παρÜξενα και στο πατικωμÝνο χþμα της αυλÞς και στο γειτονικü λιβÜδι ξεπετÜχτηκε μια παρÜδοξη πρασινÜδα που μüνο οι βοτανολüγοι θα μποροýσαν να τη συσχετßσουν με την κανονικÞ χλωρßδα της περιοχÞς. Εκτüς απü το πρÜσινο χορτÜρι και τις φυλλωσιÝς των δÝντρων, πουθενÜ δεν Ýβλεπες τα γνωστÜ υγιεινÜ χρþματα' παντοý βασßλευαν οι χτικιασμÝνες πρισματικÝς παραλλαγÝς ενüς βασικοý χρωματικοý τüνου αρρωστημÝνου, δßχως θÝση στο γνωστü γÞινο χρωματικü φÜσμα. Ο Αμι κι οι ΓκÜρντνερ πßστευαν üτι τα περισσüτερα απü τα χρþματα Þταν βασανιστικÜ οικεßα και αποφÜσισαν üτι θýμιζαν  τη φοýσκα μÝσα στο μετεωρßτη. Ο ΝÜχουμ üργωσε κι Ýσπειρε το λιβÜδι και το πÜνω χωρÜφι αλλÜ δεν πεßραξε καθüλου τη γη γýρω απü το σπßτι. Τþρα πια Þταν Ýτοιμος για üλα κι εßχε συνηθßσει στην αßσθηση πως κÜτι βρισκüταν κοντÜ τους και περßμενε να το ακοýσουν. ΦυσικÜ του Þρθε Üσχημο που οι γεßτονες απüφευγαν το σπßτι του, πιο πολý, üμως, πεßραξε τη γυναßκα του. Τα παιδιÜ Þταν καλýτερα γιατß βρßσκονταν καθημερινÜ στο σχολεßο' αλλÜ τα κουτσομπολιÜ που Üκουγαν τα φüβιζαν. Ο Θαδαßος, που Þταν ιδιαßτερα ευαßσθητος, υπÝφερε περισσüτερο.
     Το ΜÜη Þρθαν τα Ýντομα και το σπßτι του ΝÜχουμ Ýγινε Ýνας εφιÜλτης γεμÜτος απü πρÜγματα που βοýιζαν Þ σÝρνονταν μÝσα στην Üγρια βλÜστηση. Η üψη και οι κινÞσεις τους δεν Þταν κανονικÝς και τα νυχτερινÜ συνÞθεια τους δεν εßχαν ξαναγßνει. Οι ΓκÜρντνερ  Üρχισαν να φυλÜνε σκοπιÜ τη νýχτα, περßμεναν απü παντοý να Ýρθει κÜτι _ τι δεν Þξεραν να πουν.  Τüτε Þταν που αναγκÜστηκαν να ομολογÞσουν πως ο Θαδαßος εßχε δßκιο για τα δÝντρα. Τþρα το εßδε και η κα ΓκÜρντνερ απü το παρÜθυρο, καθþς κοιτοýσε τα πρησμÝνα κλαδιÜ μιας μηλιÜς που την Ýλουζε το σεληνüφωτο. Τα κλαδιÜ κουνιüνταν στα σßγουρα δßχως να φυσÜ. Θα Þταν οι χυμοß τους. Τþρα τα σκÝπαζε üλα η παραξενιÜ. Κι üμως, η επüμενη ανακÜλυψη δεν Ýγινε απü τη φαμßλια του ΝÜχουμ. Αυτονþν τις αισθÞσεις τις αποκοßμισε η συνÞθεια κι αυτü που δεν μποροýσαν να δουν το εßδε Ýνας φοβισμÝνος πλασιÝ απü το Μπüλτον, που πÝρασε απü 'κει μια νýχτα, ανÞξερος για τα λεγüμενα στην περιοχÞ. ΑυτÜ που διηγÞθηκε στο Αρκαμ βρÞκαν μια γωνιÜ στις σελßδες της ΓκαζÝτ . Κι εκεß τα πρωτüδαν οι αγρüτες, μαζß και ο ΝÜχουμ. Η νýχτα Þταν σκοτεινÞ και τα φανÜρια του πλασιÝ αδýναμα, αλλÜ γýρω σε μια φÜρμα στην κοιλÜδα το σκοτÜδι Þταν λιγüτερο πυκνü. ¸να θολü μα ευδιÜκριτο φως φαινüταν να βγαßνει απ' üλη τη βλÜστηση, απü το χορτÜρι, τα φýλλα και τους ανθοýς, ενþ σε μια στιγμÞ Ýνα κομμÜτι του φωσφορισμοý αποσπÜστηκε απü το σýνολο και κρυφοσÜλευε στην αυλÞ κοντÜ στα παχνιÜ.
     Ως τüτε το χορτÜρι φαινüταν απεßραχτο κι οι αγελÜδες Ýβοσκαν ελεýθερα στα χωρÜφια κοντÜ στο σπßτι, αλλÜ προς τα τÝλη του ΜÜη το γÜλα Üρχισε να χαλÜ. Τüτε ο ΝÜχουμ ανÝβασε τις αγελÜδες ψηλÜ και τα πρÜγματα ξανÜστρωσαν. Σε λßγο η αλλαγÞ στο χορτÜρι  και τα φýλλα φαινüταν με το μÜτι. Η πρασινÜδα Üρχισε να παßρνει μια σταχτιÜ απüχρωση κι Üρχισε να αποκτÜ μια παρÜξενη ξερÜδα.  Τþρα πια μονÜχα ο Αμι πÞγαινε στους ΓκÜρντνερ κι οι επισκÝψεις του üλο και αραßωναν. ´¼ταν Ýκλεισε το σχολειü οι ΓκÜρντνερ ουσιαστικÜ απομονþθηκαν απü τον κüσμο και κÜπου-κÜπου Üφηναν τον Αμι να κÜνει τις δουλειÝς τους στο χωριü. ´Εχαναν σιγÜ-σιγÜ τις φυσικÝς και τις πνευματικÝς τους δυνÜμεις και κανεßς δεν παραξενεýτηκε üταν μαθεýτηκαν τα νÝα για την τρÝλα της κας ΓκÜρντνερ.
     ¸γινε τον Ιοýνιο, üταν κüντευε να κλεßσει χρüνος απü την πτþση του μετÝωρου κι η φτωχιÜ γυναßκα οýρλιαζε για κÜτι που Þταν στον αÝρα και δεν μποροýσε να το περιγρÜψει. Στο παραμιλητü της δεν Üκουγες κανÝνα ουσιαστικü, μονÜχα ρÞματα κι αντωνυμßες. ΠρÜγματα κινοýνταν κι Üλλαζαν και πετÜριζαν, τα αυτιÜ αποκρßνονταν σε κÜτι που δεν Þταν ολüτελα Þχος. ΚÜτι πÜρθηκε -την Üδειαζαν απü κÜτι- κÜτι που δεν Ýπρεπε να κολλÜ πÜνω της -κÜποιος Ýπρεπε να το διþξει- τßποτα δεν ησýχαζε τη νýχτα- οι τοßχοι και τα παρÜθυρα Üλλαζαν θÝση. Ο ΝÜχουμ δεν την Ýστειλε στο Üσυλο, την Üφησε να πλανιÝται στο σπßτι üσο δεν πεßραζε οýτε τον εαυτü της οýτε τους Üλλους. Ακüμα κι üταν Üλλαξε η ÝκφρασÞ της δεν Ýκανε τßποτα. ¼ταν üμως Üρχισαν να τη φοβοýνται τα παιδιÜ κι ο Θαδαßος κüντευε να λιποθυμÞσει απü τις γκριμÜτσες της, αποφÜσισε να την κλειδþσει στη σοφßτα. Τον Ιοýλη εßχε πÜψει να μιλÜ και αρκοýδιζε στα τÝσσερα, και πριν βγει ο μÞνας στο μυαλü του ΝÜχουμ μπÞκε η ιδÝα üτι φωσφüριζε αμυδρÜ στο σκοτÜδι, üπως γινüταν ολοφÜνερα τþρα με τη γýρω βλÜστηση.
     Λßγο πριν απ' αυτü τρελÜθηκαν τα Üλογα. ΚÜτι τα ξεσÞκωσε μια νýχτα κι Ýκαναν τρομερü θüρυβο στο στÜβλο. Με τßποτα δεν ησýχαζαν κι üταν ο ΝÜχουμ Üνοιξε την πüρτα üρμησαν Ýξω σαν τρομαγμÝνα ελÜφια. Μια βδομÜδα χρειÜστηκε για να ξανÜβρει και τα τÝσσερα, Þταν üμως ολüτελα Üχρηστα κι αχαλßνωτα. ΚÜτι τρýπωσε στα μυαλÜ τους, και ο ΝÜχουμ τα σκüτωσε για να μην υποφÝρουν. Ο ΝÜχουμ δανεßστηκε απü τον Αμι Ýν' Üλογο για το θερισμü, αλλÜ δεν μποροýσε να το καταφÝρει να πλησιÜσει τα παχνιÜ. Οýρλιαζε, κλωτσοýσε, χρεμÝτιζε, κι αναγκÜστηκε να το αφÞσει Ýξω στην αυλÞ. Στο μεταξý üλη η βλÜστηση γινüταν σταχτιÜ και εýθραυστη. Ακüμα και τα λουλοýδια με τα παρÜδοξα λαμπρÜ χρþματα Þταν τþρα γκρßζα, τα φροýτα βγÞκαν γκρßζα, μικρÜ κι Üνοστα. Τα τριαντÜφυλλα και οι ζßνιες μπροστÜ στο σπßτι απüχτησαν  τüσο βλÜσφημη üψη που ο μεγαλýτερος γιος του ΝÜχουμ, ο ΖÞνωνας, πÞγε μια μÝρα και τα 'κοψε. Την ßδια εποχÞ πÝθαναν τα Ýντομα με το παρÜξενο χνοýδι, ακüμα κι οι μÝλισσες που εßχαν αφÞσει τις κυψÝλες για να κρυφτοýν στο δÜσος.
     ΚατÜ τον ΣεπτÝμβρη üλα Ýλιωναν σε μια σταχτιÜ σκüνη κι ο ΝÜχουμ φοβüταν üτι τα δÝντρα θα πÝθαιναν πριν φýγει το δηλητÞριο απü το χþμα. Τþρα η γυναßκα του πÜθαινε κρßσεις τρομαχτικþν ουρλιαχτþν και τα νεýρα του, καθþς και των αγοριþν, Þταν σε συνεχÞ υπερÝνταση. Τþρα απüφευγαν τους ανθρþπους, κι üταν Üνοιξαν τα σχολεßα τα παιδιÜ δεν ξαναπÞγαν. ´¼μως Þταν ο Αμι που κατÜλαβε πρþτος, σε μιαν απü τις σπÜνιες επισκÝψεις του, üτι  το νερü του πηγαδιοý δεν Þταν καλü. Εßχε κακιÜ γεýση, üχι ακριβþς σαπßλας, οýτε γλυφÞ, κι  ο Αμι συμβοýλεψε το φßλο του ν' ανοßξει Üλλο πηγÜδι  ψηλüτερα þσπου να καθαρßσει το χþμα. ΑλλÜ ο ΝÜχουμ αγνüησε την προειδοποßηση, γιατß τþρα πια τα παρÜξενα και τα δυσÜρεστα τον Üφηναν απαθÞ. Μαζß με τα αγüρια του συνÝχισε να πßνει το μολυσμÝνο νερü, το ßδιο αδιÜφορα και μηχανικÜ üπως Ýτρωγαν το λιγοστü, κακομαγειρεμÝνο φαγητü τους κι Ýκαναν τις Üχαρες, μονüτονες δουλειÝς τους. Τους τýλιγε üλους μια παγωμÝνη παραßτηση, σαν να περπατοýσαν σ' Ýναν Üλλο κüσμο, ανÜμεσα σε σειρÝς φρουρþν δßχως üνομα που τους οδηγοýσαν σ' Ýνα βÝβαιο χαμü.
     Ο Θαδαßος τρελÜθηκε τον ΣεπτÝμβρη, ýστερ' απü μιαν επßσκεψη στο πηγÜδι. Εßχε πÜει μ' Ýνα κουβÜ, αλλÜ γýρισε μ' Üδεια χÝρια ουρλιÜζοντας και, κÜπου-κÜπου, σ' Ýνα ηλßθιο παραμιλητü ψιθýριζε για «κÜτι χρþματα που σÜλευαν εκεß κÜτω». Δυο τρελοß στην οικογÝνεια Þταν πολý βαρý, αλλÜ ο ΝÜχουμ φÝρθηκε γενναßα. Αφησε το παιδß λεýτερο μια βδομÜδα, þσπου Üρχισε να παραπατÜ και να κινδυνεýει να πÜθει κακü, και μετÜ το Ýκλεισε σ' Ýνα Üλλο δωμÜτιο στη σοφßτα, απÝναντι στη μÜνα του. Τα ουρλιαχτÜ τους πßσω απü τις κλειδωμÝνες πüρτες Þταν τρομαχτικÜ, ιδιαßτερα για τον μικρü ΜÝρβιν που φανταζüταν üτι χρησιμοποιοýσαν μια γλþσσα üχι τοýτης της γης. Του ΜÝρβιν η φαντασßα φοýντωσε επικßνδυνα κι η ανησυχßα του Ýγινε χειρüτερη μετÜ του κλεßσιμο του αδερφοý του, που Þταν ο καλýτερος φßλος του.
     Τον ßδιο καιρü Üρχισαν να πεθαßνουν τα ζωντανÜ. Τα πουλερικÜ πÞραν χρþμα σταχτß και πÝθαναν γρÞγορα. Το ψαχνü τους Þταν ξερü και θριβüταν τρßζοντας üταν το 'κοβες. Οι γουροýνες πÞραν αφýσικο πÜχος και ξαφνικÜ Üρχισαν ν' αλλÜζουν με τρüπο σιχαμερü που κανεßς δεν μποροýσε να εξηγÞσει.  ΦυσικÜ το κρÝας τους Þταν Üχρηστο κι ο ΝÜχουμ κüντεψε να τρελαθεß. Οι κτηνßατροι της περιοχÞς δεν πλησßαζαν το κτÞμα, κι ο γιατρüς απü το 'Αρκαμ δε μπüρεσε να βρει Üκρη. Τα γουρουνüπουλα Üρχισαν να γκριζαßνουν κι η σÜρκα τους να ξεραßνεται. ¸λιωναν πριν ακüμα πεθÜνουν, τα μÜτια και οι μουσοýδες τους πÜθαιναν περßεργες αλλοιþσεις. ¹ταν ανεξÞγητο, γιατß ποτÝ δεν Ýφαγαν τα μολυσμÝνα χüρτα. ΜετÜ κÜτι χτýπησε τις αγελÜδες. ΜÝρη-μÝρη το δÝρμα τους βοýλιαζε απαßσια και συχνÜ εκδηλþνονταν φριχτÝς αποσυνθÝσεις. Στις τελευταßες φÜσεις -και πÜντα στο τÝλος ερχüταν ο θÜνατος- γκρßζαιναν κι αυτÝς κι η σÜρκα τους θριβüταν üπως και στις γουροýνες. Λüγος για δηλητÞριο δε γινüταν, γιατß εßχαν μεßνει σφαλιγμÝνες στα παχνιÜ. Οýτε μπορεß να 'χε μεταφÝρει το μικρüβιο Üλλο ζωýφιο, γιατß δεν μποροýσε να μπει απü πουθενÜ. ΠρÝπει να Þταν φυσικÞ ασθÝνεια -ποια δεν μποροýσε να το χωρÝσει ο νους. ´¼ταν Þρθε ο θÝρος δεν Ýμενε κανÝνα ζωντανü στη φÜρμα -ως και τα σκυλιÜ το 'χαν σκÜσει μια νýχτα και δεν ξανακοýστηκαν. Οι πÝντε γÜτες εßχαν φýγει πρωτýτερα, αλλÜ δεν το πρüσεξε κανεßς γιατß τα ποντßκια εßχαν Þδη χαθεß και μονÜχα η κα ΓκÜρντνερ τις αγαποýσε.
     Στις δÝκα εννιÜ του Οκτþβρη  ο ΝÜχουμ μπÞκε τρικλßζοντας στο σπßτι του Αμι με φριχτÜ νÝα. Ο θÜνατος εßχε βρει το φτωχü Θαδδαßο στη σοφßτα και με τρüπο ανεßπωτο. Ο ΝÜχουμ Ýσκαψε Ýνα τÜφο στο μαραζωμÝνο διπλανü χωρÜφι κι απüθεσε μÝσα ü,τι βρÞκε. ¹ταν αδýνατο να μπÞκε τßποτα απ' Ýξω γιατß το μικρü σιδερüφραχτο παρÜθυρο κι η κλειδαριÜ στην πüρτα δεν εßχαν πειραχτεß. ΑλλÜ το ßδιο εßχε γßνει και στα παχνιÜ. Ο Αμι κι η γυναßκα του παρηγüρησαν üσο μποροýσαν τον κεραυνοχτυπημÝνο Üντρα, αλλÜ δεν Ýπαψαν στιγμÞ να ριγοýν. ¸νας γυμνüς τρüμος φαινüταν να τυλßγει τους ΓκÜρντνερ κι üσα Üγγιζαν, κι η παρουσßα ενüς τους στο σπßτι του Αμι Þταν σαν πνοÞ απü τüπους ακατονüμαστους. Με μεγÜλη δυσφορßα ο Αμι συνüδεψε τον ΝÜχουμ σπßτι του κι Ýκανε ü,τι μποροýσε για να ησυχÜσει το υστερικü κλÜμα του μικροý ΜÝρβιν. Ο ΖÞνωνας δε χρειαζüταν παρηγοριÜ. Τþρα τελευταßα περιοριζüταν να κοιτÜ αποβλακωμÝνα μπροστÜ του και να υπακοýει στις διαταγÝς του πατÝρα του. Κι ο Αμι σκÝφτηκε πως δεν εßχε Üσκημη τýχη. ΚÜπου-κÜπου οι κραυγÝς του ΜÝρβιν διασταυρþνονταν με τις κραυγÝς απü τη σοφßτα και στο ερωτηματικü βλÝμμα του Αμι ο ΝÜχουμ απÜντησε üτι η γυναßκα του αδυνÜτιζε συνεχþς. ¼ταν Üρχισε να νυχτþνει, ο Αμι κατÜφερε να το σκÜσει. Γιατß οýτε η δýναμη της φιλßας δεν μποροýσε να τον πεßσει να μεßνει εκεß üταν Üρχισε ο αδýναμος φωσφορισμüς της βλÜστησης και τα κλαδιÜ φÜνηκαν να σαλεýουν μολονüτι δε φυσοýσε. Ο Αμι Þταν πρÜγματι τυχερüς που δεν εßχε περισσüτερη φαντασßα. Ακüμα κι Ýτσι το μυαλü του εßχε κουνηθεß κÜπως. Αν Þταν ικανüς να σκεφτεß και να συνδυÜσει τα üσα γßνονταν γýρω του, θα καταντοýσε αναπüφευκτα μανιακüς. ΜÝσα στο λυκüφως πÞρε βιαστικÜ το δρüμο του σπιτιοý του, με τις κραυγÝς της τρελÞς και του νευρωτικοý αγοριοý να κουδουνßζουν φριχτÜ στ' αυτιÜ του.
     Τρεις μÝρες αργüτερα, πρωß-πρωß, ο ΝÜχουμ χýθηκε στη κουζßνα του Αμι. Ο φßλος του Ýλειπε, αλλÜ κατüρθωσε να ψελλßσει Üλλη μιαν απελπισμÝνη ιστορßα, ενþ η κα Πιρς τον Üκουγε τρομοκρατημÝνη. Τþρα Þταν ο μικρüς ΜÝρβιν. Εßχε χαθεß. ΑργÜ την προηγοýμενη μÝρα εßχε βγει μ' Ýνα φανÜρι κι Ýνα κουβÜ για νερü. Και δε γýρισε. Εδþ και μÝρες το μυαλü του χανüταν και μüλις που καταλÜβαινε τα γýρω του. Αρχιζε να ουρλιÜζει με το παραμικρü. Εκεßνο το βρÜδυ ακοýστηκε στην αυλÞ μια τρομερÞ κραυγÞ, αλλÜ þσπου να φτÜσει ο πατÝρας του στην πüρτα το παιδß εßχε χαθεß. Το φως του φαναριοý δε φαινüταν πουθενÜ κι απü τον ΜÝρβιν οýτε ßχνος. Εκεßνη την þρα ο ΝÜχουμ νüμισε πως ο κουβÜς και το φανÜρι εßχαν επßσης χαθεß. ΑλλÜ την αυγÞ, üταν γýρισε απü το ολονýχτιο ψÜξιμο στα χωρÜφια και το δÜσος, βρÞκε κοντÜ στο πηγÜδι  μερικÜ πολý παρÜξενα πρÜγματα. Εßδε μια συμπιεσμÝνη και κÜπως λιωμÝνη σιδερÝνια μÜζα, που Þταν προφανþς το φανÜρι. Κι Ýνα μισολιωμÝνο χεροýλι και δυο τρßα στρεβλωμÝνα σιδερÝνια στεφÜνια Þταν ü,τι απüμεινε απü τον κουβÜ. Αυτü Þταν üλο. Ο ΝÜχουμ δεν μποροýσε να καταλÜβει, η κα Πιρς τα 'χε χαμÝνα κι ο Αμι, üταν γýρισε κι Üκουσε τα συμβÜντα, δεν μπüρεσε να σκεφτεß το παραμικρü. Ο ΜÝρβιν χÜθηκε και δεν υπÞρχε λüγος να το ποýνε στον κüσμο, που απüφευγε τþρα üλους τους ΓκÜρντνερ. Οýτε και στους αστοýς του Αρκαμ, που τα κορüιδευαν üλα. ΚÜτι σερνüταν, σερνüταν και πλησßαζε, και περßμενε να το δουν και να το ακοýσουν. Ο ΝÜχουμ θα 'φευγε σýντομα κι Þθελε να φροντßσει ο Αμι τη γυναßκα του και τον ΖÞνωνα, αν επιζοýσαν. Θα 'ταν η Θεßα Δßκη. Γιατß, üμως, αφοý πÜντα εßχε ακολουθÞσει το δρüμο του Κυρßου;
     Ο Αμι Ýκανε δυο βδομÜδες να ξαναδεß τον ΝÜχουμ. Κι üταν πÝρασαν, ανÞσυχος για το τι μποροýσε να 'χε συμβεß, νßκησε τους φüβους του και πÞγε στο σπßτι των ΓκÜρντνερ. Απü τη μεγÜλη καμινÜδα δεν Ýβγαινε καπνüς κι ο επισκÝπτης φοβÞθηκε για το χειρüτερο. Η üψη της φÜρμας σε τρüμαζε -σταχτß σακατεμÝνο χορτÜρι και φýλλα στο χþμα, θρυψαλιασμÝνοι κισσοß στη βÜση των αρχαßων τοßχων, κι εκεßνοι με μια μελετημÝνη κακßα που ο Αμι αισθÜνθηκε πως οφειλüταν σε μια πολýπλοκη αλλαγÞ του στρεβλþματος των κλαδιþν. Ωστüσο ο ΝÜχουμ Þταν ζωντανüς. ¹ταν αδýναμος και ξαπλωμÝνος σ' Ýνα ντιβÜνι στη χαμηλοτÜβανη κουζßνα, αλλÜ δεν εßχε χÜσει τα λογικÜ του και μποροýσε να δßνει απλÝς διαταγÝς στον ΖÞνωνα. Το δωμÜτιο Þταν παγωμÝνο. Και καθþς ο Αμι δεν Ýκρυβε τα ρßγη που τον διαπερνοýσαν ο οικοδεσπüτης φþναξε βραχνÜ στον ΖÞνωνα να φÝρει κι Üλλα ξýλα. ΠρÜγματι χρειÜζονταν, γιατß το βαθý τζÜκι  Þταν σβηστü κι αδειανü κι Ýνα σýννεφο στÜχτης αναδευüταν απü τον παγερü Üνεμο που Ýμπαζε η καμινÜδα. Σε λßγο ο ΝÜχουμ τον ρþτησε αν Ýνιωθε καλýτερα με τα καινοýρια ξýλα, και τüτε ο Αμι κατÜλαβε τι συνÝβη. ΤελικÜ εßχε σπÜσει και το πιο γερü σκοινß, και το μυαλü του Üμοιρου χωρικοý δε θα βασανιζüταν πια απü καινοýριες λýπες.
ΠαρÜ τις προσεχτικÝς του ερωτÞσεις, ο Αμι δεν μπüρεσε να ξεδιαλýνει τι Ýγινε ο ΖÞνωνας.
 -«Στο πηγÜδι -ζει στο πηγÜδι...» Ýλεγε και ξανÜλεγε ο θολωμÝνος πατÝρας. ΜετÜ στο μυαλü του επισκÝπτη Üστραψε η θýμηση της τρελÞς γυναßκας κι Üλλαξε την κατεýθυνση των ερωτÞσεων.
 -«Η ΝÜμπι; Να 'την, εκεß πÝρα!» απÜντησε Ýκπληκτος ο φτωχüς ΝÜχουμ, κι ο Αμι κατÜλαβε πως Ýπρεπε να την αναζητÞσει μüνος του. ΑφÞνοντας τον ΝÜχουμ να ψελλßζει Üκακα στο ντιβÜνι, πÞρε τα κλειδιÜ απü το καρφß πλÜι στην πüρτα και σε λßγο τα σκαλιÜ Ýτριζαν καθþς ανÝβαινε στη σοφßτα. Εκεß πÜνω μýριζε κλεισοýρα κι οι θüρυβοι απü κÜτω πνßγονταν ολüτελα. Απü τις τÝσσερις πüρτες μονÜχα μια Þταν κλειδωμÝνη και ο Αμι δοκßμασε διÜφορα κλειδιÜ. ΚÜποιο αποδεßχτηκε σωστü κι ο Αμι κατÜφερε ν' ανοßξει τη χαμηλÞ Üσπρη πüρτα.
     ΜÝσα Þταν σκοτÜδι, γιατß το παρÜθυρο Þταν μικρü και το μισüκλειναν τα χοντροφτιαγμÝνα ξýλινα κÜγκελα. Ο Αμι δεν μποροýσε να διακρßνει τßποτα στο σανιδÝνιο πÜτωμα. Η βρþμα Þταν ανυπüφορη και πριν συνεχßσει αναγκÜστηκε να πÜει σ' Üλλο δωμÜτιο και να γεμßσει τα πνευμüνια του με καθαρüτερον αÝρα. ´¼ταν ξαναμπÞκε εßδε κÜτι σκοτεινü στη γωνιÜ και μüλις κοßταξε καλýτερα Ýβγαλε μια τρομερÞ κραυγÞ. Καθþς οýρλιαζε του φÜνηκε πως Ýνα στιγμιαßο σýννεφο σκÝπασε το παρÜθυρο και το επüμενο δευτερüλεπτο Ýνιωσε να τον χαúδεýει Ýνας σιχαμÝνος ατμüς. ΠαρÜξενα χρþματα χüρευαν στα μÜτια του. Κι αν δεν τον εßχε μουδιÜσει η φρßκη ßσως σκεφτüταν τη φουσκÜλα του μετεωρßτη που εßχε σπÜσει ο γεωλüγος και τη νοσηρÞ ανοιξιÜτικη βλÜστηση. Τþρα üμως σκεφτüταν μονÜχα τη βλÜσφημη τερατωδßα που εßχε μπροστÜ του. ¹ταν φανερü πως εßχε συμμεριστεß κι εκεßνη την ακατονüμαστη μοßρα του μικροý Θαδαßου και των ζωντανþν. ΑλλÜ το τρομερü Þταν üτι τα απομεινÜρια αργοσÜλευαν αισθητÜ σαν να συνÝχιζαν να γßνονται σκüνη.
     Ο Αμι δεν μπüρεσε να μου δþσει Üλλες λεπτομÝρειες της σκηνÞς, αλλÜ η κινοýμενη μορφÞ στη γωνßα δεν ξαναεμφανßζεται στην ιστορßα του. ΜερικÜ πρÜγματα δε λÝγονται, κι αυτü που κÜνεις απü απλÞ ανθρωπιÜ ο νüμος το κρßνει μερικÝς φορÝς αδυσþπητα. ΣυμπÝρανα üτι στο δωμÜτιο δεν Ýμεινε τßποτα που να κινεßται κι üτι το να Üφηνε κÜτι που θα μποροýσε να σαλÝψει θα 'ταν πρÜξη τερατþδης, σαν να καταδßκαζε μιαν ýπαρξη στην αιþνια κüλαση. ΚÜθε Üλλος θα λιποθυμοýσε Þ θα τρελαινüταν, αλλÜ ο Αμι, ο τετρÜγωνος χωρικüς, πÝρασε προσεχτικÜ τη χαμηλÞ πüρτα και κλεßδωσε πßσω του το καταραμÝνο μυστικü. Τþρα εßχε να τακτοποιÞσει τον ΝÜχουμ. Να τον ησυχÜσει, να τον ταÀσει και να τον μεταφÝρει κÜπου üπου θα τον φρüντιζαν.
Καθþς Üρχιζε να κατεβαßνει τη σκοτεινÞ σκÜλα, ο Αμι Üκουσε πßσω του Ýνα γδοýπο. Του φÜνηκε ακüμα üτι ξαφνικÜ πνßγηκε μια κραυγÞ και θυμÞθηκε νευρικÜ τους γλοιþδεις ατμοýς που εßχαν περÜσει δßπλα του στο φριχτü εκεßνο δωμÜτιο. Σταματþντας απü κÜποιον απροσδιüριστο φüβο Üκουσε κÜτω κι Üλλους θορýβους. Ναι, σαν να σερνüταν κÜτι βαρý κι ακουγüταν Ýνας σιχαμÝνος Þχος, κÜτι σαν βρþμικο και κολασμÝνο ροýφηγμα. Οι συνειρμοß εßχαν αποκτÞσει τερατþδη ταχýτητα και ο Αμι σκÝφτηκε ÜθελÜ του αυτü που 'χε αντικρßσει εκεß πÜνω. ΘεÝ μου! Σε ποιο διαβολικÜ μαγεμÝνο κüσμο εßχε μπλεχτεß; Δεν τολμοýσε να κουνηθεß, στεκüταν τρÝμοντας στη σκοτεινÞ στροφÞ της σκÜλας. ΚÜθε λεπτομÝρεια της σκηνÞς αποτυπωνüταν πυρωμÝνη στο μυαλü του. Οι θüρυβοι, η Ýντρομη αναμονÞ, το σκοτÜδι, τα στενÜ απüτομα σκαλοπÜτια και -ΕλεÞμων Κýριε!- ο αμυδρüς αλλÜ ευδιÜκριτος φθορισμüς του ξýλου γýρω του. ΣκαλοπÜτια, τοßχοι, δοκÜρια, üλα σιγüλαμπαν!
     ¾στερα το Üλογο του Αμι χρεμÝτισε Üγρια κι ακοýστηκε Ýνα Üγριο ποδοβολητü που σÞμαινε üτι το 'χε σκÜσει. Σε λßγο δεν ακουγüταν οýτε αυτü οýτε το αμÜξι κι ο τρομαγμÝνος Üντρας στη σκοτεινÞ σκÜλα προσπÜθησε να μαντÝψει την αιτßα της φυγÞς. Μα δεν Þταν μüνο αυτü. Εßχε ακουστεß κι Üλλος Ýνας θüρυβος εκεß Ýξω. ΚÜτι σαν υγρü πλατσοýρισμα -νερü- πρÝπει να Þταν το πηγÜδι. Εßχε αφÞσει κοντÜ του τον ¹ρωνα Üδετο κι Ýνας απü τους τροχοýς πρÝπει να πÝταξε μÝσα καμιÜ πÝτρα. Κι ο χλωμüς φωσφορισμüς εξακολουθοýσε να τυλßγει τα φριχτÜ παλιÜ ξýλα. ΘεÝ μου! πüσο αρχαßο Þταν το σπßτι! Το μεγαλýτερο μÝρος του πρÝπει  να 'χε χτιστεß πριν απü το 1679 κι η τωρινÞ σκεπÞ πρÝπει να 'γινε το αργüτερο το 1730.
     ΚÜτω ακουγüταν τþρα καθαρÜ Ýνα αδýναμο ξýσιμο κι ο Αμι Ýσφιξε δυνατüτερα Ýνα βαρý μπαστοýνι που εßχε γραπþσει για κÜποιο λüγο στη σοφßτα. Παßρνοντας σιγÜ-σιγÜ θÜρρος αποτÝλειωσε το κατÝβασμÜ του και προχþρησε τολμηρÜ προς την κουζßνα. ΑλλÜ δεν ολοκλÞρωσε την κßνησÞ του, γιατß αυτü που γýρευε εßχε φýγει απü 'κει. Εßχε Ýρθει να τον συναντÞσει, ακüμα ζωντανü κατÜ κÜποιο τρüπο. Αν εßχε συρθεß Þ αν το 'χε σýρει κÜποια Üλλη δýναμη, ο Αμι δεν Þξερε. ΑλλÜ ο θÜνατος το 'χε σταματÞσει. ´¼λα εßχαν συμβεß μÝσα στην τελευταßα μισÞ þρα, αλλÜ η κατÜρρευση, η αλλαγÞ του χρþματος και η διÜλυση εßχαν Þδη προχωρÞσει πολý. Το σþμα Þταν φριχτÜ στεγνωμÝνο και ξερÜ κομμÜτια απüσπονταν  κι Ýπεφταν σαν λÝπια. Ο Αμι δεν μποροýσε να  το αγγßξει. ΤρομοκρατημÝνος, κοßταζε τη διεστραμμÝνη παρωδßα που Þταν κÜποτε ανθρþπινο πρüσωπο.
 -«Τι Þταν, ΝÜχουμ; Τι Þταν;» ψιθýρισε και τα πεταχτÜ φαγωμÝνα χεßλια μüλις κατüρθωσαν να ψελλßσουν μια τελικÞ απÜντηση.
 -«Τßποτα... τßποτα... το χρþμα... καßει... υγρü και κρýο μα καßει... ζοýσε στο πηγÜδι... Ýλαμπε τη νýχτα... ο Θαδαßος κι ο ΜÝρβιν κι ο ΖÞνωνας... üλα τα ζωντανÜ... ρουφÜ τη ζωÞ απ' üλα... στην πÝτρα... πρÝπει να Þταν στην πÝτρα...φαρμÜκωσε üλο το μÝρος... τι θÝλει;... αυτü το στρογγυλü που Ýβγαλαν απü την πÝτρα... το 'σπασαν... το ßδιο χρþμα... το ßδιο, σαν τα λουλοýδια και τα φυτÜ... πρÝπει να εßχε κι Üλλα... σπüροι... σπüροι μεγÜλωναν... το 'δα αυτÞν τη βδομÜδα... θα 'πιασε τον ΖÞνωνα γερÜ... δυνατü παιδß, ολοζþντανο... χτυπÜ στο μυαλü και μετÜ σ' αρπÜζει... καßει... στο πηγÜδι... το ξÝρεις αλλÜ δεν μπορεßς τßποτα... να ξεφýγεις... σε τραβÜ... απü τüτε που πÞρε τον ΖÞνωνα... η ΝÜμπι... στα καλÜ μου... πüτε την τÜισα... θα την πÜρει... σκÝτο χρþμα... τη νýχτα το πρüσωπü της παßρνει το χρþμα... καßει και ρουφÜ... απü Üλλο μÝρος, που τα πρÜγματα δεν εßναι σαν εδþ... Ýνας απü τους καθηγητÝς το εßπε... δßκιο... πρüσεξε, Αμι, θα κÜνει κι Üλλα... ρουφÜ τη ζωÞ...»
     Αυτü Þταν üλο. Αυτü που μßλησε δεν μποροýσε να μιλÞσει πια γιατß εßχε λιþσει τελεßως. Ο Αμι Üπλωσε Ýνα κüκκινο τραπεζομÜντιλο στ' απομεινÜρια κι απü την πßσω πüρτα βγÞκε παραπατþντας προς τα χωρÜφια. Ανηφüρισε για το βοσκοτüπι και σκουντουφλþντας Ýφτασε στο σπßτι του απü το βüρειο δρüμο και το δÜσος. Δεν μποροýσε να περÜσει το πηγÜδι. Του εßχε ρßξει μια ματιÜ απü το παρÜθυρο, εßδε πως δεν Ýλειπε πÝτρα απü το πεζοýλι του. Αρα το αμÜξι δεν εßχε ξεκολλÞσει τßποτα...το πλατσοýρισμα οφειλüταν αλλοý -κÜτι βοýτηξε στο πηγÜδι αφοý αποτÝλειωσε τον καημÝνο τον ΝÜχουμ.
     ¼ταν Ýφτασε σπßτι εßδε üτι τα Üλογα και το αμÜξι εßχαν γυρßσει κι üτι η γυναßκα του κüντευε να τρελαθεß απü την αγωνßα. Την καθησýχασε δßχως πολλÝς εξηγÞσεις και ξεκßνησε αμÝσως για το Αρκαμ üπου ειδοποßησε τις αρχÝς üτι η φαμßλια του ΓκÜρντνερ δεν υπÞρχε πια. Δεν εßπε λεπτομÝρειες, αλλÜ μüνο για το θÜνατο του ΝÜχουμ και της ΝÜμπι -για τον Θαδαßο Þταν Þδη γνωστü- κι εßπε üτι για το θÜνατü τους πρÝπει να Ýφταιγε η ßδια αρρþστια που εßχε χτυπÞσει τα ζωντανÜ. Επßσης δÞλωσε την εξαφÜνιση του ΜÝρβιν και του ΖÞνωνα. Οι αστυνομικοß Ýκαναν πολλÝς ερωτÞσεις και στο τÝλος ο ΝÜχουμ αναγκÜστηκε να οδηγÞσει τρεις στη φÜρμα του ΝÜχουμ, μαζß με τον ανακριτÞ, τον ιατροδικαστÞ και τον κτηνßατρο που εßχε κοιτÜξει τα Üρρωστα ζþα. ΠÞγε παρÜ τη θÝλησÞ του, γιατß το απüγεμα προχωροýσε και φοβüταν να νυχτωθεß στο καταραμÝνο μÝρος. ΑλλÜ Þταν κÜποια παρηγοριÜ που εßχε τüσους μαζß του.
     Οι Ýξι Üντρες ακολοýθησαν τον Αμι με μιαν Üμαξα κι Ýφτασαν στο συφοριασμÝνο κτÞμα κατÜ τις τÝσσερις. Αν και συνηθισμÝνοι στα θλιβερÜ θεÜματα δεν μπüρεσαν να μεßνουν ασυγκßνητοι απ' αυτÜ που βρÞκαν στη σοφßτα και κÜτω απü την κüκκινη κουβÝρτα. Η üλη üψη της φÜρμας με την γκρßζα ερημιÜ της Þταν Þδη αρκετÜ φοβερÞ, αλλÜ τα δυο αποσαθρωμÝνα αντικεßμενα ξεπερνοýσαν κÜθε üριο. Κανεßς δεν μπüρεσε να κρατÞσει το βλÝμμα του πÜνω τους þρα πολλÞ, ακüμα και ο γιατρüς παραδÝχτηκε üτι δεν εßχε πολλÜ να κÜνει. ΦυσικÜ θα γινüταν ανÜλυση δειγμÜτων κι Ýκανε αρκετÞ þρα να τα μαζÝψει και πρÝπει εδþ να ποýμε üτι αινιγματικÜ πρÜγματα συνÝβησαν στο εργαστÞριο üταν Ýφτασαν τελικÜ οι δυο φιÜλες. Η φασματοσκüπηση Ýδωσε παρÜδοξα αποτελÝσματα και παρατηρÞθηκαν πολλÜ κοινÜ σημεßα με το μετεωρßτη του περασμÝνου χρüνου. Οι παρÜδοξες αυτÝς ιδιüτητες χÜθηκαν μετÜ Ýνα μÞνα κι απü τη σκüνη Ýμειναν διÜφορα φωσφοροýχα και ανθρακοýχα αλκαλικÜ Üλατα.
Ο Αμι δε θα τους Ýλεγε για το πηγÜδι αν Þξερε üτι θ' αποφÜσιζαν να ασχοληθοýν μαζß του αυτοστιγμεß. Ο Þλιος πÞγαινε να δýσει  και βιαζüταν να φýγει απü 'κει.  ΑλλÜ και δεν μποροýσε να τραβÞξει το βλÝμμα του απü το πÝτρινο πεζοýλι, κι üταν τον ρþτησαν παραδÝχτηκε üτι ο ΝÜχουμ φοβüταν κÜτι εκεß κÜτω -τüσο που δε σκÝφτηκε να αναζητÞσει εκεß τον ΜÜρβιν Þ τον ΖÞνωνα.
      Υστερ' απ' αυτü το μüνο που Ýμενε Þταν ν' αδειÜσουν και να ερευνÞσουν αμÝσως το πηγÜδι. Ο Αμι υποχρεþθηκε να περιμÝνει τρÝμοντας καθþς το βρωμισμÝνο νερü πεταγüταν κουβαδιÜ-κουβαδιÜ στο χþμα γýρω. Οι Üντρες μýριζαν με σιχασιÜ το νερü και προς το τÝλος, üταν βρÞκαν τα σÜπια πτþματα, αναγκÜστηκαν να φρÜξουν τη μýτη τους. Δεν καθυστÝρησαν και πολý γιατß το νερü Þταν ανεξÞγητα χαμηλü. Δε χρειÜζεται να ποýμε με ακρßβεια τι βρÞκανε. Ο ΜÝρβιν κι ο ΖÞνωνας Þταν κι οι δυο εκεß μÝσα, εν μÝρει, γιατß τα απομεινÜρια τους Þταν κυρßως κüκαλα. ¹ταν επßσης κι Ýνα μικρü ελÜφι κι Ýνας σκýλος, περßπου στην ßδια κατÜσταση, και πολλÜ κüκαλα μικρüτερων ζþων. Η λασπουριÜ και η γλßτσα στο βυθü φαινüταν ανεξÞγητα πορþδης και φουσκαλιασμÝνη και κÜποιος που κατÝβηκε μ' Ýνα μακρý κοντÜρι διαπßστωσε üτι μποροýσε να το χþσει üλο στη λÜσπη  δßχως να συναντÞσει αντßσταση.
     Τþρα εßχε πÝσει το σοýρουπο κι Ýφεραν φανÜρια απü το σπßτι. ΜετÜ, üταν φÜνηκε πως δεν εßχαν να κερδßσουν τßποτα περισσüτερο απü το πηγÜδι, μπÞκαν üλοι στο σπßτι κι Üρχισαν να συζητοýν στο αρχαßο καθιστικü ενþ το αδιατÜραχτο φως του μισοý φεγγαριοý Ýπαιζε κουρασμÝνα με τη σταχτιÜ ερημιÜ Ýξω. Οι Üντρες τα εßχαν φανερÜ χαμÝνα με την υπüθεση και δεν μποροýσαν να βρουν οýτ' Ýνα πειστικü στοιχεßο που να συνδÝει την παρÜξενη κατÜσταση των φυτþν, την Üγνωστη αρρþστια των ζþων και των ανθρþπων και τους ανεξÞγητους θανÜτους του ΜÝρβιν και του ΖÞνωνα στο μολυσμÝνο πηγÜδι. Εßχαν ακοýσει, βÝβαια, τα κουτσομπολιÜ των χωρικþν. ΑλλÜ δεν μποροýσαν να πιστÝψουν πως συνÝβαιναν πρÜγματα υπερφυσικÜ. Δßχως αμφιβολßα ο μετεωρßτης εßχε δηλητηριÜσει το χþμα αλλÜ η αρρþστια των ανθρþπων και των ζþων που δεν Ýφαγαν τßποτα που προερχüταν απ' αυτü το χþμα Þταν Üλλη υπüθεση. ¸φταιγε το νερü του πηγαδιοý; Πολý πιθανü. Θα Þταν καλÞ ιδÝα να το αναλýσουν. ΑλλÜ ποια παρÜλογη τρÝλα Ýσπρωξε και τα δυο παιδιÜ να πÝσουν στο πηγÜδι; Οι πρÜξεις τους Þταν τüσο üμοιες -και τα απομεινÜρια Ýδειχναν πως εßχαν πεθÜνει και τα δýο απü τον ßδιο σταχτÞ θÜνατο της αποσÜθρωσης. Γιατß üλα Þταν τüσο σταχτιÜ και αποσαθρωμÝνα;
     Ο ανακριτÞς, καθισμÝνος σ' Ýνα παρÜθυρο που Ýβλεπε στην αυλÞ, Þταν ο πρþτος που εßδε το φως γýρω απü το πηγÜδι. Εßχε νυχτþσει για καλÜ και τα αποτρüπαια περßχωρα του σπιτιοý τα φþτιζε αδýναμα κÜτι περισσüτερο απü τις Üστατες αχτßδες του φεγγαριοý. Η καινοýρια λÜμψη Þταν συγκεκριμÝνη και σαφÞς. Φαινüταν να ανεβαßνει απü το μαýρο πηγÜδι σαν αδýναμο φως φÜρου κι αχνοκαθρεφτιζüταν στις λιμνοýλες του αδειασμÝνου νεροý. Εßχε χρþμα πολý παρÜξενο και ο Αμι τινÜχτηκε καθþς στριμþχνονταν üλοι στο παρÜθυρο. Γιατß η χροιÜ της παρÜξενης αυτÞς αχτßδας του μιÜσματος δεν του Þταν Üγνωστη. Εßχε δει το χρþμα και πριν και φοβüταν να σκεφτεß τι μποροýσε να σημαßνει αυτü. Το εßχε δει στη βδελυρÞ σαθρÞ φοýσκα του αερüλιθου πριν δυο καλοκαßρια, το εßχε δει στην ξετρελαμÝνη ανοιξιÜτικη βλÜστηση κι εßχε πιστÝψει πως το εßχε δει στιγμιαßα το ßδιο αυτü πρωß στο μικρü καγκελüφραχτο παρÜθυρο του τρομαχτικοý δωματßου στη σοφßτα üπου εßχαν γßνει τüσα ακατονüμαστα. Εßχε αστρÜψει εκεß για Ýνα δευτερüλεπτο κι Ýνα γλοιþδης μισερüς ατμüς εßχε περÜσει δßπλα του ξýνοντÜς τον -και, κατüπιν, εßχε πÜρει τον φτωχü ΝÜχουμ κÜτι με παρüμοιο χρþμα. Το 'λεγε μÝχρι τÝλους -το 'λεγε πως Þταν σαν τη φυσαλßδα και τα φυτÜ. ΜετÜ Ýγινε το φευγιü στην αυλÞ και το πλατσοýρισμα στο πηγÜδι -και τþρα το πηγÜδι αυτü ξερνοýσε στη νýχτα μια χλωμÞ σιχαμερÞ αχτßδα με την ßδια απüχρωση.
     ΠρÝπει να αναγνωρßσουμε στο μυαλü του Αμι το γεγονüς üτι κι αυτÞν ακüμα τη στιγμÞ της Ýντασης στοχÜστηκε πÜνω σ' Ýνα σημεßο με βασικÜ επιστημονικÞ σημασßα. Απüρησε πþς διατηροýσε την ßδια εντýπωση απü Ýναν ατμü ιδωμÝνο στο φως της μÝρας, σ' Ýνα παρÜθυρο που Üνοιγε στον πρωινü ουρανü, κι απü Ýνα νυχτερινü ανÜδωμα που φÜνταζε σαν φωσφορικÞ ομßχλη πÜνω στο μαýρο ερημωμÝνο τοπßο. Δεν Þταν σωστü -Þταν ενÜντια στη Φýση- και σκÝφτηκε τα τελευταßα εκεßνα τρομερÜ λüγια του χτυπημÝνου φßλου του, «απü Üλλο μÝρος που τα πρÜγματα δεν εßναι σαν εδþ... ¸νας απü τους καθηγητÝς το 'πε...»
     ¸ξω τα τρßα Üλογα, δεμÝνα σε δυο μαραζωμÝνους θÜμνους πλÜι στο δρüμο, τραβοýσαν τα χαλινÜρια κι Ýσκαβαν το χþμα με μανßα. Ο οδηγüς του αμαξιοý κßνησε προς την πüρτα να κÜνει κÜτι, αλλÜ ο Αμι Ýβαλε στον þμο του Ýνα χÝρι που 'τρεμε.
 -«Μη βγεις Ýξω», ψιθýρισε. «Δε ξÝρουμε. Ο ΝÜχουμ εßπε πως κÜτι ζει στο πηγÜδι που σου ρουφÜ τη ζωÞ. Εßπε πως πρÝπει να Ýγινε απü κÜποια στρογγυλÞ φοýσκα σαν αυτÞ που 'δαμε στο μετεωρßτη. ΡουφÜ και καßει, εßπε, κι εßναι μονÜχα Ýνα χρωματιστü σýννεφο σαν αυτü το φως τþρα, που μüλις φαßνεται και δε ξÝρεις τι εßναι. Ο ΝÜχουμ πßστευε πως τρÝφεται με κÜθε εßδους ζωÞ και δυναμþνει συνÝχεια. Εßπε πως το 'δε τη περασμÝνη βδομÜδα. ΠρÝπει να 'ρθε απü τον ουρανü, üπως εßπαν κι οι καθηγητÝς για τον μετεωρßτη. ¸τσι που 'ναι κι Ýτσι που δουλεýει δε μπορεß να 'ναι του κüσμου μας. Εßναι απü πÝρα».
     Κι Ýτσι στÜθηκαν αναποφÜσιστοι ενþ το φως απü το πηγÜδι γινüταν δυνατüτερο και τα Üλογα χρεμÝτιζαν üλο και πιο φρενιασμÝνα. ¹ταν στ' αλÞθεια φοβερÞ στιγμÞ. Ο τρüμος φþλιαζε στο ßδιο αυτü το πανÜρχαιο, καταραμÝνο σπßτι, τÝσσερις τερατþδεις σωροß απομεινÜρια -δυο απü το σπßτι και δυο απü το πηγÜδι- στο πßσω υπüστεγο, κι αυτüς ο Üγνωστος και βÝβηλος ιριδισμüς απü τα λασπερÜ βÜθη μπροστÜ. Ο Αμι εßχε συγκρατÞσει τον καροτσÝρη δßχως να το σκεφτεß, ξεχνþντας üτι ο ßδιος Ýμεινε Üβλαβος απü το γλιτσερü χÜδι του χρωματιστοý ατμοý στη σοφßτα. ºσως, üμως, και να 'κανε σωστÜ. ΠοτÝ δε θα μÜθει  κανεßς τι τριγυρνοýσε Ýξω εκεßνη τη νýχτα. Και μολονüτι η βλαστÞμια απü το Üπειρο δεν εßχε βλÜψει κανÝνα που 'χε το μυαλü του απεßραχτο, δεν Þξερες τι μποροýσε να κÜνει εκεßνη την τελικÞ στιγμÞ με τη φανερÜ αυξημÝνη της δýναμη και τα σημÜδια μιας συγκεκριμÝνης βοýλησης που  θα φανερωνüταν σýντομα κÜτω απü τα σκüρπια σýννεφα του σεληνοφþτιστου ουρανοý.
     Την ßδια στιγμÞ Ýνας απü τους αστυνομικοýς στο παρÜθυρο πÞρε μια κοφτÞ, δυνατÞ ανÜσα. Οι Üλλοι τον κοßταξαν και κατüπιν ακολοýθησαν γρÞγορα τη ματιÜ του προς το σημεßο που εßχε ξαφνικÜ τραβÞξει την προσοχÞ του. Δε χρειÜζονταν λüγια. Αυτü που αμφισβητοýνταν σαν χωριÜτικο κουτσομπολιü Þταν τþρα αναμφισβÞτητο. Εßναι ακριβþς γι' αυτü το πρÜγμα, που üλοι της ομÜδας το παραδÝχονταν αργüτερα, που δε μιλÜνε για τις παρÜξενες μÝρες στο 'Αρκαμ. Εßναι απαραßτητο να καταλÜβουμε üτι δε φυσοýσε καθüλου αÝρας τη βραδινÞ εκεßνη þρα. ΒÝβαια λßγο αργüτερα σηκþθηκε Üνεμος, αλλÜ τη στιγμÞ εκεßνη δε φυσοýσε καθüλου. Ακüμα και τα ξερÜ, δßχως φýλλα κλαδιÜ της κÜπαρης στο φρÜχτη  κι η τÝντα στην κορφÞ του αμαξιοý δε σÜλευαν καθüλου. Κι üμως, μÝσα στην ανÞσυχη, βÝβηλη ηρεμßα τα ψηλÜ κλαδιÜ üλων των δÝντρων της αυλÞς αναδεýονταν. Συσπþνταν σιχαμÝνα και σπασμωδικÜ, νυχιÜζοντας μ' ακρÜτητη επιληπτικÞ μανßα τα φωτισμÝνα απü τη σελÞνη σýννεφα. ¸ξυναν ανßσχυρα το φαρμακωμÝνο αÝρα σαν να τα κουνοýσε, δεμÝνη μαζß τους με ασþματα σýρματα, μια υπüγεια φρικωδßα που σφÜδαζε θανατερÜ μÝσα στο μαýρο χþμα.
     Για μερικÝς στιγμÝς δεν ανÜσανε κανεßς. Κατüπιν Ýνα πιο σκοτεινü σýννεφο σκÝπασε το φεγγÜρι κι η σιλουÝτα των συστραμμÝνων κλαδιþν χÜθηκε για λßγο. ¼λοι ξÝσπασαν σε μια κραυγÞ. ΓεμÜτη δÝος, βραχνÞ, σχεδüν ßδια σ' üλους τους λαιμοýς. Γιατß ο τρüμος δε χÜθηκε μαζß με τη θÝα των κλαδιþν, και σε μια φοβερÞ στιγμÞ βαθýτερου σκοταδιοý οι παρατηρητÝς εßδαν να σπιθουρßζουν στην κορυφÞ των δÝντρων χιλιÜδες μικροσκοπικÝς τελεßες θαμπÞς ακτινοβολßας, στην Üκρη του κÜθε κλαδιοý, σαν τις φλüγες που κατÝβηκαν τη μÝρα της ΠεντηκοστÞς στα κεφÜλια των Αποστüλων. ¹ταν Ýνας τερατþδικος αστερισμüς αφýσικου φωτüς, λιμασμÝνο σμÜρι νεκροθρεμμÝνες κωλοφωτιÝς που χüρευαν κολασμÝνες σαραμπÜντες πÜνω σε στοιχειωμÝνα Ýλη. Και το χρþμα Þταν το ßδιο ακατονüμαστο μ' αυτü που ο Αμι εßχε μÜθει πια να αναγνωρßζει και να αποστρÝφεται. Σ' üλο αυτü το διÜστημα ο φωσφορισμüς απü το πηγÜδι γινüταν ολοÝνα φωτεινüτερος, φÝρνοντας στους ζαβλακωμÝνους Üντρες μια αßσθηση  αφýσικης καταδßκης. Τþρα πια δεν Ýλαμπε απü το πηγÜδι. Ξεχυνüταν. Και καθþς το Üμορφο ρυÜκι του ακατονüμαστου χρþματος εγκατÝλειπε τη φωλιÜ του, φαινüταν να ξεχýνεται κατευθεßαν στον ουρανü.
     Ο κτηνßατρος ρßγησε και πÞγε στη μπροστινÞ πüρτα για να βÜλει Üλλο Ýνα δοκÜρι.  Ο Αμι δεν Ýτρεμε λιγüτερο κι αναγκÜστηκε να τραβÞξει τους Üλλους απü το μανßκι για να τους δεßξει Üφωνα το φÝγγος που μεγÜλωνε στα δÝντρα. Ο θüρυβος των αλüγων εßχε γßνει πια τρομαχτικüς, αλλÜ καμιÜ απü τις ψυχÝς που Þταν κλεισμÝνες στο γÝρικο σπßτι δε θα τολμοýσε να βγει Ýξω μ' οποιοδÞποτε αντßτιμο  που θα μποροýσε να πληρωθεß σ' αυτÞν εδþ τη γη. Με το πÝρασμα της þρας η λÜμψη μεγÜλωνε ενþ τα ανÞσυχα κλαδιÜ λες και τεντþνονταν üλο και περισσüτερο για να πÜρουν κÜθετη κατεýθυνση. Τþρα Ýλαμπε και το ξýλο της τροχαλßας του πηγαδιοý και σε λßγο Ýνας αστυνομικüς Ýδειξε τις κυψÝλες και τα υπüστεγα κοντÜ στο δυτικü τοßχο. Αρχιζαν να λÜμπουν κι αυτÜ αν και τα οχÞματα των επισκεπτþν φαßνονταν απεßραχτα. Τüτε ακοýστηκε μια Üγρια ταραχÞ στο δρüμο και καθþς ο Αμι δυνÜμωνε τη λÜμπα για να δοýνε καλýτερα αντιλÞφθηκαν üτι τα τρομαγμÝνα Üλογα εßχαν σπÜσει τα λουριÜ και το σκÜγανε μαζß με το αμÜξι.
     Το πλÞγμα Ýλυσε τις γλþσσες κι ακοýστηκαν ταραγμÝνοι ψßθυροι.
 -«Καλýπτει κÜθε τι το οργανικü Ýνα γýρω», μουρμοýρισε ο ιατροδικαστÞς. Κανεßς δεν απÜντησε, αλλÜ ο Üντρας που εßχε κατÝβει στο πηγÜδι εßπε üτι με το μακρý του στυλιÜρι θα 'χε ανακατÝψει κÜτι που δεν Ýπρεπε. «¹ταν τρομερü», πρüσθεσε. «Δεν υπÞρχε πÜτος, μονÜχα γλßνα και φουσκÜλες κι η αßσθηση πως κÜτι παραμüνευε εκεß κÜτω». Το Üλογο του Αμι Ýσκαβε ακüμα το χþμα και οýρλιαζε Ýξω στο δρüμο και σχεδüν Ýπνιγε τα αδýναμα ψελλßσματα του ιδιοκτÞτη του, που προσπαθοýσε ν' αρθρþσει τις Üμορφες σκÝψεις του.
 -«¹ρθε απü τη πÝτρα... μεγÜλωνε κÜτω κεß... πÞρε üλες τις ζωÝς... τρÜφηκε απ' αυτοýς, απü τη ψυχÞ και το σþμα τους... του Θαδδαßου και του ΜÝρβιν, του ΖÞνωνα και της ΝÜμπι... στο τÝλος ο ΝÜχουμ...Þπιαν üλοι απü το νερü... τους βÜρεσε... Þρθε απü πÝρα που τα πρÜγματα δεν εßναι üπως εδþ... τþρα γυρßζει πßσω...»
     Στο σημεßο αυτü, καθþς η στÞλη του Üγνωστους χρþματος Ýγινε ξÜφνου λαμπρüτερη κι Üρχισε να επιδßδεται  σε υπαινιγμοýς φανταστικþν μορφþν που αργüτερα ο καθÝνας απü τους παρüντες περιÝγραφε διαφορετικÜ, απü τον βασανισμÝνο ´Ηρωνα βγÞκε μια κραυγÞ που δεν εßχε ξανακουστεß ποτÝ απü αλüγου στüμα. Στο χαμηλοτÜβανο καθιστικü βοýλωσαν τα αυτιÜ τους κι ο Αμι Ýστρεψε το πρüσωπü του απü το παρÜθυρο αναγουλιÜζοντας απü φρßκη. Τα λüγια δεν μποροýν να το περιγρÜψουν -üταν ο Αμι κοßταξε ξανÜ Ýξω, το Üμοιρο ζþο κειτüταν ακßνητο στο σεληνοφþτιστο χþμα ανÜμεσα στα συντρßμμια του μικροý αμαξιοý. Αυτü Þταν το τÝλος του ´Ηρωνα, που τον Ýθαψαν το Üλλο πρωß. ΑλλÜ δεν Þταν þρα για πÝνθος, γιατß την ßδια στιγμÞ ο Ýνας αστυνομικüς τρÜβηξε την προσοχÞ τους σε κÜτι τρομαχτικü που βρισκüταν μÝσα στο ßδιο το δωμÜτιο. Με το φως της λÜμπας σβηστü Ýγινε φανερü üτι Ýνας ασθενικüς φωσφορισμüς εßχε αρχßσει να πλημμυρßζει το σπßτι. ¸φεγγε στα πλατιÜ σανßδια του δαπÝδου και στην κουρελοý, λαμπýριζε στα φατνþματα των μικρþν παρÜθυρων. ΔιÝτρεχε τα χοντρÜ δοκÜρια στις γωνιÝς, η μαρμαρυγÞ τýλιγε τα ντουλÜπια, τις πüρτες και τα ξýλινα Ýπιπλα. ΔυνÜμωνε απü λεπτü σε λεπτü και τÝλος Ýγινε φανερü üτι κÜθε τι το ζωντανü Ýπρεπε να εγκαταλεßψει το σπßτι.
     Ο Αμι τους Ýδειξε την πßσω πüρτα και το μονοπÜτι που Ýβγαζε απü τα χωρÜφια στην πÜνω βοσκÞ. Προχþρησαν σκουντουφλþντας σαν σε üνειρο και δεν τüλμησαν να κοιτÜξουν πßσω þσπου απομακρýνθηκαν αρκετÜ στο ψÞλωμα. Ευτυχþς που υπÞρχε το μονοπÜτι, γιατß δε θα μποροýσαν να φýγουν απü μπροστÜ, απü το καταραμÝνο πηγÜδι. Δεν Þταν και λßγο που πÝρασαν απü τον ολüφεγγο σταýλο και τα υπüστεγα και απü τα λαμπερÜ οπωροφüρα με τα διεστραμμÝνα, δαιμονικÜ περιγρÜμματα. Δüξαζαν τον θεü που το ανÜδεμα των κλαδιþν γινüταν περισσüτερο κοντÜ στην κορυφÞ. Καθþς περνοýσαν το παλιü γεφýρι πÜνω απü το ρÝμα του ΤσÜπμαν, κατÜμαυρα σýννεφα σκÝπασαν το φεγγÜρι κι Ýφτασαν στο ξÜγναντο μπουσουλþντας στα τυφλÜ.
     ¼ταν κοßταξαν κÜτω προς την κοιλÜδα και τη φÜρμα των ΓκÜρντνερ, αντßκρισαν Ýνα θÝαμα τρομερü. Ολüκληρη η φÜρμα λαμπÜδιαζε με το φριχτü, Üγνωστο χρþμα: τα δÝντρα, τα χτßσματα, ακüμα κι üσο χορτÜρι Þ θÜμνοι δεν εßχαν υποκýψει ολüτελα στη θανÜσιμη γκρßζα ξεραÀλα. ´¼λα τα κλαδιÜ τεντþνονταν προς τον ουρανü, με γλþσσες βρþμικης φλüγας στις Üκρες τους και ρυÜκια της ßδιας τερατþδικης φωτιÜς σερνüντουσαν  στ' ακρινÜ δοκÜρια του σπιτιοý, του στÜβλου και των υπüστεγων. ´Ηταν σκηνÞ απü üραμα του ΦουζÝλι. Και παντοý αλλοý βασßλευε το πανηγýρι της φωτεινÞς αμορφßας, αυτü το ξÝνο, δßχως διαστÜσεις ουρÜνιο τüξο του μυστηριακοý δηλητηρßου που Ýβγαινε απü το πηγÜδι -που Ýσερπε, χÜιδευε, Ýγλειφε, γρÜπωνε, τýλιγε και φουσκÜλιαζε κακüβουλα με τους Üγνωρους, υπÝρκοσμους χρωματισμοýς του.
     ΜετÜ, χωρßς ειδοποßηση, το φριχτü πρÜμα üρμησε κÜθετα στον ουρανü σαν ρουκÝτα Þ μετÝωρο, δßχως ν' αφÞσει χνÜρια πßσω του, κι εξαφανßστηκε μÝσα απü μια στρογγυλÞ, παρÜδοξα κανονικÞ τρýπα στα σýννεφα. Κανεßς δεν πρüλαβε να πÜρει ανÜσα. Κανεßς δε θα μπορÝσει ποτÝ να ξεχνÜει αυτü που εßδε κι ο Αμι κοιτοýσε χαζÜ τα αστÝρια του Κýκνου, τον ΝτÝνεμπ που Üστραφτε ανÜμεσÜ τους, εκεß που το Üγνωστο χρþμα Ýγινε Ýνα με το Γαλαξßα. ΑλλÜ την ßδια στιγμÞ η ματιÜ του γýρισε πÜλι στη γη, τραβηγμÝνη απü το κροτÜλισμα στην κοιλÜδα. ¹ταν μονÜχα κροτÜλισμα, Þχος ξýλου που σκßζεται κι üχι Ýκρηξη -που ορκßζονταν πολλοß Üλλοι της ομÜδας. ΑλλÜ το αποτÝλεσμα Þταν το ßδιο: μÝσα σε μια πυρετικÞ, καλειδοσκοπικÞ στιγμÞ η καταδικασμÝνη φÜρμα ξÝσπασε σε μια εκρηχτικÞ, αστραφτερÞ καταιγßδα απü αφýσικες σπßθες που θÜμπωσε το βλÝμμα των λßγων που την εßδαν  κι Ýστειλε στο ζενßθ του ουρανοý Ýνα σýννεφο με τÝτοιο χρþμα και τÝτοιο αφÜνταστο υλικü που το σýμπαν ολüκληρο το αποδιþχνει. ΜÝσ' απü την ατμþδη οπÞ που ξανÜκλεισε γρÞγορα ακολοýθησε τη θανατßλα που χανüταν και σ' Ýνα δευτερüλεπτο χÜθηκε κι αυτü. Πßσω και κÜτω Ýμεινε μüνο Ýνα σκοτÜδι üπου ο Üντρες δεν τολμοýσαν να επιστρÝψουν, και παντοý γýρω Üρχισε να σηκþνεται Ýνας Üνεμος που λες και ξεχυνüταν στα χαμηλÜ σε μαýρες ριπÝς που Ýστελνε το αστρικü διÜστημα. Στρßγκλιζε και ολοφυρüταν, μαστßγωνε τα χωρÜφια και βßαζε τα δÜση με τρελÞ κοσμικÞ μανßα, þσπου γρÞγορα η ομÜδα κατÜλαβε τρÝμοντας üτι δε χρειαζüταν να περιμÝνει το φεγγÜρι για να δει τι απüμεινε απü τη φÜρμα του ΝÜχουμ.
     Με τρüμο που δεν Üφηνε θÝση σε συζÞτηση και θεωρßες οι εφτÜ Üντρες ξεκßνησαν τρÝμοντας για το Αρκαμ απü τον βορινü δρüμο. Ο Αμι Þταν χειρüτερα απü τους Üλλους και τους ικÝτεψε να τον πÜνε ως μÝσα στην κουζßνα του πριν συνεχßσουν για την πüλη. Δεν Þθελε να περÜσει μüνος τα ανεμοδαρμÝνα δÜση  που ανÜμεσÜ τους περνοýσε ο κανονικüς δρüμος για το σπßτι του. Γιατß εßχε δεχτεß Ýνα χτýπημα παραπÜνω απü τους Üλλους κι üλα τα κατοπινÜ χρüνια τον πλÜκωνε Ýνας σκοτεινüς φüβος που δεν τολμοýσε οýτε να φανερþσει. Καθþς οι υπüλοιποι της ομÜδας στον ταραγμÝνο λüφο Ýστρεφαν αποφασιστικÜ το πρüσωπü τους προς το δρüμο, ο Αμι εßχε στραφεß πÜλι για μια στιγμÞ προς τη σκιαγμÝνη, ερημωμÝνη κοιλÜδα που ως πριν λßγο Ýδινε καταφýγιο στον κακüτυχο φßλο του. Κι απ' αυτü το μακρινü σημεßο εßδε κÜτι να σηκþνεται αδýναμα και να βουλιÜζει πÜλι στο μÝρος üπου εßχε τιναχτεß στα ουρÜνια ο μÝγας Üμορφος τρüμος. Δεν Þταν παρÜ Ýνα κομμÜτι χρþμα -μα üχι απü 'κεßνα που ξÝρουμε στους ουρανοýς και τη γη μας. Κι επειδÞ ο Αμι αναγνþρισε αυτü το χρþμα και ξÝρει πως το τελευταßο αυτü αδýναμο απομεινÜρι θα λουφÜζει ακüμα εκεß κÜτω στο πηγÜδι, δεν ξανÜρθε ποτÝ στα σýγκαλÜ του.
     ΠοτÝ δεν πλησßασε αυτü το μÝρος. ΠÝρασαν σαρÜντα τÝσσερα χρüνια απü την þρα του τρüμου, αλλÜ ποτÝ δεν πÜτησε πüδι εκεß και θα χαρεß üταν τα σκεπÜσει üλα η τεχνητÞ λßμνη. Θα χαρþ κι εγþ γιατß δε μου Üρεσε ο τρüπος που το φως του Þλιου Üλλαζε χρþμα γýρω στο χεßλος του παρατημÝνου πηγαδιοý καθþς περνοýσα. Ελπßζω να μεßνει το νερü πÜντα βαθý _αλλÜ κι Ýτσι δε θα το πιω ποτÝ. Οýτε και θα ξανÜρθω στις γειτονιÝς του Αρκαμ. Τρεις απü τους Üντρες που Þταν με τον Αμι ξαναγýρισαν το Üλλο πρωß για να δοýνε τα ερεßπια στο φως της μÝρας, αλλÜ ερεßπια ουσιαστικÜ δεν υπÞρχαν. Μüνο τα τοýβλα της καμινÜδας, οι πÝτρες του κελαριοý, λßγα μεταλλικÜ σκουπßδια εδþ κι εκεß, και το πεζοýλι του ακατανüμαστου πηγαδιοý. Εκτüς απü το Üλογο του Αμι, που το 'συραν και το 'θαψαν πιο πÝρα, και το μισοκατεστραμμÝνο αμÜξι του, κÜθε Üλλο ßχνος ζωÞς εßχε χαθεß. Απüμειναν πÝντε μαγεμÝνα εκτÜρια σκονισμÝνη, σταχτιÜ ερημιÜ και τßποτα πια δεν ξαναβλÜστηκε εκεß. Ως σÞμερα ανοßγεται  στον ουρανü σαν Ýνας μεγÜλος λεκÝς που προξÝνησαν στο δÜσος και τα χωρÜφια παντοδýναμα οξÝα, κι οι λßγοι που τüλμησαν να στρÝψουν μÜτι πÜνω της παρÜ τους ψßθυρους των χωρικþν την ονüμασαν καμÝνο χÝρσωμα.
     Οι χωρικοß διηγοýνται πρÜγματα παρÜξενα. Θα Þταν ακüμα πιο παρÜξενα αν οι Üνθρωποι της πüλης και οι χημικοß του πανεπιστÞμιου ενδιαφÝρονταν να αναλýσουν το νερü απü το αχρησιμοποßητο πηγÜδι Þ τη σκüνη που δε φαßνεται να σκορπßζεται απü τον Üνεμο. Κι οι βοτανολüγοι θα 'πρεπε να μελετÞσουν τη μισοπεθαμÝνη χλωρßδα στις Üκρες του λεκÝ, γιατß θα μποροýσαν ßσως να ρßξουν φως στην πßστη των χωρικþν üτι το κακü απλþνεται σιγÜ-σιγÜ, ßσως δυο με τρεις πüντους το χρüνο. Ο κüσμος λÝει üτι την Üνοιξη το χρþμα στα γειτονικÜ φυτÜ δεν εßναι απüλυτα σωστü κι üτι Üγρια ζþα αφÞνουν περßεργα χνÜρια στο ελαφρü χειμωνιÜτικο χιüνι. Το χιüνι πÜνω στο λεκÝ δε φαßνεται το ßδιο βαρý μ' αλλοý. Τα Üλογα -τα λßγα που Ýμειναν στη μηχανοκßνητη εποχÞ μας- νευριÜζουν μüλις βρεθοýν στη σιωπηλÞ κοιλÜδα. Οι κυνηγοß δεν μποροýν να εμπιστευτοýν τους σκýλους τους üταν περνοýν κοντÜ απü την γκριζωπÞ σκüνη.
     ΛÝνε ακüμα üτι το μÝρος επιδρÜ Üσκημα στο μυαλü. Πολλοß μισοτρελÜθηκαν τον επüμενο χρüνο και σ' üλες τις περιπτþσεις δεν εßχαν τη δýναμη να φýγουν απü 'κει. Τüτε οι πιο δυνατοß στη θÝληση εγκατÝλειψαν την περιοχÞ και μονÜχα οι ξÝνοι προσπÜθησαν να μεßνουν στα παλιÜ σπßτια. Ωστüσο δεν τα κατÜφεραν. Κι αναρωτιÝμαι καμιÜ φορÜ ποια διαßσθηση οξýτερη απü τη δικÞ μας τους χÜρισαν οι Üγριες και παρÜδοξες μαγικÝς ιστορßες που διηγοýνται χαμηλüφωνα. Τα νυχτερινÜ üνειρα γßνονται τρομαχτικÜ σ' αυτü το μÝρος, παραπονιοýνται, και σßγουρα η εμφÜνιση του σκοτεινοý τüπου αρκεß απü μüνη της να ξεσηκþσει μια νοσηρÞ φαντασßα. Κανεßς ταξιδιþτης δε γλßτωσε απü μιαν αßσθηση παραδοξüτητας καθþς περνοýσε τις βαθιÝς χαρÜδρες κι οι ζωγρÜφοι τρÝμουν καθþς εικονßζουν τα πυκνÜ δÜση που το μυστÞριü τους ξεπηδÜ ταυτüχρονα απü το πνεýμα και την üραση. Κι εγþ ο ßδιος νιþθω περßεργα για την αßσθηση που εßχαν απü το μακρινü μου περßπατο -πριν ακοýσω την ιστορßα του Αμι. ´¼ταν Þρθε το σοýρουπο εßχα κÜπως επιθυμÞσει να μαζευτοýν λßγα σýννεφα, γιατß Ýνας παρÜξενος φüβος για τα βαθιÜ ουρÜνια εßχε τρυπþσει σοýρνοντας στην ψυχÞ μου.
     Μη ρωτÜτε τη γνþμη μου. Δεν ξÝρω -αυτü αρκεß. Μüνο τον Αμι μπüρεσα να ρωτÞσω. Οι Üνθρωποι στο Αρκαμ δε μιλοýν ποτÝ για τις παρÜξενες μÝρες κι οι τρεις καθηγητÝς που εßδαν τον αερüλιθο και τη φουσκÜλα εßναι νεκροß. ΥπÜρχουν κι Üλλες φουσκÜλες -να εßστε σßγουροι. ΚÜποια πρÝπει να τρÜφηκε καλÜ και να ξÝφυγε, και κÜποια Üλλη δεν πρüλαβε. Δßχως αμφιβολßα εßναι ακüμα στο βÜθος του πηγαδιοý -το ξÝρω πως κÜτι δεν πÞγαινε καλÜ με το φως του Þλιου πÜνω απü το μιασμÝνο νερü. Οι χωριÜτες λÝνε πως το κακü προχωρεß δυο τρεις πüντους το χρüνο, ßσως λοιπüν κÜτι μεγαλþνει ακüμα εκεß, τρÝφεται και περιμÝνει. ΑλλÜ üποιος δαßμονας κι αν κλωσÜ το κακü εκεß κÜτω πρÝπει να 'ναι δεμÝνος με κÜτι, αλλιþς θα ξαπλωνüταν γρÞγορα. Να 'ναι δεμÝνος με τις ρßζες των δÝντρων που νυχιÜζουν τον Üνεμο; Μια απü τις ιστορßες που αφηγοýνται σÞμερα στο 'Αρκαμ λÝει για χοντρÝς βελανιδιÝς που λÜμπουν τη νýχτα και σαλεýουν με τρüπο ανÜρμοστο.
     Τι εßναι, μονÜχα ο Θεüς ξÝρει. Απü υλικÞ Üποψη υποθÝτω üτι αυτü που περιÝγραψε ο Αμι θα πρÝπει να ονομαστεß αÝριο, üμως αÝριο που δεν υπÜκουε στους νüμους του κüσμου τοýτου. Δεν Þταν καρπüς των κüσμων και των Þλιων που λÜμπουν στα τηλεσκüπια και τις φωτογραφικÝς πλÜκες των αστεροσκοπεßων μας. Δεν Þταν ανÜσα των ουρανþν εκεßνων που τις διαστÜσεις τους μετροýν οι αστρονüμοι Þ και λÝνε πως δεν επιδÝχονται μÝτρηση. ¹ταν Ýνα χρþμα απü το βαθý διÜστημα -Ýνας φριχτüς αγγελιαφüρος απü τα Üμορφα βασßλεια του Απεßρου- πÝρα απü τη Φýση που γνωρßζουμε. Απü χþρους που η ýπαρξÞ τους θολþνει απü μüνη της το μυαλü και μας μουδιÜζει με τα μαýρα εξþκοσμα χÜσματα που ανοßγει μπροστÜ στα φρενιασμÝνα μÜτια μας.
     ΑμφιβÜλλω πολý αν ο ¢μι εßπε ψÝματα συνειδητÜ και δεν πιστεýω πως η ιστορßα του Þταν ολüκληρη γÝννημα της τρÝλας, üπως με προειδοποßησαν στο Αρκαμ. ΚÜτι τρομερü Þρθε στους λüφους και τις κοιλÜδες μας μ' αυτü το μετÝωρο -και κÜτι τρομερü- αν και δεν ξÝρω πüσο μεγÜλο- μÝνει ακüμα. Θα χαρþ να δω να 'ρχεται το νερü. Στο μεταξý ελπßζω να μην πÜθει τßποτα ο Αμι. Εßδε πÜρα πολλÜ και η επßδραση του πρÜγματος Þταν τüσο φαρμακερÞ! Γιατß δεν μπüρεσε ποτÝ να φýγει απü 'κει; Πüσο καθαρÜ θυμüταν τα τελευταßα λüγια του ΝÜχουμ:
 -«...το ξÝρεις αλλÜ δε μπορεßς τßποτα... να ξεφýγεις... σε τραβÜ...» Ο 'Αμι εßναι πολý συμπαθητικüς γÝρος, üταν ξεκινÞσει  το Ýργο της υδατοδεξαμενÞς θα πρÝπει να γρÜψω στον αρχιμηχανικü να τον προσÝχει. Δε θα 'θελα να τον θυμÜμαι σαν εκεßνη τη σταχτιÜ, στρεβλÞ, σαθρÞ τερατωδßα που επιμÝνει, üλο και περισσüτερο, να ταρÜζει τον ýπνο μου.
  
______________________________________
______________________________________

                                          ΣελεφαÀς

     ¹τανε σ' üνειρο που ο ΚουρÜνις αντßκρισε τη πüλη στη κοιλÜδα και την ακτÞ πÝρα στο βÜθος και τη χιονοσκÝπαστη βουνοκορφÞ που δÝσποζε στη θÜλασσα και τις ζωηρüχρωμες γαλÝρες που σαλπÜριζαν απü το λιμÜνι για τους αλαργινοýς τüπους, üπου η θÜλασσα σμßγει με τον ουρανü. ¹τανε σ' üνειρο επßσης, που 'χε αποκτÞσει τ' üνομα ΚουρÜνις, γιατß üταν Þτανε ξυπνητüς τονε φωνÜζανε κÜπως αλλιþς. ºσως Þτανε φυσικü γι' αυτüν να ονειρευτεß Ýνα καινοýριο üνομα, γιατß Þταν ο τελευταßος της φαμßλιας του και ζοýσε μονÜχος ανÜμεσα στα διÜφορα πλÞθη του Λονδßνου. ¸τσι δεν υπÞρχανε πολλοß για να του πουν Ýνα λüγο και να του θυμßσουνε ποιος Þτανε κÜποτε.
     Η περιουσßα και τα κτÞματÜ του εßχανε χαθεß και δε του Üρεσε ο τρüπος που ζοýσαν οι Üνθρωποι τριγýρω του.. Τα üσα Ýγραφε τα περγελοýσαν εκεßνοι που τους τα 'δειχνε, Ýτσι μετÜ απü λßγο καιρü Üρχισε να τα κρατÜ για τον εαυτü του και τελικÜ σταμÜτησεν εντελþς να γρÜφει. ¼σο περισσüτερο αποτραβιüταν απü τον κüσμο γýρω του, τüσο πιο θαυμαστÜ γßνονταν τα üνειρÜ του. Και θα 'ταν αλÞθεια μÜταιο να προσπαθÞσει να τ' αποδþσει στο χαρτß. Ο ΚουρÜνις δεν Þτανε μοντÝρνος και δε σκεφτüταν üπως οι Üλλοι που γρÜφανε. Ενþ κεßνοι πασχßζαν να απογυμνþσουνε τη ζωÞ απü τα χρυσοποßκιλτα πÝπλα του μýθου και να δεßξουνε σε γυμνÞν ασκÞμια το αποκρουστικü πρÜμα που λÝγεται πραγματικüτητα, εκεßνος αναζητοýσε την ομορφιÜ και μüνο. Κι üταν η αλÞθεια κι η πεßρα δε κατÜφερναν να την αποκαλýψουνε, την αναζητοýσε στη φαντασßα και στα ορÜματα και τελικÜ τη βρÞκε στο ßδιο του το κατþφλι, ανÜμεσα στις θολÝς θýμησες των παιδικþν παραμυθιþν και των ονεßρων.
     Δεν υπÜρχουνε πολλοß που να ξÝρουνε τι θαýματα ξανοßγονται μπρος τους, τις ιστορßες και τα ορÜματα της νιüτης τους. Γιατß üταν σαν παιδιÜ ακοýμε κι ονειρευüμαστε δε κÜνουμε παρÜ συγκεχυμÝνες σκÝψεις κι üταν σα μεγÜλοι προσπαθοýμε να θυμηθοýμε, εßμαστε πια τüσον αποχαυνωμÝνοι και πεζοß, Ýχοντας ποτιστεß με το δηλητÞριο της ζωÞς. Μερικοß üμως απü μας ξυπνÜμε τις νýχτες με παρÜξενα, φαντασμαγορικÜ ορÜματα μαγευτικþν λüφων και κÞπων, απο συντριβÜνια που τραγουδÜνε στον Þλιο, απü χρυσαφÝνιους γκρεμοýς που δεσπüζουνε πÜνω απü θÜλασσες ψιθυριστÝς, απü πεδιÜδες που απλþνονται πÝρα ως τις παρυφÝς κοιμισμÝνων πüλεων, φτιαγμÝνων απü μπροýτζο και πÝτρα κι απü σκιερÝς ομÜδες ηρþων που καλπÜζουν σε περιστüλιστα λευκÜ Üτια, στις Üκριες πυκνþν δασþν. Και τüτε καταλαβαßνουμε πως ρßξαμε μια φευγαλÝα ματιÜ πÝρα, πßσω απü τις ΦιλντισÝνιες Πýλες, σε κεßνο τον κüσμο των θαυμÜτων που 'τανε δικüς μας προτοý γßνουμε σοφοß και δυστυχεßς.
     Ο ΚουρÜνις Ýφτασε τελεßως απρüσμενα στον παλιü του κüσμο της παιδικÞς ηλικßας του. ΑρχικÜ ονειρεýτηκε το πελþριο, πÝτρινο, κισσοντυμÝνο σπßτι που 'χε γεννηθεß κι üπου εßχανε ζÞσει δεκατρεßς γενιÝς προγüνων του, εκεß που Ýλπιζε ν' αφÞσει κÜποτε τη τελευταßα του πνοÞ κι αυτüς. To φεγγαρüφωτο Ýλουσε το τοπßο κι εκεßνος εßχε βγει κλεφτÜ απü το δωμÜτιü του, Ýξω στην ευωδιαστÞ καλοκαιριÜτικη νýχτα. ΔιÝσχισε τους κÞπους, κατηφüρισε τα παρτÝρια, πÝρασε απü τις μεγÜλες βαλανιδιÝς του πÜρκου και πÞρε το μακρý, Üσπρο δρüμο για το χωριü. Το χωριü Þτανε πολý παλιü, με τις γωνιÝς του φαγωμÝνες απü τον χρüνο, σαν το φεγγÜρι που 'χεν αρχßσει να λιγοστεýει κι ο ΚουρÜνις αναρωτÞθηκε αν οι μυτερÝς στÝγες των μικρþν σπιτιþν Ýκρυβαν τον ýπνο Þ τον θÜνατο. ΜακριÝς λüγχες γρασιδιοý φυτρþνανε στους δρüμους και τα τζαμüφυλλα στα παραθýρια Þταν εßτε θρυμματισμÝνα, εßτε ατενßζανε τυφλÜ, πνιγμÝνα στη σκüνη.
     Δε χασομÝρησε διüλου κει, αλλÜ συνÝχισε τον δρüμο του σαν κÜτι να τονε καλοýσε προς Ýνα προορισμü. Δε τολμοýσε να παρακοýσει στο κÜλεσμα, γιατß φοβüταν μÞπως αποδειχτεß κι αυτü αυταπÜτη, σαν τις επιδιþξεις και τις φιλοδοξßες της ξýπνιας ζωÞς που δεν οδηγοýνε σε κανÝνα σκοπü. ¾στερα κÜτι τον εßχε τραβÞξει σ' Ýνα δεντρüφυτο δρüμο που 'βγαζε στους γκρεμοýς του Στενοý, πÝρ' απü το χωριü. ¸τσι Ýφτασε κει που τÝλειωνε το κÜθε τι -στο βÜραθρο και την Üβυσσο που ολÜκερο το χωριü κι ολÜκερος ο κüσμος τÝλειωναν απüτομα στο δßχως αντßλαλους κενü του απεßρου, üπου ακüμα κι ο ουρανüς μπροστÜ, Þταν Üδειος κι αφþτιστος απü το μισοφαγωμÝνο φεγγÜρι Þ τ' αστρα.
     Η πßστη τονε κÝντρισε να προχωρÞσει, ν' αψηφÞσει το βÜραθρο και να βουτÞξει στην Üβυσσο. ΚατÝβαινε αργÜ, αιωροýμενος σα φυσαλßδα, ανταμþνοντας στο δρüμο σκοτεινÜ, Üμορφα, ανονεßρευτα üνειρα, αχνÝς φωτερÝς σφαßρες που μπορεß να 'τανε μισονειρεμÝνα üνειρα και κοροúδευτικÝς φτερωτÝς μορφÝς, που φαßνονταν να περιγελοýνε τους ονειροπüλους üλων των κüσμων. ¾στερα, το σκοτÜδι φÜνηκε να σκßζεται μπροστÜ του και τüτε αντßκρισε τη πüλη στη κοιλÜδα. ¸λαμπεν αστραφτερÞ πÝρα μακριÜ, πολý μακριÜ κÜτω, σ' Ýνα φüντο θÜλασσας κι ουρανοý, με μια χιονισμÝνη βουνοκορφÞ κοντÜ στην ακτÞ.
     Ξýπνησε ακριβþς τη στιγμÞ που αντßκριζε τη πüλη. Ωστüσο Þξερε απü κεßνη τη φευγαλÝα ματιÜ, πως δεν Þταν Üλλη απü τη ΣελεφαÀς, στη κοιλÜδα του Ουθ-ΝαργκÜι, πÝρα απü τους ΤανÜριους Λüφους. ¹ταν εκεß που το πνεýμα του εßχε ζÞσει üλη την αιωνιüτητα μιας þρας, Ýνα καλοκαιριÜτικο απομεσÞμερο, κÜποτε, πριν πολλÜ-πολλÜ χρüνια, üταν εßχε ξεγλιστρÞσει απü τα μÜτια της γκουβερνÜντας του κι εßχεν αφÞσει τη ζεστÞ θαλασσινÞν αýρα να τον νανουρßσει, ενþ χÜζευε τα σýννεφα απü τον γκρεμü κοντÜ στο χωριü. Εßχε διαμαρτυρηθεß τüτε, üταν τονε βρÞκανε, τονε ξυπνÞσανε και τονε πÞρανε πßσω στο σπßτι, γιατß κεßνη τη στιγμÞν ακριβþς Þταν Ýτοιμος να σαλπÜρει με μια χρυσαφÝνια γαλÝρα για κεßνους τους σαγηνευτικοýς τüπους, που η θÜλασσα Ýσμιγε με τον ουρανü. Τþρα λοιπüν Ýνιωθε την ßδια αγανÜκτηση για το ξýπνημα, γιατß εßχε ξαναβρεß επιτÝλους τη θαυμαστÞ πüλη, ýστερα απü σαρÜντα χρüνια βαρετÞς ζωÞς.
     ΑλλÜ τρεις νýχτες αργüτερα, ο ΚουρÜνις ξαναγýρισε στη ΣελεφαÀς. ¼πως και την Üλλη φορÜ, ονειρεýτηκε πρþτα το χωριü που 'τανε βυθισμÝνο στον ýπνο Þ τον θÜνατο και την Üβυσσο που 'πρεπε να κατÝβει κανεßς πετþντας ανÜλαφρα στο κενü. ¾στερα φÜνηκε κεßνο το σκßσιμο μπροστÜ του κι αντßκρισε πÜλι τους λαμπεροýς μιναρÝδες της πüλης, εßδε τις χαριτωμÝνες γαλÝρες που λικνßζονταν αγκυροβολημÝνες στο ζαφειρÝνιο λιμÜνι και θαýμασε τα δÝντρα γκßνγκο του üρους ΑρÜν, που κυματßζανε στη θαλÜσσιαν αýρα. ΑλλÜ τοýτη τη φορÜ κανεßς δε τονε διÝκοψε παßρνοντÜς τονε βÜναυσα, μακριÜ απü κει και σα φτερωτü πλÜσμα, συνÝχισε να κατεβαßνει ανÜλαφρα προς μια χορταριασμÝνη πλαγιÜ, þσπου τα πüδια του ακουμπÞσανε μαλακÜ στη χλüη. Εßχε στ' αλÞθεια επιστρÝψει στη κοιλÜδα του Ουθ-ΝαργκÜι και στην υπÝροχη πüλη, ΣελεφαÀς.
     'Αρχισε να κατηφορßζει τον λüφο περπατþντας στη μυρωδÜτη χλüη, ανÜμεσα σε πολýχρωμα λουλοýδια. Διαβαßνοντας απü το ξýλινο γιοφυρÜκι, üπου πριν τüσα και τüσα χρüνια εßχε σκαλßσει τ' üνομÜ του, πÝρασε τον αφριστü ΝαραξÜ, διÝσχισε το αλσýλλιο ακοýγοντας τον αδιÜκοπο ψßθυρο των δÝντρων κι Ýφτασε στη μεγÜλη πÝτρινη γÝφυρα πλÜι στις πελþριες πýλες της πüλης. ¼λα Þταν üπως τα θυμüταν απü παλιÜ: τα διαμαντÝνια τεßχη δεν εßχανε χÜσει τη γυαλÜδα τους, οýτε τα διακοσμητικÜ, στιλπνÜ, μπροýντζινα αγÜλματα εßχανε θαμπþσει. ΚατÜλαβε πως δεν εßχε λüγους ν' ανησυχεß μÞπως τα πρÜματα που 'ξερε εßχανε χαθεß, γιατß ακüμα κι οι σκοποß στις πολεμßστρες Þσαν οι ßδιοι, το ßδιο νÝοι üσο τους θυμüταν.
     ¼ταν διÜβηκε τις μπροýτζινες πýλες, μπÞκε στη πüλη κι Üρχισε να βαδßζει στους δρüμους, τους στρωμÝνους με üνυχα, οι Ýμποροι κι οι καμηλιÝρηδες, τονε χαιρετßσανε σα να μην εßχε φýγει ποτÝ απü κει. Κι Þταν ο ßδιος ναüς απü τυρκουÜζ, αφιερωμÝνος στον Ναθ-ΧορτÜθ, που οι στεφανωμÝνοι με ορχιδÝες ιερεßς του εξÞγησαν üτι δεν υπÞρχε χρüνος στο Ουθ-ΝαργκÜι, αλλÜ μονÜχα αιþνια νιüτη. ¾στερα διÝσχισε τον Δρüμο των Κιüνων προς τη προκυμαßα, που μαζεýονταν οι εμπüροι κι οι ναυτικοß, καθþς και παρÜξενοι Üνθρωποι απü τους τüπους εκεßνους που η θÜλασσα σμßγει με τον ουρανü. Εκεß Ýμεινε κÜμποσο, αγναντεýοντας πÝρα στ' ολüφωτο λιμÜνι που στραφταλßζανε τα κυματÜκια, κÜτω απü Ýναν Üγνωστον Þλιο κι üπου λικνßζονταν ανÜλαφρα οι γαλÝρες απü τους μακρινοýς τüπους, πÝρ' απü τη θÜλασσα. ΑγνÜντεψε πÝρα προς το βουνü 'Αραν, που ορθωνüτανε μεγαλüπρεπο απü την ακτÞ, με τις χαμηλüτερες πλαγιÝς του καταπρÜσινες απü τα κυματιστÜ δÝντρα και τη λευκÞ του κορφÞ ν' αγγßζει τα ουρÜνια.
     Πιüτερο απü ποτÝ, λαχταροýσε να σαλπÜρει με μια γαλÝρα, για κεßνους τους αλαργινοýς τüπους, που 'χεν ακοýσει τüσες και τüσες παρÜξενες ιστορßες κι Ýψαξε να βρει τον καπετÜνιο που τον εßχε δεχτεß σαν επιβÜτη του, τüσα χρüνια πριν. ΒρÞκε τον Üνθρωπο που αναζητοýσε, τον Αθßμπ, καθισμÝνον üπως και τüτε στην ßδια κασÝλα με μπαχαρικÜ, αλλÜ δε φÜνηκε να 'χει συνειδητοποιÞσει πüσα χρüνια εßχανε κυλÞσει στο μεταξý. ¸πειτα, οι δυο τους, πÞγανε με βÜρκα σε μια γαλÝρα στο λιμÜνι και δßνοντας εντολÝς στους κωπηλÜτες και το πλÞρωμα, το πλοßο Üνοιξε πανιÜ για τη κυματþδη θÜλασσα της ΣερενÜρια, που οδηγεß στον ουρανü. ΚÜμποσες μÝρες γλιστροýσαν ανÜλαφρα στα κýματα, þσπου τελικÜ φτÜσανε στον ορßζοντα, εκεß που η θÜλασσα σμßγει με τον ουρανü. Η γαλÝρα δε κοντοστÜθηκε διüλου δω, αλλÜ συνÝχισε ν' αρμενßζει αιθÝρια προς τον γαλÜζιο τ' ουρανοý, περνþντας ανÜμεσα απü μπαμπακÝνια σýννεφα με ρüδινες πινελιÝς. Και χαμηλÜ κÜτω στη καρßνα, ο ΚουρÜνις, μποροýσε να δει παρÜξενες χþρες και πüλεις ανεßπωτης ομορφιÜς, πλαγιασμÝνες νωχελικÜ στο λιüφωτο που δε φαινüταν να λιγοστεýει Þ να σβÞνει. Και κÜποτε ο Αθßμπ τονε πληροφüρησε πως σýντομα θα μπαßνανε στο λιμÜνι της ΣερÜνιαν, της ροδüχρωμης, μαρμαρÝνιας πüλης στα σýννεφα, που ορθþνεται σε κεßνη την αιθÝριαν ακτÞ, απ' üπου ο δυτικüς Üνεμος φυσÜ στον ουρανü. ΑλλÜ πÜνω που οι ψηλüτεροι απü τους σμιλευτοýς πýργους της πüλης φανÞκανε μπρος του, Ýνας Þχος ακοýστηκε κÜπου στο διÜστημα κι ο ΚουρÜνις ξýπνησε στη λονδρÝζικη σοφßτα του.
     Για πολλοýς μÞνες μετÜ, αναζητοýσε μÜταια τη μαγευτικÞ πüλη της ΣελεφαÀς και τις γαλÝρες της π' αρμÝνιζαν σε θÜλασσες κι ουρανοýς. Αν και με τα φτερÜ τ' ονεßρου κατÜφερε να περιπλανηθεß σε πολλοýς φαντασμαγορικοýς κι ασýλληπτους τüπους, κανεßς απ' üσους συνÜντησε κει δεν Þτανε σε θÝση να τον πληροφορÞσει πως να ξαναβρεß το Ουθ-ΝαργκÜι πÝρ' απü τους ΤανÜριους Λüφους.
     Μια νýχτα πÝρασε πετþντας πÜνω απü σκοτεινÜ βουνÜ, που τρεμοφÝγγαν αχνÝς, μοναχικÝς φωτιÝς καταυλισμþν σε μεγÜλες αποστÜσεις μεταξý τους κι üπου περιπλανιüντανε παρÜξενα κοπÜδια μαλλιαρþν ζþων με μελωδικÜ καμπανÜκια στα μπροστÜρικα. Και στην αγριüτερη περιοχÞ αυτÞς της ορεινÞς χþρας, της τüσο αλαργινÞς που λιγοστοß Üνθρωποι την Ýχουνε δει ποτÝ, ανακÜλυψε πανÜρχαιο πÝτρινο τεßχος Þ ανÜχωμα, να προχωρÜ φιδογυριστÜ, σκαρφαλþνοντας σε βουνοκορφÝς και διασχßζοντας κοιλÜδες. ¹τανε πολý γιγÜντιο για να 'χει φτιαχτεß απü χÝρια ανθρþπου και τüσο μακρý που καμιÜ του Üκρη δεν Ýπιανε το μÜτι. ΠÝρ' απü κεßνο το τεßχος, στο γκριζωπü φως της αυγÞς, Ýφτασε σε μια γη με μαγευτικοýς κÞπους και κερασιÝς κι üταν ο Þλιος ανÝβηκε ψηλÜ, αντßκρισε τÝτοιον υπÝροχο θÝαμα απü κüκκινα και λευκÜ λουλοýδια, πρÜσινα φυλλþματα και παρτÝρια, Üσπρα μονοπÜτια, διαμαντÝνια ρυÜκια, γαλÜζιες λιμνοýλες, σκαλιστÜ γιοφýρια και πορφυρüσκεπες παγüδες, που μες στο θαυμασμü του λησμüνησε για μια στιγμÞ τη ΣελεφαÀς.
     ΑλλÜ τη θυμÞθηκε πÜλι, üταν κατηφüρισε Ýνα λευκü μονοπÜτι προς μια πορφυρüσκεπη παγüδα. Σκüπευε να ρωτÞσει σχετικÜ τους κατοßκους τοýτης της γης, Üλλ' ανακÜλυψε πως δεν υπÞρχαν Üνθρωποι εκεß, παρÜ μüνο πουλιÜ, μÝλισσες και λουλοýδια. ΚÜποιαν Üλλη νýχτα ανÝβηκε μιαν ατÝλειωτην ελικοειδÞ σκÜλα απü νοτερÞ πÝτρα κι Ýφτασε σ' Ýνα παρÜθυρο ενüς ψηλοý πýργου με θÝα προς μιαν απÝραντη πεδιÜδα κι Ýνα ποτÜμι, φωτισμÝνα απü τη πανσÝληνο. Και στη σιωπηλÞ πüλη που απλωνüτανε στην üχθη του ποταμοý, του φÜνηκε πως διÝκρινε μερικÜ γνþριμα χαρακτηριστικÜ. Θα κατÝβαινε να ρωτÞσει τον δρüμο για το Ουθ-ΝαργκÜι, αν μια φοβερÞ αυγÞ δεν Ýσκαγε απü κÜποιο μακρινü τοπßο πÝρ' απü τον ορßζοντα. Στο φως της εßδε τα ερεßπια και την αρχαιüτητα της πüλης, το λßμνασμα στους καλαμιþνες του ποταμοý και τον θÜνατο που αγκÜλιαζε τοýτη τη γη. ¹ταν Ýτσι νεκρÞ απü τη μÝρα που ο βασιλιÜς Κυναραθüλις εßχεν επιστρÝψει απü τις κατακτÞσεις του για να βρει την εκδßκηση των Θεþν.
     ¸τσι ο ΚουρÜνις συνÝχιζε τις Üκαρπες αναζητÞσεις του για τη μαγευτικÞ πüλη της ΣελεφαÀς και τις γαλÝρες που σÜλπαραν για τη ΣερÜνιαν στον ουρανü. Στις περιπλανÞσεις του αυτÝς τα μÜτια του αντικρßσανε πολλÜ και θαμαστÜ πρÜματα. ΚÜποτε μüλις που γλßτωσε απü τον αρχιερÝα, που δεν επιτρÝπεται να περιγραφεß, ο οποßος Ýχει σκεπασμÝνο το πρüσωπü του με μια κßτρινη μεταξÝνια μÜσκα και κατοικεß ολομüναχος σ' Ýνα προúστορικü πÝτρινο μοναστÞρι στο παγωμÝνο ερημικü οροπÝδιο του Λενγκ. Με τον καιρü Üρχισε να βρßσκει ανυπüφορα τ' ανοýσια διαλεßματα της μÝρας κι Ýτσι Üρχισε να προμηθεýεται ναρκωτικÜ για να μεγαλþσει τις περιüδους ýπνου. Το χασßς τονε βοÞθησε πολý και κÜποια φορÜ τον Ýστειλε σε μια περιοχÞ του διαστÞματος που δεν υπÜρχει η Ýννοια της μορφÞς κι üπου φωτεινÜ αÝρια μελετοýνε τα μυστικÜ της ýπαρξης. Εκεß, Ýνα βιολετß αÝριο τονε πληροφüρησε, πως ο χþρος αυτüς του διαστÞματος, βρισκüταν Ýξω απü κεßνο που οι Üνθρωποι αποκαλοýσαν Üπειρο, üπου υπÞρχανε πρÜματα σαν την ýλη, την ενÝργεια και τη βαρýτητα.
     Ο ΚουρÜνις αγωνιοýσε πια να επιστρÝψει στη πυργοστüλιστη ΣελεφαÀς κι Ýτσι μεγÜλωσε τις δüσεις των ναρκωτικþν. ΑλλÜ κÜποτε τα χρÞματÜ του τελειþσανε και δεν Þτανε σε θÝση ν' αγορÜσει Üλλα. Και μια καλοκαιριÜτικη μÝρα, παρÜτησε τη σοφßτα κι Üρχισε να περιπλανιÝται Üσκοπα στους δρüμους, þσπου τα βÞματÜ του τον οδηγÞσανε πÜνω απü μια γÝφυρα κι Ýφτασε σε μια περιοχÞ της πüλης που τα σπßτια γßνονταν üλο και πιο αραιÜ. Εκεß ακριβþς, τονε βρÞκε η εκπλÞρωση κι αντÜμωσε τη τιμητικÞν ακολουθßα των ιπποτþν που 'χαν Ýρθει απü τη ΣελεφαÀς, για να τον οδηγÞσουνε σ' αυτÞ για πÜντα. ¹ταν ωραßοι ιππüτες, καβÜλα σε πιτσιλωτÜ Üτια, ντυμÝνοι μ' αστραφτερÝς πανοπλßες και χρυσοκÝντητους μανδýες με παρÜξενα οικüσημα. ¹τανε τüσοι πολλοß, που για μια στιγμÞ τους πÝρασε για στρατü. Εßχανε σταλεß προς τιμÞ του, γιατß Þταν αυτüς που 'χε πλÜσει το Ουθ-ΝαργκÜι στα üνειρÜ του και για τον λüγον αυτü θα γινüτανε τþρα ο μεγÜλος θεüς του. Οι ιππüτες του πρüσφεραν Ýν' Üλογο, τονε βÜλαν επικεφαλÞς στη πομπÞ τους κι üλοι μαζß αρχßσανε να καλπÜζουνε μεγαλüπρεπα στους κÜμπους του ΣÜρρυ, προς τον τüπο που ο ΚουρÜνις κι οι πρüγονοß του εßχανε γεννηθεß.
     ¹τανε πολý παρÜξενο, αλλÜ καθþς οι καβαλÜρηδες προχωροýσαν, Þτανε σαν να καλπÜζανε ταυτüχρονα και πßσω στον Χρüνο, γιατß κÜθε φορÜ που διασχßζανε κÜποιο χωριü στο λυκüφωτο, βλÝπανε σπßτια και χωρικοýς που δεßχνανε ν' ανÞκουνε στην εποχÞ του Μεσαßωνα Þ και πιο παλιÜ και μερικÝς φορÝς συναντοýσαν Ýφιππους ιππüτες με μικρÝς ομÜδες απü ακολοýθους τους. Με τον ερχομü της νýχτας η πορεßα τους Ýγινε πιο γοργÞ και σýντομα καλπÜζανε παρÜξενα, σα να πετοýσανε στον αγÝρα. Στο μουντü φως της αυγÞς φτÜσανε στο χωριü που ο ΚουρÜνις εßχε δει ζωντανü στα παιδικÜ του χρüνια και κοιμισμÝνο Þ νεκρü στα üνειρÜ του. ¹ταν ολοζþντανο τþρα κι οι πρωινοß του κÜτοικοι χαιρετοýσανε καθþς οι καβαλÜρηδες διασχßζανε με πÜταγο τα καλντερßμια για να βγοýνε στο δÝντρüφυτο μονοπÜτι που τÝλειωνε στην Üβυσσο των ονεßρων.
     Στο παρελθüν εßχεν αρμενßσει σ' αυτÞ την Üβυσσο μονÜχα νýχτα κι αναρωτιüταν τþρα πως θα φαινüταν στο φως της μÝρας. ¸τσι παρατηροýσεν ανυπüμονα καθþς η πομπÞ πλησßαζε στο χεßλος της. Καθþς αρχßζανε να καλπÜζουνε στην ανηφοριÜ προς τα κει, μια χρυσαφÝνια λÜμψη ξÜστραψε κÜπου στη δýση κι Ýκρυψε το τοπßο πßσω απü φωτερÜ πÝπλα. Η Üβυσσος Þταν Ýνα στροβιλιζüμενο χÜος ρüδινης και γαλÜζιας φαντασμαγορßας κι αüρατες φωνÝς τραγουδοýσανε χαρμüσυνα καθþς η συνοδεßα των ιπποτþν σÜλταρε απü την Üκρη του χεßλους κι Üρχισε να κατεβαßνει μ' ανÜλαφρη χÜρη, περνþντας μες απü αστραποβüλα σýννεφα κι ασημÝνιες λÜμψεις.
     Οι καβαλÜρηδες κατεβαßναν ατÝλειωτα, με τις οπλÝς απü τα πολεμικÜ τους Üτια να γαντζþνονται στον αιθÝρα σα να καλπÜζανε πÜνω σε χρυσαφÝνιες Üμμους. Και μετÜ, οι φωτεινÝς καταχνιÝς σκιστÞκανε κι ανοßξανε για ν' αποκαλýψουνε μιαν ακüμα μεγαλýτερην ομορφιÜ, üλη κεßνη την ομορφιÜ της πüλης ΣελεφαÀς και την ακτÞ πÝρα και τη χιονισμÝνη βουνοκορφÞ που δÝσποζε στη θÜλασσα και τις ζωηρüχρωμες γαλÝρες που σÜλπαραν απü το λιμÜνι για τους αλαργινοýς τüπους, üπου η θÜλασσα σμßγει με τον ουρανü.
     Κι απü τüτε, ο ΚουρÜνις βασιλεýει στο Ουθ-ΝαργκÜι και σ' üλες τις γειτονικÝς περιοχÝς του ονεßρου και διατηρεß την αυλÞ του πüτε στη ΣελεφαÀς και πüτε στη συννεφüχτιστη ΣερÜνιαν. Βασιλεýει εκεß ακüμα και θα συνεχßσει να βασιλεýει ευτυχισμÝνα για πÜντα, μ' üλο που κÜτω απü τους γκρεμοýς του ºνσμουθ, οι παλßρροιες των Στενþν Ýπαιζαν με το κουφÜρι ενüς αλÞτη, που 'χε διασχßσει τρεκλßζοντας το μισοÝρημο χωριü κεßνη την αυγÞ. Παßζανε κοροúδευτικÜ και το πετοýσανε στα βρÜχια, κÜτω απü τους κισσοντυμÝνους Πýργους του ΤρÝβορ, üπου Ýνας εντυπωσιακÜ χοντρüς κι ιδιαßτερα απεχθÞς, εκατομμυριοýχος εργοστασιÜρχης μπßρας, απολÜμβανε την αγορασμÝνην ατμüσφαιρα μιας χαμÝνης ευγενικÞς γενιÜς.
_______________________________
______________________________

"Selefais" (1927)
ΜετÜφραση: Γιþργος ΜπαλÜνος
_________________________

"The Colour Οut Οf Space"
(1927)
Μετρ: Βασßλης Καλλιπολßτης


 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers