ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

Byron George Gordon (Ëüñäïò Âýñùí): ¸íáò ÅóôÝô Óôïí ÊÞðï Ôùí Ìïõóþí

Μüνη αρετÞ που τιμÜται στην Αγγλßα,
                        εßναι η υποκρισßα.
                                       Τß εßναι το ποτü;
                                               ΑπλÞ παýση για σκÝψη.
 Βιογραφικü

     Ο Τζορτζ Γκüρντον ΝοÝλ ΜπÜυρον, 6ος Βαρþνος (George Gordon Noelle Byron, 6th Baron), γνωστüς στην ΕλλÜδα Λüρδος Βýρων, Þταν ¢γγλος αριστοκρÜτης βαρþνος, ποιητÞς, πολιτικüς, φιλÝλλην κι απ' τις σημαντικüτερες μορφÝς του ρομαντισμοý. Θεωρεßται απü τους μεγαλýτερους Βρεττανοýς ποιητÝς, παραμÝνει ακüμα και σÞμερα δημοφιλÞς. Απü το πλοýσιο Ýργο του ξεχωρßζουνε τα μακροσκελÞ ποιÞματα Δον ΖουÜν και Το προσκýνημα του ΤσÜιλντ ΧÜρολντ.
ΥπÞρξε εξαιρετικÜ διÜσημος κι επιτυχημÝνος ποιητÞς, αλλÜ κι ιδιαßτερα αμφιλεγüμενη προσωπικüτητα στην Αγγλßα, ζþντας Üστατη οικονομικÞ κι ερωτικÞ ζωÞ. Ταξßδεψε σε πολλÜ μÝρη στην Ευρþπη, ιδιαßτερα στην Ιταλßα, που Ýζησε για 7 Ýτη σε πüλεις üπως Βενετßα, ΡαβÝννα και Πßζα. Στη παραμονÞ του στην Ιταλßα, δÝχτηκε πολλÝς φορÝς επισκÝψεις απü το φßλο του κι Ýτερο ποιητÞ ΠÝρσυ Μπυς ΣÝλλεû. Αργüτερα συνÝδεσε τ' üνομα του με τη στÞριξη των επαναστατικþν κινημÜτων σε Ιταλßα κι ΕλλÜδα και πÝθανε στο πλευρü των ΕλλÞνων επαναστατþν στο Μεσολüγγι, στα 36 του, μετÜ απü υψηλü πυρετü. Θεωρεßται απ' τους πλÝον σημαντικοýς ¢γγλους λογοτÝχνες του 19ου αι., ενþ στην ΕλλÜδα εßναι απü τις πιο αναγνωρßσιμες μορφÝς της ΕπανÜστασης του 1821 κι εθνικüς ευεργÝτης. Η ζωÞ του υπÞρξε γεμÜτη σκÜνδαλα, οικονομικÜ κι ερωτικÜ, με αποκορýφωμα τη φημολογοýμενη ερωτικÞ σχÝση του με την ετεροθαλÞ αδελφÞ του. Η μüνη νüμιμη κüρη του υπÞρξε η ¸ιντα ΛÜβλεúς, η οποßα θεωρεßται η 1η προγραμματßστρια, γνωστÞ για τη συμβολÞ της στη δημιουργßα της αναλυτικÞς μηχανÞς του Τσαρλς ΜπÜμπατζ. Στα μη νüμιμα τÝκνα του ανÞκει η ΑλλÝγκρα ΜπÜυρον, που πÝθανε σε μικρÞ ηλικßα, ενþ φÞμες θÝλουν να απÝκτησε και μια κüρη, την Ελßζαμπεθ Μεντüρα Λη (Elizabeth Medora Leigh), απü την ετεροθαλÞ αδελφÞ του.


                                      Ο ΜπÜυρον στα 16 του

     ΓεννÞθηκε στο Λονδßνο στις 22 ΓενÜρη 1788. Γιος του πλοιÜρχου του Βασιλικοý Ναυτικοý, Τζον "Τρελλοý Τζακ" ΜπÜυρον και της 2ης συζýγου του, ΚÜθριν Γκüρντον. ΑνÞκε σε αριστοκρατικÞ οικογÝνεια, απü τη πλευρÜ της μητÝρας, το γÝνος Γκüρντον κι Þταν απüγονος του ΕδουÜρδου Γ'. Οι γονεßς του εßχανε χωρßσει üμως πριν καν εκεßνος γεννηθεß. Ο μεν πατÝρας εßχε διαφýγει στη Γαλλßα λüγω χρεþν, η δε μητÝρα, προσπαθþντας να αποφýγει τους πιστωτÝς, συνüδευσε αρχικÜ τον σýζυγü της στη Γαλλßα το 1786, αλλÜ επÝστρεψε στην Αγγλßα τÝλη 1787 για να γεννÞσει το γιο της σε αγγλικü Ýδαφος. Ξüδεψε μεγÜλο μÝρος της δικÞς της περιουσßας για την αποπληρωμÞ των χρεþν αυτþν. Ο ΜπÜυρον γεννÞθηκε χωλüς (στη δεξιÜ κνÞμη) και τα 1α Ýτη διÝμενε με τη μητÝρα του στο ΑμπερντÞν Σκωτßα, μÜλλον φτωχικÜ, üπου κι Ýμαθε και τα πρþτα του γρÜμματα. Στις 19 ΜÜη 1798 πÝθανε ο αδελφüς του παπποý του, απü τον πατÝρα του, Ουßλλιαμ ΜπÜυρον, γνωστüς ως ο Μοχθηρüς Λüρδος κι Ýτσι ο 10ετÞς νεαρüς, που Þτανε 1ος στη σειρÜ διαδοχÞς, κληρονüμησε τον τßτλο του Βαρþνου ΜπÜυρον. ¼ταν δεν βρισκüτανε στο σχολεßο Þ το κολλÝγιο, ζοýσε με τη μητÝρα του στο ΣÜουθγουελ του ΝοττιγχαμσÜιρ στη κεντρικÞ Αγγλßα. Στη διαμονÞ του εκεß δημιοýργησε διÜφορες φιλßες κι Ýγραψε τα 1α του θεατρικÜ για τη ψυχαγωγßα της τοπικÞς κοινüτητας. Οι φßλοι του τον παρþτρυναν να ασχοληθεß με τη ποßηση. ¸τσι Ýγραψε τα 1α του ποιÞματα στα 17, που γßνανε γνωστÜ ως τα Fugitive Pieces (μτφ. ΦυγαδευμÝνα κομμÜτια). Ο ερωτισμüς των γραπτþν αυτþν üμως σýντομα Ýγινε αντικεßμενο Ýριδας με κÜποια απ' τα μÝλη της κοινüτητας κι Ýτσι καταστραφÞκαν πριν διαδοθοýν ευρÝως.



     Η 1η ποιητικÞ συλλογÞ του, Hours of Idleness (¿ρες απραξßας), που περιÝχονταν πολλÜ απü τα αρχικÜ ποιÞματÜ του καθþς και πιο πρüσφατες συνθÝσεις, δÝχτηκε Ýντονη -κι ανþνυμη- κριτικÞ απü το λογοτεχνικü περιοδικü Edinburgh Review, που κατεßχε σημαντικÞ θÝση στα λογοτεχνικÜ δρþμενα της εποχÞς. Ως απÜντηση, Ýγραψε το 1ο σατιρικü του Ýργο, English Bards & Scotch Reviewers (¢γγλοι βÜρδοι & ΣκωτσÝζοι κριτικοß), που δημοσßευσε αρχικÜ ανþνυμα (1809). Πολý γρÞγορα üμως η ταυτüτητÜ του αποκαλýφθηκε κι οι αντιδρÜσεις Þταν Ýντονες, με αποκορýφωμα μια πρüσκληση σε μονομαχßα. Με τον καιρü üμως Ýγινε μüδα και για κÜποιους Þταν Ýνα εßδος τιμÞς, να βρßσκονται στο στüχαστρο της πÝννας του.
     ΣυνÝχισε να γρÜφει ποιÞματα, με το Το προσκýνημα του ΤσÜιλντ ΧÜρολντ να εκδßδεται το 1812 και να γνωρßζει εξαιρετικÜ μεγÜλη δημοφιλßα, κÜτι που τον Ýκανε περιζÞτητο και διασημüτητα της εποχÞς. Φαßνεται να εξεπλÜγη απü την εξÝλιξη αυτÞ, και κατÜ τα δικÜ του λεγüμενα, απλþς Ýτυχε μια μÝρα να ξυπνÞσει και ν' ανακαλýψει πως εßναι διÜσημος. Η 1η Ýκδοση με 500 αντßτυπα εξαντλÞθηκε σε 3 μÝρες κι ακολοýθησαν 6 ακüμα εκδüσεις σ' Ýνα μÞνα. ΠαρÜλληλα üμως, ασχολοýμενος με τη πολιτικÞ, εκφþνησε τον 1ο του λüγο στη ΒουλÞ των Λüρδων περß ενüς νομοσχεδßου που θÝσπιζε αυστηρüτατες ποινÝς για τους υπαßτιους των ταραχþν που 'χανε ξεσπÜσει στο Νüττιγχαμ μετÜ την εισαγωγÞ μηχανþν κατασκευÞς καλτσþν, συντασσüμενος με τους φιλελεýθερους. Ο λüγος του κεßνος προκÜλεσε ιδιαßτερην εντýπωση και σπεýσανε πολλοß να τονε συγχαροýν. Ο 2ος λüγος του μετÜ 2 μÞνες, περß της χειραφÝτησης των Καθολικþν Παπιστþν δεν Þτανε τüσον αξιüλογος, αλλÜ οýτε κι ο 3ος, που εκφþνησε τη 1 Ιουνßου.



     Τα επüμενα ποιÞματα επικεντρþθηκαν σε θÝματα απü την ΑνατολÞ στη συλλογÞ με τßτλο Oriental Tales (Ανατολßτικες ιστορßες) που περιÝχουν τα ποιÞματα Ο γκιαοýρης, The Bride of Abydos (Η νýφη της Αβýδου), Ο ΚουρσÜρος, Ο ΛÜρα, και The Siege of Corinth (Η πολιορκßα της Κορßνθου). ΓενικÜ Þταν ιδιαßτερα σπÜταλος και καθüλου φειδωλüς οικονομικÜ, Ýτσι με τον καιρü συσσωρευτÞκανε χρÝη που οι πιστωτÝς του τον αναζητοýσανε συνεχþς προς αποπληρωμÞ. ΣυνÝπεια των χρεþν του, αλλÜ και της καταδßωξης απü πρþην ερωμÝνες, βρÞκε την ευκαιρßα να ξεκινÞσει τη μεγÜλη ΕυρωπαúκÞ περιοδεßα  ταξιδεýοντας σε διÜφορες χþρες της Ευρþπης, üπως Ýκαναν στα πρüτυπα της εποχÞς, οι νεαροß ¢γγλοι ευγενεßς μετÜ την ενηλικßωση τους. Με τους Ναπολεüντειους πολÝμους να βρßσκονται σε εξÝλιξη, αναγκÜστηκε ν' αποφýγει αρκετÝς χþρες της Β. & Κ. Ευρþπης, Ýτσι κατÝληξε στις χþρες της Μεσογεßου. Σýμφωνα με κÜποια αλληλογραφßα που διασþζεται μεταξý ΜπÜυρον και φßλων του στην Αγγλßα, Ýν απü τα κßνητρα του Þταν κι η εμπειρßα του ομοφυλοφιλικοý Ýρωτα, κÜτι που πιθανþς θα ξεσÞκωνε μεγÜλα πÜθη στην Αγγλßα üπου κι Þταν πλÝον διÜσημος. Ωστüσο το ενδιαφÝρον του για την Α. Μεσüγειο πÞγαζε κι απü τις ιστορßες που εßχε διαβÜσει ως παιδß για τη μακρυνÞ γη του ΛεβÜντε, τις περιοχÝς των Οθωμανþν, των Περσþν και τους μυστικιστÝς Σοýφι.



     Στις 2 Ιουλßου του 1809 αποπλÝοντας απü το Πλýμουθ μαζß με το φßλο του Τζον Καμ Χüμπχαους και κÜποιους υπηρÝτες, φθÜνει αρχικÜ στη Λισαβþνα κι απü εκεß παραπλÝοντας το ΓιβραλτÜρ φθÜνει στη ΜÜλτα, üπου και παραμÝνει για μικρü διÜστημα. Τον ΣεπτÝμβρη, επιβαßνοντας στο αγγλικü πολεμικü ΣπÜιντερ, αντßκρυσε για λßγο και 1η φορÜ, τη πüλη üπου 14 χρüνια μετÜ θ' Üφηνε τη τελευταßα του πνοÞ. ΤελικÜ αποβιβÜστηκε στη ΠρÝβεζα. Απü κει, επιθυμþντας συνÜντηση με τον ΑλÞ ΠασÜ, μετÝβη στα ΓιÜννινα. ΦθÜνοντας üμως εκεß και μαθαßνοντας üτι κεßνος βρßσκεται στο ΤεπελÝνι, μετÜ 3μερη παραμονÞ, αποφÜσισε να μεταβεß εκεß, üπου φθÜνοντας μετÜ απü 9 μÝρες Ýγινε δεκτüς απü υον ΠασÜ, που τονε φιλοξÝνησε στο σερÜι του. Τις εντυπþσεις του απü κεßνη τη βÜρβαρη αßγλη της φιλοξενßας, τις αποτýπωσε στο φημισμÝνο ποßημÜ του Το προσκýνημα του ΤσÜιλντ ΧÜρολντ (Childe Harold's Pilgrimage, 1812). Απü κει, επιστρÝφοντας μÝσω Ιωαννßνων στη ΠρÝβεζα, απÝπλευσε για τη ΠÜτρα, πλην üμως λüγω μεγÜλης θαλασσοταραχÞς αναγκÜστηκε να επιστρÝψει. ΤελικÜ αλλÜζοντας δρομολüγιο, διÝσχισε μαζß με τους συντρüφους του την Ακαρνανßα φθÜνοντας στο Μεσολüγγι απ' üπου και πÞγε στη ΠÜτρα κι απü εκεß μÝσω Βοστßτσας (Αιγßου), Ýφθασε στην ΙτÝα, απ' üπου μÝσω ΑρÜχωβας, ΛειβαδειÜς και ΦυλÞς Ýφθασε στην ΑθÞνα το βρÜδυ των ΧριστουγÝννων του 1809, καταλýοντας στην οικßα της αδελφÞς του ¸λληνα υποπρüξενου της Αγγλßας.



     Στη διÜρκεια της 3μηνης παραμονÞς του στην ΑθÞνα, επισκÝφθηκε τις πιο ιστορικÝς τοποθεσßες της ΑττικÞς, ενþ παρÜλληλα ερωτεýτηκε σχεδüν παρÜφορα τη ΤερÝζα ΜακρÞ, τη μüλις 12χρονη κüρη του ¢γγλου προξÝνου Προκüπιου ΜακρÞ και της αφιÝρωσε και το ποßημÜ του Κüρη των Αθηνþν (Maid of Athens, 1809). Στις 4 Απρßλη 1810 ο κυβερνÞτης του αγγλικοý δßκροτου ΠυλÜδης (κατασκευÞς 1794) που ναυλοχοýσε στον ΠειραιÜ, τονε προσκÜλεσε μαζß με το φßλο του ΧομπχÜους για Ýνα ταξßδι μÝχρι τη Σμýρνη. ¸τσι αποδεχθεßς τη πρüσκληση σε λßγες μÝρες Ýφθασε στη Σμýρνη, παραμÝνοντας εκεß κÜμποσο. Στις 11 ΜÜρτη αναχþρησε με την αγγλικÞ φρεγÜτα ΣαλσÝτ (Salsette) για τη Πüλη. Στην αναμονÞ Üδειας διÝλευσης απü τα ΔαρδανÝλια, επανÝλαβε το εγχεßρημα του μυθικοý ΛÝανδρου, διασχßζοντας τα στενÜ κολυμπþντας απü την αρχαßα ¢βυδο της ασιατικÞς ακτÞς προς τη Σηστü της ευρωπαúκÞς (3 ΜÜη 1810), μαζß με τον Λοχαγü ¸κενχεντ του πληρþματος της φρεγÜτας, Üθλο που και δικαιολογημÝνα θα περηφανεýεται στο υπüλοιπο της ζωÞς του.



     ΤελικÜ Ýφθασε στη Πüλη στις 13 ΜÜη, üπου και παρÝμεινε για 2 μÞνες. Στη συνÝχεια συνüδευσε τον ¢γγλο πρÝσβη στον αποχαιρετιστÞριο λüγο του, καθþς και στην επιστροφÞ του με το ßδιο πλοßο στην Αγγλßα. ¼μως στην επιστροφÞ, καθþς προσÝγγισε η φρεγÜτα στη ΚÝα, αποβιβÜστηκε, απ' üπου κι επÝστρεψε στην ΑθÞνα, αυτÞ τη φορÜ μüνος του, και κατÝλυσε στη τüτε ΜονÞ των Φραγκισκανþν (ΜονÞ Καπουτσßνων των Αθηνþν), δßπλα στο Μνημεßο του ΛυσικρÜτη. Στην υπüλοιπη 10μηνη παραμονÞ του στην ΕλλÜδα, με ορμητÞριο εκδρομþν τη παραπÜνω ΜονÞ, επισκÝφθηκε πολλÜ μÝρη κυρßως του ΜωρηÜ. Στη διÜρκεια δε κÜποιας εκδρομÞς του στο Σοýνιο, κινδýνεψε να συλληφθεß üμηρος απü ΜανιÜτες πειρατÝς. Μεταβαßνοντας λßγες ημÝρες μετÜ στη ΠÜτρα, προσβλÞθηκε απü ελονοσßα κι üπως αφηγÞθηκε ο ßδιος, διασþθηκε χÜρη στους Αλβανοýς υπηρÝτες του, που τρομοκρÜτησανε τους ιατροýς λÝγοντÜς τους πως θα τους αποκεφÜλιζαν αν ο κýριüς τους δεν θεραπευüτανε.



     Στις 11 Απρßλη 1811 επιβιβÜστηκε για ΜÜλτα, σε πλοßο που μετÝφερε Ýνα μÝρος φορτßου των μαρμÜρων του Παρθενþνα που 'χε αφαιρÝσει ο Λüρδος ¸λγιν. Ο Λüρδος ΜπÜυρον Þταν ανοιχτÜ κι ιδιαßτερα ενοχλημÝνος με την αφαßρεση των γλυπτþν του Παρθενþνα κι αντÝδρασε με θυμü üταν στη ξενÜγηση του στο μνημεßο εßδε να λεßπουν τα τρßγλυφα κι οι μετüπες. Αργüτερα Ýγραψε Ýνα ποßημα, τη ΚατÜρα της ΑθηνÜς (The Curse of Minerva), κατηγορþντας τις πρÜξεις του ¸λγιν. ΦθÜνοντας στη ΜÜλτα προσβλÞθηκε και πÜλι απü ελονοσßα, οπüτε κι αποφÜσισε την επιστροφÞ του στην Αγγλßα. ¸τσι επιβαßνοντας στις 3 Ιουλßου στην αγγλικÞ φρεγÜτα ΒολÜζ (HMS Volage) επÝστρεψε στο Πüρτσμουθ στις 17 Ιουλßου
Στην επüμενη 2ετßα ο ΜπÜυρον Þτανε πλÝον Ýνας επιτυχημÝνος ποιητÞς, ωραßος ως ¢δωνις, ευπατρßδης, σχετικÜ πλοýσιος, αλλÜ και περιφρονητÞς της κρατοýσας κοινωνικÞς ηθικÞς. ¸χοντας μεγÜλη επιτυχßα μεταξý των γυναικþν, που üπως ο ßδιος υποστÞριζε, υπÝστην περισσüτερες αρπαγÝς απ' οποιονδÞποτε Üλλον απü την εποχÞ του Τρωικοý πολÝμου, αφιερþνοντας üμως πολý χρüνο για να συνθÝτει τα νÝα του ποιÞματα üπως Ο Γκιαοýρης (1813), Η Νýμφη της Αβýδου (The Bride of Abydos, 1813), Ο ΚουρσÜρος (1814), Ο ΛÜρα (1814), η Παριζßνα (Parisina, 1816), η Πολιορκßα της Κορßνθου (The Siege of Corinth, 1816) κ.Ü. που üλα χρονολογοýνται στην ßδια περßοδο, αν και κÜποια εξ αυτþν δημοσιεýτηκαν αργüτερα. Την ßδια ταχýτητα με τη συγγραφÞ εßχανε κι οι πωλÞσεις τους, συγκεκριμÝνα το ποßημα Ο ΚουρσÜρος που τυπþθηκε σε 14.000 αντßτυπα εξαντλÞθηκε μÝσα σε μßα μüνο μÝρα. ΓενικÜ οι πωλÞσεις αυτþν των ποιημÜτων του επÝφεραν τερÜστια κÝρδη, παρÝχοντÜς του τη δυνατüτητα πλουσιüτερης ζωÞς, δημιουργþντας üμως νÝα μεγÜλα χρÝη που για την αντιμετþπιση τους θεþρησε μοναδικÞ διÝξοδο τον γÜμο.



     Φημολογοýνταν πως παλαιüτερα διατηροýσε ερωτικÞ σχÝση με την αριστοκρÜτισσα και μÝλος της καλÞς κοινωνßας ΚÜρολαúν Λαμπ -απ' αυτÞν απÝκτησε και τον περßφημο χαρακτηρισμü Mad, Bad, and Dangerous to know (Τρελλüς, Κακüς, κι Επικßνδυνη γνωριμßα)-, ενþ αντßστοιχες φÞμες κυκλοφοροýνε και για τις ερωτικÝς σχÝσεις που διατηροýσε με την ετεροθαλÞ αδερφÞ του την ΩγκÜστα Λη, με την οποßα πιθανþς εßχε Þδη μια κüρη που εßχε γεννηθεß το 1814. Παντρεýτηκε τελικÜ την ευγενÞ ¢ννα ΙζαμπÝλλα "ΑνναμπÝλλα" Μßλμπανκ στις 2 ΓενÜρη 1815 κι η κüρη που απÝκτησαν ως ζεýγος πλÝον ονομÜστηκε ¸ιντα -που μετÜ Ýγινε σημαντικÞ φυσιογνωμßα των γλωσσþν προγραμματισμοý ως 1η προγραμματßστρια εργαζüμενη στην αναλυτικÞ μηχανÞ του Τσαρλς ΜπÜμπατζ. Τα οικονομικÜ üμως του ΜπÜυρον δεν βελτιþθηκαν, και σε συνδυασμü με την εξ αυτþν στενοχþρια, με την Üκρατη οινοποσßα με τους φßλους του και με τους περιορισμοýς του οικογενειακοý βßου η συμπεριφορÜ του απÝναντι στη σýζυγü του κατÝστη ολÝθρια. Στις 15 ΓενÜρη 1816 η σýζυγüς του μετÝβη με τη κüρη τους στο πατρικü της κτÞμα, για να μη δει τη κατÜσχεση των επßπλων τους, στÝλνοντας üμως καθ' οδüν Ýνα τρυφερü γρÜμμα στον ΜπÜιρον. Λßγες üμως μÝρες μετÜ ο ΜπÜυρον Ýλαβε γρÜμμα απü τον πεθερü του üτι η σýζυγüς του δεν θα επανερχüτανε πλÝον κοντÜ του. Με περßπου ßδιο περιεχüμενο ακολοýθησε κι επιστολÞ της ßδιας της ΑνναμπÝλα κι ακολοýθησε ο χωρισμüς.


                             Η κυρßα ΜπÜυρον (1792-1860)

     ΤελικÜ üταν επÞλθε επßσημα το διαζýγιο του ζευγαριοý στις 21 Απρßλη 1816, η δημοτικüτητÜ του Üρχισε να μειþνεται, ενþ διÜφορες φÞμες Üρχισαν να διαδßδονται μÝχρι και για ομοφυλοφιλικÝς τÜσεις, ειδικÜ μετÜ απü μια φραστικÞ επßθεση που 'κανε κατÜ της αντιβασιλεßας, που θεωρÞθηκε ιδιαßτερα προσβλητικÞ. Δεν αποκλεßεται βÝβαια οι φÞμες αυτÝς εναντßον του να Þταν κατευθυνüμενες, για πολιτικοýς λüγους, υπÞρχαν üμως και βÜσιμοι λüγοι για να γßνουν πιστευτÝς. Κατüπιν αυτþν, η παραμονÞ του πλÝον στην Αγγλßα κατÝστη αδýνατος, περιορßζοντας τις δημüσιες εμφανßσεις του, γεγονüς που τον ανÜγκασε να την εγκαταλεßψει, λüγω της κατακραυγÞς της ΒρεττανικÞς κοινωνßας. ΜετÜ το χωρισμü του με την ΩγκÜστα και το παιδß του και με τα οικονομικÜ χρÝη και τις πολλÝς ερωμÝνες να τον καταδιþκουν, αναγκÜστηκε να φýγει απü την Αγγλßα τον Απρßλη του 1816. Δεν επρüκειτο να επιστρÝψει ποτÝ πßσω πλÝον.



     Στις 25 Απριλßου του 1816 επιβιβÜσθηκε σε πλοßο με μεγÜλη συνοδεßα, και μÝσω ΟστÜνδης εγκαταστÜθηκε αρχικÜ στις ΒρυξÝλλες κι απü κει επισκεπτüμενος το πεδßο της μÜχης του Βατερλþ κατÝληξε στη Γενεýη üπου και διÝμεινε μερικοýς μÞνες συναντþντας τον εξüριστο εκεß απü την Αγγλßα ποιητÞ ΠÝρσυ Μπυς ΣÝλλεû και με τη μÝλλουσα σýζυγο του, Μαßρυ Γκüντγουιν, ποιητÞ και συγγραφÝα αντßστοιχα σημαντικÜ Ýργων (Οζυμανδßας του ΠÝρσυ ΣÝλλεû, και ΦρÜνκενσταúν της Μαßρυ ΣÝλλεû) με τους οποßους και ανÝπτυξε ιδιαßτερη φιλßα, ενþ φαßνεται πως η προσωπικüτητÜ του ενÝπνευσε τον γιατρü του στην Ελβετßα, Τζον Ουßλλιαμ Πολιντüρι, να βασßσει τον κεντρικü χαρακτÞρα της ιστορßας του με τßτλο Ο Βρυκüλακας (The Vampyre), πρüδρομο της βαμπιρικÞς λογοτεχνßας, σ' Ýνα απü τα γραπτÜ του ΜπÜυρον με τßτλο Fragment of a Novel.
Στη συνÝχεια μετÝβη στην Ιταλßα, üπου υποστÞριξε ενεργÜ το φιλελεýθερο κßνημα των Ιταλþν καρμπονÜρων στον πüλεμο τους για ανεξαρτησßα Ýναντι των Αυστριακþν. Εκεß ταξßδεψε σε διÜφορες ιταλικÝς πüλεις üπως η Ρþμη, η ΡαβÝννα κι η Πßζα. Η Πßζα Þταν κι η τοποθεσßα που Ýγραψε το διÜσημο μυθιστüρημÜ του με τον τßτλο Δον ΖουÜν. ΤελικÜ κατÝληξε στη ΓÝνοβα, üπου το 1822 τον επισκÝφτηκε αντιπροσωπεßα των ΕλλÞνων επαναστατþν ζητþντας την υποστÞριξη του, καθþς Þτανε πλÝον γνþριμος ως υποστηρικτÞς της αυτοδιÜθεσης των λαþν, κατÜ το παρÜδειγμα της ιταλικÞς αυτοδιÜθεσης Ýναντι της Αυστρßας. ΑποδÝχτηκε το αßτημα της αντιπροσωπεßας και ξεκßνησε τις προετοιμασßες για το ταξßδι του στην ΕλλÜδα, αναχωρþντας το 1823 με το πλοιÜριο ΗρακλÞς προς τη ΚεφαλλονιÜ.



     Το 1823 κατευθýνεται, ýστερα απü παρþτρυνση της ΦιλελληνικÞς ΕπιτροπÞς του Λονδßνου, προς την ΕλλÜδα, σταματþντας στη ΚεφαλλονιÜ, üπου παρÝμεινε για 6 μÞνες στην οικßα του Κüμη ΔελαδÝτσιμα, φßλου του ΑλÝξανδρου ΜαυροκορδÜτου. ΤελικÜ, αν κι αρχικüς προορισμüς του Þταν ο ΜωρηÜς, εγκαθßσταται στο Μεσολüγγι, που Ýρχεται σ' επαφÞ με τον ΜαυροκορδÜτο, που υποστηρßζει οικονομικÜ. Εν τω μεταξý, Ýχει σχηματßσει ιδιωτικü στρατü απü 40 Σουλιþτες, υπü τους ΔρÜκο, ΤζαβÝλλα και ΦωτομÜρα. Διατηροýσε αλληλογραφßα με ¢γγλους επιχειρηματßες üπως ο ΣÜμιουελ Μπαρφ για την οικονομικÞ ενßσχυση των επαναστατþν κι Þταν απü τους πρþτους που συνειδητοποßησαν τις καταστροφικÝς συνÝπειες που θα εßχε το δÜνειο στην περßπτωση που αυτü χρησιμοποιεßτο üχι για εθνικοýς σκοποýς, αλλÜ για πολιτικÝς διαμÜχες.


                                                    Ο Θυρεüς του

     ΠÝθανε στις 19 Απρßλη 1824 στο Μεσολüγγι, ýστερα απü πυρετü. Το πÝνθος για τον θÜνατü του Þτανε γενικü καθþς ο Σολωμüς συνÝθεσε μακρÜ ωδÞ στη μνÞμη του (ΩδÞ εις τον θÜνατο του Λüρδου ΜπÜιρον). Προς εκδÞλωση του πÝνθους στο Μεσολüγγι ρßχτηκαν 37 κανονιοβολισμοß απü την ανατολÞ του ηλßου, μßα κÜθε λεπτü, καθþς Þταν τüτε μüνο 37 ετþν. Σýμφωνα με τον ιστορικü ΝτÝηβιντ Μπροýερ (David Brewer) μßα σειρÜ απü αιτßες-νüσοι εßναι πιθανü να ενÝχονται για το θÜνατü του, καθþς δεν κατÝστη ποτÝ Ýως σÞμερα, δυνατü να τεθεß η διαφορετικÞ διÜγνωση. Ο ΜπÜυρον εßναι πιθανü, λοιπüν, να πÝθανε συνεπεßα μßας μοιραßας (απü μßα σειρÜ) εγκεφαλικÞς αιμορραγßας, μßας ουραιμικÞς δηλητηρßασης, εßτε λüγω τυφοειδοýς πυρετοý, ελονοσßας, ρευματικοý πυρετοý, ενþ δε θα μποροýσε ν' αποκλειστεß οýτε η σýφιλη.



     ¸νας απü τους στενοýς φßλους του ΜπÜυρον στο Μεσολüγγι Þταν ο επßσης σπουδαßος φιλÝλληνας Αμερικανüς ιατρüς, απü τη Βοστþνη, ΣÜμιουελ Γκρßντλεû ΧÜου (1801-1878), που στην ΕλληνικÞ ΕπανÜσταση του 1821, νεαρüς τüτε μüλις απüφοιτος του Πανεπιστημßου, εßχε Ýλθει στην ΕλλÜδα και για 6 χρüνια πρüσφερε εθελοντικÜ τις ιατρικÝς του υπηρεσßες στους ¸λληνες αγωνιστÝς.
     ΜετÜ το θÜνατο του Λüρδου ΜπÜυρον, ο ΧÜου κρÜτησε ως κειμÞλιο της φιλßας το αγγλικü κρÜνος-περικεφαλαßα του, που αργüτερα, το 1925, το Ýφερε στην ΕλλÜδα η μικρüτερη κüρη απü τα 6 παιδιÜ του, η Μωντ ΧÜου (1855 - 1948, Αμερικανßδα συγγραφÝας τιμημÝνη με το Βραβεßο Ποýλιτζερ, παντρεμÝνη με τον ¢γγλο διακοσμητÞ/ζωγρÜφο Τζον ¸λλιοτ), και το δþρισε στο Εθνικü Ιστορικü Μουσεßο της ΑθÞνας.


ΡΗΤΑ:

 * Τι εßναι το ποτü; Μια απλÞ παýση για σκÝψη.

 * Γßνε συ το ουρÜνιο τüξο στις καταιγßδες της ζωÞς. Η βραδυνÞ δÝσμη που χαμογελÜ στα νÝφη μακρυÜ και βÜφει τ' αýριο με προφητικÞ ακτßνα.

 * Στο πρþτο της πÜθος, μια γυναßκα αγαπÜ τον αγαπημÝνο της, στη συνÝχεια το μüνο που αγαπÜ εßναι αγÜπη.

 * Η θλßψη εßναι γνþση, αυτοß που γνωρßζουν τα περισσüτερα πρÝπει να θρηνοýν βαθýτερα, το δÝντρο της γνþσης δεν εßναι το δÝντρο της ζωÞς.

 * Η μεγÜλη τÝχνη της ζωÞς εßναι η αßσθηση, να νιþθουμε üτι υπÜρχουμε, ακüμα και στον πüνο.

 * Να γελÜς πÜντα üταν μπορεßς. Εßναι φθηνü φÜρμακο.

 * Η φÞμη εßναι η δßψα της νιüτης.

 * Η μüνη αρετÞ που τιμÜται στην Αγγλßα εßναι η υποκρισßα.

 * Βγαßνω Ýξω μüνο και μüνο για να βιþσω μια νÝα επιθυμßα να μεßνω μüνος.

 * Η αγÜπη θα βρει Ýνα τρüπο μες απü μονοπÜτια που οι λýκοι φοβοýνται να πλησιÜσουν.

 * Εκεß νιþθεις το Üπειρο συναßσθημα, τüσο αισθητü στη μοναξιÜ, εκεß που εßμαστε λιγüτερο μüνοι.

 * Εßμαι σßγουρος üτι τα κüκαλÜ μου δε θ' αναπαýονταν σ' Ýναν αγγλικü τÜφο και το σþμα μου δε θα 'λυωνε στο χþμα της χþρας. Πιστεýω üτι θα μου 'φερνε τρÝλλα στο νεκρικü κρεβÜτι η σκÝψη üτι κÜποιος θα 'τανε τüσο ποταπüς þστε να μεταφÝρει το πτþμα μου πßσω στη γη σας.

 * Οι αντιξοüτητες εßναι ο πρþτος δρüμος προς την αλÞθεια.

 * Ο καλýτερος προφÞτης του μÝλλοντος εßναι το παρελθüν.

 * Ναι, η αγÜπη εßναι πρÜγματι φως απü τον ουρανü. Μια σπßθα απü εκεßνη την αθÜνατη φωτιÜ με τους αγγÝλους που μοιρÜζονται, απü τον ΑλλÜχ που δüθηκε για να σηκþσει απü τη γη τη χαμηλÞ επιθυμßα μας.

 * Δεν υπÜρχει Ýνστικτο σαν αυτü της καρδιÜς.

 * Η φιλßα μπορεß και συχνÜ γßνεται, να εξελιχθεß σε αγÜπη, αλλÜ η αγÜπη ποτÝ δεν υποχωρεß σε φιλßα. 

ΕΡΓΑ:

Το Προσκýνημα του ΤσÜιλντ ΧÜρολντ (Childe Harold's Pilgrimage, 1812 - 1818).
Ο Γκιαοýρης (The Giaour, 1813), μετ. Αικατερßνης Δοσßου, Τýποις Π. Α. Σακελλαρßου, ΑθÞναι 1857, 2η Ýκδοση: Τýποις ΑνδρÝου ΚορομηλÜ, ΑθÞναι 1873.
Ο ΛÜρα (Lara, A Tale, 1814).
Ο κουρσÜρος (The Corsair, 1814), μετ. Λεωνßδα ΡαζÝλου, Εκδ. ΓανιÜρη, ΑθÞναι.
ΜÜνφρεντ (Manfred, 1817) μετ. Henry Green, Τυπογραφεßον & βιβλιοπωλεßον Ευσταθßου Π. Χριστοδοýλου, ΠÜτραι 1864.
Δον ΖουÜν (Don Juan, 1819-1824, ημιτελÝς λüγω θανÜτου, 1824).
ΠοιÞματα, μετ. Γ. Πολßτου, 3 τüμοι, Τýποις Ανδρ. ΚορομηλÜ, ΑθÞναι 1867-1871.
¢παντα Βýρωνος, Εκδüτης ΑνÝστης Κωνσταντινßδης, 3 Τüμοι, Τýποις ΑνÝστη Κωνσταντινßδου, ΑθÞναι 1895.
Τραγοýδια για την ΕλλÜδα, Βιογραφßα & πρüλογος Ι. Ζερβοý (1875-1944), Εκδ. Παπαδημητρßου & Σια, ΑθÞναι.
ΕπιστολÝς απü την ΕλλÜδα 1809-1811 & 1823-1824, μετ. ΔημοσθÝνης Κοýρτοβικ, εκδ.: Ιδεüγραμμα, ΑθÞνα 1996.
Byron's letters & journals, ed. L. A. Marchand, 12 vols. (1973–82), vols. 10 & 11.


ΤΙΜΗΤΙΚΑ:

 * Η Ταξιαρχßα Βýρωνα, εθελοντικüς πολεμικüς σχηματισμüς αποτελοýμενος απü ¸λληνες και φιλÝλληνες, που δημιουργÞθηκε στο Μεσολüγγι στα τÝλη ΜÜρτη 1824 (30 φιλÝλληνες αξιωματικοß, 100-120 Üνδρες).
 * Ο ΔÞμος Βýρωνα της ΑθÞνας.
 * Ο 3306 Βýρων, αστεροειδÞς που ανακαλýφθηκε το 1979.
 * Ο Λüχος σπουδαστþν του ΕΛΑΣ/ΕΠΟΝ στα ΔεκεμβριανÜ.


========================


             Παριζßνα

Ι
Ἡ ὧρα εἶν' αὐτὴ ποῦ ἀπὸ τοὺς κλþνους βγαßνει

Ὁ ψιλὸς τ' ἀηδονιοῦ κελαúδισμüς,
Ποῦ εἰς κÜθε του μιλιὰ μουρμουρισμÝνη
Φαßνεται ὁ πüθος τοῦ ἐραστῆ γλυκüς.
Καὶ τ' ἀερÜκι ποῦ τερπνὰ φυσÜει
Καὶ τὸ ρυÜκι ποῦ σιμὰ κυλÜει
Μουσικὴ χýνουν σὰ φιλÝρμ' αὐτιÜ.
Εἶναι ψηλὰ τ' ἀστÝρι' ἀνταμωμÝνα,
ΚÜτου στὴν γῆν εἶν' ἐλαφρὰ βρεμÝνα
Ὄλα τὰ λουλουδÜκια μὲ δροσιÜ.
Τὸ γαλÜζιο τὸ κῦμα εἶναι βαθýτερο
Κι ἕνα ξÜστερο σκüτος 'ς τὸν αἰθÝρα,
'Στὴ γλυκειÜ του μαυρÜδα καθαρü,
Ὁπ' ἔρχεται ὅταν βασιλεýσ' ἡ μÝρα
Τὴν ὥρα ποῦ φεγγÜρι λαμπηρὸ
Τοῦ δειλινοῦ τὸ φῶς σκορπßζει πÝρα.

ΙΙ
Ἀλλ' ὄχι τοῦ νεροῦ γιὰ ν' ἀγροικÞσῃ
Tὸν καταρρÜκτ' ἡ Παριζßνα βγαßνει,
Ὄχι τὸ οὐρÜνιο φῶς γιὰ ν' ἀντικρýσῃ
Eἰς τὰ μαυρÜδια τῆς νυκτὸς προβαßνει.
Κι ἂν εἰς τὸ περιβüλι αὐτὴ καθßζει
Δὲν εἶναι γιὰ τὰ ὁλÜνοικτα λουλοýδια,
AὐτιÜζεται - ὄχι γι' αἠδονιοῦ τραγοýδια -
Ἂν καὶ τÝτοια λαλιὰ ν' ἀκοýσῃ ἐλπßζει.
Καὶ νÜ μὲς τὰ πυκνὰ φýλλα γλυστρÜει
Ἕνα πÜτημα, ἡ ὄψη της χλωμιÜζει -
Kαὶ ἡ καρδιÜ της γοργüτερα κτυπÜει.
ΜÝσ' ἀπ' τὰ στÞθη της φουσκüνουν!
Μιὰ στιγμὴ μüνη ἀκüμα - Κι ἀνταμüνουν -
ἘπÝρασε ἡ στιγμÞ - καὶ πÝφτει ἐμπρüς της
Mὲ μιᾶς γονατισμÝνος ὁ καλüς της.

III
Καὶ τß τοὺς μÝλει τþρα ὁ κüσμος ὅλος
Μὲ τὸν καιρὸν ὁποῦ τὰ πÜντα ἀλλÜζει;
Ὅσα ἐκεῖ ζοῦν - ἡ γῆ κι ὁ οὐρανὸς θüλος -
Σὰν τßποτα ὅλα ὁ νοῦς τὰ λογιÜζει.
Καθὼς νεκροὶ νὰ ἦσαν δὲν προσÝχουν
Σ' ὅ,τι κÜτω, ψηλÜ, γýρω τους ἔχουν,
Πῶς ὅλα τἄλλα ἐπÝρασαν θαρροῦν,
Πῶς ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο μüνοι ζοῦν.
ΣτενÜζουν μὲ βαθειὰ γλυκÜδα τüση
Ποῦ ἂν δὲν ἔπαυε ἐκεßνη ἡ εὐτυχισμÝνη
ΤρÝλλα, στÜχτ' ᾑ καρδιαῖς ἤθελαν γÝνῃ
Ὅσαις παρüμοια φλüγα ἔχει πυρþσῃ.
ΦαντÜζονται οὐδὲ κἂν κρῖμα ἢ κινδýνους
Στοῦ τρυφεροῦ τῶν ὄνειρων τὴ ζÜλη;
Ποιὸς ποτÝ του ἐσταμÜτησε ἀπ' ἐκεßνους
Ὅσοι ἀγροικῆσαν μÝσα τὴν μεγÜλη
Tοῦ πÜθους τοýτου ὁρμÞ; ποιὸς ἐφοβÞθη
Πιὰν τÝτοιαν ὥρα; ἢ ποιὸς ἀνανοÞθη
Πüσο λßγο βαστοῦν τÝτοιες στιγμÝς;
Ἀλλ' ὅμως νὰ ποῦ πÝρασαν κι αὐταῖς!
Κι ὁ καθεßς μας ξυπνᾷ προτοῦ γνωρßσῃ
Π' ὄνειρο τÝτοιο πλιὰ δὲ θὰ γυρßσῃ.

IV
Μὲ ματιαῖς φεýγουν κεῖθε ἀργὰ ριγμÝναις,
Ποῦ ἀπüλαυσαν χαραῖς κριματισμÝναις,
Κι ἐλπßζουν, πλῆν λυποῦνται, ὡσὰν στερνὸς
Γι' αὐτοὺς ἐκεῖνος νὰ ἦταν χωρισμüς.
Οἱ πλÞθιοι στεναγμοß, τὸ σφιχτοἀγκÜλιασμα
Καὶ τῶν φιλιῶν τὸ ἀτÝλειωτο ἀναγÜλλιασμα
Ἐνῷ φÝγγει ὁ οὐρανὸς εἰς τὴ θωριÜ της,
Ὁποῦ, ὡς φοβᾶται, δὲν τὴ συχωρÜει,
Ὡς νἄβλεπε τὸ μÝγα ἁμÜρτημÜ της
ΚÜθ' ἄστρο γαληνὸ ποῦ τοὺς τηρÜει -
Τ' ἀγκÜλιασμα Κι οἱ πλÞθιοι στεναγμοὶ
ΔεμÝνους τοὺς κρατοῦν ἀκüμη ἐκεῖ.
Ἀλλ' ἔφθασε ἡ συιγμὴ νὰ χωρισθοῦν,
Μὲ βαρειὰ τὴν καρδιὰ καὶ τρομασμÝνοι,
Ἀπ' ταῖς ἀνατριχßλαις παγωμÝνοι
ὁποῦ γοργὰ τὸ κρῖμ' ἀκολουθοῦν.

V
Καὶ ὁ Οὗγος πÜει στὴν ἔρημÞ του κλßνη.
Ἄλλου γυναῖκα ἐκεῖ νὰ ἐπιθυμÞσῃ,
πλὴν τ' ἄπιστο κεφÜλι της ἐκεßνη
Σιμὰ στὸν καλὸν ἄνδρα θ' ἀκουμβÞσῃ.
Στὸν ὕπνον ὅμως δεßχνει θερμασμÝνη

VI
Τὴ σφßγγει στὴν καρδιÜ του κοιμημÝνη,
Γροικῶντας κÜθε λÝξη της κομμÝνη·
Κι ἀκοýει - τß σαστßζει κι ὅλος φρßκη
Σὰ νἄκουε τ' ἈρχαγγÝλου τὴ φωνÞ;
Καὶ πῶς νὰ μὴ σαστßσῃ; Καταδßκη
Δὲ θὲ νὰ τοῦ βροντᾷ πλιὸ τρομερὴ
Στὸ μνῆμα ὅταν γιὰ πÜντα θὰ ξυπνÞσῃ
Τὸ θρüνο τοῦ Θεοῦ γιὰ ν' ἀντικρýσῃ.
Πῶς νὰ μὴ φρßξῃ; Τὴ γλυκειÜ του εἰρÞνη
Ἡ μιλιὰ τοῦ κατÜστρεψεν ἐκεßνη.
Ἕνα μουρμουρητὸ ἀποκοιμισμÝνο,
Τὄνομ' αὐτὸ σιγὰ ψιθυρισμÝνο,
Τῆς γυναικὸς τὸ κρῖμα φανερüνει
Καὶ μ' ἐντροπὴ τὸν Ἄζο κηλιδüνει.
Καὶ τßνος τὄνομα εἶναι ποῦ βογγÜει
Εἰς τὸ προσκÝφαλü του φοβερü,
Καθὼς τὸ κῦμα ποῦ στὴν ἄκρη σπÜει
Πετῶντας τὸ σανßδι 'ς τὸ σκληρὸ
ΒρÜχο καὶ τὸν πνιμμÝνον κομματιÜζει
Τὸν δýστυχο ποῦ πÝφτει καὶ βουλιÜζει,
Γιὰ νὰ μὴν ἀνεβῇ στὸν κüσμο πλιÜ;
Παρüμοια στὴν ψυχὴ τοὖλθ' ἡ κτυπιÜ.
Τßνος τ' ὄνομ' αὐτü; Τ' Οὕγου; Ἐκεινοῦ;
ἈλÞθεια! αὐτὸ δὲν τοὖχ' ἐλθεῖ στὸ νοῦ!
Τοῦ Οὕγου, τοῦ παιδιοῦ μιᾶς π' ἀγαποῦσε,
Τοῦ δικοῦ του παιδιοῦ ποῦ ἦταν κακὸς
Τῆς διεστραμμÝνης νειüτης του καρπüς,
Ὅταν τὴ Λεýκω ὁ Ἄζος ἀπατοῦσε,
Τὴν κüρη ποῦ 'ς τὴν τρÝλλα της πιστεýθη
Αὐτὸν ποῦ ἀπÝκει δὲν τὴν ἐπαντρεýθη.

VII
Τὸ μαχαῖρι ἀπ' τὴ θÞκη πÜει νὰ βγÜλῃ,
Ἀλλὰ πρὶν ὅλο βγῇ τὸ κρýβει πÜλι.
Ἄν καὶ τῆς ἄξιζε, ὅμως δὲν τολμÜει
Μορφὴ νὰ σφÜξῃ τüσο ἀγγελικÞ,
Κἄν ὄχι ἐνῷ γελᾷ στὸν ὕπνο – ἐκεῖ,
Ὄχι, δὲν εἰμπορεῖ. Δὲν τὴν ξυπνÜει!

Ἀλλ' ἀπÜνου της βλÝπει μ' ἕνα μÜτι,
Ποῦ ἂν σηκονüνταν κεßνη ἀπ' τὸ κρεββÜτι,
Θἄπεφτε πÜλι πßσω κοιμισμÝνη
Μὲ τὴν κÜθε αἴσθησÞ της παγωμÝνη.
Στὰ φρýδια του χοντραῖς σταλαματιαῖς
Ἄστραφταν εἰς τοῦ λýχνου ταῖς φωτιαῖς,
Ἀκüμη αὐτὴ κοιμοῦνταν. Δὲ μιλοῦσε.
Στὸ νοῦ του αὐτὸς ταῖς μÝραις της μετροῦσε.

       Κüρη Των Αθηνþν

Ι.
Κüρη των Αθηνþν, πριν χωριστοýμε
Δþστε, ω δþστε πßσω την καρδιÜ μου!
Αλλιþς, μια και το στÞθος μου Ýχει αφÞσει,
ΚρατÞστε την, και πÜρτε κι üλα τ' Üλλα!
Τον üρκο μου ακοýστε πριν χαθþ,
ΖωÞ μου, σας αγαπþ.

ΙΙ.
Ομνýω στις πλεξßδες τις λυμÝνες,
Που του Αιγαßου οι αýρες τις χαúδεýουν·
Σ' αυτÜ τα βλÝφαρα που κρüσσια μαýρα
ΠρωτανθισμÝνα μÜγουλα φιλοýνε·
Στο βλÝμμα, σαν δορκÜδας αγριωπü,
ΖωÞ μου, σας αγαπþ.

ΙΙΙ.
Στα χεßλη τοýτα που λαχτÜρησα να νιþσω·
Σε τοýτη τη δαχτυλιδÝνια μÝση·
Στα Üνθη που φυλÜς και μαρτυροýνε
¼σα οι λÝξεις μου να πουν δεν στÝργουν·
Στον Ýρωτα τη χαρÜ τον καημü,
ΖωÞ μου, σας αγαπþ.

IV.
Κüρη των Αθηνþν! ¸χω πια φýγει:
ΓλυκειÜ μου, να με σκÝφτεστε, üταν μüνη
Κι αν Ýχω πια σαλπÜρει για τη Πüλη,
ΚαρδιÜ μα και ψυχÞ κρατÜ η ΑθÞνα:
Πþς θα μποροýσα να μη σας ποθþ;
ΖωÞ μου, σας αγαπþ.

      ΑδιÜφορη ΚαρδιÜ

ΑδιÜφορη τοýτη η καρδιÜ θα μÝνει
γιατß καρδιÜ καμμιÜ δεν συγκινεß:
κι' üμως απαρνημÝνη και θλιμμÝνη
ματþνει στη στιγμÞ.

Οι μÝρες μου χλωμÜ κßτρινα φýλλα
τ' Üνθη και της αγÜπης οι καρποß
εßναι σκουλÞκια βοýρκος και σαπßλα
και κοýφιοι οι παλμοß.

Οι σπßθες που μου φεýγουν απ' τα σπλÜχνα
καθþς ηφαßστεια νησιοý νεκρÜ
φλüγες δεν βγÜνουνε παρÜ μιαν Üχνα
σα νεκρικÜ πυρÜ.

Τον κλÞρο του Ýρωτα που συνταρÜζει
ελπßδες και πüθους δεν Ýχω εγþ
μηδÝ σκοπü πÜρεξ Ýνα μαρÜζι
Ýνα βαρý ζυγü.

Και να μην πω: «οýτε Ýτσι – μÞτε τþρα…»
στα εξιλαστÞρια πÜθη της ζωÞς
ηρþων στεφÜνια πλÝκονται οληνþρα
θανÜτου και τιμÞς.

Βüλια και λÜβαρα! Αχüς, ΕλλÜδα
φως μου, πþς με καλεßς. ΠολεμιστÝς
και πÜλι στης ασπßδας την απλÜδα
πεθαßνουν νικητÝς.

Ω ξýπνα! ΕλλÜδα μου üχι συ, ξýπνα
και βýζαξε τις ρßζες πνεýμα μου
δυνÜμωσε μες των Γραικþν τα δεßπνα
με Ýνα νεýμα μου.

Πεßνες της σÜρκας, ηδονÝς και πÜθος
τα βδελυρÜ και τερατüμορφα
¼χι! Κýττα την ομορφιÜ σαν λÜθος
σε πρüσωπα üμορφα.

Αν κλαις τη νιüτη σου, τüτε μη ζÞσεις!
ΧρÝος και θÜνατος σωστüς εδþ
με σφαßρες τη ζωÞ σου να σφαλßσεις
στο χþμα αυτü.

Γýρνα με περιÝργεια το κεφÜλι
μÝτρα καλÜ, να 'ναι φαρδýς-πλατýς
ο τÜφος σου, κι' ýστερα απü την ζÜλη
πÝσε ν' αναπαυτεßς.

           Το Νησß

¢φθονους καρποýς που η φýση
Ýδινε και χωρßς δουλεßα
ΔÜσος ανÝμελο μα δßχως μονοπÜτι.
ΚτÞμα üπου η Αφθονßα
Üδειαζε χωρßς ντροπÞ
ΚÝρας της -χωρßς αφÝντη,
üλοι ßσοι τους εκεß
Πüθο- που αιþνες πολλοß
δεν υπüταξαν ακüμη
¢νθρωποι για τη ζωÞ τους
να αποφασßζουν μüνοι
Γη αδοýλωτη, με πλοýσια
ορυχεßα στα ρηχÜ της,
¹λιος χρυσαφιοý και φροýτα
τα γεννÞματÜ της
Να´ χουν την ελευθερßα
σπßτι τη σπηλιÜ να ποýνε
ΚÞπο γενικÜ που üλοι
μÝσα ξÝνοιαστοι γυρνοýνε
¼που η Φýση Ýνα Üνθος
τÝκνων της αναγνωρßζει.

  ¼ταν Χωρßσαμε Οι Δυο Μας

¼ταν χωρßσαμε οι δυο μας, και μακρυÜ
μεßναμε πÜλι, σιωπηλοß και δακρυσμÝνοι
με ραγισμÝνες τις καρδιÝς μας για πολλÜ
χρüνια ξεκüψαμε, για χρüνια χωρισμÝνοι,
πλÝον ωχρÜ τα μÜγουλÜ σου και ψυχρÜ
γßναν, και πιο ψυχρü ακüμα το φιλß σου
εκεßνη η þρα που προεßπε μαντικÜ
θλßψη για τþρα που δεν εßμαι πια μαζß σου.

Τþρα το αγÝρι με χαúδεýει το πρωß,
με ψýχρα απüκοσμη στο πρüσωπο με ραßνει
μοιÜζει προμÜντεμα Þ κÜποια προβολÞ
üλου αυτοý που τþρα νιþθω και βαραßνει.
ΣπασμÝνοι, πια, üλοι οι üρκοι σου, κενοß
και φÞμη ασÞμαντη ο κüσμος πια σου δßνει
κι Üμα κοντÜ μου τ' üνομÜ σου ακουστεß
νιþθω κι εγþ κÜποια ντροπÞ του να με κλεßνει.

Κι αν σ' αναφÝρουν ενþ στÝκομαι μπροστÜ,
βαριÜ καμπÜνα, και σαν πÝνθιμÞ μου μοýσα
με πιÜνει ρßγος και με σφßγγει και μετÜ
τüσο πολý, ρωτþ, γιατß σε αγαποýσα;
Αυτοß δεν ξÝρουν üτι σ' Þξερα καλÜ
σ' Þξερα μÝσα, Ýξω, Üσχημο κι ωραßο
Πολý, πολý θα μετανιþνω και πικρÜ
τüσο βαθιÜ, οýτε σε μÝνα θα το λÝω.

Μες στην σιωπÞ συναντηθÞκαμε, κρυφÜ
μες στην σιωπÞ τþρα μονÜχος θα θρηνÞσω
για ü,τι ξÝχασε η δικÞ σου η καρδιÜ
και μ' Ýνα ψÝμα η ψυχÞ Üφησε πßσω
και αν τυχüν, χρüνια αν περÜσουνε πολλÜ
κÜπου -τυχαßα- μια φορÜ σε συναντÞσω
πþς να σε πω; να χαιρετÞσω; -ΜοναχÜ
σιωπÞ και δÜκρυα μπορþ να σου χαρßσω.

   ΟμορφιÜ Πþς ΠερπατÜ...

Σε μια ομορφιÜ πþς περπατÜ νυχτερινÞ,
σ' Ýναν ανÝφελο ουρανü και στολισμÝνο
φωτüς και σκüτους κÜθε θαýμα θα βρεθεß
στα δυο της μÜτια και σ' αυτÞν συγκερασμÝνο,
στο γλυκü φως που ο ουρανüς Ýχει γι' αυτÞ
=κι ας το ζητοýν οι μÝρες üλες- φυλαγμÝνο.

Μια σκιÜ δþσε της Þ πÜρ' της μιαν αχτßδα
κι αυτÞ η χÜρη üλη αμÝσως θα χαθεß
που Ýχει κÜθε της εβÝνινη πλεξßδα,
στο πρüσωπü της που απαλÜ φεγγοβολεß.
Οι σκÝψεις χαßρονται, που οýτε μια κηλßδα
βρßσκουν σ' αυτÞν που αυτÝς γλυκÜ φιλοξενεß.

Σ' αυτü το μÝτωπο, σ' αυτÝς τις παρειÝς
τüσο απαλÜ, τüσο απλÜ, τüσο γλυκÜ
χρυσÜ χαμüγελα, αποχρþσεις λαμπερÝς
λÝνε για μÝρες που ξοδεýτηκαν καλÜ:
Μια απ' τις καλýτερες, πιο Þρεμες ψυχÝς,
και μια καρδιÜ που μ' αθωüτητα αγαπÜ!

      ¢λλο Δε Τριγυρνοýμε

Λοιπüν, τÝλειωσε, Üλλο δεν τριγυρνοýμε
εμεßς οι δυο μÝσα στην νýχτα τüσο αργÜ
Κι αγÜπη ακüμα στην καρδιÜ αν κουβαλοýμε
κι αν λÜμπει ακüμα το φεγγÜρι δυνατÜ.

Το ξßφος πιο πολλÜ απ' την θÞκη του θα ζÞσει
απü το στÞθος περισσüτερα η ψυχÞ
ΠρÝπει η καρδιÜ να ανασÜνει, να ηρεμÞσει
πρÝπει κι ο Ýρωτας, κι αυτüς ν' αναπαυθεß.

Τι κι αν η νýχτα Ýχει φτιαχτεß για ν' αγαποýμε
πÜντα ταχýς ο ερχομüς του πρωινοý,
Εμεßς Üλλο πια δεν θα τριγυρνοýμε
κÜτω απ' το φως του φεγγαριοý.

            Τα ΝησιÜ Της ΕλλÜδας

Τὰ νησιὰ τῆς ἙλλÜδας! ὦ νησιὰ βλογημÝνα,
Ποῦ μὲ ἀγÜπη καὶ φλüγα μιὰ Σαπφὼ τραγουδοῦσε,
Ποῦ πολÝμων Κι εἰρÞνης δῶρα ἀνθßζαν σπαρμÝνα,
Ποῦ τὸ φÝγγος του ὁ Φοῖβος ἀπ' τὴ Δῆλο σκορποῦσε!
Ἄχ, ἀτÝλειωτος ἥλιος σᾶς χρυσþνει ὡς τὰ τþρα,
Μὰ βασßλεψαν ὅλα, ὅλα τἄλλα σας δῶρα!

Καὶ τῆς Χßος τὴ Μοῦσα, καὶ τῆς ΤÝως τὴ λýρα,
Ἀντρειοσýνης κι ἀγÜπης δοξαρßσματα πρῶτα,
Σὲ ἄλλους τüπους γιὰ φÞμη τὰ μετÜφερε ἡ Μοῖρα,
Γιατß ἡ μαýρη τους μÜννα μÞτε ἄ ζοῦνε δὲ ρþτα!
Κι ἀντιλÜλησαν ξÜφνω παραπÝρα στὴ Δýση
Ἀπ' ἐκεῖ ποῦ ἀνθßζαν τῶ «ΜακÜρων αἱ νῆσοι.

Τὰ βουνὰ τὸ μεγÜλο Μαραθþνα θωρᾶνε,
Κι ἡ ἀθÜνατη βλÝπει τὰ πελÜγη κοιλÜδα.
Ἐδῶ πÝρα μονÜχος συλλογιüμουν πῶς νἆναι
Θὰ μποροῦσε καὶ πÜλε μιὰ ἐλεýτερη ἙλλÜδα!
Γιατὶ πῶς νὰ κοιτÜζω τὸ ΠερσÜνικο μνῆμα,
Καὶ νὰ λÝγω πῶς εἶμαι τῆς σκλαβιᾶς Κι ἐγὼ θῦμα!

Στὸν γκρεμνὸ ποῦ ἀντικρýζει τὴ μικρὴ Σαλαμῖνα,
Μιὰ φορὰ βασιλÝας θρονιαζüτανε. ΚÜτου
Δßχως τÝλος καρÜβια μὲ τἀμÝτρητα ἐκεῖνα
Μαζευüντανε πλÞθη. Εἶταν ὅλα δικÜ του.
Τὴν αὐγὴ μὲ καμÜρι τὰ μετροῦσε ἐκεῖ πÝρα,
Μὰ τß γÝνηκαν ὅλα σÜνε βρÜδιασε ἡ μÝρα!

Ποῦ εἶν' ἐκεῖνα! Ποῦ εἶναι, ὦ πατρßδα καημÝνη!
ΚÜθε λüγγος σου τþρα κι ἀκρογιÜλι ἐβωβÜθη!
Τῶν παλιῶν τῶν ἡρþων ἕνας μῦθος δὲ μÝνει,
Τῆς μεγÜλης καρδιᾶς τους κÜθε χτýπος ἐχÜθη.
Καὶ τὴ λýρα σου ἀκüμα τὴν ἀφῆκες, ὠημÝνα!
Ἀπ' τοὺς θεßους σου ψÜλτες νὰ ξεπÝσῃ σ' ἐμÝνα!

Μὲς στὸν ἄδοξο δρüμο ποῦ μιὰ τýχη μὲ σÝρνει
Μὲ φυλὴ ποῦ σηκþνει τῆς σκλαβιᾶς ἁλυσßδα,
ΚÜποιο βÜλσαμο κρýφιο στὸ τραγοýδι μου φÝρνει
Ἡ ντροπὴ ποῦ μὲ πιÜνει γιὰ μιὰ τÝτοια πατρßδα!
Καὶ τß νἄχῃ ἐδῶ ἄλλο ποιητὴς παρὰ μüνο
Γιὰ τοὺς Ἕλληνες πßκρα, γιὰ τὴ χþρα τους πüνο!

ΠρÝπει τÜχα νὰ κλαῖμε μεγαλεῖα χαμÝνα,
Καὶ ντροπὴ νὰ μᾶς βÜφῃ ἀντὶς αἷμα, σὰν πρῶτα;
ΒγÜλε, ὦ γῆς δοξασμÝνη, ἀπ' τὰ σπλÜχνα σου ἕνα
Ἱερὸ ἀπομεινÜρι τῶν παιδιῶν τοῦ Εὐρþτα!
Ἀπ' ἐκειοὺς τους Τρακüσους τρεῖς ἄν ἔρθουνε, φτÜνουν
Ἄλλη μιὰ Θερμοπýλα στὰ βουνÜ σου νὰ κÜνουν.

Πῶς! Ἀκüμα σωπαßνουν; Πῶς! Ἀκüμα συχÜζουν;
Ὄχι, ὄχι! Ἀκοýγω τὶς ψυχὲς ἀπ' τὸν ᾍδη
Σὰν ποτÜμι ποῦ τρÝχει μακρινὰ, νὰ φωνÜζουν:
«Ἕνας μüνο ἄς σαλÝψῃ ζωντανὸς, καὶ κοπÜδι
Ἀπ' τῆ γῆς ἀποκÜτου λεβεντιὰ ξεκινοῦμε.
Εἶναι αὐτοὶ ποῦ κοιμοῦνται· ἐμεῖς ἀκομα σ' ἀκοῦμε!

Ἄχ, τοῦ κÜκου, τοῦ κÜκου! ἄλλες λýρες στὰ χÝρια!
Μὲ σαμιþτικο τþρα τὸ ποτÞρι ἄς γεμßσῃ.
Ἄφινε αἷμα καὶ μÜχες γιὰ τὰ τοýρκικα ἀσκÝρια,
Καὶ καθÝνας τὸ αἷμα τοῦ ἀμπελιοῦ του ἄς μᾶς χýσῃ!
ΔÝς τους! Ὅλοι ξυπνᾶνε καὶ πετοῦν ὡς ἀπÜνω,
Τοῦ μικρüψυχου ΒÜκχου τὸ ἐγκþμιο σὰν κÜνω!

Τὸν Πυρρßχιο χορü σας ὡς τὰ τþρα βαστᾶτε,
Ἡ Πυρρßχια ἡ «φÜλαγξ ποῦ νὰ πῆγε, καημÝνοι!
Ἀπὸ δυὸ τÝτοια δῶρα πῶς ἐκεῖνο ξεχνᾶτε
Ποῦ ψυχὲς ἀντρειþνει καὶ καρδιὲς ἀνεσταßνει!
Καὶ τὰ γρÜμματα ἀκüμα ἑνὸς ΚÜδμου κρατεῖτε·
ΤÜχα νἆταν γιὰ σκλÜβους τὰ ψηφιÜ του θαρρεῖτε;

Τὸ Σαμιþτικο χýνε στὸ ποτÞρι ὡς τὰ χεßλη!
Ὄξω οἱ λῦπες! Ἐλᾶτε μὲ τὴν πλþσκα γεμÜτη!
Ἔτσι ἔψελνε ὁ θεῖος ἈνακρÝοντας, φßλοι!
ΣκλÜβος εἶταν Κι ἐκεῖνος, μὰ ἑνὸς ΠολυκρÜτη.
Ἀπὸ ξÝνους τυρÜννους δὲν ἐγνþριζαν τüτες·
Εἶταν αἷμα δικü τους, σὰν κι αὐτοὺς πατριῶτες.

Τὴ Χερσüνησο ἕνας μιὰ φορὰ τυραννοῦσε,
Μὰ διαφÝντευε πρῶτος τὰ καλὰ, τὴν τιμÞ της.
ΜιλτιÜδη τὸν λÝγαν. Ἄχ, καὶ πÜλε νὰ ζοῦσε!
Ἕνα ἄς εἶχε ἡ πατρßδα τÝτοιο πÜλε παιδß της!
Βασιλιὰς σὰν Κι ἐκεῖνον ποιü λαὸ δὲ μαγεýει!
Βασιλιὰς ποῦ μὲ ἀγÜπη μοναχὴ σὲ δεσμεýει.

Στὸ ποτÞρι μου πÜλε τὸ Σαμιþτικο χýνε!
Στὸ Σουλιþτικο βρÜχο, πρὸς τῆς ΠÜργας τὸ χῶμα,
Γενεὰ σιδερÝνια ὡς τὰ σÞμερα εἶναι,
Ποῦ ἀπὸ μÜννες Δωρßδες λὲς καὶ βγαßνει ἀκüμα.
Ἴσως μÝνει ἐκεῖ πÝρα κÜποιος σπüρος κρυμμÝνος,
Ποῦ θὰ δεßξῃ ἄ δὲν εἶναι Ἡρακλεßδικο γÝνος.

Ἀπ' τοὺς ἄπιστους ΦρÜγκους λευτεριὰ μὴ ζητᾶτε!
Ἐκεῖ ζοῦν ἡγεμüνες ποῦ πουλοῦν κι ἀγορÜζουν.
Μὲ δικü σας τουφÝκι καὶ σπαθὶ πολεμᾶτε!
Αὐτοῦ θἄβρετ' ἐλπßδα, κι ὅ,τι θÝλουν ἄς τÜζουν.
Ζυγὸς Τοýρκου, μὲ ΦρÜγκου πονηριὰ σὰν ταιριÜσουν
Τὴν ἀσπßδα, ὅσο νἆναι δυνατὴ, θὰ τὴ σπÜσουν.

Μὲ Σαμιþτικο πÜλε τὸ ποτÞρι ἄς γεμßσῃ!
Μὲς στὸν ἴσκιο χορεýουν οἱ κοπÝλλες μας πÜλι·
Σὰν τὰ μαῦρα τους μÜτια δὲν εἶδε ἄλλα ἡ φýση,
Μὰ σὰ βλÝπω τὴ νιüτη καὶ τἀφρᾶτα τους κÜλλη,
Τὸ δικü μου τὸ μÜτι τὸ θολþνει μιὰ στÜλα,
Ποῦ γιὰ σκλÜβους τὸ θÝνε τῶ βυζιῶν τους τὸ γÜλα!

Στοῦ Σουνιοῦ θὰ καθßσω τὸ μαρμÜρινο βρÜχο,
Σýντροφü μου τὸ κῦμα τοῦ Αἰγαßου θὰ κÜνω,
Αὐτὸ ἐμÝνα νἀκοýγῃ, Κι ἐγὼ ἐκεῖνο μονÜχο,
Κι ἐκεῖ ἀπÜνω σὰν κýκνος μὲ τραγοýδι ἄς πεθÜνω.
Δὲ σηκþνει ἡ ψυχÞ μου σκλÜβα γῆ! Χτýπα κÜτω
Τῆς σκλαβιᾶς τὸ ποτÞρι, κι ἄς πÜῃ νἆναι γεμᾶτο!

=ΓΡ¢ΨΑΝΕ:

                        Βýρων

Εκατü χρüνια πÝρασαν. Δεν πÝρασες. Μιλεß
για σε η κλαγγÞ του χρυσαúτοý κι η αναπνοÞ των κρßνων.
Στων Πιερßδων τους ναοýς και θρüνοι και βωμοß
για σÝνα και στη μνÞμη των ΕλλÞνων.

¼που Ýκλεισες τα μÜτια σου, στη θýμησÞ μου ακüμα
ξÝνων αθρþπων ερχομοýς και λατρεμοýς κρατþ
στην πÝτρα που σ´ ανÜπαψε, στο που πÜτησες χþμα
η πÝτρα Þταν προσκýνημα, το χþμα φυλαχτü.

Σ´ εσÝ του Αρχßλοχου η χολÞ και της Σαπφþς η φλüγα,
της βιβλικÞς σου χþρας ο οßστρος ο σαιξπηρικüς,
Üμοιαστης Μοýσας βýζαξες τρικυμισμÝνης ρþγα,
στη γη μας Þρθες θεüσταλτος Τυρταßος ρωμαντικüς.

Εκατü χρüνια πÝρασαν. Δεν πÝρασες . Και ζεις
με των αúτþν το πÝταγμα και με των Üγριων κρßνων
την ευωδιÜ, στο λυρισμü, στη σκÝψη, στης ψυχÞς
τα πÜθη, και στη δüξα των ΕλλÞνων.
                                                             ΚωστÞς ΠαλαμÜς

   Βýρων

Ἔνιωσεν ὅτι
τοῦ ἦσαν οἱ στßχοι
ἄχαρη τýχη
καὶ ματαιüτη.

Ἡ ὁρμÞ του ἡ πρþτη
πιὰ δὲν ἀντÞχει,
ἀλλÜ, στὰ τεßχη,
ἔνδοξη νιüτη.

Γßνονται οἱ γÝροι
γαῦροι. Θὰ ὁρμÞση
ἀνδρῶν λουλοýδι.

Κι ὁ ΜπÜúρον ξÝρει
πῶς νὰ τὸ ζÞση
τὸ θεῖο Τραγοýδι.
                                                        Κþστας ΚαρυωτÜκης

Ο ΘÜνατος Του Βýρωνα
     (αποσπ.)
1
ΛευτεριÜ, γιὰ λßγο πÜψε
νὰ χτυπᾶς μὲ τὸ σπαθß.
Τþρα σßμωσε καὶ κλÜψε
εἰς τοῦ ΜπÜιρον τὸ κορμß.

2
Καὶ κατüπι ἂς ἀκλουθοῦνε
ὅσοι ἐπρÜξανε λαμπρÜ.
ἀποπÜνου του ἂς χτυποῦνε
μüνο στÞθια ἡρωικÜ.

3
Πρῶτοι ἂς ἔλθουνε οἱ Σουλιῶτες,
καὶ ἀπ᾿ τὸ Λεßψανον αὐτὸ
ἂς μακραßνουνε οἱ προδüτες
καὶ ἀπ᾿ τὰ λüγια ὁποῦ θὰ πῶ.

4
ΦλÜμπουρα, ὄπλα τιμημÝνα,
ἂς γυρθοῦν κατὰ τὴ γῆ,
καθὼς ἤτανε γυρμÝνα
εἰς τοῦ ΜÜρκου τὴ θανÞ,

5
ποῦ βαστοῦσε τὸ μαχαßρι,
ὅταν τοῦ ῾λειψε ἡ ζωÞ,
μεσ᾿ στὸ ἀνδρüφονο τὸ χÝρι,
καὶ δὲν τ᾿ ἄφηνε νὰ βγεῖ.

6
ἈναθρÜφηκε ὁ γενναῖος
στῶν ἁρμÜτων τὴν κλαγγÞ.
Τοῦτον ἔμπνευσε, ὄντας νÝος,
μßα θεὰ μελωδικÞ.....   
                                                             Διονýσιος Σολωμüς



 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers