ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

Îåíüðïõëïò Ãñçãüñéïò: Óõíáñðáóôéêüò ÁöçãçôÞò ËïãïôÝ÷íçò

Βιογραφικü

     Ο Γρηγüριος Ξενüπουλος Þτανε Ζακυνθινüς μυθιστοριογρÜφος, δημοσιογρÜφος και συγγραφÝας θεατρικþν Ýργων. ΔιετÝλεσε αρχισυντÜκτης στο θρυλικü πια περιοδικü, Η ΔιÜπλασις των Παßδων, κατÜ την περßοδο 1896 - 1948. ΚατÜ την αρχισυνταξßα του Ξενüπουλου στο περιοδικü Þταν και ο βασικüς του συντÜκτης. Εßναι χαρακτηριστικÞ η υπογραφÞ του Σας AσπÜζομαι, Φαßδων, που χρησιμοποιοýσε στις επιστολÝς που υποτßθεται Ýστελνε στο περιοδικü. ¹ταν ο ιδρυτÞς κι εκδüτης του περιοδικοý ΝÝα Εστßα, το οποßο εκδßδεται ακüμα και σÞμερα. Το 1931 Ýγινε ακαδημαúκüς. Μαζß με τους ΠαλαμÜ, Σικελιανü και ΚαζαντζÜκη ßδρυσε την Εταιρεßα ΕλλÞνων Λογοτεχνþν, που Þτανε και 1ος πρüεδρος (1934-37).
     ΓεννÞθηκε στη Πüλη στις 9 ΔεκÝμβρη 1867. Ο πατÝρας του, Διονýσης, καταγüταν απ' τη ΖÜκυνθο, με ρßζες απü Πελοπüννησο: οι ΞυνÞδες Þ Ξυνüπουλοι εßχαν εγκατασταθεß στη βενετοκρατοýμενη ΖÜκυνθο τον 16ο αι.. Η μητÝρα του Ευθαλßα απü τη Πüλη με ρßζες απü τη ΚαισÜρεια. Ο πατÝρας του εßχε πÜει αρχικÜ στην ΑθÞνα üπου στα χρüνια του ¼θωνα κατατÜχθηκε στο ιππικü και ανδραγÜθησε στη καταδßωξη της ληστεßας. ¼μως επειδÞ θεþρησε πως αδικÞθηκε στις κρßσεις και τις προαγωγÝς -εßχε φτÜσει μÝχρι το βαθμü του υπßλαρχου- Ýφυγε για τη Πüλη που ασχολÞθηκε με το εμπüριο. Η μητÝρα του Ευθαλßα Þταν μßα απü τις αδελφÝς ενüς φßλου του πατÝρα του Διονýσιου, του Νικüλαου ΘωμÜ, φαρμακοποιοý του Φαναρßου και μυρεψοý του Πατριαρχεßου, με τη μεσολÜβηση του οποßου και Ýγινε ο γÜμος των δýο. Η μητÝρα του εßχε ΦαναριþτικÞ καταγωγÞ κι Þταν αδελφÞ του μητροπολßτη Χαλκηδüνας Καλλßνικου. 11 μÞνες μετÜ τη γÝννησÞ του μετÝβη στη ΖÜκυνθο.
     Εßχε Üλλα 5 αδÝλφια: τη Μαρßα-Αναστασßα που πÝθανε μωρü, την ¼λγα, τον ΣτÝφανο, την Αικατερßνη (πÝθανε το 1934) και τη Χαρßκλεια, που ασχολÞθηκε με τη ζωγραφικÞ και πÝθανε το 1973. Τη συντηροýσε οικονομικÜ μÝχρι το θÜνατü της τη μητÝρα του και μετÜ με τη διαθÞκη του μερßμνησε για τη Χαρßκλεια. ¸ζησε τα παιδικÜ κι εφηβικÜ του χρüνια στη ΖÜκυνθο, μÝχρι το 1883, üταν γρÜφτηκε στο ΠανεπιστÞμιο Αθηνþν για να σπουδÜσει ΦυσικομαθηματικÜ, μετÜ απü προτροπÞ του φßλου του ΝικολÜου Μοτσενßγου (αδερφοý του συμμαθητÞ του Ξενüπουλου Σωτηρßου Μοτσενßγου), που σποýδαζε Þδη φυσικομαθηματικüς στην ΑθÞνα. Τις σπουδÝς του δεν τις ολοκλÞρωσε ποτÝ: απü το 1ο Þδη Ýτος εßχε αρχßσει την ενασχüληση με τη λογοτεχνßα, που Þτανε κι η μοναδικÞ πηγÞ εσüδων του.

     Απü το 1892 εγκαταστÜθηκε μüνιμα πλÝον στην ΑθÞνα και το 1894 νυμφεýθηκε την Ευφροσýνη Διογενßδη. Το ζευγÜρι χþρισε 2 Ýτη μετÜ, ενþ εßχαν Þδη αποκτÞσει μια κüρη κι ο συγγραφÝας νυμφεýθηκε ξανÜ το 1901 τη Χριστßνα Κανελλοποýλου κι απÝκτησε Üλλες 2 κüρες. ΣυνεργÜστηκε με πλÞθος εφημερßδων και περιοδικþν που δημοσßευε μελÝτες, Üρθρα, διηγÞματα και μυθιστορÞματα. Το 1894 ανÝλαβε διευθυντÞς ΕικονογραφημÝνης Εστßας, το 1896 Ýγινε αρχισυντÜκτης του περιοδικοý Η ΔιÜπλασις Των Παßδων, που Þτανε και συνδρομητÞς üταν Þτανε παιδß. Απü το 1901 ως το 1912 δημοσßευε στο περιοδικü ΠαναθÞναια λογοτεχνικÜ Ýργα και μελÝτες κι απü το 1912 Üρχισε να συνεργÜζεται με την εφημερßδα ¸θνος γρÜφοντας μυθιστορÞματα σε συνÝχειες. Το 1927 ßδρυσε το περιοδικü ΝÝα Εστßα, που Þτανε διευθυντÞς ως το 1934. To 1939 Ýγινε μÝλος της 1ης επιτροπÞς Κρατικþν Λογοτεχνικþν Βραβεßων.
     Στον Ελληνοúταλικü Πüλεμο του 1940 ο Ξενüπουλος μαζß με Üλλους ¸λληνες λογßους προσυπÝγραψε την ¸κκληση των ΕλλÞνων ΔιανοουμÝνων προς τους Διανοοýμενους ολüκληρου του Κüσμου με την οποßα αφ' ενüς μεν καυτηριαζüταν η κακüβουλη ιταλικÞ επßθεση, αφ' ετÝρου δε διÝγειρε τη παγκüσμια κοινÞ γνþμη σε επανÜσταση συνειδÞσεων για κοινü νÝο πνευματικü Μαραθþνα. Στη ΚατοχÞ συμμετεßχε στην ελληνüφωνη ιταλικÞ εφημερßδα Κουαδρßβιο που προÞγαγε την συνεργασια με τους Ιταλοýς. ΠÝθανε στην ΑθÞνα στις 14 Ιανουαρßου 1951 και κηδεýτηκε δημοσßα δαπÜνη.



     Ο Ξενüπουλος Þταν πολυγραφüτατος συγγραφÝας. ¸γραψε πÜνω απü 80 μυθιστορÞματα και πλÞθος διηγημÜτων. Πρωτοεμφανßστηκε στα γρÜμματα το 1888 με το μυθιστüρημα Ο ¢νθρωπος Του Κüσμου. Αυτü και το επüμενο μυθιστüρημÜ του, Νικüλας Σιγαλüς (1890), αθηναúκÜ μυθιστορÞματα, Þταν αποτυχημÝνα. ¸πειτα στρÜφηκε στην Ýμπνευση απü την πατρßδα του κι Ýγραψε κÜποια απü τα καλλßτερÜ του Ýργα, Μαργαρßτα ΣτÝφα (1893), Κüκκινος ΒρÜχος (1905). Ακολοýθησαν Ýργα αθηναúκÜ, τα σημαντικüτερα εßναι Ο Πüλεμος (1914) κι Οι Μυστικοß Αρραβþνες (1915) και το ζακυνθινü ΛÜουρα (1915), επßσης Ýνα απü τα καλλßτερÜ του. Η πιο φιλüδοξη συγγραφικÞ του απüπειρα Þταν η κοινωνικÞ 3λογßα Πλοýσιοι & Φτωχοß (1919), Τßμιοι & ¢τιμοι (1921), Τυχεροß & ¢τυχοι (1924). Τα 2 1α αναγνωρßζονται ως τα καλλßτερα και πιο þριμα Ýργα του. ¢λλα αξιüλογα Ýργα του που ακολοýθησαν εßναι τα: ΑναδυομÝνη (1925), ΙσαβÝλλα (1923), ΤερÝζα ΒÜρμα-Δακüστα (1925). Τα Ýργα του διαδραματßζονται στην ΑθÞνα και τη ΖÜκυνθο. Θεωρεßται ο εισηγητÞς του αστικοý μυθιστορÞματος, δηλαδÞ του μυθιστορÞματος που διαδραματßζεται στα αστικÜ κÝντρα. Βασικü θÝμα στα Ýργα του εßναι ο Ýρωτας, κυρßως Ýρωτας μεταξý ατüμων απü διαφορετικÝς τÜξεις.
     Η ικανüτητÜ του να γρÜφει εýκολα και γρÞγορα τον οδÞγησε κÜποιες φορÝς σε εκπτþσεις ως προς την ποιüτητα. Πολλοß τον κατηγüρησαν, üταν Üρχισε να δημοσιεýει μυθιστορÞματα σε συνÝχειες, üτι Ýκανε πολý εýκολα παραχωρÞσεις στα γοýστα του αναγνωστικοý κοινοý κι üτι χρησιμοποιοýσε συχνÜ προκλητικÝς για την εποχÞ ερωτικÝς σκηνÝς για να κερδßζει χρÞματα. ¼λοι üμως επισημαßνουν αρετÝς του Ýργου του, üπως η αφηγηματικÞ ευχÝρεια, η ικανüτητα να κρατÜ αμεßωτο το ενδιαφÝρον του αναγνþστη κι η παρατηρητικüτητα. Τα Ýργα του εßναι πιüτερο για ψυχαγωγßα παρÜ για φιλολογικÞ ανÜλυση. Ο αστικüς ρεαλισμüς που επικρατοýσε αυτÞ την εποχÞ στην Ευρþπη και στην ΑμερικÞ επηρεÜζει και τα Ýργα του. Για το λüγο αυτü θεωρεßται απü πολλοýς εισηγητÞς του αστικοý μυθιστορÞματος με προσπÜθειες για την αντανÜκλαση της ßδιας της πραγματικüτητας. Ας μη ξεχνÜμε πως ανÞκει στη γενιÜ του 1880, χρονολογßα που αποτελεß σταθμü στην ιστορßα της νεοελληνικÞς λογοτεχνßας (ΑρχÞ νεοελληνικÞς αναγÝννησης με τον ΠαλαμÜ αλλÜ και τον ΡοÀδη με το μυθιστüρημα του Η ΠÜπισσα ΙωÜννα).



     Ο Ξενüπουλος υπÞρξε γνþστης της σχετικÞς παρÜδοσης αλλÜ και καινοτüμος νεωτεριστÞς. Η στροφÞ του προς τον αστικü ρεαλισμü υπÞρξε βασικÜ ιδιÜζουσα παρÝκκλιση απü την ηθογραφßα. Ο αστικüς ρεαλισμüς χρησßμευε για τη κÜλυψη του κενοý -την απουσßα ενüς μÝσου στρþματος αναγνωστþν που θα λειτουργοýσε ως ενδιÜμεσος χþρος για μια πολýπλευρη ανÜπτυξη λογοτεχνικÞς γραφÞς. Τα 1α του μυθιστορÞματα εξελßσσονται στην ΑθÞνα με υλικü τη φοιτητικÞ ζωÞ, πριν ο συγγραφÝας κλεßσει τα 30. ΠαραμÝνει πÜντα ο ψυχογρÜφος. Χρησιμοποιεß περιστατικÜ κι απü την ßδια του τη ζωÞ με τρüπο üμως που αυτÜ να περνÜνε σαν φανταστικÜ.
     Το 1ο του θεατρικü Ýργο, Ο ΨυχοπατÝρας, παρουσιÜστηκε το 1895. Απü τις αρχÝς του αιþνα Üρχισε να συνεργÜζεται με τη ΝÝα ΣκηνÞ του ΧρηστομÜνου. Τα σπουδαιüτερα θεατρικÜ του Ýργα εßναι: Το Μυστικü Της ΚοντÝσσας ΒαλÝραινας (1904), ΣτÝλλα ΒιολÜντη (1909, με την Μαρßκα Κοτοποýλη), Φοιτηταß. ¸γραψε συνολικÜ 46 διαφορετικÜ θεατρικÜ Ýργα. Το 1901 πρωταγωνßστησε μαζß με τον ΠαλαμÜ για την ßδρυση της ΝÝας ΣκηνÞς και χÜρη στη γνþση ξÝνων γλωσσþν ενημερωνüταν Ýγκαιρα για σημαντικÜ πνευματικÜ συμβÜντα στις μεγÜλες ευρωπαúκÝς χþρες. ¸γραφε προλüγους για τον ºψεν και ζοýσε το θÝατρο, ζυμωνüταν η καθημερινÞ ζωÞ του με αυτü. ΠολλÜ δρÜματα του εßχαν αρχικÜ γραφτεß ως πεζÜ κι Ýπειτα μεταφÝρθηκαν στη σκηνÞ. (Π.χ. ¸ρως ΕσταυρωμÝνος - ΣτÝλλα ΒιολÜντη). ΜετÝφρασε και διασκεýασε αρκετÜ ξÝνα Ýργα κι η στÜθμη της γραφÞς του Þτανε σ' üλες τις περιπτþσεις υψηλÜ. Συμμετεßχε σε διÜφορες επιτροπÝς δραματουργικþν διαγωνισμþν και το Βασιλικü ΘÝατρο της ΑθÞνας εγκαινιÜστηκε στα 1932 με δικü του Ýργο Ο Θεßος ¼νειρος.



     Τα περισσüτερα Ýργα του εßναι 3πρακτα. Στη 1η πρÜξη τßθεται συνÞθως το θÝμα και χαρακτηρßζονται τα πρüσωπα, στη 2η εντεßνεται η πλοκÞ και κορυφþνεται το δρÜμα και στη 3η Ýρχεται η λýση. Ο Ξενüπουλος χτßζει μεθοδικÜ φρÜση-φρÜση, προετοιμÜζει τα επερχüμενα περιστατικÜ που φαßνονται λßγο Üσχετα με το κýριο θÝμα, αλλÜ αποδεικνýονται αναγκαßα. Η ΣτÝλλα ΒιολÜντη (που προχωρεß με γρÞγορο ρυθμü απü την ευχÜριστη ατμüσφαιρα ενüς ζακυνθινοý σπιτιοý στη συγκλονιστικÞ κορýφωση του εκοýσιου θανÜτου της νýμφης) υπÞρξε πρüτυπο γι' Üλλα 2 γνωστÜ θεατρικÜ Ýργα που αν και γραφτÞκανε πιο μετÜ υστεροýνε σε δραματικÞ τεχνικÞ.
     Ο Ξενüπουλος Ýγραψε με την ßδια επιτυχßα και δρÜματα και κωμωδßες κυρßως με θÝμα τον Ýρωτα. Τα Ýργα του εßναι ηθογραφßες που αναδεικνýουν τη ζωÞ μιας εποχÞς η μιας τοπικÞς κοινωνßας, τοπικÝς κι εποχικÝς ιδιαιτερüτητες παßρνουνε συχνÜ ισχý Üγραφων νüμων που επιβÜλλονται μÝσα απü την κοινωνßα. Τα Ýργα του ταξινομοýνται εßτε στη ΖÜκυνθο εßτε στην ΑθÞνα, Ýρχεται να γεφυρþσουνε το χÜσμα μεταξý των 2 Σχολþν, της ΑθηναúκÞς και της ΕπτανησιακÞς.

ΖακυνθινÜ Ýργα:
ΣτÝλλα ΒιολÜντη,
ΡαχÞλ,
ΦωτεινÞ ΣÜντρη,
Ο ΠοπολÜρος

ΑθηναúκÜ:
Φοιτηταß,
ΨυχοσÜββατο,
Το Ανθρþπινο

     ΙδιαιτÝρως αξιüλογη Þταν η συμβολÞ του στη κριτικÞ. Στα ΠαναθÞναια δημοσßευσε πλÞθος μελετþν για πολλοýς συγγραφεßς, üπως τους  ΠαπαδιαμÜντη, ΓιÜννη Καμπýση, ΔημÞτριο ΒικÝλα. Εκεßνος πρωτοπαρουσßασε στο αθηναúκü αναγνωστικü κοινü τον ΚαβÜφη, το 1903.
Ο Ξενüπουλος, αν και προερχüταν απü εýπορη οικογÝνεια δεν Þταν αριστοκρÜτης. Παρακολουθοýσε ωστüσο τα προβλÞματα των ανερχüμενων αστþν üσο και των πιο φτωχþν. Ερχüμενος στην ΑθÞνα Ýφερε μαζß του την ιδÝα του ανθρωπιστικοý σοσιαλισμοý. Στην ΑθÞνα Þρθε σ' επαφÞ με τον Δρακοýλη και τους Üλλους επικεφαλÞς του σοσιαλιστικοý κüμματος, ενþθηκε με αυτοýς και βοÞθησε στην Ýκδοση των σοσιαλιστικþν εφημερßδων ¢ρδην και Κοινωνßα. Το 1885 Ýγινε μÜλιστα συντÜκτης του ¢ρδην. Τις θÝσεις του για το σοσιαλισμü μποροýμε να δοýμε καλλßτερα στο Πλοýσιοι & Φτωχοß. Ο Ξενüπουλος πßστευε σ´ Ýνα σοσιαλισμü που θα Üλλαζε τη κοινωνßα χωρßς βßαιες ανατροπÝς. ΣιγÜ-σιγÜ οι Üνθρωποι θα καταλÜβαιναν το συμφÝρον τους, οι πλοýσιοι κι οι φτωχοß θα Ýρχονταν σε συνεννüηση χωρßς βßα. Μüνον ο σοσιαλισμüς θα μποροýσε να βÜλει τÝλος στο διαχωρισμü των 2 φυλþν. Το ιδανικü του σοσιαλισμοý θα εξασφÜλιζε σε κÜθε Üνθρωπο οποιασδÞποτε ρÜτσας τροφÞ, κατοικßα κι ενδυμασßα, αλλÜ δεν μπορεß να καταλÞξει ποτÝ σε μιαν εντελþς ισüτητα. ΑρχικÜ ο Ξενüπουλος θεþρησε τις σοσιαλιστικÝς ιδÝες τις μüνες που θα μποροýσαν να διορθþσουνε την ανισüτητα μεταξý πλοýσιων και φτωχþν. Ωστüσο την εφαρμογÞ των σοσιαλιστικþν ιδεþν δεν την Þθελε βßαια με ανατροπÝς κι επαναστÜσεις που θα δημιουργοýσανε θýματα. Με την Üνοδο του πνευματικοý επιπÝδου του λαοý -πßστευε- θα καταλÜβαιναν οι Üνθρωποι το πραγματικü τους συμφÝρον. Για το λüγο αυτü θεωροýσε το γρÜψιμο ως οφειλÞ διαπαιδαγþγησης κι Ýργο ευθýνης υπÝρ του συνüλου.
     Η κüρη του, Ευθαλßα Ξενοποýλου σε μια συνÝντευξÞ της στο ΔημÞτρη Γκιþνη, λßγο πριν πεθÜνει, λÝει:
     Ο πατÝρας μου Þταν Üνθρωπος Þσυχος και καλüς. ¹ταν καλüς Üνθρωπος, δουλευτÞς και γι αυτü πÝθανε στην ψÜθα. Τη ΔιÜπλαση την Ýβγαζε απü το 1879 ο Νικüλαος Παπαδüπουλος απü την ¾δρα, που Þταν θεßος της μαμÜς μου. Στην αρχÞ, γραφüτανε στη καθαρεýουσα. ¸πειτα, λßγο αφ' üτου πÞγε ο μπαμπÜς, Üρχισε να γρÜφεται στη δημοτικÞ. Το πρþτο κεßμενü του δημοσιεýθηκε το 1892. ¹ταν Ýνα διÞγημα, Η αδελφοýλα μου, στη δημοτικÞ. Το 1896 ο αρχισυντÜκτης του, ΑριστοτÝλης Κουρτßδης, πÞγε στη Γερμανßα και πÞρε τη θÝση του ο πατÝρας μου. Τüτε Üρχισε να γρÜφει τις ΑθηναúκÝς επιστολÝς, με το ψευδþνυμο Φαßδων. Απü εκεß, μιλþντας στα παιδιÜ, σχολßαζε τα πÜντα…
  Ο Ξενüπουλος, 17χρονος φοιτητÞς στην ΑθÞνα, κοιμÞθηκε με το φιλüδοξο üνειρο να γßνει κÜποτε Ακαδημαúκüς. 4 Ýτη πριν φýγει απ τη ζωÞ, Ýγραψε τη ΖωÞ Σαν παραμýθι, που περιÝγραφε την ευχαρßστηση και τη πληρüτητÜ του, αφοý πρüλαβε να πραγματοποιÞσει το üνειρü του. Θεωροýσε απαραßτητη προûπüθεση τη πνευματικÞ Üνοδο του λαοý. Πßστευε üτι το γρÜψιμο εßναι μÝσο διαπαιδαγþγησης κι Ýργο ευθýνης. Γι' αυτü Ýγραψε τüσες επιστολÝς στα παιδιÜ.



     Το κυρßαρχο θÝμα στα Ýργα του Þταν ο Ýρωτας. ¸γραψε για τον Ýρωτα που εßναι ιδανικüς, αιθÝριος κι Üυλος. ¸γραψε και για τον Ýρωτα που εßναι σαρκικüς, βÜναυσος, πρüστυχος, χÜριν ηδονÞς. Τα βιβλßα του Þταν εμπορικÜ, γιατß δεν Þταν πληκτικÜ. Ο Ξενüπουλος εßχε την ευχÝρεια να γρÜφει και να κρατÜ ζωντανü το ενδιαφÝρον του αναγνþστη ως το τÝλος. Η προσφορÜ του στο ελληνικü θÝατρο και στην ελληνικÞ λογοτεχνßα θα παραμÝνει πÜντα σημαντικÞ.

ΡΗΤΑ:

ºσως υπÜρχουν γυναßκες που υποπτεýονται üτι δεν εßναι ωραßαι, αλλÜ δεν υπÜρχει ποιητÞς που να μην Ýχει τη βεβαιüτητα üτι εßναι μεγÜλος.

ΕΡΓΑ:

ΔιηγÞματα

Ελληνικοý αγþνος το τριακοσιÜδραχμον Ýπαθλον. ΑθÞνα, Χιþτης, 1885.
ΜητρυιÜ. ΑθÞνα, παρÜρτημα του περιοδικοý Εστßα, 1890.
ΣτρατιωτικÜ διηγÞματα. ΑθÞνα, Κασδüνης, 1892.
ΔιηγÞματα· ΣειρÜ πρþτη. ΑθÞνα, τυπ.Κωνσταντινßδη, 1901.
ΔιηγÞματα· ΣειρÜ δεýτερη. ΑθÞνα, τυπ.Κωνσταντινßδη, 1903.
ΔιηγÞματα· ΣειρÜ τρßτη. ΑθÞνα, ΚολλÜρος, 1907.
Ο κακüς δρüμος και Üλλα καινοýργια διηγÞματα (1908-1911). ΑθÞνα, ΦÝξης, 1912.
ΣτÝλλα ΒιολÜντη Þ ¸ρως εσταυρωμÝνος και κÜποια Üλλα διαλεχτÜ διηγÞματα. ΑθÞνα, ΦÝξης, 1914.
Οι ερωτευμÝνοι και Üλλα διηγÞματα. ΑθÞνα, Ýκδοση ΦιλολογικÞς ΚυψÝλης, χ.χ.
Η ΑναθρεφτÞ. ΑθÞνα, ΓανιÜρης, χ.χ.
ΠετριÝς στον Þλιο. ΑθÞνα, Παπαδüπουλος, 1919.
Το Ζακυνθινü μαντÞλι και Üλλα δÝκα διαλεχτÜ διηγÞματα. ΑθÞνα, ΓανιÜρης, 1921.
ΑθηναúκÜ διηγÞματα· Ιστορßα μιας χωρισμÝνης. ΑθÞνα, ΓανιÜρης, 1924.
Ο Μινþταυρος και Üλλα νÝα διηγÞματα (1921-1924). ΑλεξÜνδρεια, εκδ. του περ. ΓρÜμματα, 1925.
Πþς πολεμοýν; ΑθÞνα, Ýκδοση της εφημερßδας Ελληνικüν ΜÝλλον, 1935.
Ο τρελλüς με τους κüκκινους κρßνους. ΑλεξÜνδρεια, Κασιγüνης, 1926.
Αθανασßα και Üλλα 24 διηγÞματα. ΑθÞνα, εκδ. Οι φßλοι του βιβλßου, 1944.
Η γÜτα του παπÜ, ΑθÞνα, εκδ. ´´Εθνικüν Ημερολüγιον του Σκüκου,, 1913


ΜυθιστορÞματα

Θαýματα του Διαβüλου. ΑθÞνα, ΡαφτÜνης, 1883.
¢νθρωπος του κüσμου. ΑθÞνα, Γραφεßον Εκλεκτþν ΜυθιστορημÜτων, 1888.
Νικüλας Σιγαλüς. ΑθÞνα, τυπ. Κορßννης, 1890.
Μαργαρßτα ΣτÝφα. ΑθÞνα, ΚολλÜρος, 1906.
Ο κüκκινος βρÜχος. ΑθÞνα, τυπ.Εστßα, 1915.
Ο Πüλεμος. ΑθÞνα, ΚολλÜρος, 1919.
Η τιμÞ του αδελφοý Α´. ΑθÞνα, ΚολλÜρος, 1920.
ΛÜουρα· Το κορßτσι που σκοτþνει. ΑθÞνα, ΕλευθερουδÜκης, 1921.
Η τιμÞ του αδελφοý Β´. ΑθÞνα, ΚολλÜρος, 1923.
Ο κüσμος κι ο ΚοσμÜς. ΑθÞνα, ΚολλÜρος, 1923.
ΙσαβÝλλα. ΑλεξÜνδρεια, Κασιγüνης, 1923.
Η τρßμορφη γυναßκα. ΑθÞνα, ΚολλÜρος, 1924.
Αναδυüμενη. ΑθÞνα, ΚολλÜρος, 1925.
ΤερÝζα ΒÜρμα Δακüστα - ¸νας σýγχρονος Μεσαßωνας. ΑθÞνα, ΚολλÜρος, 1926.
Πλοýσιοι και Φτωχοß - Μια κοινωνικÞ τριλογßα· Πλοýσιοι και φτωχοß, Τßμιοι και ¢τιμοι, Τυχεροß και ¢τυχοι. ΑθÞνα, ΚολλÜρος, 1926.
¼ Πüλεμος, (1919).
Ο ΚατÞφορος· Αθηναúκüν μυθιστüρημα. ΑθÞνα, ΚολλÜρος, 1948.
Ο γÜμος της Λßτσας. ΑθÞνα, τυπ. Αφων ΓερÜρδου, 1929.
Το ΦÜντασμα, (1914).
Μυστικοß αρραβþνες. ΑθÞνα, ΚολλÜρος, 1959.
Ο ΚοσμÜκης· Ιστορßα ενüς φυσιολογικοý αρρþστου Α'. ΑθÞνα, ΚολλÜρος, 1930.
Ο ΚοσμÜκης· Ιστορßα ενüς φυσιολογικοý αρρþστου Β'. ΑθÞνα, ΚολλÜρος, 1930.
Ο ΚοσμÜκης· Ιστορßα ενüς φυσιολογικοý αρρþστου Γ'. ΑθÞνα, ΚολλÜρος, 1930.
Ο ΚοσμÜκης· Ιστορßα ενüς φυσιολογικοý αρρþστου Δ'. ΑθÞνα, ΚολλÜρος, 1930.
Αφροδßτη Α' · Η γυναßκα που σε χÜνει, Β' - Η γυναßκα που σε σþζει. ΑθÞνα, ΚολλÜρος, 1930
ΑνÜμεσα σε τρεις γυναßκες. ΑθÞνα, ΚολλÜρος, 1930.
ΜεγÜλη αγÜπη
Η νýχτα του εκφυλισμοý
Οι τρεις αδελφÝς
Λßζα
ΑπÜνεμα βρÜδια


ΘεατρικÜ Ýργα και οι πρεμιÝρες τους

11 Αυγοýστου 1895 - Ο ψυχοπατÝρας, απü τον θßασο του Νικüλαου ΛεκατσÜ
3 Δεκεμβρßου 1895 - Ο τρßτος, απü τον θßασο ΛεκατσÜ
30 Ιουλßου 1904 - Το μυστικü της ΚοντÝσας ΒαλÝραινας, απü τον θßασο της ΝÝας ΣκηνÞς
21 Ιουλßου 1908 - Η ξανθÞ περοýκα, απü τον θßασο ΚυβÝλης (διασκευÞ ενüς διηγÞματος του ΤσÝχωφ)
11 Αυγοýστου 1908- ΦωτεινÞ ΣÜντρη, απü τον Θßασο ΚυβÝλης
10 Ιανουαρßου 1909 - ΣτÝλλα ΒιολÜντη,θßασος ΚυβÝλης (ΠÜτρα)
15 Ιουνßου 1909 - ΡαχÞλ, θßασος ΚυβÝλης
10 Ιουλßου 1910 - Ο πειρασμüς , Θßασος ΚυβÝλης. (Το Ýργο πρωτοπαßχτηκε με τον τßτλο, ¸να σπßτι Üνω-κÜτω και ο Ξενüπουλος παρουσιÜστηκε με το ψευδþνυμο G. Fremd)
13 Ιουλßου 1911 - ΨυχοσÜββατο, θßασος ΚυβÝλης
27 Ιουλßου 1911 - Χερουβεßμ, Θßασος ΚυβÝλης
14 ΜαÀου 1912 - Πολυγαμßα, θßασος Μαρßκας Κοτοποýλη
14 Σεπτεμβρßου 1912 - ΜονÜκριβη, θßασος ΚυβÝλης, (στο πρüγραμμα της παρÜστασης αναγρÜφεται και πÜλι με ψευδþνυμο, αυτÞ τη φορÜ ονομÜζεται Roberto Stani)
30 Σεπτεμβρßου 1913 - Το ζευγÜρωμα, Θßασος ΚυβÝλης
26 Ιουνßου 1914 - Το φιüρο του ΛεβÜντε, απü τον θßασο του Νßκου ΠλÝσσα
29 Ιουνßου 1915 - Δεν εßμαι εγþ, απü τον θßασο του ΠλÝσσα
26 ΜαÀου 1916 - Ο Ýρως θριαμβεýει, απü τον θßασο ΚυβÝλης
8 Σεπτεμβρßου 1916 - Η τιμÞ του αδερφοý, θßασος Κοτοποýλη
10 Ιουνßου 1917 - ΝτετÝκτιβ, Θßασος ΠλÝσσα
9 Ιουλßου 1918 - Ο Νßκος γυναßκα, θßασος ΠλÝσσα (διασκευÞ του Ýργου του Η ξανθÞ περοýκα)
8 Ιουλßου 1919 - Οι φοιτητÝς, θßασος Εταιρεßα Ελληνικοý θεÜτρου
22 Σεπτεμβρßου 1920 - ΠεπρωμÝνα, Θßασος ΚυβÝλης
20 Ιουνßου 1921 - Το ανθρþπινο, θßασος Αιμ. ΒεÜκη - Χρ. ΝÝζερ
4 Ιουνßου 1923 - ΜαριτÜνα, θßασος ΚυβÝλης
18 Ιουνßου 1923 - Η εξαδÝλφη μου, θßασος Αλßκης (διασκευÞ του μυθιστορÞματος της Jeanne de la Brete)
16 Σεπτεμβρßου 1924 - Η τρßμορφη γυναßκα, θßασος ΚυβÝλης
27 Ιουλßου 1925 - Η δßκη του ΘανÜση, θßασος ΚυβÝλης (διασκευÞ του Ýργου του, Η τιμÞ του αδελφοý)
4 Σεπτεμβρßου 1926 - Η αναδυομÝνη, θßασος Οι νÝοι
28 ΜαÀου 1931 - Χαßρε νýμφη, θßασος Αλßκης
19 Μαρτßου 1932 - Θεßος üνειρος, θßασος Εθνικοý θεÜτρου
1 Αυγοýστου 1932 - ΑνιÝζα, θßασος Αλßκης- Κ. Μουσοýρη- Χρ. ΝÝζερ
14 Φεβρουαρßου 1933 - Ο ποπολÜρος, Εθνικü θÝατρο
31 Αυγοýστου 1933 - Να ξαναπÜρεις τη γυναßκα σου, θßασος Αλßκης
16 Ιουλßου 1935 - ¸τσι εßναι ο κüσμος, θßασος Αλßκης
3 Οκτþβρη 1936 - Τüπο στα νειÜτα, θßασος ΜιρÜντας (διασκευÞ του ομþνυμου Ýργου του Λ. Φοντüρ)
5 Μαρτßου 1951 - Η καλλιτÝχνις, (μονüπρακτο που απαγγÝλθηκε σε μια ποιητικÞ βραδιÜ του Εθνικοý θεÜτρου)


ΜελÝτες

Η απολογßα μου. ΖÜκυνθος, ΚαψοκÝφαλος, 1884.
ΕυÜγγελος Παντüπουλος. ΑθÞνα, Εστßα, 1893.
Η κωμωδßα του Αριστεßου. ΑθÞνα, 1921.
ΣτÜχυα και παπαροýνες Α´. ΑθÞνα, ΚολλÜρος, 1923.
ΜαλακÜσης - Ο ποιητÞς και ο Üνθρωπος. ΑθÞνα, Παρθενþν, 1943 (στη σειρÜ Σýγχρονοι ¸λληνες ποιητÝς).
ΠαιδικÞ λογοτεχνßα
Παιδικüν θÝατρον. ΑθÞνα, Παπαδüπουλος, 1906.
Η αδελφοýλα μου. ΑθÞνα, Παπαδüπουλος, 1923.
Παιδικüν θÝατρον Α'. ΑθÞνα, ΚολλÜρος, 1926.
Παιδικüν θÝατρον Β'. ΑθÞνα, ΚολλÜρος, 1926.
Ο Πýργος του Βοσπüρου κι Üλλα διηγÞματα. ΑθÞνα, ΚολλÜρος, 1927.
Το καλü μου το βιβλßο. ΑθÞνα, ΚολλÜρος, 1931.
Ο μπÝμπης αρχιλÞσταρχος - Θηριοτροφεßο Τοτοý και συντροφßα. ΑθÞνα, ΔημητρÜκος, 1932.
Σας ασπÜζομαι, Φαßδων. ΑθÞνα, Οι φßλοι του βιβλßου, 1947.

Διακρßσεις


ΑνακÞρυξÞ του ως Ýναν απü τους τρεις κορυφαßους συγγραφεßς, πεζογρÜφους και ποιητÝς üλων των εποχþν[εκκρεμεß παραπομπÞ].

ΙδρυτÞς και διευθυντÞς του λογοτεχνικοý περιοδικοý ΝÝα Εστßα το 1945.
ΒρÜβευσÞ του απü την επßσημη πολιτεßα με το παρÜσημο του Αργυροý Σταυροý του ΣωτÞρος Χριστοý το 1912.
ΒρÜβευσÞ του απü την Ακαδημßα ΓραμμÜτων και Τεχνþν με το Αριστεßο των ΓραμμÜτων και των Τεχνþν το 1922.
ΒρÜβευσÞ του απü την Ακαδημßα των Αθηνþν για το λογοτεχνικü του Ýργο, το 1929.
Ορκßστηκε Πρüεδρος του Εθνικοý ΘεÜτρου το 1931.
ΕκλÝχτηκε ως τακτικü μÝλος της Ακαδημßας των Αθηνþν απü üπου και πÞρε το βραβεßο το 1931.
Δημιουργßα Μουσεßου στη γενÝτειρÜ του ΖÜκυνθο, με το üνομÜ του.
ΑνακÞρυξÞ του ως Ýνας απü τους σημαντικüτερους εκπροσþπους του ευρωπαúκοý νατουραλισμοý.

=================


                                               Αθανασßα

     Πριν πÜω ακüμα σε κανÝνα σκολειü, η μητÝρα μ’ Ýστερνε να περνþ τη μÝρα μου στης θειÜς μου, στον ¢μμο. ΜαρνÝττα ΣτουπÜθαινα τη λÝγανε την αγαθÞ εκεßνη γυναßκα, αδερφÞ μεγαλýτερη του πατÝρα μου, που του Ýμοιαζε κιüλα, κι εßχε δýο μεγÜλες θυγατÝρες, τη Γιοýλια και τη Μαρßα. Ο Üνδρας της, ο Τζþρτζης ο ΣτουπÜθης, Þτν αδερφüς του παπÜ-ΣτουπÜθη της ΦανερωμÝνης, στου σεβÜσμιου, και του Παναγιþτη του ΣτουπÜθη του πλοýσιου Ýμπορα. Φτωχοýλης üμως αυτüς ο καημÝνος, μüλις τα κατÜφερνε μα το μαγαζÜκι που εßχε κει στο κατþι του σπιτιοý, μπακÜλικο μαζß και ψιλικατζßδικο. Γι’ αυτü εργÜζονταν κι οι δυο του θυγατÝρες, πλÝκοντας üλη μÝρα κρητικÜ μÝρλα με κοπανÝλια. Δεν ξÝρω τþρα καλÜ, μα μου φαßνεται πως οι χρυσοχÝρες αυτÝς, με τις θαυμαστÝς αληθινÜ νταντÝλες, τα ικνÜσα και τα ποντßνια, που εßχαν τη γνþση και την υπομονÞ να φτÜνουν, ξεδοýλευαν πολý περισσüτερα απ’ το μικρομαγαζÜτορα του ¢μμου που πουλοýσε πετρÝλαιο με το καρτεζßνι και λÜδι με το στÜγγο, παßρνοντας πεντÜρες και δßνοντας ρÝστα μονüλεφτα…
     Η μÝρα μου, στης θειÜς μου της ΜαρνÝττας, Þταν πÜντα η ßδια, στερεüτυπη. Την αυγÞ, ποτÝ νωρßτερα και ποτÝ αργüτερα, ο υπηρÝτης μας μ’ Üφηνε στη μπασßα. ΚαλημÝριζα το μπÜρμπα μου απü την πορτοýλα της σκÜλας που συγκοινωνοýσε με το μαγαζß, κι ανÝβαινα Þσυχα και φρüνιμα, γιατß Þξερα πως στο σπßτι εκεßνο δε σÞκωναν ντüρους και φωνÝς. ΑγκÜλιαζα τη θεßα μου που με δεχüταν πÜντα στο κεφαλüσκαλο, κι Ýμπαινα ßσια στο σαλüτο, üπου οι ξαδερφÜδες μου, το ßδιο Þσυχα κι αυτÝς, σοβαρÜ, Þταν κιüλα καθισμÝνες μπροστÜ στα κουσουνÝλα τους και Ýπλεκαν, üλο Ýπλεκαν, σωπαßνοντας Þ σιγοκουβεντιÜζοντας. Καθüμουν στο σκαμνÜκι μου, ποτÝ κοντÜ στη Γιοýλια και ποτÝ κοντÜ στη Μαρßα -δεν ξÝρω ποια απ’ τις δýο με τραβοýσε τüτε περισσüτερο, μα καμμιÜ, στοχÜζουμαι, εξαιρετικÜ- Ýβγαζα τη φυλλÜδα μου κι’ Üρχιζα σιγÜ-σιγÜ να καππακßζω. Οι πρωινÝς αυτÝς þρες μοý Þταν κÜπως στενÜχωρες. Βαριüμουν το καππÜκισμα, το καθισιü, την ακινησßα, τη σιωπÞ, το ξερü κι μονüτονο τραγοýδι των κοπανελιþν… Κι αιστανüμουν αληθινÞ ανακοýφιση κÜθε φορÜ που Ýμπαινε στο σαλüτο η θεßα μου να μου πει γελαστÞ κανÝνα λογÜκι, Þ, το καλýτερο, να με στεßλει κÜτου στου μπÜρμπα μου για κανÝνα θÝλημα. Γιατß Þξερα πως αυτüς, αν Þταν εýκαιρος, θα με κρατοýσε λιγÜκι κοντÜ του, να μου πει καμμιÜ παροιμßα, και πÜντα θα με φßλευε, πüτε μια μπινÝτα, πüτε Ýνα κοýτσουπο και πüτε Ýνα ξερü σýκο…
     ΚατÜ το μεσημÝρι, πüτε η Γιοýλια, πüτε η Μαρßα, Üφηναν για λßγο τα κοπανÝλια, μ’ Ýπαιρναν κοντÜ τους -κÜποτε και στα γüνατα τους- μ' Ýβαζαν να πω το μÜθημα μου και, αν το Þξερα καλÜ, μ' Üλλαζαν. ΠρÝπει üμως να προσθÝσω πως αυτü γινüταν πολý σπÜνια και πως ολÜκερες εβδομÜδες καππÜκιζα την ßδια καταφαγωμÝνη σελßδα, τις ßδιες σβησμÝνες συλλαβÝς. ¸πειτα περνοýσαμε στο τινÝλλο και καθüμασταν στην τÜβλα. Ο υπηρÝτης μου Ýφερνε πÜντα το μεσημεριανü μου φαÀ μου απü το σπßτι. Δοκßμαζα üμως κι απ' το φαÀ της θειÜς, που πÜντα το Ýβρισκα πιο νüστιμο. Ο μπÜρμπα-Τζþρτζης Ýτρωγε κÜτου στο μαγαζß, γιατß δεν εßχε Üνθρωπο ν' αφÞνει στο πüδι του. ΜετÜ οι ξαδερφÜδες μου ανÝβαιναν στις κÜμαρες τους, Η θειÜ μου ξαπλωνüταν να κοιμηθεß. Κι εγþ τριγýριζα στο σπßτι, σκÜλιζα τα πÜντα, Ýβγαινα στα παρÜθυρα Þ Ýπαιζα σε καμμιÜ Üκρη ολομüναχος. Μια φορÜ μüνο, θυμοýμαι, σιγοκατÝβηκα τη σκÜλα και βγÞκα στο δρüμο, μα μια κακßστρα γειτüνισσα με μαρτýρησε κι οι αυστηρÝς ξαδερφÜδες μου με μαλþσανε τüσο δυνατÜ, (τß, λιÜπης και σγαρßλλιος του ¢μμου θα μας γÝνεις εσý;) που δεν κüτησα να το ξανακÜνω.
     Τα απογÝματα Þταν κÜπως διαφορετικÜ. Οι ξαδερφÜδες μου κατÝβαιναν απ' τις κÜμαρες τους καλοχτενισμÝνες και συγυρισμÝνες. Η θειÜ μου, το ßδιο, Ýβγαζε τη ποδιÜ της και φοροýσε τη καλÞ της σκαμπαβßα (μαýρη μ' Üσπρες κουκßδες). Το σαλüτο της πρωινÞς εργασßας αφηνüταν. Περνοýσαμε στη σÜλα. Τα δýο μεγÜλα παρÜθυρα που Ýβλεπαν στην ¢μμο, διαπλατþνονταν. Τα κουσουνÝλα στÞνονταν κοντÜ τους: της Γιοýλιας στο Ýνα, της Μαρßας στο Üλλο. ¸πλεκαν πÜλι οι ξαδερφÜδες μου, üλο Ýπλεκαν, μα μποροýσαν τþρα να κοιτÜζουν κι Ýξω, τον κüσμο που διÜβαινε, τις βÜρκες που Ýφευγαν, τα καÀκια, τα καρÜβια και τα βαπüρια που Ýμπαιναν στο πüτο (τι τζüγια!...) Ορθüς, πατþντας το Ýνα πüδι στο σκαμνÜκι μου και το Ýνα χÝρι στο κüκκινο μαξιλÜρι του παραθυριοý, κοßταζα, γοδÝριζα κι εγþ. Α, τι διασκÝδαση üταν ξεμπαρκÜριζαν βüδια κι Ýφευγε μÜλιστα κανÝνα Üγριο, αναστατþνοντας τον ¢μμο και τη χþρα! ¹ üταν περνοýσαν, για επßδειξη, καβÜλα σε περÞφανα Üλογα, οι κοντοφοýστανες μπαλαρßνες, οι σκοινοβÜτες κι οι παλιÜτσοι του ΣτεκÜτου! ¸πειτα Ýρχονταν στης θειÜς μου βßζιτες, συντροφιÝς. Δýο Þταν οι ταχτικüτερες: η ΜαριÝττα του Δεσπüτη, -θυγατÝρα του περßφημου εκεßνου ΚατραμÞ, μια λεπτÞ κι’ αιθÝρια γαλανüξανθη μεγαλοκοπÝλα, ψηλÞ κι üμορφη σαν τον πατÝρα της- κι η ΑρτÝμη του ΜπισμπÜρδη, μια καλüκαρδη, νüστιμη και σπιρτüζα μελαχροινÞ, θυγατÝρα της Σοφßας ΜπισμπÜρδη, που εßχε 'κει κοντÜ τη ξακουστÞ ΦÜμπρικα της Ποýδρας.
     ¹ταν οι πιο στενÝς να ποýμε φιλενÜδες των ξαδερφÜδων μου. ¸παιρνα
κι αυτÝς τα εργüχειρα τους κι Ýρχονταν να περÜσουν μαζß τους, με δουλειÜ και με κουβεντοýλα, το απüγεμα. Εχτüς απü τη ΜαριÝττα, που σαν κüρη Δεσπüτη πÞγαινε παντοý, οι Üλλες οι καημÝνες μüνο απü τα παρÜθυρα Ýβλεπαν και γνþριζαν τον κüσμο. Η θειÜ μου üμως, που σα γριÜ θα τον εßχε βαρεθεß, καθüταν παραμÝσα με την κÜλτσα της. Κι εγþ πια γýριζα απü παρÜθυρο σε παρÜθυρο, προβαßνοντας για να βλÝπω -και κουβαλþντας και το σκαμνÜκι μου για να πατþ- πüτε ανÜμεσα στη Γιοýλια και στη ΜαριÝττα, πüτε ανÜμεσα στη Μαρßα και στην ΑρτÝμη. ΑυτÝς πüτε με θÝλανε κοντÜ τους, πüτε με Ýδιωχναν, πüτε με χÜιδευαν και μου γλυκομιλοýσαν, πüτε με πεßραζαν και με πεισμÜτωναν þσπου με κÜνανε να κλαßω. ΚατÜ την üρεξη που εßχαν Þ καταπþς τους φερνüμουν κι εγþ… Μüνον η ΑρτÝμη δε με πεßραζε ποτÝ, με υπερασπιζüταν μÜλιστα κι εγþ την αγαποýσα περισσüτερο απ' üλες. ¸τσι περνοýσε και το απüγεμα, þσπου βρÜδυαζε. Απü κει και πÝρα, τι γινüτανε στο σπßτι της θειÜς μου, δεν ξÝρω. ΠοτÝ δεν Ýμεινα βρÜδυ εκεß για να ιδþ. Πριν ανÜψουν τις λÜμπες Þ τους λýχνους, ερχüταν ο υπηρÝτης και μ' Ýπαιρνε σχεδüν στα σκοτεινÜ. Τις περισσüτερες φορÝς, Ýφευγα αφÞνοντας τις ξαδερφÜδες μου με τις φιλενÜδες τους ακüμα στα παρÜθυρα.
     ΣτοχÜζομαι τþρα πως για δυο σπουδαßες αιτßες μ' Ýστερνε, τον καιρü εκεßνο, η μητÝρα μου στης θειÜς μου της ΜαρνÝττας: πρþτο για να συνηθßσω και να μη μου παραφανεß βαρý το σκολειü, το αληθινü σκολειü, üπου θα πÞγαινα αργüτερα. Και δεýτερο γιατß, ζωηρüς κι ασýσταγος, Ýκανα στο σπßτι, και προπÜντων στο περβüλι, πολλÝς αταξßες κι üλο τσακωνüμουν με την αδερφÞ μου την ¼λγα που, μικρÞ, Þτανε κι αυτÞ ζüρικη, σωστü αγοροκüριτσο. Μα üπως κι αν Þταν, αυτÞ τη ζωÞ Ýκανα στο ψευτοσκολειü της θειÜς μου. Δε θα 'ξερα τþρα να πω και πüσο βÜσταξε: μÞνες Þ χρüνια; ΠÜντα πολý καιρü για Ýνα παιδÜκι σαν εμÝνα… Τη φυλλÜδα μου üχι βÝβαια, το σπßτι üμως εκεßνο το 'χα μÜθει απüξω κι ανακατωτÜ. Εßχα χορτÜσει πια να βλÝπω Þ να αγγßζω κει μÝσα τα ßδια και τα ßδια. Και καθþς Þτανε τüσο üμοια, τüσο στερεüτυπη η ζωÞ, Þξερα, για μÞνες Þ για χρüνια, τι θα γινüταν, τι θα Ýβλεπα και τι θα Üκουγα την πÜσα μÝρα και την πÜσα þρα. ΑλλÜ Þρθε και μια μÝρα αλλιþτικη, διαφορετικÞ, ξεχωριστÞ, γιορτινÞ μÝρα -αν και δεν θα Þταν κι αυτÞ παρÜ μια καθημερινÞ- γιατß ποτÝ γιορτÞ δε θα με Ýστερναν στο σκολειü της θειÜς μου.
     Λοιπüν, τη μÝρα αυτÞ την αξÝχαστη, üταν πÞγα το πρωß, δε βρÞκα τις ξαδερφÜδες μου να πλÝκουν τα μÝρλια τους στο σαλüτο: τις βρÞκα ανασκουμπωμÝνες να συγυρßζουν το σπßτι. Το γενικü ξεσκüνισμα, το πλýσιμο και το τρßψιμο εßχαν, φαßνεται, τελειþσει, μα οι καρÝκλες και τα περισσüτερα Ýπιπλα της σÜλας Þταν σωριασμÝνα στο σαλüτο και στο ιντρüιτο. Γιατß στη σÜλα Ýστρωναν χαλß! ¸να πελþριο χαλß, καμωμÝνο üλο απü πλεξοýδες κουρελüπανα, που με θÜμπωνε με τα χßλια του χρþματα σαν ανθισμÝνο ζακυθινü λιβÜδι. ¾στερα τοποθÝτησαν πÜλι τα Ýπιπλα -τον καναπÝ, τις πολυθρüνες, τη ροτüντα της μÝσης, στην κονσüλα ανÜμεσα στα παρÜθυρα- και τα καταστüλισαν με πρÜματα κρυμμÝνα Þ σκεπασμÝνα ως τüτε, πρωτüφαντα για μÝνα: κεντητÜ μαξιλÜρια, καλαθÜκια και ταπετÜκια απü πολýχρωμες χÜντρες, ζωγραφιÝς σε κορνßζες στητÝς απü κοχýλια Þ πλαναδοýρια, βÜζα με ψεýτικα λουλοýδια κι Üλλα τÝτοια Ýνα σωρü. Δε φανταζüμουν ποτÝ πως το σπßτι της θειÜς μου εßχε τüσα μπιχλιμπßδια! Το ßδιο φροντισμÝνο συγýρισμα Ýγινε ýστερα στο διπλανü σαλüτο, μα και στο το τινÝλο, και στις κρεβατοκÜμαρες και λßγο παντοý…
     ΒγÞκαν ακüμα καταχωνιασμÝνα φλυτζÜνια και κουταλÜκια ασημÝνια.
Μα για τι; μα για ποιον; ¹μουν πολý μικρüς για να ρωτÞσω, και πιο πολý μικρüς για να μου πουν αρþτητα. Μου φαινüταν μÜλιστα πως η περιÝργεια μου Þταν λιγüτερη απü την απορßα μου κι απü τη χαρÜ μου. Μου Ýφτανε που üλο κεßνο το πρωινü οýτε καππÜκισα μονÜχος μου, οýτε εßπα μÜθημα για να μη μ' αλλÜξουν, παρÜ βοηθοýσα κι εγþ τις ξαδερφÜδες μου στο συγýρισμα, κÜνοντας πρüθυμα üτι μου λÝγανε και διασκÝδαζα βλÝποντας κι αγγßζοντας τüσα καινοýρια για μÝνα. ΚÜποιος θα 'ρχüταν βÝβαια, κÜποια βßζιτα σημαντικÞ· μα τι μ' Ýμελλε αν θα Þταν Üντρας Þ γυναßκα, κοπÝλα Þ γριÜ; ΠÜντα μια κουταλιÜ γλυκü θα Ýτρωγα κι εγþ. Το μεσημÝρι ωστüσο, κÜτι Ýμαθα. Σαν Þρθε ο υπηρÝτης με το φαÀ μου, Üκουσα τη Γιοýλια να του λÝει:
¯ Να μου φÝρεις εδþ την καλÞ φορεσιÜ του Γληγüρη. Πες της θειÜς Ευθαλßας πως θα Ýρθει το απüγιομα μßα ξÝνη και δεν κÜνει να εßναι Ýτσι με την ποδιÜ. ¢με, γεια σου!
     ΧÜρηκα που γι’ αγÜπη της ξÝνης αυτÞς θα Ýβαζα και τα καλÜ μου. Και να, σε λßγο ο υπηρÝτης μας τα Ýφερε. ¹ταν Ýνα κοντü παντελονÜκι με τρßα κουμπιÜ κÜτου στο πλÜι κÜθε μποζανιοý, και μια ζακετßτσα που σχημÜτιζε και γιλÝκι. Πþς τη θυμοýμαι την παιδιÜτικη μου αυτÞ φορεσιÜ! Του ψýλλου το χρþμα την Ýλεγε η μητÝρα μου, που μου την εßχε κÜνει με το τελευταßο φιγουρßνι. ¸κανε πολλÞ φιγοýρα, κι Ýνα σωρü μητÝρες, που εßχαν αγορÜκια στην ηλικßα μου, την εßχαν γυρÝψει για να πÜρουν το σχÝδιο. Μπορþ να πω πως η φορεσιÜ μου Þταν συνηθισμÝνη να γυρßζει τα σπßτια στο μπρÜτσο του υπηρÝτη, και δε θα παραξενεýτηκε καθüλου που κουβαλÞθηκε Ýτσι και τη μÝρα κεßνη στο σπßτι της θειÜς μου. Την Üφησαν διπλωμÝνη προσεχτικÞ σ’ Ýνα κρεβÜτι κι’ εγþ πια δεν Ýβλεπα την þρα να μου τη φορÝσουν.
     Η θειÜ ΜαρνÝττα δεν κοιμÞθηκε το απομεσÞμερο: εßχε ακüμα δουλειÝς. Μα κι οι ξαδερφÜδες μου, απÜνω, στις κÜμαρες τους, δεν ησýχαζαν καθüλου. Τις Üκουγα να τριγυρßζουν, να σÝρνουν πρÜματα και να μιλοýν ζωηρÜ. ¾στερα με φþναξαν και μÝνα. Κι Ýμεινα εκστατικüς üταν τις εßδα αληθινÜ μεταμορφωμÝνες. Εßχαν βÜλει κι’ αυτÝς τα πιο καλÜ τους φουστÜνια κι Þταν εξαιρετικÜ καλοχτενισμÝνες και στολισμÝνες με κορÜλλια και χρυσαφικÜ. Τι üμορφες που μου φÜνηκαν! ΠοτÝ δεν τις εßχα ιδεß Ýτσι και δε φανταζüμουν ßσως πως κι οι ξαδερφÜδες μου μποροýσαν, Üμα Þθελαν, να γßνουνται ωραßες κυρßες… ΣαστισμÝνο ακüμα, η Γιοýλια με πÞρε στην κÜμαρα της, μου Ýβγαλε την ποδιÜ, μου πÝταξε την παλιÜ φορεσιÜ του σπιτιοý, που Þταν σε κακü χÜλι απü τις αταξßες, μοý σφουγγÜρισε χÝρια, πρüσωπο, γÜμπες, και μου φüρεσε το πανταλονÜκι και τη ζακετßτσα του ψýλλου το χρþμα. Θυμοýμαι τþρα, πως üταν μου Ýβγαλε το καθημερινü μου πανταλüνι, ντρÜπηκα πολý κι εκεßνη, καθþς μου φοροýσε γρÞγορα-γρÞγορα το καλü, μου Ýλεγε χλευαστικÜ: ω, ω, ντρÝπεσαι! ντρÝπεσαι!... Θα της φαινüταν πολý πρüωρη αυτÞ η ντροπÞ!... ¸πειτα με χτÝνισε üμορφα, μου Ýβαλε μια γραβατßτσα μενεξελιÜ σαν τη φüδρα της ζακετßτσας μου -αχ, μα τι κρßμα να μη φαßνεται κι αυτÞ!- και μ' Ýστειλε κÜτου, να με ιδεß η θειÜ μου…
     Καινοýρια Ýκπληξη κÜτου, ακüμα ßσως πιο μεγÜλη: Η θειÜ μου Þταν κι αυτÞ μεταμορφωμÝνη! Εßχε κÜνει Üλλο χτÝνισμα κι εßχε βÜλει Ýνα πλατý κüτολο κι Ýνα μακρý τζιποýνι μπλε μαρÝν με μεγÜλα μαýρα κουμπιÜ. Κι ενþ αυτÞ με δεχüταν ανοßγοντας τα χÝρια και κÜνοντας ω! ω! ω!, εγþ Üνοιγα το στüμα μπροστÜ στην απρüοπτη κι αληθινÜ αφÜνταστη μεταμüρφωση της γριÜς νοικοκυρÜς, που μου φαινüταν Ýτσι πιο νÝα και τüσο κυρßα!… Για üλα αυτÜ Þμουν πολý χαροýμενος κι αιστανüμουν τη μικρÞ μου καρδιÜ να ξεχειλßζει απü αγÜπη και καλοσýνη. ΑγκÜλιαζα τη θειÜ, ΜαρνÝττα και τη καταφιλοýσα üπως ποτÝ. Κι εßχα üλη τη καλÞ διÜθεση να κÜμω το ßδιο και στις ξαδερφÜδες μου, αυτÝς üμως δε μ' ενθÜρρυναν καθüλου, για να μη τις ξεχτενßσω. ΜÝσα στο συγυρισμÝνο σπßτι, ανÜμεσα στις συγυρισμÝνες γυναßκες, συγυρισμÝνος κι εγþ ο ßδιος, δοκßμαζα την επßδρασα κÜποιας αμαρτßας. Κι απ’ αυτü, στοχÜζουμαι, θα Þταν χαρÜ με το ξεχεßλισμα της αγÜπης και της καλοσýνης. Ω, ναι! κεßνη την þρα αγαποýσα τη θειÜ μου και τις ξαδερφÜδες μου üσο ποτÝ, γινüμουν τρυφερüς μαζß τους κι Þμουν ολοπρüθυμος να κÜμω üτι θα μου Ýλεγαν -και να καππακßσω ακüμα- για να τις Ýβλεπα üμορφες üσο ποτÝ. Δε μου ζÞτησαν üμως Üλλη θυσßα, παρÜ να καθßσω εκεß σε μιαν Üκρη της σÜλας, να βλÝπω χωρßς να πειρÜζω τßποτα -για το Θεü!- και να προσÝχω το φιüγκο μου και το χτÝνισμα μου.
     Η γοητεßα μου ξακολοýθησε. Γιατß σε λßγο Ýφτασε κι η ΑρτÝμη του ΜπισμπÜρδη, μεταμορφωμÝνη κι αυτÞ με μια üμορφη τουαλÝττα βυσσινß· κι η ΜαριÝττα του Δεσπüτη, εξαιρετικÜ περιποιημÝνη, με πλοýσια φορεσιÜ που εßχε σχεδüν το ψýλλου το χρþμα σαν τη δικÞ μου. Κι οýτε κουσουνÝλα σÞμερα, οýτε εργüχειρα, οýτε κÜλτσα. ΚÜθισαν üλες Ýνα γýρο κι Üρχισαν να κουβεντιÜζουν μ' Ýνα ζωηρü και χαροýμενο αλαλητü, σαν να Þταν μεγÜλη γιορτÞ. Η σÜλα μοσκοβολοýσε απü τα γιοýλι και τα τριαντÜφυλλα που εßχανε βÜλει σε δýο βÜζα κι απü τις μυρωδιÝς που εßχαν απÜνω τους οι κοπÝλες. ¼τι Ýβλεπα, üτι μýριζα κι üτι Üκουγα γýρω μου, με γοÞτευε τüσο πολý, που μου φαινüταν πþς δεν Þταν πια Üλλο. Οýτε που συλλογιζüμουν καθüλου την ξÝνη που περιμÝναμε. Την εßχα ξεχÜσει. Και μπορþ να πω πως εγþ δεν την περßμενα πια… Κι Üξαφνα ακοýστηκαν κÜτι αλλιþτικα βÞματα στη σκÜλα, Ýνα ανÝβασμα γοργü και τριζÜτο, κι οι ξαδερφÜδες μου πετÜχτηκαν ευτýς στο ιντρüιτο.
¯ Η Αθανασßα!
     Μπα! Αθανασßα Ýλεγαν αυτÞ την ξÝνη; Πρþτη μου φορÜ Üκουγα τÝτοιο üνομα για γυναßκα. ºσως μÜλιστα το Üκουγα πρþτη φορÜ και για κÜθε τι. Αθανασßα -τι παρÜξενο! Σε λßγο, απ’ το κεφαλüσκαλο, Üκουσα, μαζß με τις γνþριμες, αν κι αλλοιωμÝνες λιγÜκι φωνÝς των ξαδερφÜδων μου, και μιαν Üλλη ολωσδιüλου διαφορετικÞ και πρωτÜκουστη. Μου φÜνηκε καθαυτü σαν κουδοýνισμα και σαν κελÜúδισμα. ΠοτÝ μου δεν εßχα ακοýσει τüσο γλυκιÜ φωνÞ! Και μ’ αληθινÞ περιÝργεια κοßταξα τþρα προς την πüρτα, για να ιδþ πως θα Þταν καμωμÝνη η ξÝνη, εκεßνη που την Ýλεγαν Αθανασßα κι εßχε τÝτοια φωνÞ…
     ΜπÞκε, νÜτη! Κι η γοητεßα μου κορυφþθηκε. Ω, βÝβαια που τþρα δεν Þταν πια Üλλο; Και με τÝτοια προετοιμασßα, δε μποροýσε να εßναι παρ’ αυτü! ¸να ψηλü κορßτσι, ως εßκοσι χρονþν, καθþς κρßνω τþρα… ¸να κορμß σαν κυπαρßσσι. Δýο μÜγουλα σα ρüδα, -τα πρþτα που με χτýπησαν- και με δυο μÜτια τüσο μαýρα, τüσο φωτεινÜ, τüσο γλυκÜ, που üταν με κοßταξαν, κατÝβασα μια στιγμÞ τα δικÜ μου. Ευτýς üμως τα ξανασÞκωσα και, απü τη στιγμÞ εκεßνη, δεν Þθελα πια να βλÝπω παρÜ αυτÜ τα μÜτια! Φοροýσε Ýνα γαλÜζιο φουστÜνι με λιγοστÝς Üσπρες γαρνιτοýρες και μ' Ýνα ποýφι πολý φουσκωτü απü πßσω, üπως Þταν τüτε της μüδας. ¼ταν Ýβγαλε το Üσπρο της καπελÜκι με τα γαλÜζια λουλοýδια, φÜνηκε Ýνας ολüμαυρος κüτσος σα στÝμμα, στολισμÝνος μ' Ýνα γαλÜζιο φιογκÜκι. Ο κÜτασπρος λαιμüς, ανοιχτüς, στολιζüταν με μια λεπτÞ κολλÜνα απü μαργαριτÜρια. Κι απ' τα δýο τορνευτÜ μπρÜτσα, γυμνÜ σχεδüν ως τους αγκþνες, Το Ýνα εßχε Ýνα βραχιολÜκι. Τßποτα Üλλο.
     ΠοτÝ μου δεν εßχα ιδεß τüσο üμορφη κοπÝλα, οýτε μικρÞ οýτε μεγÜλη, οýτε πλοýσια οýτε φτωχιÜ. Κι ως τþρα ακüμα, ναι, ως τþρα μου φαßνεται πως δεν ξαναεßδα Üλλη σαν την Αθανασßα. Την Ýτρωγα με τα μÜτια. Παρακολουθοýσα κÜθε της κßνημα, και κρεμασμÝνος απ’ το κερασÝνιο της στοματÜκι, ροφοýσα κÜθε της λÝξη σα μελωδßα. ¼ταν γελοýσε, μου φαινüταν πως Üνοιγε ο ουρανüς, πως Ýβγαινε δεýτερος Þλιος… Η Γιοýλια, η Μαρßα, η ΑρτÝμη, που δεν Þταν καθüλου Üσκημες κοπÝλες, μου φÜνηκαν μπροστÜ της τÝρατα. Κι αυτÞ ακüμα η ΜαριÝττα του Δεσπüτη, που τη θαýμαζα ως τüτε περισσüτερο, δεν Ýπιανε πια χαρτωσιÜ. Στη σÜλα εκεßνη, που εßχε στολιστεß Ýτσι για να τη δεχτεß, δεν υπÞρχε παρÜ η Αθανασßα!
Αφοý τελεßωσαν οι χαιρετοýρες, η θειÜ μου της παρουσßασε και μÝνα.
¯ Εßναι ανιψßδι μου… του αδερφοý μου του Νιüνιου παιδß…
     Κι η Αθανασßα, γελαστÞ, Ýσκυψε και μου χÜιδεψε τα μαλλιÜ.
¯ Τι χαριτωμÝνο παιδÜκι! κελÜηδησε κοιτÜζοντας με απü πÜνου ως κÜτου. Και τι üμορφα ντυμÝνο!...
     Κολακεýτηκα φοβερÜ, αναψοκοκκßνισα. Κι Þθελα να μποροýσα ν' ανοßξω τη ζακετßτσα μου, για να ιδεß και τη μενεξελιÜ φüδρα. Πολý πιο ζωηρÞ üμως Þταν η επιθυμßα να πÝσω στην αγκαλιÜ της και να την αρχßσω φιλιÜ. Κι αν μου Ýλειψε το θÜρρος να το κÜμω -πρÜμα που το Ýκανα τüτε με τη μεγαλýτερη ευκολßα- Þταν βÝβαια απü μια ευλÜβεια, απü Ýνα φüβο, που μου προξενοýσε η μεγÜλη, η αλλιþτικη, η πρωτογνþριστη εκεßνη ομορφιÜ. Η εντýπωση μου δεν Üργησε να παρατηρηθεß απü τις Üλλες. Κι η ΜαριÝττα του Δεσπüτη, θυμοýμαι, κλεßνοντας Ýνα μÜτι στην Αθανασßα, γýρισε σε μÝνα και μου εßπε:
¯ Σ’ αρÝσει; σ’ αρÝσει;…
     Με το κεφÜλι, ζωηρÜ, Ýγνεψα ναι.
¯ Θα Þθελες λοιπüν να την πÜρεις γυναßκα σου, Üμα μεγαλþσεις;
     Μου Þρθε πÜλι να γνÝψω ναι. Και πιο ζωηρÜ μÜλιστα. ΑλλÜ δεν ξÝρω τι με κρÜτησε, τι μ’ Ýκαμε να ντραπþ και να σκýψω… ¸βαλαν üλες τα γÝλια. ΓÝλασε δυνατÜ κι η Αθανασßα. Μα απü κεßνη τη στιγμÞ, γýριζε κÜθε τüσο και με κοßταζε με χαμüγελο. Και κÜθε φορÜ, μου φαινüταν πως Üνοιγε ο ουρανüς και πως Ýβγαινε δεýτερος Þλιος. Γινüμουν δυστυχισμÝνος üταν μου φαινüταν πως αργοýσε να με ξανακοιτÜξει, πως με ξεχνοýσε. Κι εßχα Ýναν αληθινü παλμü χαρÜς, üταν με ξαναθυμüταν επιτÝλους και με κοßταζε…
     ¸τσι γοητευτικÜ περνοýσε για μÝνα το απüγεμα κεßνο στη σÜλα της θειÜ μου, üπου ποτÝ ως τüτε -μα οýτε πουθενÜ αλλοý, στοχÜζουμαι- δεν εßχα δοκιμÜσει τßποτα παρüμοιο. Η μεγÜλη καμπÜνα του Αγßου γλυκοχτυποýσε τον εσπερινü, üταν βγÞκαν τα τραταμÝντα. Μου Ýδωσαν και μÝνα μια μεγÜλη κουταλιÜ γλυκü. ¢λλη φορÜ θα πηδοýσα ως το ταβÜνι. Μα μπροστÜ στην Αθανασßα, το κυδþνι της θειÜς ΜαρνÝττας μου φÜνηκε ανοýσιο και σχεδüν περιττü. ¸πειτα, την αμφßβολη εκεßνη γλýκα την πλÞρωσα με μια μικρÞ θετικÞ: Οι ξαδÝρφες μου κι οι φιλενÜδες τους πÞραν την Αθανασßα κι ανÝβηκαν üλες απÜνω, στις κÜμαρες.
     Θυμοýμαι το χαριτωμÝνο κßνημα της, üταν σηκþθηκε και, δßνοντας μια με τα δυο της χÝρια προς τα πßσω, ξαναφοýσκωσε το ποýφι της που εßχε πÝσει τüσην þρα που καθüταν. Την ακολοýθησα ως τη σκÜλα, την εßδα ν’ ανεβαßνει, μα δεν τüλμησα ν’ ανÝβω κι εγþ. Κι Ýμεινα κÜτου με τη θειÜ μου, να περιμÝνω, να περιμÝνω για να την ξαναúδþ. Θε μου, πüσο αργοýσαν απÜνου!... Τι Ýκαναν Üραγε; Μη δε θα ξανακατÝβαιναν ως το βρÜδυ; Και θα ερχüταν ο υπηρÝτης να με πÜρει, να φýγω, χωρßς ν’ αντικρýσω Üλλη μια φορÜ τα μÜτια της και το χαμüγελο της Αθανασßας;
     Ανυπομονοýσα φοβερÜ, στενοχωριüμουν, πονοýσα, μου ερχüταν ν’ ανÝβω να τη βρω, δεν Ýβρισκα τüσο θÜρρος -μου φαινüταν πως η Γιοýλια κι η Μαρßα θα με μÜλωναν- και τριγýριζα σαν αλαλιασμÝνος. ΒρÜδυαζε κιüλα. Σε λßγο θα Üναβαν τα φþτα. Μα τι Ýκαναν εκεß πÜνου; Γιατß δεν κατÝβαιναν πια; Τι πßκρα, τι πüνος, τι δυστυχßα!... Και να, σε λßγο, ο υπηρÝτης μας για να με πÜρει. Απü τþρα; Μου Þρθε να τον δεßρω που βιÜστηκε Ýτσι… Μα ανακουφßστηκα üταν η θειÜ μου, μοý εßπε πως μποροýσα να πÜω απÜνου, ν’ αποχαιρετÞσω την ξÝνη… Ξεκßνησα τρÝχοντας, μα στÜθηκα πÜλι μπροστÜ στη σκÜλα:
     Η Αθανασßα κατÝβαινε. Κι απü πßσω της οι Üλλες. Τι καλÜ! ¸τσι μπüρεσα να αντικρýσω Üλλη μια φορÜ τα μαýρα της μÜτια και το γλυκü της χαμüγελο.
¯ Αντßο! της εßπα τεßνοντας δειλÜ το χÝρι μου.
¯ Α, φεýγεις; Ýκαμε με μια Ýκπληξη που δεν την περßμενα.
¯ Εßναι η þρα του, της αποκρßθηκε η Γιοýλια. Θα Þρθαν να τον πÜρουν.
¯ Στο καλü, μικρÝ μου, μοý εßπε.
     Και σκýβοντας, με φßλησε στο μÜγουλο. ¸φυγα χωρßς να χαιρετÞσω Üλλη. Κι üλη κεßνη τη νýχτα, Ýβλεπα στον ýπνο μου τα μαýρα μÜτια, τα ρüδινα μÜγουλα, τον κÜτασπρο λαιμü και το γλυκü χαμüγελο της Αθανασßας…
     Την Üλλη μÝρα, το σπßτι της θειÜς μου, που εßχε ξαναπÜρει την συνηθισμÝνη του üψη, μου φÜνηκε πιο στενüχωρü και πιο θλιβερü παρÜ ποτÝ. Κι Ýτσι üλες τις Üλλες μÝρες. Δεν πÞγαινα πια παρÜ με μια ελπßδα: να το ξανÜβλεπα κανÝνα πρωß αναστατωμÝνο και ν’ Üκουγα πως το απüγεμα θα πÞγαινε πÜλι η ξÝνη. Μ’ αυτü δεν ξανÜγινε ποτÝ, ποτÝ. Και την Αθανασßα εκεßνη δεν την ξαναεßδα, οýτε στης θειÜς μου, οýτε αλλοý. Οýτε Ýμαθα ποτÝ ποια Þταν. ΤÜχα οι ξαδερφÜδες μου την Ýλεγαν ξÝνη γιατß δεν Þταν συγγÝνισσα μας Þ γιατß Þταν απ’ Üλλον τüπο; Εßχε μÜνα, πατÝρα, αδÝρφια; Þ Þταν στον κüσμο μοναχÞ, üπως την εßδα κεßνη τη μÝρα; Κι αν δεν εßχε φýγει απ’ τον τüπο -ξÝνη, περαστικÞ- που καθüταν, τι Ýκανε, που σýχναζε; Και ποý την εßχαν γνωρßσει οι Στουπαθοποýλες, και πþς, γιατß πÞγε μüνο μια φορÜ να τις ιδεß, χωρßς να πÜνε και κεßνες;
     Δεν Þξερα τßποτα και δεν Ýμαθα ποτÝ. ¹μουν πολý μικρüς για να ρωτÞσω, και πιο πολý μικρüς για να μου πουν αρþτητα… ¸τσι, η Αθανασßα Ýμεινε για μÝνα Ýνα μυστÞριο, κι εßχα για πÜντα την εντýπωση σαν απü Ýνα üραμα που δεν Þταν αυτοý του κüσμου. Για πολý καιρü, κι αφοý ακüμα Ýπαψα να ελπßζω πως μποροýσα να την ξαναúδþ, τη θυμüμουν, τη συλλογιζüμουν και ξανÜβλεπα με τη φαντασßα μου την αγγελικÞ της ομορφιÜ. Και πÜντα με μια πßκρα βαθιÜ, σα για κÜτι καλü λιγογνþριστο και χαμÝνο αιþνια… Απ’ αυτü συμπεραßνω πως η Αθανασßα, η Üγνωστη μου Αθανασßα, στÜθηκε η πρþτη-πρþτη μου αγÜπη.
     Το περßεργο εßναι που κι αφοý μεγÜλωσα, ενþ τη θυμüμουν ακüμα, δε ρþτησα ποτÝ γι' αυτÞ τις ξαδερφÜδες μου. ºσως θα μποροýσα να το κÜμω τþρα, γιατß ζουν και οι δýο. Μα προς τι; ¸χουν περÜσει πενÞντα, ναι, πενÞντα ολüκληρα χρüνια. Και τι θα κÝρδιζα αν η Γιοýλια Þ η Μαρßα, αφοý συγκÝντρωνε με κüπο τις θýμησες της, μου Ýλεγε ξαφνικÜ:
¯Α, ναι!... η Αθανασßα… Μα δεν την ξÝρεις, καλÝ; Εßναι η θυγατÝρα του ΤÜδε που Ýχει σÞμερα το Δεßνα.
¯ Τι μου λες; Η κυρßα Δεßνα Þταν;… αυτÞ η μπαμπüγρια;
     ¼χι, üχι! Εßναι πολý αργÜ για να τη μÜθω. Ας μεßνει για πÜντα η Αθανασßα, η Üγνωστη μου Αθανασßα, το üραμα μιας αξÝχαστης μÝρας, το üνειρο του γλυκοχαρÜματος της ζωÞς, το μυστÞριο μιας υπερκüσμιας ομορφιÜς, η πρþτη-πρþτη μου αγÜπη!...

       (1924)


 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers