¢ντον ΤσÝχωφ ΑΗΤΟΗ Π. ΥΕΧΟΒ
Βιογραφικü
Ο ¢ντον Παýλοβιτς ΤσÝχωφ γεννÞθηκε στο Ταγκανρüγκ (ΤαúγÜνι), μικρü επαρχιακü λιμÜνι της θÜλασσας του Αzov στη νüτια Ρωσßα, στις 17 Þ 29 ΓενÜρη 1860.κι Þτανε Ρþσος συγγραφÝας, με Ýργα που Ýχουν αφÞσει εποχÞ. Γιος ενüς παντοπþλη, Þτανε το 3ο απü 6 παιδιÜ. Το χωριουδÜκι αυτü τüτε, Þταν η πιο Üθλια γωνιÜ ολÜκερης της χþρας, γιατß λüγω της στÝππας που το περιÝβαλλε, Þτανε πÜντα γεμÜτο βαθειÜ λÜσπη κι οι κÜτοικοß του Þτανε κουρελÞδες. Αυτü μποροýμε να φανταστοýμε πως επηρÝασε βαθιÜ τον καλλιτÝχνη κι αυτü φαßνεται απü το Ýργο που μας Üφησε πßσω. Ο παπποýς του Þτανε δοýλος μα πλοýτισε εκμεταλλευüμενος Üλλους δοýλους, Ýτσι κατÜφερε να εξαγορÜσει την ελευθερßα του κι üλης της οικογÝνειÜς του, για 700 ροýβλια το κεφÜλι. Ειρωνεßα! Το 1861 Ýγινε η χειραφÝτηση των δοýλων.
Απü μικρüς Þταν ταλαντοýχος μßμος, συμμετεßχε στην εκκλησιαστικÞ χορωδßα και συχνÜ μετεßχε σ' ερασιτεχνικÝς παιδικÝς παραστÜσεις. Ο πατÝρας του, Pavel Egorovich, disciplinarian και θρησκευÜμενος φανατικüς, Þταν αφιερωμÝνος στην ΑνατολικÞν Ορθüδοξην Εκκλησßα και την οικογενειακÞν επιχεßρηση. ¹ταν ωστüσο και μεθýστακας, -παρ' üλ' αυτÜ Þθελε τα παιδιÜ του να 'ναι μορφωμÝνα κι Ýτσι Ýστειλε τον γιο του στο 'Αριστοκρατικü', σχολεßο της πλοýσιας ΕλληνικÞς Παροικßας- κι Ýτσι το 1875, αντιμετωπßζοντας τη πτþχευση -εßτε λüγω ποτοý, εßτε για το Üνοιγμα που επιχεßρησε, φτιÜχνοντας μεγÜλο νÝο σπßτι- αναγκÜστηκε να δραπετεýσει απü τους πιστωτÝς του στη Μüσχα και για τα μετÜ χρüνια η οικογÝνεια γλßστρησεν αρκετÜ στην Ýνδεια.
Μüνος ο μικρüς Ýμεινε πßσω για κÜτι περισσüτερο απü 3 Ýτη για να τελειþσει το σχολεßο. Τα κατÜφερε κÜνοντας εßτε θελÞματα κι ιδιαßτερα μαθÞματα στον γιο ενüς πιστωτÞ, πüτε εκποιþντας οικιακÜ αγαθÜ και προς το τÝλος, εργαζüμενος σε μιαν αποθÞκην εμπορευμÜτων ιματισμοý. Το 1879 ολοκλÞρωσε το λýκειο και πÞγε να βρει την οικογÝνειÜ του, που ζοýσε μες στη φτþχεια. ΓρÜφεται στην ΙατρικÞ ΣχολÞ του Κρατικοý Πανεπιστημßου της Μüσχας. ΓρÜφει κατÜ κüρο διηγÞματα και τα πουλÜ, για να συντηρηθεß αυτüς κι η οικογÝνειÜ του. ¸χουνε χιουμοριστικü χαρακτÞρα κι εßναι πολý σýντομα χρονογραφÞματα της σýγχρονης ρωσικÞς ζωÞς, πολλÜ κÜτω απü τα ψευδþνυμα Antosha Chekhonte, Strekoza κλπ, το 1880. Δεν εßναι γνωστü πüσα Ýγραψε κατÜ τη διÜρκεια αυτÞς της περιüδου -υπολογßζεται πÜνω απü 120!-, αλλÜ η παραγωγÞ του Þταν βεβαßως καταπληκτικÞ και κÝρδισε γρÞγορα φÞμη ως σατιρικüς χρονικογρÜφος της καθημερινÞς ρωσικÞς ζωÞς στους δρüμους. ΛÝνε μÜλιστα πως το μüνο που ρωτοýσε üταν τα παρÝδιδε Þταν: -"Πüσο πληρþνετε;" Το 1881 δολοφονεßται ο ΤσÜρος ΑλÝξανδρος Β' κι αναλαμβÜνει ο ΑλÝξανδρος Γ'.
Ο Leykin ιδιοκτÞτης ενüς απü τους μεγÜλους εκδοτικοýς οßκους, στον οποßο παρουσßασε μερικÜ απü τα πιο σýνθετα και σοβαρÜ Ýργα του, αναγνþρισε το ταλÝντο του αλλÜ επιχεßρησε να κρατÞσει το μÞκος τους στις 2-3 σελßδες. Μερικοß θεωροýν üτι Þταν αυτüς ο περιορισμüς που ανÝπτυξε το συνοπτικü, συνεπτυγμÝνο και συνεκτικüν ýφος της μετÝπειτα πορεßας των αριστουργημÜτων του. Αποφοßτησε και πÞρε το δßπλωμα του γιατροý-παθολüγου το 1884, αρχßζει ν' ασκεß το επÜγγελμα στο κρατικü νοσοκομεßο της Μüσχας, αλλÜ δε σταματÜ να γρÜφει και μÜλιστα για μεγÜλα εβδομαδιαßα περιοδικÜ. Δημοσιεýει τη πρþτη του συλλογÞ διηγημÜτων με τßτλο: "Τα Παραμýθια Της ΜελπομÝνης". Το 1885 κλÞθηκε να γρÜψει για Ýνα απü τα πιü σεβαστÜ Ýντυπα της Αγßας Πετροýπολης, το Novoye Vremya (ΝÝοι Καιροß) και συνÜπτει δυνατÞ φιλßα με τον μεγιστÜνα Alexey Suvorin ιδιοκτÞτη του.
Απü το 1886 γßνεται γνωστüς συγγραφÝας αλλ' ακüμα θεωρεß το γρÜψιμο χüμπι. Ο Dmitrii Grigorovich, Ýνας απü τους πολλοýς συγγραφεßς που τους Üρεσανε τα Ýργα του, τον Ýπεισε ν' αντιμετωπßσει το ταλÝντο του σοβαρÜ. Σ' Ýνα πÜρα πολý καρποφüρον Ýτος, Ýγραψε πÜνω απü 100! ιστορßες και δημοσßευσε τη πρþτη συλλογÞ: "ΧρωματιστÝς Ιστορßες" ("Pestrye Rasskazy") με την υποστÞριξη του Suvorin και το επüμενον Ýτος η νÝα του συλλογÞ διηγημÜτων "Σοýρουπο" ("Dusk") του αποφÝρει το μεγÜλο Βραβεßο Ποýσκιν (Pushkin). Αυτü χαρακτÞρισε τις αρχÝς μιας ιδιαßτερα παραγωγικÞς σταδιοδρομßας για τον συγγραφÝα. ΠαρÜλληλα üμως Ýχει τα πρþτα συμπτþματα της φυματßωσης.
Το 1887, αναγκασμÝνος απü υπερκüπωση και κακÞ υγεßα, ταξιδεýει στην ανατολικÞ Ουκρανßα. Στην επιστροφÞ, ετοιμÜζει τη "ΣτÝπα", που δημοσιεýτηκε τελικÜ σ' Ýνα σοβαρü λογοτεχνικü περιοδικü, το Severny Vestnik. ΑυτÞ η σýντομη ιστορßα προσÝδωσε νÝο ýφος και γüητρο στον συγγραφÝα, δημοσιεýεται σε κýριο περιοδικü κι εμφανßζει ωριμüτητα που διÜκρινε τη μετÝπειτα μυθιστοριογραφßα του. Η φιλßα του με τον Σουβüριν δοκιμÜζεται σκληρÜ και διαλýεται λßγον αργüτερα, λüγω της φιλοτσαρικÞς γραμμÞς των ΝÝων Καιρþν. Κυκλοφορεß τη συλλογÞ "Αθþα Λüγια". Το 1888 δημοσιεýει τη μονüπρακτη κωμωδßα, "Αßτηση Σε ΓÜμο", τη συλλογÞ "ΔιÞγηματα" και συγχρüνως γρÜφει τη μονüπρακτη κωμωδßα, "Η Αρκοýδα". Την επüμενη χρονιÜ γρÜφει τον "Θεßο ΒÜνια" που üμως θα εκδοθεß πολý αργüτερα (1897) και χÜνει τον αδερφü του ΝικολÜι, -ταλαντοýχο ζωγρÜφο κι ιδιαßτερα αγαπητü του-, απü φυματßωση. Αυτü το τραγικü γεγονüς τονε κλονßζει βαθιÜ.
Τον Απρßλη του 1890 ταξιδεýει στη Σιβηρßα και φτÜνει μÝχρι τη Σαχαλßνη, για να μελετÞσει απü κοντÜ τις συνθÞκες διαβßωσης των κρατουμÝνων και των εξορßστων. Συγκεντρþνει στοιχεßα για την απÜνθρωπη μεταχεßρισÞ τους απü τους δεσμοφýλακες κι αποτÝλεσμα τοýτου του ταξιδιοý εßναι "Η ΝÞσος Σαχαλßνη", που üμως θα κυκλοφορÞσει 5 χρüνια μετÜ. Το 1892 αγορÜζει κτÞμα στο Μελßκοβο, 100 χλμ Ýξω απü τη Μüσχα κι εγκαθßσταται αυτüς με τους γονεßς και την αδελφÞ του. ΕργÜζεται ακοýραστα για τη καταπολÝμηση της χολÝρας που μαστßζει κεßνα τα χρüνια τη κεντρικÞ Ρωσßα. ΠροσφÝρει βοÞθεια σα γιατρüς στους χωρικοýς και στην ανÝγερση ενüς νοσοκομεßου γι' Üπορα παιδιÜ. Οι κÜτοικοι της περιοχÞς τονε λατρεýουνε σαν Μεσσßα.
Τον ΝοÝμβρη του ßδιου χρüνου, κυκλοφορεß τη νουβÝλα, "Ο ΘÜλαμος 6", που μÝλλεται να καθιερωθεß ως Ýν απü τα μεγαλýτερα αριστουργÞματα της παγκüσμιας λογοτεχνßας. Σε βαθμü μÜλιστα που αν Ýστω και μüνον αυτü εßχε διασωθεß απü το Ýργο του, πÜλι θα του χÜριζεν εξÝχουσα θÝση στους κορυφαßους συγγραφεßς του κüσμου. Το 1894 πεθαßνει ο ΤσÜρος ΑλÝξανδρος Γ' και τον αντικαθιστÜ ο Νικüλαος Β' που 'ναι πραγματικüς... αυτοκρÜτωρ. Η ΕπανÜσταση αρχßζει να προετοιμÜζεται κι η αναταραχÞ αυτÞ αποτυπþνεται στο Ýργο του.
Το 1897 κι ενþ βρßσκεται στη Μüσχα, επιδεινþνεται η υγεßα του και μπαßνει σε κλινικÞ, που διαπιστþνεται πως οι δυο πνεýμονÝς του εßναι πλÝον μολυσμÝνοι κι οι γιατροß του απαγορεýουν να μεßνει το χειμþνα κει. Στη κλινικÞ τον επισκÝπτεται ο Τολστüι. Με τον Σουβüριν ταξιδεýουνε στη Δ. Ευρþπη. Το 1898 απü τη Νßκαια, παρακολουθεß τις εξελßξεις στην Υπüθεση ΝτρÝιφους κι εκφρÜζει δημüσια την υποστÞριξη και τον θαυμασμü του στον ΖολÜ για τη στÜση του. ΠρÜμα που üμως επιφÝρει την οριστικÞ διÜλυση της φιλßας του με τον Σουβüριν. Την ßδια χρονιÜ ιδρýεται το ΘÝατρο ΤÝχνης στη Μüσχα και του ζητεß Üδεια ν' ανεβÜσει τον "ΓλÜρο", με σκηνοθÝτες τους Κωνσταντßν ΣτανισλÜβσκη (Konstantin Stanislavsky) και Ντεμßροβιτς ΝτÜντσενκο και πρωταγωνßστρια την ¼λγα Κνßπερ (Olya Leonardovna Knipper) (1870-1959), στο ρüλο της Νßνα.
Τον ΣεπτÝμβρη παρακολουθþντας τις πρüβες του Ýργου, γνωρßζεται με την ¼λγα. Εν τω μεταξý χτßζει εξοχικü στη ΓιÜλτα, που το κλßμα θεωρεßται κατÜλληλο για την υγεßα του. Η μετακßνηση προς τον νατουραλισμü στο θÝατρο, που κυριαρχοýσεν Þδη στην Ευρþπη, Ýφτασε στην υψηλüτερη καλλιτεχνικÞ αιχμÞ της στη Ρωσßα, την ßδια χρονιÜ με τις πρþτες παραστÜσεις του ΘεÜτρου ΤÝχνης και τ' üνομÜ του Ýγινε συνþνυμο με του συγγραφÝα, που πρþτος 'πÜτησε' τη σκηνÞ του. Ο "ΓλÜρος" σημειþνει τρομερÞν επιτυχßα κι αμÝσως μετÜ για χρüνια, παßζονται με τη σειρÜ, ακüμα 3 Ýργα του: "Ο Θεßος ΒÜνια", "Οι Τρεις ΑδελφÝς" κι "Ο Βυσσινüκηπος". Το 1899 εκλÝγεται μÝλος της ΡωσσικÞς Ακαδημßας.
Στις 11 ΓενÜρη 1901 πρεμιÝρα στο ΘÝατρο ΤÝχνης, με τις "Τρεις ΑδελφÝς" και πρωταγωνßστρια (ΜÜσσα) φυσικÜ την ¼λγα. Στις 25 ΜÜρτη γßνεται σχεδüν κρυφÜ ο γÜμος τους και θα ζÞσουνε σα χωρισμÝνοι, γιατß κεßνη θÝλει να συνεχßσει τη καριÝρα της κι εκεßνος εßναι καταδικασμÝνος να ζει στη ΓιÜλτα, τη 'χλιαρÞ Σιβηρßα', üπως τη λÝει. ΥποβÜλλεται σε θεραπεßα στο σανατüριο και τον Αýγουστο κÜνει διαθÞκη. Την επüμενη χρονιÜ παραιτεßται απü την Ακαδημßα σ' Ýνδειξη διαμαρτυρßας, για την ακýρωση με τσαρικÞ διαταγÞ, της εκλογÞς του Γκüρκι σαν επßτιμο μÝλος της. Το 1903 επιδεινþνεται η κατÜσταση της υγεßας του κι οι γιατροß συνιστοýνε το ξηρü κλßμα της Μüσχας. Τελειþνει το τελευταßο του διÞγημα "Η ΑρραβωνιαστικιÜ" και τον Οκτþβρη στÝλνει τον "Βυσσινüκηπο" στο ΘÝατρο ΤÝχνης.
Στις 17 ΓενÜρη 1904 πρεμιÝρα στον "Βυσσινüκηπο" και στο ρüλο της ΡεβενσκÜγια η ¼λγα. Στις 8 ΦλεβÜρη ξεσπÜ ο Ρωσοúαπωνικüς πüλεμος. Η υγεßα του κλονßζεται Üσχημα και συνοδευμÝνος απü την ¼λγα πηγαßνει στο Βερολßνο και πιο συγκεκριμÝνα στο Badenweiler, üπου οι γιατροß διαπιστþνουνε πως δε μπορεß να γßνει τßποτε πλÝον. Τονε φορτþνουνε φÜρμακα που αρνεßται να πÜρει, ενþ προτιμÜ Ýνα μπουκÜλι σαμπÜνια. Τη νýχτα της 2ας Ιουλßου 1904, ξυπνÜ τη γυναßκα του, της ψιθυρßζει 'ich stierbe' ('πεθαßνω' γερμ.), αγγßζει με τα χεßλη του μια κοýπα σαμπÜνια και γÝρνει νεκρüς. Η σορüς του μεταφÝρεται σ' Ýνα βαγüνι με στρεßδια κι απü λÜθος οι παριστÜμενοι ακολουθοýν Ýναν Üλλο νεκρü στρατιωτικü με τη συνοδεßα μπÜντας. ΤελικÜ ο ΤσÝχωφ Ýκανε χιοýμορ κι απü ψηλÜ. ΘÜφτηκε στο κοιμητÞρι ΝοβοντÝβιτσι (Novodevichy) και πÜνω απü τον τÜφο του γÝρνουνε τα κλαριÜ μιας κερασιÜς, γιατß ο πραγματικüς τßτλος του "Βυσσινüκηπου" εßναι "Ο ΚÞπος Με Τις ΚερασιÝς".
Τα Ýργα του για τη καθημερινÞ ζωÞ της συμβιβασμÝνης ανþτερης τÜξης, πÝτυχαν Ýνα λεπτü ποιητικü ρεαλισμü που Þταν Ýτη μπροστÜ απü την εποχÞ του. ΑνÞγαγε σε τÝχνη μοναδικÞ το σýντομο διÞγημα Ýστω κι αν υστεροýσε σ' εξωτερικÞ πλοκÞ απ' αυτÝς του ΜοπασÜν (Guy de Maupassant). Η περιγραφÞ του χαρακτÞρα βρßσκεται και μεταβιβÜζεται εýκολα, Ýμμεσα, απü μια φρÜση, μιαν ατÜκα Þ απü μια σημαντικÞ λεπτομÝρεια. ΣυχνÜ λÝγεται πως τßποτε δε συμβαßνει στα διηγÞματα και τα θεατρικÜ του, αλλÜ τοýτο αντισταθμßζεται απο τη τεχνικÞ του στο εξαιρετικü κτßσιμο του εσωτερικοý δρÜματος των ηρþων. Τα κýρια θÝματÜ του εßναι εργασßα κι Ýρωτας, αλλÜ οι χαρακτÞρες του βρßσκουνε μüνιμα ικανοποßηση στην αδρÜνεια. Οι νεüτεροι χαρακτÞρες απεικονßζονται συνÞθως ως θýματα ψευδαßσθησης, οι παλαιüτεροι, απομυθοποßησης. Η αμεßλικτη πορεßα του χρüνου εßναι σταθερÞ ανησυχßα, üπως εßναι οι κοινοτυπßες της ζωÞς και της ασυστηματοποßητης ανεπιτυχοýς αναζÞτησης της σημασßας της.
Οι επιστολÝς του κατÝχουν υψηλÞ θÝση στη λογοτεχνßα και τßθενται μüνο κÜτω απ' αυτÝς του Ποýσκιν -κατÜ τον λογοτεχνικü ιστορικü D. S. Mirsky. Απü τα Ýργα του, σημαντικüτερη θÝση καταλαμβÜνουν εκεßνα που γραφτÞκανε μετÜ το 1888. Στο δραματικü του Ýργο, επιδßωξε να μας μεταδþσει τη σýσταση της καθημερινÞς ζωÞς, που üμως απομακρýνεται απü παραδοσιακÝς ιδÝες πλοκÞς και συμβατικοýς διαλüγους. Ο διÜλογος δεν εßναι ομαλüς Þ συνεχÞς, οι χαρακτÞρες διακüπτουν ο Ýνας τον Üλλο Þ πραγματοποιοýνται συχνÜ, συνομιλßες διαφορετικÝς συγχρüνως κι επßσης με διαστÞματα σιωπÞς. Τα θεατρικÜ του χαρακτηρßζουνε συνÞθως τη προσπÜθεια ενüς ευαßσθητου ατüμου να διατηρÞσει την ακεραιüτητÜ του ενÜντια στους πειρασμοýς της κοσμικÞς επιτυχßας. ¸ν επαναλαμβανüμενο θÝμα εßναι το Üσκοπο της ριζικÞς, ανθρþπινης/μηχανικÞς αλλαγÞς, ενÜντια στην ισχυρÞ αδρÜνεια των αργþν φυσικþν/οργανικþν κýκλων Þ καταστÜσεων.
Αν και πÝτυχε την αναγνþριση απü το ρωσικü κοινü πριν πεθÜνει, στην Ευρþπη Ýγινε διÜσημος μετÜ τον Α' Παγκ. Πολ., üταν οι μεταφρÜσεις της Constance Garnett (στην αγγλικÞ γλþσσα) εßδανε το φως της δημοσιüτητας. Ακüμα, το αüριστο επιφανειακÜ Üδολο ýφος γραψßματüς του -που ü,τι αφÞνεται ανεßπωτο συχνÜ φαßνεται πολý σημαντικüτερο απ' ü,τι λÝγεται- Ýχει προκαλÝσει την αποτελεσματικÞ ανÜλυση απü τους λογοτεχνικοýς κριτικοýς, καθþς επßσης κι η αποτελεσματικÞ μßμηση στα θεατρικÜ, του δημιουργικοý Chekhov απü μεταγενÝστερους συγγραφεßς, Þτανε πÜρα πολý δημοφιλÞς στην Αγγλßα στη δεκαετßα του '20.
Στις ΗΠΑ η φÞμη του Þρθε κÜπως αργüτερα, μÝσω της επιρροÞς του Stanislavsky. Θεατρικοß συγγραφεßς üπως Tennessee Williams, Arthour Miller και Clifford Odets Ýχουν χρησιμοποιÞσει τεχνικÝς του και λßγοι σημαντικοß συγγραφεßς σýντομων διηγημÜτων του 20οý αιþνα Ýχουνε ξεφýγει απü τη γοητεßα και την επιρροÞ του εξ ολοκλÞρου. Π.χ., η εργασßα απü τον βρετανü θεατρικü συγγραφÝα Michael Frayn συγκρßνεται συχνÜ μ' αυτÞ του Chekhov για την εστßασÞ της στις χιουμοριστικÝς οικογενειακÝς καταστÜσεις και τις ιδÝες της στη κοινωνßα. Οι λεπτÝς ιστορßες της Katherine Mansfield αποκαλýπτουνε την επιρροÞ του. O Cheever για τη δυνατüτητÜ του να συλλÜβει το δρÜμα και τη θλßψη της ζωÞς των χαρακτÞρων του με την αποκÜλυψη των υπüγειων ρευμÜτων των προφανþς ασÞμαντων γεγονüτων, Ýχει ονομαστεß ..."ΤσÝχωφ". Κι Üλλα πολλÜ παραδεßγματα που μαρτυρÜνε το πüσον επηρÝασε τη σýγχρονη λογοτεχνßα, αυτüς ο μεγÜλος Ρþσος καλλιτÝχνης, με τη σýντομη ζωÞ.
-------------------------------------
Ο Αντüν ΠÜβλοβιτς ΤσÝχοφ (Ταγκανρüγκ 1860 - ΜπαντενβÜúλερ 1904), εγγονüς απελεýθερου δουλοπÜροικου (μουζßκου) και γιος παντοπþλη που χρεωκüπησε το 1876, κατÝχει ξεχωριστÞ θÝση στη παγκüσμια ιστορßα του θεÜτρου. Σýνθετη προσωπικüτητα, επαγγελματßας γιατρüς, Üτομο μ Ýντονη κοινωνικÞ συνεßδηση και´πλοýσια φιλανθρωπικÞ δρÜση, υπÞρξε απü τους πλÝον σημαντικοýς λογοτÝχνες της γενιÜς του κι ενδεχομÝνως ο διασημüτερος εκτüς συνüρων Ρþσος δραματουργüς. Το δραματουργικü του Ýργο, στενÜ συνδεδεμÝνο με τις απαρχÝς του ΘεÜτρου ΤÝχνης του ΣτανισλÜβσκι, αντικατοπτρßζει με πιστüτητα τη κοινωνικÞ πραγματικüτητα της κριτικÞς μεταιχμιακÞς εποχÞς του, που απÝληξε σε μια απü τις πιο συγκλονιστικÝς μεταβολÝς της ιστορßας.
ΓεννÞθηκε στις 17(29) Iανουαρßου του 1860 στο Ταγκανρüγκ, εμπορικü κÝντρο και λιμÜνι της Κριμαßας στα παρÜλια της ΑζοφικÞς, που αποτελοýσε κεßνη την εποχÞ μια τυπικÞ ρωσικÞ επαρχιακÞ πüλη. Στη τοπικÞ κοινωνßα, η ελληνικÞ κοινüτητα κατεßχε ιθýνουσα θÝση, καθþς εßχε αναπτýξει σημαντικÞ επιχειρηματικÞ κι εμπορικÞ δραστηριüτητα και διÝθετε οικονομικÞ δýναμη. Αυτüς Þταν Üλλωστε κι ο λüγος που ο πατÝρας του, ΠÜβελ ΤσÝχωφ, χαρακτÞρας αυστηρüς κι αυταρχικüς απÝναντι στη γυναßκα του και τα 6 παιδιÜ του (ο Αντüν ερχüτανε 3ος κατÜ σειρÜ) αποφÜσισε να δþσει στους γιους του ελληνικÞ μüρφωση, þστε να τους προετοιμÜσει για τον κüσμο των επιχειρÞσεων. Ο Αντüν ανατρÜφηκε σ’Ýνα καταπιεστικü και πολý θρησκευüμενο περιβÜλλον.
Φοßτησε αρχικÜ, με τον αδελφü του ΝικολÜú, στο ελληνικü δημοτικü σχολεßο της πüλης, üπου παρακολοýθησε μαθÞματα για Ýνα χρüνο, πριν σταματÞσει εξ αιτßας κυρßως του περιβüητου καθηγητÞ ΝικολÜου ΒουτσινÜ και των κακþν εκπαιδευτικþν και παιδαγωγικþν μεθüδων που εφÜρμοζε στους μαθητÝς του. Ο ßδιος πολý αργüτερα, σ' επιστολÞ του προς τον ΑγαθοκλÞ Κωνσταντινßδη (ΠαναθÞναια, τüμ.Η´, 1904, σ. 284), σημεßωνε πως στη διÜρκεια της φοßτησÞς του στο ελληνικü σχολεßο κατεßχε τη νεοελληνικÞ γλþσσα, που üμως λησμüνησε στη συνÝχεια. Ας σημειωθεß πως αργüτερα θα 'ναι ευδιÜκριτη στα Ýργα του η εξοικεßωσÞ του με την ελληνικÞ παιδεßα: για παρÜδειγμα, καθþς τα περισσüτερα ονüματα των ηρþων του εßναι συμβολικÜ, θα συναντÞσουμε αρκετÜ με ελληνικÝς ρßζες, με περιπαικτικÞ Þ Üλλη πρüθεση (π.χ. στο Βυσσινüκηπο). ΠÝραν της σýντομης επαφÞς του με την ελληνικÞ εκπαßδευση, εßχε την ευκαιρßα να γνωρßσει πολλοýς ¸λληνες στη γενÝτειρÜ του. Απü το 1868 συνÝχισε κι ολοκλÞρωσε τη βασικÞ του εκπαßδευση σε ρωσικü σχολεßο, üπου για 11 χρüνια διδÜχτηκε κλασσικÞ γραμματεßα, ξÝνες γλþσσες και μουσικÞ.
Απü μικρüς μαθητÞς ακüμα, εργαζüτανε στο παντοπωλεßο του πατÝρα του, που συχνÜζανε χαρακτηριστικοß τýποι üλων των κοινωνικþν τÜξεων της πüλης. Ερχüταν σε καθημερινÞ επαφÞ μαζß τους κι αποτυπþνοντÜς τους στη μνÞμη του, τους χρησιμοποßησε αργüτερα ως χαρακτÞρες στα Ýργα του. Το σκηνικü της παιδικÞς ηλικßας του συμπληρþνεται αφ' ενüς απü τις συνθÞκες ανÝχειας και φτþχειας που βßωνε η οικογÝνειÜ του κι αφ' ετÝρου απü τη στενÞ επαφÞ του με τη φýση, που Ýπαιξε καθοριστικü ρüλο στη διαμüρφωση της γενικÞς του αντßληψης για τον κüσμο. Απü την ιδιαßτερη αυτÞ σχÝση προÞλθε το πρþτο σημαντικü του Ýργο, Ýνα μεγÜλο διÞγημÜ του με τßτλο: Η ΣτÝππα (1888), που "...δεν μοιÜζει μ' αφÞγημα," καθþς Ýγραφε,"αλλÜ με μια εγκυκλοπαßδεια της στÝππας". Στον πυρÞνα της αφÞγησης βρßσκεται το ταξßδι ενüς παιδιοý προς τη πüλη, για να φοιτÞσει στο σχολεßο. Το καθÝνα απü τα κεφÜλαια συγκροτεß αυτοτελÞ αφÞγηση αν κι üλα τα μÝρη διαθÝτουν απüλυτη εσωτερικÞ συνοχÞ. Πρüκειται στην ουσßα για σýνολο εικüνων, που συνδÝονται μεταξý τους μÝσω της παρουσßας του αγοριοý. Κατορθþνει να φορτßσει και να εξανθρωπßσει το τοπßο κι ως αφηγηματικÞ τεχνικÞ συνιστÜ μια καßρια στιγμÞ στην εξÝλιξη του συγγραφÝα.
Γýρω στο 1873 ανακÜλυψε το θÝατρο κι Üρχισε να παρακολουθεß τακτικÜ παραστÜσεις των περιοδευüντων θßασων που επισκÝπτονταν τη πüλη του. Του δüθηκε Ýτσι η ευκαιρßα να γνωρßσει το μελüδραμα, το κλασσικü και το σýγχρονο θÝατρο και να διαπιστþσει την επιρροÞ που ασκοýσε η τÝχνη του θεÜτρου στο ακροατÞριο, ανεξαρτÞτως απü τη κοινωνικÞ του τÜξη, γεγονüς που τον þθησε να ασχοληθεß σοβαρÜ με τη δραματουργßα.
ΜετÜ την οικονομικÞ καταστροφÞ του πατÝρα του (1876), η οικογÝνειÜ του κατÝφυγε στη Μüσχα, αφÞνοντας τον Αντüν με τον μικρüτερο αδελφü του ΙβÜν, στο Ταγκανρüγκ ως το 1879, προκειμÝνου να τελειþσουνε το σχολεßο τους. ΑναγκÜστηκε να δουλÝψει για να επιβιþσει, προσφÝροντας κατ' οßκον παραδüσεις, ενþ προσπαθοýσε παρÜλληλα να βοηθÞσει οικονομικÜ και την οικογÝνειÜ του, που ζοýσε σε φοβερÞ Ýνδεια.
Το 1880 εγγρÜφεται στο τμÞμα ΙατρικÞς του Πανεπιστημßου της Μüσχας, üπου εγκαθßσταται μüνιμα, αναλαμβÜνοντας ταυτοχρüνως και το ρüλο του προστÜτη οικογενεßας. Οι σπουδÝς του στην ΙατρικÞ κι η μελÝτη των φυσικþν επιστημþν τον επηρÝασαν στη διαμüρφωση του στοχασμοý του αλλÜ και της καλλιτεχνικÞς του φυσιογνωμßας, σε βαθμü που χρüνια αργüτερα ο ßδιος ομολüγησε üτι: "Χωρßς καμμιÜ αμφιβολßα η μελÝτη της ιατρικÞς επηρÝασε καθοριστικÜ το λογοτεχνικü μου Ýργο". Σ’ üλη τη διÜρκεια της ζωÞς του υπηρÝτησε Üλλωστε με το ßδιο πÜθος την επιστÞμη
και τη τÝχνη.
Στη παραμονÞ του στη πρωτεýουσα εßχε την ευκαιρßα να παρακολουθεß συχνüτερα παραστÜσεις μεγÜλων επαγγελματικþν θιÜσων κι Üρχισε να σχηματßζει σφαιρικüτερη Üποψη για τη δραματουργßα και τον κüσμο του θεÜτρου. Π.χ., το 1881, παρακολοýθησε τη περßφημη ηθοποιü ΣÜρα ΜπερνÜρ, στο πλαßσιο της περιοδεßας της στην Αν. Ευρþπη κι ενþ βρÞκε τις ερμηνεßες στη Κυρßα με τας καμελßας και στη ΑδριανÞ ΛεκουβρÝρ Üψογες απü τεχνικÞς Üποψης, δεν κατÜφερε να τονε συγκινÞσει. ΑντιθÝτως για την Üλλη μεγÜλη Ιταλßδα βεντÝτα, Ελεονüρα Ντοýζε, που παρακολοýθησε στην Αγßα Πετροýπολη χρüνια μετÜ, το 1891, σε μια παρÜσταση του Ýργου του Σαßξπηρ Αντþνιος & ΚλεοπÜτρα, δÞλωσε: "Δε ξÝρω ιταλικÜ, αλλÜ Ýπαιξε τüσο καλÜ που μου φÜνηκε πως καταλÜβαινα κÜθε λÝξη".
Το 1880, μετακüμισε στη Μüσχα και ξεκßνησε πανεπιστημιακÝς σπουδÝς, Ýγραψε το 1ο μεγÜλης διÜρκειας θεατρικü Ýργο του, τον Πλατüνωφ, μακροσκελÝστατο και φλýαρο κεßμενο, με μελοδραματικÝς ολισθÞσεις, που δεν εßχε καμμιÜν απÞχηση, οýτε ανÝβηκε ποτÝ στο θÝατρο. ¢ρχισε να συνεργÜζεται με σατιρικÝς εφημερßδες, δημοσιεýοντας διηγÞματα με ποικßλα ψευδþνυμα. ΚεßμενÜ του δημοσιεýθηκαν στις εφημερßδες Τζßτζικας, ΞυπνητÞρι, ΘεατÞς κι αργüτερα στο εβδομαδιαßο χιουμοριστικü φýλλο Θραýσματα. Η ελευθερßα απü φüρμες και κανüνες που προσÝφεραν αυτÜ τα Ýντυπα στους συντÜκτες τους, ταßριαζε στο φιλελεýθερο πνεýμα του, που εξελßχθηκε σε πετυχημÝνο διηγηματογρÜφο, φροντßζοντας πÜντα τα κεßμενÜ του ν' αφοροýν μικρÝς καθημερινÝς ιστορßες και να μην ενοχλοýν τη λογοκρισßα.
Το 1884 τýπωσε με δικÜ του Ýξοδα τη 1η του συλλογÞ που περιελÜμβανε 6 διηγÞματα, τα Παραμýθια της ΜελπομÝνης, χρησιμοποιþντας το ψευδþνυμο Αντþσα ΤσεχωντÝ. Την ßδια χρονιÜ αποφοßτησε απü το ΠανεπιστÞμιο και ξεκινþντας τη σταδιοδρομßα του, προσελÞφθη ως θερÜπων ιατρüς σ' Ýνα νοσοκομεßο κοντÜ στο ΒοσκρεσÝνκ. Το επÜγγελμα του γιατροý του προσÝφερε ηθικÞ ικανοποßηση και σημαντικÜ οικονομικÜ οφÝλη. Τον ΔεκÝμβρη του ßδιου Ýτους, προσβλÞθηκε (σε ηλικßα μüλις 24 ετþν) απü φυματßωση, που δεν αντιμετþπισε, αν κι ειδικüς, με αρκετÞ σοβαρüτητα, επιτρÝποντας τη γρÞγορη εξÝλιξη της ασθÝνειας.
Στο διÜστημα 1885‐86 συνεργÜστηκε με τις εφημερßδες ΓκαζÝτα της Αγßας Πετροýπολης και ΝÝοι Καιροß, που δημοσßευσε πληθþρα διηγημÜτων του. ΔιÝνυε τη πλÝον παραγωγικÞ του περßοδο, συγγρÜφοντας πÜνω απü 100 ιστορßες το χρüνο, ενþ Üρχισε πλÝον να υπογρÜφει με το πραγματικü του üνομα. Τüτε γνωρßστηκε με τον ΑλεξÝι Σουβüριν, διευθυντÞ κι εκδüτη των ΝÝων Καιρþν, με τον οποßο συνδÝθηκε με βαθειÜ και μακρüχρονη φιλßα. Η παρουσßα του Σουβüριν υπÞρξε καθοριστικÞ για την επαγγελματικÞ εξÝλιξÞ του, καθþς επιμελÞθηκε και βοÞθησε στην Ýκδοση σειρÜς διηγημÜτων του, ανÜμεσÜ τους και της συλλογÞς του Το σοýρουπο, που βραβεýθηκε με το βραβεßο Ποýσκιν, το 1887. Η σχÝση τους χÜλασε üταν, με αφορμÞ της υπüθεσης ΝτρÝυφους που απασχüλησε τη κοινÞ γνþμη το 1898, προÝκυψε διÜσταση απüψεων μεταξý τους και τους οδÞγησε σε ρÞξη.
Το 1887 ολοκληρþθηκε ο ΙβÜνωφ, μεγÜλο και σýνθετο δραματικü Ýργο, που παραστÜθηκε στις 19 ΝοÝμβρη στη Μüσχα. Η πλοκÞ του δεν εßναι τüσο χαλαρÞ üσο στα μεταγενÝστερα μεγÜλα Ýργα, εßναι üμως απαλλαγμÝνο απü τα μελοδραματικÜ στοιχεßα του Πλατüνωφ. ΕπανÝρχεται εδþ στα κεντρικÜ θÝματα που επεξεργÜστηκε Þδη εκεß: στη φθορÜ και τη χρεοκοπßα της γερασμÝνης τÜξης των ευγενþν‐γαιοκτημüνων που δεν κατορθþνουν να προσαρμοστοýν στις νÝες συνθÞκες και στον εκφυλισμü της πανεπιστημιακÞς νεολαßας που ξεκινÜ με φιλοδοξßες κι üνειρα για μια κοινωνικÜ ωφÝλιμη δραστηριüτητα, δεν αργεß üμως να αδρανοποιηθεß και να βαλτþσει μες στα δικÜ της διανοητικÜ αδιÝξοδα. Ο κεντρικüς Þρωας ΙβÜνωφ απεικονßζει Ýναν νευρωτικü τýπο ρþσου διανοοýμενου, χαρακτÞρα που ο ΤσÝχωφ επεξεργÜστηκε και σ' Üλλα του αφηγÞματα, üπως στο ΘÜλαμο 6. Το Ýργο δεν Üρεσε και δεν σημεßωσε επιτυχßα παρÜ αργüτερα, üταν ανÝβηκε εκ νÝου απü το Αυτοκρατορικü θÝατρο Αλεξαντρßσκι της Αγßας Πετροýπολης, στις 31 ΓενÜρη 1889. Ακολοýθησαν τα μονüπρακτα: Η αρκοýδα (1888), Πρüταση γÜμου (1889), ¸νας γÜμος (1890), που ανÝβηκαν απü ερασιτεχνικοýς κι επαγγελματικοýς θιÜσους, καθþς η φÞμη του Üρχισε να εδραιþνεται.
Τüτε αποφÜσισε να πραγματοποιÞσει το ταξßδι στη Σαχαλßνη (1890), τüπο εξορßας πολιτικþν κρατουμÝνων. Το ταξßδι, που εßχε ως στüχο την εκ του σýνεγγυς καταγραφÞ του τρüπου διαβßωσης των κρατουμÝνων, Ýγινε κÜτω απü ιδιαιτÝρως δυσχερεßς συνθÞκες, καθþς αναγκÜστηκε να διασχßσει απüσταση 4 χιλιομÝτρων στη περιοχÞ της Σιβηρßας μ' ελλιπÞ μÝσα. Το αποτÝλεσμα του εγχειρÞματος Þταν η δημοσßευση του βιβλßου του με τßτλο: Η νÞσος Σαχαλßνη (1895), μÝσω του οποßου κατÞγγειλε τις απÜνθρωπες συνθÞκες διαβßωσης των κρατουμÝνων στα στρατüπεδα συγκÝντρωσης της νÞσου. ¼μως το ψυχρü κλßμα της Σιβηρßας εßχε επιπτþσεις στην Þδη επιβαρυμÝνη υγεßα του και γι’αυτü το λüγο χρειÜστηκε να ταξιδÝψει σε χþρες της δυτικÞς Ευρþπης (Αυστρßα, Ιταλßα, Γαλλßα).
Το 1896 Ýγραψε το ΓλÜρο που πρωτοανÝβηκε στις 17 Οκτþβρη στο θÝατρο Αλεξαντρßνσκι. Το κοινü κι η κριτικÞ δεν Þταν ακüμα σε θÝση να κατανοÞσουν και να αποδεχτοýν τη πρωτοποριακÞ τεχνικÞ του και το Ýργο κατÝληξε σε αποτυχßα. Η κακÞ υποδοχÞ δημιοýργησε στον συγγραφÝα αισθÞματα απογοÞτευσης και την Ýντονη διÜθεση να μην ασχοληθεß Üλλο με τη δραματουργßα. 2 χρüνια μετÜ και χÜρις στην επιμονÞ του Νεμιρüβιτς‐ΝτÜντσενκο, συνιδρυτÞ του ΘεÜτρου ΤÝχνης της Μüσχας, παραστÜθηκε πÜλι στις 17 ΔεκÝμβρη 1898, σε σκηνοθεσßα ΣτανισλÜφσκι, σημειþνοντας αυτÞ τη φορÜ μεγÜλη επιτυχßα και συντελþντας καταλυτικÜ στη καθιÝρωσÞ του. Τη παρÜσταση του ΓλÜρου διαδÝχτηκαν τα επüμενα χρüνια τα Üλλα κορυφαßα Ýργα της δραματουργικÞς του παραγωγÞς: Ο θεßος ΒÜνιας (1899), οι Τρεις ΑδελφÝς (1901) κι ο Βυσσινüκηπος (1904).
Το 1892 αγüρασε εξοχικÞ κατοικßα στο Μελßχοβο, 100 περßπου χιλιüμετρα νüτια της Μüσχας, üπου διÝμεινε για περßπου 10 χρüνια μαζß με την οικογÝνειÜ του και που υποδεχüτανε συχνÜ πολλοýς φßλους του, διανοοýμενους, καλλιτÝχνες, ηθοποιοýς, συγγραφεßς· ανÜμεσÜ τους, τους Σουβüριν και ΝτÜντσενκο. Ιδιαßτερη σχÝση εßχε αναπτýξει με τον Τολστüι, που ως νεþτερος σεβüτανε και θαýμαζε απεριüριστα, ενþ αποζητοýσε τη κριτικÞ του κι επηρεαζüταν απü το Ýργο του. Αν και πολλοß ειδικοß τοποθÝτησαν τον ΤσÝχωφ Þδη απü νωρßς ανÜμεσα στους κλασσικοýς Ρþσους λογοτÝχνες, ο Τολστüι ασκοýσε στα Ýργα του αρκετÜ αυστηρÞ κριτικÞ. ΕπαινετικÜ σχολßαζε κατÜ καιροýς μüνο κÜποια απü τα διηγÞματÜ του ενþ απÝρριπτε συλλÞβδην το δραματουργικü του Ýργο. Αργüτερα αναγνþρισε ωστüσο το ταλÝντο και την αξßα του και μετÜ το θÜνατü του τονε χαρακτÞρισε ως ασýγκριτο καλλιτÝχνη και Ποýσκιν του πεζοý λüγου.
Τη τελευταßα 10ετßα του αι., ο ΤσÝχωφ ανÝπτυξε σημαντικü φιλανθρωπικü Ýργο που περιελÜμβανε ενÝργειες ανακοýφισης περιοχþν που υπÝφεραν απü τη πεßνα, οικονομικÝς επιχορηγÞσεις για τη κατασκευÞ σχολεßων, ακüμα και τη δωρεÜν λειτουργßα ιατρικοý κÝντρου για την αντιμετþπιση κρουσμÜτων χολÝρας, ενþ επεδßωκε να 'χει ενεργÞ συμμετοχÞ σε αποφÜσεις που αφοροýσανε τα κοινÜ της περιοχÞς του, üπως Þταν η κατασκευÞ δρüμων Þ Üλλα μικρüτερης σημασßας ζητÞματα.
Το 1899, üταν η υγεßα του επιδεινþθηκε μετακüμισε στη περιοχÞ της Κριμαßας, ακολουθþντας τις συμβουλÝς των γιατρþν του και παρÝμεινε στη ΓιÜλτα ως το τÝλος της ζωÞς του. Τη περßοδο της εκεß διαμονÞς του, στον κýκλο των γνωριμιþν του προστÝθηκαν, μεταξý Üλλων, οι ΜÜξιμ Γκüρκι και ΣεργκÝú ΡαχμÜνινοφ. Εξ Üλλου απü τη περßοδο Þδη της Μüσχας και της 1ης συνεργασßας του με το ΘÝατρο ΤÝχνης εßχε γνωρßσει και καταγοητευθεß απü τη πρωταγωνßστρια του θεÜτρου ¼λγα Κνßππερ, που στη συνÝχεια νυμφεýτηκε. Καθιερþθηκε ως ερμηνεýτρια ηρωßδων του ΤσÝχωφ καθþς, εκτüς απü το πρüσωπο της ΑρκÜντινα που υποκρßθηκε στην παρÜσταση του ΓλÜρου, Þταν η 1η διδÜξασα των ρüλων της ΕλÝνα ΑντρÝιεβνα στον Θεßο ΒÜνια, της ΜÜσα στις Τρεις ΑδελφÝς και της Λιουμπüβ στο Βυσσινüκηπο. Σ' üλο το διÜστημα της σχÝσης τους, πριν και μετÜ το γÜμο τους το 1901, το ζευγÜρι αναγκαζüταν να ζει χωριστÜ, καθþς η Κνßππερ παρÝμενε στη Μüσχα λüγω των επαγγελματικþν υποχρεþσεþν της, ενþ αυτüς απÝφευγε τις μετακινÞσεις απü τη ΓιÜλτα, üπου εßχε εγκατασταθεß, λüγω της κακÞς υγεßας του.
Η μερικÞ απομüνωσÞ του, η απüσταση που τονε χþριζε απü τη σýντροφü του, καθþς κι ο συχνÜ βαρýς χειμþνας στη κατÜ τ' Üλλα ιδανικÞ για το κλßμα της ΓιÜλτα, τονε κατÝβαλαν ακüμα πιüτερο ψυχολογικÜ κι οργανικÜ. Η κατÜσταση της υγεßας του ενÝπνεε μεγÜλη ανησυχßα στους γýρω του. Σε μια ýστατη προσπÜθεια ν' αναστραφεß η κακÞ εξÝλιξÞ της, ο Λ. Σουλερζßτσκι, συγγραφÝας και φßλος του, πÞρε τη πρωτοβουλßα να γρÜψει στην ¼λγα Κνßππερ προκειμÝνου να ζητÞσει τη βοÞθειÜ της. ΜÝ την επιστολÞ του απαιτοýσε σχεδüν απü την ¼λγα τη παρουσßα της στη ΓιÜλτα, υπογραμμßζοντας ταυτüχρονα πως δεν επρüκειτο απλþς και μüνο για το σýζυγü της αλλÜ για Ýνα σημαντικü κεφÜλαιο της ρωσικÞς λογοτεχνßας. Τον Απρßλη του 1900, το ΘÝατρο ΤÝχνης οργÜνωσε εκτÜκτως περιοδεßα στη Σεβαστοýπολη και στη ΓιÜλτα, δßνοντας προς τιμÞ του σειρÜ παραστÜσεων των Ýργων του, ανÜμεσÜ τους και του Θεßου ΒÜνια, που ο ΤσÝχωφ παρακολοýθησε 1η φορÜ επß σκηνÞς.
Το 1900 εξελÝγη Επßτιμο ΜÝλος της Ακαδημßας των Επιστημþν στην ΤÜξη των ΓραμμÜτων, τßτλο που αποποιÞθηκε 2 χρüνια μετÜ, σε Ýνδειξη διαμαρτυρßας για την απüφαση του τσÜρου ΝικολÜου Β' να απορρßψει αντßστοιχη υποψηφιüτητα του Γκüρκι για πολιτικοýς λüγους.
¸κανε τη τελευταßα δημüσια εμφÜνισÞ του στη πρεμιÝρα του Βυσσινüκηπου, το ΓενÜρη του 1904 στη Μüσχα, üπου με την ευκαιρßα της 1ης παρÜστασης του Ýργου, διοργανþθηκε εορταστικÞ εκδÞλωση προς τιμÞ του. Το καλοκαßρι του ßδιου Ýτους, ο ¢ντον ΤσÝχωφ που βρισκüτανε πλÝον στο τελευταßο στÜδιο της φυματßωσης επισκÝφθηκε, κατüπιν ιατρικÞς σýστασης, μαζß με την ¼λγα Κνßππερ, τα λουτρÜ του ΜπαντενβÜúλερ στον ΜÝλανα Δρυμü της Γερμανßας, ελπßζοντας στη βελτßωση της υγεßας του. Ευρισκüμενος εκεß, υπÝστη Ýμφραγμα τÝλη Ιουνßου και στις 2(15)Ιουλßου 1904, στις τρεις τα ξημερþματα, απεβßωσε σε ηλικßα μüλις 44 ετþν. Η σορüς του μεταφÝρθηκε στη Μüσχα, üπου κι ενταφιÜστηκε.
Λßγα λüγια για το Ýργο του:
Για να ερμηνεýσει κανεßς το Ýργο του ΤσÝχωφ, πρÝπει να λÜβει υπüψη του τη συγγραφικÞ πολυμορφßα που το διακρßνει, να βυθιστεß σε Ýνα σýνολο κειμÝνων συντιθÝμενο απü πεζογραφÞματα, προσχÝδια, σημειωματÜρια, απομνημονεýματα και μια ογκωδÝστατη αλληλογραφßα που ανÝρχεται σε 12 τüμους. Σ’ αυτÜ πρÝπει να προστεθεß μια πληθþρα κριτικþν των θεατρικþν παραστÜσεων. Ακüμη κι οι περßφημες διφοροýμενες παρατηρÞσεις του για τους ÞρωÝς του που απευθýνει στους ηθοποιοýς πρÝπει να ληφθοýν κι αυτÝς σοβαρÜ υπüψη. Το παρÜδοξο εßναι πως ενþ στην εποχÞ του θεωρÞθηκε Ýνας εξαιρετικÜ εκλεπτυσμÝνος θεατρικüς συγγραφÝας, διανοητικüς και δυσνüητος, κατανοητüς μüνον σ' Ýνα ορισμÝνο πολιτισμικü περιβÜλλον, πως ενþ επßσης το δραματουργικü του Ýργο χαρακτηρßστηκε τüσο εντüς συνüρων üσο κι εκτüς ως καταθλιπτικü και μÜλλον απαισιüδοξο, η μεταγενÝστερη πρüσληψÞ του υπÞρξε ιδιαιτÝρως εντυπωσιακÞ.
Τον ΤσÝχωφ τον οικειοποιÞθηκε αρκοýντως το σýγχρονο θÝατρο. Η Ýκφραση μÜλιστα "αυτü δεν εßναι τσεχωφικü" αποτελεß μια συνÞθη Ýνσταση κριτικþν και θεατþν. ΑλλÜ κι οι ερμηνευτÝς, οι ηθοποιοß απ' τη μεριÜ τους συχνÜ αρνοýνται να υπακοýσουν σε μια σκηνοθετικÞ γραμμÞ Þ σε μια νÝα μετÜφραση, εÜν προσκροýει σε παγιωμÝνες αντιλÞψεις για Ýναν συγκεκριμÝνο χαρακτÞρα. Οι θεατÝς πÜλι που περιμÝνουν να βυθιστοýν στον αληθοφανÞ και ευχÜριστο κüσμο της παλαιÜς αριστοκρατßας αντιδροýν σε πιüτερο αφαιρετικÝς παραστÜσεις Þ σε πιο φυσικÝς απ' το αναμενüμενο. Σε αντßθεση με Üλλους μεγÜλους δραματουργοýς, üπως ο ºψεν Þ ο ΜπÝκετ, ο παραδοσιακüς ΤσÝχωφ δημιοýργησε μια ιδιüτυπη Ýξη στο θεατρüφιλο κοινü, Ýντονα χρωματισμÝνη απü συναισθηματισμü, που 'ναι ασφαλþς αρκετÜ μακρυÜ απü τη βαθýτερη βοýληση του συγγραφÝα. Αυτü οφεßλεται εν πολλοßς στις τüσο επεξεργασμÝνες και γοητευτικÝς παραστÜσεις του ΘεÜτρου ΤÝχνης της Μüσχας, που μÝσα τα Ýργα κερδßσανε το κοινü της εποχÞς και καταξιþθηκαν. Το ßδιο συνÝβη και με τις σκηνοθετικÝς απομιμÞσεις που ακολοýθησαν: δημιουργÞθηκε Ýνα σýνολο συμβÜσεων αναφορικÜ με τη προσÝγγιση των ηρþων, την ατμüσφαιρα, τη διÜταξη του χþρου και τη τοποθÝτηση των επßπλων, πολý δýσκολο να ξεπεραστοýν. ΘεωρÞθηκε για καιρü απü τους συμπατριþτες του ιδιüμορφος καταγραφÝας ενüς παρωχημÝνου τρüπου ζωÞς και στο εξωτερικü μελαγχολικüς νοσταλγüς της ιδιüτυπης ρωσικÞς ψυχοσýνθεσης, στοιχεßο που γνþρισε επßταση, μετÜ την ΟκτωβριανÞ ΕπανÜσταση, με τη παρουσßα των ρþσων εμιγκρÝδων στη Δýση.
¹ταν απαραßτητη η χρονικÞ απüσταση για ν' αποδεσμευθοýν οι χαρακτÞρες κι οι καταστÜσεις απü ερμηνευτικÜ στερεüτυπα και ν' αποκτÞσουν ελευθερßα οπτικÞς και πιο περßπλοκο συμβολισμü. Στη μεταπολεμικÞ Ευρþπη, το συγγραφικü Ýργο του επαναπροσδιορßστηκε με δυναμικü τρüπο, καθþς αμφισβητÞθηκε η εξιδανßκευσÞ του απü το μοσχοβßτικο ΘÝατρο ΤÝχνης. Η πρüσληψη του ΤσÝχωφ ως λυρικοý ποιητÞ, που στο Ýργο του κατοπτρßζει τη περßοδο του ρωσικοý λυκüφωτος, αντικαταστÜθηκε απ' αυτÞν ενüς ειρωνικοý κι επιεικÞ παρατηρητÞ των ανθρþπινων τýπων. Το κωμικü στοιχεßο που αναβλýζει απü τα Ýργα του συχνÜ αποσιωπÞθηκε στο παρελθüν· τþρα üμως αναδýθηκε, μερικÝς φορÝς φθÜνοντας σ' ακρüτητες. Η περιοδικÞ επßταση της επισÞμανσης πως Þτανε και κωμικüς συγγραφÝας υπÞρξε γüνιμο αντßδοτο στα στερεüτυπα του λυρισμοý και της Üκρατης μελαγχολßας· δεν Üργησε üμως να καταντÞσει κι αυτü με τη σειρÜ του κλισσÝ. ΣÞμερα τον τοποθετοýν στη παρακαταθÞκη των ιερþν τερÜτων. Αυτü üμως δεν εμποδßζει να τον αποδομÞσουμε θεατρικÜ, αναγνωρßζουμε σ’αυτüν τις επÜλληλες παραδüσεις, τις απορρßπτουμε Þ τις ανασυγκροτοýμε, καθþς Ýχει τη μοναδικÞ προσαρμοστικüτητα ενüς αληθινοý κλασσικοý.
Τα Ýργα του γρÜφτηκαν σε μια εποχÞ, που γεννÞθηκε η παντοδυναμßα του σκηνοθÝτη. Η εξÝλιξη του δραματουργικοý του Ýργου (1888‐1904) συμπßπτει με τη παραπÜνω ουσιαστικÞ καινοτομßα: περνÜμε δηλαδÞ απü τη κυριαρχßα της ηθοποιÀας και του θεÜματος στο συλλογικü αποτÝλεσμα και στη δημιουργßα ατμüσφαιρας. Τα 4 μεγÜλα του Ýργα γßνονται αποτελεσματικÜ επß σκηνÞς μüνον με συντονισμÝνες ερμηνεßες, ενορχηστρωμÝνες με τη δεξιοτεχνßα του μαÝστρου σκηνοθÝτη. Γιατß πολλÜ, πÜρα πολλÜ υπονοοýνται κÜτω απü τις γραμμÝς, Þ ανÜμεσÜ τους. Τα νοÞματα εξÜγονται απü τη τοποθÝτηση των προσþπων στο χþρο, απü φευγαλÝες χειρονομßες, στÜσεις, κινÞσεις και ματιÝς που ανταλλÜσσουν οι Þρωες μεταξý τους. Η ατομικÞ, εξαιρετικÞ ερμηνεßα δεν αρκεß αφοý η κατανüηση αποτελεß τη συνισταμÝνη ενüς συνüλου πραγμÜτων. ΕπομÝνως, το θεÜτρü του δε στηρßζεται σε πρωταγωνιστικοýς ρüλους κι η σκηνικÞ του ιστορßα εßναι λιγüτερο Ýνα χρονικü μεγÜλων ηθοποιþν και πιüτερο εýστοχες Þ αποτυχημÝνες σκηνοθετικÝς προσεγγßσεις, καλÝς Þ κακÝς ερμηνεßες ενüς συνüλου συντελεστþν μπρος σ' Ýνα συγκεκριμÝνο κοινü.
Tα αναγνþσματÜ του εßχαν απροσδüκητη ποικιλßα. Στη 10ετßα του 1890 διÜβασε üχι μüνο XÜουπτμαν και ºψεν, αλλÜ και στη διαμονÞ του στη Nßκαια (1897‐1898), Στρßντμπεργκ και Mαßτερλιγκ. Tο νÝο δρÜμα κατακτÜ τα θÝατρα της Eυρþπης κι ο TσÝχωφ επηρεÜζεται βαθιÜ απü το ανανεωτικü ρεýμα. Πρüκειται ορισμÝνως για Ýλξη δυνατÞ που τον βοÞθησε να ξεπερÜσει την αποτυχßα του Ýργου του Το Στοιχειü Του ΔÜσους. Aς θυμηθοýμε πως Ýν απ' τα Ýργα που σφραγßζουνε τη τελευταßα, þριμη δραματουργικÞ του περßοδο, O θεßος BÜνιας, χρωστÜ τη γÝνεσÞ του στην ανÜπλαση του Στοιχειοý, που κλεßνει η πρþιμη φÜση των αναζητÞσεων του.
Aπü νÝος διακατÝχεται απü επιθυμßα ανατροπÞς των παλαιþν δραματουργικþν δομþν, συνειδητοποιþντας την ανÜγκη ανανÝωσης της φüρμας. Στα 22 του, σε Üρθρο του με τßτλο O ¢μλετ στο θÝατρο Ποýσκιν υποστηρßζει πως: "Tßποτε δεν Ýχει τüσον Ýντονα ανÜγκη απü φρεσκÜρισμα, üσο οι σκηνÝς μας..." M' ανÜλογο τρüπο περιγρÜφει ο συγγραφÝας κι φßλος του ΠοτÜπενκο μια συζÞτησÞ τους: "Eσεßς, κýριοι, εßστε απλþς υπνωτισμÝνοι κι υποδουλωμÝνοι απü τη ρουτßνα και δεν μπορεßτε με κανÝνα τρüπο να την αποχωριστεßτε. XρειÜζονται καινοýργιες φüρμες, καινοýργιες φüρμες..,". AυτÞ ακριβþς η τελευταßα φρÜση περικλεßεται στον μεγÜλο μονüλογο του TρÝπλιεφ, στο ΓλÜρο.
Αν ο IβÜνωφ (1887) και το Στοιχειü του δÜσους (1889) συνθÝτουν μια πορεßα ερευνητικÞς αναζÞτησης και μετÜβασης σ’Ýνα Üλλο εßδος δρÜματος, με το 1ο απü τα μεγÜλα του Ýργα, το ΓλÜρο (1896), ο TσÝχωφ αρθρþνει πρÜγματι τη ρÞξη του με τη παραδοσιακÞ δραματουργικÞ φüρμα, προσδßδοντας στη σιωπÞ και στα υπονοοýμενα ενüς φαινομενικÜ φορτωμÝνου με κοινοτοπßες διαλüγου, πρωτüγνωρο ψυχολογικü βÜθος. ΠαρÜλληλα με το Στοιχειü, εßχε γρÜψει Ýνα παρÜξενο Ýργο με τßτλο TατιÜνα Pεπßνα (με τον υπüτιτλο κωμωδßα), ως συνÝχεια του ομþνυμου Ýργου του Σουβüριν, που στηριζüταν σε πραγματικÜ γεγονüτα. Στο Ýργο αυτü γßνεται χρÞση ενüς νεωτερισμοý: του παρÜλληλου διαλüγου επß σκηνÞς που θ' αποτελÝσει εφαλτÞριο για τα Ýργα της ωριμüτητÜς του, και θα επηρεÜσει γενικüτερα το ρωσικü θεατρικü συμβολισμü.
O ΓλÜρος (1895), οι Tρεις αδελφÝς (1900) κι ο Bυσσικüκηπος (1903), καθþς χαρακτηρßζονται απü πολυφωνικÞ δομÞ, περιστρÝφονται γýρω απ' ορισμÝνους χαρακτÞρες, συνÞθως πρüκειται για γυναικεßα πρüσωπα, για ηρωßδες. Kαι τα 3 Ýχουν ορισμÝνα κοινÜ χαρακτηριστικÜ. Διαδραματßζονται μακρυÜ απ' τη Müσχα Þ τη Πετροýπολη κι εκτüς απü τις Tρεις αδελφÝς, που η δρÜση τους τοποθετεßται σε μακρυνÞ μικρÞ πüλη, τ' Üλλα Ýχουν ως σκηνικü χþρο εξοχικÝς επαýλεις, στα νüτια της Müσχας. Mια επικεßμενη χρεωκοπßα απειλεß τον κλειστü κüσμο, που μÝσα ζουν οι Þρωες των Ýργων. Küβονται δÝντρα για να ανοßξουν το δρüμο στους νÝους ιδιοκτÞτες. Kαι στα 3 υπÜρχει μουσικÞ υπüκρουση, επιβÜλλονται οι καιρικÝς συνθÞκες, τα πρüσωπα‐χαρακτÞρες, τÝλος, τρþνε και πßνουν επß σκηνÞς.
* O ΓλÜρος, αν και χαρακτηρßζεται απü τον συγγραφÝα του ως κωμωδßα, üπως κι ο Bυσσινüκηπος, διαφοροποιεßται εντοýτοις σε σημαντικü βαθμü. Eßναι το πιο ετερογενÝς θεατρικü Ýργο του κι ενδεχομÝνως το πλÝον λογοτεχνικü. ΓραμμÝνο μετÜ απü üρκο που δßνει ο συγγραφÝας να μη ξαναδουλÝψει θεατρικü κεßμενο, Ýρχεται σα πρÜξη εκδßκησης. Δεν συντρßβει απλþς τους θεατρικοýς κανüνες, αλλÜ επιτßθεται στο ßδιο το θÝατρο μÝσω της κεντρικÞς ηρωßδας και του γιοý της, προβÜλλοντας εκ παραλλÞλου τις 2 αντιθετικÝς üψεις της λογοτεχνßας και του δρÜματος, τη συντηρητικÞ και τη πειραματικÞ, μες απü τους 2 ανταγωνιστÝς Üνδρες, τον Tριγκüριν και τον TρÝπλιεφ. MÝρος της Ýντασης του ΓλÜρου οφεßλεται αναμφισβÞτητα στην ασυνÞθιστα πλοýσια αναφορÜ σ' αυτοβιογραφικÜ στοιχεßα. Στο Ýργο ενσωματþνεται μεγÜλος αριθμüς απü πρüσωπα και λεπτομÝρειες της καθημερινüτητας που ανÞκουν στη σφαßρα της ιδιωτικÞς ζωÞς του δημιουργοý, εýκολα αναγνωρßσιμες απ' τα εμπλεκüμενα πρüσωπα. Στο πρüσωπο του Tριγκüριν εκφρÜζεται η επιτομÞ της λογοτεχνßας που αγγßζει το τÝλος της εξÝλιξÞς της, πρüκειται για το τÝλος ενüς εßδους που εßχε Þδη φθÜσει στη κορýφωσÞ του. Εßναι λÜθος να γελÜμε με το πρüσωπο του ερωτικοý και λογοτεχνικοý του αντιπÜλου, του TρÝπλιεφ, που και παρουσιÜζει το μονüπρακτü του στη 1η πρÜξη. Το Ýργο μπορεß να 'ναι αποτυχßα, ο νεαρüς ατÜλαντος, αλλÜ κρýβει το σοβαρü εγχεßρημα αναζÞτησης νÝας μορφÞς της τÝχνης και μιας νÝας σφαßρας λειτουργßας της. Aναγνωρßσιμες εßναι κι αρκετÝς απü τις βαθýτερες λογοτεχνικÝς και δραματικÝς συγγÝνειες κι οφειλÝς του δραματουργοý. O ΓλÜρος γρÜφτηκε αμÝσως μετÜ την επαφÞ που εßχε ο TσÝχωφ με το νÝο δρÜμα. Το ηθικü πλαßσιο του Ýργου αποκαλýπτει τη κατÜρρευση των οικογενειακþν σχÝσεων και συμβÜσεων. Θεωρεßται δε προÜγγελος του ρωσικοý συμβολισμοý.
* Mε τον θεßο BÜνια, πραγματεýεται μια απ' τις πιο υψηλÝς και συνÜμα κυρßαρχες κατευθυντÞριες ιδÝες του θεÜτρου του, την εγκαρτÝρηση και την υποταγÞ στη καθημερινüτητα. Tο Ýργο φÝρει δÜνεια απü το Στοιχειü του δÜσους κι ενσωματþνσει μερικÜ ατüφια κομμÜτια: δÜνεια στα βασικÜ πρüσωπα, με μετατοπßσεις κι αλλαγÝς στα ονüματα (π.χ. ο γιατρüς και προστÜτης των δασþν ¢στρωφ, Xρουτσþφ στο Στοιχειü), και σε θÝματα και δραματουργικÝς καταστÜσεις. ΔρÜμα της μοναξιÜς και της αποστÝρησης Ýχει πολý απλÞ δομÞ: η αξßα του Ýγκειται στην ατμüσφαιρα που περιβÜλλει τη δρÜση, που διαμορφþνεται κυρßως απü τη ψυχολογικÞ κατÜσταση των ηρþων κι üχι απü γεγονüτα. H Üφιξη του συνταξιοýχου καθηγητÞ Σερεμπριακþφ και της νεαρÞς συζýγου του διασπÜ τη ρουτßνα της ζωÞς του θεßου BÜνια και της Σüνιας, κüρης του καθηγητÞ απü 1ο γÜμο. ΓρÞγορα αποκαλýπεται η αληθινÞ φýση του καθηγητÞ, με συνÝπεια τη ρÞξη και την εσπευσμÝνη αποχþρησÞ του ζεýγους που θα επαναφÝρει τη κανονικüτητα μιας ακßνητης ζωÞς, βυθισμÝνης στη ρουτßνα που βιþνουν Üνθρωποι συνηθισμÝνοι. Αυτü, ωστüσο, δεν εßναι παρÜ φαινομενικÜ αληθινü. Γιατß, οýτε η Σüνια οýτε ο θεßος BÜνιας εßναι συνηθισμÝνα üντα. ΔιακατÝχονται απü μεγÜλη εσωτερικÞ δýναμη, Ýτσι που η παραμικρÞ τους πρÜξη αποκτÜ ασυνÞθιστη πνευματικÞ σημασßα.
* Mε τις Tρεις αδελφÝς, εκφρÜζει την απÝραντη απελπισßα της χþρας του στα τÝλη του 19ου αι.. Oι 3αδελφÝς που δεν στεροýνται χαρßτων ζοýνε σε μακρυνÞ επαρχßα της ρωσικÞς γης. Η 1η, η ¼λγα εßναι δασκÜλα, επιθυμεß να ξεφýγει απü το επÜγγελμÜ της χωρßς ωστüσο να κÜνει τßποτα για να το πετýχει. H 2η, η MÜσα, Ýχει πßσω της Ýναν αποτυχημÝνο γÜμο απü αγÜπη κι Ýχει βρει καταφýγιο στις μελαγχολικÝς ονειροπολÞσεις της. Η 3η, η Iρßνα, εßναι χαροýμενη και επιθυμεß να φανεß χρÞσιμη. Tüσο διαφορετικÝς μεταξý τους, συντηροýνε κι οι 3 Ýνα κοινü üνειρο: να φýγουν για τη Müσχα. ¸να εξωτερικü συμβÜν, η περßφημη Üφιξη μιας στρατιωτικÞς μονÜδας στη μικρÞ τους πüλη, η συναναστροφÞ τους με κÜποιους αξιωματικοýς κι οι ερωτοτροπßες μαζß τους θα συνταρÜξει αυτÞ τη ζοφερÞ ρουτßνα και θα γεννÞσει ενÝργεια κι ελπßδες στη καθεμιÜ τους. H ανατροπÞ Ýρχεται σýντομα με την αναχþρηση του σþματος. Τþρα πια δεν τßθεται καθüλου ζÞτημα για τη Μüσχα. ΥποτÜσσονται στη μοßρα τους αφοý η υποταγÞ εßναι η αρετÞ της δυστυχßας. Πολý περισσüτερο απü ηθογραφικÞ απεικüνιση, ο ρεαλισμüς εßναι τüσο πλοýσιος σ' αποχρþσεις που αναβλýζουν απü παντοý και φορτßζουνε συγκινησιακÜ το Ýργο. ΑρκετÝς φορÝς αυτü μοιÜζει προφητικü, μ' αναφορÝς στην επερχüμενη θýελλα που θα συμπαρασýρει για πÜντα την οκνηρßα, την αδιαφορßα και τη πλÞξη. ¸ργο λοιπüν μαρτυρßα απü τις πλÝον χαρακτηριστικÝς του τÝλους μιας εποχÞς.
* Στο τελευταßο Ýργο του, το Βυσσινüκηπο εμφανßζεται πÜλι ο λυρισμüς του ΓλÜρου. ¼πως και στις Τρεις αδελφÝς, το κεντρικü θÝμα εßναι ο χρüνος κι οι επιπτþσεις του σε μια ομÜδα ανθρþπων. Το πÝρασμα του χρüνου δηλþνεται μ' ακρßβεια, καθþς ο κýκλος του βυσσινüκηπου, απ' την ανθοφορßα του ως τη καρποφορßα (ΜÜης με Οκτþβρη) αντιστοιχεß συμβολικÜ σ' Ýναν ανθρþπινο κýκλο χαρÜς κι οδýνης. Ο πρωταγωνιστÞς βυσσινüκηπος εßναι Ýνας συγκεκριμÝνος τüπος αλλÜ και κÜτι πιο ουσιþδες, πολý πιο καθολικü. Η πλοκÞ εßναι περßπου αποýσα, Ýχουμε σειρÜ εικüνων που η ατμüσφαιρα διαμορφþνεται για μιαν ακüμη φορÜ απü τη ψυχολογßα των δρþντων προσþπων. Στο επßκεντρο βρßσκεται η επιστροφÞ της Λιουμπüφ ΑντρÝιεβνα ΡανιÝφσκαγια απü μακρüχρονη απουσßα στο Παρßσι, üπου εßχε ακολουθÞσει τον εραστÞ της. Επßκειται ο πλειστηριασμüς του κτÞματος εξ αιτßας των συσσωρευμÝνων χρεþν. Αυτü το επαπειλοýμενο γεγονüς βαραßνει σ' üλα τα πρüσωπα της οικογÝνειας και των οικεßων της, χωρßς να μποροýν να βροýν Ýναν αληθινü τρüπο απεμπλοκÞς και λýσης του προβλÞματος, με εξαßρεση τον ΛοπÜχιν, ταπεινÞς καταγωγÞς και νυν πλοýσιο Ýμπορο, στον οποßο θα περιÝλθει εν τÝλει ο βυσσινüκηπος. Το Ýργο ολοκληρþνεται με την αναχþρηση üλων, ο καθÝνας φεýγει προς μια νÝα ζωÞ. Κι ο Þχος του τσεκουριοý που κüβει τα δÝντρα υποδηλþνει το τÝλος μιας εποχÞς. Σ’ αυτü το χρονικü μετÜβασης απü το αδιÝξοδο και παρωχημÝνο παρελθüν προς Ýν υποσχüμενο μÝλλον, η τÝχνη του ΤσÝχωφ δραματουργοý δßνει τη θÝση της στη προφητεßα ενüς οξυδερκÞ οραματιστÞ, που πιστεýει στο πεπρωμÝνο του λαοý του.--
=========================
Το Στοßχημα
¹τανε μια σκοτεινÞ φθινοπωρινÞ νýχτα. Ο γÝροντας τραπεζßτης βημÜτιζε στο γραφεßο του απü τη μια γωνιÜ ως την Üλλη και θυμüτανε που δεκαπÝντε χρüνια πριν, Ýνα επßσης φθινοπωρινü βρÜδυ σαν κι αυτü, εßχε στο σπßτι του καλεσμÝνους.
Σε κεßνη τη συγκÝντρωση Þταν πολλοß γνωστικοß Üνθρωποι κι Ýγιναν ενδιαφÝρουσες συζητÞσεις. Μεταξý Üλλων μιλÞσανε και για τη θανατικÞ ποινÞ. Οι επισκÝπτες, μεταξý των οποßων βρßσκονταν αρκετοß επιστÞμονες και δημοσιογρÜφοι, στη πλειοψηφßα τους τÜχτηκαν αρνητικÜ, σχετικÜ με τη ποινÞ του θανÜτου. Βρßσκανε ξεπερασμÝνο αυτü τον τρüπο τιμωρßας, ανÜρμοστο κι ανÞθικο για χριστιανικÝς κυβερνÞσεις. ΟρισμÝνοι υποστÞριζαν üτι η θανατικÞ ποινÞ θα 'πρεπε ν' αντικατασταθεß με τα ισüβια δεσμÜ.
-"Εγþ δε συμφωνþ μαζß σας", εßπεν ο οικοδεσπüτης. "Δε δοκßμασα μÞτε τονα μÞτε τ' Üλλο, αλλÜ αν μπορεß κανεßς να κρßνει a priori τüτε, κατÜ τη γνþμη μου, η θανατικÞ ποινÞ εßναι ηθικüτερη και πιο ανθρωπιστικÞ απü τα ισüβια. Η εκτÝλεση σκοτþνει αμÝσως, μα τα ισüβια σκοτþνουνε σιγÜ-σιγÜ. Ποιüς δÞμιος απ' τους δυο εßναι πιο ανθρωπιστικüς; Αυτüς που σκοτþνει μÝσα σε λßγα λεπτÜ Þ αυτüς που σκοτþνει λßγο-λßγο τη ζωÞ για πολλÜ χρüνια";
-"Και το Ýνα και το Üλλο εßναι το ßδιο ανÞθικα" παρατÞρησε κÜποιος απü τους επισκÝπτες, "επειδÞ Ýχουν Ýνα και τον αυτü σκοπü: την αφαßρεση ζωÞς. Η κυβÝρνηση δεν εßναι Θεüς. Δεν Ýχει το δικαßωμα ν' αφαιρÝσει κεßνο που δε μπορεß να δþσει πßσω, αν το θελÞσει".
Μεταξý των επισκεπτþν Þταν κι Ýνας νομικüς, νÝος Üνθρωπος γýρω στα εικοσιπÝντε. ¼ταν του ζητÞσανε τη γνþμη, εßπε:
-"Κι η ποινÞ του θανÜτου και τα ισüβια εßναι το ßδιον ανÞθικα, αλλÜ αν μου πρüτειναν να διαλÝξω εν απü τα δυο, θα διÜλεγα βÝβαια το δεýτερο. Να ζεις με κÜποιο τρüπο, εßναι καλýτερα απü το να μη ζεις".
Η συζÞτηση Üναψε για τα καλÜ. Ο τραπεζßτης, που τüτε Þταν νεþτερος και πιο νευρþδης, Ýγινε ξαφνικÜ Ýξω φρενþν, χτýπησε τη γροθιÜ του στο τραπÝζι κι απευθυνüμενος στον νεαρü νομκü, φþναξε:
-"Δεν εßναι αλÞθεια! ΒÜζω στοßχημα δυο εκατομμýρια πως δε θα μεßνετε σε κελß μÞτε πÝντε χρüνια".
-"Αν το λÝτε σοβαρÜ", απÜντησεν ο νεαρüς, "βÜζω στοßχημα πως θα μεßνω üχι πÝντε, μα δεκαπÝντε χρüνια"!
Κι αυτü λοιπüν το ανÞκουστο κι ανüητο στοßχημα μπÞκε! Ο τραπεζßτης μη ξÝροντας τüτε, μÞτε κι ο ßδιος πüσα εκατομμýρια εßχε, κακομαθημÝνος κι απερßσκεπτος, Þταν ενθουσιασμÝνος με το στοßχημα. Στο δεßπνο πεßραζε τον νομικü κι Ýλεγε:
-"ΒÜλτε λßγο μυαλü νεαρÝ μου, πριν ακüμα εßναι αργÜ. Για μÝνα δυο εκατομμýρια δεν εßναι τßποτα, σεις üμως κινδυνεýετε να χÜσετε τρßα-τÝσσερα απü τα καλýτερÜ σας χρüνια. ΛÝω τρßα-τÝσσερα, γιατß δε θα μεßνετε περισσüτερο. Επßσης, μη ξεχνÜτε πως η εθελοντικÞ φυλÜκιση εßναι πολý πιο βαριÜ απü την υποχρεωτικÞ. Η σκÝψη πως οποιαδÞποτε στιγμÞ Ýχετε το δικαßωμα να βγεßτε λεýτερος Ýξω, θα δηλητηριÜζει üλη σας την ýπαρξη μες στο κελß. Σας λυπÜμαι"!
Ο τραπεζßτης τþρα, βηματßζοντας πÝρα-δþθε, θυμüταν üλ' αυτÜ κι αναρωτιüταν: "Γιατß μπÞκε αυτü το στοßχημα; Ποιü τ' üφελος που ο νομικüς Ýχασε δεκαπÝντε χρüνια ζωÞς κι εγþ πετÜω δυο εκατομμýρια; Μπορεß αυτü ν' αποδεßξει στους ανθρþπους πως η θανατικÞ καταδßκη εßναι χειρüτερη απü τα ισüβια; ¼χι βÝβαια. Μωρολογßες κι ανοησßες. Απü τη δικÞ μου πλευρÜ Þταν μια παραξενιÜ ανθρþπου που 'ναι χορτÜτος κι απü τη πλευρÜ του νομικοý, απληστßα για λεφτÜ..." ΘυμÞθηκεν επßσης αυτÜ που γßναν ýστερα απü το βρÜδυ κεßνο.
ΑποφÜσισαν ο νομικüς να εκτßσει την εθελοντικÞ ποινÞ του κÜτω απü την αυστηρüτερην επßβλεψη, σε μιαν απü τις πτÝρυγες κοντÜ στο σπßτι του τραπεζßτη. ΣυμφωνÞσαν üτι στη διÜρκεια των δεκαπÝντε ετþν δε θα 'χε το δικαßωμα να περÜσει το κατþφλι της πτÝρυγας, να βλÝπει ανθρþπους ζωντανοýς, ν' ακοýει ανθρþπινες φωνÝς και να παßρνει γρÜμματα Þ εφημερßδες. Του επιτρεπüταν να 'χει μουσικü üργανο, να διαβÜζει βιβλßα, να γρÜφει, να πßνει κρασß και να καπνßζει. Με τον Ýξω κüσμο, σýμφωνα μ' ειδικüν üρο, μποροýσε να επικοινωνεß μüνο χωρßς να μιλÜ, μες απü 'να μικρü παρÜθυρο φτιαγμÝνο ειδικÜ γι' αυτü τον σκοπü. Η συμφωνßα πρüβλεπε ακüμα και τις πιο ασÞμαντες λεπτομÝρειες, þστε να υπÜρχει αυστηρÞ απομüνωση κι υποχρÝωνε τον νομικü να μεßνει στη φυλακÞ ακριβþς δεκαπÝντε χρüνια: απü τις δþδεκα το μεσημÝρι της δεκÜτης τετÜρτης ΝοÝμβρη 1870, Ýως και τις δþδεκα το μεσημÝρι της δεκÜτης τετÜρτης ΝοÝμβρη του 1885. Η παραμικρÞ απüπειρα απü τον νομικü να παραβεß τους üρους, Ýστω και δυο λεπτÜ πριν απü το τÝλος της συμφωνßας, απελευθÝρωνε τον τραπεζßτη απü την υποχρÝωση να του πληρþσει τα δυο εκατομμýρια.
Τον πρþτο χρüνο φυλακÞς κι üσο μπορεß να κρßνει κανεßς απü τα σýντομα σημειþματα, υπÝφερε πολý απü μοναξιÜ και πλÞξη. Απü τη πτÝρυγα, νýχτα και μÝρα, ακουγüτανε συνεχþς το πιÜνο. Το κρασß, Ýγραφε, διεγεßρει τις επιθυμßες, που 'ναι εχθροß του φυλακισμÝνου. 'Αλλωστε να πßνεις ωραßο κρασß και να μη βλÝπεις κανÝνα, δεν υπÜρχει τßποτα πιο πληκτικü. ¼σο για τον καπνü, βρωμßζει τον αÝρα στο δωμÜτιü του. Τον πρþτο χρüνο του στÝλνανε βιβλßα κυρßως ελαφροý περιεχομÝνου. ΠεριοδικÜ, ερωτικα μυθιστορÞματα, διηγÞματα μ' εγκληματικü και φανταστικü περιεχüμενο, κωμωδßες κι Üλλα.
Τη δεýτερη χρονιÜ η μουσικÞ σßγησε στη πτÝρυγα κι ο νομικüς ζητοýσε στα σημειþματÜ του μüνο κλασικοýς. Τον πÝμπτο χρüνο ακοýστηκε πÜλι μουσικÞ κι ο Ýγκλειστος παρακÜλεσε για κρασß. Εκεßνοι που τονε παρακολουθοýσαν απü το παρÜθυρο λÝγανε πως ολüκληρη κεßνη τη χρονιÜ μüνον Ýτρωγε, Ýπινε και ξÜπλωνε στο στρþμα, συχνÜ χασμουριüτανε και μιλοýσε θυμωμÝνα με τον εαυτü του. Βιβλßα δε διÜβαζε. ΜερικÝς φορÝς, καθüτανε τις νýχτες να γρÜφει. ¸γραφε για πολλÞν þρα και κοντÜ στα ξημερþματα Ýσκιζε σε μικρÜ κομμÜτια, üλα üσα εßχε γρÜψει. 'Αλλες φορÝς τον ακοýγανε να κλαßει.
Στο δεýτερο μισü του Ýκτου χρüνου, ασχολÞθηκεν επßμονα με τη μελÝτη γλωσσþν, φιλοσοφßας κι ιστορßας. Ρßχτηκε με τα μοýτρα στη μελÝτη αυτþν των επιστημþν, τüσο, που ο τραπεζßτης μüλις πρüφταινε να του στÝλνει βιβλßα. ΜÝσα σε τÝσσερα χρüνια ζÞτησε και του στεßλανε, γýρω στους εξακüσιους τüμους. ΚατÜ τη περßοδο αυτÞς της μανßας, ο τραπεζßτης, μεταξý Üλλων, Ýλαβε απü τον κατÜδικü του το εξÞς γρÜμμα:
"ΑγαπητÝ μου δεσμοφýλακα! Σας γρÜφω αυτÝς τις γραμμÝς σ' Ýξι γλþσσες. Δεßξτε τες στους ειδικοýς να τις διαβÜσουν. Αν δε βροýνε κανÝνα λÜθος, τüτε πολý θα σας παρακαλοýσα, προστÜξτε να πυροβολÞσουνε στον κÞπο με το ντουφÝκι κι αυτü θα μου πει πως οι προσπÜθειÝς μου δε πÞγανε χαμÝνες. Οι μεγαλοφυßες üλων των εποχþν κι üλων των χωρþν του κüσμου μιλοýν σε διαφορετικÝς γλþσσες, αλλÜ μÝσα σ' üλους καßει μια και μüνη φλüγα. Ω αν ξÝρατε ποια ουρÜνια ευτυχßα δοκιμÜζει τþρα η ψυχÞ μου, που ξÝρω πως να τους καταλÜβω".
Η επιθυμßα του καταδßκου εκπληρþθηκε. Ο τραπεζßτης πρüσταξε να πυροβολÞσουνε στον κÞπο δυο φορÝς. Στη συνÝχεια, μετÜ τον δÝκατο χρüνο, ο νομικüς καθüταν ακßνητος στο τραπÝζι και διÜβαζε μüνο το ΕυαγγÝλιο. Στον τραπεζßτη φαινüτανε παρÜξενο που Ýνας Üνθρωπος που κατÜφερε να διαβÜσει σε τÝσσερα χρüνια εξακüσιους δýσκολους τüμους, χρειÜστηκε Ýνα σχεδüν χρüνο για να διαβÜσει Ýν ευκολüητο κι üχι βιβλßο. ΜετÜ το ΕυαγγÝλιο, πÞρανε σειρÜ η ιστορßα των θρησκειþν κι η θεολογßα.
Τα τελευταßα δυο χρüνια της φυλÜκισης, ο κατÜδικος διÜβαζεν υπερβολικÜ πολý, χωρßς καμμιÜ διÜκριση. Τη μια φορÜ μελετοýσε φυσικÝς επιστÞμες, την Üλλη ζητοýσε ΜπÜιρον Þ ΣÝξπιρ. Σε μερικÜ σημειþματÜ του παρακαλοýσε να του στεßλουνε ταυτüχρονα, χημεßα, εγχειρßδιο ιατρικÞς, κÜποιο μυθιστüρημα και κÜποια φιλοσοφικÞ Þ θεολογικÞ πραγματεßα. Μ' üλα τοýτα τα διαβÜσματα που 'κανε, Ýμοιαζε σε να κολυμποýσε στη θÜλασσα, ανÜμεσα στα συντρßμμια κÜποιου καραβιοý κι επιθυμþντας να σωθεß πιανüταν Üπληστα πüτε απü το 'να συντρßμμι και πüτε απ' τ´Üλλο.
Ο τραπεζßτης θυμüταν üλ' αυτÜ τα χρüνια και σκεπτüταν: "Αýριο το μεσημÝρι στις δþδεκα, θα 'ναι λεýτερος. ΚατÜ τη συμφωνßα, υποχρεþνομαι να του πληρþσω δυο εκατομμýρια. Αν το κÜνω, θα χρεωκοπÞσω οριστικÜ...". Πριν απü δεκαπÝντε χρüνια δεν Þξερε μÞτε κι ο ßδιος πüσα εßχε, μα τþρα φοβüταν να θÝσει στον εαυτü του το ερþτημα: Τα λεφτÜ που εßχε Þ τα χρÝη του Þτανε πιüτερα; Το ριψοκßνδυνο χρηματιστηριακü παιγνßδι, οι τολμηρÝς κερδοσκοπßες και το θερμüαιμο του χαρακτÞρα του, απü τον οποßο δε μποροýσε ν' απαλλαγεß ακüμα και στα γερÜματα, οδÞγησαν λßγο-λßγο τις δουλειÝς του σε παρακμÞ κι ο απαθÞς, ο επηρμÝνος, ο περÞφανος ζÜπλουτος μεταμορφþθηκε σ' Ýνα κοινü και μÝτριο τραπεζßτη που τρÝμει σε κÜθε Üνοδο και κÜθοδο στις αξßες που παßρνανε τα χρεþγραφα.
"ΚαταραμÝνο στοßχημα!" μουρμοýριζεν ο γÝρος πιÜνοντας μ' απüγνωση το κεφÜλι του. "Γιατß Üντεξε; Γιατß δε πÝθανε αυτüς ο Üνθρωπος; Εßναι ακüμα σαρÜντα ετþν. Θα μου πÜρει ü,τι Ýχω και δεν Ýχω, θα παντρευτεß, θα απολÜυσει τη ζωÞ, θα παßζει στο χρηματιστÞριο κι εγþ σα ζητιÜνος, θα βλÝπω με ζÞλεια και θ' ακοýω κÜθε μÝρα να μου λÝει τα ßδια λüγια: 'ΜÝνω υπüχρεως απÝναντß σας για την ευτυχßα μου, επιτρÝψτε μου να σας βοηθÞσω!' Ε üχι, αυτü πÜει πολý! Η μοναδικÞ σωτηρßα απü τη χρεωκοπßα και τη ντροπÞ, εßναι ο θÜνατος αυτοý του ανθρþπου"!
Χτýπησεν η þρα τρεις. Ο τραπεζßτης Ýβαλε τ' αφτß του ν' αφουγκραστεß. Στο σπßτι , üλοι κοιμüντουσαν και το μüνο που ακουγüταν Þταν οθüρυβος Ýξω απü τα παρÜθυρα που κÜνανε τα παγωμÝνα απü το κρýο δÝντρα, να γÝρνουν ακατÜπαυστα απü 'δω κι απü κει. Προσπαθþντας να μη βγÜλει μÞτε Üχνα, πÞρε απü το χρηματοκιβþτιο το κλειδß της φυλακÞς, που επß δεκαπÝντε χρüνια δεν Üνοιξε ποτÝ, φüρεσε το παλτü του και βγÞκεν απü το σπßτι.
¸ξω Þτανε σκοτεινιÜ κι Ýκανε κρýο. ¸βρεχε. Στο αλσýλλιο φυσοýσε με βουÞ, δυνατüς, υγρüς αγÝρας. Ο τραπεζßτης προσπαθοýσε να εντεßνει την üρασÞ του, αλλÜ δεν Ýβλεπε μÞτε γη, μÞτε τα λευκÜ αγÜλματα, μÞτε τα δÝντρα, μÞτε τη πτÝρυγα. ΠλησιÜζοντας προς το μÝρος της, φþναξε δυο-τρεις φορÝς τον φýλακα. ΑπÜντηση καμμιÜ. ¹τανε φανερü πως εßχε πÜει να καλυφθεß απü τη κακοκαιρßα και τþρα θα κοιμüτανε κÜπου στη κουζßνα Þ στο θερμοκÞπιο.
"Αν Ýχω το κουρÜγιο να κÜμω αυτü που σκοπεýω", σκÝφτηκεν ο γÝρος, "οι υποψßες θα πÝσουνε πρþτα απ' üλα στον φýλακα". Και ψηλαφþντας στο σκοτÜδι τα σκαλοπÜτια και τη πüρτα, μπÞκε στον προθÜλαμο της πτÝρυγας. Προχþρησε λßγο χωρßς να βλÝπει και βρÝθηκε σ' Ýνα μικρü δωμÜτιο. 'Αναψε Ýνα σπßρτο. Δεν υπÞρχε ψυχÞ. Εßδε μüνο το κρεβÜτι χωρßς στρþμα, ενþ στη γωνιÜ μαýριζε μια μαντεμÝνια σüμπα. Οι σφραγßδες στη πüρτα που οδηγοýσε στο δωμÜτιο του φυλακισμÝνου, Þταν Üθικτες. ¼ταν Ýσβησε το σπßρτο, ο γÝρος, τρÝμοντας απü τη ταραχÞ, κοßταξε στο παραθυρÜκι.
Μες στο δωμÜτιο φþτιζεν αμυδρÜ Ýνα κερß. Ο ßδιος ο φυλακισμÝνος καθüτανε κοντÜ στο τραπÝζι. Φαινüταν μüνον η ρÜχη του, τα μαλλιÜ και τα πüδια. ΠÜνω στο τραπÝζι, στα δυο καθßσματα και στο χαλß κοντÜ στο τραπÝζι, βρßσκονταν ανοιχτÜ βιβλßα. ΠÝρασαν πÝντε λεπτÜ κι ο φυλακισμÝνος δε κουνÞθηκε διüλου. Τα δεκαπÝντε χρüνια στη φυλακÞ τονε δßδαξαν να κÜθεται ακßνητος. Ο τραπεζßτης χτýπησε με το δÜχτυλο στο παρÜθυρο, αλλÜ ο φυλακισμÝνος δεν απÜντησε στο χτýπο, μÞτε με μια κßνηση. Ο τραπεζßτης τüτε Ýβγαλε προσεχτικÜ τις σφραγßδες απü τη πüρτακι Ýβαλε το κλειδß στη κλειδωνιÜ. Απü τη σκουριασμÝνη κλειδαριÜ ακοýστηκε Ýνας βραχνüς Þχος κι η πüρτα Üνοιξε. Ο τραπεζßτης περßμενε πως θ' ακουστεß αμÝσως κραυγÞ Ýκπληξης και βÞματα, μα περÜσανε δυο-τρßα λεπτÜ και μÝσα Þταν ησυχßα üπως πριν. ΑποφÜσισε να μπει στο δωμÜτιο.
Στο τραπÝζι καθüταν ακßνητος Ýνας Üνθρωπος που δεν Ýμοιαζε με τους συνηθισμÝνους. ¹τανε σκελετüς τυλιγμÝνος εφαρμοστÜ με δÝρμα, εßχε μακρυÜ σγουρÜ μαλλιÜ üπως οι γυναßκες και τραχýμαλλη γενειÜδα. Το χρþμα στο πρüσωπü του Þτανε κßτρινο μ απüχρωση χωματÝνια, τα μÜγουλα βαθουλωτÜ, η ρÜχη μακρουλÞ και στενÞ και το χÝρι που κρατοýσε το μαλλιαρü κεφÜλι Þτανε τüσο λεπτü κι αδýνατο, που, üταν το κοßταζες Ýνιωθες φρßκη. Τα μαλλιÜ του λÜμπανε σαν ασÞμι και κοιτÜζοντας το γεροντικü κι εξαντλημÝνο πρüσωπο, κανεßς δε θα πßστευε πως Þταν μüνο σαρÜντα ετþν. Κοιμüταν... ΜπροστÜ στο γερμÝνο κεφÜλι του, πÜνω στο τραπÝζι, Þταν Ýνα φýλλο χαρτιοý, που 'χε κÜτι γραμμÝνο με ψιλÜ γρÜμματα.
"Απαßσιος Üνθρωπος!" σκÝφτηκεν ο τραπεζßτης. "ΚοιμÜται και στα üνειρÜ του ßσως βλÝπει εκατομμýρια! Αρκεß να πÜρω αυτü τον μισοπεθαμÝνο, να τονε πετÜξω στο κρεβÜτι και να τονε πνßξω απλÜ με το μαξιλÜρι. Ακüμα κι η πιο ευσυνεßηδητη πραγματογνωμοσýνη δε πρüκειται να βρει σημÜδια βßαιου θανÜτου. αλλÜ για να δοýμε τι γρÜφει εδþ..." 'Απλωσε το χÝρι, πÞρε απü το τραπÝζι το χαρτß και διÜβασε τα εξÞς:
"Αýριο στις δþδεκα το μεσημÝρι, παßρνω την ελευθερßα μου και το δικαßωμα να επικοινωνþ με τους ανθρþπους ξανÜ. Προτοý üμως αφÞσω τοýτο το δωμÜτιο και προτοý δω τον Þλιο, θεωρþ αναγκαßο να σας πω λßγα λüγια. Με καθαρÞ τη συνεßδηση μπρος στον Θεü που με βλÝπει, σας δηλþνω πως περιφρονþ και την ελευθερßα και τη ζωÞ και την υγεßα κι üλα üσα ονομÜζονται στα βιβλßα σας αγαθÜ του κüσμου.
Επß δεκαπÝντε χρüνια σποýδασα προσεχτικÜ τη ζωÞ. Εßναι αλÞθεια πως δεν εßδα γη κι ανθρþπους, αλλÜ διαβÜζοντας τα βιβλßα σας, γεýτηκα το αρωματικü κρασß, τραγοýδησα τραγοýδια, κυνÞγησα ελÜφια κι αγριογοýρουνα, αγÜπησα γυναßκες... ΑιθÝριες καλλονÝς, πλασμÝνες με τη μαγεßα που τους εμφýσησε η μεγαλοφυßα των ποιητþν σας, μ' επισκÝπτονταν τα βρÜδια σα πανÜλαφρο νÝφος και μου 'λεγαν ψιθυριστÜ, θαυμÜσια παραμýθια, που μεθοýσανε το νου μου. Μες απü τα βιβλßα σας σκαρφÜλωνα στις κορφÝς του ¸λμπορους και του ΜονμπλÜν, απ' üπου τα πρωινÜ Ýβλεπα τον Þλιο ν' ανατÝλλει και τα δειλινÜ να πλημμυρßζει τον ουρανü και τις κορφÝς των βουνþν με το πορφυρü του χρυσÜφι. Απü κει ψηλÜ, Ýβλεπα πως λÜμπαν οι αστραπÝς, üταν πÜνω απü το κεφÜλι μου χαρÜκωναν εκτυφλωτικÜ τα νÝφη. ¸βλεπα πρÜσινα δÜση, λιβÜδια, ποτÜμια, λßμνες, πüλεις, Üκουγα τις ΣειρÞνες να τραγουδÜνε και τους βοσκοýς να παßζουνε τις φλογÝρες τους, ψηλÜφιζα τα φτερÜ εξαßσιων διαβüλων που 'ρχονταν πετþντας να μιλÞσουμε για τον Θεü... Ριχνüμουν μες στην απýθμενην Üβυσσο των βιβλßων σας, Ýκανα θαýματα, σκüτωνα, Ýκαιγα πüλεις, Ýκανα κηρýγματα νÝων θρησκειþν, κατακτοýσα ολÜκερα βασßλεια...
Τα βιβλßα σας μου δþσανε σοφßα. ¼λα τοýτα που για αιþνες δημιουργοýσεν η ακοýραστη ανθρþπινη σκÝψη, στριμωχτÞκαν μες στο νου μου, σ' Ýνα μικρü σβþλο. ΞÝρω πως εßμαι πιο γνωστικüς απ' üλους σας. Περιφρονþ τα βιβλßα σας κι üλα τα καλÜ του κüσμου, περιφρονþ τη σýνεση και τη σοφßα. Εßν' üλα εφÞμερα, ασÞμαντα, πλασματικÜ κι απατηλÜ. Εßναι αρρωστημÝνη φαντασßα. Εßστε σοφοß και περÞφανοι, αλλÜ ο θÜνατος θα σας εξαφανßσει απü προσþπου γης, ακριβþς üπως θα κÜνει και με τα ποντßκια, που 'ναι κÜτω απü το πÜτωμα. ¼σο για τους απογüνους σας, την ιστορßα, την αθανασßα των μεγαλοφυþν ανθρþπων σας, θα παγþσουν üλα Þ θα καοýν κι αυτÜ μαζß με τη γÞινη σφαßρα.
¸χετε χÜσει τα λογικÜ σας και δε βαδßζετε στο σωστü δρüμο. Το ψÝμμα το δÝχεστε σαν αλÞθεια και την ασχÞμια για ομορφιÜ. Θα σας Ýκανεν Ýκπληξη αν σαν αποτÝλεσμα κÜποιων συνθηκþν, στις μηλιÝς και στις πορτοκαλιÝς μεγαλþνανε ξαφνικÜ αντß καρποß, βατρÜχια και σαýρες Þ αν τα τριαντÜφυλλα αρχßζανε ν' αναδßδουν μυρωδιÜ ιδρωμÝνων αλüγων. ΕκπλÞσσομαι λοιπüν, με σας που ανταλλÜξατε τον ουρανü με τη γη. Δε θÝλω να σας καταλÜβω.
Για να σας αποδεßξω στη πρÜξη τη περιφρüνησÞ μου σε κÜτι με τ' οποßο εσεßς ζεßτε, αρνοýμαι να πÜρω τα δυο εκατομμýρια που κÜποτε ονειρευüμουνα σα να 'ταν ο παρÜδεισος και που τþρα καταφρονþ. Για ν' αφαιρÝσω απü τον εαυτü μου το δικαßωμα αυτü, θα φýγω απü δω πÝντε þρες πριν απü τον προσυμφωνημÝνο χρüνο και με τον τρüπον αυτü, θα καταπατÞσω τη συμφωνßα".
Αφοý τα διÜβασεν αυτÜ ο τραπεζßτης, Üφησε το χαρτß στο τραπÝζι, φßλησε τον παρÜξενον αυτüν Üνθρωπο στο κεφÜλι, Üρχισε να κλαßει και βγÞκε απü τη πτÝρυγα. ΠοτÝ Üλλη φορÜ, ακüμα κι ýστερα απü μεγÜλες χασοýρες στο χρηματιστÞριο, δεν αισθανüταν τÝτοια καταφρüνεση για τον εαυτü του, üπως τþρα δα. ¼ταν Ýφτασε στο σπßτι, ξÜπλωσε στο κρεβÜτι, αλλÜ η συγκßνηση και τα κλÜματα δε τον αφÞναν να κοιμηθεß για πολλÞν þρα.
Την Üλλη μÝρα το πρωß, τρÝξανε χλωμοß οι φýλακες και του ανακοινþσανε πως ο Üνθρωπος που 'μενε στη πτÝρυγα, βγÞκεν απü το παρÜθυρο στον κÞπο, πÞγε στην εξþπορτα κι ýστερα κÜπου εξαφανßστηκε. Ο τραπεζßτης μαζß με τους υπηρÝτες πÞγεν αμÝσως στη πτÝρυγα και διαπßστωσε την απüδραση του φυλακισμÝνου του. Για να μη προκληθοýνε περιττÝς διαδüσεις, πÞρε απü το τραπÝζι το χαρτß με την απÜρνηση κι επιστρÝφοντας στο σπßτι του, το κλεßδωσε μες στο χρηματοκιβþτιο.
Καημüς
Σε ποιον να πω τον καημü μου;
Σοýρουπο. Το πυκνü νερüχιονο νωθρÜ κÜνει κýκλους γýρω απü τα φανÜρια, που μüλις Ýχουν ανÜψει, σχηματßζοντας Ýνα λεπτü, απαλü στρþμα στις στÝγες, στα καποýλια των αλüγων, στα καπÝλα των περαστικþν. Ο αμαξÜς ΙωνÜς ΠοτÜποφ Ýχει γßνει κÜτασπρος σαν φÜντασμα. ¸χει καμπουριÜσει, üσο μπορεß να καμπουριÜσει ζων σþμα και κÜθεται στο κÜθισμÜ του χωρßς να κινεßται. Κι ολÜκερη χιονοστιβÜδα να Ýπεφτε πÜνω του, οýτε και τüτε δε θα 'βρισκε τη δýναμη που χρειÜζεται για να τινÜξει απü πÜνω του το χιüνι... Το αλογÜκι του εßναι κι αυτü κÜτασπρο και στÝκεται ακßνητο. ¸τσι üπως στÝκει ακßνητο, με το Üχαρο σχÞμα του και τα ßσια σαν μπαστοýνια πüδια του, μοιÜζει με φτηνü ζαχαρÝνιο αλογÜκι. ¼πως φαßνεται, εßναι βυθισμÝνο σε σκÝψεις. Το απÝσπασαν απü τ' αλÝτρι, απü τις συνηθισμÝνες γκρßζες εικüνες και το 'ριξαν εδþ, σ' αυτÞ τη δßνη τη γεμÜτη απü εκτυφλωτικÜ φþτα ακατÜπαυστο θüρυβο κι ανθρþπους που τρÝχουν.
Ο ΙωνÜς και το αλογÜκι του Ýχουν πολλÞ þρα να κουνηθοýν απü τη θÝση τους. ΒγÞκαν απü την αυλÞ πριν ακüμα ξημερþσει και το πρþτο αγþγι ακüμα δε φαßνεται πουθενÜ. ΑλλÜ να, στη πüλη πÝφτει η βραδινÞ καταχνιÜ. Το χλομü φως των φαναριþν γßνεται πιο Ýντονο κι üλο δυναμþνει η φασαρßα του δρüμου.
-"ΑμαξÜ, για τη συνοικßα Βιμπüργκσκαγια!" ακοýει ο ΙωνÜς. "ΑμαξÜ"! Ο ΙωνÜς τινÜζεται και πßσω απü τις βλεφαρßδες, τις σκεπασμÝνες με χιüνι, διακρßνει Ýναν αξιωματικü με χλαßνη και κουκοýλα. "Στη Βιμπüργκσκαγια!" ξαναφωνÜζει ο στρατιωτικüς. "ΚοιμÜσαι; Τß κÜνεις λοιπüν; Στη Βιμπüργκσκαγια"!
Σε απÜντηση, ο ΙωνÜς τραβÜει τα χαλινÜρια, Ýτσι που απü τα καποýλια του αλüγου κι απü τους þμους του πÝφτουνε στρþματα χιüνι... Ο αξιωματικüς κÜθεται στο Ýλκηθρο. Ο αμαξÜς κροταλßζει με τα χεßλη, τεντþνει μπροστÜ σα κýκνος το λαιμü, ανασηκþνεται πιüτερο απü συνÞθεια παρÜ απü ανÜγκη και χτυπÜ με το καμουτσßκι στον αÝρα. Το αλογÜκι τεντþνει κι αυτü το λαιμü, στραβþνει τα πüδια του, που μοιÜζουνε μπαστοýνια και ξεκινÜ διστακτικÜ...
-"Ποý πας να χωθεßς, διÜβολε!" ακοýγονται διÜφορες φωνÝς απü τη σκοýρα μÜζα των περαστικþν, που κινοýνται προς κÜθε κατεýθυνση. "Ποý στο διÜβολο πας; ΚρÜτα δεξιÜ"!
-"Εσý οýτε να οδηγÞσεις δε ξÝρεις! ΚρÜτα δεξιÜ!" θυμþνει κι ο αξιωματικüς.
Ο αμαξÜς βρßζει, Ýνας περαστικüς τον κοιτÜ με Üγριες διαθÝσεις, ενþ τινÜζει απü το μανßκι το χιüνι που 'πεσε πÜνω του üταν, διασχßζοντας το δρüμο, ακοýμπησε με τον þμο του τη μοýρη του αλüγου. Ο ΙωνÜς στριφογυρßζει στο κÜθισμα της Üμαξας σα να κÜθεται σε καρφιÜ, χτυπÜει τους αγκþνες του στα πλευρÜ του και κοιτÜζει σαν ηλßθιος, σα να μη καταλαβαßνει ποý βρßσκεται και για ποιü λüγο εßναι κει.
-"Τß παλιÜνθρωποι που εßναι üλοι!" κοροúδεýει ο αξιωματικüς. "Προσπαθοýν να πÝσουν επÜνω σου Þ πÜνω στη μοýρη του αλüγου. Εßναι συνεννοημÝνοι". Ο ΙωνÜς κοιτÜζει πßσω τον επιβÜτη και κουνÜ τα χεßλη... ΘÝλει, üπως φαßνεται, να πει κÜτι, αλλ' απü το λÜρυγγα δε βγαßνει τßποτα, εκτüς απü Ýνα βραχνü Þχο. "Τι;" ρωτÜ ο αξιωματικüς. Ο ΙωνÜς στραβþνει το στüμα προσπαθþντας να χαμογελÜσει, σφßγγεται για ν' ανοßξει ο λαιμüς του και να μιλÞσει, αλλÜ και πÜλι μüνο βραχνιασμÝνα καταφÝρνει να πει:
-"ΞÝρετε, αφÝντη, να... πÝθανε ο γιος μου τοýτη τη βδομÜδα".
-"Χμμ!... Κι απü τι πÝθανε";
Γυρßζει με üλο του το σþμα προς τον επιβÜτη και λÝει:
-"Και ποιüς το ξÝρει! Φαßνεται απü θÝρμες... Τρεις μÝρες Þτανε στο νοσοκομεßο και πÝθανε... ΘÝλημα Θεοý".
-"Στρßψε, διÜβολε!" ακοýγεται μια φωνÞ στο σκοτÜδι. "¸πεσες επÜνω μου, τß κÜνεις λοιπüν, γÝρικο μαντρüσκυλο; 'Ανοιξε τα γκαβÜ σου"!
-"Προχþρα, προχþρα..." λÝει ο επιβÜτης. "¸τσι üπως πÜμε, οýτ' αýριο δε θα φτÜσουμε. ΒιÜσου, λοιπüν"!
Ο αμαξÜς τεντþνει πÜλι το λαιμü, ανασηκþνεται και μ' επιδÝξια και χαριτωμÝνη κßνηση χτυπÜ με το μαστßγιο το Üλογο. ¾στερα κοιτÜ κÜμποσες φορÝς πßσω τον επιβÜτη, üμως αυτüς Ýχει κλεßσει τα μÜτια κι üπως φαßνεται, δεν Ýχει διÜθεση ν' ακοýσει.
Αφοý τον πÞγε στη Βιμπüργκσκαγια, σταματÜ κοντÜ σε μια ταβÝρνα, καμπουριÜζει στο κÜθισμα και μÝνει Ýτσι εκεß χωρßς να σαλεýει... Το νερüχιονο πÜλι τον χρωματßζει Üσπρο, αυτüν και το αλογÜκι. ΠερνÜ μια þρα, Üλλη μια... Τρεις νεαροß περπατοýνε στο πεζοδρüμιο, χτυπþντας τις γαλüτσες τους και καβγαδßζουν. Οι δυο εßναι ψηλοß κι αδýνατοι, ο τρßτος κοντüς και καμποýρης.
-"ΑμαξÜ, στη γÝφυρα της αστυνομßας!" φωνÜζει με τρεμουλιαστÞ φωνÞ ο καμποýρης. "Εßμαστε τρεις, θα μας πας με εßκοσι καπßκια"!
Ο ΙωνÜς τραβÜει τα γκÝμια και πλαταγßζει τα χεßλη του... Εßκοσι καπßκια δεν εßναι καλÞ τιμÞ για το αγþι, αλλÜ κεßνον πια δεν τον νοιÜζει η τιμÞ... Τß Ýνα ροýβλι, τß πÝντε καπßκια -τþρα πια του εßναι αδιÜφορο, φτÜνει μüνο να Ýχει αγþι... Οι νεαροß, σπρþχνοντας και βρßζοντας, ζυγþνουν στο Ýλκηθρο και κÜθονται κι οι τρεις μαζß στο κÜθισμα. Αρχßζουν να μαλþνουν: ποιοι θα καθßσουν και ποιος θα στÝκεται üρθιος; ΜετÜ απü πολýωρο καβγÜ, καπρßτσια και κατηγüριες, καταλÞγουν στ' üτι πρÝπει να στÝκεται üρθιος ο καμποýρης, σαν πιο κοντüς.
-"Λοιπüν ξεκßνα!" στριγκλßζει ο καμποýρης üρθιος ανασαßνοντας στο σβÝρκο του ΙωνÜ. "Χτýπα! ΦορÜς βλÝπω καπÝλο αδερφÜκι! Χειρüτερο σ' ολÜκερη τη Πετροýπολη δε θα βρεις..."
-"Χι, χι... χι, χι", χαχανßζει ο ΙωνÜς. "¼, τι Ýχει ο καθεßς φορÜ..."
-"Λοιπüν, εκεßνο που Ýχεις... 'Αντε, πιο γρÞγορα! ¸τσι θα πας σ' üλο το δρüμο; Ναι; ΘÝλεις να σου δþσω καμιÜ";
-"Το κεφÜλι μου πÜει να σπÜσει...", λÝει ο Ýνας απü τους ψηλοýς. "Χτες στους ΝτουκμÜσοφ οι δυο μας με το ΒÜσκα Þπιαμε τÝσσερις μποτßλιες κονιÜκ".
-"Δε καταλαβαßνω γιατß λες ψÝματα!" θυμþνει ο Üλλος ψηλüς. "¼λο ψευτιÝς λες".
-"Να με τιμωρÞσει ο Θεüς αν λÝω ψÝματα, αλÞθεια λÝω..."
-"Αυτü λοιπüν εßναι τüσο αληθινü üσο το üτι η ψεßρα βÞχει".
-"Χι, χι!" ψευτογελÜ ειρωνικÜ ο ΙωνÜς. "ΚεφÜτοι οι κýριοι"!
-"Φτου, να σε πÜρει ο διÜβολος!" θυμþνει ο καμποýρης. "Θα τρÝξεις πιο γρÞγορα, παλιüγερε, Þ üχι; ¸τσι θα πÜμε; Χτýπα το λßγο με το καμτσßκι! Μπρος, ποý να πÜρει ο διÜβολος! Πιο δυνατÜ χτýπα το"!
Ο ΙωνÜς νιþθει πßσω απ' τη πλÜτη του τον καμποýρη να στριφογυρßζει και τον ακοýει να βρßζει με τρεμουλιαστÞ φωνÞ, βλÝπει τους ανθρþπους στο δρüμο και το αßσθημα της μοναξιÜς αρχßζει σιγÜ-σιγÜ να γßνεται πιο ελαφρý. Ο καμποýρης βρßζει, μÝχρι που πνßγεται απü το επιτηδευμÝνο ατελεßωτο βρισßδι και τονε πιÜνει βÞχας. Οι δýο ψηλοß αρχßζουν να μιλÜνε για κÜποια ΝαντιÝζντα Πετρüβνα. Ο ΙωνÜς τους κοιτÜζει. ¾στερα απü μια μικρÞ παýση, τους κοιτÜζει ακüμα μια φορÜ και μουρμουρßζει:
-"ΑυτÞ τη βδομÜδα... να, δηλαδÞ... πÝθανε ο γιος μου"!
-"¼λοι θα πεθÜνουμε..." αναστενÜζει ο καμποýρης σκουπßζοντας τα χεßλη ýστερα απü το βÞχα. "Λοιπüν, τρÝξε, τρÝξε! Κýριοι, εγþ δεν μπορþ Üλλο να πηγαßνω Ýτσι. Πüτε,
επιτÝλους, θα μας πÜει τοýτος στον προορισμü μας";
-"ΤσßγκλισÝ το λßγο κι εσý πιο δυνατÜ, ξÝρεις... στο σβÝρκο"!
-"Παλιüγερε, τ' ακοýς; Λοιπüν, θα σε τρυπÞσω στο σβÝρκο!... Με τον αδερφü σου να κÜνεις τσιριμüνιες, Ýτσι και με τα πüδια πηγαßναμε! Ακοýς, παλιüμουτρο Þ αψηφÜς τα λüγια μας"; Κι ο ΙωνÜς περισσüτερο Üκουσε, παρÜ Ýνιωσε, το χτýπο της καρπαζÜς στο σβÝρκο!
-"Χι, χι", γελÜ. "Τß διασκεδαστικοß κýριοι... Ο Θεüς να σας δßνει χρüνια"!
-"ΑμαξÜ, εßσαι παντρεμÝνος;" ρωτÜ ο Ýνας ψηλüς.
-"Εγþ, ναι! Χι, χι... Τß διασκεδαστικοß κýριοι! Τþρα Ýχω γυναßκα... τη μαýρη γη. Χι, χο, χο... ¸να μνÞμα υπÜρχει! ΠÝθανε ο γιος μου κι εγþ εßμαι ζωντανüς... ΠαρÜξενη υπüθεση, ο θÜνατος Ýκανε λÜθος στη πüρτα... Αντß να 'ρθει σε μÝνα, πÞγε στο γιο..."
Κι ο ΙωνÜς στρÝφεται για να διηγηθεß με ποιο τρüπο πÝθανε ο γιος του, αλλÜ κεßνη τη στιγμÞ ο καμποýρης αναστενÜζει ελαφρÜ και δηλþνει üτι, δüξα τω Θεþ, επιτÝλους Ýφτασαν. Αφοý πÞρε τα εßκοσι καπßκια, ο ΙωνÜς για κÜμποση þρα κοιτÜζει τους γλεντζÝδες, που χÜνονται πßσω απü μια σκοτεινÞ εßσοδο. Εßναι πÜλι μονÜχος και ξαναγßνεται ησυχßα... Ο καημüς, που εßχε για λßγο μετριαστεß, ξανÜρχεται πÜλι και του πιÝζει το στÞθος με μεγαλýτερη δýναμη. Τα μÜτια του ΙωνÜ μ' ανησυχßα ψÜχνουνε βασανιστικÜ ανÜμεσα στο πλÞθος που πηγαινοÝρχεται στις δυο πλευρÝς του δρüμου. Δε θα βρεθεß, λοιπüν, μÝσα σ' αυτÝς τις χιλιÜδες τους ανθρþπους Ýστω κι Ýνας που να θÝλει να τον ακοýσει με προσοχÞ; ΑλλÜ οι Üνθρωποι τρÝχουν, χωρßς να προσÝχουν οýτε αυτüν οýτε τον πüνο του... Ο πüνος του εßναι πολý μεγÜλος, δεν Ýχει üρια. Αν Ýσπαζε το στÞθος του ΙωνÜ και ξεχυνüταν απü μÝσα του ο πüνος, του φαßνεται üτι θα πλημμýριζε üλο τον κüσμο. ¼μως κανÝνας δεν τον βλÝπει. ¸χει χωθεß μÝσα σ' Ýνα τüσο μικροσκοπικü κÝλυφος, που δε μπορεßς να το δεις οýτε στο φως της ημÝρας.
Ο ΙωνÜς βλÝπει Ýναν πορτιÝρη που κουβαλÜ Ýνα σακß κι αποφασßζει να πιÜσει κουβÝντα μαζß του.
-"Φßλε, τι þρα εßναι τþρα;" ρωτÜ.
-"ΔÝκα... Γιατß σταμÜτησες εδþ; ΠÞγαινε παραπÝρα"!
Ο ΙωνÜς πηγαßνει μερικÜ βÞματα πιο πÝρα, σκýβει üσο γßνεται πιüτερο και παραδßνεται στον καημü του... Το θεωρεß πια ανþφελο να μιλÞσει στους ανθρþπους. ΑλλÜ δεν περνοýν οýτε πÝντε λεπτÜ και τεντþνεται, τινÜζει το κεφÜλι, σα να 'νιωσε δυνατü πüνο, και τραβÜ τα γκÝμια... Δεν αντÝχει Üλλο. "Πßσω στην αυλÞ", σκÝφτεται. "Στην αυλÞ!" Κι η φοραδßτσα, σα να κατÜλαβε τη σκÝψη του, Üρχισε να τρÝχει με τροχασμü...
ΜετÜ μιÜμιση þρα ο ΙωνÜς κÜθεται σ' Ýνα μεγÜλο βρüμικο πατÜρι, πÜνω απü τη σüμπα. Το πÜτωμα κι οι πÜγκοι εßναι γεμÜτοι ανθρþπους που ροχαλßζουν. Η ατμüσφαιρα εßναι αποπνικτικÞ, τοýφες καπνοý ανεβαßνουν προς το ταβÜνι. Ο ΙωνÜς κοιτÜ τους κοιμισμÝνους, ξýνεται και λυπÜται που γýρισε τüσο νωρßς... "Οýτε για βρüμη δεν κÜνουν αυτÜ που κονüμησα", σκÝφτεται. "Απ' αυτü εßναι ο καημüς. Ο Üνθρωπος που ξÝρει τη δουλειÜ του... που εßναι κι ο ßδιος χορτÜτος και τ' Üλογο χορτÜτο, εßναι πÜντα Þσυχος..."
Απü μια γωνιÜ σηκþνεται Ýνας νεαρüς αμαξÜς, κÜτι μουρμουρßζει νυσταγμÝνα και κατευθýνεται προς τον κÜδο με το νερü.
-"ΔιψÜς;" ρωτÜ ο ΙωνÜς.
-"¸τσι φαßνεται"!
-"¸τσι... Στην υγειÜ σου... Εßχα κι εγþ Ýνα γιο, φßλε και πÝθανε... Τ' Üκουσες πουθενÜ; ΑυτÞ τη βδομÜδα, στο νοσοκομεßο... Εßναι μεγÜλη ιστορßα"!
Ο ΙωνÜς κοιτÜζει τι εντýπωση Ýκαναν τα λüγια του, αλλÜ δε βλÝπει τßποτα. Ο νεαρüς σκεπÜζεται ως το κεφÜλι και ξανακοιμÜται. Ο γÝρος αναστενÜζει και ξýνεται... ¼πως ο νεαρüς διψοýσε για νερü, Ýτσι κι αυτüς διψÜει για κουβÝντα. Σε λßγο θα συμπληρωθεß μια βδομÜδα απü τüτε που πÝθανε ο γιος του κι αυτüς δε μπüρεσε να μιλÞσει με κανÝναν... ΑισθÜνεται την ανÜγκη να μιλÞσει καθαρÜ, να τα πει üλα üπως Ýγιναν...
ΠρÝπει να διηγηθεß πþς αρρþστησε ο γιος του, πþς βασανßστηκε, τι Ýλεγε πριν πεθÜνει, πþς πÝθανε... ΠρÝπει να πει πþς Ýγινε η κηδεßα και πþς πÞγε στο νοσοκομεßο για να πÜρει τα ροýχα του συχωρεμÝνου. Στο χωριü Ýμεινε η κοροýλα του Ανßσια... Και γι' αυτÞ πρÝπει να μιλÞσει... Εßναι, λοιπüν, λßγα αυτÜ που 'χει να πει; ¼ποιος τον ακοýσει πρÝπει Ýπειτα να βογκÜ, ν' αναστενÜζει, να κλαßει... Ακüμα και με γυναßκες να μιλοýσε, θα 'τανε καλýτερα. ΑυτÝς, αν κι εßναι λιγüμυαλες, üμως κλαßνε γοερÜ απ' τις πρþτες λÝξεις. "Ας πÜω να δω το Üλογο", σκÝφτεται. "Να κοιμηθεßς πÜντα προφταßνεις... Σßγουρα θα χορτÜσω ýπνο".
Ντýνεται και πÜει στο στÜβλο, üπου βρßσκεται το Üλογο του. ΣκÝφτεται τη βρüμη, το σανü, τον καιρü... Για το γιο, üταν εßναι μüνος, δε μπορεß να σκÝφτεται... Να μιλÞσει με κÜποιον γι' αυτüν μπορεß, αλλÜ ο ßδιος να τονε σκÝφτεται και να φÝρνει στο μυαλü την εικüνα του, του εßναι αβÜσταχτο...
-"ΜασÜς;" ρωτÜ ο ΙωνÜς το Üλογü του, βλÝποντας τα γυαλιστερÜ του μÜτια. "Λοιπüν, μÜσα, μÜσα... Αφοý δε βγÜλαμε λεφτÜ ν' αγορÜσουμε βρüμη, θα φÜμε σανü... Ναι... ΓÝρασα πια για να κÜνω κοýρσες με την Üμαξα... Ο γιος μου Ýπρεπε να τις κÜνει κι üχι εγþ... ¹τανε πραγματικüς αμαξÜς... Να ζοýσε μüνο..." Ο ΙωνÜς σωπαßνει για κÜμποσο κι Ýπειτα συνεχßζει: "¸τσι, λοιπüν, αδερφοýλα, φοραδßτσα... Δεν υπÜρχει πια ο ΚοσμÜς Ιüνιτς... Μας Üφησε χρüνους... ΠÝθανε Üδικα... Τþρα, ας ποýμε πως Ýχεις Ýνα πουλαρÜκι κι εσý εßσαι η αγαπημÝνη του μητÝρα... και ξαφνικÜ, ας ποýμε, αυτü το μοναδικü πουλαρÜκι μας αφÞνει χρüνους... Δε θα 'τανε πραγματικÜ λυπηρü";
Η φοραδßτσα μασÜ, ακοýει κι ανασαßνει μες στα χÝρια του αφεντικοý της.
Ο ΙωνÜς συναρπÜζεται και της τα διηγεßται üλα...