Βιογραφικü
Ο ΠλÜτων ΡοδοκανÜκης Þταν ¸λληνας λογοτÝχνης, ιστορικüς ερευνητÞς και δημοσιογρÜφος. ΓεννÞθηκε στη Σμýρνη, üπου εßχαν εγκατασταθεß οι Χιþτες προγüνοι του, ενþ Þτανε συγγενÞς εξ αßματος με τον KÜλβο. Φοßτησε στην ΕυαγγελικÞ ΣχολÞ Σμýρνης και στη ΘεολογικÞ ΣχολÞ ΧÜλκης, καθþς προοριζüτανε για κληρικüς. ΣτρÜφηκε üμως προς τη δημοσιογραφßα, που εξÜσκησε αρχικÜ στη Σμýρνη και μετÜ στην ΑθÞνα, εργαζüμενος στις εφημερßδες Ακρüπολις κι Εστßα, κυρßως ως χρονογρÜφος. ΜεγÜλωσε μÝσα στην αγκαλιÜ της μητÝρας του, ανιψιÜς του ΚÜλβου, που προτßμησε να κρατÞσει το επþνυμü της, αλλÜ και με τα χÜδια της γιαγιÜς του, της Σινιüρας Κατßνας με τα ψηλÜ τακοýνια, απü üπου -μωρü ακüμα- μÜθαινε για τα κατορθþματα των θαυμαστþν προγüνων του. Μισοýσε τα βιβλßα του σχολεßου, λÜτρευε üλα τα υπüλοιπα εξωσχολικÜ κι Ýνιωθε πως εßχε μÝσα του κατιτß το πολý... ξανθü. Η τρυφερÞ του φýση τον þθησε να σπουδÜσει για να γßνει παπÜς κι εßναι η ßδια που τον ανÜγκασε ν' αποχωρÞσει πρüωρα απü τη προσπÜθεια αυτÞ. ΜετÜ τη Πüλη, Þρθε στη Θεσσαλονßκη και την ΑθÞνα κι Ýγραψε ποιÞματα, διηγÞματα, θÝατρο. ΥπÞρξε Ýνας απü τους ελÜχιστους γνþστες της αισθητικÞς, της καθημερινüτητας και των μυστικþν του καλλωπισμοý των γυναικþν στο ΒυζÜντιο και δηλωμÝνος βενιζελικüς. Ξεκßνησε να γρÜφει στη καθαρεýουσα αλλÜ τελικÜ αγÜπησε τη δημοτικÞ, πρÜγμα για το οποßο ο ΠαλαμÜς τον επαßνεσε δημüσια. Με το Λαπαθιþτη γνωρßστηκαν σε μια βüλτα στη Σταδßου κι üτι Ýφαγε στο Βüλο μια αδÝσποτη σφαßρα στο στομÜχι απü λÜθος.
Ο πρþτος καταγεγραμμÝνος πρüγονüς του Þτανε γελωτοποιüς -μßμος στο ΒυζÜντιο κι ο αμÝσως επüμενος εντοπßζεται στον 17ο αι. κι εßναι ο Κωνσταντßνος ΡοδοκανÜκης, ποιητÞς κι αλχημιστÞς, προσωπικüς γιατρüς του Καρüλου Β', που Ýδρασε στο Σüχο του Λονδßνου κι Ýμεινε γνωστüς για τη συμβολÞ του στη καταπολÝμηση της πανþλης με το μυστικü σκεýασμα που παρÞγαγε ονüματι Alexicacus SpiritusMundi (το αλεξßκακο πνεýμα του κüσμου). ¢λλοι ξακουστοß συγγενεßς του ξÝρουμε τον Πλωτßνο ΡοδοκανÜκη, τον οραματιστÞ αναρχικü οδηγητÞ που Ýδρασε στο Μεξικü, τον ΔημÞτριο ΡοδοκανÜκη, τον πρßγκηπα απü το ΜÜντσεστερ με τους αμφιλεγüμενους τßτλους τιμÞς που ζοýσε στη Σýρο και που διετÝλεσε 1ος ΜÝγας ΔιδÜσκαλος στη ιστορßα του Ελληνικοý Τεκτονισμοý, το ΡοδοκανÜκειο Παρθεναγωγεßο της Οδησσοý και τη Vila Rodocanacchi στο Λιβüρνο της ΤοσκÜνης. Ο τελευταßος γνωστüς συγγενÞς του Þταν ο Christophe Rodocanachi, ο Γενικüς ΔιευθυντÞς της Total, που Ýχασε τη ζωÞ του τον Οκτþβρη του 2014 στη Μüσχα, κατÜ την απογεßωση του εταιρικοý του τζετ με προορισμü το Παρßσι. Η φρÜση που συνοδεýει το εραλδικü οικüσημο της οικογÝνειας ΡοδοκανÜκη üλους αυτοýς τους αιþνες λÝει "Εν ρüδω ανθþ" (Ανθßζω στο ρüδο).
ΞÝρουμε τÝλος, üτι Ýγραψε ýμνο στον ΣατανÜ, ο τßτλος της πρþτης του ποιητικÞς συλλογÞς De Profundis εßναι ευθεßα αναφορÜ στον Wilde και πως η φüρμα της γραφÞς του στο Βυσσινß ΤριαντÜφυλλο αποτελεß ευθεßα αναφορÜ στο ΒÝρθερο του Γκαßτε: επιστολÝς σε 1ου προσþπου αφÞγηση ως τη στιγμÞ της αυτοκτονßας των ηρþων και ξαφνικÞ -αδικαιολüγητη τριτοπρüσωπη αφÞγηση σε üλη τη περιγραφÞ της αυτοκτονßας. Επßσης λογοκρßθηκε απü την εφημερßδα Ακρüπολη, που τýπωσε λευκü κομμÜτι στη θÝση του κειμÝνου χωρßς να τον ειδοποιÞσει, στο 3ο κιüλας μÝρος του Ýργου, επειδÞ χαρακτÞριζε το Χριστü γλεντζÝ και τον παρομοßαζε με τον ΣωκρÜτη -αργüτερα απεκÜλεσε το λογοκριτÞ του μÜστορα.
ΓεννÞθηκε στη Σμýρνη το 1883, γιος του δικηγüρου Παναγιþτη Σουλιþτη και της ΔÝσποινας ΡοδοκανÜκη. Οι αναμνÞσεις του απü την εποχÞ εκεßνη της Σμýρνης στοιχειοθετοýν το πορτραßτο ενος μοναχικοý παιδιοý που του προσφÝρονται οι καλλßτερες κοινωνικÝς και μορφωτικÝς προûποθÝσεις. Η στενÞ σχÝση του με τα βιβλßα ανÜγεται Þδη στην παιδικÞ του ηλικßα. Τα πρþτα αναγνþσματÜ του εßναι τα εκκλησιαστικÜ βιβλßα, Ýνας καθαυτü οδηγüς της χριστιανικÞς αρετÞς, γρÞγορα πÜντως τα ενδιαφÝροντÜ του επεκτεßνονται και προς την ελληνικÞ και ξÝνη λογοτεχνßα. ΓενικÜ üμως το ψυχισμü του φανατικοý για γρÜμματα παιδιοý διαπερνÜ κÜτι το τραγικü και θλιμμÝνο. Η υγεßα του κλονßζεται κι η οικογÝνειÜ του αναγκÜζεται να διαμεßνει 3 Ýτη στο Κορδελιü.
Εκεß το φυσικü περιβÜλλον τονε βοηθÜ ν' αναρρþσει, αλλÜ η θλßψη τονε κρατÜ καθηλωμÝνο ψυχικÜ. Αποφασßζει να φýγει απü τον στενü κýκλο της οικογÝνειας με δικαιολογßα της φοßτησης στη ΘεολογικÞ ΣχολÞ της ΧÜλκης. ΠρÜγματι φοιτÜ εκεß. ΑντιμÝτωπος üμως με τις απαγορεýσεις και τις υποχρεþσεις του δüκιμου μοναχοý, αποφασßζει να επιστρÝψει πÜλι στη ζωÞ του λαúκοý. Στη Σμýρνη δημοσιογραφεß με το ψευδþνυμο Συρανþ. Τα πρþτα χρüνια του 20ου αι. εγκαθßσταται στην ΑθÞνα. Στην αρχÞ εργÜστηκε ως υπÜλληλος στο βιβλιοπωλεßο ΕλευθερουδÜκης. Στη συνÝχεια συνεργÜστηκε δημοσιογραφικÜ με την Ακρüπολι και με πολλÝς εφημερßδες γρÜφοντας κυρßως χρονογραφÞματα.
ΩραιοπαθÞς κι αισθησιακüς, πρωτοεμφανßστηκε στη λογοτεχνßα το 1908 γρÜφοντας με πολý κομψü ýφος ποιÞματα, πεζÜ, üπως De Ρrofundis, 1908, Το ΦλογισμÝνο ΡÜσο, 1911, αυτοβιογραφικü αφÞγημα, Το Βυσσινß ΤριαντÜφυλλο 1912, αφηγÞματα κ.Ü., -üλα αυτÜ ανÝβαιναν σε συνεργασßα με την Ακρüπολι- καθþς και το ποιητικü δρÜμα ¢γιος ΔημÞτριος, που παßχτηκε απü το θßασο της Mαρßκας Kοτοποýλη το 1917. Στη σκηνÞ ανεβÜστηκαν και τα μονüπρακτÜ του H Θεατρßνα, O Πιερüττος και Tο ΤσακÜλι, 1912, -ανεβÞκανε το 1912 και τα 3 απü το θßασο ΚυβÝλης Αδριανοý-, καθþς και το ιστορικü δρÜμα H KλυταιμνÞστρα. Pομαντικüς και ταυτüχρονα παρνασσικüς, συνοδοιπüρος του καβαφικοý αισθητισμοý, Ýνας συγγραφÝας που θα μποροýσε να θεωρηθεß πρüδρομος των υπερρεαλιστþν μας. Τον ενδιαφÝρον του για τη βυζαντινÞ Ιστορßα Ýχει αποτυπωθεß σε δýο βιβλßα του. Το 1916 εκδßδει τα ΒυζαντινÜ Πολýπτυχα. Το βιβλßο αποτελεßται απü σýντομα χρονογραφÞματα που πραγματεýτονται θÝματα της βυζαντινÞς κοινωνικÞς ζωÞς. Το ιστοριοδιφικü Ýργο του συγγραφÝα H Βασßλισσα Κι Αι Βυζαντιναß Αρχüντισσαι, δημοσιεýεται μετÜ το θÜνατü του το 1920.
Το ¢συλο ΑνιÜτων σÞμερα, υπÞρξε η τελευταßα κατοικßα του
Το 1913 διορßστηκε διευθυντÞς επιδομÜτων για τα θýματα του Α' Βαλκανικοý ΠολÝμου. Το 1916 προσχþρησε στο κßνημα ΕθνικÞς Αμýνης του ΒενιζÝλου και ανÝλαβε την ßδρυση κι οργÜνωση του Βυζαντινοý Μουσεßου στη Θεσσαλονßκη, σαν Ýφορος Βυζαντινþν ΑρχαιοτÞτων. Το 1917 του ανατÝθηκε η διεýθυνση του βυζαντινοý τμÞματος του υπουργεßου Παιδεßας. Ηταν απü τα πρþτα ιδρυτικÜ μÝλη της Εταιρßας Βυζαντινþν Σπουδþν. ΔιετÝλεσεν επßσης κι υπÞρξε απü τους ιδρυτÝς της Εταιρεßας Βυζαντινþν Σπουδþν. Στις 16 ΓενÜρη του 1919, ΤετÜρτη, πεθαßνει απü φυματßωση στο νοσοκομεßο του Ευαγγελισμοý, που νοσηλευüτανε για πÜνω απü μÞνα, μüλις στα 36. Η δημοσßα κηδεßα του (εξαιτßας της ενασχüλησÞς του με το αρχαιολογικü τμÞμα του Υπουργεßου Παιδεßας) θα γßνει το επüμενο πρωß στις 10:30, στο νεüδμητο τüτε παρεκκλÞσι του Ευαγγελισμοý.
Ο ΠλÜτων ΡοδοκανÜκης τοποθετεßται χρονικÜ στο τÝλος της λεγüμενης λογοτεχνικÞς γενιÜς του 1880. Η γραφÞ του κινεßται στα πλαßσια του αισθητισμοý, με αναφορÝς στο Ýργο των ΓουÜιλντ, του Ντ’ Αννοýντσιο, του πρþιμου Νßκου ΚαζαντζÜκη, του Κωνσταντßνου ΧρηστομÜνου και τη φιλοσοφßα του Νßτσε. Αμφιλεγüμενη προσωπικüτητα, κατηγορÞθηκε για λογοκλοπßα απü το ΧρηστομÜνο για το βιβλßο του Το Βυσσινß ΤετρÜδιο κι απÝφυγε τη καταδßκη με τη παρÝμβαση του ΠαλαμÜ. Πιστüς του δüγματος τÝχνη για τη τÝχνη, διεκδικεß, πιüτερο ßσως απü το ΧρηστομÜνο, τον τßτλο του κατεξοχÞν εκπροσþπου του αισθητισμοý στη πεζογραφßα μας. Ιδιοσυγκρασßα δραματικÜ διχασμÝνη ανÜμεσα στον ασκητισμü και τον Üκρατο αισθησιασμü, βρßσκει διÝξοδο στη λυρικÞ εξομολüγηση, ποý δεν κρυσταλλþνεται πÜντοτε οýτε σε διÞγημα οýτε σε ποßηση οýτε τελικÜ σε οποιαδÞποτε μορφÞ τυπικÜ αναγνωρßσιμου λüγου για τα μÝτρα της εποχÞς. ΠαραμÝνει κατÜσταση γραφÞς επßμονα αντιρρεαλιστικÞ üπου κυριαρχεß το üνειρο, Þ λυρικÞ μÝθη Þ απροσδüκητα κÜποτε εκφραστικÞ τüλμη, αλλÜ συχνÜ κι Þ υπερβολικÞ γλυκερüτητα κι Þ λεκτικÞ υπερεκζÞτηση. Στü Βυσσινß ΤριαντÜφυλλο κÜποιες απüπειρες ρεαλιστικüτερης μυθοπλασßας δεν καταλÞγουνε παρÜ σε μια σειρÜ απü λυρικÝς πρüζες με κυρßαρχο και πÜλι το στßγμα του αισθητισμοý: διÜκοσμος αντß της ουσßας.
Ολα τα στοιχεßα των Ýργων του εντÜσσουν τον συγγραφÝα στο πεδßο του αισθητισμοý. Ολοι οι κριτικοß τον εγγρÜφουν στη πιο ακμαßα φÜση του ελληνικοý αισθητισμοý. Βασικü θÝμα των κριτικþν υπÞρξε ο συσχετισμüς του με Ελληνες και ξÝνους πεζογρÜφους (Wilde, ΧρηστομÜνο κλπ). Η πλειονüτητα των λογοτεχνικþν Ýργων του απηχεß τις θεωρητικÝς αντιλÞψεις κι αναπτýσσει τη θεματολογßα του αισθητισμοý. Η Üποψη üτι τα δημιουργÞματα της τÝχνης συνιστοýν αυτüνομη Ýκφραση της ομορφιÜς οδηγεß στην αντιπαρÜθεση, ακüμη και στη σýγκρουση, τÝχνης και πραγματικüτητας. Στη λογοτεχνßα το περιεχüμενο υποβαθμßζεται, εξαßρεται η σημασßα τη μορφÞς κι επιδιþκεται η γλωσσικÞ εκζÞτηση. Η λογοτεχνßα Ýτσι αποδεσμεýεται και καταδικÜζει κÜθε Ýννοια διδακτισμοý, ηθικÞς και φιλοσοφßας. Οι θεματικÝς επιλογÝς της αισθητιστικÞς πεζογραφßας εßναι συναφεßς με την αντßληψÞ της για τη σχÝση της λογοτεχνßας με τη ζωÞ. ΠροβÜλλεται το εξωτικü, το αποκλßνον στοιχεßο, το φανταστικü. Ο ΡοδοκανÜκης Þ αποτολμÜ μιαν απüδραση στο παρελθüν, αναπολþντας μες στην αχλý της ωραιοπαθοýς και μελαγχολικÞς διÜθεσÞς του τα παιδικÜ και νεανικÜ του χρüνια (Το φλογισμÝνο ρÜσο), Þ δημιουργεß Ýνα φανταχτερü διÜκοσμο γýρω απü τον παρÜφορο Ýρωτα 2 νÝων που κορυφþνονται και σβÞνει με το θÜνατü τους (το βυσσινß τριαντÜφυλλο). Στη σχÝση του αισθητισμοý με τη decadence ιχνηλατοýνται οι καταβολÝς της Ýντονης πεσιμιστικÞς τÜσης του. Τα κυριüτερα γνωρßσματα της συγγραφικÞς του ταυτüτητας θα μποροýσαν να συνοψιστοýν ως εξÞς: Ωραιολατρεßα, αισθησιασμüς, ηδονισμüς, αριστοκρατηκÝς κλßσεις και πεποιθÞσεις που εκβÜλλουν ανυπερθÝτως στον νιτσεúσμü. ΠεισιθÜνατη διÜθεση κι εξομολογητικÞ τÜση.
Τα Ýργα μεßζονος σημασßας του ΡοδοκανÜκη τα συνÝχει ενιαßα αντßληψη ποιητικÞς-λυρικÞς διÜθεσης που πηγÜζει απü τον αισθητισμü. ΑρκετÜ περιγραφικÜ μÝρη απü αυτÜ, αν απομονωθοýν, μεταδßδουν την αßσθηση πεζþν ποιημÜτων. Κατ' αντßστοιχο τρüπο, κÜποια απü τα πεζÜ ποιÞματÜ του θα μποροýσαν να θεωρηθοýν προδρομικÝς συμπυκνþσεις των αφηγημÜτων του. ΧρÞσιμο εßναι τþρα να επικεντρωθεß η προσοχÞ στις γλωσσικÝς επιλογÝς του. Η μετÜβαση απü την αρμονικÞ και καλαισθητικωτÜτη πραγματικþς καθαρεýουσα του De profundis, σε μια συνηθισμÝνη δημοτικÞ, δε φανερþνει απλÜ την Þπια υιοθÝτηση του, της γλþσσας που τüτε Ýτεινε να υπερισχýσει στον ελληνικü λογοτεχνικü λüγο. Σημαßνει τη στροφÞ του απü τη γλþσσα του σχολειοý στη γλþσα της τÝχνης -τη στροφÞ απü τη γλþσσα της ποιητικÞς αρμονßας και καλλιÝπειας στη γλþσσα της πεζογραφικÞς παραστατικüτητας και πιστüτητας.
Ο αφηγηματικüς ιστüς του ΦλογισμÝνου ρÜσου πλÝκεται γýρω απü Ýνα πυρÞνα: Ο νεαρüς συγγραφÝας για να ξεφýγει απü τα απειλητικÜ δßχτυα της προαßσθησης του θανÜτου που τον ακολουθεß απü τα παιδικÜ του χρüνια, επιλÝγει ως οδü σωτηρßας τη ζωÞ του ιερωμÝνου. ΜÝσα απü τις εμπειρßες του üμως απü τη ΘεολογικÞ σχολÞ της ΧÜλκης üπου φοιτÜ, θα καταλÜβει πως ανÞκει στην εντελþς αντßθετη κατεýθυνση. Στο Ýργο αυτü ο εξομολογοýμενος συγγραφÝας φανερþνει συχνÜ üτι πÝρασε τον καιρü του στη σχολÞ σαν περßεργος και δýσθυμος επισκÝπτης. Εντοπßζει τη προσοχÞ του στον αρχιτεκτονικü διÜκοσμο του μοναστηριοý Þ και στο διονυσιασμü και στη καταπιεσμÝνη σεξουαλικüτητα των καλογÞρων. Αποζημιþνει με τον περßτεχνο γλωσσικü διÜκοσμü του, Ýνα λüγο βασισμÝνο στη καλλονÞ της λογοτεχνικÞς γλþσσας, σýμφωνα πÜντα με το αισθητιστικü üραμα του συγγραφÝα.
Το βυσσινß τριαντÜφυλλο χωρßζεται σε 2 μÝρη. Εχει ως θÝμα την ερωτικÞ ιστορßα του νεαροý ζωγρÜφου Γιþργου και της ΒÝρας. Στο 1ο μÝρος, μÝσα απü τις σκüρπιες αισθαντικÝς ημερολογιακÝς εγγραφÝς του Γιþργου, που καλýπτουνε διÜρκεια 1 Ýτους, ο αναγνþστης συνενþνει τα διÜσπαρτα στοιχεßα της πλοκÞς που υφαßνεται γýρω απü το σφοδρü, αλλÜ και πλατωνικü ερωτικü αßσθημα των δýο νÝων. Στο 2ο μÝρος Ýνας φßλος του Γιþργου αφηγεßται το θÜνατο του ζευγαριοý το δειλινü της ßδιας μÝρας που οι δýο εραστÝς ενþθηκαν με τα δεσμÜ του μυστικοý τους αρραβþνα. ΠαραδομÝνοι στον διονυσιακü παγανισμü τους ο Γιþργος κι η ΒÝρα περιδιαβÜζουν Ýφιπποι την ακτÞ της Ελευσßνας. Η ΒÝρα, üταν βλÝπει να πλησιÜζει μια τρομερÞ καταιγßδα, καταλαμβÜνεται απü ιερÞ μανßα κι ορμÜ στα κýματα για να βρεθεß στον κυκλþνα του φυσικοý φαινομÝνου και να το ζÞσει, αντιμÝτωπη με αυτü, üσο πιο κοντÜ μπορεß. Ο Γιþργος προσπαθεß μÜταια να τη σþσει, ως τη στιγμÞ που βυθßζονται κι οι δυο στον υδÜτινο τÜφο τους. Πρüκειται για ατýχημα Þ για αυτοκτονßα;
Ο Γιþργος κι η ΒÝρα, ζþντας στη χλιδÞ και στην ευμÜρεια των αριστοκρατικþν τους οικογενειþν, απαλλαγμÝνοι απü βιοτικÜ προβλÞματα, Ýχουν μια Ýντονη Ýφεση ζωÞς. Η μüνιμη ευπÜθειÜ τους τους οδηγεß σε νοσηρüτητα. Οσο φουντþνει η αγÜπη τους γßνονται σαν τις πεταλοýδες που καßγονται απü την ολÝθρια δýναμη του φωτüς, που εδþ εκπÝμπει ο μεγÜλος Ýρωτας. Εδþ ο αισθητισμüς του ΡοδοκανÜκη κορυφþνεται μεγαλειωδþς. Η περιγραφÞ της καταιγßδας εßναι μεγαλειþδης. Ο λυρισμüς κι ο αισθησιασμüς του ýφους, ιδιαßτερα στις ερωτικÝς σκηνÝς, οδηγοýν σε κορυφþσεις που πλημμυρßζουνε τον αναγνþστη απü ερωτικÞ, ανυπÝρβλητη μαγεßα. Απü την Üλλη üμως πλευρÜ τα πρüσωπα μÝνουν αποκομμÝνα απü την εξωτερικÞ πραγματικüτητα κι η αφηγηματικÞ οργÜνωση εßναι χασματικÞ. Ανεπιφýλακτα το στοιχεßο κεßνο που κÜνει τα Ýργα του αξιανÜγνωστα εßναι η περιγραφικÞ-διακοσμητικÞ τÝχνη του που μεταμορφþνει την πραγματικüτητα σε κÜτι το αδαμÜντινο, σε κÜτι κρυστÜλλινο. ¸τσι στις σελßδες του παγιδευüμαστε σε ανεπανÜληπτες στιγμÝς σπÜνιας γλωσσικÞς μαγεßας που αναβλýζει μÝσα απü τις περιγραφÝς κι αντßστροφα.
Απü παπαδοπαßδι της ΧÜλκης βρßσκεται υμνητÞς του ΣατÜν, απü αριστοτÝχνης της καθαρεýουσας περνÜ στις επÜλξεις του δημοτικισμοý, απü τον αισθητισμü και την ωραιοπÜθεια βουτÜ στην ηθογραφßα και τη πραγματικÞ ζωÞ, απü αμφιλεγüμενο πρüσωπο των λογοτεχνþν γßνεται τιμþμενο πρüσωπο στο σπßτι του ΠαλαμÜ, απü τη μυσταγωγßα της σαρκüς αναζητÜ τις ηδονÝς του πνεýματος, απü την ýμνηση του υπερανθρþπου βρßσκεται κηδευüμενος στα 36 του στο παρεκκλÞσι του Ευαγγελισμοý, ερμαφρüδιτος κι ανδρüγυνος, μυστικιστÞς, σκηνοθÝτης αυτοκτονιþν, προφÞτης του βυζαντινισμοý, flauner της Πüλης, διαθεματικüς, πρüδρομος του υπερρεαλισμοý, εστÝτ και φυματικüς και πüσα ακüμη μποροýν να ειπωθοýν για μια πολυσχιδÞ προσωπικüτητα που ζοýσε στην επισφÜλεια ενüς διαρκοýς πειραματισμοý. ¼σα και να ειπωθοýν ισχýουν Þ ßσχυσαν κÜποια στιγμÞ στη ζωÞ του, που Ýμοιαζε με γενναßα φÜρσα ενüς αριστοκρÜτη. Να γιατß δεν Ýγινε αρκετÜ αποδεκτüς στον καιρü του ενþ κι οι φιλüλογοι εκφρÜζονταν με αμηχανßα αν üχι δυσθυμßα για το Ýργο του. Η απουσßα ενüς ενοποιημÝνου στυλ δημιουργοýσε περιπλοκÝς στα ακαδημαúκÜ σχÞματα, ενþ κι αυτοß που τüλμησαν να προβοýνε σε γενικευμÝνες κρßσεις για τη δουλειÜ του χÜσανε το στοßχημα, ξεπερÜστηκαν, ειδικÜ μετÜ την εισαγωγÞ νÝων δεδομÝνων στην Ýρευνα.
¼πως και να 'χει, αν υπÜρχει κÜποιο στοιχεßο που ενοποιεß το Ýργο του σε λογοτεχνικü σþμα, αυτü δεν εντοπßζεται στο στυλ Þ στο περιεχüμενο των κειμÝνων. Πρüκειται για κÜτι εξωλογοτεχνικü, που ενσκýπτει πριν ακüμη συμβεß το πÝρασμα στο χαρτß κι εßναι ακριβþς αυτü που το διαφοροποιεß απü τους λογοτÝχνες της εποχÞς. ¸νας ζωοποιüς ναρκισσισμü που τον απελευθερþνει και του δημιουργεß επιταχýνσεις ως προς την αναζÞτηση μιας εξωκοινωνικÞς αλÞθειας. Μια εκκλησιαστικÞ πßστη στον εαυτü του, που ο ßδιος θα την ονομÜσει "εγωúσμü απεßρου" και του χαρßζει μιαν "αυτοπεποßθησιν αγßαν", μια εγωτικÞ δυνατüτητα να εμπιστευτεß τη διαßσθησÞ του και να ξεφýγει απü το καθεστωτικü πεδßο της Ýκφρασης. ΓρÜφει ο ßδιος στον ΣτιφÜρχη του κοιτþντας απü ψηλÜ κατÜ τη ΚαλαμπÜκα: "Και πÜνω στη κορφÞ αυτÞς της πυραμßδας υψωμÝνο βρÝθηκε το πÜνοπλο εγþ μου, αυτü και μüνο φωτιζüμενο ßδιο λαμπρü μετÝωρο…".
ΣυνεκδοχικÜ, μιλþντας για φυγüκεντρο ναρκισσισμü που 'χει αφαιρÝσει απü μÝσα του τη φιλοδοξßα, αποκρυσταλλþνεται σε αναγκαιüτητα, και διαχωρßζεται απü τον ναρκισσισμü της αυταρÝσκειας που ξεπÝφτει σε επιθυμßα κοινωνικÞς ανÝλιξης κι εξαντλεßται σε δημüσιες σχÝσεις, κολακεßες κι ενßοτε ραδιουργßες. ΥπÜρχει μÝσα του Ýνας φιλÜσθενος εσωτερικüς κüσμος που βαστÜ τα γκÝμια μιας γενικευμÝνης ωραιοπÜθειας που υπακοýει στο "Παν σþμα γυμνüν, εßναι ναüς ελεφÜντινος" αλλÜ κι ενüς δυναμικοý λυρισμοý που τον αναγκÜζει να ομολογÞσει απü το 1ο του κιüλας βιβλßο πως "Η κεφαλÞ μου φλÝγεται. Φαεινüς στÝφανος δÜφνης περιλοýει με Ýμπνευσιν το πυρÝσσον μου μÝτωπον". ¸πειτα θα γßνει πιο σαφÞς ως προς το κÜλεσμα της Ýκστασης: "Σκυφτüς απÜνω στο στασßδι μου εßχα τα μÜτια τüτες ανοιχτÜ, μα τßποτε δεν κýτταγα, γιατß το βλÝμμα μου Þτανε γυρισμÝνο απü την ανÜποδη και παρακολουθοýσε πÜνω στον ορßζοντα της σκÝψης μου να ξετυλßγεται üλη της ιστορßας μας η ποßηση".
Γι' αυτü κι üταν γρÜφει δεν Ýχει απÝναντß του τον αναγνþστη Þ κÜποιον κριτικü. ¹ τÝλος πÜντων μπορεß να Ýχει ελÜχιστους, Þ Ýστω και φανταστικοýς, που του παρÝχουν üμως την απüλυτη ελευθερßα να γßνει Ýνας μοναχικüς διαβÜτης στα καλλιτεχνικÜ ρεýματα. Εξ ου και στραπατσÜρει τις αναγνωστικÝς προσδοκßες, δε θÝλει να εδραιþσει Ýνα στυλ, πρÜγμα απαραßτητο για να χτιστεß η φÞμη. Για την ακρßβεια εßναι ανßκανος να το κÜνει, ανßκανος να πειθαρχÞσει σε κÜτι πÝραν της μοναδικüτητÜς του. Γι' αυτü και το sui generis Ýργο του ενÝχει την Ýννοια του χειροποßητου, εßναι πολυδιÜστατο και διαθεματικü, αναγεννÜται συνεχþς κüντρα στους μηχανισμοýς της γραφÞς και τελικÜ ο συγγραφÝας στÝκει ανÞμπορος στο χτßσιμο ενüς ευρÝος κοινοý. Με Ýναν περßεργο τρüπο üμως το δικü μας παρüν πλησßασε περισσüτερο προς την ατομικüτητÜ του κι απομακρýνθηκε απü το λüγιο κýκλο του Ξενüπουλου και του Δροσßνη που πρωταγωνιστοýσαν τüτε. Φαßνεται πως αυτü το φιλÜσθενο παιδß απ' τη Σμýρνη βρισκüτανε πολý μπροστÞτερα απü την εποχÞ του. ΜπροστÞτερα θα πει απλþς τη προσφορÜ ενüς μεγαλεßου ευχαρßστησης που σου προσφÝρει η ανÜγνωση του Ýργου του σÞμερα, καθþς βρßσκεται μονßμως στραμμÝνο σ' Ýναν απαστρÜπτοντα λυρισμü που απαντÜ στο εδþ και το τþρα παßζοντας μπουνιÝς με ü,τι ορθολογιστικü μας τρþει τη ψυχÞ.
2 παραλειπüμενα που αξßζει να αναφερθοýν: Τη 1η εκδοχÞ του ΤριαντÜφυλλου τη διÜβασε σε μια στενÞ ομÞγυρη καλλιτεχνþν μας λÝει ο ΠαλαμÜς και μεταξý αυτþν Þτανε κι ο ΠερικλÞς Γιαννüπουλος, που εμπνεýστηκε απü την ανÜγνωση της ιστορßας και τον τρüπο της αυτοκτονßας του 2 Ýτη μετÜ. Επßσης απετÝλεσε την αφορμÞ για να φτÜσει ως τα δικαστÞρια με το ΧρηστομÜνο, που τονε κατηγüρησε πως Ýκλεψε την ιδÝα απü το θεατρικü του Ýργο Τα Τρßα ΦιλιÜ: ΤραγικÞ ΣονÜτα Σε Τρßα ΜÝρη. Το σημεßο που τα 2 κεßμενα συγκλßνουν εßναι κεß που οι εραστÝς κÜνουν Ýρωτα μÝσα σε εκκλησßα -στο δε Βυσσινß ΤριαντÜφυλλο πÜνω στους τÜφους των Ναúτþν Ιπποτþν της ΜονÞς Δαφνßου- και μετÜ την ολοκλÞρωση της ερωτικÞς πρÜξης αυτοκτονοýν. ΑυτÞ εßναι η 1η δßκη στα ελληνικÜ χρονικÜ για πνευματικÜ δικαιþματα κι εληξε χωρßς νικητÞ καθþς ο ΠαλαμÜς ως μÜρτυρας κατÝθεσε üτι στη τÝχνη και τη δημιουργßα αυτοý του εßδους οι διεκδικÞσεις πατρüτητας εßναι περιττÝς και πως αν το πολý-ψειρßσουμε το σημεßο της διαμÜχης κι οι 2 Ýχετε κλÝψει Ýνα νεαρü απü τη ΚρÞτη ονüματι ΚÜρμα ΝιρβαμÞ (ψευδþνυμο του ΚαζαντζÜκη που υπÝγραψε το ¼φις & Κρßνο, στα 20 του). Η τελευταßα φρÜση που ακοýστηκε στο ειρηνοδικεßο ανÞκει στο ΡοδοκανÜκη: "Στο κÜτω κÜτω κýριε ΧρηστομÜνο μου, τι σχÝση μπορεß να Ýχουν μεταξý τους τα Ýργα μας, εφüσον στο δικü σας οι εραστÝς δßδουν μüλις τρßα φιλιÜ, ενþ στο δικü μου δßδουν χßλια".
Η τελευταßα οικßα των ΡοδοκανÜκηδων -το σημερινü ¢συλο ΑνιÜτων στην Αγßας Ζþνης στη ΚυψÝλη-βρßσκεται στο σημεßο ακριβþς που εßχε στÞσει το αντßσκηνü του ο ΚιουταχÞς κατÜ τη πολιορκßα της Ακρüπολης. Εκεß Ýχτισε, λßγα χρüνια μετÜ, και την ÝπαυλÞ του ο αρχηγüς του Βρεττανικοý Στüλου της Μεσογεßου, Ναýαρχος Σερ ΜÜλκολμ, γοητευμÝνος απü το κλßμα της ΑθÞνας και το εξωτικü κι Ýρημο χωριü ΠατÞσια. ΞÝρουμε πως το οßκημα αποτελεß Ýργο των ΚλεÜνθη και ΣÜουμπερτ και πως πριν φτÜσει στα χÝρια των ΡοδοκανÜκηδων, κατοικÞθηκε απü το Σπυρßδωνα Τρικοýπη και τη Δοýκισσα της Πλακεντßας, στεγÜζοντας για Ýνα διÜστημα ακüμα και τη ΓαλλικÞ Πρεσβεßα. Εκεß υπÜρχει σÞμερα μια μαρμÜρινη σκαλιστÞ επιγραφÞ, χωρßς ημερομηνßα Þ üνομα, που απλþς γρÜφει "Στη μνÞμη ενüς μικροý παιδιοý".
Το 2008 ανÝβηκε θεατρικÞ διασκευÞ του Βυσσινß ΤριαντÜφυλλου, απü τη θεατρικÞν ομÜδα ¼χι Παßζουμε, σε σκηνοθεσßα Γιþργου Σαχßνη και δραματουργικÞ Ýρευνα του κοινωνιολüγου ¢ρη Ασπροýλη. Το 2019 ανÝβηκε στο προαýλιο χþρο του Ασýλου ΑνιÜτων (τελευταßα ΑθηναúκÞ οικßα της οικογÝνειας ΡοδοκανÜκη) και στο Jubilee Theatre (Roehampton University) στο Λονδßνο, η θεατρικÞ παρÜσταση Στη ΜνÞμη Ενüς Μικροý Παιδιοý σε σκηνοθεσßα Ιüλης ΑνδρεÜδη κι Ýρευνα αρχεßου και τεκμηρßων του ¢ρη Ασπροýλη, που βασιζüτανε στη ζωÞ του ΡοδοκανÜκη, στις απüκρυφες πτυχÝς των γραπτþν του και στις ανÝκδοτες ιστορßες γýρω απü τη ξακουστÞ οικογÝνειÜ του.
ΡΗΘΕΝΤΑ ΤΟΥ:
Οι δρüμοι της Σμýρνης και προ πÜντων οι απüκεντροι, τις μεσημεριανÝς þρες και τις βραδυνÝς, üταν υπÜρχει ησυχßα, γεμßζουν απü ζευγαρÜκια, κι η καθεμιÜ με το γιαβουκλοý της, κορßτσια καλþν οικογενειþν, μεσαßας τÜξεως και του λαοý, üλες φýρδην-μßγδην εκεß καταλÞγουν, πßσω απü μÜνδρες, üπου οýτε αστυνομßα, οýτε καμμßα Üλλη επßβλεψις υπÜρχει, για να επÝρχεται ως κατευναστικüν του ακατασχÝτου ενθουσιασμοý της μικρÜς ηλικßας. Η αλÞθεια εßναι πως αυτÜ δεν συμβαßνουν μüνον εις τας αποκÝντρους συνοικßας, αλλÜ κι εις εκεßνας που εßναι ‘’περαστικÝς’’, καθþς λÝγουν στη Σμýρνη, απü τα παρÜθυρα και απü τις πüρτες των οποßων, ημπορεß να συμπερÜνει κανεßς üτι τα νιÜτα σ’ αυτÞ την πüλη κατÝχονται απü καλπÜζουσα ερωτοπÜθεια, που εξηγεßται απü μια αντßθεση, την οποßαν κανεßς δεν θα επερßμενεν. ¼χι δηλαδÞ απü εμπüδια, αλλÜ απü την ευκολßα με την οποßαν συνÜπτονται τα συνοικÝσια.
Εßσαι Üνθρωπος χρυσüς, το πιστεýω· αλλÜ δι' αυτü ακριβþς υποχωρεßς εις οιανδÞποτε δýναμιν. Εγþ προτιμþ να εßμαι κατασκευασμÝνος απü μÝταλλον κατωτÝρας ποιüτητος, το οποßον να μην εκτιμÜ ο κüσμος, αλλÜ και να μη ημπορÞ να λυγßση.
-De Profundis
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Ποßηση
• De profundis. ΑθÞνα, τυπ.Εστßα, 1909.
• Ο Θρßαμβος· Πεζü τραγοýδι. ΑθÞνα, Ýκδοση του περ. ΠαναθÞναια, 1912.
Πεζογραφßα
• ΒυζαντινÜ Τρßπτυχα. 1916.
• Το φλογισμÝνο ρÜσο. ΑθÞνα, τυπ.Εστßα, 1911.
• Το βυσσινß τριαντÜφυλλο. ΑθÞνα, ΦÝξης, 1912.
• ΜÝσα στα γιασεμιÜ· (Σμυρναúκü ΔιÞγημα). ΑθÞνα, Ýκδοση του περ. ΧαραυγÞ, 1923.
ΘÝατρο
• Ο Üγιος ΔημÞτριος. ΑθÞνα, 1922.
• 3 μονüπρακτα: Η θεατρßνα, Ο πιερüτος, Το τσακÜλι, (παραστÜθηκαν 1912 θßασος ΚυβÝλης χωρßς επιτυχßα)
• Η ΚλυταιμνÞστρα (επßσης, αλλÜ τελικÜ üλα πια εßναι λησμονημÝνα)
ΜελÝτες
• ΒυζαντινÜ πολýπτυχα. ΑθÞνα, τυπ. Εστßα, 1916.
• Η βασßλισσα και αι βυζαντιναß αρχüντισσαι. ΑθÞνα, ΖηκÜκης, 1920.
ΒÝβαια πρÝπει να προστεθοýν χρονογραφÞματα, ταξιδιωτικÝς εντυπþσεις, επιστολÝς και λοιπÜ λογοτεχνÞματα που δημοσιεýθηκαν -Þ κι αδημοσßευτα ακομα- στον ημερÞσιο και περιοδικü Τýπο που παραμÝνουν αθησαýριστα.
================
ΣατÜν
ΘÝλω να ιδþ τους δυστυχεßς,
που δια παντüς στερÞθησαν
της ανταýγειας των ουρανþν·
θÝλω να διεισδýσω
μÝχρι του βÜθους της γης,
να διατρÝξω üλων των ζοφερþν
κατοικιþν των. Τι Ýχω να φοβηθþ; Αριüστο
Σε αγαπþ διüτι βασανßζεσαι εις τας φλüγας.
ΜακρÜν του Παραδεßσου της τρυφÞς, υποφÝρει η αθÜνατος ýπαρξßς σου το σκüτος και το πυρ της ΚολÜσεως.
Μüνον δια το σφÜλμα σου ο Σαβαþθ δεν ησθÜνθη ευσπαγχνßαν, δεν ευρÞκε συγγνþμην.
¼ταν επÜνω εις τα κυανÜ των ουρανþν λιθüστρωτα ωδηγεßς ξιφÞρης τας φÜλαγγας των ΔυνÜμεων, κÜτω απü αργυρÜς ασπßδας εκρýπτοντο οι ΑρχÜγγελοι, οι μεγÜλοι εχθροß σου.
Το μüνον σου παρÜπτωμα υπÞρξεν üτι ηγÜπησες υπερμÝτρως τον Üνθρωπον.
¸συρες απü την πορφýραν των πτερýγων σου τον θýσανον ενüς πτεροý, εβýθισες την ελεφÜντινην αιχμÞν του εις τον φλογερüν τοý ηλßου κρατÞρα, και επß του μετþπου των πρωτοπλÜστων Ýθηκας ως διÜδημα με χαρακτÞρα διÜπυρον, το σημεßον της Γνþσεως.
Εßσαι ο ευεργÝτης των ψυχþν.
Ο πρþτος και ο μüνος εßσαι μÜρτυς της προüδου.
ΠροσÝλαβες την απολυταρχßαν του μεγÜλου ΙαβÝ, ενÞργησες αυτοβοýλως και μας εθεοποßησας, üπως εκπÝσης του φαεινοý σου αξιþματος.
Αλλ’ εις τας καρδßας εκεßνων οι οποßοι εννοοýν, θα διαμÝνης η ευγενεστÝρα, η γλυκυτÝρα μορφÞ εσαεß.
Εκυλßσθη απü τους κρυσταλλßνους των νεφελωμÜτων πýργους εις την Üσφαλτον της αβýσσου, χÜριν μιας ιδÝας αλτρουúστικÞς, το ατομικιστικþτερον εκ των πνευμÜτων, ο Προμηθεýς üλων των θρησκευμÜτων και των μυθοπλασιþν.
Απü τα σκοτεινÜ φρÝατα üπου κÜθειρκτον σε κρατοýσι οι λεγεþνες των Σεραφεßμ με τας εκ μετÜλλου μορφÜς, ακοýω να αναβαßνη ο πνιγηρüς γÝλως σου, ο οποßος δεν διαφÝρει καθüλου απü στεναγμüν.
Ομοý με το ψαλλüμενον -ΧαλλÝλου Γιαχ- ενüς Χεροýβ παμμεγßστου, το οποßον εκτυλßσσει την πρασßνην μεγαλειüτητα των πτερýγων του, μÝσα εις θυμιÜματα κοσμικþν συστημÜτων, ακροÜζομαι την παγερÜν ηχþ της απεγνωσμÝνης ειρωνεßας σου.
ΓελÜς εκεß κÜτω, διüτι βλÝπεις την προσβλητικÞν Ýκπληξιν των κατηραμÝνων ψυχþν.
Σε ενüμιζον σýμμαχο· ενþ συ ο μÝγας εßσαι δικαστÞς και τιμωρüς.
Σýρεις τας ξηρÜς μεμβρÜνας των αγκυλωτþν πτερýγων, μαýρα ρÜσα του μοναστικοý σου βßου, μακρÜν απü το φως, απü τα χρþματα και τας εικüνας της δημιουργßας.
Εις τα πνιγηρÜ κελλßα του μοναστηριοý, üπου αι ψυχαß ρακÝνδυτοι, ωχραß και ειδεχθεßς, νηστεýουν και προσεýχονται μετανοοýσαι, ροφÜ το αχροýν βλÝμμα σου üλην την αγριüτητα ενüς εγωισμοý απεßρου, εκδικουμÝνου μßαν αυτοπεποßθησιν αγßαν.
¼ταν δε προς το εσπÝρας ρßπτεσαι εξηντλημÝνος εις τα φλÝγοντα του ¢δου κατþφλια, διακρßνεις ανÜ τα λευκÜ τενÜγη της πλÜσεως να πτερυγßζη ο μÝγας αντßζηλος.
Ο ΤαξιÜρχης ρυθμßζει εις αρμονßας ουρανßων οργÜνων, τους εκστατικοýς χοροýς των σφαιρþν.
Τα χιονþδη üμως πÝταλα των ανθÝων τα οποßα κρατεß, ταλαντεýονται, πßπτουν επß της Γης και μαραßνονται.
Και μüνον τüτε, τüτε μüνον εγεßρεις το υπερÞφανον μÝτωπüν σου, και το εξογκοýμενον στÞθος σου üπου τα ευγενÝστερα των αισθημÜτων πλημμυροýν, βοÜ εις Ýνα Þχον της Αποκαλýψεως, εν ω τα Üστρα αχνßζουν, διαλýονται, και στÜζουν προ των ποδþν σου:
ΓαβριÞλ· ¢ρχων ΓαβριÞλ· δεν θα μεθýης τας ψυχÜς επß πολýν καιρüν ακüμη, με το βÜλσαμον των μαγευμÝνων σου φυτþν. ¢λλοτε επεσκÝπτεσο τον κüσμον· δοκßμασε να τον εγγßσης τþρα με την πτÝρυγα. Τα φßλτρα δια των οποßων προσπαθεßς να υπνωτßσης την διÜνοιαν, γßνονται στÜκτη. Ο καπνüς εθüλωσε την δüξαν σου. Εßναι το πυρ της Γνþσεως, η φλοξ εκεßνη η πολýτιμος, παν ü,τι Þρπασα απü του θρüνου του Κυρßου σου üπως προικßσω την ψυχÞν. Η Κρßσις, η οποßα θα εξαπλωθεß μßαν ημÝραν εις την ανθρωπüτητα, θα σχηματßση με τα κρßνα σου μÝγαν φανüν. Θα την φωτßση, θα με δικαιþση, και διαρρÞξη τα δεσμÜ της ατιμßας μου. Τüτε θα αναρριχηθþ εις τας χρυσÜς επÜλξεις του ΑδωναÀ, θα ρßψω εκ του θρüνου του Εκεßνον ο οποßος απü φüβον με κρατεß εδþ και τüτε, αετÝ σκληρÝ üστις μου Ýσχιζες το Þπαρ, θα σου μαδÞσω τα πτερÜ· τüτε θα θρυμματßσω εις τους βρÜχους του ΚαυκÜσου, το αιματηρüν σου ρÜμφος και τους üνυχας.
Δüξα κι Ýπαινος, στον Ουρανü ψηλÜ
ω ΣατανÜ, που βασιλεýεις,
ως της ΚoλÜσεως τα βýθη που κυριεýεις,
και ονειρεýεσαι στα σιωπηλÜ. Baudelaire
Η Ουρανßτσα
Ακüμη θυμÜμαι τη μικρÞ ξýλινη σκÜλα που ανÝβαινε στο ηλιοφþτιστο δωμÜτιο. ΠερνÜγαμε απü Ýνα αυληδÜκι ψηφιδωμÝνο με χαλßκια κυανÜ, üπου στη μÝσην απλωνüτανε η Üσπρη γλÜστρα με τα φανταστικÜ κλαδιÜ της τα πελþρια. Στο βÜθος, Ýπλεκε το δßχτυ της μια πüρτ’ απü χοντροκομμÝνες βÝργες πρÜσινες. Πßσω της, γεμÜτος ποýπουλα, φýλλα λαχÜνων και κουτσουλιÝς, βρισκüτανε ο ορνιθþνας και καθ’ απüγευμα π’ ανοßγαμε τα καλαθÜκια μας και μασουλßζαμε το κεντß, μπροστÜ σ’ αυτÞ την πüρτα, βγÜζανε τα κεφÜλια τους οι κüτες, καπελωμÝνες κοκετßστηκα με το φρυγικü τους σκοýφο να γυρÝψουνε με κωμικÞν ανυπομονησßα το μερδικü τους.
¸νας κüκορας χρυσοπüρφυρος λυγιζüτανε κÜποτε σαν τüξο και ριχνüτανε να κÜνη λυþμα κατ’ απü τα βÝλη της επιθυμßας του, πüτε την Üσπρη, πüτε τη σταχτιÜ, πüτε τη μαυροφορεμÝνη γυναικοýλα του. Εμεßς χτυπÜγαμε τüτες τα χÝρια και φωνÜζαμε üλα μαζý για να γλυτþσωμε τη δýστυχη απü του Üντρα της τη φτÝρνα, λÝγοντας πως κÜποια βρισιÜ θα τοýπε κι’ αυτüς τþρα την Ýδερνε για τη φÝρη σε θεογνωσßα. Μα οι δασκÜλες κοκκινßζαν, κÜτι κρυφüλεγεν η μßα στης αλληνÞς τ’ αυτß και Ýπειτα γυρßζοντας κυτÜζανε τ’ αγüρια με κÜτι μÜτια παρÜξενα, σαν τις ματιÝς ρßχνοντας εκεßνες που βλÝπουνε με δυσαρÝσκεια, να κρÝμεται η αγουρßδ’ απü το κλÞμα, üταν τα χεßλια, μεσ’ το κÜμα του μεσημεριοý, να δροσιστοýν επιθυμοýν με ρüγες ζουμερÝς, ζαχαρωμÝνες.
Μüλις τα θυμÜμ’ αυτÜ που γρÜφω, üπως μεσ’ απü το νερü το κοιμισμÝνο μιας λßμνης μικρÞς, καθρεφτßζονται αμφßβολα ο βυθüς ο χνουδωτüς üπου τρομÜζουν και τρÝμουνε, στο πÝρασμα κÜποιας μÝδουσας φανταστικÞς, μακρυÝς, αναμαλλιÜρες Üλγες.
¹μανε δεν Þμουνα πÝντε χρονþ. Με πÞγαινε σκολιü μια δουλ’ απü τη ΝÜξο, η ΧρυσÜνθη. Θαρρþν ακüμη πως μ’ αγγßζει η χοντρÞ επιδερμßδα του χεριοý της ποýμοιαζε σαν τσüχα πρüστυχη. Βιβλßα δε μου δþκανε ακüμη. Η δασκÜλα μου, η κυρß’ ΑριÜδνη, μ’ Ýπαιρνε στα γüνατÜ της, με χÜιδευε, μþβαζε στο στüμα φÝτες πορτοκÜλι, και κÜποτε μου κüλλαγε στο στÞθος με μια καρφßτσα καμμιÜ φανταχτερÞ ζωγραφιÜ, Ýνα μεγÜλο τριαντÜφυλλο, μια πεταλοýδα Þ το αιþνιο χÝρι με το Üσπρο ταντελλÝνιο μανικÝτι, που κρατεß πÝννα και γρÜφει.
Η κυρß’ ΑριÜδνη, η πρþτη μου δασκÜλα, Þτανε πολý ξανθÞ, γεροντοκüρη, με μÜτια χρþμα γαλανü και Üσπρο μαζý, Ýνα μεγÜλο στüμα παντ’ ανοιχτü, και κÜτι χεßλια, που αν η αξßα του φιλιοý Ýπρεπε να λογαριÜζεται με την ποσüτητα, χωρßς Üλλο αυτÞ θα εßχε το ρεκüρ στο πιπßλημα, πÜνω σε χλιαρü στüμα μελαχροινοý αγαπητικοý.
Οι αναμνÞσες μου αντηχÜνε τωρ’ απü τα περασμÝνα, σαν τους μυστηριþδικους εκεßνους Þχους που ξομολογοýνται τüνα στ’ Üλλο, τα παλαιÜ Ýπιπλα, ακουμπησμÝν’ απü χρüνια σε καμÜρες αρχοντικÝς, ερημωμÝνες.
ΘυμÜμαι εν’ απüγεμα, με σÞκωσαν και πÞγα κοντÜ στο τραπÝζι. Εκεß βρισκüντανε σωροß φασüλια κÜτασπρα. Η δασκÜλα μ’ Ýβαλε να σχεδιÜσω μ’ αυτÜ Ýνα γιγαντιαßο Α, βαστþντας και διευθýνοντας η ßδια τα δÜκτυλÜ μου. Ω η ακατüρθωτη εργασßα! Πþς Ýτρεμεν ολüκληρο το κορμß μου απü τη συγκßνηση της δοκιμασßας! Για να μου δþση περισσüτερο θÜρρος, μια που εßδε πως απü την ταραχÞ μου λιγυζüταν το κεφÜλι, φþναξε με τη μιλιÜ της που τýλιγε κÜθε λÝξη της, θαρρεßς, μÝσα σε κροýστες απü σÜλιο:
-Ουρανßτσα, Ýλα να το σχεδιÜσης και συ.
ΠλÜι μου σε λßγο, ßδιο ακριθÜκι του κÜμπου, κÜτι ακριθÜκια που διπλþνουν στα πλευρÜ των ρüδινα φτερÜκια και πηδþντας σχεδιÜζουνε καμπýλες τρισχαριτωμÝνες, Þρθε και στÜθηκεν Ýνα κοριτσÜκι, ßσως μερικοýς μÞνες πιο μεγÜλο απü μÝνα. ¹τανε κατακüκκινο, γουρλωμÜτικο και ξανθü. Τα μαλλιÜ του δÝνονταν σαν κερατÜκια μικροý αρνιοý, απü τα πλÜγια. Η Ουρανßτσα Þτανε σοφÞ. Κατþρθωσε να σχεδιÜση μüνη της με τα φασüλια, το μυστηριþδες σχÞμα. Την εθαýμαζα. Η Ουρανßτσα Þτανε για μÝνα κÜτι τι υπÝροχο. Την κýταζα με τρüμο μαζý και αγÜπη. Χωρßς να ξÝρω πþς, πÞγα κοντÜ της, Ýτσι σα να γýρευα προστασßα.
-Σκýψε και φßλησÝ τον, ξεφþνησεν η δασκÜλα στην Ουρανßτσα.
Κεßνη ρßχτηκε να μου κολλÞση Ýνα σκαστü φιλß στο μÜγουλο, μα ‘γω υπερασπßστηκα την τιμÞ μου με τα νýχια και τα δüντια κραυγÜζοντας γοερÜ. Γιατß πριν λßγες μÝρες εßχ’ ακοýσει να γßνεται σοýσουρο για μια κüρη που ξÜφνου πρßστηκεν η κοιλιÜ της. ¼πως βρισκüμουνα κοντÜ στη μαμÜ και στις Üλλες γυναßκες, σÞκωσα το μουτρÜκι μου ν’ ακοýσω το τß και το πþς, αν και δεν καταλÜβαινα γρυ. Τüτε μια απ’ τις γυναßκες σχεδιÜζοντας με το στüμα της Ýνα τερÜστιον üμικρον, σαν Üνοιγμα πηγÞς οποýθε Ýτρεχεν η αρετÞ, διεκÞρυξε με αυστηρüτητα για ν’ ακουστÞ απü μÝνα: «ΒÝβαια, αφοý την φßλησε ξÝνος Üνθρωπος στο στüμα, φυσικü Þτανε να φουσκþση». ΦαντÜζεται λοιπüν ο καθÝνας την απελπισßα μου σαν εßδα τα χεßλια της Ουρανßτσας Ýτοιμα να με υποβÜλουν στην παραμüρφωση της εγκυμοσýνης. ¸πειτα δεν Þξερα καλÜ καλÜ τι Þμουνα, κορßτσι Þ αγüρι, μια και που εßχα μακρυÜ μαλλιÜ και φüραγα ποδιÝς, ροýχο ουδÝτερο, αχαρακτÞριστο.
Το απüγεμα üμως, üταν σκολÜσαμε, διασκÝλισαν οι παιδικÝς μας κνÞμες την πüρτα του δρüμου πηγαßνοντας με παρÜλληλο βηματισμü.
Η Ουρανßτσα Þτανε γειτüνισσÜ μου. Ερχüτανε και μ’ Ýπαιρνε απü το σπßτι ταχτικÜ, κι Ýτσι πÜλι γυρνÜγαμε το μεσημÝρι και το βρÜδυ πßσω. Οýτε αυτÞ μα οýτ’ εγþ μποροýσαμε πια να κÜνωμε ο Ýνας δßχως τον Üλλο. Τ’ ανοιξιÜτικ’ απογÝματα μαζωνüμαστε μαζý μ’ Üλλα παιδÜκια μπροστÜ στην οξþπορτα, πιÜναμε χÝρι με χÝρι, ανοιγüμαστε σε κýκλο, γυρßζαμε και χορεýαμε τραγουδþντας, üταν τα πιο ψηλÜ παιδιÜ της γειτονιÜς, (η ηλικßα μετριüταν τüτες με το μπüι), κρατþντας καλÜμια μ’ Ýνα μεγÜλο πανß στην Üκρη, παραφυλÜγανε να χτυπÞσουνε τις νυχτερßδες που θα γλýστραγαν απü τ’ ανοßγματα των τοßχων, üσα εßχανε σκιστÞ απü τους σεισμοýς και τις βροχÝς.
Ο χορüς μας στηνüτανε τις πιüτερες φορÝς κÜτω απü το φεγγÜρι, üταν τα κεραμßδια των σπιτιþν ψαλßδιζαν στους αντικρυνοýς τοßχους δαιμονικÜ πριüνια üλο πηχτÝς σκιÝς. Η Ουρανßτσα τüτες με τη φωνßτσα της που εßχε μÝσα στα τσακßσματÜ της την κελαúδιστικÞ τρÝλλα του μαντολßνου, τραγοýδαγε με παραφορÜ:
Κü-ψÝ μια παπαροýνα
ΤραλαλÝ λαλÝ – λαλÝ…
και την ακολουθÜγαμε üλα μισοπνιγμÝν’ απü την πολλÞ την ευτυχßα:
Κü-ψÝ μια παπαροýνα
ΚαλÝ μου κηπουρÝ.
Απü κÜτι μεγÜλες που ανÝβαζαν τις κορφÝς τους πÜνω απü τις στÝγες, στα μÝσα του δρüμου, κει κατÜ που βρισκüτανε ο φοýρνος του μαστρο-ΓιÜννη, σαν Þτανε η εποχÞ που εστολßζονταν ßδιες νýφες με τα λευκÜ λουλοýδια τους, αργοχυνüτανε και μας παρÝχυνε μια ευωδιÜ, θυμßζοντας λεμüνι και ζυμÜρι.
¸να τÝτοιο βραδυνü, κει που χορεýαμε πιασμÝνα üλ’ απü το χÝρι κι η Ουρανßτσα φορþντας Ýνα φουστανÜκι απü τσßτι κλαδωτü πÞδαγε τινÜζοντας τα μαλλιÜ της πÜνω στους þμους της και τραγουδþντας ενθουσιασμÝνα
ΤραλαλÝ – λαλÝ λαλÝ…
τινÜχτηκε χÜμω σε μια πÝτρα του καλντεριμιοý κι Ýσκισε το κοýτελü της. ¼λα τα παιδιÜ μπÞξανε τις φωνÝς και σκορπßστηκαν. ΤρÝξανε απü κÜπου κι Ýχυσαν αγιασμü στο μÝρος üπου γßνηκε το πÝσιμο. ΣηκωτÞ την πÞγανε στο σπßτι της και οι μητÝρες βγÞκανε στις πüρτες με λαχτÜρα, κι’ Üρχισαν να μαλþνουν τα παιδιÜ τους, σÝρνοντας τις φωνÝς τους για να τις κÜνουν πιο επßσημες.
Την Üλλη μÝρα, πÞγα, τοßχο, μονÜχος μου στο σκολιü. Το ßδιο και τις ακüλουθες. ¸πειτα ξÜφνου, εν’ απüγεμα, Ýτσι σαν ν’ Üκουσα πως η Ουρανßτσα πÝθανε…
ΒδομÜδες πÝρασαν και στις σαρÜντα μÝρες χτýπησεν η πüρτα και μας φÝρανε, μÝσα σ’ Ýνα πιÜτο σκεπασμÝνο με Üσπρη πετσÝτα, μικρü ψωμÜκι ζυμωμÝνο με το μÝλι και πασπαλισμÝνο με κανÝλλα. ΠÜνω του Þτανε χαραγμÝνος Ýνας σταυρüς και το μονüγραμμα του Χριστοý. Η γιαγιÜ μου σαν μου τþδωκε να το φÜω, με συμβοýλευσε: «ΣυχωρεμÝνη νÜναι, πες το και συ παιδß μου». ΕπανÝλαβα τη φρÜση, μÜσησα το γλυκü και μυρωδÜτο ψωμÜκι και ρþτησα: «Γιατß μας τþφεραν αυτü το ψωμÜκι;». Μ’ αποκρßθηκε: «Το μοιρÜζουνε για την ψυχÞ της Ουρανßτσας πþγιν’ αγγελοýδι. ¼ταν πεθαßνουν παιδÜκια, αυτü εßναι συνÞθειο να γßνεται…». Ανοιγüκλεισα τüτε τα μÜτια μου, με πÞρε το παρÜπονο κι αρχßνησα τα κλÜματα, νοιþθοντας να φρÜζη ο λαιμüς μου απ’ τ’ αναφιλητÜ, γιατß απü μια κρßση λαιμαργßας πÝνθιμης που μ’ εßχε πιÜσει και με σπÜραζε, εýρισκα üτι λßγα μüνο απü τα γνωστÜ μου τα παιδιÜ εßχαν πεθÜνει.
ΦεγγÜρι
Την þραν που απλþνονται εις τα πεζοδρüμια αι σκιαß των δÝνδρων, üμοιαι με υπÝροχον κÝντημα απü αιθερßας κλωστÜς, ο ρωμαντικüς, με τον κολλÜρο του παλτοý σηκωμÝνον Ýως τα αυτιÜ, απομακρýνεται απü τα κÝντρα και πηγαßνει να ποτισθεß και να βουτÞξει και να πνιγεß μÝσα εις το ασÞμι του χειμωνιÜτικου φεγγαριοý.
Εις τας γωνßας των δρüμων νυσταγμÝνα ανοιγοκλεßουν τα πýρινα βλÝμματÜ των η φωτιÜ του καστανÜ, το φανÜρι του χωρικοý, ο οποßος κερνÜ το χρυσü σαλÝπι εις τα μικροσκοπικÜ ποτÞρια του, το καντηλÜκι του Αγßου της ενορßας, που ζητεß τον οβολüν των διαβατþν δια να μη ξεραθεß το φυτßλι εις την αργυρÜν κανδýλαν της εικüνος του.
ΦυσÜ ο βορρηÜς και τα μαýρα μαραμμÝνα φýλλα, πριν πÝσουν εις την παγωμÝνην γην, δßνουν κατÜ τον ποιητÞν μßαν τελευταßαν ευμορφßαν εις το τελευταßο αυτü ταξßδι των, απü τα κλαδιÜ εις το χþμα. Με ποßαν ελαφρüτητα κÜθονται κατÜχαμα. Παρ’ üλην την φρßκην που αισθÜνονται, αφοý γνωρßζουν üτι Ýπειτα απü ολßγες ημÝρες θα σαπßσουν, θÝλουν η πτþσις των αυτÞ να Ýχει την χÜριν του πετÜγματος των πουλιþν.
Εν τω μεταξý, το φεγγÜρι διαρκþς ανεβαßνει εις το γαλανüν βελοýδον. ¸να σκυλß με την ουρÜν μÝσα εις τα σκÝλη, κοιτÜζει την αργυρÜν ασπßδα και ωρýεται πενθßμως. Το ιερüν ζþον, το αφιερωμÝνον εις την ΕκÜτην, αφÞκε την θαλπωρÞν του καναπÝ, επÞδησε απü κÜποιο παρÜθυρον λησμονηθÝν ανοικτü, και εβγÞκε να προσευχηθεß εις την τρομερÜν Εφεσßαν. ΠερνÜ Ýνα ζευγαρÜκι, σφικτÜ αγκαλιασμÝνο απü την μÝσην και μη ενδιαφερüμενον καθüλου δια την ελληνικÞν μυθολογßα και ποßησιν. Η σελÞνη τοýς Ýχει κολλÞσει εις τους αστραγÜλους απü Ýνα ζευγαρÜκι ασημÝνιες φτεροýγες, üμοιες με εκεßνες που εστüλιζαν τα πüδια του Ερμοý. Γι’ αυτü δεν περπατοýν, αλλÜ χορεýουν.
Το ζευγαρÜκι απορροφÜται απü το μυστÞριον ενüς σκοτεινοý δρüμου, εις το βÜθος του οποßου, με το δÜκτυλον υψωμÝνον εις τα χεßλη, αναμÝνει ορθßα εις την ιερατικÞ στÜσιν των αρχαßων αγαλμÜτων, η Ευτυχßα. Μια μεγÜλη ακτßνα απü ρευστüν Üργυρον, κατασταλÜζουσα δια μÝσου της σχισμÞς του παραθýρου, θα τους υποδεχθεß εις το δωμÜτιον, üπου θα απομονωθοýν απü üλον τον Üλλον κüσμον. Και εν üσω το φεγγÜρι εις το στερÝωμα θα κατρακυλÜ προς την δýσιν, επÜνω εις το παρκÝτο θα μετακινεßται και η μεγÜλη ασημÝνια ακτßνα, ομοßα με τεραστßαν βελüνην κÜποιου ρολογιοý, που σημαßνει μüνον την þρα Ýρωτος και ζωÞς.
¸θνος, 13 ΝοÝμβρη 1915