ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

ÐéíáêïèÞêç ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ ÉÉ 

Tarassov Lev Aslanovitch (Henri Troyat): Íåõñï÷åéñïõñãüò Áíáôïìßáò/ÓõããñáöÝáò


  Βιογραφικü

     Ο Ανρý ΤρουαγιÜ (Henri Troyat), αναγνωρισμÝνος μυθιστοριογρÜφος, βιογρÜφος κι ιστορικüς που τα περισσüτερα απü 100 γαλλüφωνα Ýργα περιλαμβÜνουν L'Araigne, Les Ponts de Paris και La Neige en deuil. ΓεννημÝνος στη Ρωσßα, ΓÜλλος συγγραφÝας, που τα μυθιστορÞματα κι οι βιογραφßες του κÝρδισαν τερÜστιο κοινü στη Γαλλßα και σημαντικÞ αναγνþριση στο εξωτερικü, πÝθανε στο Παρßσι τη ΚυριακÞ 2 ΜÜρτη 2007 στα 95 του.
Ο θÜνατüς του ανακοινþθηκε απü την Académie Française, της οποßας Þταν μÝλος. ¹ταν μüλις 27 ετþν üταν κÝρδισε το διÜσημο Prix Goncourt κι Ýγινε μüνιμη φιγοýρα στη γαλλικÞ λογοτεχνικÞ σκηνÞ, γνωστüς üχι μüνο για τη τερÜστια παραγωγÞ του, συνολικÜ 105 βιβλßα, αλλÜ και για τη διαýγεια της γλþσσας του. "¸γραψε μια απλÞ και σαφÞ γλþσσα, μια γλþσσα που διαρκεß, αιþνια: γαλλικÜ", σημεßωσε ο Maurice Druon, μÝλος της Académie Française, σε αφιÝρωμα την επüμενη ΔευτÝρα του θανÜτου του. ºσως επειδÞ απÝφυγε τον πειραματισμü του μεταπολεμικοý κινÞματος Nouveau Roman, υπü την ηγεσßα μυθιστοριογρÜφων üπως η Nathalie Sarraute, η Marguerite Duras κι ο Alain Robbe-Grillet, δεν Þταν ποτÝ αγαπημÝνος των ΓÜλλων διανοουμÝνων. ΑλλÜ οι ΓÜλλοι αναγνþστες πÜντα τον αγκÜλιαζαν. ¼πως Ýγραψε η Le Figaro κεßνη τη ΔευτÝρα, "ο αγαπημÝνος συγγραφÝας των ΓÜλλων εßναι νεκρüς".
     ΓεννημÝνος στη Μüσχα 1η ΝοÝμβρη 1911, απü γονεßς αρμενικÞς καταγωγÞς, ο Λεβ ΑσλÜνοβιτς ΤαρÜσσοφ (Lev Aslanovitch Tarassov Лев Асланович Тарасов -üπως Þτανε το πραγματικü του üνομα ενþ στην αυτοβιογραφßα του, αναφÝρει üτι το επþνυμü του εßναι αρμενικü, Torossian) Þταν μüλις 9 ετþν üταν οι πλοýσιοι γονεßς του εγκατÝλειψαν τη ΡωσικÞ ΕπανÜσταση για τη Γαλλßα. ΜετÜ απü μια μακρÜ Ýξοδο που τους οδÞγησε στον Καýκασο, στη Κριμαßα κι αργüτερα δια θαλÜσσης στη Κωνσταντινοýπολη και στη συνÝχεια στη Βενετßα, η οικογÝνεια τελικÜ εγκαταστÜθηκε στο Παρßσι το 1920. Ο νεαρüς Troyat εκπαιδεýτηκε κι αργüτερα απÝκτησε πτυχßο νομικÞς. Τα συγκλονιστικÜ και τραγικÜ γεγονüτα αυτοý του ταξιδιοý στη μισÞ Ευρþπη εξιστοροýνται Ýντονα απü τον ßδιο στο Tant que la terre durera. ¹δη μιλοýσε Üπταιστα γαλλικÜ χÜρη σε μια ΕλβετÞ γκουβερνÜντα, πÞρε το üνομα Henri Troyat αφοý δημοσßευσε το 1ο του μυθιστüρημα, Faux Jour, στα 24 κι Ýλαβε το 1ο του λογοτεχνικü βραβεßο, Le prix du roman populaire. 3 χρüνια μετÜ, το 1938, το 5ο μυθιστüρημÜ του, L'Araigne (Η ΑρÜχνη), κÝρδισε το Prix Goncourt. Χρüνια αργüτερα, θυμÞθηκε πþς σφυρηλÜτησε το στυλ γραφÞς του. "ΔιÜβαζα μια παρÜγραφο του ΦλωμπÝρ δυνατÜ και τη ξαναÝγραφα απü μνÞμης και στη συνÝχεια, συγκρßνοντας τη δικÞ μου εκδοχÞ με τη πρωτüτυπη, προσπαθοýσα να καταλÜβω γιατß αυτü που εßχα γρÜψει Þταν προσβολÞ σε αυτü που εßχα διαβÜσει".



     Απü το 1940, üταν δημοσßευσε τη βιογραφßα του ΝτοστογιÝφσκι, ολοκλÞρωνε Ýνα μυθιστüρημα Þ μια βιογραφßα σχεδüν ετησßως. "Μια μÝρα χωρßς γρÜψιμο τον Ýκανε να νιþθει αμαρτωλüς", Ýγραψε ο Druon τη ΔευτÝρα. "Για πολý καιρü Ýγραφε üρθιος. Το χαλß μπροστÜ απü το γραφεßο του Þταν γεμÜτο τρýπες". ¸γραψε επßσης Ýνα θεατρικü Ýργο, το Sébastien, που ανÝβηκε στο Παρßσι το 1946, ενþ πολλÜ απü τα μυθιστορÞματÜ του μετατρÜπηκαν σε ταινßες, συμπεριλαμβανομÝνου του La Neige en Deuil (ΠÝνθιμο Χιüνι,) που προσαρμüστηκε για την οθüνη το 1956 με τßτλο  The Mountain, με πρωταγωνιστÞ τον Spencer Tracy. ΕξελÝγη στην Académie Française το 1959.
     Αν και δεν επÝστρεψε ποτÝ στη Ρωσßα και πÜντα Ýγραφε στα γαλλικÜ, παρÝμεινε παροýσα σε μεγÜλο μÝρος του Ýργου του, κυρßως σε μια σειρÜ βιογραφιþν, του ΙβÜν του Τρομεροý, του ΜεγÜλου ΠÝτρου, της ΜεγÜλης Αικατερßνης, του ΑλεξÜνδρου Β', του ΝικολÜου Β', του Ρασποýτιν κι Üλλων ιστορικþν προσωπικοτÞτων και ρωσικþν λογοτεχνικþν γιγÜντων üπως ο Τολστüι, ο Ποýσκιν, ο Γκüγκολ, ο ΤσÝχωφ και πιο πρüσφατα, Μπüρις ΠαστερνÜκ. Σε αυτÝς τις βιογραφßες, το αφηγηματικü ýφος του Þτανe πÜνω απ' üλα προσιτü. ΣχολιÜζοντας τον ΑλÝξανδρο της Ρωσßας για το The New York Times Book Review το 1983, ο James H. Billington Ýγραψε üτι: "Ο κ. Troyat προσεγγßζει την ιστορßα με τον τρüπο του παλιομοδßτη παντογνþστη παρατηρητÞ, αποστÜζοντας απü τα πλοýσια απομνημονεýματα της εποχÞς, μπουκιÝς διαλüγου και βινιÝτες της ζωÞς στην αυλÞ και γýρω απü το πεδßο της μÜχης". Οι δημοφιλεßς βιογραφßες του περιελÜμβαναν επßσης σημαντικοýς ΓÜλλους συγγραφεßς, μεταξý των οποßων οι Flaubert, Maupassant, Verlaine, Baudelaire, Alexandre Dumas, Zola και Balzac. Τα περισσüτερα απ' αυτÜ μεταφρÜστηκαν επßσης σε πολλÝς γλþσσες, συμπεριλαμβανομÝνων των αγγλικþν.
     Ο Troyat απÝκτησε Ýνα γιο, τον Jean-Daniel, απü το γÜμο του το 1948 με τη Marguerite Saintagne πριν καταλÞξει σε διαζýγιο, που πÝθανε πριν απü αυτüν. Αργüτερα παντρεýτηκε μια χÞρα με μια μικρÞ κüρη, την οποßα μεγÜλωσε ως δικÞ του τη Michèle Troyat McKeown, 3 εγγüνια. κι 6 δισÝγγονα. Το πιο κοντινü που Ýφτασε στη συγγραφÞ μιας αυτοβιογραφßας Þταν το μυθιστüρημÜ του Aliocha, που δημοσιεýθηκε το 1991, που αφηγεßται την ιστορßα ενüς 13χρονου μετανÜστη στη Γαλλßα, που οι εμπειρßες Ýμοιαζαν με τις δικÝς του. Εßναι, ωστüσο, μυθοπλασßα. "Θα Ýνιωθα Üβολα να πω τη δικÞ μου ιστορßα", εξÞγησε τüτε. Τη στιγμÞ του θανÜτου του, Þταν το μακροβιüτερο μÝλος της Académie Française.
     Μια φανταστικÞ εκδοχÞ του Troyat εμφανßζεται στη σειρÜ κüμικς Image Comics Millarworld 2014-15 MPH απü τους Mark Millar και Duncan Fegredo ως πρþην επικεφαλÞς επιστημονικüς διευθυντÞς του προγρÜμματος υπερÜνθρωπης ανÜπτυξης της Γαλλßας κι εφευρÝτης του ομþνυμου χαπιοý υπερ-ταχýτητας "MPH", που εξαφανßστηκε το 1984 κι Ýκτοτε ζει κρυμμÝνος σε μπαρ που παρακολουθεß περιστασιακÜ φεστιβÜλ τζαζ. Ενþ ο Millar αποκÜλυψε σε συνÝντευξÞ του το  ΓενÜρη του 2014, üτι ο χαρακτÞρας θα επÝστρεφε σε Ýναν Üλλο τüτε Üτιτλο ακüμα που θα διαδραματßζεται στο κοινü φανταστικü σýμπαν Millarworld το επüμενο Ýτος κι ο χαρακτÞρας θα μετονομαστεß σε Orlov για αυτÞν την επüμενη εμφÜνιση.



EΡΓΑ:

1935: Faux Jour (Plon)
1935: Le Vivier (Plon)
1936: Μεγαλεßο φýση (Plon)
1937: La Clef de voûte (Plon)
1938: L'Araigne (Plon); ΗνωμÝνο Βασßλειο trans. The Web (1984)
1939: Κοινüτητα La Fosse (Plon)
1941: Le Jugement de Dieu (Plon)
1942: Le mort saisit le vif (Plon)
1945: Du Philanthrope à la Rouquine (Flammarion)
1945: Le Signe du taureau (Plon)
1946: Les Ponts de Paris (Flammarion)
1946: Les Vivants, pièce en trois actes (Βüννη)
1947: Tant que la terre durera, τüμος Ι (La Table ronde); ΗΠΑ trans. Ο Κüκκινος και ο Λευκüς (1956)
1948: Le Sac et la Cendre, Tant que la terre durera, τüμος ΙΙ (La Table ronde); ΒρετανικÞ μετÜφραση Sackcloth and Ashes (1956)
1948: La Case de l'oncle Sam (Λα Πßνακας ronde)
1949: Sébastien, pièce en trois actes (¼περα)
1950: Étrangers sur la terre, Tant que la terre durera, τüμος ΙΙΙ (La Table ronde); ΗνωμÝνο Βασßλειο trans. Strangers in the Land (1958)
1951: La Tête sur les épaules (Plon); ΗνωμÝνο Βασßλειο trans. Head in the Clouds (1979)
1952: La Neige en deuil (Flammarion); ΗνωμÝνο Βασßλειο trans. Το βουνü (1953)
1952: L'Étrange Destin de Lermontov (Plon)
1953: Les Semailles et les Moissons, τüμος Ι (Plon); Αμερικανßδα τρανς Amelie in Love (1956)
1955: De Gratte-ciel en cocotier (Plon)
1955: Amélie, Les Semailles et les Moissons, τüμος ΙΙ (Plon); Αμερικανßδα μετÜφραση Amelie και Pierre (1957)
1956: La Maison des bêtes heureuses (ΠροκατÜληψη)
1956: La Grive, Les Semailles et les Moissons, τüμος ΙΙΙ (Plon); Αμερικανßδα τρανς ΕλισÜβετ (1959)
1957: Tendre et violente Elisabeth, Les Semailles et les Moissons, τüμος IV (Plon); ΗΠΑ trans. ΤρυφερÞ και βßαιη ΕλισÜβετ (1960)
1958: La Rencontre, Les Semailles et les Moissons, τüμος V (Plon); ΗΠΑ trans. Η συνÜντηση (1962)
1958: Naissance d'une Dauphine (Gallimard)
1959: La Lumière des justes, τüμος Ι: Les Compagnons du Coquelicot. (Flammarion); ΗνωμÝνο Βασßλειο trans. Η Αδελφüτητα της Κüκκινης Παπαροýνας (1962)
1960: La Lumière des justes, τüμος ΙΙ: La Barynia. (Flammarion); ΗΠΑ trans. Η βαρüνη (1961)
1961: La Lumière des justes, τüμος ΙΙΙ: La Gloire des vaincus. (Flammarion)
1962: La Lumière des justes, τüμος IV: Les Dames de Sibérie. (Flammarion)
1963: La Lumière des justes, τüμος V: Sophie ou la Fin des combats. (Flammarion)
1963: Une extrême amitié (La Table ronde); ΗνωμÝνο Βασßλειο trans. Μια στενÞ φιλßα (1967)
1964: Le Geste d'Ève (Φλαμαριüν)
1965: Les Eygletière, τüμος Ι (Flammarion)
1966: La Faim des lionceaux, Les Eygletière, τüμος ΙΙ (Flammarion)
1967: Λα Malandre, Les Eygletière, τüμος ΙΙΙ (Flammarion)
1968: Les Héritiers de l'avenir, τüμος Ι: Le Cahier. (Flammarion)
1969: Les Héritiers de l'avenir, τüμος ΙΙ: Cent un coups de canon. (Flammarion)
1970: Les Héritiers de l'avenir, τüμος ΙΙΙ: L'Éléphant blanc. (Flammarion)
1972: La Pierre, la Feuille et les Ciseaux (Flammarion)
1973: Anne Prédaille (Flammarion)
1974: Le Moscovite, τüμος Ι (Flammarion)
1974: Les Désordres μυστικÜ, Le Moscovite, τüμος ΙΙ (Flammarion)
1975: Les Feux du matin, Le Moscovite, τüμος ΙΙΙ (Flammarion)
1976: Un si μακρÜ chemin (Απüθεμα)
1976: Le Front dans les nuages (Flammarion)
1976: Grimbosq (Flammarion)
1978: Le Prisonnier n° I (Flammarion)
1980: Βßου, τüμος Ι (ΦλαμÜριον). ΗνωμÝνο Βασßλειο trans. Sylvie (1982)
1982: Le Pain de l'étranger (Φλαμαριüν)
1983: La Dérision (Φλαμαριüν)
1984: Μαρßα ΚÜρποβνα (Flammarion)
1985: Le Bruit solitaire du cœur (Φλαμαριüν)
1986: À demain, Sylvie, Viou, τüμος ΙΙ (Flammarion); UK trans. Sylvie - Ευτυχßα (1989)
1987: Le Troisième Bonheur, Viou, τüμος III (Flammarion)
1988: Toute ma vie sera mensonge (ΦλαμÜριον)
1989: La Gouvernante française (Φλαμαριüν)
1990: La Femme de David (Φλαμαριüν)
1991: Αλιüχα (Flammarion)
1992: Γιοýρι (Flammarion)
1993: Le Chant des Insensés (Φλαμαριüν)
1994: Le Marchand de masques (Φλαμαριüν)
1995: Le Défi d'Olga (Φλαμαριüν)
1996: Votre très humble et très obéissant serviteur (Flammarion)
1997: L'Affaire Crémonnière (Φλαμαριüν)
1998: Le Fils du satrape (ΓκρασÝ)
1998: Τρομεροß τσαρßνες (Grasset)
1999: Les turbulences d'une grande famille (ΓκρασÝ)
1999: Namouna ou la chaleur animale (ΓκρασÝ)
2000: La Ballerine de Saint-Pétersbourg (Plon)
2001: La Fille de l'écrivain (ΓκρασÝ)
2002: L'Étage des bouffons (ΓκρασÝ)
2004: La Fiancée de l'ogre (ΓκρασÝ)
2004: La Baronne et le musicien (ΓκρασÝ)
2006: La Traque (ΓκρασÝ)
2009: Le Pas du juge (ΜπερνÜρ ντε ΦαλλουÜ)
2009: La folie des anges (ΜπερνÜρ ντε ΦαλλουÜ)
2010: Trois mères, trois fils (ΜπερνÜρ ντε ΦαλλουÜ)


ΒºΟΙ:

1940: Dostoïevski (Fayard); Φιοντüρ ΝτοστογιÝφσκι
1946: Pouchkine (Plon); ΗνωμÝνο Βασßλειο trans. Pushkin: His Life and Times (1951) & νÝα trans. Ποýσκιν. Μια βιογραφßα (1974)
1956: Sainte Russie, souvenirs et réflexions suivi de l'Assassinat d'Alexandre ΙΙ (Grasset)
1959: La Vie quotidienne en Russie au temps du dernier tsar (Hachette). UK trans. ΚαθημερινÞ ζωÞ στη Ρωσßα κÜτω απü τον τελευταßο τσÜρο (1961)
1965: Τολστüι (Fayard); ΒρετανικÞ μετÜφραση Τολστüι (1968)
1971: Γκüγκολ (Flammarion); ΗνωμÝνο Βασßλειο trans. Gogol: The Biography of a Divided Soul (1974)
1971: Kisling 1891-1953 (Jean Kisling); τüμοι Ι &; ΙΙ avec Joseph Kessel
1977: Catherine la Grande (Flammarion); ΒρετανικÞ μετÜφραση Αικατερßνη η ΜεγÜλη (1979)
1979: Pierre le Grand (Flammarion); Βρετανüς μετατροπÝας ΠÝτρος ο ΜÝγας (1988)
1981: Alexandre Ier (Flammarion); Βρετανüς μεταφρ. ΑλÝξανδρος της Ρωσßας (1984)
1982: ΙβÜν λε Τρομερü (Flammarion); ΗνωμÝνο Βασßλειο trans. ΙβÜν ο Τρομερüς (1985)
1984: Tchekhov (Flammarion); ΤσÝχωφ (1987)
1985: ΤουργκÝνιεφ (Flammarion); ΗνωμÝνο Βασßλειο trans. Turgenev. Μια βιογραφßα (1989)
1986: Γκüρκι (Flammarion); ΗνωμÝνο Βασßλειο trans. Gorky. Μια βιογραφßα (1989)
1988: ΦλωμπÝρ (Flammarion); ΦλωμπÝρ (1992)
1989: Maupassant (Flammarion); Γκυ ντε ΜωπασÜν
1990: Alexandre ΙΙ, le libérateur τσÜρος (Flammarion); ΑλÝξανδρος Β ́ της Ρωσßας
1991: Nicolas II, le dernier τσÜρος (Flammarion); Νικüλαος Β ́ της Ρωσßας
1992: ΖολÜ (Flammarion); Εμßλ ΖολÜ
1993: Verlaine (Flammarion); Πωλ Βερλαßν
1994: Μπωντλαßρ (Flammarion); Σαρλ Μπωντλαßρ
1995: ΜπαλζÜκ (Flammarion); ΟνορÝ ντε ΜπαλζÜκ
1996: Ραπουτßνη (Flammarion); Rasputin trans. ΓερμανικÜ και ΣουηδικÜ (1998), ΙσπανικÜ (2004)
1997: Juliette Drouet (Flammarion); Juliette Drouet
2000: Nicolas Ier (Librairie académique Perrin) Νικüλαος Α ́ της Ρωσßας
2001: Μαρßνα ΤσβετÜεβα : L'éternelle insurgée (Grasset); Μαρßνα ΤσβετÜεβα
2004: ΑλÝξανδρος ΙΙΙ (Grasset); ΑλÝξανδρος Γ ́ της Ρωσßας
2005: ΑλÝξανδρος ΔουμÜς. Le cinquième mousquetaire (ΓκρασÝ); ΑλÝξανδρος ΔουμÜς
2006: ΠαστερνÜκ (Grasset); Μπüρις ΠÜστερνακ
2008: Μπüρις Γκοντουνüφ (Flammarion). Μπüρις Γκοντουνüφ

     Ο Troyat Þταν Ýνας βραβευμÝνος και παραγωγικüς μυθιστοριογρÜφος που αγαπÞθηκε για τις μακρÝς ιστορικÝς σÜγκα του. Αν και γεννÞθηκε στη Ρωσßα, Ýμαθε να μιλÜει Üπταιστα γαλλικÜ απü την ελβετικÞ γκουβερνÜντα του. ¼ταν η οικογÝνειÜ του εγκατÝλειψε τη χþρα λüγω της ΡωσικÞς ΕπανÜστασης, Þταν εýκολο για αυτüν να προσαρμοστεß στο νÝο τους σπßτι στο Παρßσι. Εδþ Üλλαξε το üνομÜ του απü Lev Aslanovitch Tarassoff σε Henri Troyat, παρακολοýθησε το Lycee Pasteur κι απÝκτησε πτυχßο νομικÞς. ΕργÜστηκε για τη νομαρχßα τοπικÞς αυτοδιοßκησης στα τÝλη της δεκαετßας του 1930, ενþ συνÝθετε τα πρþτα του μυθιστορÞματα. Το πρþτο του, Faux Jour (1935), το οποßο γρÜφτηκε ενþ υπηρετοýσε στον γαλλικü στρατü, κÝρδισε το Prix Populiste. Το τÝταρτο μυθιστüρημÜ του, L'Araigne (1938, μεταφρÜστηκε ως The Web το 1984), κÝρδισε το διÜσημο Prix Goncourt. Εγκαταλεßποντας τη καθημερινÞ του δουλειÜ το 1942, αφοσιþθηκε στη συγγραφÞ και συνÝχισε να γρÜφει πÜνω απü 100 μυθιστορÞματα, συλλογÝς διηγημÜτων, βιογραφßες, οδοιπορικÜ κι Üλλα Ýργα. ΚÝρδισε το Prix Louis Barthou απü τη ΓαλλικÞ Ακαδημßα το 1938 και το Grand Prix Litteraire de Monaco το 1952 για το La neige en deuil. Λüγω του σαφοýς, Üμεσου στυλ γραφÞς του, δεν Þτανε πÜντα αγαπημÝνος των κριτικþν λογοτεχνßας, αλλÜ Þταν εξαιρετικÜ δημοφιλÞς στο κοινü. Αγαποýσε να γρÜφει πολýτομες σÜγκα για οικογÝνειες που επιβßωναν δýσκολες ιστορικÝς στιγμÝς, μερικÝς φορÝς αντλþντας απü τις δικÝς του εμπειρßες στη Ρωσßα και τη Γαλλßα. Το διαυγÝς στυλ γραφÞς του Ýκανε επßσης τις βιογραφßες του δημοφιλεßς και συνÞθως Ýγραψε για λογοτεχνικοýς και πολιτικοýς γßγαντες απü τη ρωσικÞ ιστορßα κι επßσης για σημαντικοýς ΓÜλλους συγγραφεßς. Μια βιογραφßα που Ýγραψε για τη Juliette Drouet, ωστüσο, τον Ýβαλε σε νομικÜ προβλÞματα üταν το 2003 κρßθηκε Ýνοχος λογοκλοπÞς. Εκτüς απü αυτü το σκοτεινü κεφÜλαιο, απÞλαυσε διακεκριμÝνη καρριÝρα. Διορßστηκε Commandeur de l'Ordre National du Merité, Commandeur des Arts et des Lettres & Grandcroix της Λεγεþνας της ΤιμÞς. Δημοσßευσε την αυτοβιογραφßα του Un si long chemin (1976).


========================


                                                     Bιοý
   (απüσπ.)

     ¼πως πÜντα, η Ερνεστßν φþναξε: "Συλβß, μη τρÝχεις!", χωρßς ωστüσο να τρÝξει η ßδια να πιÜσει το κοριτσÜκι. Κι üπως πÜντα, η Συλβß εßχε την αßσθηση πως μ' Ýνα πÞδο θα υψωνüταν κÜμποσα μÝτρα πÜνω απü τη γη. Απ' üλη τη τÜξη αυτÞ Ýτρεχε πιο γρÞγορα. ¼μως, κανÝνας απü την οικογÝνεια δεν Ýδινε σημασßα σ' αυτü το εξαιρετικü ταλÝντο. ΑνεξÞγητα, οι μεγÜλοι, üταν φροντßζουν τα παιδιÜ τους, ενδιαφÝρονται μüνο για τις σπουδÝς τους. Χοροπηδοýσε η Συλβß πÜνω στο πεζοδρüμιο, χοροπηδοýσαν και τα βιβλßα της μÝσα στη σχολικÞ τσÜντα. ¼ταν Ýφτασε μπροστÜ στην αυλüπορτα, σταμÜτησε να ξανασÜνει και να περιμÝνει την Ερνεστßν. Με κοινÞ συμφωνßα, ακüμα κι üταν Ýτρεχε λßγο στο δρüμο για να ξεμουδιÜσουν τα πüδια της, ποτÝ δεν Ýμπαινε στο σπßτι χωρßς την υπηρÝτρια. Η γιαγιÜ κι ο παπποýς δε θα το επÝτρεπαν. Της εßχαν τÝτοια αδυναμßα που ποτÝ δεν την Üφηναν να βγαßνει μüνη. Λες κι Þταν δυνατü να πÜθει οτιδÞποτε μÝσα σ' αυτÞ την καλüβολη πüλη του Πουß, που την κÜθε γωνιÜ της την Þξερε τüσο καλÜ, μια και τüσες φορÝς την εßχε τριγυρßσει μαζß τους. Θα 'λεγε κανεßς στ' αλÞθεια πως δεν την Ýβλεπαν να μεγαλþνει. Απü πÝρσι, που Ýγινε εφτÜ χρονþν, της εßχαν αναγγεßλει πως πια Þταν μεγÜλο κορßτσι. Και παρ' üλη αυτÞ τη διαβεβαßωση, η συμπεριφορÜ τους απÝναντß της δεν εßχε καθüλου αλλÜξει. Η Συλβß σÞκωσε τα μÜτια και κοßταξε τη μισοκυκλικÞ επιγραφÞ που στüλιζε την καμÜρα της αυλüπορτας. ¸γραφε με κßτρινα γρÜμματα σε πρÜσινο φüντο: «Οßκος ΛεσουαγιÝ. ΟικοδομικÜ υλικÜ - κÜρβουνο - γαιÜνθραξ. ΧονδρικÞ πþλησις». Η Συλβß Ýβρισκε πως ο Þχος αυτοý του ονüματος, ΛεσουαγιÝ, Þταν ιδιαßτερα üμορφος. Της Üρεσε να το γρÜφει πÜνω στις γραμμωτÝς ετικÝτες που στüλιζαν τα σχολικÜ της βιβλßα και τετρÜδια. Η καλýτερη φιλενÜδα της, η Μαρτßν ΝτεντορÜ, της εßχε πει πως τη ζÞλευε που ονομαζüταν ΛεσουαγιÝ. ¼λος ο κüσμος μÝσα στην πüλη γνþριζε τον παπποý της. ¼ταν Ýμπαινε στο μεγÜλο καφενεßο της πλατεßας ΜπρÝιγ, κρατþντας την απü το χÝρι, πÜντα θα βρισκüταν κÜποιος απü τους πελÜτες να του φωνÜξει: «Α! ΕπιτÝλους Þρθατε, αγαπητÝ μου ΛεσουαγιÝ!», μ' ολοφÜνερη και ειλικρινÞ χαρÜ.
     Η Συλβß γýρισε προς την Ερνεστßν, που Ýσερνε δýσκολα στο πεζοδρüμιο τα μαλθακÜ ποδÜρια της. Το πρüσωπο της Ερνεστßν Þταν γκρßζο και ζαρωμÝνο σαν σφουγγαρüπανο. ¹ταν γριÜ. ¼μως üχι και τüσο γριÜ σαν τη γιαγιÜ και τον παπποý, που και οι δυο τους εßχαν ξεπερÜσει πια τον καιρü που η ηλικßα μετριÝται με τα χρüνια. ¼ταν, επιτÝλους, η Ερνεστßν την πλησßασε, η Συλβß πÝρασε την αυλüπορτα. ¹ταν πολý φαρδιÜ για να μποροýν να μπαινοβγαßνουν τα καμιüνια και τα κÜρα. Στη μÝση του περÜσματος ξεχþριζε η ποδιÜ της γεφυροπλÜστιγγας που χρησßμευε για το ζýγισμα των φορτßων. ¼ταν περπατοýσες πÜνω της Ýνιωθες μιαν ανÜλαφρη εντýπωση λικνßσματος, Ýνα μηχανικü κλυδωνισμü. ΠÜντα η Συλβß περνοýσε πÜνω στην πλÜστιγγα για να νιþθει κÜτω απü τα πüδια της το κενü. Και τοýτη τη φορÜ γεýτηκε την ευχαρßστηση ενüς μικροý φüβου χωρßς συνÝπειες. Σßγουρα, η ποδιÜ θα υποχωροýσε κÜτω απü το βÜρος της και θα γκρεμιζüταν στα βÜθη μιας μαýρης τρýπας που μÝσα της διασταυρþνονταν σιδερÝνιες βÝργες. ΕπειδÞ τßποτε τÝτοιο δε συνÝβηκε, Ýριξε μια ματιÜ στη βελüνα της πλÜστιγγας. Δεν εßχε σαλÝψει. «Δεν εßμαι ακüμα αρκετÜ βαριÜ, σκÝφτηκε η Συλβß. Εßμαι σαν φτερü. ºσως και να μην υπÜρχω». Κι Ýπειτα φαντÜστηκε üλη την οικογÝνεια συγκεντρωμÝνη πÜνω στη γεφυροπλÜστιγγα: Ο παπποýς, η γιαγιÜ, η μαμÜ, η θεßα ΜαντελÝν, η ßδια... ºσως τüτε η βελüνα ν' αποφÜσιζε να κουνÞσει. Πüσα κιλÜ ν' αντιπροσþπευαν üλοι μαζß; Εκατü; Χßλια; ΧαμογÝλασε βλÝποντας με τη φαντασßα της üλους συγκεντρωμÝνους πÜνω στη ζυγαριÜ, τον Ýναν κολλητÜ στον Üλλο, σαν να επρüκειτο να βγουν φωτογραφßα, κι Ýπειτα κατευθýνθηκε αποφασιστικÜ προς την αυλÞ. Εκεß, βρισκüταν το σπιτÜκι του Τüμπυ.
Ο Τüμπυ Þταν Ýνας σκýλος ρÜτσας σπÜνιελ, τριχωτüς, μεταξÝνιος κι ευκßνητος. ΚÜποτε Üνηκε στον μπαμπÜ και τþρα συνüδευε τον παπποý στο κυνÞγι. Του απαγορευüταν να κατοικεß μÝσα στο σπßτι. Η Συλβß λÜτρευε παθιασμÝνα αυτüν το σκýλο, ενþ η γιαγιÜ τον Ýβρισκε βρομερü και κακομαθημÝνο. ΚαθισμÝνη οκλαδüν, τον Üρπαξε απ' το λαιμü κι Ýτριψε τα μÜγουλÜ της πÜνω στη μουσοýδα του. Της απαντοýσε με τινÜγματα, γαβγßσματα και γλειψßματα που την ενθουσßαζαν. Για λßγα λεπτÜ κυλßστηκαν Ýτσι ο Ýνας πÜνω στον Üλλον, παßζοντας, παλεýοντας, ανακατεýοντας τις ανÜσες τους. ¸πειτα, η Ερνεστßν μÜλωσε τη Συλβß λÝγοντÜς της πως ο παπποýς και η γιαγιÜ την περßμεναν.
     Με λýπη εγκατÝλειψε τον Τüμπυ, πÝρασε πÜλι κÜτω απü τη καμÜρα της αυλüπορτας και μπÞκε στο γραφεßο με τη μεγÜλη τζαμαρßα. Εκεß μÝσα βασßλευε η σιωπÞ. Στον τοßχο του βÜθους, ανÜμεσα σε δυο μακρüστενα ντουλÜπια ξýλινα, υψωνüταν, στÝρεο, κοντüχοντρο και μαýρο, το χρηματοκιβþτιο. Πßσω απü αυτÞν τη σιδερÝνια πüρτα με τα καλογυαλισμÝνα απü το χρüνο χεροýλια, η Συλβß Ýβλεπε με το νου της Ýνα βουνü απü χρυσÜφι και χαρτονομßσματα. ¼λη την περιουσßα των ΛεσουαγιÝ. ΠλÜι, πÜνω σ' Ýνα ρÜφι, Þταν αραδιασμÝνα πλακßδια πορσελÜνης με ζωηρÜ χρþματα, κολλημÝνα σε χαρτονÝνια στηρßγματα. ¸μοιαζαν με παιχνßδια. ΑλλÜ απαγορευüταν να τ' αγγßζεις. Ο παπποýς Þταν θρονιασμÝνος πßσω απü Ýνα τερÜστιο γραφεßο με ρολü, που στο τÝλος της μÝρας üταν το κατÝβαζε κροτÜλιζαν οι στενÝς, ευλýγιστες ξýλινες λÜμες του. ΑπÝναντß του, σ' Ýνα τραπÝζι λßγο πιο μικρü, καθüταν η θεßα ΜαντελÝν, που ερχüταν τÝσσερις φορÝς τη βδομÜδα για να κÜνει χρÝη γραμματÝα. Τις Üλλες μÝρες ερχüταν τ' απογεýματα, üμως καθüταν στο σαλüνι κι Ýκανε παρÝα της γιαγιÜς. ¹ταν πρþτες ξαδÝλφες. Το ßδιο γριÝς, το ßδιο μýωπες και οι δυο. Ο κüσμος Ýλεγε πως εßχαν μεγαλþσει μαζß, πως μαζß εßχαν σπουδÜσει, πως πÝρασαν την ßδια μÝρα τις εξετÜσεις τους και πως θα παντρεýονταν την ßδια μÝρα, αν ο αρραβωνιαστικüς της θεßας ΜαντελÝν δεν εßχε πεθÜνει στο μεταξý. Η θεßα ΜαντελÝν δε θÝλησε ποτÝ να παντρευτεß Üλλον κι εßχε παραμεßνει «δεσποινßς» «απü πßστη». Η Συλβß αναρωτιüταν πþς μποροýσε η θεßα ΜαντελÝν να κÜνει προσθÝσεις Ýτσι που Þταν αναγκασμÝνη να κολλÜει τη μýτη της πÜνω στο χαρτß για να διαβÜζει τους αριθμοýς. Ακüμη και στη γραφομηχανÞ χτυποýσε μ' Ýνα δÜκτυλο. ΓυαλιÜ χωρßς σκελετü τσιμποýσαν το δÝρμα της μýτης, ανÜμεσα στα μÜτια, κι Ýτρεμαν αστραποβολþντας üταν μιλοýσε. Η Συλβß τη φßλησε με θÝρμη κι üρμησε προς τον παπποý της. Αυτüς την κÜθισε πÜνω στα γüνατÜ του. ΚολλημÝνη πÜνω του κολυμποýσε μÝσα σ' Ýνα λεπτü Üρωμα λεβÜντας και καπνοý. Κοντüς, αδýνατος, με το μÜτι που γυÜλιζε σαν κüκκος καφÝ, το δÝρμα πολυζαρωμÝνο, εßχε πÜντα Ýνα τσιγÜρο στο χÝρι. Το μÝσα μÝρος του δεßχτη του Þταν κßτρινο. ¼πως το συνÞθιζε, ρþτησε τη Συλβß για τα μαθÞματÜ της. Τον διαβεβαßωσε πως üλα πÞγαιναν καλÜ, χωρßς Üλλες διευκρινßσεις. Προς τι να τον ταρÜξει λÝγοντÜς του πως πÞρε μηδενικü στην απαγγελßα κι Ýνα δυÜρι στην ορθογραφßα; ΚαταταγμÝνη ανÜμεσα στις τελευταßες, υπüφερε γι' αυτÞν την ταπεινωτικÞ θÝση μüνο και μüνο γιατß ο παπποýς κι η γιαγιÜ στενοχωριüνταν. Γι' αυτοýς, θα 'θελε να κÝρδιζε μια καλýτερη θÝση, üμως βαριüταν τüσο πολý το σχολεßο που üλες οι καλÝς προθÝσεις της πÞγαιναν περßπατο μüλις Üνοιγε Ýνα σχολικü βιβλßο. Αφοý Üκουσε αφηρημÝνα την εγγονÞ του ο παπποýς, της επÝτρεψε να κλεßσει και ν' ανοßξει το κυλινδρικü ρολü του γραφεßου. Κι Ýπειτα η Συλβß Üρπαξε τη σφραγßδα με τις ημερομηνßες που πÜντα τη γοÞτευε. Πρþτα τýπωσε πÜνω σ' Ýνα χαρτß την ημερομηνßα εκεßνης της μÝρας, 13 Νοεμβρßου 1946, Ýπειτα Üρχισε να γυρνÜει τις καουτσουκÝνιες κορδÝλες που εßχαν τα γρÜμματα και τους αριθμοýς και βÜλθηκε να συνθÝτει εξαιρετικÝς ημερομηνßες, üπως την ημερομηνßα που θα γινüταν εßκοσι χρονþν, τριÜντα, εκατü χρονþν... Το μυαλü της κÜλπαζε προς Ýνα ιλιγγιþδες μÝλλον... Ζαλιζüταν απü την τüσο μεγÜλη ταχýτητα του ταξιδιοý. Η Ερνεστßν περßμενε στο κατþφλι. ¼ταν η Συλβß γÝμισε μιαν ολüκληρη σελßδα σφραγßσματα με βιολετß μελÜνι, ο παπποýς της εßπε:
 -"ΠÞγαινε τþρα. Σßγουρα θα 'χεις να γρÜψεις μαθÞματα".
 -"Δεν Ýχω. ΣÞμερα εßναι ΤετÜρτη: αýριο δεν Ýχει σχολεßο*"!
 -"Δεν πειρÜζει, πÞγαινε!" εßπε ο παπποýς.
     Το γραφεßο βρισκüταν στο ισüγειο του σπιτιοý, που εßχε δυο πατþματα. Στο πρþτο, Ýνα μεγÜλο χολ, το σαλüνι, η τραπεζαρßα, η κουζßνα. Στο δεýτερο, οι κρεβατοκÜμαρες. Τα παρÜθυρα Ýβλεπαν στο δρüμο και στην αυλÞ. Μια μεγÜλη σκÜλα ξεκινοýσε απü την αυλüπορτα. ΕπειδÞ περνοýσαν τα καμιüνια με το εμπüρευμα, μια ψιλÞ καρβουνüσκονη καθüταν πÜνω στα πρþτα σκαλοπÜτια. Η γιαγιÜ, που εßχε τη μανßα της καθαριüτητας, Ýβαζε και σκοýπιζαν την εßσοδü της πολλÝς φορÝς τη μÝρα. Φοβüταν σαν και τι την εισβολÞ αυτÞς της σκοτεινÞς και ýπουλης σκüνης μÝσα στο σπιτικü της. Ανεβαßνοντας δυο δυο τα σκαλιÜ, η Συλβß διαπßστωσε με χαρÜ της πως οýτε ßχνος απü αυτÞ την ýποπτη σκιÜ δεν τα λÝρωνε. Τþρα το πρüγραμμα απαιτοýσε να πιει Ýνα ποτÞρι γÜλα Üβραστο. Αυτü το γÜλα προερχüταν απü την αγελÜδα ΜπλανσÝτ, που ο παπποýς εßχε αγορÜσει την εποχÞ της κατοχÞς, üταν τα τρüφιμα εßχαν εξαφανιστεß. Ζοýσε στο βÜθος της αυλÞς, σε μια γωνιÜ της αποθÞκης που την εßχαν μετατρÝψει σε σταýλο και τα γενναιüδωρα μαστÜρια της τροφοδοτοýσαν εδþ και χρüνια την οικογÝνεια και μερικοýς προνομιοýχους φßλους. Το φλιτζÜνι με το γÜλα περßμενε τη Συλβß στην κουζßνα. Το κατÜπιε, γουλιÜ γουλιÜ, μ' αηδßα, Ýλεγε πως μýριζε τα σωθικÜ της αγελÜδας. Για να δßνει κουρÜγιο στον εαυτü της, κÜθε φορÜ που το Ýπινε, σκεφτüταν την ΜπλανσÝτ που Þταν τüσο üμορφη με το ασπροκοκκινωπü τρßχωμÜ της, τα κυρτωμÝνα κÝρατα και την υγρÞ μουσοýδα της. Μüνο απü φιλßα γι' αυτü το Þρεμο ζþο, το υπομονετικü, το χρÞσιμο, Ýπρεπε ν' αδειÜζει το φλιτζÜνι της ßσαμε την τελευταßα σταγüνα. Το Ýκανε κι Ýνιωθε Ýνα ανÜμικτο αßσθημα αναγοýλας και τρυφερüτητας.
 -"ΕντÜξει"! φþναξε αφÞνοντας το φλιτζÜνι στο νεροχýτη.
     Η Ερνεστßν της εßπε μπρÜβο καθþς και η ΑνζÝλ, που καθισμÝνη σ' Ýνα σκαμνß γυÜλιζε τ' ασημικÜ. ºδιο σχεδüν μπüι με το κοριτσÜκι, η ΑνζÝλ Þταν τüσο φαρδιÜ üσο και ψηλÞ. Το γÝρικο πρüσωπü της Þταν σαν μαλακü καουτσοýκ. Κι επιπλÝον Þταν τüσο κουφÞ που Ýπρεπε να φωνÜζεις για να σ' ακοýσει. ΑυτÞ η μισοκουφαμÜρα την Ýκανε διπλÜ συμπαθητικÞ στη Συλβß. Της φαινüταν πως κÜποιο μυστÞριο κρυβüταν πßσω απ' αυτÞν την Üχαρη παρουσßα, üπως σε ορισμÝνες μÜγισσες που κÜνουν πως εßναι ανÜπηρες για να κρýβουν καλýτερα τη δýναμÞ τους. Η μεγÜλη ασχÞμια την τραβοýσε üσο και η μεγÜλη ομορφιÜ. ¢γγιξε τον þμο της ΑνζÝλ για να την κÜνει να την προσÝξει και εßπε υψþνοντας τη φωνÞ:
 -"Τß θα φÜμε το βρÜδυ; ΟμελÝτα με τυρß";
     Η ΑνζÝλ τρεμüπαιξε τα βλÝφαρÜ της, Ýπειτα φÜνηκε πως κατÜλαβε κι απÜντησε με μια φωνÞ ραγισμÝνη που δεν μποροýσε να ελÝγξει τη διαπασþν της.
 -"¼χι, μοσχÜρι μπλανκÝτ. ΞÝρεις πως σÞμερα εßναι ΤετÜρτη. Η ομελÝτα με τυρß εßναι για τη ΠαρασκευÞ".
     Η κÜθε μÝρα εßχε το μενοý της. ΑλλÜ, καμμιÜ φορÜ, τýχαινε ο παπποýς, απαυδημÝνος, να ζητÜει κÜποια αλλαγÞ στο καθιερωμÝνο πρüγραμμα και τüτε η γιαγιÜ üλο Ýκπληξη θýμωνε και υποχωροýσε κακüκεφη. ΓενικÜ, üλες οι απαιτÞσεις του Üντρα της τη δυσανασχετοýσαν. Τßποτε δε φüβιζε τη Συλβß τüσο πολý, üσο τα ξεσπÜσματÜ τους κÜθε φορÜ που διαφωνοýσαν.
     Ο ΦρανσουÜ παρουσιÜστηκε στο κατþφλι της κουζßνας μ' Ýνα κουβÜ γεμÜτο κÜρβουνο σε κÜθε χÝρι. ¹ταν Ýνας εργÜτης μαυριδερüς σαν το διÜβολο, που Ýκανε üλες τις χοντρÝς δουλειÝς της αποθÞκης και του σπιτιοý. ¸να απü τα καθÞκοντÜ του Þταν να φροντßζει την ΜπλανσÝτ και να την αρμÝγει. Ο παπποýς Ýλεγε πως συχνÜ εßχε «μια κÜνουλα στο στüμα». ΑυτÞ η Ýκφραση Ýκανε τη Συλβß να γελÜει. Φανταζüταν το ΦρανσουÜ σπßτι του να πßνει το κρασß με μια κÜνουλα. ΕπειδÞ ο Üνθρωπος αυτüς ξüδευε üλα του τα λεφτÜ στην ταβÝρνα, η γυναßκα του ερχüταν να εισπρÜξει το μισθü του. Εßχε πÝντε παιδιÜ και το πιο μικρü Þταν ακüμη στην κοýνια. Η γιαγιÜ τοýς φρüντιζε και τους Ýδινε παλιÜ ροýχα. Εßχαν και μερßδιο απü το γÜλα της αγελÜδας της οικογÝνειας.
 -"Ν' ανεβÜσω το κÜρβουνο στα δωμÜτια"; ρþτησε ο ΦρανσουÜ.
     Εßχε τη βαρειÜ προφορÜ των χωρικþν της ¢νω ΛουÜρ.
 -"Ναι", εßπε η Ερνεστßν. "¼μως, βγÜλε πρþτα τα παποýτσια σου. Την Üλλη φορÜ μου γÝμισες βρωμιÝς το παρκÝ μου".
     Παρüλο που εßχε σ' üλα τα δωμÜτια καλοριφÝρ, η εγκατÜσταση Þταν τüσο παλιÜ που δω και κει χρειαζüταν κÜποια παραπανßσια θÝρμανση. Ο ΦρανσουÜ γκρßνιαξε, ανασÞκωσε τους þμους και κÜθισε σε μια ψÜθινη καρÝκλα για να βγÜλει τα παποýτσια του. Εßχε τρýπιες κÜλτσες. Το χοντρü του ροζ δÜχτυλο ξεπρüβαλε απü μια τρýπα κι Þταν σαν το πρüσωπο ενüς λιλιποýτειου καπελωμÝνου με σκουφß. Η Ερνεστßν σοýφρωσε τη μýτη μ' αηδßα. ΚÜτω απü το αυστηρü βλÝμμα της ο ΦρανσουÜ ξανÜφυγε με κυρτÞ την πλÜτη, σÝρνοντας τα πüδια του μÝσα στις κÜλτσες.
 -"ΠÜλι πιωμÝνος εßναι", εßπε γελþντας η Ερνεστßν.
     ΓÝμισε το μýλο του καφÝ κι ετοιμÜστηκε να τον αλÝσει. Η Συλβß την παρακÜλεσε να την αφÞσει να αλÝσει κι εκεßνη. ΚαλοκαθισμÝνη σ' Ýνα μικρü πÜγκο, με το ξýλινο κουτß μαγκωμÝνο ανÜμεσα στα πüδια της, πÜνω απü τα γüνατα, το κοριτσÜκι γυρνοýσε τη μανιβÝλα κι Üκουγε μ' αγαλλßαση τους κüκκους να τρßζουν σπÜζοντας. Πüτε πüτε, με την κßνηση, το μηχÜνημα κουνιüταν και της τσιμποýσε δυσÜρεστα το δÝρμα. Κι αυτü Þταν μÝσα στο παιχνßδι. Πρþτα Ýσπρωχνες πολý δυνατÜ το χεροýλι. ¸πειτα οι στροφÝς γßνονταν πιο ελεýθερα και τÝλος το χεροýλι γυρνοýσε χωρßς καμιÜ αντßσταση. Τüτε μποροýσες να τραβÞξεις το συρταρÜκι απü το κουτß. ¹ταν γεμÜτο ßσαμε πÜνω με μια üμορφη καφεδιÜ Üμμο. Η Συλβß σÜλιωσε το δÜχτυλü της, Ýπιασε λßγη σκüνη και την Ýβαλε στο στüμα της. ¹ταν πικρÞ κι αρωματισμÝνη. Θα 'πρεπε, οπωσδÞποτε, να 'ναι κανÝνας μεγÜλος για να του αρÝσει αυτÞ η παρÜξενη γεýση. Η Συλβß ζÞτησε μια καραμÝλα γÜλακτος για να γλυκÜνει το στüμα της. Η ΑνζÝλ τον περασμÝνο μÞνα εßχε φτιÜξει θαυμÜσιες καραμÝλες. Εκεßνη τη μÝρα, üλο το σπßτι μοσχομýρισε απü τη ζαχαρωμÝνη και ζεστÞ ζýμη. Η μαγεßρισσα διατηροýσε τις καραμÝλες μÝσα σ' Ýνα τσßγκινο κουτß με κινÝζικα σχÝδια: μανδαρßνοι Ýπιναν το τσÜι τους κÜτω απü ομπρÝλες του Þλιου. Δεν Ýμενε σχεδüν πια τßποτε απü το απüθεμα: κÜτι μικροýλικα κομμÜτια και ζαχαρüσκονη στο βÜθος του κουτιοý.
 -"Πüτε θα ξαναφτιÜξεις"; φþναξε η Συλβß χþνοντας μια καραμÝλα μÝσα στο στüμα της.
 -"Η γιαγιÜ σου δε θÝλει", απÜντησε η ΑνζÝλ. "ΛÝει πως χαλÜνε τα δüντια των μικρþν κοριτσιþν".
     Η Συλβß το 'ξερε, αλλÜ παρ' ολ' αυτÜ διαμαρτυρÞθηκε:
 -"¼χι, αν τρως μια που και που".
     ¸να βÞμα πλησßαζε. Η Συλβß βιÜστηκε να μασουλßσει την καραμÝλα και κατÜπιε το τελευταßο κομμÜτι μια και κÜτω. Την ßδια στιγμÞ η γιαγιÜ μισÜνοιξε την πüρτα κι εßπε:
 -"Λοιπüν, Συλβß, σε περιμÝνω".
     Η γιαγιÜ Þταν αυστηρÞ μαζß της, ο παπποýς καθüλου. Η Συλβß δεν προσπÜθησε ποτÝ να εξηγÞσει τους λüγους αυτÞς της διαφορετικÞς συμπεριφορÜς. Και οι δυο την αγαποýσαν το ßδιο, γι' αυτü Þταν βÝβαιη, αλλÜ ο καθÝνας με τον τρüπο του. Η γιαγιÜ Þταν πÜντα συγκρατημÝνη, σεμνÞ, Üκαμπτη, ευλαβικÞ, μια φλüγα κρυφÞ, ενþ ο παπποýς Þταν εýκολος και συχνÜ καλαμπουρτζÞς. Δυο χρüνια ζοýσε μαζß τους και το κοριτσÜκι εßχε συνηθßσει σ' αυτÞν τη ρυθμισμÝνη ζωÞ. ΚÜθε στιγμÞ Þξερε τι επρüκειτο να επακολουθÞσει. ¸τσι, ακολουθþντας τη γιαγιÜ της στο σαλüνι, Þταν σßγουρο πως θα της Ýλεγε να γρÜψει το βδομαδιÜτικο γρÜμμα στη μαμÜ της. Πßσω απü φακοýς τüσο χοντροýς, που τα μÜτια φÜνταζαν εξογκωμÝνα, η γιαγιÜ εξακüντιζε πÜνω στην εγγονÞ της Ýνα βλÝμμα αυστηρÜ τρυφερü. Το πρüσωπü της Þταν Üσαρκο, εßχε Ýνα χοντρü κοκκινωπü κüτσο. Η μýτη της Þταν σουβλερÞ, το στüμα της χοντρü κι οι Üκριες του πÝφτανε. Απü καιρü δεν Ýκανε καμιÜ προσπÜθεια για να αρÝσει, Ýστω και σ' Ýνα παιδß. ΠÜνω στο μικρü γραφεßο Þταν τοποθετημÝνα Ýνα μπλοκ με χαρτß αλληλογραφßας κι Ýνας κοντυλοφüρος. ¼ργανα μαρτυρßου. Το επιστολüχαρτο που εßχε μαýρο πλαßσιο ανÞκε στη γιαγιÜ. ¸φτανε να το κοιτÜξεις για να σου 'ρθει στενοχþρια.
 -"Δε γßνεται να πÜρουμε Üλλο χαρτß"; ρþτησε η Συλβß.
 -"¼χι", εßπε η γιαγιÜ. "Θα 'ταν ανÜρμοστο στο πÝνθος μας. Εμπρüς, δουλειÜ! Εßμαι σßγουρη πως Ýχεις χßλια πρÜματα να διηγηθεßς στη μητÝρα σου".
     Το πÜθος της Συλβß για τη μαμÜ της Þταν τüσο ζωηρü που μüνο η αναπüληση αυτοý του απüμακρου προσþπου Ýκανε την καρδιÜ της να σκιρτÜ, τους μυς της να τεντþνονται κι Ýνιωθε Ýναν τρελü πüθο να τρÝξει να χωθεß στη φιλüξενη αγκαλιÜ της. ¼ταν üμως επρüκειτο να γρÜψει σ' αυτÞν που τüσο πολý αγαποýσε, οι λÝξεις εξαφανßζονταν. Η εσωτερικÞ της αναστÜτωση μεταφραζüταν σε φρÜσεις τüσο κοινüτοπες που απü τα πριν Ýχανε το κουρÜγιο της. Αυτü που Ýπρεπε να 'ναι τραγοýδι αγÜπης γινüταν σχολικÞ Ýκθεση. Χωρßς ßχνος Ýμπνευσης ψιθýρισε:
 -"Τß να της γρÜψω";
 -"Εσý ξÝρεις, Συλβß"! εßπε η γιαγιÜ.
     Εßχε καθßσει κοντÜ στο κοριτσÜκι και, με τα χÝρια σταυρωμÝνα πÜνω στην κοιλιÜ, παρατηροýσε μÝσα απü τους παραμορφωτικοýς φακοýς της την πρüοδο των δισταγμþν πÜνω στο πρüσωπο του παιδιοý. ΑπελπισμÝνη η Συλβß κατÝφυγε στις συνηθισμÝνες φρÜσεις:

   "Μανοýλα μου αγαπημÝνη, εßμε πÜντα καλÜ κι ελπÞζω και εσý. Στο σχολεßο üλα πÜνε καλÜ κι Ýχω καλÝς φßλες. Ο παποýς, η γιαγιÜ και η θεßα ΜαντελÝν εßναι πÜντα καλλÜ κι αυτοß..."

     ¸γραφε αργÜ πασχßζοντας και σταματοýσε ýστερα απü κÜθε λÝξη για να σκεφτεß τη συνÝχεια. Η γιαγιÜ διÜβαζε ü,τι Ýγραφε. Τα γυαλιÜ δεν της Ýφταναν και μεταχειριζüταν επιπλÝον Ýνα στρογγυλü φακü που κρεμüταν με μια αλυσßδα απü το λαιμü της. Η Συλβß Ýνιωθε πÜνω στο μÜγουλü της την Üρρυθμη ανÜσα της και οι λιγοστÝς ιδÝες που εßχε, στο τÝλος, πνßγονταν μÝσα στην τραγικÞ ανημποριÜ της. Αν η μαμÜ της παρουσιαζüταν τοýτη τη στιγμÞ μπροστÜ της, δε θα χρειαζüταν να ψÜξει να βρει τις λÝξεις για να της φωνÜξει τη χαρÜ της. ¼μως, η μαμÜ Þταν μακριÜ. Για πολλÝς βδομÜδες ακüμα. ºσαμε τις διακοπÝς των ΧριστουγÝννων. Μüνη στο Παρßσι, δοýλευε σκληρÜ, Ýλεγαν, σαν γραμματÝας, κοντÜ σ' Ýναν καθηγητÞ γιατρü που Þταν πολý σοφüς και γιÜτρευε πολý κüσμο. Σýγχρονα σποýδαζε για να τελειοποιηθεß στο επÜγγελμÜ της. ΑυτÝς οι διÜφορες ασχολßες της την απορροφοýσαν τüσο πολý που αναγκÜστηκε να εμπιστευτεß την κüρη της στα πεθερικÜ της μÝχρι να τα καταφÝρει να οργανþσει τη ζωÞ της και να την ξαναπÜρει... Επρüκειτο, Ýλεγε η οικογÝνεια, για "μια λýση πολý προσωρινÞ".
     ¼λες αυτÝς οι σκÝψεις περνοýσαν αστραπιαßα απü το μυαλü της Συλβß, ενþ το χÝρι της μοýδιαζε πÜνω στο χαρτß. Πßσω απü την πλÜτη της, μÜντευε την παρουσßα των παλιþν παραδοσιακþν επßπλων. Η γιαγιÜ τ' αγαποýσε πολý κι Ýλεγε πως «απü πÜντα βρßσκονταν στα χÝρια της οικογενεßας της». ΥπÞρχαν σιφονιÝρες, ανθοστÞλες, τραπÝζια απü πολýτιμο ξýλο που γυÜλιζαν με μανßα η Ερνεστßν και η ΑνζÝλ. Οι επισκÝπτες στÝκαν εκστατικοß, ιδιαßτερα μπροστÜ σ' Ýνα γραφεßο 18ου αιþνα, που το Ýλεγαν «Ευτυχßα της μÝρας». Η Ýκφραση Üρεσε πολý στη Συλβß και συχνÜ τýχαινε να στÝκεται μπροστÜ στο Ýπιπλο ελπßζοντας πως με το να το κοιτÜει συνÝχεια θα τραβοýσε Ýξω λßγο απ' αυτÞν την «ευτυχßα» που Ýκρυβαν τα συρτÜρια του. Ωστüσο, παρ' üλες τις επßμονες ματιÝς της, τα συρτÜρια διατηροýσαν ζηλüτυπα τους θησαυροýς της ευτυχßας τους. Το σκοτÜδι γÝμιζε το δωμÜτιο. Η γιαγιÜ Üναψε μια λÜμπα πÜνω στο γραφεßο. ΚÜτω απ' αυτü το κρýο φως τα ορνιθοσκαλßσματα της Συλβß φÜνηκαν ακüμη πιο απογοητευτικÜ. Αραßωσε τη γραφÞ της για να γεμßσει üλη τη σελßδα:

   "...Νομßζο πως τα εßπα ολα. Μετρþ τις μαßρες πριν Ýρθις. ¸λα γρÞγορα. Σε φιλü μ' üλη μου την καρδιÜ καθþς κι η γιαγιÜ κι ο παποýς".

     Αφοý Ýβαλε την υπογραφÞ της, Ýγειρε κατÜκοπη στη πλÜτη της καρÝκλας.
 -"Δεν εßναι και πολý σπουδαßο", εßπε η γιαγιÜ και κÜρφωσε το δÜχτυλο εκεß που υπÞρχαν ορθογραφικÜ λÜθη. Η Συλβß τα διüρθωσε üπως της Ýλεγε η γιαγιÜ κι Ýγραψε προσεχτικÜ πÜνω στο φÜκελο τη διεýθυνση. Κι Ýπειτα Ýφυγε τρÝχοντας στο δωμÜτιü της.
     ¹ταν το παλιü δωμÜτιο του μπαμπÜ. ¸να αγορßστικο δωμÜτιο με σπαθιÜ διασταυρωμÝνα στον τοßχο και φωτογραφßες του τÝνις. Η γιαγιÜ εßχε απαγορÝψει ν' αλλÜξουν τη διακüσμηση. ¼λα, εδþ, Ýπρεπε να παραμεßνουν üπως τον καιρü που ο μοναχογιüς της, ο ΜπερνÜρ, κατοικοýσε στο πατρικü σπßτι. Οι κοýκλες, ο μπουκλωτüς αρκοýδος της Συλβß Þταν επισκÝπτες σ' Ýναν κüσμο αρσενικü. Και η ßδια Þταν επισκÝπτρια. ΑνÜμεσα σ' αυτοýς τους τοßχους που Þταν γεμÜτοι ενθýμια, Ýνιωθε συνÝχεια πως κÜποιος την παρατηροýσε. Το κÜθε αντικεßμενο, σ' αυτüν τον τüπο, της θýμιζε πως εßχε χÜσει τον πατÝρα της. Η φωτογραφßα του πεθαμÝνου στüλιζε το κομοδßνο της. Η γιαγιÜ εßχε την ßδια στην κÜμαρÜ της, και ο παπποýς κι η θεßα ΜαντελÝν εßχαν ο καθÝνας τη δικÞ του. ¼λος ο κüσμος την Ýβρισκε πολý «ζωντανÞ». Εκτüς απü τη Συλβß. Σ' αυτÞν την εικüνα, ο μπαμπÜς κοιτοýσε ßσα μπροστÜ του, με το κεφÜλι γυρτü απü τη μια, με ýφος αδιÜφορο. Το μÜγουλü του ακουμποýσε πÜνω στη γροθιÜ του. ΑυτÞ η στÜση δεν Þταν καθüλου φυσικÞ. Με το να κοιτÜει συνÝχεια αυτÞ τη φωτογραφßα, η Συλβß στο τÝλος εßχε ξεχÜσει το αληθινü πρüσωπο του πατÝρα της. ¼ταν τον σκεφτüταν, τον Ýβλεπε πÜντα μαυρüασπρο, με το κεφÜλι γυρτü, τα μÜτια ασÜλευτα. Αδýνατο να τον κÜνει να κουνÞσει, να μιλÞσει, να γελÜσει, μÝσα στη μνÞμη της. ¼σο κι αν πÜσχιζε να θυμηθεß τις λεπτομÝρειες της ζωÞς των τριþν τους, με τη μαμÜ, στις ΣαλÜνς, κÜθε φορÜ σκüνταφτε, λες κι Þταν τοßχος, σ' Ýνα ορθογþνιο παραλληλüγραμμο χαρτß ματ, μÝσα στο ξýλινο πλαßσιü του. ΣÞμερα τ' απüγεμα πιÜστηκε με την ΑνÝτ ΚορντιÝ στο διÜλειμμα, στην αυλÞ. Η ΑνÝτ ΚορντιÝ παινευüταν, στις φßλες της, πως ο θειος της εßχε αιχμαλωτιστεß το '40 κι εßχε δραπετεýσει απü το στρατüπεδü του. Η Συλβß της Ýκανε την παρατÞρηση λÝγοντÜς της πως, σε σýγκριση με τον πατÝρα της, αυτü δεν Þταν τßποτε. Εκεßνος εßχε σκοτωθεß το '44, στην απελευθÝρωση της Ωτ-ΣαβουÜ. Τα Üλλα κορßτσια εßχαν ανακατευτεß στην κουβÝντα, συζητþντας τι Þταν «καλýτερο», Ýνας αιχμÜλωτος Þ Ýνας πεθαμÝνος. Για να βγει κερδισμÝνη, η ΑνÝτ ΚορντιÝ εßχε φωνÜξει πως ο θεßος της εßχε παρασημοφορηθεß για το κατüρθωμÜ του. Η Συλβß ανταπÜντησε πως το ßδιο εßχε γßνει για τον μπαμπÜ της. Και εßχε προσθÝσει: «ΤιμÞς Ýνεκεν και μεταθανÜτιος». ΑυτÞ η μυστηριþδης φρÜση εßχε εντυπωσιÜσει το ακροατÞριο. ΚανÝνα κορßτσι δεν τüλμησε να ρωτÞσει τι σÞμαινε. Κι η Συλβß εßχε αποσυρθεß απüλυτα νικÞτρια, ενþ η ΑνÝτ ΚορντιÝ μουρμοýριζε: «ΠÜντως ο θεßος μου, ε, αυτüς εßναι ζωντανüς!» Η Συλβß δεν εßχε δει ποτÝ τον μπαμπÜ της πεθαμÝνο. ¹ξερε μüνο πως εßχε προσφερθεß θαρραλÝα, ως γιατρüς, να πÜει να φροντßζει τους αντιστασιακοýς στο αντÜρτικο και πως το ασθενοφüρο του εßχε πÝσει σε ενÝδρα Γερμανþν και πως εßχε σκοτωθεß σαν «Þρωας», üπως Ýλεγε η γιαγιÜ. ¼ταν προσπαθοýσε να ξαναθυμηθεß το γεγονüς -τüτε Þταν Ýξι χρονþν- ξανÜβλεπε, ανÜκατα, τη μαμÜ της μ' Ýνα μαýρο φüρεμα, μια μακριÜ ξýλινη κÜσα που πÜνω της κÜτι Üγνωστοι κýριοι ξεδßπλωναν μια τρßχρωμη σημαßα, φßλους της οικογÝνειας με πρüσωπα σοβαρÜ, το διαμÝρισμα Üνω κÜτω και λουλοýδια παντοý σαν σε γιορτÞ. Χωρßς να πολυκαταλαβαßνει ακüμα τι θ' Üλλαζε στη ζωÞ της, γευüταν την καινοýρια κατÜσταση σαν να 'ταν κÜποιο προνüμιο. Ακüμα και η τελετÞ στο νεκροταφεßο δεν την εßχε αναστατþσει. Το κατÝβασμα του φÝρετρου στον τÜφο, ο λüγος ενüς κυρßου πολý αδýνατου που κρατοýσε Ýνα χαρτß στο χÝρι, ο Þχος της σÜλπιγγας, οι αξιωματικοß που χαιρετοýσαν στρατιωτικÜ, üλα αυτÜ, της φαßνονταν πως δεν εßχαν καμιÜ σχÝση με την πραγματικüτητα. ΜÝσα στο κουτß, σßγουρα, δεν υπÞρχε κανÝνας. ΧρειÜστηκε να βρεθεß στο Πουß, με τον παπποý και τη γιαγιÜ, για να καταλÜβει πως δε θα ξανÜβλεπε τον μπαμπÜ της παρÜ μüνο σε φωτογραφßα. Τþρα Þξερε πως Þταν ορφανÞ. ΑυτÞ η λÝξη, üταν την πρüφερε, της Ýσφιγγε το λαιμü κι ανÝβαζε στα μÜτια της δÜκρυα ευχÜριστα. ¸κρινε πως Þταν ενδιαφÝρουσα, εξαιρετικÞ. Χωρßς να τραβÞξει το βλÝμμα της απü την εικüνα του πατÝρα της, πÞρε τον μπουκλωτü αρκοýδο της και τον Ýσφιξε παθιασμÝνα πÜνω στο στÞθος της. Ο αρκοýδος, ο Καζιμßρ, Ýχανε την τζßβα του απü μια πληγÞ στην κοιλιÜ. Του Ýλειπε Ýνα μÜτι κι Ýνα χÝρι. ΑκρωτηριασμÝνος εδþ και χρüνια, δεν εßχε χÜσει τη γοητεßα του, αντßθετα. ΥπÞρξε παιδικüς σýντροφος της μαμÜς της. Κι η μαμÜ της Üλλωστε Þταν ορφανÞ. Εßχε χÜσει τους γονεßς της, λßγο μετÜ το γÜμο της, σ' Ýνα αυτοκινητιστικü δυστýχημα. Για τη Συλβß, που μüλις εßχε γεννηθεß, Þταν σαν να μην εßχαν υπÜρξει ποτÝ. Δε γινüταν να της λεßψουν μια και δεν τους θυμüταν. ¢ραγε το ßδιο θα γινüταν και με τον μπαμπÜ, που üσο πÞγαινε τüσο δυσκολευüταν να ζωντανÝψει τη θýμησÞ του; ΑναστÝναξε, πανικοβλÞθηκε, βαριüταν λιγÜκι, κι αποφÜσισε να ξανακατÝβει να παßξει με τον Τüμπυ. Την þρα που τον πεßραζε με μια βÝργα, η Ερνεστßν τη φþναξε για να πÜει να πλýνει τα χÝρια της πριν απü το φαγητü.
     ΚαθισμÝνη στη τραπεζαρßα ανÜμεσα στον παπποý και στη γιαγιÜ της αναρωτÞθηκε, για μια φορÜ ακüμη, γιατß δυο Üνθρωποι που Þταν τüσο καλοß μαζß της δεν Þταν καλοß ο Ýνας για τον Üλλον. ¢καμπτοι, ο καθÝνας μπροστÜ στο πιÜτο του, απÝφευγαν κÜθε κουβÝντα ανÜμεσÜ τους. Λες κι Þταν δυο ξÝνοι που βρÝθηκαν μαζß κατÜ τýχη. Πüτε πüτε ο παπποýς Ýριχνε Ýνα βλÝμμα κρýο κι ειρωνικü στη γιαγιÜ. Εκεßνη, απü τη μεριÜ της, αγνοοýσε την παρουσßα αυτοý του παρεßσακτου και δεν ενδιαφερüταν παρÜ μüνο για τη Συλβß, επικρßνοντας τη στÜση της στο τραπÝζι:
 -"Συλβß, ßσιωσε τη πλÜτη σου. Πþς κρατÜς Ýτσι το πηροýνι";
     Η Ερνεστßν σÝρβιρε μÝσα σε μια παγωμÝνη ατμüσφαιρα εξαναγκασμοý κι απÝχθειας. Γιατß ο παπποýς κι η γιαγιÜ εßχαν τσακωθεß; Η Συλβß Ýτσι τους θυμüταν πÜντα.
 -"Αυτü το μοσχÜρι μπλανκÝτ Ýχει γεýση νεροý", εßπε ο παπποýς.
    Η γιαγιÜ δεν καταδÝχτηκε ν' απαντÞσει κι Ýσφιξε τα χεßλη με μεγαλüπρεπη περιφρüνηση.
 -"Δεν εßναι αλÞθεια, Συλβß"; συνÝχισε ο παπποýς. "Η γιαγιÜ σου Ýχασε την αßσθηση του καλοý φαγητοý. ¼μως εσý κι εγþ, που Ýχουμε ακüμα φßνα γεýση, δηλþνουμε πως αυτÞ η μπλανκÝτ εßναι τüσο νüστιμη üσο κι Ýνα κουβÜρι σπÜγκος που τον βοýτηξαν σε μια σÜλτσα με σκÝτο αλεýρι. Η ΑνζÝλ μας μαγειρεýει φριχτÜ κι εμεßς το δεχüμαστε αγüγγυστα".
 -"Δεν Ýχετε παρÜ να της το πεßτε, Ιππüλυτε", αναστÝναξε η γιαγιÜ νευριασμÝνη.
Και πρüσθεσε:
 -"Σ' αυτü το σπßτι μερικοß μερικοß ξεχνοýν πως κι αν ο πüλεμος τÝλειωσε, οι περιορισμοß των τροφßμων συνεχßζονται".
 -"Δεν τα καταφÝρνετε καλÜ, Κλαρßς, απλοýστατα", μουρμοýρισε ο παπποýς.
 -"ΠÜντοτε αρνÞθηκα να «τα καταφÝρνω», üπως λÝτε. Κι εßμαι υπερÞφανη γι' αυτü".
     Ο παπποýς ανασÞκωσε τους þμους κι Ýβαλε πÜλι κρασß στο ποτÞρι του. Οýτε μια λÝξη δεν ειπþθηκε ως το τÝλος του φαγητοý. ΣυντριμμÝνη απü τη σιωπÞ των μεγÜλων, η Συλβß υπüφερε για την ανημποριÜ της να τους συμφιλιþσει. Γιατß να την ανακατÝψουν σ' αυτÞν την παρÜλογη ιστορßα της μπλανκÝτ που τα χÜλασε üλα; Εκεßνη την Ýβρισκε πολý νüστιμη αυτÞ την μπλανκÝτ. Ευχαρßστως θα ξανÜπαιρνε για να ευχαριστÞσει τη γιαγιÜ. ¼μως, σýγχρονα θα δυσανασχετοýσε ο παπποýς. Πüσο μπερδεμÝνα Þταν üλ' αυτÜ. Με σφιγμÝνη καρδιÜ αναρωτιüταν με ποιο τρüπο θα μποροýσε ν' αφοπλßσει αυτÝς τις δυο κηδεμονικÝς θεüτητες που συγκροýονταν πÜνω απü το κεφÜλι της. ºσως μια λÝξη να 'φτανε. Δεν την Ýβρισκε και μηχανικÜ σβþλιαζε το ψωμß κι Ýφτιαχνε προβατÜκια πÜνω στο κÜτασπρο τραπεζομÜντιλο.
 -"Δεν παßζουν με το ψωμß, Συλβß", εßπε αυστηρÜ η γιαγιÜ.
     Η Συλβß σταμÜτησε, ενþ ο παπποýς της Ýριχνε Ýνα συνÝνοχο βλÝμμα. Λßγο ακüμη και θα της Ýλεγε να συνεχßσει. ΜετÜ το φαγητü φßλησε την εγγονÞ του, εßπε: "Καληνýχτα, Κλαρßς" και βγÞκε απü το σπßτι, üπως το 'χε συνÞθειο, για να πÜει να παßξει μπριτζ με τους φßλους του, στο καφενεßο της πλατεßας ΜπρÝιγ. Η Συλβß πÞγε με την Ερνεστßν στο μπÜνιο για να πλυθεß πριν πÝσει. ΚαθισμÝνη μÝσα στην μπανιÝρα, αφηνüταν αδιÜφορα στα μεγÜλα ροζιασμÝνα χÝρια που την σαποýνιζαν και την Ýτριβαν δυνατÜ. ¼πως κÜθε βρÜδυ, η γιαγιÜ παραβρÝθηκε στην τελετÞ της προσευχÞς που η Συλβß Ýπρεπε να πει μεγαλüφωνα, γονατισμÝνη στα πüδια του κρεβατιοý, προσÝχοντας «μ' üλη της την ψυχÞ» τα λüγια που Ýλεγε. Η ßδια γονÜτισε με πολλÞ δυσκολßα, αναστενÜζοντας, σταýρωσε τα χÝρια μπροστÜ στο πηγοýνι της με τüση δýναμη που Üσπρισαν οι κλειδþσεις της και τα χεßλη της σÜλευαν σιωπηλÜ. Το πρüσωπü της με τα κλειστÜ βλÝφαρα εßχε μιαν Ýκφραση συγκεντρωμÝνη. Τριχßτσες τρεμüπαιζαν πÜνω στη χοντρÞ ελιÜ που εßχε στ' αριστερü μÜγουλο. ¼ταν τελεßωσαν, διÝταξε τη Συλβß να χωθεß κÜτω απü τις κουβÝρτες και της ευχÞθηκε καληνýχτα, χωρßς ωστüσο να τη φιλÞσει. Απεχθανüταν τις αισθηματικÝς εκδηλþσεις. Η Συλβß θυμÞθηκε το βραδινü φιλß της μαμÜς της που κÜποτε την προετοßμαζε για τον ýπνο. «ΚοιμÞσου καλÜ, μικρÞ μου Βιου», Ýλεγε η μαμÜ μÝσα σ' Ýναν ψßθυρο. Η μüνη τþρα που τη φþναζε Βιου. ¹ταν το υποκοριστικü που ο μπαμπÜς κι εκεßνη εßχαν βρει λßγο μετÜ τη γÝννηση της κüρης τους. Η Συλβß εßχε γßνει Συλβιοý κι Ýπειτα σκÝτα Βιου. ΕπειδÞ εßχε αυτÜ τα δυο ονüματα, το Ýνα για üλον τον κüσμο και το Üλλο αποκλειστικÜ για τη μαμÜ, η Συλβß καμιÜ φορÜ Ýνιωθε την ψυχÞ της διπλÞ. ¼ταν Þταν φρüνιμη, στο τραπÝζι, στην τÜξη, στο δρüμο, αναντßρρητα η Συλβß την κατοικοýσε. ¼ταν Ýνας τρελüς Üνεμος φυσοýσε μÝσα στο κεφÜλι της, τüτε η Βιου υπερßσχυε. Κι ακüμα, üταν Ýνιωθε τüσο αδýναμη, üπως απüψε το βρÜδυ, με τüση αξüδευτη τρυφερüτητα. Για μια φορÜ ακüμη προσπÜθησε να καταφýγει με τη φαντασßα της μÝσα στην αγκαλιÜ της μαμÜς της, üμως δε βρÞκε καμιÜ παρηγοριÜ σαν απÜντηση και μασοýλησε την Üκρη του σεντονιοý για να μην κλÜψει. Η γιαγιÜ φεýγοντας εßχε σβÞσει τη λÜμπα. Στο βÜθος της κÜμαρας, μπροστÜ στο τζÜκι, Üναβε μια θερμÜστρα. ΚαθισμÝνη στο κρεβÜτι της, με τα γüνατα μαζεμÝνα ως το στÞθος, η Συλβß εξακüντιζε το βλÝμμα της πÜνω στη σüμπα και στα μικρÜ παραθυρÜκια απü μαρκÜσι που κοκκßνιζαν μÝσα στη σκιÜ. ¸μοιαζε με σπßτι κουκλßστικο που το 'χαν φωταγωγÞσει για κÜποια γενÝθλια. ΜÝσα θα 'πρεπε να υπÜρχει μια ορχÞστρα, τραπÝζια φορτωμÝνα γλυκÜ, χορευτÝς που θα στριφογýριζαν ανοßγοντας με χÜρη τα χÝρια τους. ΜÝσα στο κεφÜλι της Συλβß η σιωπÞ γινüταν μουσικÞ και η μοναξιÜ περιπÝτεια. ΑποκοιμÞθηκε με την αßσθηση πως επιτÝλους ξυπνοýσε...
_______________________________________
 *. Τα σχολεßα στη Γαλλßα τις ΠÝμπτες δεν λειτουργοýν.

           (τÝλος αποσπ.)

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers