ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

Ðáðáíôùíßïõ Æá÷áñßáò: ÃÝñï-Ñïõìåëéþôçò Ôïõ ...Âïõíïý

 
Ο Ζαχαρßας Παπαντωνßου με τον Γιαννοýλη ΧαλεπÜ,
Ýξω απü το σπßτι του δεýτερου στον Πýργο της ΤÞνου
.


                        Βιογραφικü

     Ο Ζαχαρßας Παπαντωνßου γεννÞθηκε στο ΚαρπενÞσι το 1877. Γονεßς του Þταν ο δημοδιδÜσκαλος ΛÜμπρος απü το χωριü Γρανßτσα, που τüτε ανÞκε στο δÞμο Απεραντßων του νομοý Ευρυτανßας κι η ΕλÝνη, κüρη του συμβολαιογρÜφου Καρπενησßου, Ζαχαρßα Ηλιüκαυτου, των οποßων Þταν το 2ο παιδß. ΓεννÞθηκε στο σπßτι των Γιþργου και Βασßλη Φαρμακßδη Þ στο σπßτι του Βα­σß­λη Μπλα­τσÞ, κατÜ το ΜιχÜλη ΣταφυλÜ κι εßχε 3 αδÝλφια, το Χαρßλαο, το ΘανÜση και τη Σοφßα. Λüγω της καταγωγÞς του πατÝρα του Þταν γραμμÝνος στα δημοτολüγια του χωριοý Γρανßτσα.
     Στο ΚαρπενÞσι τελεßωσε τις 3 πρþτες τÜξεις του δημοτικοý σχολεßου, συνÝχισε στην ¢μφισσα και τελεßωσε το ΓυμνÜσιο στην ΑθÞνα, καθþς το 1890 εγκαταστÜθηκαν οικογενειακþς εκεß, λüγω των μεταθÝσεων του πατÝρα. ΓρÜφηκε, üμως παρακολοýθησε ελÜχιστα μαθÞματα στην ΙατρικÞ σχολÞ του Πανεπιστημßου Αθηνþν, που την εγκατÝλειψε üταν λιποθýμησε στο πρþτο μÜθημα της ανατομßας. Σποýδαζε επßσης ζωγραφικÞ κι Üφησε πρüχειρα σκßτσα, μερικÝς προσωπογραφßες σχεδιασμÝνες με το μολýβι και γελοιογραφßες, ενþ το 1911 Ýλαβε μÝρος σε Ýκθεση στο ΖÜππειο με γελοιογραφßες κι Üλλα σχÝδια.



     ΣτρÜφηκε απü τα φοιτητικÜ του χρüνια προς τη συγγραφÞ και τη δημοσιογραφßα και σε ηλικßα δεκαÝξι μüλις ετþν ξεκßνησε να αρθρογραφεß στην Ακρüπολη του Βλ. Γαβριηλßδη. Ως το 1898, οπüτε κυκλοφüρησε η πρþτη ποιητικÞ συλλογÞ του με τßτλο ΠολεμικÜ τραγοýδια, συνÝχισε να συνεργÜζεται με περιοδικÜ κι εφημερßδες üπως η Εφημερßδα των συζητÞσεων, ο Χρüνος κι η Σκριπτ, üπου υπÞρξε αρχισυντÜκτης απü το 1900 ως το 1905. Ως δημοσιογρÜφος δημοσßευσε με τα λογοτεχνικÜ ψευδþνυμα «Αβδηρßτης», «ΧÜρης Ημερινüς», «Ο ¢λλος» κι «Ο ΦωνογρÜφος» και συνεργÜστηκε με τις εφημερßδες «Ακρüπολις» του ΒλÜση Γαβριηλßδη, με το «Σκριπτ», στο οποßο εργÜστηκε κι ως αρχισυντÜκτης γρÜφοντας πολιτικÜ Üρθρα και χρονογραφÞματα, «Το ¢στυ», ενþ στο «Ελεýθερο ΒÞμα» δημοσßευσε κριτικÝς εικαστικþν τεχνþν.
     Την 6η Απριλßου του 1897, η «Πρωßα» και το «Σκριπτ» εßχαν την εßδηση της ημÝρας. Η πρþτη λüγω των σχÝσεων της με τον τüτε πρωθυπουργü ΔηλιγιÜννη εßχε ειδÞσεις απü «πρþτο χÝρι» κι Þταν η εφημερßδα που θα δημοσßευε σε αποκλειστικüτητα τη διακοπÞ των σχÝσεων ΕλλÜδας–Τουρκßας και τη κÞρυξη του πολÝμου. Το «Σκριπτ» τυπþνονταν στο ßδιο τυπογραφεßο και νυχτερινüς συντÜκτης εκεßνο το βρÜδυ Þταν ο Παπαντωνßου, ο οποßος μαζß με τον αρχιεργÜτη της «Ýκλεψαν» την εßδηση με τον τρüπο που περιÝγραψε ο ßδιος:

   «...Εκεß εις το βÜθος, εις δεκαπÝντε βημÜτων απüστασιν, ενþ ο αρχιεργÜτης της Πρωßας, εστοιχειοθÝτει μετÜ φüβου Θεοý το πολýτιμον χειρüγραφον, ο αρχιεργÜτης του Σκριπτ παρηκολοýθει απü μακρÜν τας κινÞσεις των χεριþν του και απü τα κινÞσεις αυτÜς ...κατüρθωσε ...να «διαβÜσει» την εßδησιν, που εßχε ως εξÞς:
   "ΑργÜ, καθ’ ην στιγμÞν τßθεται το φýλλον υπü το πιεστÞριον, Þλθεν η εßδησις üτι η Πýλη, Ýδωκεν τα σχετικÜ διαβατÞρια εις τον εν Κωνσταντινουπüλει πρεσβευτÞν μας κ. ΜαυροκορδÜτον και τω εκοινοποßησεν την διακοπÞν των σχÝσεων"».

     ΣυνεργÜστηκε επßσης με τα περιοδικÜ «ΠαναθÞναια», «ΝουμÜς», «Ηγησþ», «ΚαλλιτÝχνης» και «ΝÝα ΖωÞ». Στη διÜρκεια των ετþν 1908-11 Þταν ανταποκριτÞς στο Παρßσι της εφημερßδας «Ταχυδρüμος» του Αριστεßδη Κυριακοý, η οποßα διÝκοψε την ÝκδοσÞ της και στερÞθηκε τη μισθοδοσßα του, ενþ εγκλωβßστηκε στη ΓαλλικÞ πρωτεýουσα αναζητþντας την επüμενη επαγγελματικÞ του στÝγη. Με τη βοÞθεια του ΣωτÞρη Σκßπη, προσλÞφθηκε στην εφημερßδα «Εμπρüς» του Δημητρßου Οικονüμου-ΚαλαποθÜκη, ως τακτικüς χρονογρÜφος και δημοσßευσε τα περßφη­μα «ΠαρισινÜ γρÜμματα». Σε Üρθρο του στις 4 Ιουνßου 1917, παρουσßαζε ως καθÞκον κÜθε γνÞσιου Ýλληνα πατριþτη τη «...συστηματικÞν αγρßαν κι αποτελεσματικÞν καταδßωξßν» του ρεμπÝτικου τραγουδιοý, για τη μετÜδοση του οποßου θεωροýσε υπεýθυνα «τα λαúκÜ θεατρßδια-μεταξý των οποßων ο φρικαλÝος Καραγκιüζης, ο Ýρως των ελλÞνων», ενþ πρüτεινε απαγüρευση κÜθε εισαγωγÞς Þχου απü τη Σμýρνη και χαρακτÞριζε το ζÞτημα «δημοσßας ασφÜλειας».
     Το 1904 γßνεται Ýνα απü τα πρþτα μÝλη της εταιρßας Η ΕθνικÞ Γλþσσα, με στüχο την υπερÜσπιση της δημοτικÞς (μαζß με τους ΜαλακÜση, Πορφýρα, Χατζüπουλο, Καρκαβßτσα, ΚονδυλÜκη κι Üλλους). Για την ΕθνικÞ γλþσσα συνÝταξε τον επüμενο χρüνο τη διακÞρυξη Προς το ελληνικü ¸θνος, εκθÝτοντας τους στüχους της. Απü το 1908 και ως το 1911 βρÝθηκε στο Παρßσι ως απεσταλμÝνος της εφημερßδας Εμπρüς του Αριστεßδη Κυριακοý. ΠαρÜλληλα αρθρογραφοýσε σε γαλλικÝς εφημερßδες και γνþρισε νÝα καλλιτεχνικÜ ρεýματα. ΜετÜ την επιστροφÞ του στην ΑθÞνα εγκατÝλειψε τη δημοσιογραφßα (με μοναδικÞ εξαßρεση τη συγγραφÞ χρονογραφημÜτων στην εφημερßδα Εμπρüς ως το 1914) και διακρßθηκε σε μια Ýκθεση ζωγραφικÞς στο ΖÜππειο για σχεδιÜσματα και γελοιογραφßες που εßχε δημοσιεýσει κατÜ καιροýς σε διÜφορα περιοδικÜ.
     ΕπιστρÝφοντας στην ΕλλÜδα, εγκατÝλειψε τη δημοσιογραφßα κι ασχολÞθηκε με τη Δημüσια Διοßκηση, üταν μÝσω του ΣτÝφανου Γρανßτσα βουλευτÞ Αιτωλοακαρνανßας, μÝρος της οποßας αποτελοýσε κι η Ευρυτανßα, γνωρßστηκε με τον ΕλευθÝριο ΒενιζÝλο.
Απü το 1912 και ως το 1916 διετÝλεσε νομÜρχης στη ΖÜκυνθο, τις ΚυκλÜδες, τη ΚαλαμÜτα και τη ΣπÜρτη. Απü τη θÝση του ΝομÜρχη προþθησε την ιδÝα οργÜνωσης εργατικοý σωματεßου στη Σýρο καθþς επßσης τη διοργÜνωση του πρþτου Πανιονßου Συνεδρßου για τα 50 χρüνια της ¸νωσης της ΕπτανÞσου. Ως νομÜρχης Λακωνßας διþχθηκε ποινικÜ για παρÜβαση καθÞκοντος, διüτι αρνÞθηκε μαζß με τον εισαγγελÝα Α. ΡÝγκο, να υπογρÜψει τον αφορισμü του ΒενιζÝλου απü τους ιερωμÝνους και τÝθηκε εκτüς υπηρεσßας, οδηγÞθηκε σε δßκη, στην οποßα üμως απαλλÜχτηκε. ΣυμβÜν για το οποßο Ýγραψε:

   «ΕτιμÞθηκα με τον Αργυροýν Σταυρüν Ιπποτþν του Βασιλικοý ΤÜγματος του ΣωτÞρος και με την καταδßωξη του Εφετεßου Ναυπλßου».

     Το 1917 πÝθανε ο πατÝρας του και τον επüμενο χρüνο Ýγραψε (σε συνεργασßα με τους Δ.ΑνδρεÜδη, Αλ.Δελμοýζο, Π.ΝιρβÜνα και Μ.Τριανταφυλλßδη και εικονογρÜφηση του Π. Ροýμπου) "Τα ΨηλÜ ΒουνÜ", Ýργο που προορßστηκε για αναγνωστικü της Γ' τÜξης του δημοτικοý σχολεßου (εßχε προηγηθεß ανÜθεση του Ýργου στον Παπαντωνßου απü το Υπουργεßο Παιδεßας της επαναστατικÞς κυβÝρνησης ΒενιζÝλου).
     Τον επüμενο χρüνο αυτοκτüνησε σε ηλικßα 39 ετþν ο αδελφüς του ΘανÜσης, που αντιμετþπιζε Ýντονες ψυχικÝς διαταραχÝς απü τα 22 του. Το 1920 τýπωσε την παιδικÞ ποιητικÞ συλλογÞ "Τα Χελιδüνια", αφιερωμÝνη στον αδελφü του, η οποßα επανεκδüθηκε το 1931 με τßτλο ΠαιδικÜ τραγοýδια. ΜετÜ την ανατροπÞ της κυβÝρνησης ΒενιζÝλου η νÝα κυβÝρνηση αποφÜσισε να καοýν δημοσßως τα αναγνωστικÜ της εκπαιδευτικÞς μεταρρýθμισης, ανÜμεσα στα οποßα και τα "ΨηλÜ ΒουνÜ".
     Το 1918 διορßστηκε ΔιευθυντÞς της ΕθνικÞς ΠινακοθÞκης κι αργüτερα πρüεδρος του μüνιμου 5μελοýς καλλιτεχνικοý συμβουλßου της, θÝση που διατÞρησε μÝχρι τον θÜνατü του. Ταξινüμησε κι εμπλοýτισε τις συλλογÝς της με Ýργα των ΕλλÞνων ζωγρÜφων και χαρακτþν της εποχÞς, Γýζη, Λýτρα, ΜαλÝα, ΠαρθÝνη, ΓαλÜνη και του πρþτου της διευθυντÞ, του ζωγρÜφου Ιακωβßδη. Αγüρασε το μοναδικü ιδιüχειρο Ýργο του ΓκρÝκο , «Η Συναυλßα των ΑγγÝλων» το 1931, με το ποσü των 5.000.000 δραχμþν που απÝσπασε απü τον ΑλÝξανδρο Παπαναστασßου. Ως ΔιευθυντÞς της ΠινακοθÞκης, εßπε:

   «…πþς εßναι δυνατüν να ανακηρýξω επßσημα και με την υπογραφÞ μου üλους τους ζωγρÜφους κι οπαδοýς των εικαστικþν τεχνþν, μεγÜλους Üνδρες και δημιουργοýς. Προτιμþ, οπωσδÞποτε, να τους Ýχω εχθροýς μου».

     Το 1922 διορßστηκε καθηγητÞς της ΑισθητικÞς κι Ιστορßας της ΤÝχνης στην ΑνωτÜτη ΣχολÞ Καλþν Τεχνþν του Πολυτεχνεßου, θÝση την οποßα διατÞρησε Ýως το 1938, που εκλÝχθηκε μÝλος της Ακαδημßας Αθηνþν. Πρüτεινε τη σýσταση «Συμβουλßου Δημüσιας Καλαισθησßας» κι αγωνßστηκε ως σχολιογρÜφος αλλÜ στη συνÝχεια κι ως Ακαδημαúκüς, να διασþσει τις συνοικßες απü τη τσιμεντοποßηση και τα βουνÜ της ΑττικÞς απü τη λατüμηση. Οραματßστηκε τον ενιαßο αρχαιολογικü χþρο της Ακρüπολεως και πρüτεινε να υπÜρχει üριο στο ýψος των κατασκευþν, κατÜργηση της μεσοτοιχßας κι ýπαρξη αυλÞς. Δεν Ýπαψε παρÜλληλα να ασχολεßται με τη τÝχνη και τη κριτικÞ, ενþ βραβεýτηκε μαζß με τον ΣτÝλιο ΣπερÜντζα και την ΕλÝνη Μ. Νεγρεπüντη (κατüπιν ΕλÝνη ΟυρÜνη) στον επßσημο διαγωνισμü Στρατιωτικþν ΠοιημÜτων που προκÞρυξε ο ΕλευθÝριος ΒενιζÝλος.

     Το 1923 εξÝδωσε τη ποιητικÞ συλλογÞ του "Πεζοß Ρυθμοß" και τους 3 τüμους των Νεοελληνικþν αναγνωσμÜτων για τις πρþτες τÜξεις του δημοτικοý, τιμÞθηκε με το εθνικü Αριστεßο ΓραμμÜτων και Τεχνþν και διορßστηκε καθηγητÞς στο Αμαλßειο ορφανοτροφεßο και τη ΣχολÞ Καλþν Τεχνþν. Την ßδια χρονιÜ ταξßδεψε σε Ευρþπη, Κωνσταντινοýπολη κι ¢γιο ¼ρος στα πλαßσια των καθηκüντων του ως διευθυντÞ της ΕθνικÞς ΠινακοθÞκης. ΤÝσσερα χρüνια αργüτερα τυπþθηκε η συλλογÞ διηγημÜτων του "ΔιηγÞματα", ενþ απü το 1929 κι ως το 1937 εκδüθηκαν το θεατρικü Ýργο "Ο üρκος του πεθαμÝνου", διασκευÞ απü το δημοτικü τραγοýδι "Του νεκροý αδελφοý", η ποιητικÞ συλλογÞ "Τα Θεßα Δþρα", το ιστορικü δοκßμιο "Ο ¼θων" οι ταξιδιωτικÝς εντυπþσεις "¢γιον ¼ρος" και δυο συλλογÝς διηγημÜτων με τßτλους "Βυζαντινüς üρθρος" κι "Η θυσßα".
     Το 1938 αναγορεýτηκε μÝλος της Ακαδημßας Αθηνþν στην Ýδρα της λογοτεχνßας, θÝση απü την οποßα υπÝβαλε την πρþτη του εισηγητικÞ Ýκθεση στη δημοτικÞ, γεγονüς που προκÜλεσε αντιδρÜσεις. Ο Ζαχαρßας Παπαντωνßου πÝθανε τη πρþτη μÝρα του ΦεβρουÜρßου του 1940 απü καρδιακÞ συγκοπÞ. ΠολλÜ ανÝκδοτα κεßμενÜ του εκδüθηκαν μετÜ το θÜνατü του.
     Το 2001 στη διατριβÞ της η ΦωτεινÞ ΚεραμÜρη, επιχεßρησε τη βιβλιογρÜφηση του Ýργου του, το οποßο βρÞκε üτι αποτελεßται απü 3.276 λÞμματα. ΚÜλυψε η ερευνÞτρια τις εφημερßδες, στις οποßες εργÜστηκε ως δημοσιογρÜφος, απü 16 ως 34 ετþν, επßσης εκεßνες στις οποßες δημοσßευσε αργüτερα σε σταθερÞ βÜση, καθþς και κÜποια περιοδικÜ, δßχως τα επαρχιακÜ Ýντυπα και του Παρισιοý. Το μεγαλýτερο μÝρος του Ýργου του παραμÝνει ανÝκδοτο και διÜσπαρτο.
     ΠαρουσιÜστηκε στη λογοτεχνßα τα μαθητικÜ του χρüνια, με το σατιρικü στιχοýργημα «Αι μηχανορραφßαι» και με το διÞγημÜ του «Ο ΨωμÜς» που με εισÞγηση του Γρηγορßου Ξενüπουλου συμπεριλÞφθηκε τον Απρßλη 1895, στην «ΕικονογραφημÝνη Εστßα» και το τελευταßο του «Η κοπÝλλα στο παρÜθυρο», δημοσιεýθηκε στις 25 Δεκεμβρßου 1938, στο «Ελεýθερον ΒÞμα». Ως πεζογρÜφος, θεωρεßται μεταξý των αρßστων, χαρακτηριστικÜ του υπÞρξαν η πρωτοτυπßα, η σαφÞνεια, η πυκνüτητα κι η γραφικüτητα. Γλþσσα του, με μικρÝς εξαιρÝσεις, υπÞρξε η απλÞ αστικÞ καθομιλουμÝνη με στοιχεßα καθαρεýουσας, στα χρονογραφÞματÜ του. Ως διηγηματογρÜφος χρησιμοποιεß τη δημοτικÞ. Το περιεχüμενο των διηγημÜτων του εßναι ποικßλο, οι τýποι του παρμÝνοι απü την αστικÞ επαρχιακÞ ζωÞ. Χαρακτηριστικü του γνþρισμα, η φυσιολατρßα.
     Η ποßησÞ του ως προς τη στιχουργßα χαρακτηρßζεται απü ευχÝρεια, επιμÝλεια και μετρικÞ ποικιλßα. Ως προς τη μορφÞ εßναι γραφικÞ, ως προς το περιεχüμενο απαισιüδοξη. Ως σχολικüς ποιητÞς και συγγραφÝας, εßναι ενθουσιþδης οπαδüς της συναισθηματικÞς αγωγÞς. Απü ηθικÞ Üποψη οπαδüς των ομαδικþν ιδεωδþν. ΕνδεικτικÞ εßναι η γνþμη του Γρηγορßου Ξενοποýλου, ο οποßος το 1928, κρßνοντας το Ýργο του τα «ΔιηγÞματα» Ýγραψε:

   «¼λοι σχεδüν οι ÞρωÝς του ανÝρχονται εις περιωπÞν συμβüλων. Τα διηγÞματα αυτÜ Ýχουν χρþμα, Üλλ’ Ýχουν κι ορßζοντα, ατμüσφαιραν, βÜθος, ψυχÞν, πνοÞν. Εßναι μßα τÝχνη ανωτÝρα».

---------------------------------------------------------------------------------------------

Το Τραγοýδι Της ΜÜνας

Τρßα σýγνεφα ταξßδευαν
-Τραγοýδα το σιγÜ-
Τρßα σýγνεφα ταξßδευαν
ΚατÜ το ΚαρπενÞσι...

Το 'να ψηλÜ κρεμÜμενο
-ΦλογÝρες θα το ποýνε-
Το 'να ψηλÜ κρεμÜμενο
ΛαμπÜδιαζε στη δýση.

Τ' Üλλο βοριÜς το μÜχουνταν
-Τραγοýδα το σιγÜ-
Τ' Üλλο βοριÜς το μÜχουνταν
Και σαν αχνüς εχÜθη...

Το τρßτο το πυκνüτερο
-ΦλογÝρες θα το ποýνε-
Το τρßτο το πυκνüτερο
Τ' αργοταξιδεμÝνο

ΑπÜνου απü τη κοýνια μου
-Τραγοýδα το σιγÜ-
ΑπÜνω απü τη κοýνια μου
ΑρμÝνισε κι εστÜθη

ΒαριÜ φουρτουνιασμÝνο...

      Ανθρþπινη Ιστορßα

(Απü τη συλλογÞ Θεßα Δþρα, 1932)

Περßμενε. ΦτÜνουν χειρüτερες þρες.
Να ξÝχασε η μοßρα σου λες το σκοπü της;
Ησýχασε. Ο πüνος δεν εßναι προδüτης.
Ακüμα σου μÝλλονται μπüρες και μπüρες.

Περßμενε. Ακüμα η ψυχÞ σου θα μÜθει.
Στην ýπουλη αυτÞ που σε ζþνει γαλÞνη
Ο νους που σε μÜχεται δßχτυα σου στÞνει.
ΣκοτÜδια σου φαßνονται, ανοßγονται βÜθη.

Για κÜθε χαμüγελο που Ýχεις σκορπßσει,
Για κÜθε ματιÜ σου σε αυγοýλα, σε δýση
Γι’ αυτοýς που παρÜστεκες λησμονημÝνους
Γι’ αυτοýς που συμπüναγες κατατρεγμÝνους.

Αν κýτταξες , ρüδο, αν σε δρüσισε βρýση,
Αν Ýχεις πεσμÝνες ψυχÝς αναστÞσει,
Για κÜθε ομορφιÜ που στοχÜστηκες, που εßδες,
Για τα υπνοφαντÜσματα, για τις ελπßδες,
Των Üσπρων συννÝφων καρτÝρει τη λýσσα
Που φýγανε χιüνια και θα´ρθουνε πßσσα.

Του πüνου σημαßνουν μεσοýρανα οι þρες
Ορθüς να δεχτεßς τις μελλοýμενες μπüρες.
Στη μαýρη βουβÞ λησμονιÜ να βυθßσεις
Καθþς η αιματüβρεχτη δüξα της δýσης.

                 Αγροτικü

Στο στÜβλο Þρθ' απüψε το φεγγÜρι...
Εκοßταξεν απ' το παρÜθυρü του,
εßδε την αγελÜδα, το μοσκÜρι,
το βüδι που μασοýσε το σανü του.

Στο κÞπο μας ανÞσυχα γλιστροýσε,
ανÝβηκεν επÜνω στη συκιÜ μας,
εμÝτρησε τα λßγα πρüβατÜ μας,
εßδε το γÜúδαρü μας και γελοýσε.

ΠÞγε στ' αμπÝλι, πÞγε στο λιοστÜσι,
Üκουσε τα κουδοýνια απ' το κοπÜδι,
χωρßς κουβÜ κατÝβη στο πηγÜδι
κι Þπιε πολý νερü να ξεδιψÜσει.

Στης λεýκας μας τα φýλλα παιχνιδßζει,
στον ουρανü το καθαρü ανεβαßνει.
Μια χÞνα το κοιτÜζει σαστισμÝνη
κι ο σκýλος μας ακüμα το γαβγßζει.

            Η ΠροσευχÞ Του Ταπεινοý

Κýριε, σαν Þρθεν η βραδιÜ, σου λÝω τη προσευχÞ μου:
'Αλλη ψυχÞ δεν Ýβλαψα στο κüσμο απ' τη δικÞ μου.
Εκεßνοι που με πλÞγωσαν Þσαν αγαπημÝνοι.
Τη πßκρα μου τη βÜσταξα, μου δßνεις και τη ξÝνη.

Μ' απαρνηθÞκαν οι χαρÝς. Δε τις γυρεýω πßσω.
ΠροσμÝνω τα χειρüτερα. Ειν' αμαρτßα να ελπßσω.
Σαν ευτυχßα αγαπþ της νýχτας τη φοβÝρα.
Στη πüρτα μ' Üλλος δε χτυπÜ κανεßς, απ' τον αγÝρα.

Δεν Ýχω δüξα. Ειν' Þσυχα τα Ýργα που 'χω πρÜξει.
'Ακουσα τη γλυκειÜ βροχÞ, τη δýση 'χω κοιτÜξει,
Ýδωκα στα παιδιÜ χαρÝς, σε σκýλους λßγο χÜδι,
ζευγÜδες καλησπÝρισα που γýριζαν το βρÜδι.

Τþρα δεν Ýχω τßποτε να διþξω Þ να κρατÞσω.
Δε περιμÝνω ανταμοιβÞ, πολλÞ 'ναι τÝτοια ελπßδα!
Ευδüκησε ν' αφανιστþ, χωρßς να ξαναζÞσω.
Σ' ευχαριστþ για τα βουνÜ και για τους κÜμπους που εßδα.

   ΛυπημÝνα ΔειλινÜ

Στης γειτονιÜς της φτωχικÞς
γυρßζ' ο νους μου, τα στενÜ,
τα λυπημÝνα δειλινÜ
στοχÜζομαι της ΚυριακÞς.

ΜÝσα στη κüκκιν' αντηλιÜ
το μαραμÝνο θηλυκü
δßχως ελπßδα και μιλιÜ
ποτßζει το βασιλικü.

Κανεßς διαβÜτης δε περνÜ,
κανÝν' αυτÞ δε καρτερεß,
που στο μπαλκüν' ορθÞ φορεß
το γιορτινü της το γκρενÜ.

Σα Μοßρα κÜθεται μια γριÜ.
Στο φως μιας πüρτας ρημαδιοý,
μακραßν' ο ßσκιος του παιδιοý...
ΚαμπÜν' ακοýγεται μακριÜ.

Στο σýννεφο το βυσσινß
θα πÝσ' ο Þλιος να κρυφτεß.
Ψαλμüς ακοýγετ' η φωνÞ
του τελευταßου πραματευτÞ.

¼λα σταμÜτησαν εκεß.
Αργεß πολý να 'ρθει η βραδιÜ...
Πως Ýχω τη καρδιÜ βαριÜ
το δειλινü τη ΚυριακÞ.

    Ο Γεροβοσκüς

Πüσα χρüνια πÝρασα
κι Üσπρισα κι εγÝρασα
πÜνω στα ψηλþματα
βüσκωντας τα πρüβατα!

Τις κορφÝς επÜτησα
και νυχτοπερπÜτησα
και σε δÝντρα γερικÜ
εßδα κι εßδ' αγερικÜ!

Σε ψηλÝς ανηφοριÝς
σα κοτσýφι χýθηκα
κι Ýπεσα σε ρεματιÝς
και αποκοιμÞθηκα!

ΠÜνω στη καπüτα μου,
φορεσιÜ και στρþμα μου,
εßδα 'νεßρατα γυρτüς
ξυπνητüς και κοιμιστüς!

Σ' αητορÜχη εσκÜλωσα
με το λýκο μÜλωσα
κι Üναψα τρανÝς φωτιÝς,
σε τετρÜψηλες κορφÝς!

Εßδα τ' Üστρι στο βουνü,
που το λεν' Αυγερινü
και στη καθαρÞ βραδιÜ
χüρτασα τη ξαστεριÜ!

Μýρμηγκα δε ζÞμιωσα
κι Üνθρωπο δε θýμωσα.
ΠÞρα τα μικρÜ τ' αρνιÜ,
σα παιδιÜ στην αγκαλιÜ!

Μια ζωÞν επÝρασα
κι ειπ' ο Θεüς κι εγÝρασα
και το χιüνι το πολý,
μου 'πεσε στη κεφαλÞ!

'Αειντε προβατÜκια μου,
περπατÜτ' αρνÜκια μου,
πÜμετε σιγÜ-σιγÜ
και μας 'πÞρεν η βραδιÜ...

ΣερενÜδα Στο ΠαρÜθυρο Του Σοφοý

ΣοφÝ μου το τετρÜσοφο
που σε φωτÜ, λυχνÜρι
να 'τανε, λÝει, φεγγÜρι
και 'συ εßκοσι χρονþ!
Να 'τανε τÜχα η γνþση σου
με τον αγÝρα μÜχη,
μια δασωμÝνη ρÜχη
ξεκßνημα πρωúνü...

Να 'τανε τÜχα η σκÝψη σου
συρτοý χοροý τραγοýδια,
μιαν αγκαλιÜ λουλοýδια,
μιαν ιστορßα τρελÞ,
τα μýρια που δε γνþρισες
νερü θα τα 'χες μÜθει
με δÜσκαλο τα πÜθη,
μ' Ýνα κλεφτü φιλß.

Πολý τη καταφρüνεσες
τη ζωÞ, παναθεμÜτη...
Και τþρα; Εßναι φευγÜτη
σαν üνειρο πρωúνü.
ΧειλÜκια ανθοýν στη γειτονιÜ
γαροýφαλα στη γλÜστρα
κι εσý διαβÜζεις τ' Üστρα
και τον βαθý ουρανü.

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers