"ΓρÜφω απü 13 ετþν, αγαπþ το θÝατρο, τη μουσικÞ κι ιδιαßτερα το πιÜνο (παßζω απü τα 7, ενþ Ýχω κÜνει απüπειρες σýνθεσης μικρþν μουσικþν Ýργων κι οπερÝτας). Εßμαι βαθιÜ επηρεασμÝνη απü το γαλλικü νατουραλισμü και ρομαντισμü, ενþ αγαπημÝνοι μου λογοτÝχνες εßναι οι: ΚαβÜφης, ΤσÝζαρε ΠαβÝζε, Γκι ντε ΜωπασσÜν ενþ οι Σαρλ ΜποντλÝρκι Αρτßρ Ρεμπü στιγμÜτισαν με το Ýργο τους τα εφηβικÜ μου χρüνια.
¸χω δοκιμÜσει τις δυνατüτητÝς μου στη ποßηση, στα διηγÞματα, τις νουβÝλες και τα θεατρικÜ (μονüπρακτα και κανονικÜ), με μεγαλýτερη αγÜπη μου τα τελευταßα. Γι' αυτü λοιπüν επÝλεξα να στεßλω Ýνα μονüπρακτο θεατρικü μου, με τον τßτλο "ΜετÜ Τη ΒροχÞ".
Εκτüς απü τη γραφÞ, ασχολοýμαι με τη ζωγραφικÞ και τη φωτογραφßα, αλλÜ σε μικρüτερο βαθμü".
=======================
Αprès la pluie
ΠΡΟΣΩΠΑ: Elvira (17 ετþν) Armand (45 ετþν)
ΣΚΗΝΗ: Το διαμÝρισμα της Elvira στη Nice, με θÝα στη Côte d'Azur
(ΤÝλος της νýχτας λßγο πριν το λυκαυγÝς. ΔωμÜτιο μικρü και θλιβερü με φτωχü διÜκοσμο. ΔυτικÜ υπÜρχει Ýνα παλιü πιÜνο τοßχου με πλÞκτρα στις αποχρþσεις της þχρας απü τον χρüνο. ΑνατολικÜ υπÜρχει Ýνα γυμνü, διπλü κρεβÜτι απü Ýβενο με ουρανü ενþ δßπλα του πÜνω σ' Ýνα ξýλινο στρογγυλü τραπÝζι ακομποýν διÜφορες μισοÜδειες μποτßλιες κρασιοý, μικρüτερα σε μÝγεθος μπουκαλÜκια λαβδÜνου κι Üδειες σýριγγες με σκουριασμÝνη βελüνα. Εκεßνη εßναι ολüγυμνη, καθισμÝνη στο πιÜνο χωρßς να παßζει. Εκεßνος, φορþντας βαριÜ χειμερινÜ ενδýματα στÝκεται üρθιος, ακουμπþντας με τον αριστερü του þμο τον Ýνα απü τους στýλους του κρεβατιοý).
ARMAND: Νýχτα..σκοτεινÞ.. α! Μια λÜμψη στο παρÜθυρο της κüλασης...
ELVIRE: Θαρρþ πως εßναι ο Þλιος. ΑσθενÞς ακüμη στο πρþτο του το γÝννημα.
ARMAND: ¢βυσσος εξßσου. Χωρßς τη νýχτα για μÝνα εσý μια πλÜνη. Για μÝνα εγþ, σκιÜ.
ELVIRE: Αν πÝρα απü το χÜσμα του βραδιοý Þσουν ανýπαρκτος, γιατß θυμßζεις Üστρο πρωινü;
ARMAND: Στα βαθιÜ ερÝβη ως κι η Ýκλαμψη του κεραυνοý φαντÜζει φως ανυπÝρβλητο.
ELVIRE: ¼μως απüψε το τÝμενος του μαστιγßου, τη κλßνη μου, καμßα βροχÞ δεν εξυγßανε.
ARMAND: ΒροχÞ εσý, βροχÞ η οικουμÝνη... δýο κατακλυσμοß στο ßδιο στρþμα πþς να χωρÝσουν;
ELVIRE: Ας πεθÜνω, αν, üπως η περßπτυξη του φθινοπþρου η μελαγχολικÞ, σε θλßβω.
ARMAND: Αν με θλßβεις Ýμβια, Ýτσι μÝσα στη λυπηρÞ ομορφιÜ σου, ο θÜνατüς σου χειρüτερα θα με πληγþσει, απü αγκÜθι εγκÜρδιο.
ELVIRE: Χωρßς εσÝνα στη ζωÞ, χωρßς εσÝνα στο θÜνατο... καλýτερα του αφανισμοý να μη με στÝρξουν τα συνετÜ πεπρωμÝνα.
ARMAND: Και μετÜ για εμÝνα üλεθρος ποιüς ταιριαστüτερος να υπÜρξει, ψυχÞ τε και σþματι ολοκληρωτικÜ να παρακμÜσω;
ELVIRE: Αν τÝτοια εßναι η αγÜπη σου, καταστροφÞ εκλαμπρüτερη θα ‘ναι για ‘σÝνα η μνÞμη.
ARMAND : Η Üβυσσος αυτÞς της καταδßκης μ’ απομυζÜ για χρüνια τþρα. Και τιμωρßα Þδη παρμÝνη πως για αμαρτßες νεογενεßς να σωφρονßσει;
ELVIRE : Η θýμηση θα εßναι πÜντα το αποτελεσματικüτερο üπιο.
ARMAND : ¼πως κι ο Ýρωτας, μα απü κεßνον βλÝπω το θÜνατο ν’ αργεß. ΑÝναα, σαν υψηλüτητα Üπιαστη, θεúκÞ, θα με λαβþνεις.
ELVIRE : ΔÜγκωσε στην Üκρια του χεßλους σου της προσμονÞς το δÜκρυ που κυλÜει.
ARMAND : ΠοτÝ.. απü τον ανυπüφορο, διÜφανο οßνο θα μεθýσω, των ματιþν μου.
ELVIRE : Των δακρýων η μÝθη εýκολα δεν υποχωρεß.
ARMAND : Γιατß εßναι Üκρατο, ανüθευτο, μες στην αιþνια θλßψη μου, κρασß.
ELVIRE : ¢σε τüτε κι εμÝνα να γευτþ λßγο απü το μαρτýριü σου στο ακßβδηλο πÝρασμÜ του.
ARMAND : Αν των δικþν σου οφθαλμþν η κρÞνη üμοιο νÝκταρ δεν ανÜβλυσε, πως ξÝνων Üλγεων η παραφορÜ να σε ηδýνει;
ELVIRE : Το νερü το κελαρυστü που ρÝει, και το καθÜριο, με τις ορμÝς του φονεýει τη σιγÞ. Το δικü μου βουβü ρυÜκι των ματιþν σε κεßνη απü πÜντα εντρυφοýσε.
ARMAND : Να σε πιστÝψω Þ πÜλι δολßως αντÜλλαξες της πανσελÞνου τους γλυκοýς χυμοýς με τους πικροýς εκεßνους του λαβδÜνου;
ELVIRE : Δεν εßναι η νýχτα πιο γλυκιÜ απü τη νÜρκη.
ARMAND : Μα ο πüθος πιο γλυκüς κι απü τα δýο.
ELVIRE : Αν üμως παραμεßνει ανεκπλÞρωτος δε χαρßζει παρÜ την ακατÜπαυστη σαγÞνη της πικρßας στα χεßλη.
ARMAND : Το λες σε μÝνα αυτü που αρκεß να σε κοιτÜξω για να με πλημμυρßσει οργισμÝνη η λÜχνη των ματιþν σου τüσο γλυφÞ, σα την αλμýρα της θÜλασσας.
ELVIRE : Κι αν δεν Þμουν θÜλασσα ποτÝ μου;
ARMAND : ºσως να μην εßσαι, üμως με τι ευκολßα με βυθßζεις ως τις απειλητικÝς τÜφρους του εγωισμοý σου.
ELVIRE : Δεν μπορþ να σ’ αγγßξω üταν το σþμα σου αναδýει την αιχμηρÞ υφÞ της αγωνßας.
ARMAND : ΤρÝμεις λοιπüν να μην αποκτÞσεις το ερωτικü μου τραýμα.
ELVIRE : Αν χÜσω τüσο αßμα πολýτιμο στον Ýρωτα, üταν θα φýγεις εßναι βÝβαιος ο θÜνατος.
ARMAND : ΒλÝπεις πως στην αγÜπη σου μüνη μου Ýγνοια Þταν η παýση της αιμορραγßας, βλÝπεις πως και τþρα που η γαμψÞ απüστασÞ σου παρεισφρÝει αδßστακτα στο σþμα μου, καθüλου το αßμα δε στερÞθηκα.
ELVIRE : ΒλÝπω μονÜχα πüσο θλιβεροß εßναι οι νεκροß που ακüμη πλÜι στους ζωντανοýς σÜρκινοι περπατοýνε.
ARMAND : Εßναι η δικÞ μου δαιμονικÞ συμφωνßα, μýριες ζωÝς να αποκτÞσω να τÝρπεσαι να ποντßζεις μßα-μßα αδιÜκοπα με τον κüλαφο του πüθου σου.
ELVIRE : Τι εßδους υγρü εßναι λοιπüν ο πüθος, νερü θαλασσινü, γλυκü του ποταμοý, θεúκü νÝκταρ, βαρý κρασß üπως η μαυροδÜφνη των μοναχικþν ερωτευμÝνων, Þ Üρωμα ακριβü για τα κορμιÜ των κεκοιμημÝνων þστε περßτεχνα να κρýψουν τη δυσωδßα της λÞθης;
ARMAND : Τßποτα απ’ üλα αυτÜ, μονÜχα υγρü, απü κÜποιον θεü πλασμÝνο, üπως εκεßνο που εκχýνει αφροδισιακü το διεγερμÝνο σþμα.
ELVIRE : Ηδý, μεθυστικü üταν νεογνü κατρακυλÜει, κεκαρμÝνο και στυφü üταν η φλüγα εξασθενεß.
ARMAND : Εßναι üμως η μüνη απüλαυση χωρßς τη φαýλη μεταμφßεση του πρÝποντος.
ELVIRE : ΦθÜνει να γßνει το υπÝρτατο τßποτα üταν ο αισθησιασμüς του βραδιοý καταλαγιÜσει.
ARMAND : Καλýτερα Ýνα τßποτα απü το Üπειρο της απουσßας σου.
ELVIRE : Εßσαι υπÝροχος üταν λουσμÝνος στις λευκÝς ανταýγειες του οßνου ωρýεσαι απü επιθυμßα.
ARMAND : Σε μισþ γι' αυτÜ που λες καθþς εχθρεýεται το πρþτο φως του λυκαυγοýς τα νυκτερινÜ ερÝβη.
ELVIRE : ΜßσησÝ με üσο μπορεßς, γιατß üταν στη κορýφωση του μßσους σου πλαγιÜσω, θα δω το ΠÜθος σου για πρþτη φορÜ να οργιÜζει ακýμαντο, ασκητικü σαν εαρινü εισüδιο.
ARMAND : (Γονατßζει μπροστÜ της) Γιατß μου επιτρÝπεις τüσο οικτρÜ να σε ποθþ και να επαιτþ στα πüδια σου τον Ýρωτα;
ELVIRE : Γιατß μονÜχα οι πενιχροß στο χεßλος της κατÜρρευσης σαν εμÝνα μποροýν να προσφÝρουν τα λαμπρÜ πλοýτη του Ýρωτα και του πüθου.
ARMAND : Και τþρα πως να μην ματþνω απü πüνο üταν ακοýω λüγια που στοßχειωναν τις νýχτες μου στων κρυφþν μου θελημÜτων τις θηριωδßες, να στÜζουν τþρα απ' τα χεßλη σου üπως το καθÜριο νερü απü τους καταρρÜκτες του ΡÞνου.. Μην πεις παραπÜνω. Και οι δυο το ξÝρουμε πως απüψε τραγουδÜς την επÞρεια της νÜρκης και της μÝθης.
ELVIRE : Σου εßπα εßναι μÜταιο, üμως ο πειρασμüς δε πατÜσσεται, δεν εξαπατÜται : καλλιεργεßται.
ARMAND : (Σηκþνεται) ΠÜλι μÝσα στους δαιδÜλους των ßδιων μου των λÝξεων με αφÞνεις στυγερÜ κατÜμονο, τÝτοια ΑριÜδνη ανελÝητη δßχως την εγκληματικÞ κλωστÞ της ενοχÞς σου.
ELVIRE : Δυστυχßα μονÜχα για τη πανÝμορφη μοßρα του απαγορευμÝνου. Ποιος απü το δÝλεαρ του υπÝρτατου πÜθους να παραμεßνει αμüλυντος κι αθþος;
ARMAND : Να πονÜς χωρßς φειδþ για την ανδρüγυνη ματαßωση των ονεßρων, αυτü εßναι εκπλÞρωση.
ELVIRE : Ο Ýρωτας που υποθÜλπουν τα üνειρα εßναι αλÞθεια...
ARMAND : ...φρικτÞ üπως η ακοýσια στÝρηση.
ELVIRE : Εßσαι τüσο πολý εθισμÝνος σε μÝνα που φονικÜ σε απειλεß η παραμικρÞ στιγμÞ απουσßας.
ARMAND : Εσý τουλÜχιστον γνωρßζεις πüσο σαρκοβüρα εßναι η εξÜρτηση.
ELVIRE : Αν δε γνþριζα δε θα ‘μουν τþρα πλÜι σου θρηνητικÜ να μιλþ για Ýρωτα.
ARMAND : Εßχα λοιπüν δßκιο πως Ýχει η νýχτα κατακλýσει την ατμüσφαιρα. Μüνο τα βρÜδια μιλÜς γι’ αγÜπη κι ως να ραγßζει τους ζüφους το πρωινü, üλο το μÝλι των λüγων σου Ýχει γßνει Üνθος ζωηρü του πικρολÝμονου.
ELVIRE : Σκληρüτερος απü τη θανατικÞ ποινÞ τοýτος ο αρχÝγονος νüμος της αυγÞς.
ARMAND : Το παραδÝχεσαι τüσο απροκÜλυπτα πως στην ανατολÞ του ηλßου τη δýση μου συγχÝεις ;
ELVIRE : Θα ‘πρεπε να μ’ ευχαριστεßς... γιατß η μÝρα κρýβει τη δýσμορφη üψη της στις εκτυφλωτικÝς λÜμψεις, ενþ η νýχτα ολüγυμνη στη πανσÝληνη επιτρÝπει νοσταλγßα, να επωÜσει την ομορφιÜ του κορμιοý με τρüπο πρωτüγνωρο για κÜθε του αßσθηση.
ARMAND : Μα Ýχεις πλÝον ματαιþσει τις αισθÞσεις μου...
ELVIRE : Θ’ αντÝξεις ως τον ολοκληρωτικü αφανισμü τους;
ARMAND : Θ’ αργÞσεις να μου τον επιτρÝψεις;
ELVIRE : Εγγýς...
ARMAND : Δεν αντÝχω το μÝλλον.
ELVIRE : Το παρελθüν μας εßναι χειρüτερο, δεν Ýχεις Üλλη επιλογÞ.
ARMAND : Τßποτα λοιπüν δεν Ýχει απομεßνει...
ELVIRE : Η αγÜπη ;
ARMAND : ¢φησÝ με στον μηδενισμü που εßναι λιγüτερο επþδυνος.
ELVIRE : ΜÝνεις στην αυχμηρÞ σου ερημßα üταν στην üαση του κορμιοý μου ρÝουν γαλÞνιοι δρüσοι απü παντοý.
ARMAND : Για Ýναν αιþνα δßψας δεν αρκεß μßα στÜλα της βροχÞς.
ELVIRE : Ο κατακλυσμüς μου εßναι κρυμμÝνος στη κρυστÜλλινη σταγüνα της απüστασης.
ARMAND : Τüσο βαθιÜ σταγüνα που πßνω κÜθε αυγÞ και δε στερεýει.
ELVIRE : Πßνεις σιγανÜ...
ARMAND : Απü φüβο μη με πνßξει.
ELVIRE : Τüτε θα συνεχßσεις να βασανßζεσαι απü ακατεýναστη δßψα.
ARMAND : Δε μπορεßς να μ’ αγαπÞσεις χωρßς να μου κληροδοτεßς το θÜνατο;
ELVIRE : Τι νüημα θα εßχε ο Ýρωτας στο κελß του εγκüσμιου; ¢κου! Εßναι Ýνα αηδüνι Ýξω απü το παρÜθυρü μου στο μουσκεμÝνο κλαδß της επιθυμßας. Παýει να τραγουδÜ κÜθε που μνημονεýει τη τραγωδßα της ωραιüτητÜς του, Ýνα δßλλημα ανÜμεσα στη δουλεßα και το θÜνατο.
ARMAND : Εγþ üμως δε ξÝρω να τραγουδþ.
ELVIRE : Μα πως, που εßσαι τüσο καλλßφωνος τροβαδοýρος της μελαγχολßας μου;
ARMAND : ΤÝτοιες ωδÝς δεν εγγßζει φωνÞ ανθρþπινη, μα των πÝνθιμων νυμφþν της αυτοχειρßας.
ELVIRE : Αφοý εßμαστε και οι δυο κηδεμüνες του αισθησιακοý κτÞνος του ßδιου πüθου, γιατß με τüσο σθÝνος μου αντιτßθεσαι;
ARMAND : Τα πÜθη που εκτονþνουν εμÝνα νηφÜλιο, εξαντλεßς εσý μεθυσμÝνη.
ELVIRE : Καταλαβαßνεις τþρα πως πÝρα απü τη μÝθη δεν εßμαστε παρÜ νεκροß που δεν Ýχουν αποδεχθεß το θÜνατü τους;
ARMAND : Καταλαβαßνω πως στο κολαστÞριο του πÜθους σου καßει για ‘μÝνα πυρÜ δραματικÞ.
ELVIRE : ¢σε με ελεýθερη να γογγýζω μÝσα στην αχαλßνωτη αμαρτßα, ωσüτου καταφÝρω να μετατρÝψω το κολασμÝνο δαιμüνιο της δυστυχßας μας σε παραδεßσιο ουρß της ευτυχßας.
ARMAND : Αν δεν επιτýχω να μεταγγßσω στις οπιοýχες φλÝβες σου τη λατρεßα του Þθους, η νüσος του παραλüγου θα κωλυσιεργεß την εξιλÝωσÞ μας ως να παραδεχθþ üτι ηττÞθηκα.
ELVIRE : Μη μιλÜς... (τον πλησιÜζει ενþ εκεßνος βηματßζει προς τα πßσω) μονÜχα κÜνε Ýρωτα, με ‘μÝνα και τη περιθαýμαστη παρÜνοια του παρüντος.
ARMAND : Ο γυÜλινος προορισμüς... θα εßναι τüσο λßγος.
ELVIRE : Μüνο αν δε πλησιÜσεις τον θελκτικü ρυθμü.. της Ýκστασης.
ARMAND : Μην με ταπεινþνεις μüνο και μüνο επειδÞ στη τυραννßα του μεσονυκτßου εßσαι διÜτρητη απü τη δýναμÞ σου...
ELVIRE : Η δικÞ μου ισχýς εßναι δικÞ σου αδυναμßα, αλλιþς δε θα ‘ταν Ýρωτας.
ARMAND : Ποιος ξÝρει καλýτερα απü νεκρü τον Ýρωτα;
ELVIRE : Αν το πιστεýεις αυτü, γιατß εμποδßζεις τον θÜνατü μου;
ARMAND : Εγþ πασχßζω απλÜ να διακüψω ετοýτο το ΜυστÞριο του Εωσφüρου ενþ Ýχει Þδη αρχßσει.
ELVIRE : Ιδοý η ΛÜμψη... πÝφτω.. πÝφτω!
ARMAND : ΒροχÞ μου, σ’ Ýχω προλÜβει ζωντανÞ;
ELVIRE : Εßμαι ακüμη ζωντανÞ μÝσα στον θÜνατü μου...
ARMAND : Εßσαι παρανοúκÞ...
ELVIRE : ΑυτÞ εßναι αιτßα της αγÜπης σου...
ARMAND : Δεν επιθυμþ το θÜνατü σου.. ω! Πüσο φοβÜμαι το πεπρωμÝνο!
ELVIRE : Εγþ δε φοβÜμαι το πεπρωμÝνο... φοβÜμαι εμÝνα.
ARMAND : Θα Ýπρεπε! ΧÜρη στις νüσους της σκÝψεις σου μüλις που επιστρÝφεις απü το θÜνατο.
ELVIRE : (ΓυρνÜ στη θÝση της διστακτικÜ) ¸χεις δßκιο.. τι μÜταιη επιστροφÞ! Θα Ýπρεπε να μεßνω εκεß..
ARMAND : Ας Ýμενες αν μποροýσες ν’ αντÝξεις το βÜρος του ευθýς να ερχüμουν στο πλÜι σου. Γιατß αν αποφÜσιζες στ’ αλÞθεια να πεθÜνεις, εßτε θα Üφηνα τη λατρεßα της αυτοκτονßας να με παρασýρει εßτε θα απαιτοýσα απü ‘σÝνα...
ELVIRE : ...να θρυμματßσω τα κομμÜτια σου και να σε περιμαζÝψω μÝσα στη φιλευσπλαχνßα της πανωλεθρßας.
ARMAND : Πüσο αδÝξια γελοιοποιεßσαι στα μÜτια μου σαν παραδÝχεσαι πως ακüμη και η καταστροφÞ μπορεß να σπλαχνιστεß Ýναν θλιβερü εραστÞ που Ýχει μεßνει παντÝρημος πλÜι στις εμμονÝς του, ενþ εσý γßνεσαι τüσο οικτρÞ απÝναντß μου σαν ευθαρσþς να περιγελοýσες Ýνα μικρü παιδß για κÜποια του παραπληγßα...
ELVIRE : ¼ταν επιμÝνεις στην αναπηρßα της λογικÞς σου, το μειδßαμÜ μου αναδýεται ασυναßσθητο.
ARMAND : Αν Þμουν κι εγþ παρÜφρων θα μας συνÝθλιβε αμφüτερους η νýχτα.
ELVIRE : Ικανοποιεßσαι λοιπüν τþρα που τον Ýναν συνθλßβει η νýχτα, τον Üλλον η αυγÞ;
ARMAND : Το λυκαυγÝς δε συνθλßβει, εξευμενßζει.
ELVIRE : Κι εÜν εγþ δεν εßχα εντÜξει το σþμα μου στις τραγικÝς μαινÜδες του βραδιοý, θα σ’ εßχα Üραγε προσελκýσει;
ARMAND : Αυτü το εßχα αλÞθεια λησμονÞσει. Το νυχτολοýλουδο πως το πρωινü να διασπεßρει το μαρτýριο του αρþματüς του στις αισθÞσεις...
ELVIRE : Γιατß θÝλεις λοιπüν να με αναγκÜσεις μια για πÜντα να κλειδþσω στην Üνεργη πρωινÞ üψη το ÜρωμÜ μου;
ARMAND : Γιατß, αν μßα φορÜ με μεθοýν οι χυμοß της αδαμÜντινης αψßνθου, πüσες φορÝς μυριÜδες ν’ αντÝξει το κορμß μου να μεθýσει απü τ’ ÜρωμÜ σου;
ELVIRE : Για μας η συμβßωση εßναι ο αιþνιος θηλασμüς του ανικανοποßητου.
ARMAND : Γνωρßζω την απολυτüτητÜ του ως τα πρüθυρα της ικεσßας.
ELVIRE : Με τον καιρü θα καταλÜβεις πως οι καθρÝπτες της ανεκπλÞρωτης επιθυμßας εßναι οι μοναδικοß που ποτÝ δε ραγßζουν, üση εκτρωματικÞ πραγματικüτητα κι αν τους επιβληθεß να αντικατοπτρßσουν, üσοι απü τους βρÜχους της ατροφßας κι αν εκτοξευθοýν με βßα επÜνω τους.
ARMAND : Αν Þσουν πÝτρα θα ‘σουν των βρÜχων τοýτων παρακüρη... αν Þσουν πÝτρα θα ‘σουν εκεßνη του σκανδÜλου...
ELVIRE : ΜÞπως σκανδαλßζω την πραγματικüτητÜ σου γιατß προσφÝρω την απουσßα της τÝρψης, Þ μÞπως σε εξαντλþ κÜθε που στη προσφÝρω Üνευ üρων κι εσý αρνεßσαι πεισματικÜ να ενδþσεις;
ARMAND : Δε θα ενÝδιδα ποτÝ σε τÝτοιου εßδους ανομßα που πλεονÜζει ως ασÝβεια πÜνω στο ßδιο σου το σþμα.
ELVIRE : Το ýψιστο ÝγκλημÜ σου εßναι πως Ýχει Þδη το πνεýμα σου ενδþσει, κι Üμα ενδþσει η ψυχÞ το σþμα εßναι το ετοιμüρροπο οχυρü που καταλýεται στη πρþτη πνοÞ ενüς ανÝμου της πρüσκλησης.
ARMAND : Η αιδþς που στραγγαλßζεται απü εκεßνον που στερεßται αυτÞς γßνεται φüνος για τον εαυτü του.
ELVIRE : Η ανηθικüτητα Ýχει αφÞσει κüσμητρο λαμπρü στον λαιμü μου το αποτýπωμÜ της.
ARMAND : Γιατß μονÜχα ο μþλωπας της αθωüτητας να μοιÜζει στα μÜτια σου σαν ανεξßτηλο σημÜδι της απÝχθειας;
ELVIRE : ΜιλÜς σα να ‘ραινα με χιüνι τη καθÜρια πρωßα του Μαγιοý...
ARMAND : Αν κÜποια μονÜχα Üνοιξη χαθεß θα ‘ρθει σε κÜποιο χρüνο η επüμενη. Αν η αμνηστßα του παραπτþματος χαθεß, οι θεοß ποτÝ δεν παραχωροýν μιαν Üλλη.
ELVIRE : Δþρο που δεν προσÝφερες πως πßσω να το λÜβεις;
ARMAND : Στον Ýρωτα üλοι Ýχουν το δικαßωμα του λÜθους με ελευθερßα εξÜσκησÞς του υπÝρμετρη, μα εκεßνο της επανüρθωσης üχι πÜνω απü μßα.
ELVIRE : Οι εραστÝς που αποδÝχονται το μÜταιο πριν καν υποχωρÞσει με επιπτþσεις δραματικÝς üπως εκεßνες του παροδικοý πολÝμου, εξαιροýνται.
ARMAND : ¢τοπος κανüνας, Üλλοθι των ενüχων.
ELVIRE : ΑποστÞθισÝ τον γιατß η απολογßα εßναι κοντÜ...
ARMAND : Εßναι επþδυνο για ‘μÝνα την ενοχÞ μου να επιβεβαιþνει το πολυπüθητο στüμα που Ýπρεπε να ‘χε φυλακισθεß στης σιωπÞς του το φρüνιμο κελß.
ELVIRE : ¸γκλειστη στην ανÝνδοτη τρομοκρατßα του ανελεýθερου κορμιοý σου, πüσες ακüμη ισüβιες καταδßκες να υπομεßνω;
ARMAND : ¼ταν θα καταδικÜζομαι εγþ μη παραλεßψεις να πεις πως Þσουν συνεργüς μου.
ELVIRE : Δεν αποφεýγω ποτÝ το μερßδιο της ευθýνης μου, μÞτε στον αμαρτÜνοντα Ýρωτα μÞτε στη τιμωρßα του. ¼μως εσý γιατß τη τρÝμεις;
ARMAND : Δε παßρνω θÝση ανÜμεσα σε κολασμÝνους επειδÞ αγαπþ μßα ομοαßματÞ τους.
ELVIRE : Αλßμονο στους εν τω σþματι κολασμÝνους, που την αθþα ψυχÞ τους μαυλßζουν οι κολασμÝνοι εν τω πνεýματι.
ARMAND : Που εßναι οι αμßαντοι στη ψυχÞ και που οι μιασμÝνοι;
ELVIRE : ¼σοι δεν αγαποýν, δεν ερωτεýονται, δε ποθοýν και δεν Ýλιωσαν ποτÝ σα τους ασθενεßς κηροýς των εκκλησιþν απü τη γλυκιÜ φλüγωση της μοναχικÞς νýχτας.
ARMAND : Πüσο πολý μου αρÝσει να αναιρεßς τα ßδια σου τα λüγια... γιατß λοιπüν αψιμαχοýμε για την Ýνδεια και την αντßσταση, εφüσον και οι δýο σε αυτοýς ανÞκουμε;
ELVIRE : Δεν μεθÜς κι αφÞνεις τον εκφαυλισμü της λογικÞς να παρασýρει την ερωτικÞ αρτιüτητÜ σου. Αλλιþς πως θα μας μετÝτρεπες σε Ýκπτωτους της ΕδÝμ της κλßνης;
ARMAND : Αμφßρροπη βραδιÜ στη παραδεßσια ΑκτÞ για τους ερωτευμÝνους....
ELVIRE : ΑπαρνιÝσαι λοιπüν τη δικÞ μου ηδονÞ γιατß σε ικανοποιεß η ταπεßνωσÞ μου.
ARMAND : Μα, βροχÞ μου οκτωβριανÞ, εÜν εγκατÝλειπα την υποκρισßα του εγωισμοý, δε θα γευüμουν ποτÝ αυτÞ τη κßβδηλη στιγμÞ ανωτερüτητας. Γιατß σε üλα απü τον Ýρωτα ως τον üλεθρο, υπερÝχεις...
ELVIRE : Αν δεν χαρτογραφÞσεις το αßσθημα ως τα σýνορα του ολÝθρου και του Ýρωτα, λανθασμÝνες θα δþσεις συντεταγμÝνες στον Üγγελο του απροüπτου.
ARMAND : Το ενýπνιο της κενüτητας θα απειλεß πÜντοτε να σκεπÜσει το μονοπÜτι με την αχλÞ του μοιραßου. ¼λες τüτε οι διαδρομÝς ματαιþνονται.
ELVIRE : Η üραση εßναι λογικÞ, κι üταν η λογικÞ απουσιÜζει εßναι παρÜνοια. ¼ταν εßναι παρÜνοια εßναι Ýρωτας, κι üπου ο Ýρωτας διαδρομÞ. Πüθεν πως ματαιþνονται;
ARMAND : Τρελοß κι üσοι ταξιδεýουν τυφλÜ, τρελοß κι üσοι ερωτεýονται. Για να μεßνεις ζωντανüς μια απü τις δυο επιθυμßες θα πρÝπει εντüς σου να καταπνßξεις. Γι’ αυτü κι εγþ ανεξιλÝωτος μαρτυρþ γιατß ανÞκω στους παρÜφρονες αυτοýς που αν και γνωρßζουν την ασθÝνειÜ τους, δε πιÝζουν ποτÝ μÞτε το σþμα μÞτε τη ψυχÞ να μετανοÞσει.
ELVIRE : Η γνþση εßναι το πρþτο στÜδιο της ßασης. Καιρüς να μου πεις πως απü τη νüσο της Ýλξης μας αγÜλι θεραπεýεσαι.
ARMAND : (Πηγαßνει κοντÜ της πιÜνοντας και παßζοντας ανÜμεσα στα δÜκτυλα του δεξιοý του χεριοý μια τοýφα των μαλλιþν της ενþ με το Üλλο χÝρι αγγßζει το πρüσωπü της) Η σαγÞνη σου εßναι ανßατη... κι αν Ýχω επßγνωση πÜλι χαμÝνος εßμαι.
ELVIRE : Πρþτα με προκαλεßς να σκοτωθþ απü λýπηση για τον σιδηροδÝσμιο πüθο σου, κι Ýπειτα με εκλιπαρεßς να αναγεννηθþ απ’ αγÜπη. ΑποφÜσισε... τη μια ταρÜσσω νεκροýς την Üλλη ζωντανοýς. Θα ‘ρθει η στιγμÞ που κÜποιος απ’ üλους θ’ απηυδÞσει, αρνοýμενος ν’ ανοßξει για ‘μÝνα την ολüχρυση, εßτε τη μαýρη Πýλη.
ARMAND : ¼που κι αν το πεπρωμÝνο σε καταστÞσει αιþνια, εγþ θα στÝκομαι σιμÜ σου.
ELVIRE : Ναι, μα εκεßνοι που συνηθÝστατα δεßχνουν την μεγαλýτερη υπομονÞ δεν εßναι οι ζωντανοß...
ARMAND : ΑπεχθÜνομαι τον θÜνατο μα κι αυτü ακüμη, εÜν προûποθÝτονταν η αιþνια πßστη σου κι αγÜπη, θα ‘τανε για τα μÜτια μου το χειμερινü Ýνδυμα του παραδεßσου. ΑλλÜ ας μην σπαταλþ τα λüγια μου για üσα δε θα χρειαστεß ποτÝ μου να τηρÞσω... τα κρßνα δεν ευδοκιμοýν στις Üγριες θýελλες του χειμþνα. Ποιου εßδους ζωντανοß ν’ αφÞσουν τη φλüγα μ’ üλη της την τρυφερÞ ζÝση, να θρþσκει Ýξω απü το μαγκÜλι...
ELVIRE : Νüμιζα πως στη ζωÞ Ýχουν Üνοιξη. ΜÞπως μÝσα στον πυρετü της μεσουρÜνησης του ηλßου θα θελÞσει κανεßς να εξασφαλßσει κι Üλλη ζεστασιÜ για το κορμß του; Ο πιο Üρρωστος, ο πιο καχεκτικüς, ως τ’ αποστεωμÝνο κι ωχρü σþμα του παιδιοý που μες στην αγκαλιÜ της μÜνας του φυλλορροεß απü ρßγος, σε τÝτοια μÝθεξη μεσημβρινÞ και πÜλι χαßρεται.
ARMAND : Κι αν Ýχει ολοýθε Üνοιξη, μες στις ψυχÝς οι δßνες συχνÜ οργιÜζουν, του χειμþνα.
ELVIRE : Απü χειμþνα σε χειμþνα επιχειρεßς να βυθßσεις τον κüσμο..
ARMAND : ΠοτÝ μη βÜλεις παýση στη λατρεμÝνη μου πνοÞ σου κι üλα θα γßνουν θÝρος.
ELVIRE : ¼σο πιο βαριÜ γßνεται η νýχτα τüσο λυγßζουν τα κüκαλÜ μου.
ARMAND : (ΕπιστρÝφει δßπλα στο κρεβÜτι) Λßγες στιγμÝς Ýχω κι εγþ που νιþθω ζωντανüς σ’ αυτü τον κüσμο, κι αυτÝς ακüμη θες να μου στερÞσεις : τη θλßψη, την αφÞ και το νυκτερινü σου χρþμα.
ELVIRE : Αν εγþ το χρþμα μου σου αρνηθþ, θα ‘ναι γιατß μου αρνεßσαι το ÜρωμÜ σου. ¼χι εκεßνο του καλλωπισμοý, μα ‘κεßνο το μεθυστικü που αναδßδει η ανδρικÞ σÜρκα που μοχθεß ταλαντευüμενη πÜνω απü εκεßνη της εγκλωβισμÝνης στη κυριαρχßα σου, θηλυκÞς.
ARMAND : Ευτυχþς που τουλÜχιστον εßσαι ανεξÜντλητη απü λýπη...
ELVIRE : ΠροτιμÜς να χÜσεις την ηδονÞ για Ýνα φαýλο αßσθημα του πüνου;
ARMAND : Η θλßψη εßναι τüσο üμορφη... γι’ αυτü σ’ αγαπþ, της μοιÜζεις.
ELVIRE : ¢φησÝ με να σου δεßξω πüσο ομορφüτερη εßναι η τÝρψη.
ARMAND : Η μεγαλýτερη διÝγερση εßναι η προσμονÞ ως τα üρια των εκρÞξεων. ¢μα τα σþματα συναντηθοýν χωρßς να ‘χει μεστþσει ακüμη το κρασß της γλυκιÜς αδημονßας, η ολοκλÞρωση εßναι τüσο μικρÞ που περνÜ μπροστÜ απü τα ανοικτÜ μÜτια της σαρκüς, τους διεσταλμÝνους θýλακες, ταχÝως σα το κýμα τη στιγμÞ που θα παφλÜσει σ’ üλα τα πλÜτη του διαβρωμÝνου βρÜχου, κι Ýπειτα Ýτσι Üδοξα χÜνεται κι αυτü και η σαγÞνη του γλαυκοý του μαστιγßου.
ELVIRE : ΣωστÜ, μα εγþ Ýχω ξεπερÜσει προ πολλοý αυτü το τραυματικü üριο και η Ýκρηξη της ανυπομονησßας μου Ýρχεται οσονοýπω... σßγουρα θα ‘ναι καταστροφικÞ αν üσο εßναι ακüμη βρεφικÞ δε προσπαθÞσεις να τη κατευνÜσεις.
ARMAND : Ποιος εκρÞγνυται, εσý; Που αρκεß ν’ αγγßξω μιαν Üκρια του δακτýλου σου και πÜλλεις ολüκληρη απü φüβο;
ELVIRE : Δεν εßναι φüβος μα επιθυμßα.
ARMAND : Αν Þταν πüθος θα το ‘χα καταλÜβει. ¼μως üσο κι αν η σκÝψη σου αγαπÜ την ερωτικÞ ατασθαλßα του οßστρου, το πÜλλευκο κορμß σου ξεχειλßζει ακüμη απü την αγνεßα της νεüτητος.
ELVIRE : Δεν εßναι δικÞ μου αγνεßα, μα δικÞ σου.
ARMAND : Εßναι η υπÝρμετρη ευτυχßα για ‘μÝνα ν’ ακοýω πως η ανθοφüρος παρθενικüτητÜ σου μου ανÞκει, μα πþς να τη δεχθþ üταν δε μου τη προσφÝρεις παρÜ γιατß δε ξεχωρßζεις ποια εßναι η μÝθη του Ýρωτος και ποια εκεßνη του λαβδÜνου;
ELVIRE : Η λýπη... πρÜγμα τüσο στυγνü, τüσο γλυκü, τüσο ωραßο, που κανεßς δε θα ξÝρει αν σ’ αγαπþ αληθινÜ. Μα θα γιορτÜσω, γιατß η δυστυχßα εßναι το μοναδικü θαýμα του σατανÜ που αγαπÜ τüσο πολý, σχεδüν σα να Þταν τÝκνο θεúκü, τη μοναχικüτητα των ερωτευμÝνων.
ARMAND : ΒλÝπεις; Οýτε καν διÝπεις τις λÝξεις που βγαßνουν απü τα χεßλη σου. ΘÝλεις λοιπüν εμÝνα Þ τη μοναξιÜ σου;
ELVIRE : (Γυρßζει τη πλÜτη της σ’ εκεßνη) Αφοý το σþμα σου μου αρνιÝσαι και στη θÝση του μπαßνει το τßποτα... απü το τßποτα προτιμþ τη μοναξιÜ μου. Κι εκεßνη üπως η στÜχτη εßναι ερεßπιο, μα και τα ερεßπια ακüμη εßναι κÜτι. Ο μεθυσμÝνος Εωσφüρος μÝσα στο üνειρο του Ýρωτα. Κρýψε με.. απü τα πλÝρια δßχτυα των ματιþν σου.
ARMAND : Ανüητο μελαγχολικü σπουργßτι, με το πÝταγμÜ σου καταδιωκüμενο απü το μÝνος της ßδιας της βροχÞς σου, μη κτυπÜς τþρα το ρÜμφος της αισθαντικÞς σου επαιτεßας στο παρÜθυρü μου.
ELVIRE : Οι παγωμÝνες νýχτες της μοναξιÜς και της μελαγχολßας εßναι δρüμοι στρωμÝνοι με αιχμηρÜ θραýσματα, κι εγþ ανυπüδητη.
ARMAND : Γιατß επιμÝνεις να κατακρßνεις την ασφÜλεια του Ýννομου βßου;
ELVIRE : Τüσο πολý δε θα τον κατÝκρινα εÜν δεν Þταν αδερφüς της μονοτονßας.
ARMAND : Αν εκεßνοι που αγαποýν ξÝρουν να μεταφρÜζουν την αγÜπη τους σε πρÜξεις και σε λÝξεις, εßτε εßναι παρÜνομοι εραστÝς εßτε σýζυγοι σε τßποτα δεν υπÜρχει διαφορÜ.
ELVIRE : ΕνÜρετες εßναι οι γυναßκες που ξÝρουν να κρατοýν το σþμα τους κλειστü μονÜχα στις εντÜσεις του καθÞκοντος. Ο παρÜνομος εραστÞς τρυγÜ του πüθου τα χυμþδη τα σταφýλια, ο σýζυγος βρÝχει το στüμα του με το φθηνü κρασß τους.
ARMAND : Δεν ειπþθηκαν αυτÝς οι λÝξεις γι’ Üλλο λüγο, παρÜ γιατß με διακριτικüτητα αιχμηρÞ θες να μου πεις πως αδυνατεßς να γßνεις συμβßα μου απü φüβο, για τον καιρü που θα ‘ρθει κι εγþ θα ‘χω του γÞρατος τις Üτυπες ουλÝς στο μÝτωπü μου, ενþ εσý μüλις που θα ‘χεις βγει απü της Þβης σου τους ροδüσπαρτους λειμþνες.
ELVIRE : Τρεις φορÝς γηραιüτερη απü τη γη η θÜλασσα, κανεßς δεν αμφισβÞτησε μÞτε τη δροσερÞ τη νιüτη του νεροý που κελαρýζει εýθυμο στ’ απüκρημνα αυλÜκια, μÞτε της σοροκÜδας της τη τραγουδιστÞ σαγÞνη. Γιατß να σ’ αγαπþ αν δεν με θÝλγει ο þριμος αχüς του κýματüς σου;
ARMAND : Αν Þμουν νερü θα ‘μουν αιþνιος. Τþρα που εßμαι γη για λßγο θα βλασταßνω þσπου να γßνω χÝρσος, Üγονος, και η στρυφνÞ ματαßωση του χρüνου να σπαρÜξει üλα μου τα κýτταρα.
ELVIRE : Να σε φοβßζει που μπορεß να δεις εμÝνα, αν και νεüτερÞ σου, συντομüτερα να δÝχομαι απü τον δικü σου θÜνατο τον δικü μου... μονÜχα αυτü.
ARMAND : Δε θ’ Üντεχες ποτÝ τη τραγικÞ θωριÜ που φÝρνει η πÜροδος των χρüνων στο σþμα των ανθρþπων. Σýντομα θα ‘βρισκες μες στους παρßες της νιüτης αυτüν που χωρßς λýπηση για τη χηλοειδÞ ρωγμÞ μες στη καρδιÜ μου, θα σε διεκδικοýσε.
ELVIRE : Θα σπαταλοýσα τη τρυφερÞ μου νιüτη για να γευθþ τη πιο πενιχρÞ ηδονÞ που εßναι αυτÞ της προδοσßας;
ARMAND : Η προδοσßα στα χρüνια σου θα γßνει πενιχρüτερη. Καλýτερα θα ‘χεις να προδοθþ εγþ παρÜ ο εαυτüς σου.
ELVIRE : Μüλις παρÝλθουν οι ηδονÝς, η ζωÞ απü τüσο μακριÜ θα χαιρετÜει εμÜς τους επιβαßνοντες στο περßφοβο πλοιÜριο της ερÞμωσης, ανεμßζοντας των τýψεων το λευκü μαντÞλι, σα το ρετÜλι του σεντονιοý που Þταν για ‘μας στρωμÝνο πÜνω στις κλßνες της μßας νýχτας, Þ σα το σπÜργανο του Ýρωτα που Ýμελλε να γßνει σÜβανο αυθωρεß... Ýτσι χωρßς λýπηση να μας γεμßσει νοσταλγßα προτοý ο ανυπÝρβλητος πüνος να στÜξει σ’ üλο το βÜρος των δακρýων μας πÜνω στη κουπαστÞ και να τη σπÜσει, κι εμεßς μÝσα να βυθιστοýμε, στις σκοτεινÝς της θÜλασσας σαγÞνες.
ARMAND : ΑυτÞ η νýχτα δεν τελειþνει. Πρþτον εμÝνα θα γευθεß η Üβαθη τÜφρος της οδýνης.
ELVIRE : Η Προκυμαßα εßναι ανοικτÞ... τα πλοßα που φεýγουν, üχι για τον θÜνατο μα τη μοßρα, δεν εßναι ακüμη πλÞρη απü επιβÜτες. Φýγε απ’ αυτü το ετοιμüρροπο οßκημα κι αν θÝλεις πÞγαινε να βρεις σ’ Üλλες αβýσσους του Ýρωτα το δικü σου πεπρωμÝνο.
ARMAND : Εδþ η Üβυσσος, ο Ýρωτας κι ο θÜνατüς μου... να φýγω να πÜω που παßρνοντας αυτοýσια μαζß μου και τα τρßα;
ELVIRE : Αν φýγεις τßποτα απ’ αυτÜ δε θα αντικρßσεις πÜλι.
ARMAND : Τüτε θα μεßνω...
ELVIRE : ΜονÜχα αν υπακοýσεις στην ορμÞ της νýχτας και καταχραστεßς üτι υπÜρχει ολüγυρÜ σου.
ARMAND : Η νýχτα αν και γυναßκα Ýχει αρρενωπÝς ορμÝς, γι’ αυτü μη περιπαßζεις την επιθυμßα ενüς Üνδρα αν οýτε εκεßνος οýτε εσý δεν εßστε διατεθειμÝνοι να υποστεßτε το κοινü μαρτýριο της Ýνωσης.
ELVIRE : Αν Þδη μ’ αγαπÜς, ποια Ýνωση του σþματος να ‘ναι πιο επþδυνη απ’ αυτÞ του πνεýματüς μας;... κι üμως θα ‘πρεπε να φοβÜσαι την αγÜπη, μüνο σ’ εκεßνη τη καταστροφÞ, κανÝνα Þθος δε κωλýει.
ARMAND : ΦοβÜμαι και τα δýο. Το Ýνα εξÜλλου χωρßς το Üλλο δεν υφßσταται.
ELVIRE : ΠοτÝ δεν υπÜρχει μονÜχα Ýνας φüβος, αυτü εßναι αλÞθεια... κι εκεßνοι ακüμη που εßναι φανεροß, Ýχουνε πßσω απü τη μÜσκα τους τα πρüσωπα τüσων Üλλων βαθýτερων.
ARMAND : Θαρρεßς üτι με φοβßζει τßποτα Üλλο πÝρα απü το θÜνατο;
ELVIRE : Ο θÜνατος εßναι μια απειροελÜχιστη στιγμÞ μες στη στιγμÞ, ποιον να φοβßσει... αν δεν υπÞρχε ο πüνος οι Üνθρωποι θα ‘φθαναν ως το τÝλος με τη πυγμÞ της γÝννησης και της ευημερßας.
ARMAND : Τþρα δþσε μου λßγο Ýρωτα ßσα στη προÝκταση της φρικτÞς του ελεημοσýνης.
ELVIRE : ¼λος ο θÜνατος Ýρωτας, αλλιþς üσο κι αν ερωτευüμουν Þ πÝθαινα θα ‘ταν παρÜταση του τßποτα.
ARMAND : Δεν ξÝρω αν η απüλυτη κυριαρχßα του αισθÞματος μπορεß να αφοπλßσει τον ταραγμÝνο μονüκερο της ÝνδειÜς μας üταν εκεßνος καλπÜζει με το ξßφος της ομορφιÜς του, ανÝμελος, üπως οι αδυσþπητες ορμÝς στα πορφυρÜ λιβÜδια του μυαλοý μας.
ELVIRE : Το πεπρωμÝνο μου εßναι αδÜμαστο üπως η πρþτη λÜμψη του βραδιοý ανÜμεσα στο τελεßωμα του δειλινοý και της εγγýς ΣελÞνης.
ARMAND : (ΣτρÝφει το βλÝμμα του προς τα πÜνω) ΜακÜρι να μποροýσα να χαλιναγωγÞσω τη νýχτα...
ELVIRE : Δεßξε μου πως παßζεται το παιχνßδι του Ýρωτα και θα σου δεßξω πþς να κερδßσεις.
ARMAND : Δεν εßναι λüγος να μοχθεßς, εßμαστε üλοι εκ γενετÞς μας ηττημÝνοι.
ELVIRE : ¢λλοι γεννιοýνται αδýναμοι, Üλλοι εκκολÜπτονται. ΜÞτε στους πρþτους ανÞκω, μÞτε στους δεýτερους.
ARMAND : Τüτε θα σκοτωθεßς απü παρατολμßα.
ELVIRE : Καλýτερα απü το να ζω με τη δειλßα μου.
ARMAND : ΠÜλι επιλÝγεις τον θÜνατο...
ELVIRE : ¼χι εγþ, μα η μοχθηρßα των αντιστÜσεþν σου με διαλÝγει για ‘κεßνη εφüσον η απουσßα σου Ýχει γßνει πια αυταρχικüς μου κηδεμüνας.
ARMAND : ¢κουσÝ με, εßναι καλýτερα να ζεις μÝσα στην Ýννομη αγκαλιÜ μου παρÜ να ψυχορραγεßς χωρßς Ýλεος στο κρεβÜτι της ανομßας μου.
ELVIRE : Προτοý πεθÜνω για Ýνα πρÜγμα θÝλω να ‘μια περÞφανη : πως ποτÝ μου δεν ενÝδωσα σ’ Ýναν πληκτικü, πανÜθλιο Ýρωτα.
ARMAND : Ω, πüσο εýκολα μπορεß η οργÞ να μετατρÝψει μÝσα σε Ýνα κλÜσμα του δευτερολÝπτου την υπεροχÞ σε αθλιüτητα. Τþρα λοιπüν η αγÜπη μου καταντÜ γλßσχρη;
ELVIRE : Μα üχι! Πως αρÝσκεσαι να παραφρÜζεις τις επιθυμßες μου... θÝλω μονÜχα να καταλýσω τα δεσμÜ του πρÝποντος, γιατß η αληθινÞ αρετÞ δε βρßσκεται σ’ αυτÜ που μας προβÜλλουν.
ARMAND : ¼ταν ολÜκερη η οικουμÝνη σκýβει το κεφÜλι κι εσý μονÜχη σου παραστρατεßς, μÞπως δεν εßναι εκεßνη που λανθÜνει;
ELVIRE : Χωλοß καιροß, χωλοýς νüμους θα θεσπßζουν για να παραλýουν το δßκαιο.
ARMAND : Κι αν Ýχεις δßκιο ακüμη θα ρισκÜρεις τη κατακραυγÞ, μονÜχα για να υποκριθεßς πως αντιστÝκεσαι;
ELVIRE : Δεν θα υποκριθþ, Þδη αντιστÝκομαι. ¼μως θλßβομαι γιατß οι πληγÝς που ‘χουν δημιουργÞσει γýρω απü τους καρποýς σου τα δεσμÜ στÜζουν στο χþμα το αßμα σου κι εσý νομßζεις πως εßναι τα ρüδα που ανθßζουν.
ARMAND : ¢φησÝ με μÝσα στην ÜγνοιÜ μου, αλλÜ ευτυχÞ.
ELVIRE : Κι αυτü ακüμη εßναι πλÜνη. Αν Þξερες πüσο δυστυχισμÝνος εßσαι θα ‘βρισκες τρüπο να ευτυχÞσεις στ’ αλÞθεια κι üχι απλÜ θαυμÜζοντας το ßνδαλμα των παραισθÞσεþν σου.
ARMAND : Τι εßναι λοιπüν η αλÞθεια, Ýχεις σκεφθεß ποτÝ;
ELVIRE : Με ρωτÜς γιατß επιτÝλους θÝλησες να σε καθοδηγÞσω;
ARMAND : Η αλüγιστη τüλμη Ýνα μονÜχα δþρο θα σου κÜνει κι üλα τ’ Üλλα υπÜρχοντÜ σου θα ληστÝψει.
ELVIRE : Τüσα χρüνια νεüτερÞ σου κι Ýχω φθÜσει εκεß που εσý δεν διακρßνεις οýτε με το κιÜλι των υποθÝσεων μες στην ομßχλη του μυαλοý σου. ΚÜποιοι Üνθρωποι γεννιοýνται τυφλοß στο σþμα κι Üλλοι τυφλοß στο πνεýμα εκ γενετÞς.
ARMAND : Αυτü που εσý ονομÜζεις üραση Üλλοι ονομÜζουν ανοησßα.
ELVIRE : Πες μου λοιπüν, εσý που ξÝρεις απü δουλεßα, ποια εßναι η σýνεση;
ARMAND : Να επιλÝγεις να ζεις σε γαλÞνη τÝτοια, που üταν ξυπνÜς τα πρωινÜ θα μπορεßς ν’ ακοýς τη σιγαλÞ παρουσßα του κýκνου πÜνω στο ακýμαντο νερü της λßμνης.
ELVIRE : Η πιο υπÝροχη γαλÞνη εßναι το Üκουσμα της ανδρικÞς ανÜσας πριν καν τα μÜτια μου ν’ ανοßξω.
ARMAND : Τüσο περßτεχνα διεγεßρεις την ανηθικüτητα κι üμως φοβÜμαι πως δε θ’ αντÝξεις τα ξεσπÜσματα του φýλου μου.
ELVIRE : ¢φησε εμÝνα να φοβÜμαι για τον εαυτü μου.
ARMAND : Αν üντως Ýτρεφες μÝσα σου τον ενδοιασμü με üσο ζÞλο τρÝφεις τον Ýρωτα θα σε Üφηνα.
ELVIRE : Δýο δειλοß σε Ýνα ζεýγος δεν εßναι υπερβολÞ;
ARMAND : ΜÜλλον εßναι φρüνηση...
ELVIRE : Γι’ αυτü ποτÝ δεν ξÝφυγες απü την üψη του νεογνοý ζþου που Ýχει ακüμη τα μÜτια σφραγισμÝνα.... τι τα μÜτια του προσþπου τι του αισθÞματος...
ARMAND : Εßμαι δειλüς γιατß προτιμþ τη ζωÞ απü τον θÜνατο;
ELVIRE : Αφοý ο θÜνατος εßναι πεπρωμÝνος των πιο παθιασμÝνων εραστþν εßναι σα ν’ απαρνιÝσαι εμÝνα...
ARMAND : ΠοτÝ θα το καταλÜβεις πως αν για ‘μÝνα εßσαι ζωÞ δεν μπορεßς να γßνεις τßποτε Üλλο;
ELVIRE : Η ζωÞ εßναι ατελεßωτος πüνος...
ARMAND : Κι εσý αλÞθεια δεν απÝχεις απ’ αυτü.
ELVIRE : Αφοý εßμαι πüνος επÝτρεψε μου να παραμεßνω ο εαυτüς μου.
ARMAND : Να σου επιτρÝψω να λÜβεις το üνομα της δυστυχßας üταν μπορεßς να γßνεις ευτυχßα;
ELVIRE : Θα κοιτþ στο καθρÝφτη Üλλο πρüσωπο απü εκεßνο που Ýχω συνηθßσει και που πραγματικÜ κÜτω απü το προσωπεßο αυτü θα υπÜρχει.. αυτü μýριες φορÝς θα μ’ Ýκανε πιο δυστυχισμÝνη.
ARMAND : Δεν φτιαχτÞκαμε για να δυστυχοýμε, εσý πως λοιπüν κÜτω απü την üμορφη üψη σου κρýβεις το γερασμÝνο Ýκτρωμα της θλßψης; Μην μπερδεýεις αυτü που θÝλεις με αυτü που εßσαι.
ELVIRE : Γιατß να θÝλω να ‘μια λυπημÝνη;
ARMAND : Εßναι ο εýκολος δρüμος. Αν ευτυχοýσες θ’ αγωνιζüσουν κÜθε μÝρα να διατηρÞσεις την ευτυχßα σου.
ELVIRE : ΒλÝπεις λοιπüν, ποιος θα ‘θελε ποτÝ να μπει σε τÝτοιο κüπο;
ARMAND : ¼ποιος γνωρßζει πüσο λßγο διαρκοýν τα χρüνια μας για να τα σπαταλÜ Ýτσι αλüγιστα στον αποτρüπαιο βασανισμü της μελαγχολßας.
ELVIRE : Το πνεýμα μου Ýχει αφεθεß στη θλßψη üπως θÝλησε το σþμα μου ν’ αφεθεß σε ‘σÝνα. Το τραγικü εßναι πως το πνεýμα επÝτυχε επειδÞ απÝτυχε το σþμα.
ARMAND : (Κρýβει με τη παλÜμη του αριστεροý του χεριοý τα μÜτια του) ΠοτÝ δεν εßπα πως δεν σε θÝλησα. ΠÜντοτε εßσαι το εξαντλητικü μου πÜθος, üμως αν ποτÝ η επιθυμßα μου εκπληρωθεß θÝλω να γßνει Ýννομα κι üχι Üνομα üπως συνÞθως εκπληρþνονται πüθοι üμοιοι μ’ εκεßνους των εταßρων και των εραστþν τους.
ELVIRE : Μη μου μιλÜς για εταßρες... τις ζηλεýω! Γιατß μονÜχα εκεßνες εßναι ελεýθερες και το κορμß τους ζωντανü üσο κρατοýν τα Üνθη της νιüτης τους, ενþ εγþ δεσμþτρια των αθλßων, τüσο νÝα βλÝπω να μαραßνεται η ασθενικÞ αλüη του κορμιοý μου.
ARMAND : Αν την ελευθερßα επÝφερε η ατßμωση ας Þμουν αιþνια φυλακισμÝνος.
ELVIRE : Και τþρα που εßσαι Ýγκλειστος στο πολυτελÝς κελß των αρετþν δεν υπÜρχει κÜποια μορφÞ ελευθερßας να ονειρεýεσαι; Μα τι λÝω... üποιον στη γÝννησÞ του τον τυλßξουν με δßχτυα αντß για σπÜργανα, αυτÜ και θα νομßζει ακριβÜ μετÜξια του καλοý ως να ‘ρθει το τÝλος της ζωÞς του.
ARMAND : ΜÜταιο να σ’ αγαπþ αφοý η αγÜπη μου δε σου διδÜσκει τα σωστÜ, μ’ αντßθετα ενισχýει στα μÜτια σου το κýρος του κακοý και κÜνει εμÝνα παρÜφρονα κι ανÞθικο.
ELVIRE : Μπορþ να καταλýσω τη τυραννßα του σþματος μüνο αν πρþτος εσý σþσεις το νου σου απ’ τη δουλεßα, κÜτι που εßναι αδýνατο να κÜνω μοναχÞ μου... αν μποροýσα Þδη θα το Ýπραττα. Μπορþ üμως κÜλλιστα να σε οπλßσω η ßδια με τη λεπßδα του Ýρωτα που θα κατασχßσει τα νεκρικÜ σχοινιÜ του ενδοιασμοý απ’ τη ψυχÞ σου.
ARMAND : Η καρδιÜ μου τρÝμει κι απü τη παγωνιÜ ενüς Üλλου φüβου που κωλýει τη θÝρμη κÜθε συναισθÞματος : εßναι η τρομοκρατßα της κατÜληξης.
ELVIRE : Ο προορισμüς του ταξιδιοý μπροστÜ στο ßδιο το ταξßδι δεν Ýχει οýτε την ελÜχιστη ομορφιÜ.
ARMAND : ¼ταν φυλλορροþ στο πλÜι σου κεντημÝνος με τις αργυρÝς σφαßρες της ματαßωσης να μου επαναλÜβεις τα λüγια σου.
ELVIRE : Δεν θα μπορþ, θα ‘μαι νεκρÞ. Εκτüς κι αν μας χαρßσεις πρωτýτερα την αδιαπÝραστη ασπßδα του üρκου.
ARMAND : Αν θες να ορκιστþ για την αγÜπη μου θα σπεýσω να μισÞσω τον εαυτü μου που Þδη δεν το Ýκανα. Τον üποιον Üλλον üρκο θα ακυρþσει η βλασφημßα της Ýπαρσης και της ανυπομονησßας.
ELVIRE : Ακüμη και το Ýγκλημα αν πηγÜζει απü τα βÜθη της καρδιÜς σου, τουλÜχιστον στη συνεßδηση σ’ εξιλεþνει.
ARMAND : Και εßναι Ýγκλημα πραγματικÜ να μου ζητÜς να παραδþσω τις χθüνιες ουσßες της αρσενικÞς ισχýος χωρßς σýνεση, βλÜπτοντας το πολýτιμο ουρß της παρθενßας σου.
ELVIRE : Τι δυστυχßα να μην Ýχω συγγενεßς για να παρακαλÝσω üταν πεθÜνω να μ’ αποτεφρþσουν... τþρα θ’ αναγκαστþ να δω τα ολüλευκα ροýχα της νεκρÞς παρθÝνας να λιþνουν πÜνω στο ψυχρü κορμß μου, μÝσα σε Ýνα φÝρετρο που θα σφραγßσει τη μαρτυρικÞ αγνüτητÜ μου.
ARMAND : ΥπÜρχουν γυναßκες που θρηνοýν για το χαμü αυτοý που εσý θÝλεις να σκοτþσεις.
ELVIRE : Αν σου δανεßσω Ýνα εκλεκτü κüσμημα κι εσý εßσαι συνÝχεια πλÜι μου, πüσο θαρρεßς πως θα μου λεßψει;
ARMAND : Το κüσμημα για ν’ αναδεικνýει την ομορφιÜ σου μÝσα απü το πλοýτο του πρÝπει να το φορÜς... τι νüημα θα ‘χε αν του επÝβαλα να χÜσει τη λÜμψη του, φυλÜσσοντÜς το μÝσα σε κÜποια τσÝπη του παλτοý μου;
ELVIRE : Απü τα θανÜσιμα αμαρτÞματα μονÜχα τη φιλαυτßα και τη φιλαργυρßα δε θα επÝλεγα ποτÝ μου.
ARMAND : Αν η αθωüτητα Þταν χρυσüς κÜλλιο να σ’ Ýβλεπα να σκοτþνεις για την απüκτησÞ της.
ELVIRE : ΛηστρικÞ, ακüμη κι εκεßνη χÜνει τη μακαριüτητÜ της....
ARMAND : Θ’ αμνηστευüσουν αν Þταν κλοπÞ για επιβßωση.
ELVIRE : Προτιμüτερο, εφüσον üλοι γεννιοýνται αθþοι, να μην την Ýχανα ποτÝ. Μιας üμως κι εßναι η ψυχÞ μου Þδη εκφαυλισμÝνη, καμßα Üλλη ατιμßα Þ ντροπÞ δεν Ýχω να υποστþ χειρüτερη...
ARMAND : Τüσο το πνεýμα üσο το σþμα δεν μαυλßζονται αν ο ßδιος ο Üνθρωπος δεν το επιδιþκει.
ELVIRE : ΜονÜχα η απüστασÞ σου μ’ εξωθεß στα χεßριστα.
ARMAND : ΒÜρβαρο ρüδο... üμως γεννÜς αγκÜθια τüσο εýθραυστα.
ELVIRE : ...üσο η πορσελÜνη του θÜρρους σου.
ARMAND : Η δýναμÞ μου εßναι ετοιμüρροπη üταν με γεμßζεις απü την αδυναμßα σου.
ELVIRE : (ΓελÜ) Αν Þταν αδυναμßα το πÜθος θα ‘ταν νεκροß üλοι οι εραστÝς του κüσμου.
ARMAND : Δε μποροýμε να ζÞσουμε μαζß κÜτω απü το ασφαλÝς στÝγαστρο της νýμφευσης;
ELVIRE : Για ποιο λüγο; Μπορεß μια δÝσμη απü συμβüλαια να μας εξασφαλßσει την αιωνιüτητα;
ARMAND : Αν üχι αιωνιüτητα, διÜρκεια.
ELVIRE : ΔιÜρκεια που θα ισχýει για τα σþματÜ μας ακüμη κι αν οι ψυχÝς μας θα ‘χουν τη κοινÞ τους στÝγη εγκαταλεßψει απü καιρü .
ARMAND : Οýτως Þ Üλλως πüσος καιρüς μας απομÝνει; ΞεχνÜς πως üσα Ýτη εσý δεν μπορεßς καν ακüμη να τ’ αναλογιστεßς ενþ περνοýν πÜν’ απü το σþμα σου, εγþ Þδη τα Ýχω διανýσει. ¼ταν εγþ πεθÜνω üχι απü πüθο Þ κατÜρρευση μα απü γÞρατα, θα ‘σαι και πÜλι ελεýθερη... εκτüς κι αν üπως σου εßπα πÜψεις ν’ ανÝχεσαι τη δýσμορφη παρουσßα ενüς γÝρου κι εξασφαλßσεις την αυτοτÝλεια της καρδιÜς σου πολý νωρßτερα απü τον θÜνατü μου. Τþρα που το σκÝφτομαι, ας μ’ εγκαταλεßψεις κι εκεßνος θα ταυτιστεß ευθýς με τη φυγÞ σου.
ELVIRE : Μου εßναι αδýνατο να στÝρξω τη κωμικοτραγικÞ μορφÞ του θýτη που υποδýεται το θýμα.
ARMAND : Κι üμως δυο πρÜγματα κανεßς απü τους δυο μας δε μπορεß ν’ αμφισβητÞσει : τον χρüνο και τη μοßρα.
ELVIRE : ¼ταν αγαπþ ξεχνþ τη σημασßα αυτþν των λÝξεων.
ARMAND : Ας φρεσκÜρω τη μνÞμη σου : χρüνος εßναι η αχλÞ που θα σκεπÜζει τα μÜτια μου üταν απü τα δικÜ σου θα ξεχýνεται η αδιÜτρητη πυρÜ των επιθυμιþν, ενþ μοßρα εßναι η ασυναßσθητη δραπÝτευσÞ σου ως αντιπαροχÞ στα Θεßα για τη δικÞ μου αναπüφευκτη καταδßκη.
ELVIRE : Τα μÜτια εßναι τα μüνα που δε γερνοýν üσα χρüνια κι αν περÜσουν, και σε θεοýς που δεν εξασφαλßζουν τη σωτηρßα των ερωτευμÝνων δεν οφεßλω καμßα πßστη.
ARMAND : Κι αν παραλýεις τþρα τα λüγια μου με τη παρüρμηση της νιüτης σου, θα ‘ρθουν οι μÝρες που με τις ßδιες σου τις πρÜξεις θα με δικαιþνεις.
ELVIRE : ΚατÜρα του βραδιοý που πÝφτει επÜνω μου και ντýνει τις λÝξεις μου αμαρτßα, να μη μπορþ να πω πως σ’ αγαπþ üσο αμüλυντο κι αν εßναι το αληθινü πρüσωπο της φρÜσης μου. ΜακÜρι να μποροýσα μ’ αυτüν τον τρüπο να εκφραστþ, αφοý μονÜχα την Üχραντη κι üχι τη μιασμÝνη γλþσσα του Ýρωτα, καταλαβαßνεις.
ARMAND : Εßναι ειρωνεßα πως τα ßδια μου τα πεπραγμÝνα ακυρþνουν αυτü το γεγονüς... γιατß πþς να μιλþ γι’ αγνüτητα üταν ο ßδιος αδßστακτα διαπρÜττω το απαßσιο Ýγκλημα του να επιθυμþ κÜποια που θα μποροýσε να Þταν κüρη μου αν πρωτýτερα το πεπρωμÝνο μοý επιφýλασσε το δþρο της πατρüτητας.
ELVIRE : Κηδεμüνας μου ας φανεßς στη διδαχÞ της ζωÞς και του θανÜτου... ßσως και του Ýρωτα εφüσον εßναι εμβüλιμος σ’ αυτÜ τα δýο.
ARMAND : Για ‘μÝνα ποιος δÜσκαλος θα υπÜρξει για να μου μÜθει τι εßναι αρετÞ, τι ηθικÞ, τι εγκρÜτεια;
ELVIRE : ¼σα μου εκθειÜζεις εßναι τÝχνες εξιδανικευμÝνες του μυαλοý που δε διδÜσκονται. Εßμαστε ζþα που κυνηγοýν την επιβßωσÞ τους. Το Ýνστικτο που θα μας οδηγÞσει σε αυτÞν εßναι ο μüνος τρüπος ν’ αναδυθοýν απü μÝσα μας üλα ετοýτα.
ARMAND : Δε θα βροýμε ποτÝ τον δρüμο της συγχþρεσης ψÜχνοντας δικαιολογßες αμνηστßας.
ELVIRE : ΚοßταξÝ με! ΒλÝπεις στο πρüσωπü μου τον μορφασμü της αμαρτßας που θα απαγορεýσει τον εξιλασμü μου; Ποιος Ýχει σÞμερα ιδÝα για το τι εßναι σωστü κι αν το πρÜττει; Θα κριθþ για üτι ποßησα αγαπþντας κι üχι για üτι κατÝστρεψα παρακινοýμενη απü νüμους ανθρþπινους που εξισþνουν την αγÜπη με την απαγüρευση.
ARMAND : Πρþτος εγþ αγÜπησα αυτü που απαγορεýεται. Ποιος θα με γλιτþσει απü τον εαυτü μου üταν θα καßγεται η ψυχÞ σου για τα δικÜ μου κρßματα...
ELVIRE : Καλýτερα τüτε μονÜχα να μισÞσεις τον εαυτü σου : üταν ταπεινωθεßς υπεκφεýγοντας.
ARMAND : Αν απαρνηθþ το πüθο μου θα ‘μαι δειλüς μα Üγιος, αν ταχθþ στην επιθυμßα μου θα ‘μαι γενναßος μα βλÜσφημος.
ELVIRE : Για τη γενναιüτητÜ σου θα σε θυμοýνται οι Üνθρωποι.
ARMAND : Πιο φρüνιμο θα ‘ταν να με αφανßσει η λÞθη, παρÜ να αφÞσω τ’ üνομÜ μου να παραδοθεß στην αιωνιüτητα ως συνþνυμο της παρÜνοιας.
ELVIRE : Τþρα που στη μÞτρα των τρυφηλþν αμπελιþν συλλαμβÜνονται καρποß γλυκεßς για να εγκυμονÞσουν αργüτερα οι κληματαριÝς τα ματωμÝνα σταφýλια του μοιραßου, εßναι η καταλληλüτερη εποχÞ για ‘σÝνα ν’ αποθÝσεις τον δικü σου ακοýσιο σπüρο της οργÞς μες στο φιλüξενο χωρÜφι του ματαßου.
ARMAND : Μα Ýχω λüγο να οργßζομαι... γιατß εßμαι ανÜξιος να σου προσφÝρω üτι σου αξßζει.
ELVIRE : Δεν εßσαι ανÜξιος, μα φοβισμÝνος.
ARMAND : Ποιο νομßζεις πως εßναι το χειρüτερο;
ELVIRE : Η φοβßα εξαλεßφεται αν Ýρθεις αντιμÝτωπος μ’ εκεßνη. Η χÜρις αν δεν υπÜρχει εξαρχÞς με κανÝναν τρüπο δε μπορεß ν’ αποκτηθεß στο μÝλλον.
ARMAND : Αν üλες οι αρετÝς εßν’ Ýμφυτες, αυτü δεν το γνωρßζω. ¼μως αυτü για το οποßο εßμαι σßγουρος εßναι το üτι η μεγαλýτερη αρετÞ μου εßναι επßκτητη.
ELVIRE : Ποια εßναι αυτÞ η αρετÞ, πες μου, να δω μÞπως τυχαßνει να ‘χω κι εγþ κÜποια παρüμοια.
ARMAND : Σ’ αγαπþ κι αυτü εßναι το μεγαλýτερο προτÝρημα κι ελÜττωμÜ μου. Λοιπüν εßναι αλÞθεια πως και για ‘σÝνα ισχýει το ßδιο μιας κι αγαπÜς τον εαυτü σου και η αγÜπη αυτÞ παρομοßως εßναι προτÝρημα κι ελÜττωμα.
ELVIRE : ¹ξερα ποιαν αρετÞ σου θεωροýσες για καλýτερη μα δεν θα Ýλεγα ποτÝ πως την κατÝχω κι εγþ πανομοιüτυπη. Αν δε βιαζüσουν να με κατηγορÞσεις θα ‘λεγα πως η δικÞ μου αρετÞ εßναι η αγÜπη μου για ‘σÝνα.
ARMAND : Μüνο η νýχτα αντÝχει ν’ αγαπÜ και ν’ αγαπιÝται χωρßς συμβιβασμü....
ELVIRE : ...γιατß δεν Ýχει σþμα.
ARMAND : Οýτε και πνεýμα γι’ αυτü δεν ενδιαφÝρεται για σωτηρßα.
ELVIRE : Αν δε μου εßχε κληροδοτÞσει το θÜρρος της πþς τþρα τολμþ να σ’ αγαπþ;
ARMAND : Αν ξεχþριζες το θÜρρος απü την παρατολμßα ßσως να μην γýριζες ποτÝ να με κοιτÜξεις.
ELVIRE : Πες μου πως δεν το Þθελες και θα τυφλωθþ με τα ßδια μου τα χÝρια.
ARMAND : Ω, εßναι κιüλας η þρα για την ομολογßα μου;
ELVIRE : Ναι λοιπüν, παραδÝξου το ÝγκλημÜ σου üποιο κι αν εßναι. ΜονÜχα οι δυο μας εßμαστε σ’ αυτü το δþμα, δεν Ýχεις Üλλο ακροατÞριο να φοβÜσαι. Θα εßμαι η μüνη αυτÞκοη μÜρτυρας του ατοπÞματüς σου και σßγουρα απ’ üτι κι αν ειπωθεß τßποτα δεν θ’ αφÞσω να διαρρεýσει.
ARMAND : Μα εßμαστε τüσοι πολλοß.. δε βλÝπεις; Κοßτα! Δεν τους βλÝπεις; Ξεπηδοýν σαν τη φωτιÜ απü παντοý τα μÜτια τους, τ’ αυτιÜ τους, εßναι ο καθÝνας τους μια πýρινη γλþσσα του δικαßου.
ELVIRE : Τι εßδους Üνθρωποι υπÜρχουν μες στο σπßτι μου χωρßς να μπορþ να τους δω Þ να τους ακοýσω, και μÜλιστα Ýχοντας φλογισμÝνη üψη σαν δαßμονες;
ARMAND : Μα αυτü ακριβþς εßναι, δαßμονες, δικοß μου, γι’ αυτü εσý οýτε τους βλÝπεις, οýτε τους ακοýς, οýτε τους αισθÜνεσαι ολüγυρα. Για ‘μÝνα üμως που κατακαßν’ τα σπλÜχνα μου εßναι εýκολο να... ω, τι με βασανßζει !
ELVIRE : Ο εαυτüς σου, λοιπüν.
ARMAND : Α! Δεν θα σωθþ ποτÝ εκτüς κι αν πεθÜνω, κι αν φοβÜμαι τüσο το θÜνατο κÜποτε θα ‘ναι η μüνη μου εναλλακτικÞ λýση, üχι επειδÞ με σαγηνεýει ο ενδοιασμüς μου μα επειδÞ η Üθλια ζωÞ μου, που δεν θ’ αντÝχω Üλλο, θα Ýχει καταλÞξει χειρüτερÞ του.
ELVIRE : ΒλÝπεις πüσο διαφορετικüς εßναι μεταξý μας ο Ýρωτας; Εγþ που σ’ αγαπþ σÝβομαι την επιθυμßα σου για θÜνατο μα εσý ξÝρεις μονÜχα σε παρüμοιες στιγμÝς να με διακüπτεις αγενÝστατα.
ARMAND : Αν σβÞσεις εσý θα σβÞσει μαζß κÜθε Üστρο του πρωινοý και του βραδιοý, κÜθε κρασß να ‘ναι στυφü και κÜθε μÝθη ανοýσια και κÜθε ανθüς που θα γεννÜται μες στην αγκÜλη του Ýαρος θα μαραζþνει αμÝσως, üπως το κýμα που θα παφλÜζει μÝσα στο θÝρος οργισμÝνο και θα χτυπιÝται πÜνω στην αιχμηρÞ πÝτρα σαν μÜνα που γογγýζει πÜν’ απü το μνÞμα του αδικοχαμÝνου γιου της, αντß να θωπεýει ερωτικÜ το πÝλμα κÜποιας νεαρÞς που ‘ναι ξαπλωμÝνη στην Üμμο · Ýτσι θα χÜνει αυθωρεß την ομορφιÜ του. Εγþ αν πεθÜνω θα κλÜψει μüνο, üχι για ‘μÝνα μα για τη τσÝπη μου, ο οινοπþλης, που σαν νεκρüς δε θα μπορþ πια να εξαντλþ κÜθε απüθεμα του εμπορεýματüς του, πηγαßνοντας μÝσα στις Üγριες νýχτες που σε θυμßζουν τα πÜντα μÝσα στον βßαιο ερωτισμü τους.
ELVIRE : Δýστυχοι ο οινοχüος και ο οινοπþλης γιατß κÜποια στιγμÞ πεθαßνουν και οι παρÜφορα ερωτευμÝνοι.
ARMAND : Εκεßνοι φταßνε για τη δυστυχßα τους καθþς γνωρßζουν πως üλος ο πλοýτος τους πηγÜζει απü νεκροýς.
ELVIRE : Και εßναι Üσχημο να βασßζεις σ’ Ýνα νεκρü την ευτυχßα σου üπως οι Üπληστοι συγγενεßς και οι γýπες....
ARMAND : ...üπως κι εσý που απü εγωισμü αντιστÝκεσαι σε ‘μÝνα και σ’ üτι σου προσφÝρω που δεν εßναι τßποτε Üλλο απü αντÜξιü σου.
ELVIRE : Τüσο λßγη εßναι λοιπüν η αξßα μου που πρÝπει να ζω φυλακισμÝνη;
ARMAND : Μα κοßτα τον εαυτü σου! Τη νιüτη, κοßταξε, και τα μÜτια σου που τη προδßδουν μÝσα απ’ τον αντικατοπτρισμü της μÝσα τους σαν αδÝκαστος καθρÝφτης. ¼σα δεν Üντεξαν, στην ιστορßα των ερωμÝνων αυτοý του κüσμου, γυναßκες με τα τριπλÜ σου σχεδüν χρüνια θα Üντεχες εσý; Θα σηκþσουν οι ατροφικοß þμοι της ηλικßας του το βαρý φορτßο του παρÜνομου Ýρωτα;
ELVIRE : Ζω μονÜχη μου, ορφανÞ, κατÜμονη στο κüσμο · μüνη φροντßζω για την επιβßωσÞ μου, μüνη συντηρþ το σπßτι μου, μüνη ανταπεξÝρχομαι στη πÜροδο του χρüνου που απαιτεß να ‘ρχομαι αντιμÝτωπη κÜθε φορÜ με τους κινδýνους του... λες λοιπüν να μην μπορþ να φÝρω εις πÝρας Ýναν Ýρωτα;
ARMAND : Απ’ üλες τις κακουχßες που μπορεß να υποστεß ο Üνθρωπος η αγÜπη εßναι η χειρüτερη.
ELVIRE : ¼ταν λοιπüν κι εγþ σ’ εκεßνη υποκýψω θυμÞσου να ζητÞσεις στον τÜφο μου ν’ αναγραφεß πως πÝθανα με τον φριχτüτερο τρüπο μιας κι ως τη τελευταßα στιγμÞ μου Þμουν Ýρμαιο του Ýρωτα.
ARMAND : ¸λα λοιπüν! Ας μην καθυστεροýμε... ποιος να νικÞσει και ποιος να ηττηθεß σ’ αυτÞ την Üλογη αψιμαχßα, που οι υπÜρξεις μας απü τις σκÝψεις, τα πιστεýω και τα αισθÞματα ως τη σÜρκα εßναι παρÜλογες. Ας αποφασßσουμε αν θα ζÞσουμε Þ αν θα πεθÜνουμε μαζß.
ELVIRE : ¢κουσα καλÜ, εσý που τρÝμεις μπροστÜ στο θÜνατο üπως το λεπτü φýλλο του ευκαλýπτου σ’ Ýνα δυνατü αγÝρι του Μαρτßου, τþρα μπορεßς και μου τον παρουσιÜζεις ως μια λýση για το μαρτýριü μας;
ARMAND : Αφοý τη γλþσσα της ζωÞς δεν την καταλαβαßνεις πþς να μην αποκριθþ σ’ εκεßνη του θανÜτου;
ELVIRE : Καλýτερα ν’ αποδεχθþ την εßσοδü μου στο κελß των αισθημÜτων σου παρÜ να σου επιτρÝψω να πεθÜνεις. Για ‘μÝνα θα διÜλεγα τον θÜνατο, μα μια φορÜ · για ‘σÝνα αν τον διαλÝξω θα ‘ναι σα να πεθαßνω χßλιες.
ARMAND : Δεν μπορþ να σε βλÝπω να πεθαßνεις, δεν μπορεßς να με βλÝπεις να πεθαßνω... μüνο αν πεθÜνουμε ταυτüχρονα θα λυτρωθοýμε χωρßς τýψεις. (Παßρνει απü το τραπÝζι που εßναι σιμÜ του κρεβατιοý Ýνα μικρü, αργυρü μαχαßρι και της το προσφÝρει).
ELVIRE : ΜονÜχα Ýνα μαχαßρι για τα χÝρια δυο ανθρþπων δεν αρκεß.
ARMAND : ΔιÜλεξε τüτε ποιος θα φýγει πρþτος και ποιος θ’ ακολουθÞσει.
ELVIRE: Πρþτη εγþ γιατß στον Ýρωτα εßσαι αφερÝγγυος. Κι αν αφοý σκοτωθεßς με στοιχειþσεις με το πνεýμα σου ελÝγχοντας το χÝρι που θα οπλισθεß με τοýτο το μαχαßρι και δεν μ’ αφÞσεις να πεθÜνω;
ARMAND : (ΧαμογελÜ) ¼ταν η μÝθη σου μιλÜει αντß για ‘σÝνα γßνεσαι τüσο ευχÜριστη γιατß μ’ αφÝλεια παιδιοý, üχι πολý νεαρüτερου απü ‘σÝνα, δεßχνεις να πιστεýεις σε πρÜγματα τρελÜ κι ανýπαρκτα. Θα μποροýσα ποτÝ, θλιμμÝνη ντÜλια του καλοκαιριοý, να αποκτÞσω κÜποια δýναμη πÜνω σου και να μην σ’ αποτρÝψω απü τον αφανισμü και τη λÞθη; ¼χι λοιπüν, πρþτος εγþ, γιατß αν εσý θα πÝθαινες χßλιες φορÝς βλÝποντÜς με να πεθαßνω, εγþ θα πÝθαινα δυο χιλιÜδες κι Üλλες τüσες ακüμη στη ψυχÞ μετÜ τον θÜνατο του σþματος. (Γονατßζει στο κÝντρο του δωματßου)
ELVIRE : (Γονατßζει κι εκεßνη. Τον αγκαλιÜζει και τον φιλÜ. Ψιθυρßζοντας στο αυτß του) ΔÝχομαι μονÜχα γιατß θα μου χαρßσεις τη ποιητικÞ αρετÞ του αυτüχειρα.
ARMAND : (Απλþνει τα χÝρια του μπροστÜ της) ΒιÜσου λοιπüν, προτοý να προλÜβει η κατÜρρευση.
ELVIRE : (ΠιÜνοντας απαλÜ πρþτα τον δεξιü και μετÜ τον αριστερü του καρπü σχßζει απαλÜ τις φλÝβες του αφÞνοντας το αßμα θα τρÝξει πÜνω στους γυμνοýς μηροýς της) ΕπικÜλυψη δειλινÞ του Üχθους που τα πÝνθη ειπþθηκαν βαπτισμÝνα στο ανικανοποßητο. Οι δÝσμες των θλßψεων καθßζουν παρÜταιρες απü τÝρψεις üταν το νυκτερινü Γυμνü επßμονα καταδιþκει τη τρυφÞ της λÞθης στο κατακλυσμιαßο κολαστÞριο του ποιÞματος. ΒÝβηλος πüθος του Þδιστου αντßο που ποτÝ του δεν εκφρÜστηκε ακßβδηλο, για να περιπλανþνται Ýως τþρα ακατεýναστες οι δÝσμες των υλακþν απü λýπη. Σαν Ýνα νοσηρü σεληνüφως του δωματßου, τüσο αδÝξιο, τüσο ωχρü και η σιγÞ που εξεγεßρεται üπως τα κλειδοκýμβαλα των ανθþν μες στην οδýνη του Ýαρος, κατακλýζει τη τραγωδßα των αισθÞσεων, πÝπλος εξαντλητικüς της ωδÞς και της μελαγχολßας.
ARMAND : ΜιλÜς σαν ¸ρωτας, η λογικÞ κι η παραφροσýνη στο ßδιο βÜραθρο εξωθοýν που εßναι η Ýξαρση της λýπης. (ΣβÞνοντας πÝφτει προς τα πßσω)
ELVIRE : (Δακρýζει) Τüλμησα ν’ αγαπÞσω κι Þταν αυτÞ η τελευταßα τραγωδßα μου.
(ΜετÜ απü τη τελευταßα φρÜση της καθαρßζει τη λεπßδα απü το αßμα και την βυθßζει αμÝσως στο σþμα της. Πεθαßνοντας πÝφτει κι εκεßνη προς τα πßσω, αντικριστÜ απü ‘κεßνον.)