ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

Êüíôïãëïõ Öþôçò: ÐïëõðñÜãìùí ÊáëëéôÝ÷íçò Ëüãéïò

  Βιογραφικü

     Ο Φþτης Κüντογλου, γεννημÝνος με το επþνυμο ΑποστολÝλλης, Þταν ¸λληνας λογοτÝχνης και ζωγρÜφος. ΑναζÞτησε την ελληνικüτητα, δηλαδÞ μßα αυθεντικÞ Ýκφραση, επιστρÝφοντας στην ελληνικÞ παρÜδοση, τüσο στο λογοτεχνικü üσο και στο ζωγραφικü του Ýργο. Εßχε ακüμη σημαντικüτατη συμβολÞ στον χþρο της βυζαντινÞς εικονογραφßας. ΣÞμερα θεωρεßται ως Ýνας απü τους κυριþτερους εκπροσþπους της ΓενιÜς Του '30. ΜαθητÝς του Þταν ο ΓιÜννης Τσαροýχης, ο Νßκος Εγγονüπουλος, ο Σπýρος Βασιλεßου κ.Ü.
     Γιος του Νικüλαου ΑποστολÝλλη και της ΔÝσπως Κüντογλου, γεννÞθηκε στο Αúβαλß (τις αρχαßες Κυδωνßες) 8 ΝοÝμβρη 1895. Εßχε 3 ακüμη αδÝλφια: τον ΓιÜννη, τον Αντþνη και τη Τασßτσα. ¸να χρüνο μετÜ Ýχασε τον πατÝρα του -ναυτικüς στο επÜγγελμα- και τη κηδεμονßα των παιδιþν ανÝλαβε ο θεßος του, ΣτÝφανος Κüντογλου, ηγοýμενος της μονÞς της Αγßας ΠαρασκευÞς, εκεß οφεßλεται κι η χρÞση του επωνýμου της οικογÝνειας της μητÝρας του. Τα παιδικÜ και νεανικÜ του χρüνια τα Ýζησε στο Αúβαλß. Εκεß τελεßωσε το Σχολαρχεßο και το ΓυμνÜσιο το 1912· στο ΓυμνÜσιο Þταν συμμαθητÞς με τον λογοτÝχνη και ζωγρÜφο ΣτρατÞ Δοýκα κι Þταν μÝλος ομÜδας μαθητþν που εξÝδιδε το περιοδικü ΜÝλισσα, απü το 1911, που το διακοσμοýσε με ζωγραφιÝς.
     ΜετÜ την αποφοßτησÞ του γρÜφτηκε στη ΑνωτÜτη ΣχολÞ Καλþν Τεχνþν στην ΑθÞνα το 1913, στην Γ' τÜξη, παρ' üτι προς στιγμÞ σκÝφθηκε να γßνει ναυτικüς. Το 1913–1914 Ýμενε με τον ΣτρατÞ Δοýκα στη ΝεÜπολη και στη ΚυψÝλη και μετÜ με τον ΠαπαλουκÜ στη Κολοκυνθοý. Λüγω οικονομικþν δυσκολιþν εργαζüταν ως ρετουσÝρ στο φωτογραφεßο Μποýκα & ΚαλιαμπÝκου. Το κλßμα στη ΣχολÞ δεν τονε σÞκωνε, αφοý μεταξý των καθηγητþν του κυριαρχοýσε το ακαδημαúκü στυλ του ΜονÜχου, ενþ ο ßδιος Þτανε φορÝας Üλλης αντßληψης, Ýχοντας γερÜ μÝσα του ριζωμÝνο τον μικρασιατικü λαúκü πολιτισμü. Το 1914 εγκατÝλειψε τη ΣχολÞ κι Ýφυγε για την Ευρþπη.



     ΜετÜ απü μικρÜ παραμονÞ στη Μαδρßτη, εγκαταστÜθηκε στο Παρßσι, üπου μελÝτησε το Ýργο διαφüρων σχολþν ζωγραφικÞς. ΓρÞγορα Ýγινε γνωστüς στους εικαστικοýς κýκλους της γαλλικÞς πρωτεýουσας, üταν τον πρüσεξε ο διÜσημος γλýπτης ΡοντÝν. Εκεß συνÜντησε το φßλο του και συμφοιτητÞ του Σπýρο ΠαπαλουκÜ, τον μετÝπειτα σπουδαßο ζωγρÜφο. Την εποχÞ εκεßνη Ýγραψε και το πρþτο του λογοτεχνικü Ýργο, την ιστορßα του φανταστικοý κουρσÜρου ΠÝδρο ΚαζÜς. ΠαρÜλληλα συνεργαζüταν με το περιοδικü Illustration και το 1916 κÝρδισε το 1ο βραβεßο για την εικονογρÜφηση βιβλßου σε διαγωνισμü του περιοδικοý, για τη Πεßνα του Κνουτ ΧÜμσουν. ΕργÜστηκε ως τορναδüρος κι ανθρακωρýχος. Το 1917 Ýκανε ταξßδια στην Ισπανßα και τη Πορτογαλßα και το 1918 επÝστρεψε στη Γαλλßα.
     ΕπÝστρεψε στη πατρßδα το 1919, μετÜ τη λÞξη του Α' Παγκ. Πολ. Διορßστηκε καθηγητÞς στο Παρθεναγωγεßο της πατρßδας του üπου δßδασκε γαλλικÜ και τεχνικÜ. ºδρυσε τον πνευματικü σýλλογο ΝÝοι ¢νθρωποι με τους ΣτρατÞ Δοýκα κι Ηλßα ΒενÝζη κι Ýγινε πρüεδρος.  Το 1921 στρατεýεται και μετÝχει στη ΜικρασιατικÞ Εκστρατεßα. ΜετÜ τη κατÜρρευση του μετþπου και την επακολουθÞσασα ¸ξοδο του ελληνικοý στοιχεßου της Μ. Ασßας, φθÜνει πρüσφυγας στη ΛÝσβο, μ' Ýνα καÀκι και στη συνÝχεια στην ΑθÞνα. Το 1923 Ýκανε ταξßδι στο ¢γιο ¼ρος με πρüθεση να καλογερÝψει. Το 1923, επßσης, πραγματοποßησε μια 1η Ýκθεση μ' Ýργα ζωγραφικÞς του στη ΜυτιλÞνη με τον Κωνσταντßνο ΜαλÝα. ΜετÝφερε την Ýκθεση τον ßδιο χρüνο στην ΑθÞνα στην αßθουσα του Λυκεßου Ελληνßδων, παρουσιαζüμενος για 1η φορÜ ως ζωγρÜφος στο αθηναúκü καλλιτεχνικü κοινü. Η κυκλοφορßα του ΠÝδρο ΚαζÜς στην ΑθÞνα τον επιβÜλλει αμÝσως στους λογοτεχνικοýς κýκλους. Το βιβλßο εßναι η ιστορßα ενüς ισπανοý κουρσÜρου, γραμμÝνη με Ýνα ασυνÞθιστο δυναμισμü και σε μια γλþσσα γεμÜτη νεýρο και παλμü, που αντλοýσε Üμεσα απü τις λαúκÝς ρßζες και τα λαúκÜ βιβλßα παλαιüτερης εποχÞς.Το 1925 εξÝδωσε το περιοδικü ΦιλικÞ Εταιρßα. Το 1926 νυμφεýτηκε τη πατριþτισσÜ του, Μαρßα Χατζηκαμποýρη κι εγκαταστÜθηκε στη ΝÝα Ιωνßα. Το 1927 γεννÞθηκε η μοναχοκüρη του ΔÝσποινα. Την ßδια χρονιÜ ξεκßνησε τη συνεργασßα του με το περιοδικü του ΚωστÞ ΜπαστιÜ ΕλληνικÜ ΓρÜμματα.



 Το 1933 Ýλαβε τελικÜ το πτυχßο απü τη ΣχολÞ Καλþν Τεχνþν. ΑπολυτÞριον γραφικÞς, με βαθμü Λßαν καλþς, προκειμÝνου να διδÜξει στο ΚολλÝγιο Αθηνþν, ζωγραφικÞ κι ιστορßα της τÝχνης. Τα επüμενα χρüνια θα μοιρÜσει τον χρüνο του ανÜμεσα στον χρωστÞρα και τη γραφßδα, ενþ αξιüλογη εßναι η θητεßα του ως συντηρητÞ Ýργων τÝχνης. Τα επüμενα χρüνια θα μοιρÜσει τον χρüνο του ανÜμεσα στο χρωστÞρα και τη γραφßδα, ενþ αξιüλογη εßναι η θητεßα του ως συντηρητÞ Ýργων τÝχνης. Στη διÜρκεια του ΜεσοπολÝμου εργÜστηκε συντηρητÞς εικüνων σε μουσεßα κι αρχαιολογικοýς χþρους: το 1931 στο Βυζαντινü Μουσεßο της ΑθÞνας, που του ζωγρÜφισε το συντριβÜνι, στο Μουσεßο ΚÝρκυρας το 1935, στο Κοπτικü Μουσεßο στο ΚÜιρο, το 1937 και μεταξý 1936-38 κατÜ διαστÞματα στο ΜυστρÜ üπου καθÜριζε τις τοιχογραφßες των ναþν του.
     Το üνομÜ του βρßσκεται ανÜμεσα στα ονüματα των ΕλλÞνων λογοτεχνþν που συνεργÜστηκαν με το ελληνüφωνο ιταλικü περιοδικü προπαγÜνδας Κουαδρßβιο. Καθþς üσοι συνεργÜζονταν με αυτü αμεßβονταν με χρÞματα Þ τρüφιμα προκρßθηκε η ανÜγκη επιβßωσÞς του, Το 1932 κτßζει το σπßτι του στην οδü Βιζυηνοý 16 (περιοχÞ Πατησßων), üπου μαζß με τους μαθητÝς του Τσαροýχη και Εγγονüπουλο ζωγραφßζουν με νωπογραφßες Ýνα δωμÜτιü του. Στη διÜρκεια της ΚατοχÞς, θýμα του μαυραγοριτισμοý, αναγκÜζεται να το πουλÞσει για Ýνα σακß αλεýρι και μετακομßζει με την οικογÝνειÜ του σε γκαρÜζ. Την εποχÞ αυτÞ ο Χριστιανισμüς τον απορροφÜ τελεßως κι αποφασßζει να τον διακονÞσει ολüψυχα ως λογοτÝχνης και ζωγρÜφος. Ο νÝος ιδιοκτÞτης του σπιτιοý του κÜλυψε τις νωπογραφßες με λαδομπογιÜ. Τα επüμενα χρüνια μετακüμιζε διαρκþς, φιλοξενοýνταν σε σπßτια φßλων του, κυρßως στο ΠαγκρÜτι, μÝχρι να καταλÞξει στο γκαρÜζ. Την ßδια περßοδο δημοσßευσε κεßμενÜ του στο περιοδικü ΦιλολογικÞ ΚυριακÞ (1943) και το 1944 στους Ορßζοντες και στα ΓρÜμματα.
     Απü το 1948 Üρχισε ν' αρθρογραφεß στην εφημερßδα Ελευθερßα μÝχρι το θÜνατü του. Στις 13 ΣεπτÝμβρη του 1963 ο ßδιος κι η σýζυγüς του τραυματßστηκαν σε αυτοκινητιστικü δυστýχημα στη Βοýλα. Το 1959 εßχε σýντομη συνεργασßα με το ΕºΡ, αλλÜ λüγω διαφωνßας του σχετικÜ με την þρα μετÜδοσης της εκπομπÞς του παραιτÞθηκε. Το 1965 υποβλÞθηκε σε εγχεßρηση δυο λßθων απü τη κýστη. ΤελικÜ πÝθανε στην ΑθÞνα στις 13 Ιουλßου 1965, Ýπειτα απü μετεγχειρητικÞ μüλυνση, ταλαιπωρημÝνος σωματικÜ και ψυχικÜ ýστερα απü το ατýχημÜ του το 1963. Τα οστÜ του μεταφÝρθηκαν στο μοναστÞρι της ΝÝας ΜÜκρης (¼ρος Αμþμων). Ο ΓιÜννης Τσαροýχης, Üλλοτε μαθητÞς του, üταν πληροφορÞθηκε τον θÜνατο του Κüντογλου, βρισκüτανε στη ΜυτιλÞνη και ζωγρÜφιζε κατÜ τýχην Ýναν Üγγελο. Το 2014, το Αρχεßο Φþτη Κüντογλου, που διατÞρησαν για χρüνια, η κüρη του, ΔÝσπω κι ο σýζυγüς της ΙωÜννης Μαρτßνος, δωρÞθηκε απü τους εγγονοýς του Κüντογλου, Παναγιþτη και Φþτη Μαρτßνο, στο Βυζαντινü & Χριστιανικü Μουσεßο.


                Εδþ με τον Τσαροýχη, μαθητÞ του, στο ¢γιον ¼ρος

     Σýμφωνα με μαρτυρßα του ΑσημÜκη ΠανσÝληνου ο Κüντογλου, "στη πολιτικÞ το ßδιο ατζαμÞς, δημοκρÜτης, θεωροýσε τον εαυτü του κομμουνιστÞ παρ' üλες τις θεοκρατικÝς του αυταπÜτες κι Ýβρισκε πως και τα δýο συμβιβÜζονται κι υποστÞριζε πως ο ροýσσικος κομμουνισμüς εßναι Ýκφραση της χριστιανικÞς ψυχÞς των Ρþσων". Το καλοκαßρι του 1945 στο περιοδικü Ελεýθερα ΓρÜμματα δημοσιεýθηκε κεßμενο διαμαρτυρßας κατÜ των δεξιþν εξτρεμιστικþν επιθÝσεων σε βιβλιοπωλεßα, θÝατρα, εφημερßδες. Μεταξý των διανοουμÝνων που υπογρÜφουν εßναι κι ο Κüντογλου. ΤÝλος, δεν υπÝγραψε τη "ΔÞλωσιν ΕλλÞνων Επιστημüνων, Λογοτεχνþν και Καλλιτεχνþν" που δημοσιεýθηκε ως παρÜρτημα της ΔιακÞρυξης ΧριστιανικÞς Ενþσεως Επιστημüνων το 1946 καθþς εßχε διχαστικÝς κι εμφυλιοπολεμικÝς προεκτÜσεις.
     Ως πεζογρÜφος, με το ιδιüτυπο προσωπικü ýφος του, μπολιασμÝνο απ' τη γλþσσα των θαλασσινþν, τα συναξÜρια των αγßων κι Ýναν εξωτικü κοσμοπολιτισμü, ο Κüντογλου επηρÝασε γüνιμα τη γραφÞ μεταγενÝστερων πεζογρÜφων αποτελþντας τον πρüδρομο της γενιÜς του 1930.
Το συγγραφικü Ýργο του, διακρßνεται, σýμφωνα με το Γιþργο ΠαγÜνο, σε:

 * λογοτεχνικü (πρωτüτυπα Ýργα, ταξιδιωτικÜ, θαλασσινÝς ιστορßες, λυρικÝς περιγραφÝς)
 * διασκευÝς θαλασσινþν ιστοριþν απü την εποχÞ των Ανακαλýψεων
 * βιογραφßες ιστορικþν προσþπων, οσßων και αγßων της Εκκλησßας
 * Üρθρα Þ δοκßμια για τη παρÜδοση και τις αξßες της, τη βυζαντινÞ τÝχνη, πολεμικÜ κατÜ καθολικισμοý κι ευρωπαúκþν προτýπων και
ποικßλα θρησκευτικÜ κεßμενα προς οικοδüμησιν των πιστþν.



     Το 1918 γρÜφει στο Παρßσι το ρομÜντζο, üπως ο ßδιος το χαρακτÞρισε, Pedro Cazas και το τυπþνει στο Αúβαλß το 1920. Με το 2ο Ýργο του ΒασÜντα, που περιÝχει και μεταφρÜσεις αρχßζει να εδραιþνεται ως Ýνας ιδιüτυπος πεζογρÜφος. Ο τüνος της αφÞγησης ρεπορταζιακüς και περιγραφικüς. Τα πρþτα του Ýργα του κινοýνται σε καθαρÜ λογοτεχνικοýς χþρους, üμως τα επüμενα χρüνια και στα επüμενα Ýργα του ο Κüντογλου θ' αρχßσει ν' αγγßζει Üλλα πεδßα της πεζογραφßας. Το 1925 το περιοδικü που εκδßδει, δημοσιεýει το διÞγημα Το Μυαλü Μου Ταξιδεýει (1925). Η πρþιμη αυτÞ πεζογραφßα του δεν σχετßζεται με το παρελθüν και το παρüν της σýγχρονÞς του ελληνικÞς κοινωνικÞς πραγματικüτητας, πλην ενüς διηγÞματος της συλλογÞς ΒασÜντα κι αυτü εμμÝσως.

     Το 1934 το περιοδικü Ο Κýκλος τον συμπεριλαμβÜνει σε μια ανθολογßα πεζογρÜφων -αυτοýς που θεωρεß ως καλλßτερους της εποχÞς. ΠεριλαμβÜνεται και στην ανθολüγηση του Ι.Μ. Παναγιωτüπουλου, ΑνÞσυχα χρüνια. ΓενικÜ τη 10ετßα του '30 κι ενþ βγαßνουνε τα πιο αντιπροσωπευτικÜ Ýργα των μεσοπολεμικþν πεζογρÜφων, η παρουσßα του Κüντογλου εßναι σχεδüν ανýπαρκτη. Αντßθετα η 10ετßα του '40 εßναι η πιο δημιουργικÞ στο συγγραφικü του Ýργο. Τüτε υπÜρχουν οι περισσüτεροι τßτλοι βιβλßων ποικßλου περιεχομÝνου μ' Ýμφαση τα θρησκευτικÜ κεßμενα.



     Στη ΚατοχÞ με το ΦημισμÝνοι ¢ντρες Και ΛησμονημÝνοι προστρÝχει σε πρüσωπα φανταστικÜ Þ υπαρκτÜ μ' Ýντονη τη νοσταλγικÞ του διÜθεση. ¸να απü τα κεντρικÜ θÝματα της πεζογραφßας του, αν üχι το κεντρικüτερο, εßναι ο Ελληνισμüς πριν απωλÝσει την επαφÞ του με τον Τοýρκο, Þ στο τÝλος της Τουρκοκρατßας. Το 1921 στο περιοδικü Ο Λüγος δημοσιεýει μετÜφραση αποσπασμÜτων απü το Ροβινσþνα Κροýσο. ΜεταφρÜζει στα ΕλληνικÜ ΓρÜμματα τα ΠαλιÜ ΙταλικÜ Παραμýθια (1927) μαζß με τον Τζοýλιο ΚαÀμη, επßσης Το Μιλιοýνι Þ Τα Ταξßδια Του ΜÜρκο Πüλο. Το 1948 μεταφρÜζει στη ΝÝα Εστßα τις ΣκÝψεις του ΒλÜση ΠασκÜλ (Blaise Pascal) εξελληνßζοντας τον τßτλο σε ΡητÜ & Λογισμοß. Το πνευματικü δρομολüγιü του, üπως κι Üλλων εκπροσþπων της ΓενιÜς Του '30, Þτανε Τουρκßα-Γαλλßα-ΕλλÜδα.
     ¸να πνεýμα στρÜτευσης θα χαρακτηρßσει τη δημιουργßα του, καθþς ο ßδιος μετÜ τον Β' Παγκ. Πüλ. θα γρÜψει πως αποφασßζει ν' αφιερþσει το τÜλαντü του στο Χριστü κÜτι, που απουσßαζε στους πρþτους Χριστιανοýς και τους Βυζαντινοýς. Γι' αυτü κι η ποιοτικÞ διαφορÜ ανÜμεσα στον προπολεμικü και τον μεταπολεμικü Κüντογλου. Πριν τον πüλεμο θα εισηγηθεß στον ΑναστÜσιο ΟρλÜνδο, ΔιευθυντÞ της Υπηρεσßας αναστηλþσεως και συντηρÞσεως αρχαßων και Βυζαντινþν μνημεßων του Υπουργεßου Παιδεßας, οι εκκλησßες να χτßζονται και να διακοσμοýνται με τοιχογραφßες βυζαντινüτροπες. Θα διεκδικÞσει με ανÜλογο πεßσμα την ελληνικÞ ιθαγÝνεια και στο πεζογραφικü του Ýργο, αγγßζοντας το βυζαντινü αντιφραγκισμü.



     Δεν κÜνει κÜτι περισσüτερο απü απ' ü,τι κÜναν οι κλασσικιστÝς, οι ναζαρηνοß, οι νεογοτθιστÝς, οι νεορομαντικοß που σε üλον τον 19ο αι. καλλιεργοýσαν τα διÜφορα ιστορικÜ στυλ. Και στην ΕλλÜδα του ýστερου 19ου αι. στα πλαßσια του κλασσικισμοý καλλιεργÞθηκε Ýνας ιδιüτυπος βυζαντινισμüς κι ο Κüντογλου θα μεταχειριστεß Ýνα ιδιüτυπο λαúκοβυζαντινü στυλ ελεýθερα. Η τÝχνη του Κüντογλου χαρακτηρßζεται απü εικονιστικÞ παραμüρφωση, Ýλλειψη προοπτικÞς, αντιρρεαλιστικÜ χρþματα, αφαιρετικüτητα. ΜορφολογικÜ αλλÜ κι ως προς την εσωτερικÞ Ýκφραση θυμßζουν πßνακες του ευρωπαúκοý εξπρεσιονισμοý. Καταργεß τη προοπτικÞ υπü την επßδραση της πριμιτιβιστικÞς τÝχνης. Θα μποροýσε ν' αντιμετωπιστεß σαν Ýνας απü τους τελευταßους υστεροβυζαντινοýς ζωγρÜφους. ¼μως δεν Ýχει μεγÜλη σχÝση μεταξý τους: ακüμη και αν τους ακολουθεß σε ορισμÝνα παραδοσιακÜ σημεßα, ο προγραμματισμüς της δουλειÜς του φανερþνει Ýνα ακαδημαúσμü.
     ΣυνδυÜζει στοιχεßα απü το κüσμο των παραισθÞσεων του Πüε και τον κüσμο των βßων των αγßων, την αφηγηματικÞ απλüτητα του ΝτÜνιελ Ντεφüε και τις ακολουθßες της Ορθüδοξης Εκκλησßας κι üλα αυτÜ συνÝθεταν Ýνα ýφος naif με καθαρÜ προσωπικü περιεχüμενο. Οι ÞρωÝς του εßναι σαν τους απλοýς βιβλικοýς ανθρþπους της ανατολÞς Þ σαν τον bon sauvage του αγριανθρþπου των μακρυνþν αποικιþν που που λüγω της απομüνωσÞς του αυτÞς απü τον δυτικü πολιτισμü παρÝμεινε καλüς κι αγαθüς. ΜεταφρÜζει αποσπÜσματα απü τον Ροβινσþνα Κροýσο και καμαρþνει για την απλüτητα του ýφους του Ντεφüε και ταυτßζει τον εαυτü του με τον Þρωα του Ýργου. Επιδιþκει μια επιστροφÞ στη παρθενßα -κÜτι που δεν εßναι καθüλου Üσχετο με τη γενικüτερη απþλεια εμπιστοσýνης στο δυτικü πολιτισμü- συνεπεßα του μηχανοποιημÝνου πολÝμου του 1914-1918.



     Στη λογοτεχνßα η ακτινοβολßα του μÜλλον Þτανε πιο περιορισμÝνη σε σχÝση με κεßνη της ζωγραφικÞς του: üπως επισημαßνει ο Λßνος Πολßτης: "¸μεινε σφιχτÜ προσκολλημÝνος στο ßδιο ýφος, χωρßς καμμßα εσωτερικÞ ανανÝωση και τα πολλαπλÜ δημοσιεýματÜ επαναλαμβÜνουν τα ßδια μοτßβα, ενþ η γλþσσα και το ýφος -που εßχαν αναβρýσει τüσο αυθüρμητα και γνÞσια στην αρχÞ- στεγνþνουν αργüτερα σε κÜποια μανιÝρα, κÜποτε και με δυσÜρεστη αναβßωση αρχαúσμþν και καθαρεýουσας". ΓενικÜ δεν Üφησε μεγÜλα συνθετικÜ Ýργα, üπως μυθιστορÞματα κι εκτüς απü λßγες εξαιρÝσεις, οýτε καν νουβÝλες και διηγÞματα. Δεν υπÜρχει Ýτσι στο Ýργο του η εντυπωσιακÞ μυθοπλασßα και σκηνοθεσßα με περßτεχνη πλοκÞ. Το λογοτεχνικü του Ýργο κατÝχει περιορισμÝνη Ýκταση στο σýνολο της συγγραφικÞς του παραγωγÞς, ενþ το πρωτüτυπο λογοτεχνικü εßναι μικρü τμÞμα του πρþτου. Σε μια εποχÞ που ο μýθος κυριαρχεß στην ελληνικÞ πεζογραφßα κεßνος αποστασιοποιεßται. Δεν συναντÜμε στα κεßμενÜ του το ευρýτερο κοινωνικü πλαßσιο üπως συμβαßνει στα μυθιστορÞματα της εποχÞς του. ΑπουσιÜζει το επικαιρικü, τα μεγÜλα ανθρþπινα πÜθη, οι συγκροýσεις κι οι δραματικÝς καταστÜσεις. Η λογοτεχνßα του συνιστÜ μια ποιητικÞ ουτοπßα, μιαν εκτüς τüπου και χρüνου λειτουργßα της νοσταλγßας.


                                              Το σπßτι του

    Η γλþσσα του εßναι λαúκßζουσα ιδιüλεκτος με πολλÜ ιδιþματα της πατρßδας του στο τυπικü και στο λεξιλüγιο. ΕπηρεασμÝνος απü το πνεýμα του δημοτικισμοý των αρχþν του αιþνα αποφεýγει λüγιες εκφρÜσεις και στο τυπικü του εßναι εμφανεßς κÜποιοι ψυχαρισμοß (φχαρßστηση, ντυμασßα .ΜιστοκλÞς, Βριπßδης κλπ). Η λαúκÞ γλþσσα του δεν εßναι προúüν αισθητικÞς προτßμησης, αλλÜ κρßνεται κι ως κατÜλληλη γλωσσικÞ μορφÞ κατÞχησης και να επικοινωνÞσει με το μεγÜλο πλÞθος. Το ýφος του εßναι ιδιüτυπο, απλοúκü κι αφελÝς, ýφος ανατολßτη παραμυθÜ. ΥπερÝχει ο παρατακτικüς λüγος, με ρυθμü που θυμßζει λαúκÝς αφηγÞσεις,παραμýθια κι αινßγματα. Οι μυθιστορηματικοß χαρακτÞρες των Ýργων του παρουσιÜζονται στατικοß: στην ακμÞ της ζωÞς τους, με διαμορφωμÝνη τη προσωπικüτητÜ τους,Ýχοντας χαρÜξει πορεßα, απü την οποßα δεν παρεκκλßνουν.
     Ο Κüντογλου Ýχει αντιμετωπισθεß λιγüτερο ως λογοτÝχνης και πιο πολý ως πνευματικüς καθοδηγητÞς, ομολογητÞς της πßστεως, ιδεολογικüς ταγüς, αρχηγüς της ελληνορθüδοξης παρÜταξης. ¸χει επßσης ταυτιστεß με την εκκλησιαστικÞ ζωγραφικÞ του γεγονüς που οφεßλεται και στο üτι μεγÜλο μÝρος της πριν απü τον πüλεμο δημιουργßας του χÜθηκε Þ Ýμεινε κρυμμÝνο και ξεχασμÝνο σε συλλογÝς και σπßτια φßλων της νεüτητÜς του. ¸τσι σ' Ýκθεση που πραγματοποιÞθηκε στην ΕθνικÞ ΠινακοθÞκη με θÝμα: Οι Μεταμορφþσεις Του ΜοντÝρνου, δεν συμπεριλαμβÜνονταν Ýργα του -παρÜλειψη συνειδητÞ που υπογρÜμμιζε την ιδιüτητÜ του ως εκκλησιαστικοý ζωγρÜφου.

                               Η τιμητικÞ πλÜκα στο σπßτι του

     Ο Κüντογλου εßναι ßσως απü τους νεοÝλληνες καλλιτÝχνες ο μüνος που 'χε τüσους μαθητÝς χωρßς να 'ναι καθηγητÞς στη ΣχολÞ Καλþν Τεχνþν Þ Ýστω να 'χει ιδρýσει κÜποια ιδιωτικÞ σχολÞ Þ ΦροντιστÞριο. Οι  Τσαροýχης (οι δυο τους εßναι μαζß απü το 1929 Ýως το 1934), Εγγονüπουλος και ΠαπαλουκÜς, εßναι οι παλιüτεροι και κορυφαßοι ζωγρÜφοι της μεταπολεμικÞς περιüδου. ¢λλοι Üμεσοι μαθητÝς του εßναι οι Κ. Γεωργακüπουλος, Σπ. ΠαπανικολÜου, Π. Βαμποýλης, ο Γ. ΧοχλιδÜκης. ΠολυÜριθμοι εßναι κι οι Ýμμεσοι μαθητÝς του μÝσω της ΕκφρÜσεως, üπως ο ΡÜλλης Κοψßδης και Κ. Ξυνüπουλος. Στη νεþτερη γενιÜ των Ýμμεσων μαθητþν του ανÞκουν οι ΓιÜννης ΜητρÜκας, ο πατÞρ ΣταμÜτιος ΣκλÞρης κι ο Γεþργιος Κüρδης. Το λογοτεχνικü του Ýργο ασκεß επßσης ανÜλογη επιρροÞ, üπως στον ΠαντελÞ ΠρεβελÜκη (Χρονικü Μιας Πολιτεßας), το ΒενÝζη ως προς τη λυρικßζουσα αφÞγησÞ του.
     Ο Φþτης Κüντογλου Þτανε μεγÜλη μορφÞ της νεοελληνικÞς τÝχνης. "Με την εμφÜνισÞ του, τÜραξε τα λιμνασμÝνα νερÜ της ανερμÜτιστης ευμÜρειας του μεσοπολÝμου, κÝντρισε την εθνικÞ μας συνεßδηση και διεσÜλπισε την σωτηριþδη καθαρüτητα της Ορθüδοξης πßστης μας. Το Ýργο του μÝνει παρακαταθÞκη στην εθνικÞ μας συνÝχεια, στÞριγμα της ψυχÞς των ΕλλÞνων" (Νßκος Ζßας, Φþτης Κüντογλου). ΠολυτÜλαντη προσωπικüτητα, διφυÞς καλλιτÝχνης: στο ßδιο πρüσωπο συνυπÜρχουν ο ζωγρÜφος που γρÜφει κι ο πεζογρÜφος που ζωγραφßζει. Ως ζωγρÜφος πρωτοστÜτησε στο κßνημα για τη στροφÞ της ελληνικÞς τÝχνης του 20ου αι. προς τη πνευματικÞ Ýνταση της βυζαντινÞς παρÜδοσης και τη δροσιÜ της λαúκÞς ζωγραφικÞς.



     Σε σχÝση με τη λαúκÞ τÝχνη η προσφορÜ του εντοπßζεται στην üχι πλÝον μουσειακÞ αντιμετþπιση, αλλÜ στην Ýνταξη μορφþν της λαúκÞς τÝχνης Þ διδαγμÜτων της λαúκÞς ζωγραφικÞς στη σýγχρονη δημιουργßα. Ως προς το αγιογραφικü Ýργο του συνÝβαλε στην ανανÝωση της θρησκευτικÞς εικονογραφßας, στον εμπλουτισμü των εκκλησιþν μ' Ýργα νÝας αντßληψης. Επßσης επιχεßρησε να ξαναζωντανÝψει την ιστüρηση χειρογρÜφων με το Ýργο του ΑστρολÜβος. Ο ρüλος του στη μεσοπολεμικÞ πεζογραφßα δεν εßναι επßσης μικρüς, καθþς Þτανε φορÝας μιας ιδιüτυπης γραφÞς κι εκφραστÞς περιβÜλλοντος üπου τα üρια μεταξý πραγματικüτητας και φαντασßας δεν εßναι διακριτÜ. ΣυμβÜλλει σε σημαντικü βαθμü στη διατÞρηση ενüς ξεχασμÝνου σÞμερα πλÝον λεξιλογßου θαλασσινþν λÝξεων και ναυτικþν üρων, που βρßθουνε στα Ýργα του. Επßσης συμβÜλλει, σýμφωνα με το ΓιανναρÜ, "στην ενεργοποßηση της ελληνικÞς κι ορθüδοξης αυτοσυνειδησßας και στην αφýπνιση της ανυποψßαστης ελλαδικÞς διανüησης, αλλÜ κι ευρýτερα της ελλαδικÞς κοινÞς γνþμης, στην αισθητικÞ τουλÜχιστον αξßα και δυναμικÞ της βυζαντινÞς εκκλησιαστικÞς παρÜδοσης".
     Το 1948 Ýλαβε το β' βραβεßο θρησκευτικÞς ζωγραφικÞς στα πλαßσια της ΠανελλÞνιας ΚαλλιτεχνικÞς ¸κθεσης στο ΖÜππειο. Το 1960 του απονεμÞθηκε ο ΤαξιÜρχης του Φοßνικος. ΤιμÞθηκε με το Βραβεßο της Ακαδημßας Αθηνþν (1961) για το βιβλßο ¸κφρασις Της Ορθοδüξου Εικονογραφßας, με το Βραβεßo Πουρφßνα της ΟμÜδας Των Δþδεκα (1963) για το βιβλßο Το Αúβαλß, Η Πατρßδα Μου και με το Εθνικü Αριστεßο ΓραμμÜτων και Τεχνþν της Ακαδημßας Αθηνþν για το σýνολο του Ýργου του. Στο ΔÞμο Αθηναßων το 59 ΓυμνÜσιο Αθηνþν ονομÜστηκε "Φþτης Κüντογλου" προς τιμÞ του, καθþς Ýζησε χρüνια στη περιοχÞ. Το θησαυρισμÝνο συγγραφικü Ýργο του Κüντογλου εκτεßνεται σε 11 τüμους ενþ οι πληροφορßες μιλÜνε για μεγÜλο αθησαýριστο Ýργο διÜσπαρτο σε διÜφορα Ýντυπα Þ φυλαγμÝνο σε αρχεßα. Επßσης πολý σημαντικü εßναι και το αρχεßο της αλληλογραφßας του. Η κατÜσταση δυσχεραßνεται κι απü το γεγονüς üτι ο ßδιος δεν κρατοýσε βιβλιογραφικü αρχεßο των δημοσιεýσεþν του.
     ΣÞμερα, θεωρεßται Ýνας απü τους σημαντικüτερους εικαστικοýς καλλιτÝχνες, που Üνοιξε νÝους δρüμους στην ελληνικÞ ζωγραφικÞ. Το πλοýσιο λογοτεχνικü του Ýργο παρÝμεινε εν πολλοßς στρατευμÝνο στην υπüθεση του Χριστιανισμοý, üμως τα πρþιμα Ýργα του κι ιδιαßτερα το μυθιστüρημα ΠÝδρο ΚαζÜς ανÞκουνε στις σημαντικÝς στιγμÝς της λογοτεχνßας μας.

ΕΡΓΑ ΓΡΑΠΤΑ ΤΟΥ:

Pedro Cazas (Παρßσι 1920) - Αúβαλß, τυπογραφεßο Κυδωνιακοý ΑστÝρα /εκδ. οßκος Χ. ΓανιÜρη και Σßα, ΑθÞναι, χ.χ.ε. [1922].
Βιβλßα του ΒÝγα. Φ. Κüντογλου: ΒασÜντα. Με ζωγραφιÝς και με πλουμßδια απ' το χÝρι το συγγραφÝα, εκδ. Χρ. ΓιανιÜρης, χ.χ.ε., [1923].
Η τÝχνη του ¢θω. ΑντιγραφÞ και ανασυγκρüτηση Φþτη Κüντογλου, εκδ. Χρ. ΓÜνιαρης, χ.χ.ε., [1923].
Ταξεßδια σε διÜφορα μÝρη της ΕλλÜδας και της ΑνατολÞς, περιγραφικÜ του τι ακοýμε απü τα χρüνια των Βυζαντινþν, των ΦρÜγκων, των ΒενετσÜνων και των Τοýρκων, ΑθÞνα, 1928.
F. Contoglou, Icons et fresques d'art byzantin, Athènes, 1932.
[Με τη συνεργασßα του ΑνδρÝα Ξυγγüπουλου], Τοιχογραφßαι εκκλησιþν του Υμηττοý. Μοναß Θεολüγου και ΚαισαριανÞς, εκδ. Ανωνýμου Εταιρεßας "ΕλληνικÝς ΤÝχνες", ΑθÞναι 1933.
Ο ΑστρολÜβος. Βιβλßο παρÜξενο γραμμÝνο απü το Φþτη Κüντογλου, ΚÝρκυρα 1935 (ΑθÞνα, 1934-στο εσþφυλλο).
ΦημισμÝνοι Üντρες και λησμονημÝνοι, εκδ. Αετüς, 1942.
Ο θεüς Κüνανος και το μοναστÞρι του το λεγüμενο Καταβýθιση, εκδ. Σ. Νικολüπουλος, ΑθÞναι 1943.
Ιστορßες και περιστατικÜ κι' ἄλλα γραψßματα λογÞς λογÞς, Νικολüπουλου, 1944.
Ο κουρσÜρος ΠÝδρο ΚαζÜς, ΓλÜρος, 1944.
Ιστορßα ενüς καραβιοý που χÜθηκε απÜνου σε μια ξÝρα, εκδ. ΠÞγασου, ΑθÞναι 1944.
¸λληνες θαλασσινοß στις θÜλασσες της νοτιÜς, ΓλÜρος, 1944.
Η ΑφρικÞ και οι θÜλασσες της ΝοτιÜς, ΓλÜρος, 1944.
Ο μυστικüς κÞπος,εκδ. ΑστÞρ, 1944.
Οι αρχαßοι Üνθρωποι της ΑνατολÞς: Ιστορßα αληθινÞ, Νικολüπουλος, 1945.
Βßος και Üσκησις του οσßου πατρüς ημþν Αγßου ΜÜρκου του αναχωρητοý του εξ Αθηνþν, 1947.
Βßος και πολιτεßα του Βλασßου ΠασκÜλ του διÜ Χριστüν σαλοý, εκδ. Ι. ΚολλÜρος και Σßα, ΑθÞναι 1947.
¢νθος, Þγουν λüγια ανθολογημÝνα απü τους πατÝρας υπü Φ. Κüντογλου, εκδ. ΕλληνικÞ Δημιουργßα, 1949.
Ημερολüγιον παιδικüν του 1949, ΑποστολικÞ Διακονßα, 1949.
Η λειτουργικÞ τÝχνη Þ βυζαντινÞ ζωγραφικÞ, ΑθÞνα 1956.
Η αγιασμÝνη ΕλλÜδα, ΑθÞναι 1957. (ΑνÜτυπο απü τα Δßπτυχα της Ορθοδοξßας).
¼ρη ¢για, ΑθÞναι 1958.
Βßβλος καλουμÝνη "¸κφρασις" τομ. α' & β', εκδ. ΑστÞρ-Παπαδημητρßου, ΑθÞναι 1960.
Η απελπισßα του θανÜτου εις την θρησκευτικÞν ζωγραφικÞν της Δýσεως κι η ειρηνüχυτος και πλÞρης ελπßδος ορθüδοξος εικονογραφßα, ΑθÞναι 1961.
¸ργα Α´. Το Αúβαλß η πατρßδα μου, εκδ. ΑστÞρ-Παπαδημητρßου, ΑθÞναι 1962.
¸ργα Β´. ΑδÜμαστες ψυχÝς, εκδ. ΑστÞρ-Παπαδημητρßου, ΑθÞναι 1962.
Η εν Χριστþ θαυμαστÞ μεταμüρφωσις της Αικατερßνης Λýτρα, ΑθÞναι 1962.
¸ργα Γ´. Η πονεμÝνη Ρωμιοσýνη, εκδ. ΑστÞρ-Παπαδημητρßου, ΑθÞναι 1963.
Τι εßναι η Ορθοδοξßα και τι εßναι ο Παπισμüς. Απλαß και ταπειναß σκÝψεις ενüς πιστοý τÝκνου της Μßας, Αγßας ΚαθολικÞς και ΑποστολικÞς Εκκλησßας, ΑθÞναι, 1964 (α´ εκδ. και β´ εκδ. με προσθÞκη προλüγου και επιλüγου).
¸ργα Δ´. ΓιαβÜς ο θαλασσινüς και Üλλες ιστορßες, εκδ. ΑστÞρ-Παπαδημητρßου, 1965.
Ο παπα-Νικüλας ΠλανÜς, εκδ. ΑστÞρ-Παπαδημητρßου, 1965.
¸ργα Ε´. ΠÝδρο ΚαζÜς, ΒασÜντα και Üλλες ιστορßες, εκδ. ΑστÞρ-Παπαδημητρßου, 1967.
Ο Καστρολüγος, εκδ. Βιβλιοπωλεßον της Εστßας, ΑθÞνα, 1977 (β´ εκδ. 1987).
Το Αúβαλß, η πατρßδα μου, Παπαδημητρßου, 2000.
Παναγßα και Υπεραγßα: Η μετÜ τüκον παρθÝνος και μετÜ θÜνατον ζþσα, Αρμüς, 2000.
Γßγαντες ταπεινοß, επιλογÞ απü Üρθρα για αγßους δημοσιευμÝνα στις εφημερßδες, Ακρßτας, 1991.
Το ασÜλευτο θεμÝλιο, επιμÝλεια Κþστας ΣαρδελÞς, Ακρßτας, 2000.
Μικρü Εορταστικü, Ακρßτας, 1985.
ΑνÝστη Χριστüς: Η δοκιμασßα του λογικοý, Αρμüς, 2001.
ΜυστικÜ Üνθη, Þγουν κεßμενα γýρω απü τις αθÜνατες αξßες της ορθüδοξης ζωÞς, Παπαδημητρßου, 2001
Χριστοý γÝννησις: Το φοβερüν μυστÞριον, Αρμüς, 2001.
Για να πÜρουμε μια ιδÝα περß ζωγραφικÞς, Αρμüς, 2002
Οκτþ γρÜμματα του Φþτη Κüντογλου στον ΔημÞτριο Κασüλα, ΚÝντρο Λüγου και ΤÝχνης "ΔιÝξοδος", 2002.
Σκληρü τÜμα, εικονογρÜφηση Γιþργου Κüρδη, Αρμüς, 2003.
Το πÜρσιμο της Πüλης, εικονογρÜφηση ΣταμÜτης ΜπονÜτσος, Ακρßτας, 2003.
ΤαξιδευτÝς κι ονειροπüλοι, επιμÝλεια Νßκος ΑγνÜντος, Ακρßτας, 2005.

     Ο ζωγρÜφος Φþτης Κüντογλου, το 1933 Ýλαβε τελικÜ το πτυχßο απü τη ΣχολÞ Καλþν Τεχνþν. ΑπολυτÞριον γραφικÞς, με βαθμü Λßαν καλþς, προκειμÝνου να διδÜξει στο ΚολλÝγιο Αθηνþν, ζωγραφικÞ κι ιστορßα της τÝχνης. Στη διÜρκεια του ΜεσοπολÝμου εργÜστηκε συντηρητÞς εικüνων σε μουσεßα κι αρχαιολογικοýς χþρους: το 1931 στο Βυζαντινü Μουσεßο της ΑθÞνας, που του ζωγρÜφισε το συντριβÜνι, στο Μουσεßο ΚÝρκυρας το 1935, στο Κοπτικü Μουσεßο στο ΚÜιρο, το 1937 και μεταξý 1936-38 κατÜ διαστÞματα στο ΜυστρÜ üπου καθÜριζε τις τοιχογραφßες των ναþν του.
     Στη διÜρκεια των παιδικþν κι εφηβικþν του χρüνων δεν εßχαν εκδηλωθεß ερεθßσματα απü τη βυζαντινÞ ζωγραφικÞ. Η 1η χρονολογημÝνη ζωγραφιÜ του, με τßτλο Αγßα ΠαρασκευÞ, ανÜγεται στο 1912, üταν Þτανε 17 ετþν. ºσως να 'ναι παλιüτερη η ΚαθιστÞ ΓριÜ, γýρω στο 1910, üταν Þταν 15 ετþν. ¼ταν Þταν φοιτητÞς στη ΣχολÞ Καλþν Τεχνþν Þρθε σ' επαφÞ με το κλßμα της ΣχολÞς ΜονÜχου. Το γεγονüς πως εßχε καταρτßσει συλλογÞ μ' Ýργα απü γερμανικÝς καλλιτεχνικÝς εκδüσεις των Γýζη, ΛÝμπαχ, Μπßκλιν, Στουκ, Κλßνγκεργκ, φανερþνει πως δεν απÝρριπτε τη ακαδημαúκÞ ζωγραφικÞ. Η περßοδος εργασßας του στο φωτογραφεßο επηρÝασε τη τεχνοτροπßα των Ýργων του: μαλακοß σκιοφωτισμοß, ασπρüμαυρο μαλακü πλÜσιμο (Η ΟλλαντÝζικη Πßπα 1918, προσωπογραφßα ΕυστρÜτιου ΑγγελÝλη, 1938). Την εποχÞ που βρισκüταν στο Παρßσι περιορßστηκε στην εικονογρÜφηση βιβλßων και περιοδικþν. ¼ταν επÝστρεψε στο Αúβαλß και μετÜ πρüσφυγας στην ΕλλÜδα, θεματικÜ ασχολÞθηκε με προσωπογραφßες, üπως των λογοτεχνþν ΒÜσου ΔασκαλÜκη, ΔημοσθÝνη ΒουτυρÜ, ΜÜρκου ΑυγÝρη, Νßκου ΒÝλμου, ΜÝνου ΦιλÞντα, το ¢γιον ¼ρος και τοπßα. Η τεχνοτροπßα των Ýργων του αυτÞς της περιüδου εßναι ασπρüμαυρη. Το 1923 επισκÝφτηκε το ¢γιον ¼ρος που ως χþρος καλλιτεχνικÞς Ýκφρασης τον επηρÝασε βαθýτατα. Στη 2ετßα 1923-4 ζωγρÜφιζε ελÜχιστα Ýργα με χρþμα: πορτραßτα (ο λογοτÝχνης ΣτρατÞς Δοýκας) και μια θρησκευτικÞ σýνθεση, τη ΒÜπτιση, που, αν η χρονολογßα του 1923 εßναι ακριβÞς, αποτελεß τη 1η εικüνα του Κüντογλου.
     Απ' το 1926 ξεκßνησε συστηματικüτερα τη χρÞση χρωμÜτων, εκτüς απü την εικονογρÜφηση βιβλßων που συνÝχιζε την ασπρüμαυρη τεχνικÞ, ενþ υιοθετþντας τη τεχνικÞ και τεχνοτροπßα της βυζαντινÞς και μεταβυζαντινÞς παρÜδοσης και της λαúκÞς τÝχνης ζωγρÜφιζε κοσμικÜ θÝματα. Τη περßοδο αυτÞ εικονογρÜφησε τη βιογραφßα του Παýλου ΜελÜ που συνÝγραψε η Ναταλßα ΜελÜ και τα Παραμýθια εκλογÞ του Γεþργιου ΜÝγα. ΦιλοτÝχνησε τον τßτλο και τα κοσμÞματα του περιοδικοý ΝÝα Εστßα που τüτε εßχε πρωτοκυκλοφορÞσει. Επßσης, διακüσμησε τον Μητροπολιτικü Ναü της Κιμþλου, Ýργο που αποτÝλεσε τις 1τες εικüνες του για εκκλησßα. Απü το 1926 και μετÜ οικειþνεται τις μορφÝς της λαúκÞς τÝχνης: στην αντßληψη της φüρμας και σε ορισμÝνες λεπτομÝρειες (απεικüνιση προσωποποιημÝνου Þλιου και φεγγαριοý),(εικονογρÜφηση βιβλßου Παραμυθιþν ΜÝγα). Δεν Ýκρυβε τη συμπÜθειÜ του για τον Καραγκιüζη και το Θεüφιλο. ΘεματολογικÝς επιδρÜσεις του εντοπßζονται στην απεικüνιση του Ανδροýτσου στο Δημαρχεßο Αθηναßων, Þ σε εικονογραφÞσεις βιβλßων.
     Αντιδρþντας στον εκδυτικισμü αγωνßστηκε για την επαναφορÜ της παραδοσιακÞς αγιογραφßας. Μαζß με τον ΚωστÞ ΜπαστιÜ και το Βασßλη ΜουστÜκη κυκλοφορÞσανε το περιοδικü Κιβωτüς, üπου με Üρθρα και φωτογραφικü υλικü ενßσχυαν τον αγþνα του. Mια τÝτοια προσπÜθεια περιÝκλειε και κÜποια μειονεκτÞματα: ο Κüντογλου κουβαλοýσε απü τη περßοδο της μαθητεßας του στο Παρßσι την αγÜπη των Εξπρεσιονιστþν για τις πρωτüγονες τÝχνες κι επιστρÝφοντας στην ΕλλÜδα μελÝτησε κι αντÝγραψε τα Ýργα της βυζαντινÞς ζωγραφικÞς με τÝτοια κριτÞρια. ¸τσι η βυζαντινÞ εικüνα Ýπρεπε να 'ναι καθαρÞ κι ανüθευτη απü κÜθε Üλλη επßδραση.
     ¸να πνεýμα στρÜτευσης θα χαρακτηρßσει τη δημιουργßα του, καθþς ο ßδιος μετÜ τον Β' Παγκ. Πüλ. θα γρÜψει πως αποφασßζει να αφιερþσει το τÜλαντü του στο Χριστü, κÜτι που απουσßαζε στους πρþτους Χριστιανοýς και τους Βυζαντινοýς. Γι' αυτü κι η ποιοτικÞ διαφορÜ ανÜμεσα στον προπολεμικü και τον μεταπολεμικü Κüντογλου. Πριν τον πüλεμο θα εισηγηθεß στον ΑναστÜσιο ΟρλÜνδο, ΔιευθυντÞ της Υπηρεσßας αναστηλþσεως και συντηρÞσεως αρχαßων και Βυζαντινþν μνημεßων του Υπουργεßου Παιδεßας, οι εκκλησßες να χτßζονται και να διακοσμοýνται με τοιχογραφßες βυζαντινüτροπες. Θα διεκδικÞσει με ανÜλογο πεßσμα την ελληνικÞ ιθαγÝνεια και στο πεζογραφικü του Ýργο, αγγßζοντας το βυζαντινü αντιφραγκισμü.
     Το 1931 συνüδευσε τον αρχαιολüγο ΑδαμÜντιο Αδαμαντßου στη ΣπÜρτη κι Þρθε σ' επαφÞ με τη ρωμαúκÞ ζωγραφικÞ, εμπλουτßζοντας τη θεματολογßα του τüσο στους φορητοýς πßνακες üσο και στο μνημειακü Ýργο του. Το 1932 τοιχογρÜφησε το σπßτι του οργανþνοντας τις τοιχογραφßες με τη διÜταξη των μεταβυζαντινþν εκκλησιþν, ζωγραφßζοντας τον τοßχο απü την οροφÞ μÝχρι το δÜπεδο και χωρßζοντÜς το με κüκκινες ταινßες σε τÝσσερις Üνισες ζþνες. Την ßδια περßοδο ανÝλαβε να ζωγραφßσει Ýνα σýνολο εικüνων για το επιστýλιο της Κοßμησης της Θεοτüκου στο ΜοναστηρÜκι και σχεδßασε παρÜσταση του Αγßου Διονυσßου Αρεοπαγßτη για τη ψηφοθÝτησÞ του στον ομþνυμο ναü της ΑθÞνας. ΣυνÝθεσε προσωπογραφßες ΕλλÞνων (ΠρεβελÜκης, Εγγονüπουλος) και ξÝνων, Αιγυπτßων προσωπικοτÞτων.
     Το 1935 ιστüρησε για 1η φορÜ εκκλησßα, το παρεκκλÞσι της Αγßας Λουκßας στο Ρßο Πατρþν στο κτÞμα της οικογÝνειας ΖαÀμη και διακüσμησε το τÝμπλο του παρεκκλησßου της Αγßας Αικατερßνης στο νοσοκομεßο του Ερυθροý Σταυροý, το 1ο τÝμπλο που αναλÜμβανε στην ΑθÞνα. Το 1ο τÝμπλο εκτüς ΕλλÜδος που δημιοýργησε Þταν στην Ηλιοýπολη του ΚαÀρου, στο παρεκκλÞσιο του Σπετσαροποýλειου Ορφανοτροφεßου. Τη περßοδο αυτÞ το ταξßδι του στην Αßγυπτο τον Ýφερε σε επαφÞ με τα πορτραßτα Φαγιοýμ κι αυτü αποτυπþνεται μορφολογικÜ σε σειρÜ γυναικεßων πορτραßτων της περιüδου (Μαρßα Κüντογλου, 1945, Προσωπογραφßα Γυναßκας, 1945 & ΚεφαλÞ Γυναßκας, 1951), αλλÜ και σε προσωπογραφßες αγßων σε στηθÜρια (ΠαρεκκλÞσι Πεσμαζüγλου, Ζωοδüχος ΠηγÞ Παιανßας εικ. Αγßας Αικατερßνης).
     Ιδιαßτερα γüνιμη χαρακτηρßζεται η τελευταßα περßοδος της καλλιτεχνικÞς ζωÞς του. Τα Ýργα της μνημειακÞς και φορητÞς εκκλησιαστικÞς ζωγραφικÞς του υπερτεροýν αριθμητικÜ της κοσμικÞς. ΑγιογρÜφησε ενοριακÝς εκκλησßες, ιδιωτικÜ παρεκκλÞσια και μεγÜλο αριθμü φορητþν εικüνων: Ζωοδüχος ΠηγÞ Παιανßας, παρεκκλÞσιο Αγßου Γεωργßου στον ¢γιο Κωνσταντßνο Ομονοßας κι Αγßα ΒαρβÜρα ΑιγÜλεω, ¢γιος ΑνδρÝας (ΠατÞσια), ¢γιος Νικüλαος (ΠατÞσια), ΚαπνικαρÝα, ¢γιος Ευθýμιος Κερατσινßου, ¢γιος ΧαρÜλαμπος στο Πολýγωνο, ¢γιος Γεþργιος ΚυψÝλης. ΑλλÜ κι εικüνες για τÝμπλα εκκλησιþν σε ΕλλÜδα (¢νδρος, Ρüδος) κι ΑμερικÞ. Τη περßοδο αυτÞ συνÝχισε κι ολοκλÞρωσε την ιστüρηση του Αγßου ΝικολÜου Αχαρνþν. ΖωγρÜφισε ιδιωτικÜ παρεκκλÞσια üπως της οικογÝνειας ΠατÝρα στο Ψυχικü, της οικογÝνειας ΚαμπÜνη στο ΠικÝρμι και της οικογÝνειας ΓουλανδρÞ στην ΕκÜλη. Επßσης του Αγßου Γεωργßου ΠολυκλινικÞς Αθηνþν.
     Η πολυσÞμαντη προσφορÜ του στη ΝεοελληνικÞ ΖωγραφικÞ θα μποροýσε να συνοψιστεß σε 3 εκφÜνσεις. Στο δημιουργικü ζωγραφικü του Ýργο, που βασιζüτανε στη βυζαντινÞ τεχνικÞ, στο αγιογραφικü του Ýργο, που ξανÜφερνε την ορθüδοξη ζωγραφικÞ στις εκκλησßες μας, στο διδακτικü, τÝλος, Ýργο του εßτε Üμεσο, εßτε κυρßως Ýμμεσο, που υπÞρξε απü τους ισχυρüτερους μοχλοýς της στροφÞς της πορεßας της ΝεοελληνικÞς ΖωγραφικÞς στην ανακÜλυψη των ζωγραφικþν, αλλÜ και ουσιαστικüτερων πνευματικþν αξιþν της ελληνικÞς παρÜδοσης. ¼ταν Ýκαμε με το συγγραφικü κυρßως και το ζωγραφικü Ýργο του τη θυελλþδη εßσοδü του στη καλλιτεχνικÞ ζωÞ της ΕλλÜδας, η κατÜσταση της ΝεοελληνικÞς ΖωγραφικÞς εßχεν αλλÜξει. Η ΣχολÞ του ΜονÜχου υποχωροýσε χωρßς να 'χει τελεßως εκλεßψει. Οι μοντÝρνες ζωγραφικÝς αντιλÞψεις Ýκαμαν την εμφÜνισÞ τους με τον ΠαρθÝνη, το ΜαλÝα κ.Ü., που Üνοιγαν νÝους δρüμους, οδηγημÝνοι απü την επαναστατικÞ λÜμψη του Παρισιοý, üπου τþρα Ýστρεφαν τα βλÝμματÜ τους για να σπουδÜσουν οι νεþτεροι καλλιτÝχνες.



     ¸τσι ουσιαστικÜ το κßνητρο της αλλαγÞς πορεßας της ΝεοελληνικÞς ΖωγραφικÞς Þτανε πÜλι εξωτερικü κι üχι εσωτερικü. Μüνο που τþρα η εξωτερικÞ αυτÞ πηγÞ της τÝχνης μας δεν Þταν η συντηρητικÞ, ξεπερασμÝνη ΣχολÞ, της ασÞμαντης καλλιτεχνικÜ την εποχÞ αυτÞ, Βαυαρßας, αλλÜ η μÞτρα της επαναστατικÞς μοντÝρνας τÝχνης. Η στροφÞ απü το Μüναχο στο Παρßσι, παρÜ τα πολλÜ πλεονεκτÞματα, üχι μüνο του συγχρονισμοý, αλλÜ κυρßως üτι Ýδινε στους νÝους καλλιτÝχνες  δυνατüτητα  μελÝτης  των  αληθινþν προβλημÜτων της ζωγραφικÞς και τους λευτÝρωνε απü τον απονευρωμÝνο ακαδημαúσμü και τη ξþπετση ανεκδοτολογικÞ θεματολογßα, εßχε και τα μειονεκτÞματα που παρουσßαζε κι η 1η φÜση της ΝεοελληνικÞς ΖωγραφικÞς: τη μßμηση, την απρüσωπη Ýνταξη, που μÝσα της ελλοχεýει ο κßνδυνος της απþλειας της προσωπικüτητας.
     Ο Φþτης Κüντογλου με το Ýργο του αγνüησε και τις δυο αυτÝς ξενοκßνητες τÜσεις και στρÜφηκε προς τη ξεχασμÝνη, για περισσüτερο απü Ýναν αιþνα, ζωγραφικÞ παρÜδοση του τüπου. Αν κι εßχε ξεκινÞσει, κατÜ μαρτυρßα του ΣτρατÞ Δοýκα, απü τα εργαστÞρια των δασκÜλων της σχολÞς του ΜονÜχου (Ιακωβßδη, Γερανιþτη, ΒικÜτου, Ροúλοý) κι Ýπειτα απü την απüτομη διακοπÞ των σπουδþν του Ýφυγε για το Παρßσι, üπου Ýμεινε για αρκετÜ χρüνια, αγνüησε και τις δυο δεσπüζουσες αυτÝς τÜσεις, για να βαδßσει το δικü του δρüμο. Στο  δρüμο αυτüν οδηγεßται αρχικÜ ßσως απü Ýνα  ευρωπαúκü κßνημα επιστροφÞς στις αξßες του εθνικοý παρελθüντος, που üμως συνταιριÜζεται απüλυτα κι αβßαστα η ατüφια ρωμαιßκη ιδιοσυγκρασßα του καθþς κι η ανατολικÞ καταγωγÞ του, üπου ελληνικÞ ΠαρÜδοση και ορθüδοξη πßστη εßχανε ζυμωθεß σε μιαν αδιÜσπαστη Ýνωση, χρωματισμÝνη απü την Ýντονη αντßθεση προς τη Δýση, την αλλüδοξη Δýση, την εχθρικÞ με φιλικÞ επικÜλυψη Δýση.



     Η τραγωδßα της ΕλληνικÞς Μικρασßας λειτουργεß συγκλονιστικÜ εντüς του, διαχωρßζοντÜς τον ριζικÜ αφ' ενüς απü τη Δýση, αφ' ετÝρου δßνοντÜς του το αßσθημα της ευθýνης για τη συνÝχιση, Ýστω σ' Üλλο χþρο μιας μακραßωνης παρÜδοσης, που ενþ Üντεξε τη κατÜλυση της ΒυζαντινÞς αυτοκρατορßας κι επιβßωσε 4 αιþνες, κινδýνευε τþρα οριστικÜ να χαθεß, καθþς ξεριζωνüτανε απü τον τüπο της, ενþ παρÜλληλα στο λεýτερο ελλαδικü χþρο εßχε εξοβελιστεß απü τη λαχανιαστÞ εισβολÞ της ΔυτικÞς αντßληψης για τη τÝχνη, τη ζωÞ κι ακüμα και γι' αυτÞ τη θρησκεßα.
     ΜετÜ τη καταστροφÞ πηγαßνει στο Αγιον ¼ρος (προσκυνητÞς; μελετητÞς; αναχωρητÞς;). Εßχε προηγηθεß ο ΣτρατÞς Δοýκας στο προσκýνημα αυτü και γυρßζοντας εßχε φÝρει μαζß του το μýθο του, που Ýμελλε να επηρεÜσει τον Κüντογλου, τον ΠαπαλουκÜ, τον ΒÝλμο και πολλοýς Üλλους üπως σημειþνει ο ßδιος ο αγαπημÝνος του συγγραφÝας. ΠÜντως το ταξßδι αυτü του Üνοιξε και του ξεκαθÜρισε το δρüμο προς τη ΒυζαντινÞ ΖωγραφικÞ. ΠρÝπει üμως, η γη που 'πεφτε ο σπüρος, να 'ταν αγαθÞ κι ετοιμασμÝνη. Γιατß κι απü ιδιοσυγκρασßα κι απü Ýνα εßδος ρομαντικοý εξωτισμοý, αλλÜ κι απü Ýνα ισχυρü ζωγραφικü Ýνστικτο, οδηγημÝνος εßχεν Þδη αρχßσει ν' αναζητÜ τη ζωγραφικÞ του Ýκφραση στη παραδοσιακÞ τÝχνη του Βυζαντßου. Στο ταξßδι του üμως αυτü, Ýρχεται σε αμεσüτερη κι ουσιαστικüτερη επαφÞ με την εκκλησιαστικÞ μας ζωγραφικÞ και κυρßως με τη μεταβυζαντινÞ τÝχνη της ΚρητικÞς ΣχολÞς. Στο ¢γιον ¼ρος μελετÜ κι αντιγρÜφει φορητÝς εικüνες και τοιχογραφßες κυρßως του 16ου αι., του ΘεοφÜνη και του ΦρÜγκου ΚατελÜνου. Τ' αντßγραφÜ του αυτÜ, εκθÝτει στη ΜυτιλÞνη μαζß με το ΜαλÝα. Εßναι σημαντικü να παρατηρÞσουμε απü που διδÜχθηκε τη βυζαντινÞ τÝχνη, γιατß αυτü ερμηνεýει και τη κατοπινÞ πορεßα της αγιογραφικÞς τÝχνης του και γενικüτερα τη στÜση απÝναντι στη ΒυζαντινÞ ΖωγραφικÞ.



     Σποýδασε ουσιαστικÜ, λοιπüν, στη ΚρητικÞ ΣχολÞ και κατÜ κÜποιο τρüπο αυτÞ θεþρησε ως την αρτιüτερη Þ τουλÜχιστον χρονολογικÜ προσιτüτερη παρÜδοση ν' ακολουθÞσει. ¢λλωστε στην εποχÞ εκεßνη τα μεγÜλα Ýργα της ΜακεδονικÞς ΣχολÞς, üπως οι τοιχογραφßες του ΠανσÝληνου στο ΠρωτÜτο, Þτανε σε κακÞ κατÜσταση και τ' Üλλα Üγνωστα. Εßναι χαρακτηριστικü, πως üταν αργüτερα δοýλεψε σα συντηρητÞς σε τοιχογραφßες της κυρßας βυζαντινÞς εποχÞς, πÜλι Ýτυχε να εργαστεß στη Περßβλεπτο του ΜυστρÜ, το προδρομικü αυτü Ýργο της ΚρητικÞς ΣχολÞς. Ο μεγÜλος του πÜντως δÜσκαλος Þταν ο ΘεοφÜνης της Λαýρας κι απü κοντÜ ο ΚατελÜνος κι οι Üλλοι Κρητικοß κι ακüμη αργüτερα, απü θεωρητικÝς θÝσεις κινοýμενος, θα θεωρÞσει σαν τα πιο γνÞσια Ýργα της ΧριστιανικÞς Αγιογραφßας, τις αγιογραφßες των τελευταßων αιþνων της Τουρκοκρατßας, üταν οι τεχνßτες δοýλευαν με την πßστη μονÜχα, δßχως να ανακατευτεß καθüλου το μυαλü. Μ' αυτü το θεωρητικü οπλισμü κι üταν θα γνωρßσει τη ΜακεδονικÞ ΖωγραφικÞ, θα μεßνει κλειστüς κι επιφυλακτικüς αν üχι προκατειλημμÝνος.

     Στα χρüνια που ακολουθοýν πλουταßνει τη γνþση του καθþς εργÜζεται σαν συντηρητÞς σε διÜφορες βυζαντινÝς εκκλησßες και Μουσεßα (Βυζαντινü Μουσεßο 1931-32, Μουσεßο ΚαÀρου 1935, Μουσεßο Κερκýρας). Γνþστης πια της παραδοσιακÞς μας ΖωγραφικÞς, üταν Ýρχεται το πλÞρωμα του χρüνου (1939 και μετÜ) δßνει το σημαντικüτερο Ýργο του σε κοσμικÞ ζωγραφικÞ: τις τοιχογραφßες στο Δημαρχιακü ΜÝγαρο των Αθηνþν. (Δυστυχþς εßναι και το μüνο μεγÜλο Ýργο του που Ýχει μÝχρι σÞμερα σωθεß. Γιατß οι τοιχογραφßες που εßχε ζωγραφßσει στο σπßτι του απεικονßζοντας την οικογÝνεια του, καταστρÜφηκαν, σþζονται üμως μερικοß πßνακες με αρχαßα θÝματα üπως ο Λαοκüων της ΔημοτικÞς ΠινακοθÞκης Αθηνþν, ο Βροýτος κ.Ü.).



     Στο Δημαρχεßο ζωγρÜφισε 4 συνθÝσεις στις 2 αßθουσες του ισογεßου, ζωφüρους, μες στη λευκÞ ορθομαρμÜρωση, με θÝματα κυρßως απü την ιστορßα της ΑθÞνας κι ιστüρησε τους 4 τοßχους του Γραφεßου του ΠροÝδρου του Δημοτικοý Συμβουλßου. Τους τοßχους αυτοýς χþρισε σε ζþνες, που στην ανþτερη ζωγρÜφισε ολüσωμους, μετωπικοýς τους κυριüτερους Þρωες του Ελληνισμοý απü τους μυθικοýς χρüνους μÝχρι την ΕπανÜσταση του 1821. ΑνÜμεσα σ' αυτÝς περιλαμβÜνονται και μορφÝς αρχαßων ηρþων κι ημιθÝων αλλÜ κι αγßων σαν τον ΙωÜννη, το Χρυσüστομο Þ ποιητþν σαν το Σολωμü. Στη χαμηλüτερη ζþνη Ýχουν ιστορηθεß σκηνÝς, μÜχες κ.λπ. απü διÜφορες περιüδους της ΕλληνικÞς Ιστορßας. Στις τοιχογραφßες αυτÝς εßχε πολλÜ προβλÞματα ν' αντιμετωπßσει. Προηγοýμενοß του ζωγρÜφοι μυθολογικþν σκηνþν κι ιστορικþν γεγονüτων της κλασσικÞς εποχÞς εßχανε δημιουργÞσει για τα θÝματα που θα δοýλευε, μια εικονογραφßα καθþς και ζωγραφικÞ τεχνοτροπßα βασισμÝνη κυρßως στο ρεαλισμü και κλασσικισμü, που κατÜ τη γνþμη τους βρισκüντανε πλησιÝστερα στο κλßμα και τη μορφÞ των εικονιζüμενων γεγονüτων.
     Ο Κüντογλου αγνüησε και την εικονογραφßα, αλλÜ κυρßως εκεßνο που τüλμησε, Þταν ν' αγνοÞσει τη κλασσικÞ τεχνοτροπßα. ΔιÜλεξε τη γλþσσα της ΒυζαντινÞς ΖωγραφικÞς, που τη πλοýτισε σε ορισμÝνες περιπτþσεις με τη γνþση της ανατομßας και τη πλαστικÞ απüδοση των μορφþν. Η τεχνοτροπßα του βασιζüτανε στη ΒυζαντινÞ ΠαρÜδοση, üπως μÜλιστα την αισθανüταν ο ζωγρÜφος, με τις στενÝς κυρßως φüρμες, τη μικρÞ κλßμακα, το αυστηρü περßγραμμα, τα σεμνÜ και μουντÜ χρþματα, üπου λεßπει κÜθε φωναχτüς τüνος Þ συμπληρωματικÞ χρÞση των χρωμÜτων, με προτßμηση στα γεþδη, τα καστανÜ, τα σκοτωμÝνα μπλε, σε μια θαυμαστÞ üμως ενüτητα. ΜοιÜζει ουσιαστικÜ σαν να βλÝπεις συνθÝσεις που κυριαρχεß Ýνα χρþμα με τις παραλλαγÝς του. Τη χρωματικÞ ενüτητα συμπληρþνει η μετρημÝνη κι ισüρροπη σýνθεση. Στην εικονογραφßα ξεκινÜ απ' την αρχÞ (κÜποια εικονογραφικÜ στοιχεßα βυζαντινþν χειρογρÜφων, που ιστοροýνε κοσμικÝς σκηνÝς και περιορισμÝνης κλßμακας εßναι κι αμφßβολο φαßνεται να τα 'ξερε) και βÜζει üλη τη πλοýσια αφηγηματικÞ φαντασßα του να συλλÜβει και πραγματþσει τüσο μεγÜλο Ýργο.



     ΜελÝτη των τοιχογραφιþν αυτþν θα 'βρισκε ßσως πηγÝς εικονογραφικÝς και τεχνοτροπικÝς ακüμη, γιατß πολλÝς φορÝς παρουσιÜζεται απü σýνθεση σε σýνθεση, διαφοροποßηση στη τεχνοτροπßα. Στη ζωφüρο π.χ. της Νοτßας αßθουσας του ισογεßου, üπου εικονßζεται η πÜλη του ΕρεχθÝα με τον Εýμολπο, καθþς κι οι προσωποποιÞσεις του Υμηττοý και της ΠεντÝλης, χρησιμοποιεß μεν τη τεχνικÞ της βυζαντινÞς ΠαρÜδοσης, για ν' αποδþσει üμως τους μυθικοýς Þρωες με ομορφοπλασμÝνα γυμνÜ κορμιÜ Üψογης ανατομßας και ροδαλÞς επιδερμßδας που θυμßζουν ΠομπηúνÜ πρüτυπα. Στην απÝναντι, μÝσα στην ßδια αßθουσα, σýνθεση με τις προσωποποιÞσεις των πüλεων, κυριαρχεß η ηρεμßα κι η επιπεδικÞ παρÜσταση των σεμνüχρωμων γυναικεßων μορφþν.
¢λλο χαρακτÞρα, κοντινüτερο στη δισδιÜστατη ΒυζαντινÞ ΖωγραφικÞ, παρουσιÜζουν οι τοιχογραφßες με τις μεγÜλες μÜχες των Μακεδüνων βασιλÝων στο Γραφεßο του ΠροÝδρου του Δημοτικοý Συμβουλßου. Γιατß διÜλεξε üμως την εκκλησιαστικÞ τεχνοτροπßα για να ιστορÞσει κοσμικÜ, παγανιστικÜ θÝματα; ΜÞπως εßχε παρασυρθεß απü Ýνα βυζαντινßζον κλßμα της εποχÞς του, που 'θελε τη ΒυζαντινÞ ΤÝχνη, εκλεκτÞ των κýκλων των διανοουμÝνων;



     Ο Κüντογλου πßστευε στη παρÜδοση. ¼χι θεωρητικÜ, διανοουμενßστικα. ΑλλÜ στη παρÜδοση σαν συνÝχεια ζωÞς κι αυτÞν τη συνÝχεια Þθελε να διαιωνßσει με τη τÝχνη. Να ιστορÞσει, τον απüμακρο κüσμο του ελληνικοý μýθου και της Ιστορßας, με τον πλησιÝστερο üμως ντüπιο εκφραστικü τρüπο, τη ζωγραφικÞ γλþσσα του μεσαιωνικοý Ελληνισμοý. ¸τσι Ýνωνε την αρχαßα παρÜδοση με το ΒυζÜντιο, αυτüς ο σημερινüς ΜικρασιÜτης, πετυχαßνοντας τη συνÝχεια που ζητοýσε. ¸φερνε τους απüμακρους Þρωες απü τα σκονισμÝνα βιβλßα των λογßων στον οικεßο χþρο και τη μορφÞ των αγßων της Εκκλησßας, που Þταν μαθημÝνος να συζεß ο απλüς, ο ανüθευτος απü τη δυτικÞ επßπλαστη παιδεßα, λαüς. Και δεν Þταν ιεροσυλßα αυτü που Ýκαμε. Γιατß οι παλαιüτεροß του αγιογρÜφοι εßχανε τολμÞσει να ζωγραφßσουν, μÝσα μÜλιστα στους νÜρθηκες των μοναστηριακþν εκκλησιþν, τους αρχαßους ¸λληνες Φιλοσüφους, τον ΜεγαλÝξανδρο και τους Üλλους Þρωες (ΜονÞ Φιλανθρωπινþν, Μ. Γüλας, εκκλησßες ΚαστοριÜς κλπ).
     Οι τοιχογραφßες του Δημαρχεßου ßσως εßναι το πιο προσωπικü, το πιο ολοκληρωμÝνο Ýργο της ζωγραφικÞς του κι η σημαντικüτερη προσφορÜ στην Ιστορßα της ΝεοελληνικÞς ΖωγραφικÞς. Δεν Ýχει ακüμη ιδιαßτερα μελετηθεß (Ýκτος απü το μεγÜλο Üρθρο του ¢γγ. Προκοπßου στην ΑγγλοελληνικÞ Επιθεþρηση του 1947), þστε να προσδιοριστεß ακριβÝστερα ο ρüλος του στη πορεßα της ΝεοελληνικÞς ΖωγραφικÞς. Ακüμη αξßζει να παρουσιαστεß ξανÜ στο ευρýτερο ελληνικü κοινü που κοντεýει να το ξεχÜσει. Η συμβολÞ του üμως στη ΝεοελληνικÞ ΖωγραφικÞ δεν τελειþνει με το Ýργο αυτü, που καλýπτει τη δημιουργικüτητÜ του στη 10ετßα πριν απü τον πüλεμο. Το ζωγραφικü κÞρυγμα για την επιστροφÞ στη ζωγραφικÞ παρÜδοση του τüπου και την απαλλαγÞ απü τη κηδεμονßα κι Üμεση εξÜρτηση της τÝχνης απü τα καλλιτεχνικÜ ρεýματα της Δýσης, Ýδωσε αγλαüτατους καρποýς.



     Αυτüς ο Ανατολßτης που 'ζησε στο Παρßσι αρκετü καιρü, που γνþρισε προσωπικÜ μÜλιστα τον ΡοντÝν, üπως αναφÝρει σε κÜποιο γραφτü του, οýτε ξιπÜστηκε απü τη λαμπερÞ επιφÜνεια της μοντÝρνας παριζιÜνικης ζωÞς, οýτε θαμπþθηκε απü την εκεß επανÜσταση της τÝχνης. ºσως μüνο μια Ýμμεση επßδραση να δÝχθηκε, δηλαδÞ τη στροφÞ προς το μεσαιωνικü παρελθüν. Πιστüτατος στη μορφοπλαστικÞ παρÜδοση της τÝχνης της ΕλλÜδας, ζÞτησε να βρει την Üμεση ανανÝωση στη τÝχνη του τüπου του κι üχι στον τüπο της φιλοξενßας του.
     ΣιγÜ-σιγÜ Üλλωστε, αυτÞ η ανÜγκη γινüτανε συνεßδηση ολοÝνα και σε περισσüτερους ευαßσθητους δÝκτες. ΖωγρÜφοι, αισθητικοß κι ιστορικοß της τÝχνης Üρχιζαν να στρÝφονται προς τις πηγÝς και τις ρßζες της παρÜδοσης σαν Üμεσης üμως συνÝχειας. Το φαινüμενο φυσικÜ αυτü δεν εßναι μüνον ελληνικü, αλλÜ γενικüτερο ευρωπαúκü κßνημα, απ' üπου αρδεýεται και το ελληνικü. ΟυσιαστικÜ πρüκειται για τη βαθýτερη Ýννοια του ρομαντισμοý. Οι προσπÜθειες üμως στην αρχÞ εßναι μεμονωμÝνες και συχνÜ καιρικÝς στη ζωÞ και στο Ýργο των ζωγρÜφων.
     Ο Κüντογλου αντßθετα γßνεται ο διαπρýσιος κÞρυκας αυτÞς της επιστροφÞς με την απολυτüτητα και το πÜθος του οδηγητÞ και πρωτοπüρου. ¸χει Üλλωστε και το τÜλαντο του γραφτοý λüγου, που τονε βοηθÜ σ' αυτÞν την αποστολÞ. Στο κÞρυγμα και στο εργαστÞρι του φοιτοýν Üμεσα μερικοß νÝοι τüτε ζωγρÜφοι, σαν τον ΓιÜννη Τσαροýχη, το Νßκο Εγγονüπουλο και τον ΠαπαλουκÜ, που αργüτερα θ' ακολουθÞσουνε διÜφορους δρüμους κι απü το δÜσκαλο κι ανÜμεσÜ τους, αλλÜ τα βασικÜ διδÜγματÜ του θα επηρεÜσουνε, σýμφωνα με τη προσωπικüτητα του καθενüς, το Ýργο τους. ¸κτος üμως απ' αυτοýς, Üμεσα θα ακοýσουνε το μÜθημÜ του μια ολüκληρη γενιÜ ζωγρÜφων, μια γενιÜ που προσδßδει στη ΝεοελληνικÞ ΤÝχνη την ιδιαßτερη φυσιογνωμßα της, η λεγομÝνη γενιÜ του '30. Παρ' üλο το εýρος των ζωγραφικþν επιτευγμÜτων τους και την ιδιοτυπßα των δημιουργþν της, οφεßλει πολλÜ το ξεκßνημÜ της στη παρουσßα και το Ýργο του Κüντογλου.



     Δεν κÜνει κÜτι περισσüτερο απü απ' ü,τι κÜναν οι κλασσικιστÝς, οι ναζαρηνοß, οι νεογοτθιστÝς, οι νεορομαντικοß που σε üλον τον 19ο αι. καλλιεργοýσαν τα διÜφορα ιστορικÜ στυλ. Και στην ΕλλÜδα του ýστερου 19ου αι. στα πλαßσια του κλασσικισμοý καλλιεργÞθηκε Ýνας ιδιüτυπος βυζαντινισμüς κι ο Κüντογλου θα μεταχειριστεß Ýν ιδιüτυπο λαúκοβυζαντινü στυλ ελεýθερα. Η τÝχνη του χαρακτηρßζεται απü εικονιστικÞ παραμüρφωση, Ýλλειψη προοπτικÞς, αντιρρεαλιστικÜ χρþματα, αφαιρετικüτητα. ΜορφολογικÜ αλλÜ κι ως προς την εσωτερικÞ Ýκφραση θυμßζουνε πßνακες του ευρωπαúκοý εξπρεσιονισμοý. Καταργεß τη προοπτικÞ υπü την επßδραση της πριμιτιβιστικÞς τÝχνης. Θα μποροýσε ν' αντιμετωπιστεß σαν Ýνας απü τους τελευταßους υστεροβυζαντινοýς ζωγρÜφους. ¼μως δεν Ýχει μεγÜλη σχÝση μεταξý τους: ακüμη κι αν τους ακολουθεß σ' ορισμÝνα παραδοσιακÜ σημεßα, ο προγραμματισμüς της δουλειÜς του φανερþνει Ýναν ακαδημαúσμü.
     ΒÝβαια το κÞρυγμÜ του Þταν επιστροφÞ στη ΒυζαντινÞ ΖωγραφικÞ, üπως Üλλωστε το εφÜρμοσε ο ßδιος στις τοιχογραφßες του Δημαρχεßου. Στον τομÝα αυτü τον ακολοýθησαν μερικοß ζωγρÜφοι της γενιÜς του '30  σýμφωνα πÜντα με τη καλλιτεχνικÞ προσωπικüτητÜ του ο καθÝνας, για ορισμÝνη φÜση του Ýργου τους τουλÜχιστον, ενþ και στη μεταπολεμικÞ γενιÜ υπÜρχουνε ζωγρÜφοι σαν τον Π. Κοψßδη, τον Μ. ΒατζιÜ κ.Ü. που εκφρÜζουνε τους παλμοýς της εποχÞς (π.χ. τα γεγονüτα του Πολυτεχνεßου απü τον ΒατζιÜ), με μακρυνÞ ΒÜση, τη βυζαντινÞ τεχνικÞ, Ýστω κι αν και το υλικü ακüμη Ýχει αλλÜξει καθþς την αυγοτÝμπερα Þ το φρεσκü αντικαταστÞσανε τα πλαστικÜ χρþματα.
     Το μÜθημα üμως του Κüντογλου το πλατýτερο, που καλοýσε στη διερεýνηση των αυτοχθüνων ζωγραφικþν στοιχεßων εßτε στη ΒυζαντινÞ τÝχνη üπως πßστευε ο ßδιος, εßτε στη λαúκÞ, üπως πßστευαν Üλλοι, εßτε και στην αρχαßα ζωγραφικÞ, üπως εýρισκαν μερικοß, εßχε μεγÜλην απÞχηση σε σημαντικü αριθμü ζωγρÜφων που πÜσχιζαν να βροýνε και να εκφρÜσουνε στην τÝχνη τους το αληθινü πρüσωπο του τüπου μας, üχι μüνο θεματογραφικÜ, αλλÜ κυρßως μορφολογικÜ, καθþς πιστεýανε πως η συνÝνωση της μορφÞς και του περιεχομÝνου εßναι Ýν απü τα κýρια χαρακτηριστικÜ της ελληνικÞς ιδιομορφßας. Η αναζÞτηση της Ελληνικüτητας, που 'γινε το κýριο αßτημα της γενιÜς του '30, χρωστÜ το βλÜστημÜ της και στο σπüρο που αδιÜκοπα και μ' αλýγιστο ζÞλο Ýριχνε.
     ¼μως υπÞρξε πρþτα απ' üλα αγιογρÜφος. ΖωγρÜφος της λειτουργικÞς τÝχνης της Ορθüδοξης Εκκλησßας, ζωγρÜφος που 'χε συνεßδηση του θεολογικοý χαρακτÞρα της ΖωγραφικÞς μες στο σχÝδιο της σωτηρßας του ανθρþπου. Σ'αυτü το σημεßο θα πρÝπει να προσδιοριστεß κυρßως η προσφορÜ του στην εκκλησιαστικÞ τÝχνη: στην επßγνωση της μεγÜλης διακονßας της ζωγραφικÞς στη λατρευτικÞ και λειτουργικÞ σýναξη του λαοý του Θεοý, του Σþματος του Χριστοý, την Εκκλησßα. ΠολυτÜλαντη προσωπικüτητα, διφυÞς καλλιτÝχνης: στο ßδιο πρüσωπο συνυπÜρχουν ο ζωγρÜφος που γρÜφει κι ο πεζογρÜφος που ζωγραφßζει. Ως ζωγρÜφος πρωτοστÜτησε στο κßνημα για τη στροφÞ της ελληνικÞς τÝχνης του 20οý αι. προς τη πνευματικÞ Ýνταση της βυζαντινÞς παρÜδοσης και τη δροσιÜ της λαúκÞς ζωγραφικÞς. Στις φορητÝς του εικüνες χρησιμοποßησε τη μÝθοδο της ωογραφßας. ΠολλÝς απü αυτÝς Ýχουν εκδοθεß απü τον ΑστÝρα.



     Πßστευε πως η αγιογραφßα δεν εßναι πÜρεργο Þ Ýστω μια κÜποια παρενθετικÞ απασχüληση, αλλÜ υψηλÞ αποστολÞ, ιερουργßα και πßστευε απüλυτα πως η ΒυζαντινÞ ΖωγραφικÞ εßναι η μοναδικÞ Ýκφραση που αρμüζει στον υψηλü αυτü στüχο. ΑυτÞ ακριβþς η επßγνωση εßναι που τον Ýκανε ικανü κι Üξιο ν' αλλÜξει το ξεστρατισμÝνο δρüμο της νεοελληνικÞς αγιογραφßας και να τονε στρÝψει προς τις ζωηφüρες πηγÝς της ΠαρÜδοσης. Χωρßς ßσως να 'ναι ο πρþτος Þ ο μüνος που αγιογραφεß σε βυζαντινÞ τεχνοτροπßα, εßναι ο πρþτος που απüλυτα πιστεýει στην αξßα της διÜ βßου, üχι κÜποια στιγμÞ Þ περßοδο, επηρεασμÝνος απü εξωτερικοýς παρÜγοντες και μüδες.
     Εδþ υπÜρχει το παρÜδοξο: Για πολλÜ χρüνια αυτüς ο κÞρυκας της επιστροφÞς στη ΒυζαντινÞ τÝχνη, δεν Ýχει εικονογραφÞσει μιαν ολüκληρη εκκλησßα στην ΑθÞνα, üπως Üλλοι που ανÞκουνε στη κατηγορßα των αγιογρÜφων που προαναφÝρθηκαν. Παρ' üλα üμως αυτÜ, εßναι ο κýριος αφυπνιστÞς των ορθοδüξων συνειδÞσεων για ν' απαλλαγεß ο χþρος της Εκκλησßας απü ανοýσια ζωγραφικÜ κι αθεολüγητα τοιχογραφÞματα. Γνωρßζοντας τη σημασßα που δßνει η Ορθüδοξη Εκκλησßα στη ΖωγραφικÞ, μποροýμε να καταλÜβουμε και τη σημασßα που 'χει η ορθÞ, η γνÞσια Ορθüδοξη ζωγραφικÞ μÝσα στην Εκκλησßα και τη συνεßδηση αυτÞς της σημασßας αγωνιζüταν ο Κüντογλου να ξυπνÞσει.
     ΖωγρÜφισε φορητÝς εικüνες και τοιχογραφßες. Παλαιüτερες νομßζω εßναι οι φορητÝς εικüνες. Εßναι üμως πολý επικßνδυνο να εκφρÜσει κανεßς συμπερÜσματα γι' αυτü τον τομÝα της τÝχνης του, μιας κι οι εικüνες του εßναι διÜσπαρτες σε διÜφορα μÝρη της ΕλλÜδας κι Ýτσι δεν εßναι εýκολο νÜχη κανεßς πλÞρη εποπτεßα και κατÜ συνÝπεια σωστÞ κρßση. Οι εικüνες üμως που 'χουμε συναντÞσει, φαßνεται ν' ακολουθÜνε τα διδÜγματα της ΚρητικÞς ΣχολÞς, σε γενικÝς γραμμÝς, μ' Ýντονο üμως το προσωπικü στοιχεßο. ΣχÝδιο σßγουρο και καθαρü, φüρμες κατÜ κανüνα κλειστÝς. Σκοýρος καστανüχρωμος προπλασμüς για τα πρüσωπα και τα χÝρια. Στα ενδýματα προτιμÜ, τουλÜχιστο στα παλαιüτερα Ýργα του, τους Þσυχους τüνους, που δÝνουνε με το πρüσωπο και τα γυμνÜ μÝρη (π.χ. οι  εικüνες  του  ΤÝμπλου  του  Αγ.  ΝικολÜου  Πατησßων  του  1947,  εικüνα  Τριþν Ιεραρχþν στη ΚαπνικαρÝα του 1934 κ.Ü.).



     Και για τις τοιχογραφßες στις εκκλησßες, δεν εßναι πολý εýκολη η αποτßμηση κι η μελÝτη για διαφορετικüν üμως λüγο. Δοýλευε μαζß με τους μαθητÝς του και πολλÜκις εßναι δýσκολη η διÜκριση στο κυρßως προσωπικü του Ýργο και στην εργασßα των μαθητþν. Απü τις παλαιüτερες τοιχογραφßες εßναι η εκκλησßα Þ ακριβÝστερα μÝρος των τοιχογραφιþν της εκκλησßας της Ζωοδüχου ΠηγÞς στο Λιüπεσι, που ιστορÞθηκε απü τον Κüντογλου και το μαθητÞ του ΤερζÞ το 1946. Οι στρατιωτικοß ¢γιοι στα μÝτωπα των ανατολικþν πεσσþν του τροýλλου (¢γ. Θεüδωρος, Γεþργιος, ΔημÞτριος, Μερκοýρης κ.Ü.) εßναι απü τα καλλßτερα δεßγματα της αγιογραφßας του. ΜορφÝς ρωμαλÝες, πλασμÝνες με τη ΒυζαντινÞ τεχνικÞ, αλλÜ και μ' Ýντονη τη προσωπικÞ τεχνικÞ, ποτισμÝνη απ' τη λαúκÞ παρÜδοση. Οι ¢γιοι εικονßζονται αληθινÜ σαν παλληκÜρια και πρωταθλητÝς της πßστεως.
     Στα Ýργα αυτÜ βρßσκεται το πιο προσωπικü -μÝσα πÜντα στα εκκλησιολογικÜ πλαßσια της Ορθüδοξης ΠαρÜδοσης- αγιογραφικü Ýργο του. ΒÜση του εßναι η ΚρητικÞ ΣχολÞ, αλλÜ το χρþμα και το σχÝδιο τρÝφονται απü χυμοýς μιας ζωντανÞς και δημιουργικÞς, üχι αντιγραφικÞς μιμητικÞς ζωγραφικÞς. ¼πως Üλλωστε γινüτανε σε κÜθε δημιουργικÞν εποχÞ της μακραßωνης βυζαντινÞς τÝχνης, οι τεχνßτες, Ýμεναν πιστοß στη παραδοσιακÞ τεχνικÞ και κυρßως στον εσþτατο πυρÞνα της, που εξÝφραζε την ανÜλλαχτη αλÞθεια της αποκαλυμμÝνης πßστης. ΕπειδÞ üμως οι ßδιοι Þσαν εκφραστÝς και συνεχιστÝς αυτÞς της πßστης, μποροýσαν να εκφρÜζουνε ταπεινÜ κι ειλικρινÜ τον εαυτü τους και τον καιρü τους και γινüταν αυτÞ  η σýζευξη του αιωνßου με το καιρικü χωρßς σýγχυση και χωρßς το 'να να κυριαρχεß σε βÜρος του Üλλου. Αυτü προσπÜθησε στις τοιχογραφßες της εκκλησßας στο Λιüπεσι.
     Αργüτερα üμως μοιÜζει να περιüρισε αυτÞ την αρχικÞ φιλοδοξßα. ΛεπτομερÝστερη μελÝτη θα μποροýσε να δεßξει αν αυτÞ η υπüθεση εßναι σωστÞ, καθþς και τις αιτßες που τη δημιουργÞσανε. Στις τοιχογραφßες της 10ετßας του '50 και μετÜ (ΚαπνικαρÝα, ¢γ. Γεþργιος ΚυψÝλης, ¢γ. Νικüλαος Πατησßων), τ' αξιολογüτερα τμÞματα εßναι κεßνα üπου ο ζωγρÜφος ακολουθεß τα κρητικÜ πρüτυπα. Χαρακτηριστικü δεßγμα, οι τοιχογραφημÝνες δεσποτικÝς εικüνες του κτιστοý τÝμπλου του Αγ. ΧαραλÜμπους Πολυγþνου, ζωγραφισμÝνες το 1955. ΔουλεμÝνες σε κρητικÞ τεχνοτροπßα με σοβαροýς γενικÜ χρωματικοýς τüνους, μαýρο χρþμα για φüντο και καστανüχρωμο προπλασμü, που πÜνω του αναπτýσσονται σ' ανοιχτüτερο τüνο τα φþτα Þ γρÜφονται με λευκÝς πινελιÝς, δεßχνουνε με το σφιχτü σχÝδιο, τη κλειστÞ, στιβαρÞ φüρμα, τη χρωματικÞ ενüτητα και το εσωτερικü Þθος, στον Üξιο τεχνßτη στο κλßμα του.



     ΓρÜφτηκε πιο πÜνω η συμβολÞ του σα δασκÜλου. Περισσüτερο ßσως με την Ýννοια του καθοδηγητÞ κι εμπνευστÞ παρÜ του ακαδημαúκοý καθηγητÞ. Αν ετοýτος üμως ο τßτλος του αξßζει για τη κοσμικÞ νεοελληνικÞ ζωγραφικÞ, για την αγιογραφßα ο ρüλος του υπÞρξεν απτüς, Üμεσος κι ιδιαßτερα παραγωγικüς. ΒÝβαια πριν απ' αυτüν Þ παρÜλληλα, εργÜζονται αγιογρÜφοι üπως ο Δ. ΠελεκÜσης, ο ¢γγ. ΑστεριÜδης, ο Σπ. Βασιλεßου στη βυζαντινÞ τεχνοτροπßα. ¼μως δÜσκαλος φλογερüς που γýρω του μαζεýονται üσοι θÝλουν να σπουδÜσουνε την ιερÞ τÝχνη, εßναι μüνον αυτüς. Σ' εποχÞ μÜλιστα που η βυζαντινÞ αγιογραφßα δε διδÜσκεται επßσημα καθüλου στην ΑνωτÜτη ΣχολÞ Καλþν Τεχνþν, (μÝχρι σÞμερα Üλλωστε δεν υπÜρχει ειδικÞ Ýδρα, αλλÜ η αγιογραφßα και το φρεσκü διδÜσκονται απü επιμελητÞ), οι ζηλωτÝς νÝοι τεχνητÝς φοιτοýνε στο εργαστÞρι και στη σκαλωσιÜ του Κüντογλου. Οι μαθητÝς του, ΡÜλλης Κοψßδης, ΠÝτρος Βαμποýλης, Γεωργακüπουλος, ΠαπανικολÜου, ΤερζÞς ΙωÜννης, ακολουθοýνε διÜφορο δρüμο ο καθÝνας. ¢λλοι στρÝφονται προς τη λαúκÞ Ýκφραση, με την οποßα ενþνουνε τη ΒυζαντινÞ ΠαρÜδοση, Üλλος προς τη ΜακεδονικÞ ΣχολÞ, ανÜλογα ο καθÝνας με τη προσωπικüτητÜ του. ¸τσι, ενþ δε δημιοýργησε με τη στενÞ Ýννοια σχολÞ, Ýφτιαξε αυτÞ την ομÜδα που ιστορεß üλους τους τοßχους των εκκλησιþν με τη ΒυζαντινÞ τεχνοτροπßα.

     Στο διδακτικü Ýργο του θα πρÝπει να περιληφθεß κι η συγγραφÞ του βιβλßου του ¸κφρασις Þτοι Ιστüρησις της παντßμου ορθοδüξου αγιογραφßας, της και λειτουργικÞς καλοýμενης, περιÝχουσα την τεχνολογßαν και εικονογραφßαν της ειρηνοχýτου ταýτης τÝχνης, Þτοι τÞν Ýρμηνεßαν τþν τεχνικþν τρüπων καß τους ιεροýς τýπους των εικüνων, καθþς και εξÞγηση περß της λεπτüτητος και του πνευματικοý κÜλλους και της τιμÞς αυτÞς. ΒασισμÝνος στη προγενÝστερη συγγραφικÞ παρÜδοση της Ερμηνεßας Της ΖωγραφικÞς, του Διονυσßου του εκ ΦουρνÜ, καθþς και στη δικÞ του γνþση, καταγρÜφει τη πεßρα του ολÜκερη, þστε να 'ναι χρÞσιμη γι' αυτοýς, που θα θελÞσουν να συνεχßσουν την Ειρηνüχυτο λειτουργικÞ τÝχνη της Ορθüδοξης Εκκλησßας. Η συνÝχιση Üλλωστε της ΠαρÜδοσης Þτανε και το μεγÜλο μερÜκι του χαρισματοýχου αυτοý ανθρþπου. Σ' αυτÞ πρüσφερε üλη τη δýναμη κι üλα τα τÜλαντα, που πλοýσια βÝβαια του 'χε εμπιστευθεß το ταλÝντο του ο Θεüς και στη δüξα του οποßου τελικÜ τα αφιÝρωσε.


========================

                               Χριστοýγεννα Στη ΣπηλιÜ

     Χριστοýγεννα παραμονÝς. Χριστοýγεννα και χιονιÜς πÜντα πÜνε μαζß. Μα εκεßνη τη χρονιÜ οι καιροß Þτανε φουρτουνιασμÝνοι παρÜ φýση. Χιüνι δεν Ýρριχνε. ΜοναχÜ που η ατμüσφαιρα Þτανε θυμωμÝνη και φυσοýσανε σκληροß βοριÜδες με χιονüνερο και μ' αστραπÝς. ΚαμμιÜ βδομÜδα ο καιρüς καλωσýνεψε και φυσοýσε μια τραμουντÜνα που αρμενιζüτανε. Μα την παραμονÞ τα κατσοýφιασε. Την παραμονÞ απü το πρωß ο ουρανüς Þτανε μαýρος σαν μολýβι, κι Ýπιασε κι Ýρριχνε βελονιαστü χιονüνερο. Σε μια τοποθεσßα που τη λÝγανε Σκρüφα, βρισκüτανε Ýνα μαντρß με γιδοπρüβατα, απÜνω σε μια πλαγιÜ του βουνοý που κοßταζε κατÜ το πÝλαγο. Το μÝρος αυτü Þτανε Üγριο κι Ýρημο, γεμÜτο αγριüπρινα, σκßνους και κουμαριÝς, που Þτανε κατακüκκινες απü τα κοýμαρα. το μαντρß Þτανε τριγυρισμÝνο με ξεροτρüχαλο (=ξερολιθιÜ).
     Οι τσομπÜνηδες καθüντανε μÝσα σε μια σπηλιÜ που βρισκüτανε παραμÝσα και πιο ψηλÜ απü τη μÜντρα και που κοßταζε κατÜ τη νοτιÜ. ΜεγÜλη σπηλιÜ, με τρßα-τÝσσερα χωρßσματα, κι αψηλÞ ως τρßα μπüγια. Τα ζωντανÜ σταλιÜζανε κÜτω απü τις χαμηλÝς σÜγιες, που Ýσκυβες για να μπεις μÝσα. Σωροß απü κοπριÜ στεκüντανε εδþ κι εκεß, και βγÜζανε μια σπιρτüζα μυρουδιÜ. ΧÜμω, το χþμα Þτανε σκουπισμÝνο και καθαρü, γιατß οι τσομπÜνηδες Þτανε μερακλÞδες, και βÜζανε τα παιδιÜ και σκουπßζανε ταχτικÜ με κÜτι σκοýπες κανωμÝνες απü αστοιβιÝς.
     ΑρχιτσÝλιγκας Þτανε ο ΓιÜννης ο ΜπαρμπÜκος, Ýνας Üνθρωπος μισÜγριος, γεννημÝνος ανÜμεσα στα γßδια και στα πρüβατα. ¹τανε μαýρος, μαλλιαρüς, με γÝνεια μαýρα, κüρακας, σγουρÜ και σφιχτÜ σαν του κριαριοý. Φοροýσε σαλβÜρια κοντÜ ως το γüνατο, σελÜχι στη μÝση του, ζουνÜρι πλατý, βαριÜ τζεσμÝδια στα ποδÜρια του. Το κεφÜλι του το εßχε τυλιγμÝνο μ' Ýνα μεγÜλο μαντßλι σαν σαρßκι, κι οι μαρχαμÜδες, τα κρüσια) κρεμüντανε στο πρüσωπü του. Αρχαßος Üνθρωπος!
     Εßχε δυο παραγυιοýς, τον ΑλÝξη και τον ΔυσσÝα, δυο παλληκαρüπουλα ως εßκοσι χρονþν. Εßχε και τρßα παιδιÜ, που τους βοηθοýσανε στ' Üρμεγμα και κοιτÜζανε το μαντρß να 'ναι καθαρü. ΑυτÝς οι Ýξι ψυχÝς εζοýσανε σε κεßνο το μÝρος, κρυφÜ απü τον Θεü. ΑνÜρια βλÝπανε Üνθρωπο.
Η σπηλιÜ Þτανε καπνισμÝνη κι ο βρÜχος εßχε μαυρßσει ως απÜνω απü την καπνιÜ που Ýβγαινε απü το στüμα της σπηλιÜς. Εκεß μÝσα εßχανε τα γιατÜκια τους, σαν μεντÝρια, στρωμÝνα με προβιÝς. Στους τοßχους της σπηλιÜς εßχανε μπÞξει παλοýκια μÝσα στις σκισμÜδες του βρÜχου, και κρεμüντανε καρδÜρες, τυροβüλια, μαγιÝς, τουφÝκια και μαχαßρια, λες κι Þτανε λημÝρι των ληστþν. Απ' Ýξω φυλÜγανε οι σκýλοι, üλοι Üγριοι σαν λýκοι.
     Η ακροθαλασσιÜ βρισκüτανε ως Ýνα τσιγÜρο απüσταση απü τη μÜντρα. ¹τανε Ýρημη, κι Üλλο δεν ακουγüτανε εκεß πÝρα παρÜ μοναχÜ ο αγκομαχητüς του πελÜγου, μÝρα-νýχτα. Με τον βοριÜ απÜγκιαζε, και καμμιÜ φορÜ πüδιζε κανÝνα καÀκι. Αλλιþς δεν Ýβλεπες βÜρκα πουθενÜ. Απü το μαντρß αγνÜντευε κανÝνας το πÝλαγο ανÜμεσα στα δÝντρα, και το μÜτι ξεχþριζε καθαρÜ τα βουνÜ της ΜυτιλÞνης.
     Την παραμονÞ τα Χριστοýγεννα, εßπαμε πως ο καιρüς χÜλασε, κι Üρχισε να πÝφτει χιονüνερο. Οι τσομπÜνηδες εßχανε μαζευτεß στη σπηλιÜ κι ανÜψανε μια μεγÜλη φωτιÜ και κουβεντιÜζανε. Τα παιδιÜ εßχανε σφÜξει δυο αρνιÜ και τα γδÝρνανε. Ο ΑλÝξης Ýβαλε απÜνω σ' Ýνα ρÜφι μυτζÞθρες και τυρß ανÜλατο μÝσα στα τυροβüλια, αγßζι και γιαοýρτι. Ο ΔυσσÝας εßχε μια παλιÜ Σýνοψη, κι επειδÞ γνþριζε λßγο απü ψαλτικÜ κι Þξερε και πÝντε γρÜμματα, διÜβαζε τις ΚυριακÜδες κι üποτε Þτανε γιορτÞ κανÝνα τροπÜρι και λιγοστÜ απü τον ΕξÜψαλμο. Εκεßνη την þρα φυλλομετροýσε τη Σýνοψη, για να δει τι γρÜμματα Þτανε να πει.
     Θα 'τανε þρα σπερινοý. Κεßνη την þρα ακοýσανε κÜτι τουφεκιÝς. ΚαταλÜβανε πως θα 'τανε τßποτα κυνηγοß. Το Ýνα παιδß, που εßχε πÜγει να φÝρει ξýλα με τον γÜιδαρο, εßπε πως το πρωß εßχε ακοýσει τουφεκιÝς κατÜ την απü μÝσα θÜλασσα, κατÜ την ¢για-ΠαρασκευÞ. Οι σκýλοι πιÜσανε και γαβγßζανε üλοι μαζß και πεταχτÞκανε üξω απü τη μÜντρα.
     Σε λßγο φανερωθÞκανε απü πÜνω απü τη σπηλιÜ δυο Üνθρωποι με τουφÝκια, και φωνÜζανε τους τσομπÜνηδες να μαζÝψουνε τα σκυλιÜ, που χυμÞξανε απÜνω τους. Ο Σκοýρης Üφησε τους ανθρþπους κι Üρπαξε Ýνα απü τα ζαγÜρια που 'χανε οι κυνηγοß και το ξετßναζε να το πνßξει. Ο κυνηγüς Ýρριξε απÜνου του και τα σκÜγια τον πονÝσανε και γýρισε πßσω, μαζß με τ' Üλλα μαντρüσκυλα, που πηγαßνανε πισþδρομα üσο κατεβαßνανε οι κυνηγοß. ΤÝλος πÜντων, εβγÞκε ο ΜπαρμπÜκος με τους Üλλους και πιÜσανε τον Σκοýρη και τον δÝσανε, διþξανε και τ' Üλλα σκυλιÜ.
 -"¿ρα καλÞ, βρε παιδιÜ!" φþναξε ο ΠαναγÞς ο Καρδαμßτσας, ζωσμÝνος με τα φυσεγκλßκια, με το ταγÜρι γεμÜτο πουλιÜ. Ο Üλλος που Þτανε μαζß του Þτανε ο γυιüς του, ο Δημητρüς.
 -"ΠολλÜ τα Ýτη!" αποκριθÞκανε ο ΜπαρμπÜκος κι η συντροφιÜ του. "Καλþς ορßσατε!".

     Τους πÞγανε στη σπηλιÜ.
 -"ΜωρÝ, τ' εßν' εδþ; ΠαλÜτι! ΠαλÜτι με βασιλοποýλες!" εßπε ο μπÜρμπα-ΠαναγÞς, δεßχνοντας τις μυτζÞθρες που αχνßζανε.
Τους βÜλανε να καθÞσουνε, τους κÜνανε καφÝ. Οι κυνηγοß εßχανε κονιÜκι. ΚεραστÞκανε. "Βρε αδερφÝ", Ýλεγε ο μπÜρμπα-ΠαναγÞς, "ποιος να το 'λεγε, χρονιÜρα μÝρα, πως θα κÜνουμε Χριστοýγεννα στο σπÞλαιο που εγεννÞθη ο Χριστüς! ΕχτÝς περÜσαμε στην ¢για-ΠαρασκευÞ, να κυνηγÞσουμε λßγο. Ε, δικüς μας εßναι ο ηγοýμενος, κοιμηθÞκαμε στο μοναστÞρι, και σÞμερα την αυγÞ βγÞκαμε στο κυνÞγι. ΒλÝποντας πως φουρτοýνιασε ο καιρüς, εßπαμε πως δε θα μπορÝσουμε να περÜσουμε το μπουγÜζι με τη σαπιüβαρκα του μπÜρμπα-Μανþλη του ΒασιλÝ. κι επειδÞ ξÝραμε απ' Üλλη φορÜ το μαντρß, και με το κυνÞγι πÝσαμε σε τοýτα τα σýνορα, εßπαμε να 'ρθουμε στ' αρχοντικü σας… ΜωρÝ, τι σκýλο Ýχετε; Αυτü εßναι θηρßο, ασλÜνι και καπλÜνι! Μπρε, μπρε, μπρε! Το ζαγÜρι το πετσüκοψε! Για κοßταξε τι χÜλια το 'κανε!". Και γýρισε σε μια γωνιÜ της σπηλιÜς, που κλαμοýριζε το σκυλß κι Ýτρεμε σαν θερμιασμÝνο. "¸λα δω, Φλοξ! Φλοξ!". Μα η Φλοξ απü την τρομÜρα της τρýπωνε πιο βαθιÜ.
     ¢μα Þπιανε δυο-τρßα κονιÜκια, ο μπÜρμπα-ΠαναγÞς Üρχισε να μασÜ τα μουστÜκια του και στο τÝλος Ýπιασε να τραγουδÜ:

ΚαλÞν εσπÝραν, Üρχοντες, αν εßναι ορισμüς σας,
Χριστοý την θεßαν γÝννησιν να πω στ' αρχοντικü σας...

¾στερα ο ΔυσσÝας Ýψαλε το "Χριστüς γεννÜται, δοξÜσατε"...
     Εκεßνη την þρα ακοýσανε πÜλι τα σκυλιÜ να γαβγßζουνε. Στεßλανε τα παιδιÜ να δοýνε τι εßναι. Ο αγÝρας εßχε μπουρινιÜσει κι Ýρριχνε παγωμÝνο νερü. Κρýο τÜντανο! Σε λßγο πÜψανε τα σκυλιÜ και γυρßσανε πßσω τα παιδιÜ. Απü πßσω τους μπÞκανε στη σπηλιÜ τρεις Üντρες, που φαινüντανε πως Þτανε θαλασσινοß, και δυο καλüγεροι, βρεμÝνοι üλοι και ξυλιασμÝνοι απ' το κρýο. Τους καλωσορßσανε, τους βÜλανε και καθÞσανε. Μüλις πÞγε κοντÜ στη φωτιÜ ο πρþτος, ο καπετÜνιος, τον γνþρισε ο ΜπαρμπÜκος κι Ýβγαλε μια χαροýμενη φωνÞ. ¹τανε ο καπετÜν-ΚωσταντÞς ο ΜπιλικτσÞς, που ταξßδευε στην Πüλη. Εßχε περÜσει κι Üλλη φορÜ απü τη Σκρüφα, κι εßχανε δÝσει φιλßα με τον ΜπαρμπÜκο, που δεν Þξερε τι περιποßηση να τους κÜνει. Οι Üλλοι δυο Þτανε γεμιτζÞδες κι αυτοß, Üνθρωποι του καúκιοý του.
     Ο Ýνας απü τους καλüγερους, Ýνας σωματþδης με μαýρα γÝνεια, ομορφÜνθρωπος, Þτανε ο πÜτερ-ΣιλβÝστρος Κουκουτüς, καλογερüπαπας. Ο Üλλος Þτανε λιγνüς, με λßγες ανÜριες τρßχες στο πηγοýνι, σαν τον ¢γιο ΓιÜννη τον Καλυβßτη. Τον λÝγανε ΑρσÝνιο ΣγουρÞ. Ο καπετÜν-ΚωσταντÞς ερχüτανε απü την Πüλη και πÞρε στο καÀκι τον πÜτερ-ΣιλβÝστρο, που εßχε πÜγει στην Πüλη απü τ' ¢γιον ¼ρος για ελÝη, κι Þθελε να κÜνει Χριστοýγεννα στην πατρßδα του. Ο πÜτερ-ΑρσÝνιος εßχε ταξιδÝψει μαζß του απü τη ΜονÞ του ΠαντοκρÜτορος στο ¼ρος, κι Þτανε απü τη Θεσσαλßα. ΤαξιδÝψανε καλÜ. Μα σαν καβατζÜρανε τον ΚÜβο-ΜπαμπÜ, ο αγÝρας μπουρßνιασε, κι üλη τη μÝρα αρμενßζανε με μουδαρισμÝνα πανιÜ και με τον στÜντζο, ως που φτÜξανε κατÜ το βρÜδυ απ' Ýξω απü το ΤαλιÜνι. Ο καιρüς σκýλιαξε κι ο καπετÜνιος δεν μπüρεσε να 'μπει στο μπουγÜζι, να κÜνουνε Χριστοýγεννα στην πατρßδα.
     ΑποφÜσισε λοιπüν να ποδßσει, και πÞγε και φουντÜρισε στ' απÜγκειο, πßσω απü Ýναν μικρüν κÜβο, απü κÜτω απü το μαντρß. κι επειδÞ θυμÞθηκε τον φßλο του τον ΜπαρμπÜκο, πÞρε τους γÝροντες και τους δυο Üλλους νοματÝους και τραβÞξανε για το αγßλι (=μαντρß). Στο τσερνßκι εßχανε αφÞσει τον μπαρμπ'-Απüστολο με τον μοýτσο. Σαν εßδανε πως στη σπηλιÜ βρισκüτανε κι ο κυρ-ΠαναγÞς με τον κυρ-Δημητρü, γßνηκε μεγÜλη χαρÜ και φασαρßα.
 -"ΜωρÝ να δεις", Ýλεγε ο κυρ-ΠαναγÞς, "τþρα ψÝλναμε το τροπÜρι, κι απÜνω που λÝγαμε “εν αυτÞ γαρ οι τοις Üστροις λατρεýοντες υπü αστÝρος εδιδÜσκοντο…”, φτÜξατε κι εσεßς οι μÜγοι με τα δþρα! Γιατß βλÝπω μια νταμιζÜνα κρασß, βλÝπω λακÝρδα, βλÝπω χαβιÜρια, βλÝπω παξιμÜδια, μπακλαβÜδες, “σμýρναν, χρυσüν και λßβανον”! Χα! Χα! Χα!" -γελοýσε δυνατÜ ο κυρ-ΠαναγÞς, μισομεθυσμÝνος και ψευδßζοντας, και χÜιδευε την κοιλιÜ του, γιατß Þτανε καλοφαγÜς.
     Στο μεταξý ο πÜτερ-ΑρσÝνιος ο ΣγουρÞς ζωντÜνεψε ο καúμÝνος, κι εßπε σιγανÜ χαμογελþντας και τρßβοντας τα χÝρια του:
 -"Δüξα σοι ο Θεüς, Κýριε ημþν Ιησοý ΧριστÝ, που μας ελýτρωσες εκ του κλýδωνος!" κι Ýκανε τον σταυρü του.
Ο πÜτερ-ΣιλβÝστρος εßπε να σηκωθοýνε üρθιοι, κι εßπε λßγες ευχÝς, το "Χριστüς γεννÜται", κι ýστερα με τη βροντερÞ φωνÞ του Ýψαλε: "ΜεγÜλυνον, ψυχÞ μου, την τιμιωτÝραν και ενδοξοτÝραν των Üνω στρατευμÜτων. ΜυστÞριον ξÝνον ορþ και παρÜδοξον. Ουρανüν το σπÞλαιον, θρüνον χερουβικüν την ΠαρθÝνον, την φÜτνην χωρßον, εν ω ανεκλßθη ο αχþρητος Χριστüς ο Θεüς, ον ανυμνοýντες μεγαλýνομεν".
     ¾στερα καθÞσανε στο τραπÝζι. ΤÝτοιο τραπÝζι βλογημÝνο και χαροýμενο δεν Ýγινε σε κανÝνα παλÜτι. Τρþγανε και ψÝλνανε. Και του πουλιοý το γÜλα εßχε απÜνω, απü τα μοσκοβολημÝνα τ' αρνιÜ, τα τυριÜ, τα μανοýρια, τις μυτζÞθρες, τις μπεκÜτσες και τ' Üλλα πουλιÜ του κυνηγιοý, ως τη λακÝρδα και τ' Üλλα τα πολßτικα που φÝρανε οι θαλασσινοß, καθþς και κρασß μπροýσικο.
     ¼ξω φυσομανοýσε ο χιονιÜς και βογγοýσανε τα δÝντρα κι η θÜλασσα απü μακριÜ. ΑνÜμεσα στα βουßσματα ακουγüντανε και τα κουδοýνια απü τα ζωντανÜ που αναχαρÜζανε. ΜÝσα απü τη σπηλιÜ Ýβγαινε η κüκκινη αντιφεγγιÜ της φωτιÜς μαζß με τις ψαλμωδßες και με τις χαροýμενες φωνÝς. Κι ο κυρ-ΠαναγÞς Ýκλεβε κÜπου-κÜπου λßγον ýπνο, ρουχÜλιζε λιγÜκι κι ýστερα ξυπνοýσε κι Ýψελνε μαζß με τη συνοδεßα.
     ΑληθινÜ, απü τη ΓÝννηση του Χριστοý δεν Ýλειπε τßποτα. ¼λα υπÞρχανε: το σπÞλαιο, οι ποιμÝνες, οι μÜγοι με τα δþρα, κι ο ßδιος ο Χριστüς Þτανε παρþν με τους δýο μαθητÝς του, που ευλογοýσανε "την βρþσιν και την πüσιν".
_____________________________

                                     To ΠÜρσιμο Της Πüλης

     Ο σουλτÜνος, σαν γυρßσανε οι απεσταλμÝνοι του και του πÞγανε την απüκριση του Παλαιολüγου, πως δεν παραδßνει την Πüλη, αποφÜσισε με κÜθε τρüπο να την πατÞση. Στις 24 Μαγιοý πρüσταξε τους τελÜληδες και διαλαλÞσανε στο στρατüπεδο πως στις 29 θα γινüτανε το μεγÜλο γιουροýσι (Ýφοδος) απü στεριÜ κι ἀπὸ θÜλασσα. Στις 26 και στις 27 τη νýχτα, οι Τοýρκοι ανÜψανε τüσες φωτιÝς και τüσα φανÜρια, και τÝτοιες αγριοφωνÝς και βουητü Ýβγαιναν απ' τὸ στρατüπεδü τους, που οι χριστιανοß νομßσανε πως φτÜξανε πια τα συντÝλειÜ τους.
     Τη ΔευτÝρα, στις 28 Μαγιοý, ο σουλτÜνος εßπε και διαλαλÞσανε να τοιμασθοýνε οι στρατιþτες για τον μεγÜλο πüλεμο, να λουστοýνε εφτÜ φορÝς και να νηστÝψουνε. Τους Ýβγαλε κι Ýναν λüγο και τους εßπε πως σαν πÜρουνε την Πüλη θα τους την αφÞση τρεις μÝρες και τρεις νýχτες, και πως θε νÜνε δικÜ τους ü,τι βροýνε μÝσα, χρυσÜφι, ασÞμι, φορÝματα, Üντρες, παιδιÜ και γυναßκες· και πως üσοι εßνε για να σκοτωθοýνε, καθþς γßνεται πÜντα στον πüλεμο, αυτοß δε μποροýνε να ξεφýγουνε, γιατß εßνε γραμμÝνο απü πριν απÜνω στο κοýτελü τους, üπως λÝγει ο ΠροφÞτης· και πως θα πÜνε στον ΠαρÜδεισο να τρþνε και να πßνουνε παντοτεινÜ μαζß με τον ΠροφÞτη, και να κοιμοýνται με τις πειü üμορφες γυναßκες. Οι Τοýρκοι ενθουσιαστÞκανε απü τα λüγια του και βÜλανε κÜτι φωνÝς, που πολλÝς γυναßκες αποβÜλανε.
     Απ' τὸ πρωß εßχανε στο στρατüπεδü τους μεγÜλο σýρε-φÝρε. Οι ντελÜληδες τριγυρßζανε με τοýμπανα και με ζουρνÜδες και λÝγανε: "Γεια σας, παιδιÜ του ΠροφÞτη, αýριο θα πιÜσουμε τüσους χριστιανοýς, που θα πουλÜμε δυü για Ýναν παρÜ και θα κÜνουμε τα γÝνεια τους σκοινιÜ για να δÝσουμε τους σκýλους μας. Τις γυναßκες τους και τις κüρες τους θα τις ατιμÜσουμε!" ¼λη κεßνη την ημÝρα τα κανüνια δουλÝψανε ακατÜπαυτα, μα οι χριστιανοß καταφÝρνανε και βουλþνανε τα γκρεμισμÝνα τειχιÜ με πÝτρες και με χþμα Þ τα χτßζανε κιüλας. Προς το βρÜδυ οι Τοýρκοι μεθýσανε και κÜνανε σαν τρελλοß. ΑνÜψανε μεγÜλες φωτιÝς στη στεριÜ κι  αμÝτρητα φανÜρια στα καρÜβια κι  ἡ αναλαμπÞ Ýπεφτε ßσαμε πÝρα πÜνω στη στεριÜ της ΑνατολÞς. ΖουρνÜδες και τουμπελÝκια χαλοýσανε τον κüσμο, ντερβισÜδες χορεýανε, πþλεγες πως Üνοιξε η γη και βγÞκανε οι δαιμüνοι.
     Οι Χριστιανοß εßχανε πÝσει στην προσευχÞ. ΜÝρα νýχτα οι εκκλησιÝς Þτανε γεμÜτες κüσμο, το πειü πολý γυναßκες, κοπÝλλες και γρηÝς αλαλιασμÝνες, που λÝγανε πως Þτανε διÜβολοι μεταμορφωμÝνοι οι Üγριοι αυτοß ανθρþποι που διψοýσανε το αßμα τους. Ο κüσμος πßστευε πεια πως Ýφταξε η μÝρα που θα κουρσεýανε οι Τοýρκοι την Πüλη, και να γßνουνε üσα προφÞτεψε ο ¢γιος Κωνσταντßνος, που τον βλÝπανε στ' Üγαλμα καβαλλÜρη κοντÜ στην Αγια-ΣοφιÜ κι Ýδειχνε με το χÝρι κατÜ την ΑνατολÞ, σημεßο πως απü κει θÜρθη ο Τοýρκος που θα πÜρη την Πüλη. Κι ἄλλη προφητεßα Ýλεγε πως, σαν βασιλÝψη Ýνας βασιλιÜς, που θα λÝνε ΕλÝνη τη μητÝρα του, στις μÝρες του θα σκλαβωθÞ η Πüλη. Κι Üλλη τρßτη προφητεßα πþλεγε, πως Üμα δεßξη σημεßο το φεγγÜρι στον ουρανü, σε λßγες μÝρες η Πüλη θα χαλαστÞ. Λοιπüν και τα τρßα αυτÜ σημÜδια εßχανε ξεδιαλυθÞ. Γιατß και το βασιλÝα τον λÝγανε Κωνσταντßνο κι εἶχε μητÝρα ΕλÝνη, μα και το φεγγÜρι εßχε δεßξει σημεßο. Στις 22 Μαγιοý, την πρþτη þρα της νýχτας, το φεγγÜρι, αντß νÜβγη στρογγυλü, βγÞκε σαν δρεπÜνι και στÜθηκε Ýτσι ßσαμε τρεις þρες μÝσα στον ουρανü, που Þτανε καθαρüς σαν κροýσταλλο. ¾στερα λßγο λßγο γιüμισε ο γýρος του και στις Ýξη þρες της νýχτας εßχε γßνει ολοστρüγγυλο. Αυτü το σημεßο ειδοποßησε τον Παλαιολüγο, πως Þγγικε το τÝλος της βασιλεßας του. Οι Χριστιανοß, σαν τþδανε, κüπηκε το αßμα τους. Ο βασιλιÜς πρüσταξε να κÜνουνε λιτανεßα και βγÜλανε τις εικüνες και μπροστÜ πηγαßνανε οι δεσποτÜδες, οι παπÜδες κ οι καλογÝροι κι απü πßσω üσος κüσμος δεν Þτανε στις πüστες, κι ὅλοι λÝγανε "Κýριε ελÝησον!"
     Τη ΔευτÝρα το βρÜδυ συναχτÞκανε οι πολεμÜρχοι, οι στρατιþτες κι ὅλος ο λαüς και τους μßλησε ο βασιλιÜς να μη χÜσουνε την ελπßδα τους στο Θεü και στην ΠαναγιÜ. Τα λüγια του μας τα κρÜτησε ο φßλος του ο ΦραντζÞς, κι εἶνε σαν συναξÜρι: "Υμεßς, ευγενÝστατοι Üρχοντες κ ἐκλαμπρüτατοι ΔÞμαρχοι και γενναιüτατοι συστρατιþται και πας ο πιστüς και τßμιος λαüς. Ειξεýρετε, üτι Ýφθασεν η þρα και ο εχθρüς της πßστεως ημþν θÝλει στενοχωρÞσει ημÜς μετÜ πÜσης τÝχνης και μηχανÞς, (... ¸χω παραλεßψει ανÜμεσα ...) üπως, ει δυνατüν, ως üφις εκχýση το φαρμÜκιον   και   ως   λÝων   ανÞμερος   καταπßη   ημÜς.   Δια   τοýτο   σας παρακαλþ, στÞτε ανδρεßως. Ιδοý, σας παραδßδω την εκλαμπροτÜτην και περßφημον ταýτην Πüλιν, την πατρßδα ημþν και βασιλεýουσαν των πüλεων! Αυτüς ο αλιτÞριος ΑμηρÜς πεντÞκοντα και επτÜ ημÝρας Üγει σÞμερον αφοý, ελθþν, μας ηπεßλησε. Τþρα δε, αδελφοß, μη δειλιÜσετε. Ημεßς γαρ πÜσαν ελπßδα εις την Üμαχον δüξαν ανεθÝμεθα, εκεßνοι δε εις τα üπλα. Διο, συστρατιþται, γßνεσθε Ýτοιμοι και μεγαλüψυχοι δια τους οικτιρμοýς του Θεοý. ΜιμÞθητε τους πüτε των Καρχηδονßων ελÝφαντας, οßτινες τοσοýτον πλÞθος ßππων  Ρωμαßων δια  μüνης  της θÝας και της φωνÞς αυτþν εξεδßωξαν. ΕÜν δε τα Üλογα ζþα εδßωξαν τους εχθροýς, πüσον μÜλλον ημεßς, οι οποßοι εßμεθα κýριοι των αλüγων ζþων και αγωνιζüμεθα προς χεßρονας και αυτþν των Üλογων ζþων. Αι ρομφαßαι σας και τα τüξα σας και τα ακüντια ας ριφθþσι κατ αυτþν, ουχß ως κατ' ἀνθρþπων, αλλ' ὡς κατ ἀγρßων χοßρων, δια να γνωρßσωσιν οι ασεβεßς üτι μÜχονται προς τους κυρßους και αυθÝντας αυτþν, προς τους απογüνους των ΕλλÞνων και των Ρωμαßων."
     Πολý μεγÜλο παρÜπονο Ýχουν τα λüγια, που λÝγει για την ΠαναγιÜ και για την Πüλη, την αγαπημÝνη της πολιτεßα. Θαρρεßς πως μοιρολογÜ την κüρη του: "Το καταφýγιον των Χριστιανþν· η ελπßς και η χαρÜ πÜντων των ΕλλÞνων· το καýχημα πÜντων üσοι ζþσιν υπü την ηλßου ΑνατολÞν. Ζητεß δε (ο ΑμηρÜς) πþς να εýρη καιρüν να αφανßση ως ρüδον του αγροý την ποτÝ περιφανÞ και ανθßζουσαν ταýτην των πüλεων βασιλεýουσαν." ¾στερα γυρßζει και λÝγει στους ΒενετσÜνους, που στεκüντανε στα δεξιÜ του: "Ενετοß ευγενεßς, αδελφοß ηγαπημÝνοι εν Χριστþ, Üνδρες ισχυροß! Την σÞμερον παρακαλþ να υπερασπισθÞτε μεθ' üλης της ψυχÞς σας την πüλιν ταýτην, γνωρßζοντες, üτι δευτÝραν πατρßδα και μητÝρα Ýχετε αιωνßως." Στο τÝλος γυρßζει και λÝγει σ' üλο το λαü: "Καιρüν δεν Ýχω να σας εßπω περισσüτερα. Ιδοý το τεταπεινωμÝνον μου τοýτο σκÞπτρον εις τας χεßρας πÜντων υμþν ανατßθημι. ΦυλÜξατÝ το μετ' εὐνοßας! Πολý δε παρακαλþ υμÜς να δεßξητε την πρÝπουσαν ευπεßθειαν..." Ο βασιλιÜς Ýκλαιγε, Ýκλαιγε κι ὁ λαüς και φþναξε: "Ας πεθÜνουμε για την πßστη του Χριστοý και για την πατρßδα μας!" Αγκαλιαζüντανε και συγχωρνιüντανε. ¾στερα τραβÞξανε στην Αγια-ΣοφιÜ. Κüσμος, παλαβωμÝνος απ' τὸ φüβο, την εßχε γιομßσει κι οἱ καμÜρες αντιλαλοýσανε απü το θρÞνο. Οι γυναßκες κλαßγανε σιγανÜ, τα παιδιÜ ξεφωνßζανε κι ὅλοι τρÝμανε σαν τα καλÜμια. ΠοιÜ καρδιÜ δε θα ρÜγιζε! "Ει και απü ξýλον Üνθρωπος η εκ πÝτρας ην, ουκ εδýνατο μη θρηνÞσαι." Οι διÜκοι λÝγανε μπροστÜ στην ¢για Πüρτα τα ΕιρηνικÜ, μα η οχλοβοÞ δεν Üφηνε ν ακουστÞ η φωνÞ τους. Σαν αρχßσανε οι ψαλτÜδες, το Κοινωνικü "Εις μνημüσυνον αιþνιον Ýσται δßκαιος, αλληλοýúα", ο βασιλιÜς τρÜβηξε κατÜ το τÝμπλο, ντυμÝνος με τα τριμμÝνα ροýχα του, δακρυσμÝνος, μαραζωμÝνος, με γÝνεια και μαλλιÜ αχτÝνιστα σαν βαρυποινßτης, κι Ýπεσε στα γüνατα μπροστÜ στα εικονßσματα του Χριστοý και της ΠαναγιÜς μ' αναστεναγμοýς, μουρμουρßζοντας: "Εκýκλωσαν αι του βßου με ζÜλαι ως περ μÝλισσαι κηρßον, ΠαρθÝνε, και την εμÞν κατασχοýσαι καρδßαν κατατιτρþσκουσι βÝλει των θλßψεων." Και σαν εβγÞκε ο ΠατριÜρχης με το ποτÞρι, πÞγε και μετÜλαβε κι ýστερα γýρισε κατÜ το λαü κι εἶπε: "Χριστιανοß, συγχωρÞστε τις αμαρτßες μου, κι ὁ Θεüς ας συγχωρÝση   τις   δικÝς   σας!"   Κι  ὁ κüσμος με μια φωνÞ φþναξε: "ΣυγχωρεμÝνος!" ΜÝσα στ Ἅγιο ΒÞμα ο ΠατριÜρχης, σκυμμÝνος απÜνω στα τßμια δþρα, μνημüνευε: "ΜνÞσθητι, Κýριε, της πüλεως, εν η παροικοýμεν, και πÜσης πüλεως και χþρας, και των πßστει οικοýντων εν αυταßς. ΜνÞσθητι, Κýριε, πλεüντων, οδοιποροýντων, νοσοýντων, καμνüντων, αιχμαλþτων. ΜνÞσθητι, Κýριε, των μεμνημÝνων των πενÞτων, και επß πÜντας ημÜς τα ελÝη σου εξαπüστειλον."
     Σαν τελεßωσε η λειτουργßα, Þτανε νýχτα. Ο βασιλιÜς πÞγε στο παλÜτι και κÜθησε λßγη þρα για να συγχωρεθÞ με τους δικοýς του και με τους υπηρÝτες του. "Εν τÞδε τη þρα τις διηγÞσεται τους τüτε κλαυθμοýς και θρÞνους, τους εν τω παλατßω;" Και σαν τους αποχαιρÝτισε, καβαλλßκεψε τ' Üλογü του μαζß με τη συνοδεßα του και επιθεþρησε το κÜστρο για να δη αν εßνε στον τüπο του ο καθÝνας. ¼λοι βρισκüντανε στις πüστες τους, κι οἱ πüρτες Þτανε καλÜ αμπαρωμÝνες. ΦτÜνοντας στην πüρτα Καλιγαρßα, ανÝβηκε μοναχüς απÜνω στο κÜστρο, Ýχοντας μαζß του το ΦραντζÞ, τον μπιστεμÝνο φßλο του, κι ἀκοýσανε απ' ὄξω βουÞ και φωνÝς πολλÝς, κι οἱ φýλακες τους εßπανε πως απü την þρα που νýχτωσε οι Τοýρκοι Ýτσι βουÀζανε, γιατß κουβαλοýσανε κοντÜ στο κÜστρο τις μηχανÝς και τις σκÜλες. Την þρα, που φþναξε πρþτη φορÜ ο κüκκορας, Ýφταξε ο βασιλιÜς στην πüρτα του Αγßου Ρωμανοý.
     Στο δεýτερο λÜλημα του πετεινοý Üρχισε ο πüλεμος. Οι Τοýρκοι ξαμολυθÞκανε απü παντοý σαν Üγρια βουβÜλια, βγÜζοντας αφροýς απ' τὰ στüματÜ τους. ΤÝτοιο οýρλιασμα και ποδοβολητü Ýβγαινε απü κεßνο τ' αμÝτρητο κοπÜδι και τüσο πατιρντß κÜνανε τα τοýμπανα, οι ζουρνÜδες κ οἱ ντερβισÜδες, π' ἀντιλαλÞσανε ολοτρüγυρα τα βουνÜ, σα να γκρεμνιζüντανε. Τοýτοι, που κÜνανε το πρþτο ρεσÜλτο, Þτανε οι πειü πολλοß χριστιανοß, που δουλεýανε στο σουλτÜνο με το στανιü, και τους Ýρριξε πρþτους στη φωτιÜ, για να πÜρουνε üλη τη μπüρα. Κουβαλοýσανε σκÜλες αναρßθμητες και τις ακουμποýσανε στον τοßχο, μα οι ¸λληνες τους γκρεμνßζανε και ρßχνανε μεγÜλες πÝτρες απü πÜνω τους και τους σκοτþνανε. Το χαντÜκι γιüμισε σκοτωμÝνους και λαβωμÝνους. ¼σοι γλυτþνανε, θÝλανε να στρßψουνε πßσω, μα οι γενιτσÜροι τους λιανßζανε με τα γιαταγÜνια, üπου, βλÝποντας πως κ ἔτσι κι αλλοιþς θα πεθαßνανε, γυρßζανε και πολεμοýσανε. Στο μεταξý Üρχισε να γλυκοχαρÜζη και να σβýνουνε τ' Üστρα Ýνα Ýνα.
     Σαν τσακισθÞκανε τοýτοι οι πρþτοι, χυμÞξανε Üλλοι πειü λυσσασμÝνοι, σαν τα πεινασμÝνα λιοντÜρια που πÝφτουνε απÜνω σε λÜφια. Κι αυτοὶ στεριþσανε πλÞθος σκÜλες κι ανεβαßνανε απÜνω μ' αλαλαγμὸ πολýν. Μα πÜλι οι χριστιανοß τους γκρεμνßσανε και με τις σαγßτες και με τα μικρÜ κανüνια ποýχανε, σκοτþσανε τüσους Τοýρκους, που στοιβαστÞκανε ο Ýνας απÜ στον Üλλον σαν σακκιÜ. Δεν προφτÜξανε να φχαριστÞσουνε το Θεü κι Ýπεσε απÜνω στο κÜστρο τρßτο κοπÜδι, το πειü μανιασμÝνο με φωνÝς φοβερÝς και με τοýμπανα, κατÜ τα συνηθισμÝνα. Αυτοß Þτανε τ' ἄνθος, οι διαλεχτοß του σουλτÜνου, οι γενιτσÜροι, οι σουμπασßδες και τÝλος οι πειο αντρειωμÝνοι Τοýρκοι. Μ ὅλο που οι ¸λληνες Þτανε τσακισμÝνοι απ' τὴν κοýραση, μπορÝσανε και βαστÜξανε και τοýτη τη φορÜ. ΚÜψανε τις μηχανÝς, τσακßσανε τις ανεμüσκαλες, μ' ἕναν λüγο τÝτοιο φονικü κÜνανε, που για μια στιγμÞ οι Τοýρκοι δειλιÜσανε και λßγο Ýλειψε να γυρßσουνε τις πλÜτες. Μα ο σουλτÜν ΜεμÝτης Ýπεσε ο ßδιος απÜνω τους με το γιαταγÜνι στο χÝρι, κι Üλλους Ýσφαξε, Üλλους πλÞγωνε. Το ßδιο κÜνανε κι οἱ αξιωματικοß του με τα καμουτσιÜ και με μεγÜλες φωνÝς, σα να σαλαγοýσανε κανÝνα κοπÜδι καμÞλες. Οι ζεμπÝκηδες βγÜλανε πÜλι μια φωνÞ ßσαμε τον ουρανü, δßνοντας κουρÜγιο ο Ýνας στον Üλλο κι ωρμÞσανε απÜνου στον τοßχο. Οι πειο Üφοβοι κι οι πειο δυνατοß ανεβαßνανε ο Ýνας απÜνω στους þμους τ' αλλουνοý κι Ýτσι κÜνανε σκÜλες και φτÜνανε ßσαμε το φρýδι του τοßχου, πþξωνε το μεγÜλο κÜστρο απ' Ýξω, και που Þτανε χαμηλüτερο. Κι Üμα βρεθÞκανε κÜμποσοι ανεβασμÝνοι εκεß απÜνω, γßνηκε πüλεμος σκληρüς και σκοτωμüς αλýπητος κι απὸ τις δυü μεριÝς. Οι Ρωμιοß αρχßσανε να παραδßνουνε. Τüτε üμως ο Θεüφιλος Παλαιολüγος κι ο ΔημÞτρης Κατακουζηνüς ωρμÞσανε και γκρεμνßσανε τους Τοýρκους και τους σκοτþσανε. Ο βασιλιÜς Ýτρεξε προς αυτü το μÝρος κι επßασε και φþναξε για να τους δþση καρδιÜ: "ΑδÝρφια μου, βαστÜτε γερÜ, για την αγÜπη του Θεοý! ΒλÝπω πως οι οχτροß δειλιÜζουνε και διασκορπßζουνται, γιατß δεν Ýρχουνται με τÜξη, üπως συνηθßζουνε!"
     Τüτες αρχßσανε να χτυπÜνε οι καμπÜνες σ' üλη την πολιτεßα. ΘρÞνος και κλαυθμüς Ýβγαινε απü παντοý. Οι γυναßκες και τα παιδιÜ εßχανε γßνει σαν κερÝνια απü το φüβο τους, üσο ακοýγανε εκεßνες τις φωνÝς, που δε βγαßνανε απü λαρýγγια ανθρþπινα, μα απü θηρßα. ¢ντρες και γυναßκες Þτανε γονατιστοß και κλαßγανε και παρακαλοýσανε το Θεü να τους λυπηθÞ. Στο μεταξý οι Τοýρκοι πολεμοýσανε με την ßδια και περισσüτερη μανßα. Ο μεγÜλος τρÜκος γινüτανε κοντÜ στην πüρτα του Ρωμανοý, που βρισκüτανε ο Παλαιολüγος, και ρßχνανε σαγßτες αμÝτρητες σαν τον Üμμο της θÜλασσας και κÜμποσες μπÜλλες με τα κανüνια. Το μεγÜλο κανüνι, που το λÝνε χωνεßα οι παλιοß ιστορικοß, σφεντüνιζε κÜθε τüσο κι απü μια κοτρþνα ποýχε βÜρος διακüσες λßτρες. Ο ΒενετσÜνος Νικολüς ΜπÜρμπαρος λÝγει πως οι μπÜλλες κι οι πÝτρες κι οι σαγßτες, ποýχανε πÝσει μÝσα στη χαμηλÞ μÜντρα του κÜστρου, Þτανε να φορτþσης απÜνου απü ογδüντα καμÞλια, κι üσες εßχανε πÝσει μÝσα στο χαντÜκι Þτανε για να φορτþσης ßσαμε εßκοσι καμÞλια. Μια απ' αυτὲς τις μπÜλλες Üνοιξε μια σκισμÜδα στη μÜντρα του χαμηλοý κÜστρου και σÞκωσε τÝτοιον καπνü και τÝτοιο χþμα, που δε φαινüτανε τßποτα. Οι Τοýρκοι, βοηθοýμενοι απ' τὸν καπνü, μπÞκανε στο μικρü κÜστρο ßσαμε καμμιÜ τρακοσαριÜ, μα οι Χριστιανοß γλÞγορα τους διþξανε και κüψανε τους πειο πολλοýς. Αυτü δυνÜμωσε για λßγο την καρδιÜ τους. Μα σε λßγο ξαναμπÞκανε πÜλι οι Τοýρκοι, και τοýτη τη φορÜ γιüμισε ο τüπος, απÜν' απὸ τριÜντα χιλιÜδες. ¹τανε μεθυσμÝνοι απ' τὸ αßμα, κι ανεβαßνανε ποδοπατþντας και σπρþχνοντας ο Ýνας τον Üλλον σαν αγριοκÜτσικα. ΒγÜζανε τÝτοια γαυγßσματα, πþλεγες πως εßνε η κüλαση. Κι αφοý σκοτωθÞκανε πολý πλÞθος, κρατÞσανε το μικρü το κÜστρο και σε λßγο εßχανε Ýμπει μÝσα στην πρþτη μÜντρα περισσüτεροι απü εβδομÞντα χιλιÜδες. Οι σκοτωμÝνοι κειτüντανε κουβÜρες σαν σακκιÜ.
     ΑπÜνω σ' αὐτὰ πληγþθηκε στο ποδÜρι ο στρατηγüς ΓιουστινιÜνης. Με μιας μαθεýτηκε τοýτη η δυστυχßα απü την μια Üκρη ως την Üλλη κι üλοι μαραθÞκανε. Ο βασιλιÜς Ýφταξε, και βλÝποντας τους στρατιþτες φοβισμÝνους και το Γιουστινιανü νÜνε σαστισμÝνος και να θÝλη να τραβηχτÞ απ' τὸ κÜστρο, του λÝγει: "ΑδερφÝ μου, τι κÜνεις; γýρισε πßσω στην πüστα σου για την αγÜπη του Θεοý· η λαβωματιÜ σου δεν εßνε βαρειÜ. ΑπÜνω σε τοýτη τη στιγμÞ μας αφÞνεις πþχουμε περισσüτερο την ανÜγκη σου; στα χÝρια τα δικÜ σου κρÝμεται η Κωνσταντινοýπολη!" Μα ο Γιουστινιανüς, που στÜθηκε πÜντα παλληκÜρι, εßχε πÜθει μεγÜλη ταραχÞ κι Ýφυγε. ΠÝρασε στο ΓαλατÜ και κει πÝρα πÝθανε σε λßγες μÝρες.
     Οι Τοýρκοι καταλÜβανε πως κÜτι Ýτρεχε στο μÝρος των Γραικþν και πÞρανε τα μπρος. Τüτες Ýνας γενßτσαρος φοβερüς, ΧασÜνης Λουπαδßτης λεγüμενος, πÞδηξε πρþτος απÜνω στο μεγÜλο κÜστρο, βαστþντας με τüνα χÝρι το σκουτÜρι του (ασπßδα) απÜν' απü το κεφÜλι του κι ἀπὸ τ' Üλλο το σπαθß του. Απü πßσω του σκαλþσανε ευθýς καμμιÜ τριανταριÜ σýντροφοß του. Οι Χριστιανοß γκρεμνßσανε τους μισοýς κι ο ßδιος ο ΧασÜνης Ýπεσε χÜμω, βαρεμÝνος απü τις πÝτρες, που ρßχνανε βροχÞ οι Γραικοß. Μ' ὅλα ταýτα πÜλι ξανασηκþθηκε απÜνω στο γüνατü του και πολÝμαγε. Μα του 'πεσε το σκουτÜρι κι ευθýς γιüμισε το κορμß του απü σαγßτες και ξεψýχησε. Ως να σκοτωθÞ αυτüς, εßχανε ανεβÞ πολλοß Τοýρκοι στο μεγÜλο κÜστρο. ΜÝσα στην οχλοβοÞ κÜποιοι απü δαýτους κατεβÞκανε απü μÝσα και βγÜλανε τις αμπÜρες. Τüτες ακουστÞκανε απü παντοý φωνÝς φοβερÝς: "Η Πüλη πατÞθηκε!" Ο κüσμος Ýτρεχε στη θÜλασσα να γλυτþση.
     Κεßνη την þρα Ýβγαινε ο Þλιος. Οι Τοýρκοι μπαßνανε σαν ποτÜμι αφρισμÝνο απü τα κÜστρα κι απü την πüρτα. Οι Χριστιανοß απελπισμÝνοι πÝφτανε με σφαλιχτÜ μÜτια απÜνω τους, κι Ýγινε τÝτοιος σκοτωμüς, που το αßμα Ýτρεχε να κολυμπÞση δαμÜλι. Ο βασιλÝας, παραμιλþντας απ' τὴν απελπισιÜ του, χýμηξε στην πüρτα με τα παλληκÜρια του κι Ýπεσε μÝσα στο πειο πηχτü τουρκομÜνι, βαρþντας με το σπαθß του. Ο Δον Φραγκßσκος ο ΤολεδÜνος, πþλαχε νÜνε στο δεξß του χÝρι, Ýχασε το σπαθß του και χýθηκε και ξÝσκιζε τους Τοýρκους με τα νýχια και με τα δüντια. Ο Θεüφιλος Παλαιολüγος, βλÝποντας ματωμÝνο το βασιλÝα, Ýβαλε μια φωνÞ κι Ýκραξε κλαßγοντας: "ΘÝλω ν' αποθÜνω κι üχι να ζÞσω!" Ο ΓιÜννης ο ΔαλμÜτης κι Üλλοι πολλοß εκεß βουλιÜξανε και χαθÞκανε. Ο βασιλιÜς  βλÝποντας  πως  απüμεινε  μονÜχος  ζωντανüς,  φþναξε:  "Δεν υπÜρχει Χριστιανüς να κüψη το κεφÜλι μου!" Την ßδια την στιγμÞ τον βαρÝσανε δυü Τοýρκοι, ο Ýνας στο πρüσωπο κι ο Üλλος στον þμο. Το κορμß του κýλησε κι ανακατεýτηκε μÝσα στο σωρü πþφραξε την πüρτα...


 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers