Βιογραφικü
Ο ΙÜκωβος ΚαμπανÝλλης γεννÞθηκε στη ΝÜξο στις 2 ΔεκÝμβρη 1921, Þτανε το 6ο απü τα 9 παιδιÜ του ΣτÝφανου ΚαμπανÝλλη, εμπειρικοý φαρμακοποιοý και της Αικατερßνης ΛÜσκαρη. Ο πατÝρας καταγüταν απü τη Χßο, ενþ η μητÝρα προερχüταν απü παλιÜ ξεπεσμÝνη αρχοντικÞ οικογÝνεια της Πüλης. ¹δη απü μαθητÞς στο δημοτικü, διακρßνεται για τη κλßση του στη λογοτεχνßα. ¸νας θρýλος τυλßγει την οικογÝνεια των ΚαμπανÝλληδων: στο γενεαλογικü τους δÝντρο εμφανßζονται τα ονüματα Θαλασσινüς και ΚαμπανÝλλης απü τη πλευρÜ του πατÝρα. Οι Θαλασσινοß ζοýσαν αρχικÜ στη ΜικρÜ Ασßα μα φýγανε κÜποτε για τη Χßο. Εκεß κÜποιος πρüγονος του συγγραφÝα σþθηκε απü σßγουρο θÜνατο απü μια γυναικεßα μορφÞ που θεωρÞθηκε πως Þταν η Παναγßα. ¸κτοτε ο θρησκευτικüς δεσμüς των ΚαμπανÝλληδων με το πρüσωπο της ΠαρθÝνου Ýγινε üλο και πιο ισχυρüς και δεν προδüθηκε ποτÝ οýτε μετÜ την αναχþρηση της οικογÝνειας του ΙÜκωβου στην ΑθÞνα.
Απü τα παιδικÜ του χρüνια, ποτÝ δεν θα ξεχÜσει üτι 1ος αποκÜλυψε το ταλÝντο του στη γραφÞ, τον προφÞτη -üπως τον Ýλεγε: ο δÜσκαλος του. ΠρÜγματι απü τα σχολικÜ χρüνια εßχε το δαßμονα του θεÜτρου μÝσα του και το απÝδειξε σε πολý μικρÞ ηλικßα üταν, Ýχοντας λÜβει δþρο απü Ýνα πλουσιüπαιδο το Παραμýθι Χωρßς ¼νομα της Πηνελüπης ΔÝλτα, αποφÜσισε, μαζß με τους συμμαθητÝς του, να το σκηνοθετÞσει και να το ανεβÜσει για üλο κεßνο το καλοκαßρι. ΜετÜ τις 2 πρþτες τÜξεις του Γυμνασßου, üπου Ýχει συμμαθητÞ τον Μανþλη ΓλÝζο, -με τον οποßο θα παραμεßνει αχþριστος φßλος του μÝχρι το τÝλος- Ýντονα βιοποριστικÜ προβλÞματα αναγκÜζουν την οικογÝνεια να μεταφερθεß στην ΑθÞνα.
Το 1935 ο πατÝρας του, χÜνει το φαρμακεßο κι αποφασßζει να μετακομßσει με την οικογÝνειÜ του στην ΑθÞνα. Αρχßζουν τüτε τα χρüνια της δυσκολßας για τον ΙÜκωβο απ' üταν εγκαθßστανται στο Μεταξουργεßο. Tη μÝρα εργÜζεται και το βρÜδυ σπουδÜζει σχεδιαστÞς τεχνικοý σχεδßου στη νυχτερινÞ Σιβιτανßδειο ΣχολÞ. ¹ταν εκεßνα τα δýσκολα χρüνια της μεταξικÞς δικτατορßας που για να σπουδÜσει κανεßς Ýπρεπε να δανειστεß κρυφÜ τα βιβλßα απü κÜποιο παλιü βιβλιοπωλεßο της οδοý ΑθηνÜς. Την ßδια εποχÞ, στη περιοχÞ που Ýμενε, στο Μεταξουργεßο, γνωρßζεται με συνομηλßκους του που Ýχουνε κοινÝς λογοτεχνικÝς ανησυχßες üπως οι: ΤÜσος Λειβαδßτης, Κþστας κι ΑλÝξανδρος ΚοτζιÜς, ΔημÞτρης Χριστοδοýλου και ΡÝνος Αποστολßδης. ΠαρÜλληλα, εμπλουτßζει τις γνþσεις του με αναγνþσεις βιβλßων, κυρßως λογοτεχνßας κι ιστορßας, που του αποκαλýπτουνε την ανθρþπινη περιπÝτεια αλλÜ και τα μυστικÜ της γραφÞς.
Η ΟικογÝνειÜ του, ο ßδιος δεξιÜ κι ο Γιþργος μπροστÜ, μικρüτερος!
Εßναι üμως αυτÞ η εποχÞ που το διÜβασμα του γßνεται πÜθος: ο ΝτοστογιÝφσκυ του ανοßγει τις πüρτες του αντικομφορμισμοý που θα τον οδηγÞσει αργüτερα, στο ξεκßνημα του Β' Παγκ. Πολ., να σχεδιÜσει μ' Ýνα μυστικü φßλο, τον Γ. Ζ., Ýνα σωτÞριο ταξßδι στη ΜÝση ΑνατολÞ που üμως δεν πραγματοποιÞθηκε ποτÝ, γιατß το χρηματικü ποσü που χρειÜζονταν Þταν υπÝρογκο. Αποφασßζουν να περÜσουνε στην Ελβετßα μÝσω Αυστρßας. Στη ΒιÝννη üμως ο φßλος, παßρνει πßσω το λüγο του, γυρßζει στην ΕλλÜδα κι ο ΙÜκωβος αποφασßζει να συνεχßσει μüνος. Στη διαδρομÞ απü ΒιÝννη προς Ελβετßα σ' Ýναν Ýλεγχο συλλαμβÜνεται στο ºνσμπρουκ και μεταφÝρεται στη ΒιÝννη γι' ανÜκριση, θεωρεßται Ýνοχος για πολιτικÜ εγκλÞματα, καταλÞγοντας στο στρατüπεδο συγκÝντρωσης κι εξüντωσης, ΜαουτχÜουζεν.
Εκεß θα παραμεßνει ως τις 5 ΜÜη 1945, üταν το στρατüπεδο απελευθερþθηκε απü τον αμερικανικü στρατü. Οι συγκρατοýμενοι του, 1100 ¸λληνες κι Ελληνοεβραßοι, τον εκλÝγουν αντιπρüσωπο τους στη ΔιεθνÞ επιτροπÞ που φροντßζει για την ανÜρρωση και την επιστροφÞ τους στην ΕλλÜδα και στο ΙσραÞλ. Απü αυτοýς, μüνο λßγες 100Üδες θα επιστρÝψουν στη πατρßδα. Τελευταßος απ' αυτοýς, μαζß με μßα ομÜδα ¸λληνο-εβραßων κατευθυνüμενοι στη Παλαιστßνη, εßναι ο ΚαμπανÝλλης που θα γυρßσει στην ΕλλÜδα, Αýγουστο του 1945. Αργüτερα, θα γρÜψει τις τρομερÝς εμπειρßες του σ' Ýνα μοναδικü αυτοβιογραφικü μυθιστüρημα με τον ομþνυμο τßτλο, ΜαουτχÜουζεν.
Στην ΑθÞνα, που Ýχει απελευθερωθεß απü τον γερμανικü ζυγü αλλÜ μαστßζεται απü Ýντονες πολιτικÝς αναταραχÝς. Το 1945 εßναι επßσης η χρονιÜ που θα του αποκαλυφθεß η θεατρικÞ του κλßση. Στη διÜρκεια του χειμþνα, ολüτελα τυχαßα, θα βρεθεß στο ΘÝατρο ΤÝχνης να παρακολουθεß τη παρÜσταση των Kaldwell & Kirland, Για ¸να ΚομμÜτι Γη, σκηνοθετημÝνη απü κÜποιο ΚÜρολο Κουν και με ηθοποιοýς μερικοýς Üγνωστους σε αυτüν καλλιτÝχνες, üπως οι ΛαμπÝτη, ΜεταξÜ, ΦωκÜ, Διαμαντüπουλος. Μαγεýεται, ο εσωτερικüς κüσμος του ταρÜσσεται κι η παρÜσταση γßνεται το Ýναυσμα για τις 1ες πνευματικÝς του αναζητÞσεις, ανησυχßες κι αμφιβολßες. Δεν μπορεß ν' αντιληφθεß πως μια θεατρικÞ παρÜσταση, που εßναι εντελþς φανταστικÞ, κατÜφερε ν' αναστατþσει μ' αυτü τον τρüπο Ýναν επιστρÝφοντα απü στρατüπεδο συγκÝντρωσης, μÜρτυρα τüσων αποτρüπαιων καταστÜσεων. Αποφασßζει Ýτσι να δοκιμÜσει τη τýχη του σαν ηθοποιüς. Δßνει εξετÜσεις σε διÜφορες δραματικÝς σχολÝς αλλÜ παρ' üλο που του αναγνωρßζεται κÜποιο ταλÝντο απορρßπτεται συνÝχεια λüγω Ýλλειψης απολυτηρßου.
Εν τω μεταξý, το 1946, διορßζεται στο τüτε Υπουργεßο ΑεροναυπηγικÞς δßχως ποτÝ üμως να παýει να ψÜχνει τον δρüμο του προς το θÝατρο. Η 1η ευκαιρßα να προσεγγßσει την ηθοποιßα του δßνεται απü το φßλο του ΠÝλο (Πελοπßδα) ΚατσÝλη που του προτεßνει να συμμετÜσχει, στο ραδιüφωνο της ΕΙΡ, στη ραδιοφωνικÞ εκφþνηση των Ýργων Ρωμαßος Κι ΙουλιÝττα και ΠελÝας Και ΜελλισÜνθη του Metterling. ΠεπεισμÝνος απü το θεατρικü ταλÝντο του νεαροý ΙÜκωβου, ο ΚατσÝλης ζητÜ απü την επιτροπÞ του Εθνικοý ΘεÜτρου να τον επανεξετÜσουν ως εξαιρετικü ταλÝντο. ΦÜνηκε να ανοßγει ο δρüμος της σκηνÞς αλλÜ ο τüτε διευθυντÞς, ΡοντÞρης, αποφασßζει να τον απορρßψει πÜλι. Με κλειστü πλÝον το δρüμο απü τα παρασκÞνια, θα δοκιμÜσει το δρüμο του θεÜτρου απü τη κεντρικÞ πüρτα, σαν δραματουργüς.
Στεροýμενος üμως τυπικþν προσüντων (απολυτÞριο γυμνασßου), δεν μπορεß να φοιτÞσει ως ηθοποιüς στις δραματικÝς σχολÝς κι αφιερþνεται στη συγγραφÞ θεατρικþν Ýργων. 1ο του Ýργο το: ¢νθρωποι Κι ΗμÝρες (1946), που παραμÝνει ανÝκδοτο. Με το Χορüς ΠÜνω Στα ΣτÜχυα (1950), που ανεβαßνει απü τον θßασο του ΑδαμÜντιου Λεμοý, εγκαινιÜζει τη μακριÜ πορεßα του στη νεοελληνικÞ σκηνÞ. Ακολουθοýν: Ο Κρυφüς ¹λιος, Ο ΜπαμπÜς Ο Πüλεμος, ΟδυσσÝα Γýρισε Σπßτι και τα μονüπρακτα: Η Οδüς, Ο Γορßλας Κι Η Ορτανσßα κ. Ü., που θα παιχτοýν πολý αργüτερα. ¸τσι αφοσιþθηκε μüνο στο γρÜψιμο. Τον ανακÜλυψε ο ΑδαμÜντιος Λεμüς. Το 1ο θεατρικü Ýργο του Þταν Χορüς ΠÜνω Στα ΣτÜχυα, που παρουσιÜστηκε τη θερινÞ θεατρικÞ περßοδο του 1950 απü το θßασο Λεμοý στο θÝατρο Διονýσια της ΚαλλιθÝας.
Το 1954 κι ενþ συνεργαζüταν ακüμη με το ραδιüφωνο της ΕΙΡ, κÜνοντας διασκευÝς παγκοσμßως γνωστþν θεατρικþν Ýργων, γνωρßζει τη διÜσημη καλλιτÝχνιδα Μελßνα Μερκοýρη που του ζητÜ Ýνα πρωτüτυπο κεßμενο να παρουσιαστεß στο ΘÝατρο Ρεξ τον επüμενο χειμþνα. Ο ΚαμπανÝλλης γρÜφει για τη Μελßνα τη ΣτÝλλα Με Τα Κüκκινα ΓÜντια, Ýργο που θα μεταφερθεß αμÝσως στο σινεμÜ, σε σκηνοθεσßα του ΜιχÜλη ΚακογιÜννη, γνωρßζοντας αμÝσως ως ταινßα τερÜστια επιτυχßα. Η πετυχημÝνη αυτÞ ταινßα ματαιþνει τη προγραμματισμÝνη παρÜσταση. Η προβολÞ της ταινßας σε ξÝνα φεστιβÜλ κινηματογρÜφου επιβÜλλει αμÝσως τους συντελεστÝς της διεθνþς. Την ßδια χρονιÜ θα ξαναλειτουργÞσει το ΘÝατρο ΤÝχνης που Þτανε κλειστü απü το 1948.
Εκμεταλλευüμενος τη κινηματογραφικÞ επιτυχßα της ΣτÝλλας, γρÜφει το σενÜριο μιας Üλλης ταινßας, Ο ΔρÜκος, που θεωρεßται ταινßα-σταθμüς στην ιστορßα του νεοελληνικοý κινηματογρÜφου και της παγκüσμιας ταινιοθÞκης και στο τÝλος του 1955 προτεßνει στο Εθνικü ΘÝατρο, νÝο θεατρικü Ýργο με τßτλο, Η ¸βδομη ΜÝρα Της Δημιουργßας. ΕπιτÝλους το ταλÝντο του αναγνωρßζεται επισÞμως κι Η ¸βδüμη ΜÝρα θα εγκαινιÜσει τη 2η σκηνÞ του θεÜτρου. Ανοßξουν οι πüρτες του σημαντικüτερου Ελληνικοý θεÜτρου μες απü τις επευφημßες μßας ευρεßας κριτικÞς κι ενüς πολυÜριθμου κοινοý. Το 1957 το θεατρικü Ýργο του ΚαμπανÝλλη, Αυτüς Και Το Παντελüνι Του, ανεβαßνει στο ΘÝατρο ΤÝχνης με 2 Üλλα μονüπρακτα του Λουßτζι ΠιραντÝλλο και του ¢ντον ΤσÝχωφ σ' Ýνα ρεσιτÜλ υποκριτικÞς του Βασßλη Διαμαντüπουλου.. Το ρεσιτÜλ αυτü απÝκτησε τÝτοια επιτυχßα που αντß για τις δýο προγραμματισμÝνες παραστÜσεις παßχτηκε 11 φορÝς!!!.
Τüτε ο Κουν ζητÜ απü τον συγγραφÝα να του διαβÜσει μÝρος του τελευταßου του Ýργου κι ο ΚαμπανÝλλης του διαβÜζει 3 πρÜξεις της ΑυλÞς Των ΘαυμÜτων, που Ýλειπε ακüμα το φινÜλε. Ο Κουν ενθουσιÜζεται αντιλαμβÜνοντας üτι αυτü το κεßμενο Þταν ü,τι Ýλειπε ακριβþς απü το ελληνικü θÝατρο κεßνης της εποχÞς. Προγραμματßζει αμÝσως το ανÝβασμα της ΑυλÞς για το χειμþνα του 1958 στο ΘÝατρο ΤÝχνης με σκηνικÜ ΓιÜννη Τσαροýχη και μουσικÞ ΜÜνου ΧατζιδÜκι και το Ýργο παßχτηκε ασταμÜτητα για üλη τη σεζüν, σε σκηνοθεσßα ΚωστÞ Μιχαηλßδη και το επüμενο καλοκαßρι ανÝβηκε στο Βασιλικü ΘÝατρο Θεσσαλονßκης και ξανÜ στην ΑθÞνα τον επüμενο χειμþνα, χωρßς διακοπÞ. Αυτü το Ýργο λοιπüν, τον καθιερþνει σαν αναμορφωτÞ της νεοελληνικÞς δραματουργßας. Η απÞχηση της παρÜστασης οδηγεß στην ανανÝωση της συνεργασßας του με τον Κουν και την επüμενη σεζüν.
Το 1959, θα παρουσιÜσει στο ΘÝατρο ΤÝχνης το 3ο Ýργο της ρεαλιστικÞς 3λογßας του με τßτλο, Η Ηλικßα Της Νýχτας. Η πολιτικÞ διÜσταση που ανÝδυε αυτü το Ýργο, τüσο διαφορετικü απü τα προηγοýμενα, δεν Üρεσε στους περισσüτερους δημιουργþντας Ýτσι Ýνα ρÞγμα στη κριτικÞ. Ωστüσο ο συγγραφÝας δεν αποθαρρýνθηκε και δÝχτηκε τη πρüταση των Μαρßας Αλκαßου και Βασßλη Διαμαντüπουλου να γρÜψει Ýνα καινοýργιο Ýργο για τα εγκαßνια του ΘεÜτρου τους, στην οδü ΣτουρνÜρα, πραγματοποιþντας Ýτσι το παλιü του üνειρο: τη διασκευÞ για τη σκηνÞ του λατρεμμÝνου του Παραμýθι Χωρßς ¼νομα, της ΔÝλτα, Ýτσι þστε να πειραματιστεß σε νÝους τρüπους Ýκφρασης. Θýμα της πολιτικÞς Ýξαψης της περιüδου ομüφωνα απορρßφθηκε. Η σκηνικÞ αυτÞ αλληγορßα, παρ' üλο το καλü καστ Διαμαντüπουλου-Αλκαßου, παρÜ τους εξαιρετικοýς συντελεστÝς της και τη συμβολÞ του ΜÜνου ΧατζιδÜκι στη μουσικÞ, δε γßνεται δεκτÞ και σýντομα κατεβαßνει. ΑρκετÜ πληγωμÝνος, θα μετοικÞσει πρþτα στο Λονδßνο, üπου θα παραμεßνει μÝχρι το 1962 κι Ýπειτα στη Κýπρο. Στην ΑθÞνα θα επιστρÝψει ¢νοιξη του 1963. Ωστüσο, τα Ýργα Η ΑυλÞ Των ΘαυμÜτων και Παραμýθι Χωρßς ¼νομα, θ' αναδειχθοýν ως τα πιο αγαπητÜ και πολυπαιγμÝνα θεατρικÜ του.
Η αντιμετþπιση αυτþν των Ýργων και το Ýντονο ασταθÝς πολιτικü κλßμα της ταραγμÝνης 10ετßας του '60, τον προβληματßζει που βρßσκεται σε κρßσιμη περßοδο καμπÞς κι αναθεωρÞσεων των εκφραστικþν του μÝσων. Αποφασßζει να επισκεφθεß το Λονδßνο και θα μεßνει εκεß για κÜποιο διÜστημα, να ενημερωθεß για τις νÝες καλλιτεχνικÝς και θεατρικÝς τÜσεις. Καρπüς αυτÞς της εμπειρßας εßναι το Ýργο Η ΓειτονιÜ Των ΑγγÝλων (1963), που ανεβαßνει στο θÝατρο Ρεξ, μüλις επιστρÝφει στην ΕλλÜδα, απü το θßασο της ΤζÝνης ΚαρÝζη, σε μουσικÞ ΘεοδωρÜκη, παρουσιÜζοντας Ýνα νÝο σκηνικü λüγο εν εßδη λαúκÞς üπερας. Απü üλη τη παρÜσταση, το κοινü θα εκτιμÞσει πÜνω απ' üλα, τα τραγοýδια που αποτελοýν ακüμη και σÞμερα κομμÜτι του ρεπερτορßου του λαúκοý τραγουδιοý. Το 1964 ο συγγραφÝας γρÜφει για την ΑμερικÜνικη τηλεüραση NBC, το σενÜριο του Ýργου Η ΕλλÜδα Της Μελßνας και ξεκινÜ τη συνεργασßα του με την εφημερßδα Ελευθερßα του ΠÜνου Κüκκα.
Το 1960, διασκευÜζει το υλικü που εßχε γρÜψει μεταξý των ετþν 1943 και 1945 με θÝμα το Μαουτχαουζεν και το δημοσιεýει σε αυτοτελÞ δοκßμια στην εφημερßδα üπου εργÜζεται. Η συνεργασßα του με την εφημερßδα Ελευθερßα θα διακοπεß στις 15 Ιουλßου της ßδιας χρονιÜς κατÜ την διÜρκεια πολιτικþν γεγονüτων. Η εμπειρßα του, ωστüσο, στο ναζιστικü στρατüπεδο συγκεντρþσεως που τον απασχολοýσε πολλÜ χρüνια πριν, αποτυπþνεται στο χρονικü του, ΜαουτχÜουζεν. Μαρτυρßα που κυκλοφορεß σε βιβλßο, αρχικÜ απü τις εκδüσεις ΘεμÝλιο (1961) κι εν συνεχεßα απü τον ΚÝδρο, γßνεται αμÝσως εκδοτικÞ επιτυχßα και με τις συνεχεßς επανεκδüσεις μÝχρι σÞμερα, αναδεικνýεται ως επßτευγμα της αντιπολεμικÞς λογοτεχνßας. Η απÞχηση του βιβλßου τον παρακινεß να γρÜψει τους στßχους των 4 τραγουδιþν του ομþνυμου κýκλου, που μελοποιεß ο Μßκης ΘεοδωρÜκης και παρουσιÜζονται με μεγÜλη επιτυχßα στην ΕλλÜδα και στο εξωτερικü ως σÞμερα.
Τον Οκτþβρη του 1964, η ΤζÝνη ΚαρÝζη θα πρωταγωνιστÞσει στο Βßβα Ασπασßα του, Ýργο που προκÜλεσε πüλεμο ανÜμεσα στους κριτικοýς: απü πολλοýς το δρÜμα κατηγορÞθηκε σαν προσβλητικü για τη μνÞμη των γυναικþν που πρüταξαν το στÞθος τους στα Üρματα των Γερμανþν στη ΚατοχÞ -üπως Ýγραψε ο ΚλÜρας στη ΒραδυνÞ -αλλÜ οι πιο διÜσημες προσωπικüτητες της εποχÞς θÝλησαν να υπερασπιστοýν δημοσßως αυτü το Ýργο ως Ýνδειξη τιμÞς στο θÜρρος των ανταρτþν στη πιο σημαντικÞ περßοδο της σýγχρονης ιστορßας, την Αντßσταση. ΑνÜμεσÜ τους ο ΑνδρÝας ΠαπανδρÝου, ο Μßκης ΘεοδωρÜκης κι ο Μανþλης ΓλÝζος.
Το 1966 οι καιροß εßναι πλÝον þριμοι Ýτσι þστε ο Κουν να μπορÝσει ν' ανεβÜσει το ΟδυσσÝα Γýρισε Σπßτι, γραμμÝνο απü το 1953, που 'χε θεωρηθεß ακατÜλληλο για το Εθνικü ΘÝατρο εδþ και 13 χρüνια. Ο σκηνοθÝτης δοýλεψε μÝρα-νýχτα σ' αυτü το Ýργο και στο ντεμποýτο του το δρÜμα αναγνωρßστηκε ως ο 2ος θεμελιþδης λßθος στη θεατρικÞ καρριÝρα του συγγραφÝα. Απü το 1966 ως το 1969 βρισκüμαστε πλÝον στα χρüνια της δικτατορßας κι η λογοκρισßα κüβει τα φτερÜ σε κÜθε απüπειρα ελεýθερης Ýκφρασης. Ο ΙÜκωβος παýει κÜθε θεατρικÞ δραστηριüτητα αφιερþνοντας κÜθε ενÝργεια του στον κινηματογρÜφο. Με τον αδερφü του Γιþργο σκηνοθετεß, το 1970, τη ταινßα, Το Κανüνι Και Το Αηδüνι που τιμÞθηκε στο ΦεστιβÜλ Θεσσαλονßκης. (Σημ.: Ο Γιþργος ΚαμπανÝλλης ο ηθοποιüς, Þταν ο μικρüτερος αδελφüς του).
Το 1971 προσαρμüζει στη σκηνÞ το διÞγημα του ΚÜφκα, Η Αποικßα Των ΤιμωρημÝνων, παρουσιÜστηκε στη ΠειραματικÞ ΣκηνÞ της Πüλης της ΜαριÝτας ΡιÜλδη. Την επüμενη χρονιÜ ο θßασος ΝÝα Πορεßα, Ýνα σπÜνιο σýμπλεγμα εξαιρετικþν ηθοποιþν, θα ξαναπαρουσιÜσει το Παραμýθι Χωρßς ¼νομα που, üπως εßχε Þδη συμβεß και με τον ΟδυσσÝα του Κουν, αυτÞ üμως τη φορÜ να σημειþνει τερÜστια επιτυχßα παραμÝνοντας στη σκηνÞ μÝχρι το επüμενο καλοκαßρι. Το ΜεγÜλο Μας Τσßρκο (1973), που ανεβÜζει ο θßασος ΚαρÝζη-ΚαζÜκου, με μουσικÞ Σταýρου ΞαρχÜκου κι εξελßσσεται σε αντιδικτατορικÞ εκδÞλωση. Το Κουκκß Και Το Ρεβýθι (1974) κι Ο Εχθρüς Λαüς (1975), που ανÝβηκαν απü τον ßδιο θßασο κι ανÞγαγαν τον ΚαμπανÝλλη σε σýμβολο αντßστασης κÜθε μορφÞς φασισμοý. Με το Ýργο, Πρüσωπα Για Βιολß Κι ΟρχÞστρα (1976), που διαρθρþνεται σε 4 μονüπρακτα: Ο Πιστüς ¢νθρωπος, Ο Πανηγυρικüς, Ο ¢νθρωπος Και Το ΚÜδρο κι Η Γυναßκα Και Το ΛÜθος κι ανÝβηκαν σε σκηνοθεσßα του Κουν, τελειοποιεß τη γραφÞ και το ýφος που 'χε εγκαινιÜσει με το μονüπρακτο Αυτüς Και Το Πανταλüνι Του.
Εκεßνα τα χρüνια Þτανε τρομερÜ για το θÝατρο: η δικτατορικÞ αστυνομßα παρακολουθοýσε χωρßς ανοχÞ κÜθε παρÜσταση κι η λογοκρισßα ακρωτηρßαζε ανελÝητα ακüμη και τα πιο ακßνδυνα κεßμενα. ΜετÜ απü εξαντλητικÞ κüπωση ο ΚαμπανÝλλης κατÜφερε να δει στη σκηνÞ το Ýργο Το ΜεγÜλο Μας Τσßρκο, μια ψευτοκωμωδßα με λεπτÞ και συγκαλυμμÝνη σÜτιρα που κατÜφερε να ξεγελÜσει ακüμη και τη λογοκρισßα. Τη κωμωδßα ανÝβασε στην σκηνÞ ο θßασος ΚαζÜκου-ΚαρÝζη στο θÝατρο ΑθÞναιον το 1973. Στη διÜρκεια της πρεμιÝρας το μÞνυμα σκüπιμα κρυμμÝνο στους λογοκριτÝς φÜνηκε üμως να καταβÜλλει κυριολεκτικÜ τους θεατÝς, μ' αποτÝλεσμα την επÝμβαση της δικτατορικÞς αστυνομßας και τη διακοπÞ του Ýργου. ¾στερα απü τα αßσχη του Πολυτεχνεßου η ΚαρÝζη κι ο ΚαζÜκος συνελÞφθησαν κι οι παραστÜσεις συνεχßστηκαν στο θÝατρο Ακροπüλ, üχι χωρßς προβλÞματα απü τις ΑρχÝς: κÜθε φορÜ που η λογοκρισßα Ýκοβε μßα σκηνÞ, την επüμενη μÝρα ο θßασος το παρουσßαζε με τον ßδιο τρüπο κι η αστυνομßα Þτανε συνÝχεια Ýτοιμη για να επÝμβει.
Το 1976 ο Κουν ανεβÜζει λοιπüν το Πρüσωπα Για Βιολß Κι ΟρχÞστρα, 4 μοναδικÝς πρÜξεις απ' üπου Η Γυναßκα Και Το ΛÜθος εγκωμιÜστηκε ομüφωνα σαν καλλßτερο παρÜδειγμα νεοελληνικοý κοινωνικοý δρÜματος. Κι εßναι ακüμη ο Κουν που το 1978 ανεβÜζει στο ΘÝατρο ΤÝχνης Τα ΤÝσσερα Πüδια Του Τραπεζιοý που αποτελοýσε μια ροπÞ του συγγραφÝα προς το αστικü δρÜμα και παρουσιÜστηκε μ' επιτυχßα üλο το χειμþνα. ΜονÜχα το 1980, 28 χρüνια αφοý εßχε γραφτεß, θα παιχτεß Ο ΜπαμπÜς Ο Πüλεμος απü τον θßασο του ΛαζÜνη, που θα το ξαναπαρουσιαστεß το 1987 στο Κρατικü ΘÝατρο Βορεßου ΕλλÜδας σε σκηνοθεσßα του ßδιου του ΚαμπανÝλλη. Το 1981 με απαßτηση του ΠΑΣΟΚ, που εßναι πλÝον στην εξουσßα, ο ΚαμπανÝλλης αναλαμβÜνει την διεýθυνση του εθνικοý ραδιοφþνου της ΕΡΤ και μετÜ απü λßγο του προσφÝρεται επßσης η Υποδιεýθυνση της ΕθνικÞς Τηλεüρασης ΕΡΤ, üπου θα προσπαθÞσει βελτßωση των ψυχαγωγικþν προγραμμÜτων. Παρ' ολ' αυτÜ, τον Ιοýνιο του 1988 θα εγκαταλεßψει τη θÝση του αρνοýμενος να καλýπτει τις παρÜνομες εισβολÝς της κυβÝρνησης της δεξιÜς στη διεýθυνση του καναλιοý. Το 1978 ξεκινÜ εν τω μεταξý, η Ýκδοση των ΑπÜντων του με τον τßτλο ΘÝατρο, που κυκλοφοροýν απü τις εκδüσεις ΚÝδρος. Στη σειρÜ αυτÞ Ýχουν εκδοθεß οι 9 πρþτοι τüμοι (Α-Θ), üπου το θεατρικü κεßμενο συνοδεýουνε, φωτογραφικü υλικü και μικρü ανθολüγιο κριτικþν των πρþτων παραστÜσεων τους.
Ακοýραστος δημιουργüς, μετÜ απü 8 χρüνια απουσßας ο ΚαμπανÝλλης επιχειρεß δυναμικÞ επιστροφÞ στη σκηνÞ με το Ýργο Ο Αüρατος Θßασος (1989), που παßζεται σε σκηνοθεσßα Γιþργου Μιχαηλßδη στο Εθνικü ΘÝατρο. Το 1990, 40 χρüνια μετÜ απü τη 1η θεατρικÞ του παρÜσταση θα δει τον ΟδυσσÝα του στο Ηρþδειο σε σκηνοθεσßα Κουν, στη διÜρκεια του ΦεστιβÜλ Αθηνþν. Θα 'ναι η 1η φορÜ που Ýνας σýγχρονος ¸λληνας συγγραφÝας θ' ανεβαστεß σ' επßσημη εκδÞλωση αυτοý του ΦεστιβÜλ. Το κοινü κυριολεκτικÜ κατÝλαβε το θÝατρο για να συγχαρεß το δημιουργü και τους παραγωγοýς. Ο ΚαμπανÝλλης ομολογεß πως εκεßνη υπÞρξε απü τις πιο ικανοποιητικÝς στιγμÝς της καρριÝρας του. Η 10ετßα του '90 εßναι περßοδος περισυλλογÞς για τον συγγραφÝα που διÜσημος πια σ' üλη τη χþρα, προσκαλεßται να μιλÞσει σε συνÝδρια για τη κουλτοýρα και το θÝατρο. Το ΜÜη του 1990 ο συγγραφÝας υπÞρξε επßσης φιλοξενοýμενος του ΤμÞματος ΝεοελληνικÞς Γλþσσας και Λογοτεχνßας του Πανεπιστημßου της ΝÜπολι L’ Orientale να δþσει σειρÜ διαλÝξεων για τη κατÜσταση του σýγχρονου ελληνικοý θεÜτρου.
Ο προβληματισμüς του για τις σýγχρονες σχÝσεις στη φθßνουσα μικροαστικÞ κοινωνßα της εποχÞς κι οι προκλÞσεις τυχοδιωκτισμοý και διαφθορÜς, εκφρÜζονται στο Ýργο Ο Δρüμος ΠερνÜ Απü ΜÝσα (1991), που θεωρεßται ιδεολογικÞ συνÝχεια του Αüρατου ΘιÜσου, ανεβαßνει στο Πειραματικü ΘÝατρο Της Πüλης της ΜαριÝττας ΡιÜλδη σε δικÞ του σκηνοθεσßα. Η σýγκρουση του ατüμου με τη πραγματικüτητα εντοπßζεται στο μονüπρακτο Ο ΕπικÞδειος (1997), που αν και γραμμÝνο παλιüτερα, τþρα αρχßζει να ερμηνεýεται στη σκηνÞ Της ßδιας χρονιÜς εßναι κι Ο Πανηγυρικüς κι Ο ΕπικÞδειος που παρουσιαστÞκανε ξανÜ στο ρεσιτÜλ του Παπαγεωργßου δßπλα με τη μοναδικÞ πρÜξη του '59 Αυτüς Και Το Παντελüνι Του. Με τη 3λογßα Ο Δεßπνος (ΓρÜμμα Στον ΟρÝστη, Ο Δεßπνος, ΠÜροδος Θηβþν, 1993), που ανεβαßνει σε δικÞ του σκηνοθεσßα στο Εθνικü ΘÝατρο, συνομιλεß μ' ¸λληνες και ξÝνους συγγραφεßς του παγκüσμιου θεÜτρου που γρÜψαν Ýργα βασισμÝνα σε θÝματα και μορφÝς της αρχαßας τραγωδßας. Διανοßγει απü 'δω Ýνα νÝο κýκλο Ýργων του, πειραματικοý χαρακτÞρα, που τον αποκαλεß ΣπουδÝς Κι Απüπειρες.
Τα πιο σýγχρονα δρÜματα ορßζονται απü τον ßδιο τον συγγραφÝα σαν μελÝτες και δοκιμÝς γιατß πρüκειται για πειραματικÜ και πρωτοπüρα Ýργα. ΜÝσα σ' αυτü το πλαßσιο εντÜσσεται και το Ýργο Στη Χþρα Ιψεν, üπου δßνει μια νÝα ερμηνεßα του Ýργου του ºψεν Βρυκüλακες κι Ýχει θερμÞ υποδοχÞ στο ΔιεθνÝς ΦεστιβÜλ ºψεν στο ¼σλο. Τα επüμενα Ýργα: Η Τελευταßα ΠρÜξη, Μια ΣυνÜντηση ΚÜπου Αλλοý, Μια Κωμωδßα, Οι Δýσκολες Νýχτες Του Κυρßου ΘωμÜ, διευρýνουνε και συμπληρþνουνε τη θεατρικÞ του προσφορÜ. Το τελευταßο εßναι μια ενδελεχÞς μελÝτη ηρþων, συνομηλßκων του συγγραφÝα, μ' ανησυχßες κι αγωνßες για τη φθορÜ του σþματος, συνδεδεμÝνες με υπαρξιακÜ ερωτÞματα. ΑσχολÞθηκε επßσης με τη δημοσιογραφßα στις εφημερßδες Ελευθερßα (1963-65), ΑνÝνδοτος (1965-66) κι απü το 1975 στα ΝÝα. ΥπÞρξε επßσης μÝλος της Εταιρßας ΕλλÞνων Θεατρικþν ΣυγγραφÝων.
Ο ΚαμπανÝλλης, εκτüς απü θεατρικüς συγγραφÝας, πεζογρÜφος και δοκιμιογρÜφος, υπÞρξε και στιχουργüς. ¸γραψε τραγοýδια, που η μελοποßηση τους με τη μουσικÞ των ΜÜνου ΧατζιδÜκι, Μßκη ΘεοδωρÜκη, Σταýρου ΞαρχÜκου, συνÝβαλαν στην εξÝλιξη του νεοελληνικοý τραγουδιοý, γßναν επιτυχßες και τραγουδιοýνται μÝχρι σÞμερα. Εξßσου γüνιμη Þταν κι η συμβολÞ του στο νεοελληνικü κινηματογρÜφο ως σεναριογρÜφου (Νßκου Κοýνδουρου Ο ΔρÜκος (1956), Γρηγüρη Γρηγορßου, Η ΑρπαγÞ Της Περσεφüνης (1956), Ντßνου Δημüπουλου Το ΑμαξÜκι (1957) και Βασßλη ΓεωργιÜδη Τα Κορßτσια Στον ¹λιο (1968)) αλλÜ ενßοτε κι ως σκηνοθÝτη σε δικÝς του ταινßες üπως Η ΧιονÜτη Και Τα ΕφτÜ Γεροντοπαλßκαρα (1960) και Το Κανüνι Και Τ' Αηδüνι (1968). ΜεγÜλο μÝρος της δραστηριüτητας του αφιÝρωσε επßσης στο Ραδιüφωνο με πλÞθος εκπομπþν ως συγγραφÝας και παραγωγüς με πρωτüτυπα θÝματα Þ διασκευÝς λογοτεχνικþν-θεατρικþν Ýργων.
Το 1999 συνÝβαλε στην κßνηση αποκÝντρωσης της καλλιτεχνικÞς αγωγÞς, υποστηρßζοντας την ιδÝα του ηθοποιοý ΔημÞτρη ΠαπαγιÜννη και του ΛÜμπρου Μßχου, ΔημÜρχου ΔÞμου Αγßας ΒαρβÜρας, για την ßδρυση της 1ης ΔημοτικÞς Ανþτερης ΣχολÞς ΔραματικÞς ΤÝχνης. Απü το 2003 ως το 2007 διετÝλεσε Πρüεδρος της ΒουλÞς των ΕφÞβων, διαδεχüμενος τον Αντþνη ΣαμαρÜκη. Στα τελευταßα χρüνια προς τιμÞ των 50 ετþν καρριÝρας του, τιμÞθηκε με τις πιο υψηλÝς διακρßσεις στα πανεπιστÞμια της ΑθÞνας κα της Θεσσαλονßκης κι ανακηρýχθηκε μÝλος ad honorem της Ακαδημßας Αθηνþν.
Για την üλη προσφορÜ του ως συγγραφÝα αλλÜ κι ως ευαισθητοποιημÝνου πολßτη, τιμÞθηκε με πολλÝς διακρßσεις κι αναγορεýθηκε επßτιμος δημüτης πολλþν πüλεων. ΕκλÝχτηκε επßτιμος διδÜκτωρ της ΦιλοσοφικÞς ΣχολÞς του Πανεπιστημßου της Κýπρου (1996), της ΑνωτÜτης ΣχολÞς Καλþν Τεχνþν του ΑΠΘ (1999) και του τμÞματος Θεατρικþν Σπουδþν της ΦιλοσοφικÞς ΣχολÞς του Πανεπιστημßου Αθηνþν (1999). ΕξελÝγη παμψηφεß κι αναγορεýθηκε Ακαδημαúκüς (1999), εγκαινιÜζοντας την Ýδρα του ΘεÜτρου στην Ακαδημßα Αθηνþν. Ο Πρüεδρος της Δημοκρατßας του απÝνειμε το παρÜσημο του Ανþτερου ΤαξιÜρχη του τÜγματος του Φοßνικα (2000).
ΠÝθανε στις 29 Μαρτßου 2011, λüγω νεφροπÜθειας, λßγο μετÜ το θÜνατο της αγαπημÝνης συζýγου του, Νßκης.
Ο ΚαμπανÝλλης συνετÝλεσε þστε το νεοελληνικü θÝατρο να βγει απü την απομüνωση που βρισκüταν και το οδÞγησε απü την ηθογραφßα και την επιθεþρηση, στον κοινωνικü ρεαλισμü, στον ποιητικü συμβολισμü, στη σÜτιρα και στην αφαßρεση. Θεωρεßται πατριÜρχης του νεοελληνικοý θεÜτρου κι ο κýριος εκφραστÞς των καταστÜσεων που βιþνει η κοινωνßα μας το τελευταßο μισü του 20ου αι. Συνοδοιπüροι του εßναι οι: Λ. ΑναγνωστÜκη, Δημ. Κεχαßδης. Γ. Σκοýρτης, Μ. ΕυθυμιÜδης, Μ. Ποντßκας, Γ. ΔιαλεγμÝνος, Α. ΠÜνου, Β. Κατσικονοýρης κ.Ü. ΜετÜ το θÜνατο του δημιουργÞθηκε το Αρχεßο ΚαμπανÝλλη και το Θεατρικü Μουσεßο ΙÜκωβος ΚαμπανÝλλης στη ΝÜξο.
Τα θεατρικÜ του Ýργα, που υπερβαßνουνε τα 40, διδαχτÞκανε και διδÜσκονται απ' üλους σχεδüν τους νεοÝλληνες σκηνοθÝτες κι Ýχουνε παιχτεß απü τις κρατικÝς σκηνÝς (Εθνικü ΘÝατρο, ΚΘΒΕ και διÜφορα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.) της ΕλλÜδας, της Κýπρου (Θ.Ο.Κ.), καθþς κι απü ιδιωτικοýς θιÜσους. Τα κεßμενα του Ýχουνε μεταφραστεß και παιχτεß στις ΗΠΑ, Αγγλßα, Γαλλßα, Γερμανßα, Ιταλßα, Ισπανßα, Αυστρßα, Ουγγαρßα, Πολωνßα, Σουηδßα, Ρουμανßα. Βουλγαρßα, Νορβηγßα, Λιθουανßα, Τουρκßα, ΙσραÞλ, Αυστραλßα και Κßνα.
ΘΕΑΤΡΙΚΑ
Χορüς πÜνω στα στÜχυα - Θßασος ΑδαμÜντιου Λεμοý, 1950
¸βδομη μÝρα της δημιουργßας - Εθνικü ΘÝατρο, Β' ΣκηνÞ, 1955-56
Αυτüς και το παντελüνι του και η ΚρυφÞ ζωÞ του Γουþρεν ΜÞττυ (μονüπρακτα) - Βασßλης Διαμαντüπουλος, 1957
Η ΑυλÞ των ΘαυμÜτων - ΘÝατρο ΤÝχνης, 1957-58
Η ηλικßα της νýχτας - ΘÝατρο ΤÝχνης, 1958-59
Ο Γορßλας και η Ορτανσßα - Θßασος ¸λσας ΒεργÞ, 1959
Παραμýθι χωρßς ¼νομα - ΝÝο ΘÝατρο Βασßλη Διαμαντüπουλου - Μαρßας Αλκαßου 1959-60
ΓειτονιÜ των αγγÝλων - Θßασος ΚαρÝζη, 1963-64
Βßβα Ασπασßα - Θßασος ΚαρÝζη, 1966-67
ΟδυσσÝα γýρισε σπßτι - ΘÝατρο ΤÝχνης, 1966-67
Αποικßα των τιμωρημÝνων - Πειραματικü ΘÝατρο ΜαριÝττας ΡιÜλδη, 1970-71
Ασπασßα - Θßασος ΚαρÝζη-ΚαζÜκου, 1971-72
Το μεγÜλο μας τσßρκο - Θßασος ΚαρÝζη-ΚαζÜκου, 1972-73
Το κουκß και το ρεβýθι - Θßασος ΚαρÝζη-ΚαζÜκου, 1974
Ο εχθρüς λαüς - Θßασος ΚαρÝζη-ΚαζÜκου, 1975
Πρüσωπα για βιολß και ορχÞστρα - ΘÝατρο ΤÝχνης, 1976-77
Τα τÝσσερα πüδια του τραπεζιοý - ΘÝατρο ΤÝχνης, 1978-79
Ο μπαμπÜς ο πüλεμος - ΘÝατρο ΤÝχνης, 1981
Ο αüρατος Θßασος - Εθνικü ΘÝατρο, 1988
Ο δρüμος περνÜ απü μÝσα - 1992
Τρεις σε μοναξιÜ (Ο πανηγυρικüς, Αυτüς και το παντελüνι του, Ο επικÞδειος) - ΘÝατρο ΣτοÜ, 1992, ΘανÜσης Παπαγεωργßου.
ΣιλωÜμ και Ο κρυφüς Þλιος" - ΘÝατρο ΤζÝνη ΚαρÝζη, 2016
ΣΕΝΑΡΙΑ
ΣτÝλλα σε σκηνοθεσßα ΜιχÜλη ΚακογιÜννη.
Ο δρÜκος σε σκηνοθεσßα Νßκου Κοýνδουρου.
Το ΠοτÜμι σε σκηνοθεσßα Νßκου Κοýνδουρου.
ΑρπαγÞ της Περσεφüνης σε σκηνοθεσßα Γρηγüρη Γρηγορßου.
Το κανüνι και τ' αηδüνι σε σκηνοθεσßα ΙÜκωβου & Γιþργου ΚαμπανÝλλη.
Κορßτσια στον Þλιο σε σκηνοθεσßα Βασßλη ΓεωργιÜδη.
Επßσης ο ΙÜκωβος ΚαμπανÝλλης συνÝγραψε και το βιβλßο ΜαουτχÜουζεν, üπου εξιστορεß üσα Ýζησε στο στρατüπεδο συγκÝντρωσης και εξüντωσης απü το 1943 ως το 1945. Η διÞγηση γßνεται σε δýο χρüνους, καθþς ο αφηγητÞς αναφÝρεται εναλλÜξ στη ζωÞ στο απελευθερωμÝνο πλÝον στρατüπεδο και στη ζωÞ κατÜ τη διÜρκεια της αιχμαλωσßας. Η αφÞγηση, συνταρακτικÜ απλÞ και ανθρþπινη, παρÝχει πληροφορßες για τις θηριωδßες που Ýλαβαν χþρα στα στρατüπεδα συγκÝντρωσης κατÜ τη διÜρκεια του Β' Παγκοσμßου ΠολÝμου, αλλÜ ρßχνει φως και σε μßα πιο Üγνωστη πτυχÞ του δρÜματος: της επανÜκτησης της ζωÞς απü τους επιζÞσαντες μÝσα απü την περιγραφÞ των αντικειμενικþν συνθηκþν αλλÜ και της ψυχολογικÞς κατÜστασης των θυμÜτων τις πρþτες μÝρες της απελευθÝρωσÞς τους. Το βιβλßο κυκλοφορεß απü τις Εκδüσεις ΚÝδρος.
Εκδüσεις των Ýργων του
ΚαμπανÝλλης ΙÜκωβος, ΜαουτχÜουζεν, Εκδüσεις ΘεμÝλιο (1961), Εκδüσεις ΚÝδρος (1995)
ΚαμπανÝλλης ΙÜκωβος, Η αρπαγÞ της Περσεφüνης: ΣενÜριο για την ομþνυμη ταινßα του Γρηγüρη Γρηγορßου, εκδ. Αιγüκερως (1996)
ΚαμπανÝλλης ΙÜκωβος, ΘÝατρο, τομ 1-8, εκδ. ΚÝδρος (1999-2010)
===============
ΜαουτχÜουζεν
"Στο Ες‐Ες Στρατόπεδο Συγκεντρώσεως του Μαουτχάουζεν έμεινα κρατούμενος απʹ το καλοκαίρι του 1943 μέχρι το τέλος του πολέμου. Έχουνε περάσει είκοσι χρόνια από τότε και μόνο τώρα νιώθω σε θέση να θίξω και να καταγράψω το μέρος αυτό της ζωής μου και της ζωής τόσων άλλων. Σήμερα, που βλέπω τη ʺσυνάντηση του παρελθόντοςʺ με το ʺπαρόνʺ, ξεκαθαρίζουν στη σκέψη μου γεγονότα που δεν είχα καταλάβει. Ίσως να τα κατάλαβα τώρα...".
Αυτά γράφει ο Ιάκωβος Καμπανέλλης για το βιβλίο του. Το βιβλίο είναι μια αληθινή ιστορία. Μαουτχάουζεν ήταν ένα στρατόπεδο συγκÝντρωσης των Ες‐Ες, στην Αυστρία, στη διάρκεια του πολέμου. Στο μακρύ κατάλογο των κρατουμένων ήταν γραμμένος κι ο Καμπανέλλης. Έζησε τη φρίκη της ναζιστικής θηριωδίας που αφηγείται εδώ με δραματικό και συναρπαστικό τρόπο. Το Μαουτχάουζεν είναι το μόνο πεζό έργο του συγγραφέα. Με γυρίσματα προς τα πίσω ξαναζωντανεύει η εποχή που το Μαουτχάουζεν ήταν Ες‐Ες Στρατόπεδο ΣυγκÝντρωσης κι Εξüντωσης. SS Konzentrazion und Vernichtungs Lager. Η αφήγηση ακολουθεί τους απελευθερωμένους ως τη μέρα που πήραν το δρόμο για τη νέα τους ζωή, στη μεταπολεμική Ευρώπη.
Το Μαουτχάουζεν είναι αληθινή ιστορία, όπως τη ξανάζησα τις ώρες που ξανάβλεπα παλιές σημειώσεις και προσπαθούσα να τη θυμηθώ.
Οι σελίδες αυτές αρχίζουν με την απελευθέρωσÞ μου απü το Μαουτχάουζεν στις 5 ΜÜη 1945. 1963 Ι. Κ.
==================
Τα σημÜδια Ýρχονταν απü γη κι ουρανü...
¹ταν Απρßλης. Κι Þταν χßλια εννιακüσα σαρÜντα πÝντε. Εßχαμε αρχßσει να το ξÝρουμε πως ο πüλεμος πÜει να τελειþσει... Τα σημÜδια Þταν πολλÜ. Τα μεγÜφωνα που Þταν μÝσα στις παρÜγκες για ν' ακοýμε τ' ανακοινωθÝντα της ΒÝρμαχτ και τους λüγους του Χßτλερ εßχαν απü καιρü βουβαθεß.
ΚÜθε μÝρα ο ουρανüς Ýτριζε απü εκατοσταριÝς αμερικÜνικα βομβαρδιστικÜ που Ýρχονταν απ' τη μεριÜ της Γαλλßας. ¸να απüγεμα μετρÞσαμε πÜνω απü χßλια. Οι Ες‐Ες Ýβγαιναν απ' τις παρÜγκες τους και τα κυνηγοýσαν με βλαστÞμιες. ¾στερα ανÜβανε τσιγÜρα, αρχßζανε τα καλαμποýρια, þσπου να τους πιÜσει υστερßα απü τα γÝλια.
Ο οýντερσαφ φýρερ ΛÝεμπ, γραμματÝας στην ΠολιτικÞ Διεýθυνση, Ýκλεβε φαÀ απ' την κουζßνα των αξιωματικþν και μας το μοßραζε για να μας αποδεßξει πüσο πονüψυχος εßναι.
Οι Ες‐Ες Ýδεσαν Ýναν Πολωνü αγκαλιÜ με τÝσσερις πεθαμÝνους και τον Üφησαν Ýτσι τÝσσερις μÝρες στην απομüνωση. ¼ταν την πÝμπτη μÝρα βγÞκε, γýριζε απü παρÜγκα σε παρÜγκα κι Ýλεγε πως οι πεθαμÝνοι του εßπαν üτι «ο ΣτÜλιν θα 'ρθει το ΜÜη».
Τις νýχτες βλÝπαμε λÜμψεις χαμηλÜ στον ορßζοντα. Νýχτα με τη νýχτα οι λÜμψεις Ýρχονταν πιο κοντÜ στο στρατüπεδο. ¸νας Ες‐Ες με φþναξε να του ξελασπþσω με το σκοýφο μου τις μπüτες που φοροýσε. ¾στερα με διÜταξε να τις παστρÝψω με τη γλþσσα μου. ¸νας φßλος του τον πλησßασε και πιÜσανε ψιλÞ ψιθυριστÞ κουβÝντα. Τον Üκουσα να λÝει πως οι δικοß τους «Ýρχονται για μÝσα».
Στο δÜσος που κýκλωνε το στρατüπεδο οι μελλοθÜνατοι πριν εκτελεστοýν ανοßγανε τους λÜκκους τους. Σ' Ýνα λÜκκο, το χþμα που σωριÜζανε στο πλÜι ξανακýλησε τρεις φορÝς μÝσα, Ýτσι σαν Ýνα θεüρατο αüρατο φτυÜρι να το 'σπρωχνε. Ο Ες‐Ες που επüπτευε, χλþμιασε, πÞγε και το ανÜφερε στο διοικητÞ. Τον σκοτþσανε στο διÜδρομο του Διοικητηρßου με την κατηγορßα «ηττοπαθÞς».
Την τελευταßα βδομÜδα του Απρßλη εßδαμε σωροýς χαρτιÜ να καßγονται κοντÜ στη μεριÜ που Þταν τα εργαστÞρια. Καßγανε τα αρχεßα. Εξαφανßζανε τους κατÜλογους των ντουφεκισμÝνων, των κρεμασμÝνων, των σκασμÝνων με γκÜζι, των πνιγμÝνων στο ΓαλÜζιο Δοýναβη, των φαγωμÝνων απü σκυλιÜ, των ξεπνοúσμÝνων απü βασανιστÞρια. Ο Ρþσος ταγματÜρχης Πιρüγκωφ σαν εßδε τις φωτιÝς εßπε: «Τους καßνε για δεýτερη φορÜ».
Στο γÞπεδο, εκεß που Üλλοτε οι ομÜδες των Ες‐Ες παßζανε ποδüσφαιρο με ομÜδες που Ýρχονταν απ' τα γýρω χωριÜ και τα εργοστÜσια, εκπαιδεýανε τþρα εθελοντÝς που φεýγανε γραμμÞ για το μÝτωπο. Οι εθελοντÝς Þταν üλοι τους γÝροι βαρυποινßτες, φερμÝνοι απü μια κοντινÞ φυλακÞ. Τους πεθαßνανε στα γυμνÜσια και στις φωνÝς... «Χßτλερ Ζιγκ‐Ζιγκ‐Ζιγκ!». Το απüγεμα γυρßζανε στις παρÜγκες τραγουδþντας βραχνÜ, παρÜφωνα, ξεθυμασμÝνα...
Στην πατρßδα ανθεß
Ýνα λουλουδÜκι
και το λεν...
Üιν‐τσβο‐ντρÜι... ¸ρρικα!
Ο βαρüνος φον ΛιντενχÜους που δοýλευε σκουπιδιÜρης στη μεγÜλη πλατεßα, κÜθε που τους Ýβλεπε να περνοýν, τραγουδοýσε κι αυτüς...
Το παλιü μας το γραμμüφωνο
ξεκοýρδισε...
Üιν‐τσβο‐ντρÜι...
και το λεν... Τρßτο ΡÜιχ!
¸να πρωß, στα ξαφνικÜ, Ýνα αμερικÜνικο καταδιωχτικü σβοýριξε πÜνω απ' τις παρÜγκες και τα γραφεßα. ΚατÝβαινε τüσο χαμηλÜ λες κι Þθελε να προσγειωθεß στην πλατεßα. ¾στερα Üρχισε τα παιχνßδια. ΒÜλθηκε να πολυβολεß στα παρÜθυρα του Διοικητηρßου. Οι Ες‐Ες φοβισμÝνοι μην πÝσουν και βüμβες, βγÞκαν στο δρüμο. Το καταδιωχτικü τους κυνηγοýσε μια πÜνω μια κÜτω, κüβοντας επικßνδυνες βüλτες. ΞαφνιασμÝνοι κι αλαφιασμÝνοι σκουντοýσαν ο Ýνας πÜνω στον Üλλο. Μαζþνονταν, σκüρπιζαν, σκüνταφταν, γλιστροýσαν, πÝφτανε.
Εμεßς τρÝμαμε μην πÜει αυτüς ο «κÜου μπüυ» και τρακÜρει πÜνω σε κÜνα πýργο. ΙδρωμÝνοι, βρþμικοι, λαχανιασμÝνοι οι Ες‐Ες Þρθανε και χωθÞκανε ανÜμεσÜ μας. Τα αμπÝχονÜ τους ανεβοκατεβαßνανε απ' τις κοφτÝς ανÜσες, οι ζþνες τους τρßζανε, ο αγÝρας μýριζε σωματßλα και φüβο.
Ο «κÜου μπüυ» με το καταδιωχτικü Ýκανε Ýναν Üγριο κýκλο, Ýτσι σα να τον χÜραζε πÜνω σε τζÜμι, κι Ýφυγε.
Οι Ες‐Ες μεßνανε Üφωνοι, ασÜλευτοι και μας κοιτÜζανε στα μÜτια. Τους κοιτÜζαμε και μεις κατÜματα, Üφωνοι, ασÜλευτοι, σε στÜση προσοχÞς, ακολουθþντας την πειθαρχßα που θÝλανε. ΠÞραν πρþτοι τα μÜτια τους, κοßταξαν αλλοý. Καθþς γυρßζανε στα γραφεßα τους Üρχισαν να ψÜχνουν στο δρüμο και τις πρασιÝς και να μαζεýουν τα πρÜγματα που τους εßχανε πÝσει.
Κι üμως, üσο πλÞθαιναν τα καλÜ σημÜδια, τüσο πιο κοντινüς γινüταν ο κßνδυνος για μας. Το ομαδικü ξεπÜστρεμα εßχε αρχßσει απü βδομÜδες. Ο θÜλαμος του γκαζιοý και οι φοýρνοι δουλεýανε μÝρα και νýχτα. ΚÜμανε αρχÞ με τους Üρρωστους και συνεχßσανε με κεßνους που εßχαν Ýρθει απü Üλλα στρατüπεδα. Οι μελλοθÜνατοι περιμÝνανε στην ουρÜ τη σειρÜ τους.
Ο διοικητÞς Ýκανε απανωτÝς επιθεωρÞσεις, σκýλιαζε που τüσοι μελλοθÜνατοι περιμÝνανε στην ουρÜ. Φþναζε üτι Ýπρεπε να βρεθεß τρüπος ν' αυξηθεß η «απüδοση». Ο υποδιοικητÞς Ýλεγε üτι δεν υπÜρχει πια αρκετü γκÜζι για να κÜμει κι Üλλους θαλÜμους. Και το πετρÝλαιο üπου να 'ναι θα τελειþσει. Ο διοικητÞς σκýλιαζε χειρüτερα. «Να βρεßτε Üλλου εßδους αÝριο» φþναζε «κι üσο για καýσιμα υπÜρχουν βουνÜ απü ξýλα. Εγþ δε θÝλω να στερÞσω οýτε τα καýσιμα απ' τη γερμανßδα νοικοκυρÜ οýτε το πετρÝλαιο απ' την πολεμικÞ μας βιομηχανßα. ΑλλÜ δεν μπορþ να παραδεχτþ üτι εßμαστε ανßκανοι να κÜνουμε σωστÜ τη δουλειÜ μας».
Ο υποδιοικητÞς επÝμενε ν' αποφασιστεß η εκκαθÜριση με τα πολυβüλα και οι νεκροß να θÜβονται σε λÜκκους που θα σκÜβουν οι ßδιοι. «ΓκÜζι και πετρÝλαιο» διαμαρτυρüταν «δεν Ýχω, οýτε τα μεταφορικÜ μÝσα για να φÝρω. Ενþ σφαßρες διαθÝτω Üφθονες».
Ο διοικητÞς Ýλεγε κοφτÜ πως αυτü αποκλεßεται. «Δεν Ýχω καμιÜ τÝτοια εντολÞ απ' το Βερολßνο».
Η κουβÝντα γινüταν πλÜι στους μελλοθÜνατους που καραδοκοýσαν ν' αρπÜξουν τ' αποτσßγαρα που Ýριχναν οι συνομιλητÝς. ¾στερα ο διοικητÞς σεργιÜνιζε κατÜ μÞκος του σωροý των νεκρþν που Þταν αραδιασμÝνοι σε απανωτÝς στρþσεις üπως τα ξýλα στις ξυλαποθÞκες. Κουνοýσε στεναχωρημÝνος το κεφÜλι του και φþναζε: «Θα εßμαστε τυχεροß αν δε φανεß κανÝνας Χßμμλερ απü δω να δει το χÜλι μας».
Στα μÝσα του Απρßλη Þρθε, ως φαßνεται, η εντολÞ απ' το Βερολßνο. Στο δÜσος, που με την Üνοιξη οι βαλανιδιÝς, οι οξιÝς, οι καστανιÝς εßχαν φουντþσει κι οι φτÝρες ανÝβηκαν ως τα γüνατα, οι μελλοθÜνατοι ανοßγανε τους λÜκκους τους, κατÝβαιναν μÝσα κι Ýνα πολυβüλο τους Ýριχνε üσο το δυνατüν λιγüτερες σφαßρες. Μια Üλλη εντολÞ απ' το Βερολßνο εßχε συστÞσει «αιματηρÝς οικονομßες στα πυρομαχικÜ».
Ωστüσο η εκκαθÜριση οýτε και τþρα εßχε «απüδοση». Οι Ες‐Ες φεýγανε για το μÝτωπο. Η φρουρÜ λιγüστεψε. Μüλις που Ýφτανε να μας φυλÜει. Τα εξωτερικÜ συνεργεßα που δουλεýανε στο σιδηροδρομικü σταθμü, στο λιμÜνι του ποταμοý, στα χωρÜφια, πÜψανε να βγαßνουνε.
¸τσι τÝλειωσε ο Απρßλης. Κι Þρθε ο ΜÜης. Ο διοικητÞς εßχε μÝρες να φανεß. ¸νας κρατοýμενος τον εßδε στο üνειρü του. «Ο διοικητÞς εßχε γßνει ψÜρι και κολυμποýσε στο παρακλÜδι του Δοýναβη που κυλοýσε πßσω απ' το λατομεßο».
Την πρþτη του ΜÜη τρεις νεαροß αξιωματικοß οπλισμÝνοι με αυτüματα φýγανε σα σßφουνας μ' Ýνα φολκς‐βÜγκεν, για να ξετρυπþσουν και να εκτελÝσουν επιτüπου τον προúστÜμενο της ΠολιτικÞς Διευθýνσεως. Ο στουρμ φýρερ Σουλτς εßχε φορÝσει την τυρολÝζικη κυνηγετικÞ του φορεσιÜ και þρα χαρÜματα καβÜλησε μια μοτοσικλÝτα και χÜθηκε. Οι τρεις, που φýγανε για να τον βροýνε, χÜθηκαν κι αυτοß.
ΑυτÝς τις τελευταßες νýχτες οι λÜμψεις εßχαν Ýρθει πολý κοντÜ μας. Σαν αστραπÝς απü βροχÞ που Ýρχεται. Αρχßσαμε ν' ακοýμε και τους βρüντους των κανονιþν και να μετρÜμε την απüσταση.
Στις 2 του ΜÜη οι μÜγειροι που πÞγαιναν ξημερþματα στην κουζßνα εßδαν στο δυτικü πýργο Ýναν αλλιþτικο φρουρü. Αλλιþτικος Þταν κι ο φρουρüς στη σκοπιÜ του κλßβανου που Þταν η πιο κοντινÞ. Και διακρßναμε καθαρÜ το ντουφÝκι να τρÝμει στα χÝρια του. Η σκοπιÜ Þταν πßσω απ' το πυκνü ηλεκτροφüρο συρματüπλεγμα. Ωστüσο αυτüς Ýτρεμε και τσßριζε να κÜνουμε πÝρα. ¹ταν ηλικιωμÝνος, ντυμÝνος με καφετιÜ στολÞ και χωρßς μπüτες. Μας εßπε πως εßναι της ΠολιτοφυλακÞς. Πως οι Ες‐Ες φýγανε τη νýχτα. ¼λοι. ΠÞρε θÜρρος, Üφησε χÜμω το ντουφÝκι του, Üνοιξε το σακßδιü του, πÞρε δυο μÞλα και μας τα πÝταξε. ΜπλÝξανε στο συρματüπλεγμα και μεßνανε εκεß. ¸κανε να μας πετÜξει Üλλα.
Ποιος νοιαζüτανε τþρα για μÞλα.
Σýσσωμο το στρατüπεδο Üρχισε να βουßζει και να σαλεýει. Οι παρÜγκες αδειÜσανε, η πλατεßα Ýπηξε. Αρχßσανε κι Üλλοι φρουροß να ρßχνουν μÞλα και φÝτες κουραμÜνα. Οι ανþτεροß τους ζÞτησαν να μιλÞσουν με μια δικÞ μας επιτροπÞ. Και τα μεγÜφωνα, που τüσο καιρü εßχαν βουβαθεß, ξανακοýστηκαν. Η φωνÞ του ομιλητÞ Þταν γλυκερÞ και τρεμουλιÜρικη. Σαν τα γρÜμματα παλιοý καλλιγρÜφου που τþρα το χÝρι του τρÝμει. Εßπε πως αν δεν τους πειρÜξουμε οýτε κι εκεßνοι θα μας πειρÜξουν. ΕξÞγησε πως αυτοß δεν εßναι Ες‐Ες οýτε ΒÝρμαχτ, εßναι Πολιτοφýλακες. ¼λοι τους απλοß Üνθρωποι, επιστρατευμÝνοι, οικογενειÜρχες. Η διαταγÞ που Ýχουν εßναι να μη μας αφÞσουν να ξεχυθοýμε στη χþρα. Αυτü θα εßναι επικßνδυνο και για μας. ΠρÝπει να κÜνουμε υπομονÞ þσπου να 'ρθουν οι συμμαχικÝς δυνÜμεις.
Η ελευθερßα Þρθε το ΜÜη...
Στις 5 του ΜÜη, λßγο πριν απ' το μεσημÝρι, Ýνα θεüρατο αμερικÜνικο τανκ, καπνισμÝνο και σημαδεμÝνο απ' τον πüλεμο, γκρÝμισε την πýλη του ΜαουτχÜουζεν και μπÞκε στον περßβολο. Οι πολεμιστÝς μας κοßταζαν σαστισμÝνοι, περÞφανοι, περßλυποι... ΚαλÜ που κÜνανε και μεßνανε Ýκει ψηλÜ, στη ρÜχη του τανκ. Γλιτþσανε απü τüσες μÜχες. Απ' τη χαρÜ μας δε θα γλιτþνανε. ΟυρλιÜζαμε, ξεσκßζαμε τα ροýχα μας, ταρακουνιüμαστε σα δαιμονισμÝνοι. Στριμωχνüμαστε, ποδοπατιüμαστε για να φτÜσουμε κοντÜ στο τανκ. Πολλοß πÝφτανε πÜνω και φιλοýσανε τα καπνισμÝνα σιδερικÜ κι Üλλοι χτυποýσανε πÜνω τα κεφÜλια τους και κλαßγανε.
ΞαφνικÜ Üρχισαν ανÜμεσÜ μας να φυτρþνουν σημαßες. ΑμερικÜνικες, ρþσικες, εγγλÝζικες, ισπανικÝς της Δημοκρατßας, τσÝχικες, πολωνÝζικες, ελληνικÝς, γιουγκοσλÜβικες, ιταλικÝς... ¼λες καμωμÝνες απü ματισμÝνα κουρÝλια και χοντροβελονιÜ. Οι πιο πολλÝς μυρßζανε λαδομπογιÜ. Οι σημαßες μας ανÜψαν ακüμα πιο πολý. Πηδοýσαμε, αλαλÜζαμε. Ταυτüχρονα στα χαμηλÜ γßνονταν Üλλες δουλειÝς. ¸νιωσα δυο χÝρια να γατζþνονται στο πüδι μου. ¸σκυψα να δω. Δυο Ισπανοß, τον Ýναν τον Þξερα, εßχαν ρßξει μπροýμυτα Ýναν επιστÜτη και τον πετσοκüβανε με σουγιÜδες. Εßδα κι Ýπαθα να λευτερþσω το πüδι μου απ' τα χÝρια του. ¢μα το κατÜφερα να τραβηχτþ, πÜτησα πÜνω στην κοιλιÜ ενüς Üλλου επιστÜτη που τον εßχαν πνßξει μ' Ýνα λουρß. ¢λλοι εßχαν αποκÜμει απ' το συνωστισμü, πÝσανε, ποδοπατηθÞκανε και ξεψυχοýσανε στα πüδια μας.
ΧυθÞκαμε προς τα Ýξω με τις σημαßες ψηλÜ. ¹ταν κι Üλλο τανκ Ýξω απ' την γκρεμισμÝνη πýλη και πιο πÝρα Üλλο. ΚοντÜ στο ΔιοικητÞριο σταματÞσαμε, πÜψαμε να φωνÜζουμε, ξανοßξαμε σε μÜκρος και κοιτÜζαμε το τι γινüταν εκεß... Οι γυναßκες του ΜαουτχÜουζεν ανεβαßνανε το δρüμο, ουρÜ ατÝλειωτη, ενþ οι πρþτες εßχαν κιüλας μπει στα χτßρια. Στριμþχνονταν στις πüρτες, σπÜζανε τα τζαμιλßκια στα παρÜθυρα, Üλλες για να μπουν, Üλλες για να βγουν. ΑυτÝς που βγαßνανε κρατοýσανε σφιχταγκαλιαστÜ κουρτßνες, στüφες απü τα Ýπιπλα, τσüχες απü μπιλιÜρδα, τραπεζομÜντιλα, πετσÝτες, σεντüνια, μαξιλαρüφυλλα, κουρτινÜκια. Περνοýσανε με τα λÜφυρÜ τους ανÜμεσÜ μας κι ανÜμεσα απ' τις σημαßες. Και καθþς εμεßς εßχαμε σωπÜσει και τις κοιτÜζαμε σþπαιναν κι αυτÝς. Τα πρüσωπÜ τους Þταν μαλλιαρÜ απ' την αδυναμßα, τα μαλλιÜ κουρεμÝνα, φοροýσαν πανταλüνια και σακÜκια γεμισμÝνα με κουρÝλια για να μας κρατÜνε ζÝστα.
Δεν περιμÝνανε να βρεθοýνε Ýτσι ξαφνικÜ τüσο κοντÜ σε Üντρες. Σα να ντρεπüντανε που Þταν Üφτιαχτες. Τα μÜτια τους που φÝγγανε αρχßσανε να πεταρßζουν, τα πüδια τους πασχßζανε να περιορßσουν το σαματÜ απü τα ξυλοπÜπουτσα και με üλα τους τα σουσοýμια και το περπÜτημα Þταν σα να λÝγανε «περιμÝνετε και θα δεßτε». Απ' τ' αριστερÜ ερχüταν πλÞθος απü Üντρες. ¹ταν αυτοß που μÝνανε Ýξω απ' τον περßβολο. ¸ρχονταν απ' τ' οπλοστÜσιο και την αποθÞκη τροφßμων. Κουβαλοýσαν ντουφÝκια, αυτüματα, σακιÜ ζÜχαρη, ντενεκÝδες με τυρß, κιβþτια σφαßρες. Μας εßπανε να πÜμε στην αποθÞκη τροφßμων να δοýμε.
ΠÞγαμε. Ο Ες‐Ες αποθηκÜριος Þτανε κρεμασμÝνος στην πüρτα μ' Ýνα παλοýκι μπηγμÝνο στο στÞθος. Δυο δικοß μας του χþνανε κομμÜτια πατÜτα στις τρýπες των ματιþν. ¸νας Üλλος φþναζε: «Τþρα δε θα ξαναπεß πια "νιχτς καρτüφελν"».
Φýγαμε ευχαριστημÝνοι. ΠÞραμε ελεýθεροι τον περιφερειακü δρüμο. Οι γυναßκες εξακολουθοýσαν να τρεχολογοýν πÜνω‐κÜτω.
Μια παρÝα Ρþσοι, αιχμÜλωτοι ως χθες, εßχαν οικονομÞσει μια μεσοφωνßα και χορεýανε στη μÝση του δρüμου. Πιο κÜτω ο κýριος ΚÜντακ, αρχηγüς του αυτοκρατορικοý κüμματος της Αυστρßας ‐ Ýτσι μας Ýλεγε ‐ εßχε ανεβεß πÜνω σ' Ýνα καζÜνι, απ' αυτÜ που κουβαλοýσαν το φαÀ στα συνεργεßα, κι Ýβγαζε λüγο: «Η δημοκρατßα σκüτωσε την Αυστρßα. Η δημοκρατßα την Ýκαμε δþρο στον Αδüλφο Χßτλερ. ¼χι πια δημοκρατßα στην Αυστρßα. ¢γγλοι, ΓÜλλοι, Ρþσοι, ΑμερικÜνοι ξαναφÝρτε τους Αψβοýργους στη ΒιÝννη...».
Μια παρÝα γυναßκες που περνοýσανε, φαßνεται πως τον πεßραξαν κι ο ΚÜντακ συνÝχισε το λüγο του Ýτσι: «στη ΒιÝννη... Üμα παχýνεις, Ýλα να με βρεις...».
Δυο καθολικοß παπÜδες και τρεις καλüγριες διασχßζανε αργÜ το δρüμο μ' Ýνα περßεργο αυτοκßνητο που το οδηγοýσε Ýνας ΑμερικÜνος στρατιωτικüς παπÜς. Αργüτερα μÜθαμε πως το περßεργο αυτοκßνητο το λÝνε «τζιπ».
Απ' τον πÜνω δρüμο κατÝβαινε Ýνα πλÞθος που κρατοýσε μια στενüμακρη κüκκινη σημαßα και τραγουδοýσε Ýνα τραχý τραγοýδι. Πλημμýρισε το δρüμο και το τζιπ με τις καλüγριες και τους παπÜδες χÜθηκε ανÜμεσα. ¹ταν κι ο φßλος μου ο Τεοντüρ ΣβÝτιτς μαζß. Μια γυναßκα που τους κοßταζε με χαρÜ ρþτησε: «Τι εßστε σεις;». Και κÜποιος φþναζε: «Εßμαστε ΣÝρβοι παρτιζÜνοι του Τßτο! Ο ΜιχαÞλοβιτς στη φυλακÞ».
Ξαναγýρισα στον περßβολο. Οι ΑμερικÜνοι ξεφορτþνανε τüνους φÜρμακα και φαγιÜ. Η πλατεßα Þταν πÜντα γεμÜτη κι ο καπνüς απ' τ' αμερικÜνικα τσιγÜρα πÞγαινε σýννεφο. Οι σκοτωμοß συνεχßζονταν. Στην παρÜγκα No 3 δυο επιστÜτες κεßτονταν στο τσιμεντÝνιο πÜτωμα του καμπινÝ. Τον Ýνα τον ντουφεκßσανε, τον Üλλον τον λιντσÜρανε Ýως θανÜτου.
Δυο αυτοκßνητα, απ' αυτÜ που τα λÝνε «τζιπ», φýγανε ολοταχþς απ' τον περßβολο φορτωμÝνα ΑμερικÜνους στρατιþτες και οπλισμÝνους δικοýς μας. ¹ρθε Ýνα μÞνυμα πως στο χωριü Σαν ΓκÝοργκ ο δÞμαρχος Ýκρυβε Ες‐Ες. Ο Αντþνης απ' τους ΑμπελοκÞπους με χαιρÝτησε κουνþντας Ýνα αυτüματο και μου φþναξε: «Θα σου φÝρω Ýναν Ες‐Ες να παßζεις».
Στον περßβολο Þταν και κÜτι γυναßκες που τις εßχα ακουστÜ, αλλÜ τις Ýβλεπα για πρþτη φορÜ. ¹ταν θρεμμÝνες, καλοντυμÝνες, βαμμÝνες κι εßχαν και αρκετü μαλλß στο κεφÜλι. ¹ταν οι αγαπητικÝς αυτþν που επιστατοýσαν στα μεγÜλα πüστα. ΑρχιραφτÜδες, αρχιμÜγειροι, αρχιμαραγκοß, αποθηκÜριοι. Μ' αυτοýς τους επιστÜτες οι Ες‐Ες εßχαν φιλßες γιατß κÜνανε διÜφορες κομπßνες μαζß. ΚλÝβανε τα τρüφιμα, τα υλικÜ, τα εργαλεßα, βγÜζανε πÝντε χρυσÜ δüντια απ' τους κρατοýμενους δηλþνανε δýο. Οι επιστÜτες οικονομοýσαν απ' üλα, Þταν αφεντικÜ. ΜÝχρι που καταφÝρανε να 'χουν τις αγαπητικÝς τους σε ιδιαßτερη παρÜγκα. Δεν μποροýσαν να κοιμοýνται μαζß, üμως üλο και κÜτι κÜνανε. Στο μεταξý τις ταÀζανε, τις ποτßζανε, τις ντýνανε. Τις ετοιμÜζανε.
ΑλλÜ οι πιο πολλοß επιστÜτες Þταν Γερμανοß βαρυποινßτες. ¼σοι δε φýγανε εθελοντικÜ για το μÝτωπο, φοβηθÞκανε να μεßνουν στο ελευθερωμÝνο στρατüπεδο και το στρßψανε παρÝα με τους Ες‐Ες. ¼σοι μεßνανε, Üλλοι Þταν κιüλας στον Üλλο κüσμο κι Üλλοι δεμÝνοι χειροπüδαρα. Τις γυναßκες που ετοιμÜσανε τις εßχανε τþρα παραλÜβει τα παλικαρÜκια. Σπανιüλοι, ¸λληνες, Ιταλοß. ΑυτÝς χαχανßζανε ευχαριστημÝνες και τα χαχανητÜ τους μπερδεýονταν με μουσικÞ τζαζ και διÜφορες υγειονομικÝς οδηγßες που ακοýγονταν απ' τα μεγÜφωνα.
¼σο περνοýσαν οι þρες, η κßνηση κι η ζωÞ στο ΜαουτχÜουζεν Üλλαζε. Το απüγεμα δεν Ýβλεπες πια παρÜτες οýτε Üκουγες τραγοýδια. Οι παρÝες εßχαν σκορπßσει, ο καθÝνας πÞγαινε μüνος του κι οι κουβÝντες που Üκουγες συνÝχεια Þταν:
Ποý τον πÞγανε ýστερα;
Ποý φÜνηκε για τελευταßα φορÜ;
Ποιος Þταν μαζß;
Ποιος τον εßδε;
ΥπÜρχει πιθανüτητα να ζει;
Ποιος μπορεß να ξÝρει;
Ποιον να ρωτÞσω;
Πολλοß κρατοýσαν μολýβι και χαρτß και σημειþνανε τις πληροφορßες που μαζεýανε. ¾στερα κÜνανε συνδυασμοýς κι υπολογισμοýς κι αποδεßχνανε στον εαυτü τους πως ο δικüς τους «οπωσδÞποτε πρÝπει να γλßτωσε».
Τη νýχτα, üσοι τα εßχανε μιλημÝνα με τις αγαπητικÝς ξεκινÞσανε για νυχτÝρι στην παρÜγκα τους. ¹ταν Ýξω απ' τον περßβολο. Οι ΑμερικÜνοι τους σταματÞσανε στην πýλη και δεν τους αφÞσανε να βγουν. «ΠÜλι φερμπüτεν» εßπαν απορημÝνοι κι αλλÜξανε δρüμο. Κüψανε τα συρματοπλÝγματα του ανατολικοý φρÜχτη και βγÞκανε. ΜÜταιος κüπος. Οι ΑμερικÜνοι φυλÜγανε τις παρÜγκες των γυναικþν και δεν Üφηναν να περÜσει αρσενικüς. Οι εραστÝς γυρßσανε πßσω Ýξω φρενþν, δεν καταλαβαßνανε τι σüι απελευθÝρωση Þταν αυτÞ. Οι Üλλοι τους κοροúδεýανε Þ τους λÝγανε «σα δεν ντρÝπεστε, εßναι þρα για τÝτοιες δουλειÝς;». Αυτοß, στα παλιÜ τους τα παποýτσια, δεν τους κρατοýσες με τßποτα. ΠÞγανε στον ΑμερικÜνο ταγματÜρχη, τον ονομÜσανε «ελευθερωτÞ» και κÜνανε τα παρÜπονÜ τους. Ο «ελευθερωτÞς» τους εξÞγησε üτι λüγοι υγεßας και ασφÜλειας επιβÜλλουν αυτü το μÝτρο και τους συμβοýλεψε να κÜνουν λßγες μÝρες υπομονÞ. Οι εραστÝς πιÜσαν να του εξηγοýν πως οι γυναßκες που θα πÜνε εßναι Ýτοιμες και περιμÝνουνε. Πως πρÝπει να καταλÜβει τη λαχτÜρα τους. Εδþ δεν πρüκειται για Ýνα απλü κοßμισμα με γυναßκα. Εδþ πρüκειται για παραπÜνω... Ο ταγματÜρχης εßπε πως τους καταλαβαßνει γιατß επß δυο χρüνια που εßναι στρατιþτης δεν εßδε τη γυναßκα του. ΠρÝπει üμως να τους πει «üχι».
Τüτε τραβÞξανε προς τη μεριÜ του τοßχου που Ýκλεινε τον περßβολο απ' τα δυτικÜ. Απ' αυτÞ τη μεριÜ οι παρÜγκες των γυναικþν Þταν αφýλαχτες. Ο τοßχος Þταν ως πÝντε μÝτρα ψηλüς. Σýρανε απ' το φοýρνο το καρüτσι που κουβαλοýσαν τους πεθαμÝνους, βÜλανε πÜνω κιβþτια, καζÜνια, κρεμÜσανε Ýνα σκοινß και περÜσανε Ýξω. Τþρα κανεßς δεν τους κορüιδευε. ºσα‐ßσα που πολλοß μÜλιστα τους βοηθÞσανε να πÜνε. ¹ταν οι πρþτοι που θα κοιμοýνταν με γυναßκες. Αρχßσαμε να τους σεβüμαστε.
Ο λαúκüς δικαστÞς με το μοσχÜρι...
Τα μαγειρεßα δουλεýανε χωρßς σταματημü κι εμεßς μασοýσαμε üλη μÝρα. Το στρατüπεδο εßχε γεμßσει ψωμß, μακαρüνια, πατÜτες, κορν‐μπιφ, μπισκüτα, σοκολÜτες, οδοντογλυφßδες, οδοντüβουρτσες, οδοντüπαστες, τσßχλες, προφυλακτικÜ, μαρμελÜδα, σαποýνια, φωτογραφßες απü χορεýτριες του Μπροντγουαßη.
¹μασταν τα χαúδεμÝνα παιδιÜ της επιμελητεßας του αμερικÜνικου στρατοý και του Διεθνοýς Ερυθροý Σταυροý. Μαζεýαμε ü,τι μας δßνανε κι ü,τι βρßσκαμε. Ακüμη κι εκεßνα που δεν μποροýσαμε να μεταχειριστοýμε. Η μανßα της ιδιοχτησßας εßχε ξυπνÞσει μÝσα μας παμφÜγα.
Ο καιρüς φρονßμεψε τη χαρÜ μας, Þρθαν οι μÝρες για δουλειÜ. Καθαρßσαμε, νοικοκυρÝψαμε τις καλýτερες παρÜγκες και βÜλαμε τους αρρþστους σε καθαρÜ σεντüνια. Οι γιατροß δουλεýανε μÝρα και νýχτα, σε κÜθε κουκÝτα κρÝμονταν οροß, οι Üρρωστοι κρατιοýνταν στη ζωÞ με τα φÜρμακα. Μας κοßταζαν σα να μας λÝνε: «Μη μας αφÞνετε!»
Ανοßγαμε τους λÜκκους στο δÜσος και ξεθÜβαμε τους ντουφεκισμÝνους. Τþρα που σταμÜτησαν τα πολυβüλα, τα πουλιÜ ξαναγυρßσανε στο δÜσος κι ακομπανιÜρανε τη δουλειÜ μας με κελαηδÞματα. ΜεταφÝραμε τους πεθαμÝνους στο γÞπεδο, που τελικÜ γßνηκε νεκροταφεßο. Τους θÜβαμε χþρια τον καθÝνα, ανθρωπινÜ. ΚÜπου‐κÜπου üμως κÜναμε λÜθη στο θÜψιμο κι αντß να βÜζουμε σταυρü στους Χριστιανοýς και Üστρο στους Εβραßους, βÜζαμε Üστρο στους Χριστιανοýς και σταυρü στους Εβραßους. Οι φανατικοß κι απ' τις δυο μεριÝς διαμαρτυρÞθηκαν. ¢λλοι λÝγανε: «Οι νεκροß πÜντως καταλαβαßνουνε πüσο σοφÜ εßναι κÜτι τÝτοια λÜθη».
Στον επισιτισμü μας βοηθοýσαμε κι οι ßδιοι. ΚÜθε βρÜδυ πολλοß απ' αυτοýς που εßχαν πÜει βüλτα στα γýρω αγροχτÞματα, γυρßζανε κουβαλþντας Ýνα μοσχÜρι, Ýνα χοßρο, γαλοποýλες, κουνÝλια, χÞνες, καλÜθια αυγÜ, λεκÜνες φρÝσκο βοýτυρο. Οι ΑμερικÜνοι στεναχωριοýνταν μ' αυτÞ την κατÜσταση. Δε θÝλανε να γßνεται πλιÜτσικο στα αγροκτÞματα. Αυτοß οι αγρüτες εßναι αθþοι, λÝγανε. Κι Ýνα βρÜδυ σταματÞσανε στην πýλη τον κýριο ΒαγγÝλη και με συνοδεßα Ýνα στρατιþτη του εßπανε να πÜει αμÝσως πßσω το Üσπρο μοσχÜρι που εßχε φÝρει.
Ο κýριος ΒαγγÝλης Þταν απ' την ΠÜτρα. Ψηλüς, στεγνüς, με καμπουρωτÞ μýτη, ηλιοψημÝνος, λιγομßλητος και αυστηρüς. Το πανταλüνι που φοροýσε τÝλειωνε στις γÜμπες και τα μανßκια του σακακιοý λßγο πιο κÜτω απ' τους αγκþνες. ¼ταν κατÜλαβε πως θÝλουνε να πÜει πßσω το μοσχÜρι, ζÞτησε διερμηνÝα για να τους απαντÞσει. ¹ρθε ο διερμηνÝας κι ο ΒαγγÝλης Üρχισε να λÝει:
«Να μεταφρÜζεις καλÜ ü,τι σου λÝω. Θα τους εξηγÞσω αμÝσως γιατß πÞρα το μοσχÜρι και γιατß δεν πρüκειται να το πÜω πßσω!
»ΣÞμερα το πρωß πÞγα μια βüλτα στην εξοχÞ, üπως κÜνω κÜθε μÝρα απü τüτε που χÜρη στη γενναιüτητÜ τους εßμαι ελεýθερος Üνθρωπος. ΚατÜ τις δÝκα η þρα χτýπησα την πüρτα σ' Ýνα πλοýσιο αγροτüσπιτο και τους παρακÜλεσα ευγενÝστατα να μου δþσουν μια κοýπα ζεστü γÜλα και μια φÝτα ψωμß. Μου εßπαν πως δεν Ýχουν τßποτα και να φýγω!» ΜετÜφρασÝ το.
»ΦυσικÜ εγþ δεν Ýφυγα. Τους εßπα üτι αν δε μου δþσουν αμÝσως ü,τι εßπα θα τους βÜλω φωτιÜ. ΦÝρανε αστραπιαßα μια φÝτα ψωμß και λßγο γÜλα σ' Ýνα ντενεκÝδι και τ' αφÞσανε χÜμω λες και Þμουνα κανÝνας σκýλος.» ΜετÜφρασÝ το.
»Τους εßπα üτι θα πÜρω το γÜλα μου στην τραπεζαρßα τους αλλιþς θα 'χουν κακÜ ξεμπερδÝματα. Μου ανοßξανε την πüρτα και με πÞγανε στην τραπεζαρßα. Μου φÝρανε μια κοýπα γÜλα και μια φÝτα ψωμß. Οýτε Ýνα ψßχουλο ψωμß παραπÜνω, οýτε μια σταγüνα γÜλα. Μüλις τÝλειωσα, το αφεντικü μου εßπε να φýγω.» ΜετÜφρασÝ το.»
Τον ρþτησα γιατß εßναι Ýτσι σκληρüς μ' Ýναν Üνθρωπο που Þταν δυο χρüνια στο κÜτεργο. ΑπÜντηση: Δε φταßω 'γþ που Þσουνα στο ΜαουτχÜουζεν, οýτε ξÝρω τι γινüταν εκεß! Το στρατüπεδο, του λÝω, εßναι μüνο μισÞ þρα απü δω και τα συνεργεßα δουλεýανε και στα χωρÜφια! Μπορεß και στα δικÜ σου χωρÜφια! Πþς δεν ξÝρεις τι γινüταν εκεß!» ΑπÜντηση: Δεν ξÝρω απολýτως τßποτα.»
ΜετÜφρασÝ το.
»ΕπειδÞ, του λÝω, εßσαι τÝτοιο κοπρüσκυλο, πες να μου ετοιμÜσουν για το μεσημÝρι Ýνα κοτüπουλο βραστü, ÜνοιξÝ μου το ραδιüφωνο και καθÜρισÝ μου και μερικÜ μÞλα. Μου φÝρανε ü,τι ζÞτησα γιατß εßδανε πως δεν αστειεýομαι. ¼μως üλη την Þμερα κανεßς τους δε με ρþτησε τι εßμαι, ποιος εßμαι, τι Þταν το στρατüπεδο, τι γινüταν εκεß μÝσα. ΛÝξη.» ΜετÜφρασÝ το.
»Το απογεματÜκι ακοýω φωνÝς στην πüρτα. Δυο Ρþσοι απ' το ΜαουτχÜουζεν ζητοýσανε λÜχανα. Οι αθþοι Γερμανοß αγρüτες τους βρßζανε και τους διþχνανε. ΠÞγα, Üνοιξα την πüρτα, τους Ýβαλα μÝσα και τους εßπα να πÜρουνε üσα λÜχανα θÝλουνε.
»Με την ευκαιρßα Ýκανα και μια βüλτα στο χτÞμα και στις αποθÞκες. Απü ζωντανÜ και πετοýμενα Üλλο τßποτα. Και στις αποθÞκες τους φßσκα τα καπνιστÜ χοιρινÜ, τα λουκÜνικα, τα σαλÜμια, τα βοýτυρα και τ' αλεýρια. Εßπα στους Ρþσους να πÜρουνε κι ü,τι Üλλο θÝνε. ¾στερα ειδοποßησα τους αθþους Γερμανοýς αγρüτες üτι þσπου να γßνουνε Üνθρωποι, θα τους κÜνω παρÝα κÜθε μÝρα απ' το πρωß ως το βρÜδυ. Ως πρþτη δüση πÞρα το Üσπρο μοσχÜρι. Αýριο θα πÜρω Üλλο χρþμα. ΜετÜφρασÝ το και τελειþσαμε».
Ο κýριος ΒαγγÝλης πÝρασε την πýλη παρÝα με το Üσπρο μοσχÜρι και το παρÝδωσε στη κουζßνα.
¸να πρωß ξýπνησα απü φωνÝς και τρεχαλητÜ. Χαλοýσε ο κüσμος. Ντýθηκα Üρον‐Üρον και βγÞκα.
Απ' üλες τις παρÜγκες, ντυμÝνοι, Üντυτοι, μισοντυμÝνοι, βγαßνανε και τρÝχανε προς την πλατεßα. Εκεß πλÞθος πολý εßχε κυκλþσει τα κρατητÞρια που τα φρουροýσαν ΑμερικÜνοι στρατιþτες.
«ΚρεμÜλα, κρεμÜλα» φωνÜζανε οι δικοß μας. «ΒγÜλτε τους Ýξω! Δþστε τους σε μας».
Οι ΑμερικÜνοι εßχαν πιÜσει Ες‐Ες του ΜαουτχÜουζεν και τους κουβαλÞσανε αργÜ την περασμÝνη νýχτα. ΡιχτÞκαμε να φÜμε τον τοßχο για να τους πÜρουμε στα χÝρια μας. ¹ρθε ο υπολοχαγüς Μακ Φηλντ πÜνω σ' Ýνα ψηλü φορτηγü αυτοκßνητο και μας Ýβγαλε λüγο:
«¼λοι τους ‐ εßπε ‐ θα τιμωρηθοýν κατÜ πως τους αξßζει. Εßναι εγκληματßες πολÝμου και θα περÜσουν απü ειδικü διασυμμαχικü δικαστÞριο που δε θα χαρßσει κÜστανα. Σας το υπüσχομαι. Δεν πρÝπει να τους πειρÜξουμε πριν γßνουν οι ανακρßσεις και οι καταθÝσεις. Θα κÜνουμε για τον καθÝνα Ýναν παχý φÜκελο. Σας το υπüσχομαι. Ο κüσμος ολüκληρος πρÝπει να μÜθει τι θηρßα Þταν αυτοß οι Ες‐Ες. ¸χουμε πολλÞ δουλειÜ να κÜνουμε. ΠρÝπει να φÝρουμε στο φως üλα üσα γßνανε. Γιατß πÝρα απ' την τιμωρßα αυτþν των κακοýργων εßναι και κÜτι Üλλο πιο σπουδαßο! Αυτüς ο πüλεμος, ο πιο Üγριος που Ýγινε ποτÝ, αυτüς ο πüλεμος που μüλις τÝλειωσε, πρÝπει να 'ναι ο τελευταßος. Η ανθρωπüτητα δεν πρÝπει, üταν τον αναφÝρει, να λÝει "ο περασμÝνος πüλεμος". ΑλλÜ... "ο τελευταßος πüλεμος". Κι Ýτσι θα εßναι. Σας το υπüσχομαι».
Ο υπολοχαγüς Μακ Φηλντ μας Ýπεισε. Εßχε κι ο ßδιος συγκινηθεß με το λüγο του, ειδικÜ Üμα Ýλεγε «σας το υπüσχομαι».
¾στερα Üρχισαν να μεταδßδονται απ' τα μεγÜφωνα διÜφορες ανακοινþσεις:
«Ο Χßτλερ αυτοκτüνησε. Το πτþμα του βρÝθηκε στον κÞπο της Καγκελλαρßας στο Βερολßνο».
«Ο Ες‐Ες διοικητÞς του ΜαουτχÜουζεν Φραντς Ζßρας τραυματßστηκε θανÜσιμα κατÜ τη δßωξÞ του απü Üνδρες της αμερικÜνικης στρατιωτικÞς αστυνομßας».
ΜουσικÞ τζαζ...
«Ο Ες‐Ες υποδιοικητÞς του ΜαουτχÜουζεν ΓκÝοργκ ΜπαχμÜγερ αυτοκτüνησε αφοý πρþτα δηλητηρßασε τη γυναßκα του και τα τρßα του παιδιÜ ηλικßας επτÜ, πÝντε και δýο ετþν».
«Ο ταγματÜρχης ΠÜτρικ παρακαλεß να παραδþσετε üλα τα üπλα που βρßσκονται στα χÝρια σας. ΚÜθε υπüδειξη των αμερικÜνικων αρχþν εßναι μüνο για το καλü σας».
ΜουσικÞ τζαζ...
«Ο ταγματÜρχης ΠÜτρικ παρακαλεß üπως κÜθε εθνικüτητα εκλÝξει Ýναν αντιπρüσωπü της για το σχηματισμü μιας διοικητικÞς επιτροπÞς. Το ΜαουτχÜουζεν, þσπου να φýγετε για τα σπßτια σας, πρÝπει να διοικηθεß απü σας τους ßδιους. Εσεßς ξÝρετε τα προβλÞματÜ σας καλýτερα απü κÜθε Üλλον».
«Τις τελευταßες μÝρες σημειþνονται πολλοß θÜνατοι απü εντερικÜ. ΕπαναλαμβÜνουμε üτι οφεßλονται στην απüτομη πολυφαγßα. ¼σοι Ýχετε ευκοιλιüτητα ζητÞστε αμÝσως απ' το ιατρεßο το φÜρμακο... και ακολουθÞστε αυστηρÜ αυτÞ τη δßαιτα...».
Το απüγευμα Þρθαν στην παρÜγκα μου ο Αντþνης, απ' τους ΑμπελοκÞπους, ο στρατηγüς Κ., ο κýριος ΒαγγÝλης, ο ΙωνÜς, ο ΠÝτρος απ' τη ΘÞβα, ο ΘανÜσης απ' τη Θεσσαλονßκη και μου εßπανε πως οι ¸λληνες με διαλÝξανε για αντιπρüσωπü τους στην επιτροπÞ. Ρþτησα γιατß.
Γιατß Ýτσι! μου εßπανε.
¾στερα ο ΠÝτρος μου ανÜγγειλε τρßβοντας τα χÝρια του, πως «Ýχουμε και αυτοκßνητο». Το βρÞκε στην Üλλη üχθη του Δοýναβη. ΚαθÜρισε τον αγκυλωτü σταυρü που εßχε πÜνω και του κοτσÜρησε μια ελληνικÞ σημαιοýλα. Ως αντιπρüσωπος μπορþ να ζητÞσω αμερικÜνικη Üδεια κυκλοφορßας και αριθμü «και εßμαστε τρÝλα».
Οι ¸λληνες που βρεθÞκαμε ζωντανοß Þμασταν ως χßλιοι Üντρες και ßσα με διακüσιες γυναßκες, üλες Εβραßες.
Την Üλλη μÝρα üλοι οι αντιπρüσωποι επισκεφθÞκαμε τον ταγματÜρχη ΠÜτρικ. Οι Üλλοι αντιπρüσωποι Þταν μεγÜλοι Üνθρωποι, σοβαροß. Ο Ρþσος Þταν συνταγματÜρχης, αιχμÜλωτος πολÝμου, ο ΤσÝχος εßχε κÜμει ιδιαßτερος του προÝδρου ΜπÝνες, ο Ιταλüς Þταν αδελφüς Þ ξÜδερφος του ΤολιÜτι, ο Ισπανüς Þταν καθηγητÞς Πανεπιστημßου. Η αφεντιÜ μου Þμουν πολý νÝος, μεγÜλη παραφωνßα ανÜμεσα στο λαúκü επßτροπο του Τßτο που αντιπροσþπευε τους ΣÝρβους και στο στρατηγü του ιππικοý που αντιπροσþπευε τους Πολωνοýς. Γι' αυτü και το πρþτο πρÜγμα που ρþτησε ο ταγματÜρχης ΠÜτρικ Þταν τι αντιπροσωπεýω εγþ.
Στην παρÜγκα No 1 του περßβολου στεγÜστηκαν τα γραφεßα της επιτροπÞς. Με βοηθοýς τον ΙωνÜ και τον ΘανÜση οργανþσαμε το «ελληνικü μας γραφεßο» κι αρχßσαμε δουλειÜ. Εßχαμε να κÜνουμε καταλüγους των νεκρþν. ΚαταστÜσεις για τις αναχωρÞσεις, για το που θÝλει να πÜει ο καθÝνας και καθεμιÜ. Τι ανÜγκες εßχαμε, τι επιθυμßες.
¸τσι, μ' üλα αυτÜ τα καλÜ πρÜγματα και τις καλÝς φροντßδες, το ΜαουτχÜουζεν Üλλαξε üψη. Οι τριÜντα τüσες χιλιÜδες του στρατüπεδου δεν Þταν πια αξεχþριστοι και ξεχασμÝνοι ο Ýνας ανÜμεσα στον Üλλον. Οι ¸λληνες ξαναγßνανε ¸λληνες, οι ΣÝρβοι ΣÝρβοι, οι Ρþσοι Ρþσοι...
«Χωρßζουμε», εßπε κÜποιος. Κι Þταν αλÞθεια.
Λßγο Þσυχο ýπνο κι Ýνα φüρεμα...
¼ταν ο στουρμ φýρερ Σουλτς, ο προúστÜμενος στην ΠολιτικÞ Διεýθυνση, Ýβαλε την κυνηγετικÞ του φορεσιÜ και το 'σκασε, δυο Ισπανοß (δημοκρÜτες), ο ΓιοζÝφ ΜπÜιλßνα κι ο Καζιμßρ ΚλεμÝντες, δυο ΤσÝχοι, ο Μßλος ΣτρÜνσκυ, ο ΓιαροσλÜβ ΜÜτυς κι εγþ αποφασßσαμε να κλÝψουμε μια στοßβα ολüκληρη βιβλßα του «αρχεßου», που δεν εßχαν ακüμη ριχτεß στη φωτιÜ. ΦυσικÜ, πριν απ' την απüφαση αναρωτηθÞκαμε «μα καλÜ... αν το καταλÜβουν δε θα μας καθαρßσουν αμÝσως;...». Ο ΓιαροσλÜβ ΜÜτυς απÜντησε: «Αν εßναι να μας σκοτþσουν, θα το κÜνουν και χωρßς αυτÞ την αιτßα... Δε βλÝπετε;... Απ' τα στρατüπεδα που εκκενþσανε καθαρßσανε πρþτα‐πρþτα üλους üσους δουλεýανε στα γραφεßα... ΞÝρουμε πÜρα πολλÜ... ΚανονικÜ δε γλιτþνουμε... Αν σþσουμε αυτÜ τα βιβλßα... ΛÝω να το παßξουμε...».
¸πειτα θÝλησε να δþσει θÜρρος και σε μας και στον εαυτü του και συνÝχισε: «Δεßτε ερημιÜ, καταντÞσαμε σα Γραφεßο αντιπροσωπειþν. Ο üμπερσαρφ φýρερ ΦÜσελ κυνηγÜ τον Σουλτς, ο ΝτοπελÜιτερ εκπαιδεýει τους Πολιτοφýλακες στο Σαν ΓκÝοργκ, ο Μýλλερ τρÝχει να βρει τρüπο να τηλεφωνÞσει στη φρÜου Μýλλερ στο Ρüτενμπουργκ, κι ο ΛÝεμπ εκεß μÝσα πßνει συνÝχεια καφÝδες και κλαßει».
Τα βιβλßα σþθηκαν και παραδüθηκαν στον ΑμερικÜνο διοικητÞ. Απü μια πρþτη καταμÝτρηση εßδαμε πως στο ΜαουτχÜουζεν εßχαν εξοντωθεß κοντÜ 240.000 κρατοýμενοι. ¼σοι γλιτþσαμε Þμασταν περßπου 30 χιλιÜδες. ¸νας στους εννιÜ.
Η τýχη του καθενüς απü μας Þταν κυκλωμÝνη απü οχτþ θανÜτους.
Ωστüσο το «μητρþο» του στρατοπÝδου δεν Ýδειχνε πουθενÜ τον αýξοντα αριθμü 270.000 Þ κÜτι παραπλÞσιο. Για να μην εßναι φοβερüς ο αριθμüς των «εισερχομÝνων» και «εξερχομÝνων» οι λογιστÝς του ΜαουτχÜουζεν δßνανε στους καινοýριους τοýς αριθμοýς των νεκρþν. ¸τσι οι εισερχüμενοι στο στρατüπεδο δεν ξεπÝρασαν ποτÝ τον αριθμü 140 χιλιÜδες.
Οι ΑμερικÜνοι μας ρωτοýσαν τι ξÝρουμε για τους δεκαπÝντε αγνοοýμενους αεροπüρους. Το μüνο που ξÝραμε Þταν πως τον περασμÝνο ΓενÜρη τους εßχαν φÝρει στο στρατüπεδο. Τους εßχαμε δει να στÝκουν στον τοßχο αριστερÜ απ' την πýλη. Οι Ες‐Ες βολταρßζανε μπροστÜ τους ευχαριστημÝνοι, με χÝρια πßσω. Ο Üρμπαúτντινστ φýρερ Μπεμ τους Ýκανε νüημα πως θα τους περÜσουν θηλιÜ στο λαιμü. Οι ΑμερικÜνοι αεροπüροι γÝλασαν και κÜποιος απÜντησε με νüημα στον Μπεμ πως «εßναι τρελüς».
Τι απüγιναν οι δεκαπÝντε δεν ξÝραμε. ΑλλÜ για τους Üλλους που εßχαν φÝρει το φθινüπωρο του σαρÜντα τÝσσερα ξÝραμε πολλÜ, εßδαμε πολλÜ. ¹ταν σαρÜντα πÝντε αεροπüροι. Ολλανδοß, ΕγγλÝζοι, ΑμερικÜνοι. Τους σκüτωσαν üλους στη σκÜλα του λατομεßου. Τους φüρτωναν Ýνα κομμÜτι βρÜχο στη ρÜχη κι üσους δεν τα κατÜφερναν ν' ανÝβουν τα διακüσα εßκοσι πÝντε σκαλοπÜτια του «ΣτÜινμπρουχ ΓκρÜμπεν» τους χτυποýσαν με ξýλα Ýως θανÜτου. Τα ξýλα Þταν παρμÝνα απü καλοýπια του μπετüν διαλεγμÝνα να 'χουν καρφιÜ πÜνω. Μισοýς σκüτωσαν τη μια μÝρα, μισοýς την Üλλη. Και τις δυο μÝρες Üφησαν τους νεκροýς στη σκÜλα ως την þρα που σταμÜτησε η δουλειÜ. Τα συνεργεßα που δοýλευαν στο λατομεßο, üταν στο βραδινü γυρισμü ανÝβαιναν τη σκÜλα, Ýβλεπαν τα καλουπüξυλα να κρÝμουνται πÜνω στους σκοτωμÝνους γαντζωμÝνα απ' τα καρφιÜ που 'χαν μπει στα κεφÜλια, στ' αυτιÜ, στους þμους, στις κοιλιÝς.
Και τα δυο εκεßνα βρÜδια, üταν παραταχθÞκαμε στην πλατεßα για το προσκλητÞριο, τα μεγÜλα χειρÜμαξα του κρεματüριουμ φορτωμÝνα με τα σþματÜ τους πÝρασαν αργÜ απü μπροστÜ μας. Το δεýτερο βρÜδυ, Þρθε στο προσκλητÞριο κι ο υποδιοικητÞς ΜπαχμÜγερ. Τα χειρÜμαξα σταμÜτησαν στη μÝση της πλατεßας. Ο ΜπαχμÜγερ στÜθηκε ανÜμεσα στα δυο χειρÜμαξα και μας εßπε δυο λüγια:
«¼ταν στο μÝλλον στρÝφετε τα μÜτια σας στο γερμανικü ουρανü για να δεßτε τ' αεροπλÜνα των Αγγλοεβραßων και των Αμερικανοεβραßων, μην ξεχνÜτε πως üλα τελειþνουν εδþ κÜτω! ¼λες σας οι ελπßδες, βρωμüσκυλα της Ευρþπης, θα κουβαληθοýν πÜνω σ' αυτÜ τα αμÜξια».
Ο Ισπανüς ζωγρÜφος ΜανουÝλ Μοýνχιος ξενυχτοýσε με τα σþβρακα Ýξω απ' την παρÜγκα του κÜνοντας βüλτες, παραμιλþντας κι ανÜβοντας το επüμενο τσιγÜρο με τ' αποτσßγαρο του προηγοýμενου.
Σ' üσους Ýρχονταν ‐κι αυτοß με τα σþβρακα‐ να τον ανταμþσουν, Ýλεγε: «Ο ΔιεθνÞς Ερυθρüς Σταυρüς κι οι ΑμερικÜνοι μÜς Ýφεραν πολλÜ. ¼μως κÜτι που δε μÜς Ýφεραν εßναι λßγο Þσυχο ýπνο».
Λßγο Þσυχο ýπνο... Απ' τις 5 του ΜÜη, απ' τη μÝρα που η ζωÞ στο ΜαουτχÜουζεν Ýπαψε να 'ναι εφιÜλτης, ο εφιÜλτης κρýφτηκε στον ýπνο μας και γßνηκε üνειρο. ¹ταν αλλιþτικα üνειρα, αλλιþτικοι εφιÜλτες. Ο ΠÝτρος απ' τη ΘÞβα σπÜραξε απ' το φüβο που τον Ýσφιγγε, μοýγκριζε χωρßς να μπορεß να ξυπνÞσει και να γλιτþσει. «Η φωνÞ μου πνßγεται» Ýλεγε, «σα να μου βουλþνουνε το στüμα! Τα μÜτια κολλÜνε, δεν ανοßγουνε».
ΞÝραμε καλÜ τι εννοοýσε. ¼λοι το ßδιο παθαßναμε, γι' αυτü κι εßχαμε μαζευτεß σε κοντινÜ κρεβÜτια. Μüλις κÜποιος Üρχιζε να μουγκρßζει, οι διπλανοß τινÜζονταν αμÝσως να τον ξυπνÞσουν και να τον γλιτþσουν.
Τι εßδες ΠÝτρο;
Η μÜνα μου καθüτανε στο τραπÝζι μας, εßχε τη λÜμπα του πετρελαßου και μου 'γραφε Ýνα γρÜμμα. Εγþ το 'χα σκÜσει απü δω κι Þμουν κÜτω απ' το τραπÝζι. Της μιλοýσα και δε μ' Üκουγε. Της Ýπιασα τα πüδια αλλÜ οι κÜλτσες Þταν γεμÜτες Üχυρο... ¢κουσα κÜτι φωνÝς που ερχüτανε απü μια τρýπα που εßχε το πÜτωμα... Κοßταξα κι Þταν απü κÜτω το ΜαουτχÜουζεν κι üλοι οι Ες‐Ες Þταν στην πλατεßα και δεßχνανε προς τα πÜνω. Αρχßσανε ν' ανεβαßνουν σε κÜτι σιδερÝνιες ανεμüσκαλες, ν' ανεβαßνουν τρÝχοντας...
ΒγÞκαμε απ' την παρÜγκα. Ο ΠÝτρος κοßταξε τη σκοτεινÞ καμινÜδα του κρεματüριουμ. ΑνÜσανε. ¢ναψε Ýνα αμερικÜνικο τσιγÜρο. Ωραßα καπνÜ και μυρωδÜτα, εßπε.
ΑλλÜ δεν του 'φταναν αυτÝς οι αποδεßξεις. ΤρÜβηξε, με τα σþβρακα, προς την πλατεßα. Ο ΑμερικÜνος στρατιþτης που εßχε βÜρδια στην πýλη Ýπαιζε με τη μοναξιÜ του και την ησυχßα της νýχτας. Τραγουδοýσε:
«Δεßξε μου το δρüμο να πÜω σπßτι,
σε στεριÜ, σε θÜλασσα,
σε κýματα εγþ πÜντα
λÝω το ßδιο τραγοýδι.
Δεßξε μου το δρüμο να πÜω σπßτι...»
Ο ΠÝτρος Ýμεινε μαζß του. ¹θελε σþνει και καλÜ να μÜθει τα λüγια.
ΚÜθε πρωß οι πιο πολλοß ξυπνοýσαμε με την ßδια αγωνßα: «Σε ποιüν θα τα ποýμε üλ' αυτÜ; Ποý θα τα ποýμε; Ποιος θα τ' ακοýσει; Ποý θα παραδοθοýν üσα εßδαμε;»
ΥπομονÞ, Ýλεγε ο υπολοχαγüς Μακ Φηλντ. Απü μÝρα σε μÝρα περιμÝνουμε τους δικαστικοýς. ΚρατÞστε σημειþσεις για τις καταθÝσεις σας. Δε θα μεßνει κανεßς που δε θ' ακουστεß. Σας το υπüσχομαι.
Ο ΜÜης του σαρÜντα πÝντε Þταν ζεστüς. Τα απογÝματα μýριζαν καλοκαßρι. Ο ΙωνÜς, ο ΘανÜσης κι εγþ πÞγαμε στην παρÜγκα που μÝνουν οι γυναßκες για να γρÜψουμε καταλüγους κι ατομικÝς καρτÝλες.
Το πλακüστρωτο μπροστÜ στην παρÜγκα Þταν φρεσκοπλυμÝνο. Στην πüρτα στεκüταν μια κοπÝλα που φοροýσε μια φοýστα απü καρü τραπεζομÜντιλο. Την κρατοýσε σφßγγοντας τα χÝρια στη μÝση. Τ' αδýνατα πüδια της χÜνονταν μÝσα στις αρβýλες. Μια Üλλη, με χακß πανταλüνι, γονατισμÝνη πλÜι της καρφßτσωνε το στρßφωμα της φοýστας και μετροýσε τον ποδüγυρο μ' Ýνα σανßδι αριθμημÝνο με μολýβι.
ΜÝσα ακουγüταν κßνηση απü γυναικομÜνι και γουρ‐γουρ απü ραπτομηχανÝς. Τις χαιρετßσαμε και παραμερßσανε για να περÜσουμε. Στο κÜτω κρεβÜτι μιας κουκÝτας, η ΡαχÞλ Ýστρωνε με προσοχÞ Ýνα πατρüν απü εφημερßδα πÜνω σε μια κßτρινη κουρτßνα κι Ýλεγε: «Ποια πÞρε πÜλι το ψαλßδι, που εßναι το ψαλßδι;». ΠÜνω απ' το κεφÜλι της κρÝμονταν σταυρωτÜ τα ξιπüλητα πüδια μιας Üλλης που καθüταν στο πÜνω κρεβÜτι. Τα νýχια της Þταν βαμμÝνα με κüκκινο μολýβι. ¸ραβε κουμπιÜ πÜνω σε μια ζακÝτα απü πεσκßρι. Δßπλα η ΣÜντρα κι Üλλες δυο κÜνανε πρüβα μπροστÜ σ' Ýνα ντουλαπüφυλλο με καθρÝφτη στερεωμÝνο σε αντιστýλι. Η ΣÜντρα κρατοýσε Ýνα μαξιλÜρι, Ýβγαζε μπαμπÜκι απü μÝσα και το 'δινε σε μιαν Üλλη που το 'στρωνε για βÜτα στον þμο μιας τρßτης. Απ' τα πρüσωπÜ τους η κιτρινßλα εßχε αρχßσει να φεýγει, τα μαλλιÜ στα κεφÜλια τους Üρχισαν να μαυρßζουνε. Η Βικτωρßα τýλιγε με Üσπρη κορδÝλα μια αγκρÜφα απü αντρικÞ ζþνη, και μια μικρÞ, που φοροýσε Ýνα τρυπωμÝνο φüρεμα απü κÜλυμμα πολυθρüνας, ρωτοýσε παρακαλεστÜ «ποιανÞς περισσεýουνε δυο‐τρßα κουμπιÜ». Στα μεγÜλα τραπÝζια του φαγιοý σιδερþνανε με κÜτι σιδερικÜ που μοιÜζανε ανταλλακτικÜ αυτοκινÞτου. Το χεροýλι τους Þταν φτιαγμÝνο απü σýρματα τυλιγμÝνα με κουρÝλια και σπÜγκο. Τα πυρþνανε σε φουφοýδες απü γκαζοτενεκÝ. ΚÜποια, που σιδÝρωνε Ýνα μπλουζÜκι κομμÝνο απü μαξιλαροθÞκη, δεν εßχε ξηλþσει το κεντημÝνο «Γκοýντεν Μüργκεν». Στους στýλους των κρεβατιþν κρÝμονταν πατρüν σχεδιασμÝνα σε φýλλα του «ΣινιÜλ» και του «Φüλκισερ ΜπεομπÜχτερ». Σ' Ýνα πατρüν για μανßκι Ýβλεπες τη φωτογραφßα του Γκαßμπελς, σ' Ýνα πÝτο διÜβαζες Ýνα απü τα τελευταßα ανακοινωθÝντα της ΒÝρμαχτ, σ' Ýνα στÞθος μιας ζακÝτας μια αεροφωτογραφßα του Κüβεντρυ στις φλüγες.
ΚοντÜ στα παρÜθυρα Þταν τρεις ραπτομηχανÝς και πßσω απü κÜθε ρÜφτρα περιμÝνανε ουρÜ οι Üλλες για να γαζþσουν.
¸ξω, αντßκρυ στα παρÜθυρα, στα πεζοýλια της πρασιÜς, Üντρες διÜφοροι εßχαν στρογγυλοκαθßσει κι απολαμβÜνανε το βουητü απ' το γυναικομÜνι και το γουρ‐γουρ απ' τις ραφτομηχανÝς. Μüλις το βουητü σταματοýσε, Üκουγες απ' τον περßβολο φωνÝς πλÞθους που παρακολουθοýσε ποδüσφαιρο.
Εßδαμε πως αν δεν τÝλειωνε το ρÜψιμο θα 'ταν αδýνατο να κÜνουμε «γραφικÞ εργασßα» και την αναβÜλαμε. ΡωτÞσαμε τη Βικτωρßα αν θα 'θελε να μας βοηθÜ στη δουλειÜ και δÝχτηκε. Συμφþνησαν κι üλες οι γυναßκες κι εßπαν πως θÝλουνε τη Βικτωρßα γι' αρχηγßνα. Καθþς κÜναμε να φýγουμε ο ΙωνÜς γýρισε κι εßπε στη Βικτωρßα: «ΑυτÞ εκεß πÝρα εßναι δικÞ μας; Πρþτη φορÜ τη βλÝπω». Σε μια απ' τις τελευταßες κουκÝτες μια κοπÝλα καθισμÝνη σταυροπüδι προσπαθοýσε να ρÜψει μια γüβα. Η βελüνα μÜγκωνε στο σκληρü δÝρμα και δεν Ýβγαινε. Την Ýπιανε με τα δüντια και την τραβοýσε. «Εßναι ΛιθουανÞ» εßπε η Βικτωρßα. «¹θελε να μεßνει μαζß μας γιατß δεν υπÜρχουν Üλλες ΛιθουανÝς. Εßναι καλÞ κοπÝλα, τη λÝνε... ΣτÜσου να δεις πως τη λÝνε». Η Βικτωρßα της φþναξε να πει τ' üνομÜ της και κεßνη απÜντησε κοιτÜζοντÜς μας: «Γιαννßτα Ρßμκουτι, ΛιθουανÞ».
Το βραδÜκι στολιστÞκαμε, μπÞκαμε στο αυτοκßνητο με την ελληνικÞ σημαßα και πÞραμε το δρüμο για το χωριü ΜαουτχÜουζεν. ¹ταν η πρþτη φορÜ που κατÝβαινα στο χωριü και καθþς ξανÜβλεπα το δρüμο φοβÞθηκα. Ο ΙωνÜς, ο ΘανÜσης, ο ΠÝτρος, ο Αντþνης τραγουδοýσαν «τα μÜτια τα δικÜ σου τα μÜτια...». Εßχα περÜσει απ' τον ßδιο δρüμο üταν μας φÝρνανε στο στρατüπεδο. Σε κεßνη την «παραλαβÞ» οι ¸λληνες Þμασταν σαρÜντα τρεις. Μεßναμε τÝσσερις. ¸νας πριν πεθÜνει μου εßχε στεßλει Ýνα σημεßωμα πÜνω σ' Ýνα κομμÜτι Üσπρο πανß. Τον Ýλεγαν ΤÝλη, Þταν απ' τη Θεσσαλονßκη.
Τη στιγμÞ που μπαßναμε στο χωριü Üναψαν τα φþτα. Η πλατεßα Þταν γεμÜτη απü δικοýς μας. Και τα καφενεßα κι οι μπιραρßες. Οι πιο πολλοß φοροýσαν ακüμη τα ριγωτÜ ροýχα. Σεργιανοýσαν με γυναßκες του στρατüπεδου, φλερτÜρανε, μιλοýσαν επιδεικτικÜ. Μια μικρÞ ορχÞστρα σ' Ýνα καφενεßο Ýπαιζε το «πÝτερλε, ντου λßμπες, πÝτερλε...». Οι Σπανιüλοι εßχαν διπλαρþσει τα κορßτσια του χωριοý. Στην προβλÞτα της πλατεßας Γερμανοß πρüσφυγες απ' τ' ανατολικÜ, γÝροι, γριÝς και γυναικüπαιδα φωνÜζανε και κλαßγανε για να μπουν στο σλÝπι και να περÜσουν στην απÝναντι üχθη του Δοýναβη.
«ΠÜμε πρþτα για κρασß» εßπε ο ΠÝτρος και κορνÜροντας για να κÜνει μποýγιο πÝρασε την πλατεßα και φρενÜρησε μπροστÜ σ' Ýνα ΓκαστχÜουζ. Εßχε μπüλικους θαμþνες μÝσα. Ντüπιους, απ' το στρατüπεδο και μια παρÝα Ρþσους στρατιþτες. ΠλησιÜσαμε στον πÜγκο κι ο Αντþνης εßπε γερμανικÜ στο μαγαζÜτορα:
Μüνο δυο μπουκÜλια.
Δεν Ýχω πια κανÝνα μπουκÜλι, απÜντησε κοφτÜ ο Γερμανüς.
¸χεις, ψιθýρισε γερμανικÜ ο Αντþνης και συνÝχισε στα ελληνικÜ: Και πρüσεχε πως μου μιλÜς.
Μπορεßς και μüνος σου να δεις üτι δεν Ýχω τßποτα! απÜντησε πÜλι ο μαγαζÜτορας.
Ο Αντþνης νευρßασε και εßπε στα ελληνικÜ ενþ ταυτüχρονα τοý το μετÝφραζε με παντομßμα:
«Εγþ δε θÝλω να δω! Να πιω θÝλω».
Ο μαγαζÜτορας κλαψοýρισε: «Κι εγþ θÝλω να κερδßζω πουλþντας κρασß αλλÜ που εßναι το κρασß;» Ο ΙωνÜς θýμωσε και χτýπησε τη γροθιÜ του πÜνω στο πÜγκο:
¸χεις και θα μας δþσεις. ΦερστÝεν;
Ο Γερμανüς τα χρειÜστηκε και συνÝχισε να κλαψουρßζει:
Αν εßχα δε θα σας Ýδινα; Τρελüς εßμαι να μη σας δþσω; Αφοý εσεßς κÜνετε ü,τι θÝλετε τþρα πια. Το μÜτι του ΠÝτρου πÞρε πως οι Ρþσοι πßνανε κρασß κι ο μαγαζÜτορας βιÜστηκε να μας πληροφορÞσει πως «οι σýντροφοι» το φÝρανε μαζß τους.
ΑλλÜ για κακÞ του τýχη Ýνας «σýντροφος» κÜτι κατÜλαβε, σηκþθηκε, Þρθε στον πÜγκο, Üνοιξε το πορτÝλο και χÜθηκε στο εσωτερικü. Ο μαγαζÜτορας κοßταξε. Ακοýστηκε γκλiν‐γκλαν απü μποτßλιες κι ο Ρþσος Þρθε με πÝντε μπουκÜλια στην αγκαλιÜ. ¢φησε τα τρßα μπροστÜ μας και κρÜτησε τα δýο.
«Σπασßμπα» εßπε ο Αντþνης.
ΝιÝτ σπασßμπα, απÜντησε ο Ρþσος.
ΠÝντε δολÜρια, σφýριξε ο μαγαζÜτορας.
ΝιÝτ ντüλλαρ, ντüιτσε μαρκ, ξανÜπε ο Ρþσος.
ΔεκαπÝντε μÜρκα ξανασφýριξε ο μαγαζÜτορας.
Ο ΙωνÜς Ýβγαλε μÜρκα και πλÞρωσε το Ρþσο. Αυτüς συμπλÞρωσε και το δικü του χρÝος και τα 'δωσε üλα μαζß στο Γερμανü.
ΝτÜνκε σÝεν, εßπε δαγκωτÜ.
ΝτιÝτ ντÜνκε σÝεν, κουλτοýρα, απÜντησε αυστηρÜ ο Ρþσος στρατιþτης, και πηγαßνοντας προς το τραπÝζι του μουρμοýριζε «χολιÝρα φασßστα...»
Με τα μπουκÜλια περß πολλοý πÞγαμε στην πλατεßα για να βροýμε τραπεζÜκι στο ýπαιθρο. Ανταμþσαμε τη ΧÜνα, τη Βικτωρßα, τη ΣÜντρα κι Üλλες δυο Ελληνßδες, που δεν τις Þξερα. Τις καλÝσαμε. «Αν δεν εßναι μüνο απü ευγÝνεια» εßπε η ΧÜνα, «μüνο που πρÝπει να ποýμε και στη ΛιθουανÞ, γιατß Þρθαμε παρÝα στο χωριü.
Η ΛιθουανÞ εßχε πÜει να δει το σλÝπι. ΠροθυμοποιÞθηκα να πÜω να την καλÝσω κι αυτÞν. Φοροýσε Ýνα στρατιωτικü πανταλüνι με κüκκινη ρßγα στο πλÜι, αντρικü πουκÜμισο και σακÜκι. Μου εßπε πως Þξερε και γερμανικÜ και λßγα ιταλικÜ. ΔÝχτηκε την πρüσκληση, αλλÜ Þθελε να δει το σλÝπι δυο λεφτÜ ακüμη.
Κοßταξα για τους Üλλους. Εßχαν καθßσει στο καφενεßο με την ορχÞστρα.
Σας λÝνε Γιαννßνα, Ýτσι δεν εßναι;
Γιαννßνα, Γιαννßνα Ρßμκουτι. ΕσÜς πþς σας λÝνε;
Της το εßπα και το βρÞκε δýσκολο αλλÜ εßπε πως θα το συνηθßσει. ΠÞρα θÜρρος και τη ρþτησα αν θÝλει να πÜμε με το σλÝπι αντßκρυ και να ξαναγυρßσουμε.
Δεν εßναι δýσκολο; Τüσος κüσμος περιμÝνει για θÝση...
ΠÞγα στον υπεýθυνο. ¹ταν ντυμÝνος σαν χωροφýλακας. Του 'δειξα την ταυτüτητÜ μου ως μÝλος της ΕπιτροπÞς. Εγþ κι η δεσποινßς, του εßπα, θÝλουμε να μποýμε στο σλÝπι.
Βρüντηξε τα τακοýνια του:
ΑμÝσως!
¸σπρωξε τα γυναικüπαιδα και τους γÝρους να παραμερßσουν και φþναξε το σλεπιτζÞ να μας βÜλει σε καλÞ θÝση γιατß εßμαι της «ΕπιτροπÞς». Μας χαιρÝτησε στρατιωτικÜ και ξαναβρüντηξε τα τακοýνια του.
Το σλÝπι Þταν κιüλας γεμÜτο πρüσφυγες, μπüγους, καρüτσια. Η Γιαννßνα κοßταξε τα μωρÜ. Μια γυναßκα μÜς εßπε πως εßναι βδομÜδες που περπατÜνε. ¸ρχονται με τα πüδια απ' τη Σιλεσßα.
Δε συγκινÞθηκα καθüλου.
Η ΛιθουανÞ εßχε πÝσει σε συλλογισμοýς. ΑκουμπισμÝνη στο παραπÝτο κοßταζε το ποτÜμι.
Στην αντßκρυ üχθη διÜφοροι μαυραγορßτες και σωματÝμποροι περιμÝνανε τους πρüσφυγες. Τους λÝγανε πως αν Ýχουν χρυσαφικÜ γι' ανταλλαγÞ, δßνουν ψωμß, παστü χοιρινü, γÜλα του κουτιοý, αλεýρι, μαργαρßνη... Στα κορßτσια κÜνανε πρüταση να μεßνουνε εδþ, να τις βÜλουν σε πρþτης τÜξεως δουλειÜ με πρþτης γραμμÞς πληρωμÞ. ΘυμÞθηκα τη γερμανικÞ κατοχÞ στην ΕλλÜδα. Τþρα Ýβλεπα τη Γερμανßα στο ßδιο χÜλι.
Ωστüσο το κÝφι μου εßχε χαλÜσει. ΜετÜνιωσα που Üφησα την ωραßα μου παρÝα γι' αυτÞν την ΛιθουανÞ. Μπορεß να Þταν νüστιμη αλλÜ δε μιλοýσε καθüλου. ¼λο εγþ Ýπρεπε να βρßσκω κÜτι να λÝω. Στο γυρισμü σηκþθηκε ελαφρü αερÜκι, Ýκανε ψýχρα. ¸βγαλα το σακÜκι μου και της εßπα να το φορÝσει. ΑρνÞθηκε γιατß, üπως εßπε, Þμουν κι εγþ πολý αδýνατος. Με ρþτησε πüσα κιλÜ εßμαι.
ΠÜω καλÜ, απÜντησα, σýντομα θα 'μαι πενÞντα.
¾στερα της εßπα να πει μια φρÜση στα λιθουανικÜ. Δεν εßχα ακοýσει ποτÝ οýτε μια λÝξη απ' αυτÞ τη γλþσσα. ΣκÝφτηκε λßγο και συλλÜβισε...
«¢σταβε μßλιου λÜμπαú, σÝντιενα νÜκτις α τÝικ πας μÜνιε».
Τι θα πει;
Εßναι μια παροιμßα, απÜντησε. Δεν μπορþ να τη μεταφρÜσω... Εγþ ακοýω üλη τη μÝρα τα κορßτσια που μιλοýν ελληνικÜ... Μ' αρÝσουν... Πες μου κι εσý κÜτι.
ΞαφνικÜ στüμωσα, δεν Ýβρισκα τßποτα καλýτερο και εßπα... «Üσπρη πÝτρα ξÝξασπρη κι απ' τον Þλιο ξεξασπρüτερη...».
Δýσκολη γλþσσα, μουρμοýρισε, σα να τρÝχει νερü.
Την πÞρα και καθßσαμε στο απÜγκιο που κÜνανε μια στοßβα Ýπιπλα. Ανοßξαμε τα φýλλα μιας ντουλÜπας και καθßσαμε μÝσα. Τη ρþτησα αν κατεβαßνει συχνÜ στο χωριü.
ΣÞμερα, εßπε, εßναι η τρßτη φορÜ. Αλλ' αυτÞ εßναι η πρþτη που ξαναμπαßνω στο σλÝπι. Δεν εßχα το θÜρρος να μπω.
ΣκÝφτηκα λßγο τα λüγια της και τη ξαναρþτησα «γιατß δεν εßχε το θÜρρος, τι τρÝχει με το σλÝπι;»
¼ταν μας φÝρνανε στο ΜαουτχÜουζεν, απÜντησε, μας πÝρασαν με σλÝπι. Γι' αυτü κατÝβαινα στο χωριü. ¹θελα να ξαναμπþ και να ξαναπερÜσω. ΑλλÜ δεν εßχα παρÝα και φοβüμουνα.
ΘυμÞθηκα πως κι εμÝνα μ' εßχε πιÜσει φüβος üταν το απüγεμα ξαναπÝρασα το μÝρος που οδηγοýσε στο στρατüπεδο.
Σþπασε λßγο κι ýστερα εßπε:
¹θελα να ξαναμπþ στο σλÝπι, Ýτσι ελεýθερη, καταλαβαßνετε;
Καταλαβαßνω. Τι Ýγινε τüτε με τους Ες‐Ες πÜνω στο σλÝπι, Ýγινε τßποτα;
Η Γιαννßνα εßπε: «Μüλις το σλÝπι Üφησε την üχθη ο Ες‐Ες που Þταν επικεφαλÞς Üρχισε να μας λÝει πως μÝσα στο στρατüπεδο πρÝπει να 'χουμε αλληλεγγýη μεταξý μας, αλλιþς δε γλιτþνουμε. Εκεß μÝσα, Ýλεγε, οýτε ο Θεüς θα μας δει ποτÝ οýτε κανεßς Üλλος. ΒοÞθεια και Ýλεος δεν μπαßνει. ¼λες οι τρýπες με τον υπüλοιπο κüσμο εßναι φραγμÝνες. ¼,τι κÜνετε σεις οι ßδιες. Το μüνο που μπορεßτε να περιμÝνετε εßναι να βοηθÜ η μια την Üλλη... Θα σας δεßξω αμÝσως τι θÝλω να πω... "Ποια απü σας ξÝρει να κολυμπÜ;" ΜερικÝς γυναßκες σηκþσανε τα χÝρια τους... Ωραßα, εßπε ο Ες‐Ες. ¸λα εδþ εσý, η ψηλÞ"... ¹ταν μια ΓιουγκοσλÜβα μÝχρι τριÜντα χρονþν... ¾στερα φþναξε σε μιαν Üλλη απ' αυτÝς που δεν Þξεραν κολýμπι... "¸λα δω κι εσý, για σÝνα φροντßζω. ΒÜλτε το δεξß σας χÝρι πλÜι‐πλÜι". ΠÞρε Ýνα σýρμα κι Ýδεσε τα χÝρια τους γερÜ. Τις Ýφερε εδþ Üκρη‐Üκρη και εßπε: "Δεßξτε μου τþρα αν εßστε γυναßκες Þ σκýλες. ¹ η μια θα σþσει την Üλλη, Þ θα πνιγεßτε κι οι δυο".
»Τις Ýσπρωξε και τις Ýριξε στο νερü. ¿σπου να πνιγοýνε παλεýανε με το νερü πÜνω απü μισÞ þρα. Στην αρχÞ το σλÝπι σταμÜτησε για να τις βλÝπουμε. ¾στερα τις ακολοýθησε γιατß το ρεýμα τις παρÜσερνε. ¢μα βουλιÜξανε, ο Ες‐Ες εßπε στο σλεπιτζÞ να κÜνει κι αυτüς μια αναφορÜ πως οι δυο γυναßκες πÞγανε να το σκÜσουν κολυμπþντας».
Η Γιαννßνα σþπασε πÜλι για λßγο κι ýστερα ρþτησε απü πιο δρüμο με φÝρανε Ýμενα.
Απ' το σταθμü, εßπα. Μας φÝρανε με το σιδηρüδρομο.
ΘÝλεις να πÜμε και στο σταθμü;
Δεν Þξερα αν θÝλω κι Ýκανα πως το σκÝφτομαι. Με το κοκαλιÜρικο χÝρι της Ýσφιξε το δικü μου. Το πρüσωπü της, που Þταν μικροκαμωμÝνο, γÝμιζε απü δυο μεγÜλα γαλανÜ μÜτια.
Μη φοβÜστε, εßπε, θα πÜμε μαζß. Εσεßς Þρθατε παρÝα στο σλÝπι, εγþ θα 'ρθω παρÝα στο σταθμü. Αυτü που Ýνιωθε η ΛιθουανÞ το 'χα νιþσει κι εγþ. ¹θελα κι εγþ να περÜσω «Ýτσι ελεýθερος» απü παντοý. Παντοý üπου με εßχανε πÜει χωρßς τη δικÞ μου θÝληση, παντοý üπου την κÜθε μου κßνηση την παρακολουθοýσε Ýνας βοýρδουλας, Ýνα ραβδß, μια κλοτσιÜ, Ýνα αυτüματο. ¹ταν σÜμπως η ελευθερßα μας να 'ταν σκüρπια σ' üλα εκεßνα τα μÝρη. ¸πρεπε να πÜμε να τη μαζÝψουμε.
ΔÝχτηκα να πÜμε παρÝα στο σταθμü και χÜρηκε. Κολακεýτηκε που της δüθηκε η ευκαιρßα να προστατÝψει κÜποιον. Μου 'σφιγγε το χÝρι σ' üλο το γυρισμü.
Η πλατεßα του χωριοý Þταν ακüμα πιο γεμÜτη απü πριν, πιο φωτισμÝνη, πιο χαροýμενη. Χορεýανε κιüλας. Το «ΛÜμπεθ γουþκ» Ýσκιζε. Τα ξυλοπÜπουτσα βροντοκοποýσαν στις πλÜκες. Οι ριγωτÝς φορεσιÝς του κÜτεργου εßχαν «παραφρονÞσει». Ο ΠÝτρος κι ο ΘανÜσης σαν καλλßφωνοι που Þταν ξÝρανε και τα λüγια:
«ΣυνταγÞ στους χορευτÜς
πρþτα λßγο περπατÜς
και ξαφνικÜ
φωνÜζεις δυνατÜ
¿ωωω!»
Θα προτιμοýσα να μÝναμε κι εμεßς να χορÝψουμε, αλλÜ η ΛιθουανÞ διÜσχιζε βιαστικÜ την πλατεßα κι εγþ δεν τüλμησα να της πω «πÜμε Üλλη φορÜ στο σταθμü. Χορεýετε;». ΦοβÞθηκα μη δε με πÜρει για σοβαρü.
Μπορεß επειδÞ Þταν νýχτα... Μπορεß επειδÞ εßχα πολλÝς φορÝς ξαναθυμηθεß και σκεφτεß εκεßνο το σταθμü... Μπορεß επειδÞ Ýτσι γßνεται Üμα περÜσει καιρüς... τþρα που ξανÜβλεπα το σταθμü δεν Ýμοιαζε... ΠÞγα και στÜθηκα στις γραμμÝς. Η ΛιθουανÞ με κοßταζε απ' την πλατφüρμα...
Μια πολιτεßα με θανατηφüρα σýνορα...
...Ταξιδεýουμε απ' τα χαρÜματα μÝσα σε φορτηγÜ βαγüνια. Εßναι θεοσκüτεινα. Οι πιο πολλοß Ýχουμε κιüλας περÜσει σαρÜντα μÝρες στην απομüνωση και τÝσσερις μÞνες σ' Ýνα μικρü στρατüπεδο κοντÜ στο Ζßμερινγκ. ¹ταν κι Ýνας Εβραßος εκεß. Οι Ες‐Ες σχηματßζανε Ýναν ανοιχτü κýκλο γýρω του και φωνÜζανε: «ΜπÜλα». Ο Εβραßος Üρχιζε να τρÝχει απ' τον Ýνα στον Üλλο κι αυτοß τον κλοτσοýσαν στα πüδια, στην κοιλιÜ, στα πλευρÜ, στο κεφÜλι. Το ποδüσφαιρο σταματοýσε üταν η «μπÜλα» Ýμενε ασÜλευτη πÜνω στη λÜσπη απü χþμα και αßμα.
¼ταν βαρÝθηκαν να παßζουν κÜθε μÝρα το ßδιο παιχνßδι, τον πνßξανε σ' Ýνα ρÝμα που κυλοýσαν μÝσα οι οχετοß.
Το τραßνο που μας πÜει σταματÜ σε πολλοýς σταθμοýς. Τ' Üλλα βαγüνια εßναι κανονικÜ. Απ' το ßδιο τραßνο ταξιδιþτες κατεβαßνουν. ¢λλοι ανεβαßνουν. Σωπαßνουν και κολλÜμε τ' αυτιÜ στα τοιχþματα. Ακοýμε τÝτοιες κουβÝντες:
Μια γυναßκα: Να πεις στην ¸λγκα να μη στεναχωριÝται για την ομπρÝλα... ¸νας Üντρας: ΠÞρα τα ρÝστα μου απ' το μπαρ; Α, ναι, εδþ εßναι!...
¢λλος Üντρας: ¸χετε Üλλα πρÜγματα;
¢λλος Üντρας: ΑυτÜ εßναι üλα, ευχαριστþ.
¢λλος Üντρας: Εγþ κýριÝ μου! Τ' üνομÜ μου εßναι ΓκÜντερτ... Καλü σας ταξßδι... ¢λλη γυναßκα: ΧÝλμουτ, μη με γελÜσεις...
¢ντρας: ΚουταμÜρες, την ΚυριακÞ θα 'μαι πßσω.
Ακοýμε τα παραγγÝλματα και τη σφυρßχτρα του κÜθε σταθμÜρχη, αλλÜ οýτε που εßμαστε καταλαβαßνουνε, οýτε που πÜμε. ΣταματÜμε πÜλι.
Ξεκλειδþνουν τις συρτÝς πüρτες και τις ανοßγουν. Εßναι μÝρα ακüμα. Ο Þλιος πÝφτει καταπρüσωπο και μας στραβþνει. ¼μως καλýτερα Ýτσι. Ο σταθμüς εßναι μικρüς, επαρχιακüς, με δÝντρα, μπλοκαρισμÝνος απü Ες‐Ες. Ο αξιωματικüς τους παρακαλεß τους ταξιδιþτες που κατεβαßνουν να περÜσουν γρÞγορα. Παρακαλεß κι αυτοýς που εßναι να μπουν στο τραßνο να περιμÝνουν λßγο.
Η παραλαβÞ μας απ' τους Ες‐Ες του ΜαουτχÜουζεν γßνεται ονομαστικÜ. Ταυτüχρονα μπαßνουμε στη γραμμÞ πÝντε‐πÝντε. Οι ταξιδιþτες που εßναι στην πλατφüρμα και στα βαγüνια δε μας πολυπροσÝχουν. Οýτε οι σιδηροδρομικοß. ¸νας μÜλιστα ελεγκτÞς Ýχει καθßσει στη σκÜλα, ανοßγει το «τÝρμος» και πßνει καφÝ. ΑυτÜ μας φαßνονται σαν «καλÜ σημÜδια». Η ελπßδα πιÜνει να ριζþνει. Τη βοηθÜ κι ο απογευματινüς Þλιος κι Ýνα τερÜστιο γελαστü πρüσωπο σε μια διαφÞμιση μπýρας που μας κλεßνει πονηρÜ το μÜτι. Ο διπλανüς μου ψιθυρßζει «φαßνεται πως θα δουλÝψουμε στο χωριü». ¢λλος λÝει «το πολý‐πολý στα χωρÜφια». Κι ýστερα Üλλος «οι ΓÜλλοι αιχμÜλωτοι που δουλεýουνε στα χωρÜφια περνÜνε καλÜ. Πολλοß το σκÜνε».
Παßρνουμε το δρüμο του χωριοý. ΔεξιÜ κι αριστερÜ σπßτια. Λοξοκοιτοýμε στα παρÜθυρα και βλÝπουμε τα Ýπιπλα που εßναι μÝσα. «ΚαλÜ σημÜδια».
¸νας Üντρας ανεβασμÝνος σε μια καρÝκλα βÜφει τα παραθυρüφυλλα. Μια γυναßκα ακουμπÜ στο παρÜθυρο. ΜαθÞτριες περνÜνε με ποδÞλατα. Σταματοýν. Τις ακοýμε που κÜτι λÝνε στα πεταχτÜ με τους Ες‐Ες. ΚÜτι «για το Ýργο που 'χει απüψε ο κινηματογρÜφος». Εμεßς δεν μποροýμε να μιλÞσουμε μεταξý μας, üμως συνεννοοýμαστε κι Ýτσι... «ΚαλÜ σημÜδια, καλÜ σημÜδια».
Ο δρüμος περνÜ ανÜμεσα σε μαγαζιÜ. Γυναßκες κι Üντρες κÜνουν τα ψþνια τους. Οι πιο πολλοß χαιρετιοýνται με τους Ες‐Ες. Απü Ýνα κουρεßο βγαßνει κÜποιος με τη σαπουνÜδα στα μοýτρα και λÝει στον Ες‐Ες αξιωματικü που υπüγραφε την παραλαβÞ μας: «Να μην ξεχÜσεις þρα εννÝα απüψε, σπßτι, μαζß με την ¢ννυ. Σýμφωνοι;»
«Θα 'ναι παντρεμÝνος, σκεφτüμαστε üλοι. ¢ννυ θα 'ναι η γυναßκα του. Μπορεß να 'χει και παιδιÜ. ΚαλÜ σημÜδια».
ΦτÜνουμε σε μια πλατεßα. ΑριστερÜ κυλÜ θολüς ο Δοýναβης. Σ' Ýνα στýλο εßναι Ýνα πανü απü λαμαρßνα: ¸να κεφÜλι με κρÜνος φρÜζει το στüμα με το δÜχτυλο κι απü κÜτω γρÜφει: «ΜÜθε να σιωπÜς χωρßς να σπας».
Μüλις περνÜμε την πλατεßα ο αξιωματικüς φωνÜζει «αλτ». ¸να κουβÜρι μαλλß κυλÜει ανÜμεσα στα πüδια της πεντÜδας που εßναι μπροστÜ μου. Ο Ες‐Ες σηκþνει το πüδι του και κοπανÜ πολλÝς φορÝς με το τακοýνι της μπüτας τα δÜχτυλα αυτþν που πÜτησαν το κουβÜρι. Το σηκþνει και τυλßγοντÜς το πλησιÜζει στην πüρτα ενüς φοýρνου και το δßνει σε μια γυναßκα που στÝκει εκεß.
«Εμπρüς... μαρς». Τα σπßτια σιγÜ‐σιγÜ αραιþνουν, μπαßνουμε σ' Ýνα πλατý χωματüδρομο ανÜμεσα στα χτÞματα. Ο Þλιος Ýχει κατÝβει, κÜνει ψýχρα. ΚÜπου‐κÜπου βüδια μουκανßζουν. Αρχßζει η ερημιÜ. Δε βλÝπουμε πια σπßτια. Οýτε ακοýμε μουκανßσματα. Σ' Üλλο στýλο, Üλλο πανü απü λαμαρßνα:
«Μην προχωρÜτε πÝρα απ' αυτü το σημεßο. Οι παραβÜται συλλαμβÜνονται. Εις περßπτωσιν αποπεßρας διαφυγÞς, εκτελοýνται επß τüπου».
Λßγο πιο πÝρα Ýνας εσταυρωμÝνος απ' αυτοýς που φυλÜνε τα σταυροδρüμια στη Γερμανßα. Δßπλα, μια δεκαριÜ μπιτüνια για γÜλα.
«Αλτ!..». ΔεξιÜ κι αριστερÜ φυλÜκια. Στη μÝση μπÜρα για τα τροχοφüρα. ΠÜνω η επιγραφÞ: Ες‐Ες. Στρατüπεδο Συγκεντρþσεως ΜαουτχÜουζεν.
Απ' τα πλευρÜ κÜθε φυλακßου φρÜχτης απü πυκνÞ σειρÜ συρματοπλÝγματα, ψηλüς ως τρßα μÝτρα, φεýγει και χÜνεται μÝσα στο δÜσος και στη νýχτα που Ýχει πια Ýρθει.
Δεν Ýχουμε πια ψευδαισθÞσεις. Στο βÜθος βλÝπουμε το «ΜαουτχÜουζεν» καθισμÝνο σαν κÜστρο στην κορφÞ του λüφου. Μια μακριÜ σειρÜ ηλεκτρικοß γλüμποι δεßχνουν το δρüμο. ¼σο πλησιÜζουμε, οι λεπτομÝρειες φανερþνονται. Ψηλü πÝτρινο τεßχος. Συρματüπλεγμα στη ρÜχη με ηλεκτρικοýς μονωτÞρες. Ψηλοß πÝτρινοι πýργοι με πολυβüλα. Το σÞμα «νεκροκεφαλÞ» στην κορφÞ της στÝγης. Μια καμινÜδα που βγÜζει φωτιÜ. ΤιναχτÞ φωτιÜ Ýτσι üπως στα διυλιστÞρια πετρελαßου.
Ο αÝρας μυρßζει καμÝνο κρÝας... ΠροσÝχουμε πως το χαλßκι του δρüμου εßναι ανÜμιχτο με αποκαÀδια. ΑνÜμεσÜ τους βλÝπουμε κομμÜτια κüκαλα. Κανεßς δε μιλÜ... Ποιος τολμÜ να πει: «¸χεις ακοýσει πως απ' τους ανθρþπους βγÜζουν σαποýνι κι Üλλα χημικÜ προúüντα;»
¸χουμε φτÜσει στον περιφερειακü δρüμο. ΔεξιÜ μας παρÜγκες με βερÜντες και πρασιÝς. Ες‐Ες στρατιþτες κÜθονται στα πεζοýλια.
ΑριστερÜ Ýνα γÞπεδο ποδοσφαßρου χαραγμÝνο με Üσπρες γραμμÝς. Δßπλα μια σειρÜ παρÜγκες φραγμÝνες με συρματüπλεγμα. ΠÜλι ηλεκτρικοß μονωτÞρες. ΕπιγραφÞ: Νοσοκομεßον.
Ανηφορßζουμε προς την κεντρικÞ πýλη. Ο δρüμος εδþ εßναι γεμÜτος πινακßδες:
Ταχυδρομεßον, ΛÝσχη Αξιωματικþν, Εστιατüριον, Οδοντιατρεßον, Ιατρεßον, Διεýθυνσις ΥποχρεωτικÞς Εργασßας, ΠολιτικÞ Διεýθυνσις, Κομμαντατοýρ.
Η πýλη ανοßγει. Εßναι δßφυλλη. Ως τρßα μÝτρα το κÜθε φýλλο. Απü πßσω δυο πýργοι με πολυβüλα. Στο κεφÜλι της πýλης μια ειδοποßηση:
«Εσεßς που μπαßνετε αφÞστε Ýξω κÜθε ελπßδα».
Εßμαστε μÝσα. Η πýλη κλεßνει. Η πλατεßα εßναι Üδεια, κατÜφωτη και πεντακÜθαρη. Μια σειρÜ παρÜγκες αριστερÜ. ΔεξιÜ πετρüχτιστα χτßρια.
Ο διοικητÞς εßναι εδþ μαζß με Üλλους αξιωματικοýς. Ακοýμε πως λεßπει Ýνας πεθαμÝνος... ¸πρεπε να 'ναι 166 και εßναι 165. Ο διοικητÞς φεýγει φωνÜζοντας πως «απαιτεß να βρεθεß ο Üλλος». Οι αξιωματικοß τραβοýν προς τη μεριÜ που εßναι ανÜμεσα στο πρþτο χτßριο και στη μÝσα μεριÜ του ψηλοý τοßχου. Οι 165 πεθαμÝνοι εßναι αραδιασμÝνοι στο τσιμÝντο, Üλλοι μπροýμυτα, Üλλοι ανÜσκελα. Ξαναρχßζουν το μÝτρημα.
Μας λÝνε να γδυθοýμε και να κÜνουμε τα ροýχα μας μπογαλÜκι. Παραδßνουμε ü,τι Ýχουμε σε κατÜδικους που κÜθονται σε μια σειρÜ τραπÝζια. Χþρια τα ροýχα, χþρια τα ρολüγια, τα δαχτυλßδια, τα λεφτÜ. Ο Ες‐Ες αποθηκÜριος πιÜνει κÜπου‐κÜπου κανÝνα ρολüι Þ κανÝνα χρυσαφικü και το κοιτÜζει με προσοχÞ. Μüλις δει κÜτι και του αρÝσει, αρχßζει να χτυπÜ αφηνιασμÝνος αυτüν που του ανÞκει και να φωνÜζει: «Χρυσü ρολüι, βρωμüσκυλο, ε; Γουροýνι, υπÜνθρωπε, θα σου δεßξω εγþ εσÝνα!...».
¼ποιος παραδßνει, κατεβαßνει στα υπüγεια λουτρÜ. ΚοιτÜζουμε τα ντους που εßναι στο χαμηλü ταβÜνι και περιμÝνουμε. ¢λλοι κατÜδικοι με ξυρÜφια και ψαλßδια Ýρχονται και κÜθονται σε σκαμνιÜ. ΚαθÝνας Ýχει πλÜι του Ýναν τενεκÝ σαπουνÜδα. Γονατßζουμε μπρος τους. Μας κουρεýουν και μας ξυρßζουν τα μαλλιÜ, τα γÝνια, τις μασχÜλες, τα σκÝλια. ¼ταν τελειþσει το ξýρισμα, μας μοιρÜζουν απü Ýνα κομμÜτι σαποýνι και μας στÝλνουν κÜτω απ' τα ντους. Παρακολουθοýμε τι θα κÜνουν οι μπαρμπÝρηδες και οι Üλλοι. Θα φýγουν; Θα μας αφÞσουν μÝσα μονÜχους; Δε φεýγουν.
¢φθονο ζεστü νερü μας περιχýνει. ¾στερα, βρεγμÝνοι και τουρτουρßζοντας βγαßνουμε στην πλατεßα. Μας δßνουν μακριÜ σþβρακα, πουκÜμισα, πανταλüνια, σακÜκια, σκοýφο. ¼λα ριγωτÜ με Üσπρη και μπλε γραμμÞ. Μας δßνουν και ξυλοπÜπουτσα.
¸νας πανýψηλος κατÜδικος μÝχρι εξÞντα χρονþ, φαλακρüς, με γυαλιÜ, περνÜ απü κοντÜ και μας κοιτÜζει. ¼πως üλοι οι παλιοß του ΜαουτχÜουζεν, Ýτσι κι αυτüς φορÜ ροýχα πολιτικÜ σημαδεμÝνα μπρος‐πßσω με κüκκινη λαδομπογιÜ. Ρßχνει το τσιγÜρο που καπνßζει Ýτσι που να μπορεß κÜποιος απü μας να το πÜρει με τρüπο, και ρωτÜ αυτοýς που μας δßνουν ροýχα «απü που μας φÝρανε...».
Μας πηγαßνουν στις παρÜγκες της καραντßνας. ΡωτÜμε: «Τι Þταν εκεßνοι οι 165 νεκροß;» Μας απαντοýν: «Οι νεκροß της ημÝρας».
Εßναι κι Üλλοι πολλοß εδþ: Ρþσοι, ΓÜλλοι, ΤσÝχοι. Μαθαßνουμε πως θα μεßνουμε στο ΜαουτχÜουζεν δυο‐τρεις βδομÜδες. ¾στερα θα μας στεßλουν Ýξω. ¢λλους σε εργοστÜσια, Üλλους σε κινητÜ συνεργεßα που επισκευÜζουν βομβαρδισμÝνες γÝφυρες και σιδηροδρομικÝς γραμμÝς, Üλλους στα λατομεßα. Πιο τυχεροß εßναι üσοι μÝνουν εδþ, στο κεντρικü στρατüπεδο. Μαθαßνουμε ακüμα πþς λειτουργεß Ýνα στρατüπεδο συγκεντρþσεως και τι ακριβþς εßναι. ΠÜνω‐πÜνω εßναι ο διοικητÞς, ο Ες‐Ες σταντÜρτεν φýρερ Ζßρας, Ýμπιστος Üνθρωπος του Χßμμλερ. ¾στερα Ýρχεται ο υποδιοικητÞς ο στουρμ φýρερ χÜουπτ ΜπαχμÜγερ και μετÜ ο üμπερστοýρμ φýρερ Σουλτς, προúστÜμενος στην ΠολιτικÞ Διεýθυνση. Πιο φοβερüς üμως απ' üλους εßναι ο υπεýθυνος της υποχρεωτικÞς εργασßας üμπερσαρφ Φýρερ Μπεμ. Σ' üλα τα γραφεßα και τα πüστα, τ' αφεντικÜ εßναι βÝβαια οι Ες‐Ες αξιωματικοß, υπαξιωματικοß, στρατιþτες. ¸χουν üμως για βοηθοýς και για επιστÜτες παλιοýς κατÜδικους. Πολλοß απ' αυτοýς εßναι ποινικοß κατÜδικοι, κοινοß κακοýργοι, που τους φÝραν απü διÜφορες φυλακÝς για να 'ναι δικοß τους Üνθρωποι. Αυτοß Ýχουν πρÜσινο τρßγωνο στο στÞθος «κι απ' αυτοýς να φυλÜγεστε». ¢λλοι üμως εßναι πολιτικοß κατÜδικοι και τους Ýχουν στα γραφεßα επειδÞ εßναι καθηγητÝς, επιστÞμονες, μορφωμÝνοι Üνθρωποι. ¼λοι οι πολιτικοß κρατοýμενοι Ýχουν κüκκινο τρßγωνο, οι Εβραßοι Ýχουν κßτρινο Üστρο, οι ατσßγγανοι και οι χωρßς υπηκοüτητα μαýρο τρßγωνο. Οι ομοφυλüφιλοι βυσσινß. Σε κÜθε παρÜγκα υπÜρχει Ýνας μüνιμος υπεýθυνος που τον λÝνε «ο αρχαιüτερος», Ýνας γραμματÝας και δυο θαλαμÜρχες, Ýνας για κÜθε θÜλαμο. Οι κατÜδικοι του κεντρικοý στρατοπÝδου δουλεýουν στο λατομεßο, φορτþνουν Üμμο του Δοýναβη σε βαγüνια και αυτοκßνητα, χτßζουν αποθÞκες κι εργοστÜσια, δουλεýουν στα χωρÜφια. ΥπÜρχουν κι Ýνα πλÞθος Üλλες δουλειÝς. ΚαθαριστÝς, μαραγκοß, σιδερÜδες, μπογιατζÞδες, νοσοκüμοι, μÜγειροι, κουβαλητÝς των πεθαμÝνων. «ΑλλÜ ü,τι και να γßνει, üπου και να σας στεßλουν, σ' üποια δουλειÜ και να σας βÜλουν, εκεßνο που πρÝπει να προσÝχετε εßναι να μην αρρωστÞσετε. Η αρρþστια που θερßζει εδþ εßναι η δυσεντερßα. Φυλαχτεßτε γιατß μüλις καταλÜβουν πως εßσαι Üρρωστος σε στÝλνουν στο νοσοκομεßο. Εκεß δε γλιτþνεις. Μüλις σας πιÜσει ευκοιλιüτητα να κÜνετε κÜρβουνο το ψωμß σας και να το τρþτε. Εßναι η μüνη ελπßδα».
Στις οχτþ και μισÞ, κÜθε κßνηση σταματÜ. ¼λοι στα κρεβÜτια και τα φþτα σβÞνουν. Το πρωß στις Ýξι εßμαστε üλοι üρθιοι. Τα κρεβÜτια στρωμÝνα. Παßρνουμε μισÞ λßτρα καφÝ ερζÜτς και βγαßνουμε Ýξω. Απαγορεýεται να μÝνεις στο θÜλαμο. Στις εφτÜ μαζευüμαστε στην πλατεßα για το προσκλητÞριο. ΚÜθε παρÜγκα χωρÜει πεντακüσους και μπαßνουμε σε δÝκα σειρÝς των πενÞντα. Η πλατεßα γεμßζει απü χιλιÜδες κρατοýμενους, που στÝκουν ασÜλευτοι κι αμßλητοι. Γßνεται η καταμÝτρηση και τα συνεργεßα αρχßζουν να φεýγουν για Ýξω.
¼σοι δε δουλεýουν, üπως εμεßς, πρÝπει να περπατοýν πÜνω‐κÜτω στο δρüμο μπροστÜ στην παρÜγκα τους.
Το μεσημÝρι Üλλο προσκλητÞριο χωρßς τα συνεργεßα που δουλεýουν μακριÜ.
¾στερα γυρßζουμε στις παρÜγκες για το συσσßτιο. Μια λßτρα σοýπα απü χορταρικÜ. Οι καραβÜνες εßναι λιγοστÝς, τα κουτÜλια σπÜνιο εßδος. Εßκοσι Üνθρωποι παßρνουν φαÀ στην ßδια διαρκþς καραβÜνα, γιατß το πλýσιμο απαγορεýεται πριν τελειþσει η διανομÞ. Η σοýπα εßναι καμωμÝνη απü κÜτι Üσπρα γογγýλια μεγÜλα σαν πεπüνια. ¢λλοι ξερνÜνε με την πρþτη κουταλιÜ, Üλλοι στο τÝλος κι Üλλοι οýτε δοκιμÜζουν. Εßναι αρχÞ ακüμα.
Στις Ýξι, βραδινü προσκλητÞριο. ¼λη η πλατεßα γεμÜτη πÜλι üπως το πρωß. Ακολουθεß το βραδινü συσσßτιο. Διακüσα πενÞντα γραμμÜρια ψωμß μαýρο σαν το χþμα και εßκοσι γραμμÜρια μαργαρßνη. Μüλις γßνει η διανομÞ πλακþνουν απ' τις Üλλες παρÜγκες διÜφοροι εμπορευüμενοι και μαυραγορßτες που παßρνουν το ψωμß και δßνουν δυο τσιγÜρα, τη μαργαρßνη και δßνουν μισü τσιγÜρο...
Στο μεταξý μÝρα και νýχτα η φλüγα βγαßνει απ' την καμινÜδα του φοýρνου χωρßς σταματημü κι ο αÝρας που αναπνÝουμε μυρßζει κρÝας που καßγεται, ανθρþπινο κρÝας.
Δεýτερη βδομÜδα στην παρÜγκα της καραντßνας. Εßναι απομεσÞμερο και ψιλοβρÝχει. Ο πανýψηλος φαλακρüς κρατοýμενος με τα γυαλιÜ, που εßχα πρωτοδεß Ýξω απ' τα λουτρÜ, περνÜ το δρüμο μπρος πßσω. ¾στερα στÝκει ανÜμεσÜ μας και ρωτÜ: «Ποιος εßναι ο νεαρüς απ' την ΑθÞνα;»
ΚοιτÜζω ανÞσυχα τους Üλλους. «Τι με θÝλουν;» ¾στερα προσÝχω τα σÞματα που Ýχει στο στÞθος του σακακιοý. Κüκκινο τρßγωνο. Στη μÝση Ýνα D. Ο αριθμüς του εßναι εννιÜ χιλιÜδες τüσο. ΔηλαδÞ πολιτικüς κρατοýμενος, Γερμανüς, με δυο‐τρßα τουλÜχιστο χρüνια στο στρατüπεδο. Δεν Ýχω τι Üλλο να κÜνω και λÝω: «Εγþ εßμαι...»
Ο Γερμανüς κÜνει Ýνα βÞμα προς το μÝρος μου, με κοιτÜ για λßγο σιωπηλüς ανÜμεσα απ' τα γυαλιÜ, το χεßλι του τρÝμει κι αρχßζει να λÝει: «Ρετσßνα, φÝντα, ΦÜληρο, ντÜλασσα, Ýνα βαρý γλυκü»... Σωπαßνει λßγο και ξαναρχßζει... «ΚαλημÝρα, καλησπÝρα, ευχαριστþ, πολý, σÞμερα, αýριο, κοκκινÝλι, καßρω πολý, μαρßντες».
ΞεσπÜ σ' Ýνα κοφτü Üγριο γÝλιο. Σωπαßνει πÜλι, βγÜζει Ýνα μεγÜλο σκοýρο μαντßλι, σκουπßζει τη βροχÞ στη φαλÜκρα του, στα μÜγουλα και λÝει στα γερμανικÜ μια μια λÝξη: «¸μεινα τρßα ωραßα χρüνια στην ΑθÞνα. ΚÜθε νýχτα πηγαßναμε στο ΦÜληρο. ¹μουν γενικüς αντιπρüσωπος μιας γερμανικÞς βιομηχανßας ηλεκτροεργαλεßων. ¸χω πολλοýς ¸λληνες φßλους. Καλοýς φßλους».
Σημειþνει τα στοιχεßα μου σ' Ýνα χαρτß. «Νοýμαρ ντρßα, εφτÜ, εφτÜ, ντρßα, ντÝσσερα». Μου χþνει στην τσÝπη Ýνα πακÝτο τσιγÜρα και μου σφßγγει το χÝρι. «Τ' üνομÜ μου εßναι ΣνÜιντερ, Βßλχελμ Γιüχαν ΣνÜιντερ... ¢ουφ‐βßντερζÝεν». Και φεýγει...
Δυο μÝρες μετÜ ο γραμματÝας της παρÜγκας με ρþτησε τι εßναι εκεßνο το «επÜγγελμα σχεδιαστÞς» που Ýχω δηλþσει... Του εßπα πως Ýχω σπουδÜσει σε μια τεχνικÞ σχολÞ και εßμαι διπλωματοýχος. ¹ταν ΤσÝχος και κÜτι εßπε στα τσÝχικα που μÜντεψα πως σÞμαινε «κι επειδÞ εßσαι διπλωματοýχος κÜτι τρÝχει στα γýφτικα».
Με ξαναρþτησε αν ξÝρω να γρÜφω τους λατινικοýς χαρακτÞρες κι αν εßμαι καλλιγρÜφος. Εßπα ναι. Με πÞρε για βοηθü του και μ' Ýβαλε να καθαρογρÜφω τις ατομικÝς καρτÝλες.
«Θα γρÜφεις üσο πιο αργÜ μπορεßς χωρßς να φαßνεται üτι το κÜνεις επßτηδες. Μ' αυτü το κüλπο θα σε κρατÞσω εδþ þσπου να τελειþσουν οι αποστολÝς στα εργοστÜσια και στ' Üλλα επικßνδυνα μÝρη. ¾στερα βλÝπουμε. Επßσης κοßταξε να μÜθεις γερμανικÜ το γρηγορüτερο. ¢μα Ýνας Ες‐Ες σου μιλÜει γερμανικÜ και συ απαντÜς «ιχ φερστÝεν νιχτς» οýτε ψýλλος στον κüρφο σου. Τα γαλλικÜ σου εßναι καλÜ για μας, αλλÜ üχι γι' αυτοýς! Κομπρß; Και κÜτι Üλλο: ΛÝξη για üλα αυτÜ σε κανÝνα. ΧÜθηκες κι εσý κι εμεßς...»
Τþρα η Γιαννßνα κι εγþ περπατοýσαμε στο δρüμο για το ΜαουτχÜουζεν «Ýτσι ελεýθεροι». ΑλλÜ Þταν πολýς ο δρüμος κι ανÞφορος, κι η Γιαννßνα κουρÜστηκε. ¹ταν και το στρατιωτικü πανταλüνι που φοροýσε χοντρü και σκληρü κι üπου ακουμποýσε της Ýτρωγε το πετσß. ΚÜθε τüσο και λιγÜκι μου ζητοýσε συγγνþμη και τραβοýσε τον καβÜλο για να πÜει πιο κÜτω. ¸σκισα το μαντßλι μου στα δυο και της Ýδεσα τα γüνατα. Το λßγο πετσß πÜνω στις κλειδþσεις εßχε ερεθιστεß και την Ýτσουζε. Καθþς ανÝβαζε τα μπατζÜκια πÜνω απ' τα γüνατα, Ýλεγε πως απ' τις 5 του ΜÜη εßχε κιüλας πÜρει τÝσσερα κιλÜ. Στο μεταξý εßχαμε καταργÞσει τον πληθυντικü. Δεν Ýλεγα «δεσποινßς» οýτε Ýλεγε «κýριε».
Καθßσαμε σε μιαν Üκρη του δρüμου περιμÝνοντας κανÝνα περαστικü αυτοκßνητο. Για να μην κρυþνει ακοýμπησε με την πλÜτη στο στÞθος μου κι εγþ Üνοιξα το σακÜκι μου και την τýλιξα μÝσα. Μας χωροýσε Üνετα και τους δυο. ΠÝρασα και τα χÝρια μου γýρω της.
Μüλις βολεýτηκε, κοιμÞθηκε. ΡοχÜλιζε κιüλας λιγÜκι. Το κουρεμÝνο της κεφÜλι μýριζε αμερικÜνικο σαποýνι.
Απ' την κÜτω μεριÜ του δρüμου προβολεßς απü αυτοκßνητο πÝσανε δυο‐τρεις φορÝς πÜνω στα δÝντρα.
Ξýπνα της εßπα, Ýρχεται αυτοκßνητο.
Κοιμüταν για καλÜ. Το αυτοκßνητο πλησßαζε ολοταχþς. Την Ýγειρα με προσοχÞ στα χüρτα και πÞγα να κÜνω σινιÜλο για στοπ. Τüτε το αßμα μου πÜγωσε... Αυτοß που Þταν στο αυτοκßνητο τραγουδοýσαν Ýνα γερμανικü τραγοýδι. «ΞανÜρχονται» εßπα πνιχτÜ... Οι ΑμερικÜνοι μας εßχαν πει να φυλαγüμαστε γιατß ακüμα υπÞρχαν «φωλιÝς των Ες‐Ες, ακαθÜριστες». Οι προβολεßς εßχαν πÝσει κιüλας πÜνω μου. Στο μεταξý η Γιαννßαν Üκουσε μες στον ýπνο της το «κακü» τραγοýδι και την εßχε πιÜσει υστερßα. Στρßγκλιζε και στριφογýριζε κουτουλþντας πÜνω στα δÝντρα, μην ξÝροντας ποιο δρüμο να πÜρει... ¸τρεξα τη βοýτηξα και της Ýχωσα τα μοýτρα στο σακÜκι μου, για να μην ακουστοýν οι φωνÝς της. Το αυτοκßνητο σταμÜτησε, το τραγοýδι Ýπαψε... Απ' την καρüτσα του αυτοκινÞτου πÞδηξαν τρεις στρατιþτες με τ' αυτüματα και κÜποιος εßπε αμερικÜνικα: «Εßναι κανεßς εκεß;...» ΕπιτÝλους πÞραμε ανÜσα. «Ναι, εßπα, εßστε ΑμερικÜνοι, Ýτσι δεν εßναι;»ΘÝλετε βοÞθεια; ξαναρþτησε ο ΑμερικÜνος και μας φþτισε μ' Ýνα μεγÜλο φανÜρι. ΠροχωρÞσαμε στ' αυτοκßνητο κι ανεβÞκαμε στην καρüτσα που Þταν φßσκα στρατιþτες. Τη Γιαννßνα τη νüμισαν και κεßνη για Üντρα κι üταν της κÜνανε θÝση να καθßσει στον πÜγκο, της εßπανε: «ΚÜθισε δω, νεαρÝ».
ΧαθÞκατε; ρþτησε κεßνος με το φανÜρι.
ΦοβηθÞκαμε, απÜντησα.
Κι Þθελα να συνεχßσω και να του πω: «Μα εßναι αστεßα αυτÜ;» αλλÜ το αυτοκßνητο ξεκßνησε, οι στρατιþτες ξανÜρχισαν το ßδιο γερμανικü τραγοýδι:
ΦρÜχτεν, φρÝχτεν
σβÜινερÜι κρÜχτεν,
κροýχτεν χοýντερÜι
αλü κλο, κλο
κλο, κλο, κλο...
Κλοτσοýσαν το πÜτωμα της καρüτσας, γοýρλωναν τα μÜτια τους αγριεýανε τη φωνÞ τους. Παßζανε τους γερμαναρÜδες και διασκεδÜζανε του καλοý καιροý. Η Γιαννßνα ξεθÜρρεψε, Üρχισε να γελÜ και σε λßγο να τραγουδÜ μαζß τους. Το ßδιο κι εγþ: «ΦρÜχτεν, φρÝχτεν, σβÜινερÜι...»
ΑφÞσαμε τη Γιαννßνα στις παρÜγκες των γυναικþν. Οι στρατιþτες αυτÞ τη φορÜ της εßπαν: «Γκουντ νÜιτ γιανγκ λαßντη».
ΒρÞκα καρφιτσωμÝνο στο μαξιλÜρι μου Ýνα σημεßωμα απ' τον ΣνÜιντερ. «¼,τι þρα και να γυρßσεις, Ýλα στις φυλακÝς να με δεις. Θα πιοýμε ουßσκι εκεß που Üλλοτε πÝθαιναν για δυο σταγüνες νερü».
Η επιτροπÞ κι οι ΑμερικÜνοι εßχαν αναθÝσει στον ΣνÜιντερ τη διεýθυνση των φυλακþν. ¸δειξα στους στρατιþτες την ταυτüτητÜ μου και εßπα πως με ζητÜει «ο ντüκτορ ΣνÜιντερ».
Πρþτη φορÜ Ýμπαινα δω μÝσα. Κοßταζα τη σειρÜ τις κλειδωμÝνες πüρτες. Τι ησυχßα! Απßστευτο πως πßσω απü καθεμιÜ μποροýσε να 'ναι φυλακισμÝνος Ýνας Ες‐Ες, üπως ο Μπεμ, ο Μýλλερ, ο ΦÜσελ. Απßστευτο üτι μποροýσε τþρα να τους χωρÜει Ýνα κελß... Και τι τρομαχτικÞ ησυχßα!
Ο ΣνÜιντερ καθüταν στο γραφεßο της φυλακÞς μπροστÜ σ' Ýνα σωρü απü φωτογραφßες, Ýγγραφα, ντοκουμÝντα κÜθε λογÞς.
ΚÜθισε... ¸χεις πιει ποτÝ απ' αυτü;... Ναι, αλλÜ θα το 'χεις ακουστÜ, εßναι ουßσκι. Τι βλÜκες που εßναι οι Γερμανοß! Πßστεψαν Ýναν παρÜφρονα που φþναζε «δε θÝλουμε βοýτυρο, θÝλουμε κανüνια». Οι ¢γγλοι κι οι ΑμερικÜνοι δε θα πιστεýανε ποτÝ εκεßνον που θα τους Ýλεγε «δε θÝλουμε ουßσκι θÝλουμε κανüνια». Να γιατß οι Γερμανοß χÜνουν πÜντα τον πüλεμο. ΚÜθε φορÜ παýουν να πιστεýουν στο βοýτυρο και πιστεýουν στα κανüνια... Αν δε σ' αρÝσει το ουßσκι, μη στεναχωριÝσαι. ¼λα τα καλÜ πρÜγματα εßναι δýσκολα στην αρχÞ... Εßναι þσπου να τα καταλÜβεις... Ο ταγματÜρχης ΠÜτρικ μου ζÞτησε να αναλÜβω τη διεýθυνση των φυλακþν και να βοηθÞσω τους ΑμερικÜνους της στρατιωτικÞς δικαιοσýνης στη σýνταξη των καταθÝσεων. ¹μουν Ýτοιμος να φýγω μεθαýριο. ΑλλÜ με χαρÜ μου θα μεßνω γι' αυτÞ τη δουλειÜ. Θα γυρßσω πιο Þσυχος σπßτι μου Üμα θα ξÝρω πως δεν πρüκειται να γλιτþσει κανεßς απ' αυτοýς... ¸δωσα τ' üνομÜ σου για να κÜνεις κατÜθεση... Θα καταθÝσει κι ο Καζιμßρ ΚλεμÝντες κι ο ΜÜτυς κι ο Μπαúλßνα κι ο Μßλος ΣτρÜνσκυ... Εδþ εßναι τα βιβλßα που εßχατε κρýψει... Οι Αμερικανοß λÝνε πως θα 'πρεπε να πÜρετε παρÜσημο... ΚουβÜλησα κι Ýνα κρεβÜτι εδþ, για να μη χÜνω την þρα μου στην παρÜγκα... ¸χω πÜρα πολý δουλειÜ να κÜμω... ¸ννοια σου και θα σου τους περιποιηθþ μια χαρÜ εγþ üλους αυτοýς τους νιτσεúκοýς και ροζενμπεργκικοýς δολοφüνους... Δεν πρüκειται να φýγω απ' το ΜαουτχÜουζεν πριν βεβαιωθþ üτι οι φÜκελοß τους εßναι αρκετÜ δßκαιοι για μια δικαστικÞ απüφαση «εκατοντÜκις εις θÜνατον δι' αγχüνης».
Τι κÜνουν τþρα; ρþτησα τον ΣνÜιντερ. Τι λÝνε;
Δε λÝνε τßποτα. ΣκÝφτονται! Χα, χα! ΜÜλιστα στα ξαφνικÜ Üρχισαν να σκÝφτονται! ΞαφνικÜ ανακÜλυψαν το μυαλü τους! ¼μως, μη γελιüμαστε! Αν γινüταν να τους ξαναφÝρεις στα πüστα τους, θα ξανακÜνανε τα ßδια και χειρüτερα! ¼μως αυτοß θα δικαστοýν. Θα κρεμαστοýνε. ΕντÜξει! ¼λους τους Üλλους ποιος θα τους δικÜσει; Τα εκατομμýρια, τα πολλÜ εκατομμýρια πολßτες που τα ξÝρανε üλα και τα ανÝχτηκαν üλα... Ποιος θα τους δικÜσει; Νομßζεις üτι üλες αυτÝς οι δολοφονßες γßνονταν μüνο στα κρυφÜ στο ¢ουσβιτς, στο ΝταχÜου, στο Γκοýζεν, στο ΜαουτχÜουζεν; ΒλÜκα... ΑυτÜ üλα Üρχισαν στο Μüναχο και στο Βερολßνο απ' το 1933!... Με γιορτÝς και τραγοýδια! Θα σπÜσω το κεφÜλι üποιου θα 'χει τη γουρουνιÜ να μου πει πως δεν εßχε ιδÝα. Μπορεßς να φανταστεßς üτι αυτοß οι αγαθοß δÞθεν αγρüτες, σε ακτßνα τουλÜχιστον πενÞντα χιλιüμετρα γýρω απ' το ΜαουτχÜουζεν, δεν ξÝρανε τι γßνεται εδþ μÝσα;... Εßναι δυνατüν εννιÜ ολüκληρα χρüνια που υπÜρχει εδþ το στρατüπεδο να μην εßδανε τßποτα, να μην ακοýσανε τßποτα, να μην καταλÜβανε τßποτα; ΜÞπως δε βλÝπανε τα συνεργεßα απ' τους σκελετοýς που δουλεýανε κÜτω στο χωριü, στα χτÞματα, στις σιδηροδρομικÝς γραμμÝς;... ¼λοι τα ξÝρανε... Ολüκληρη η Γερμανßα απ' Üκρου εις Üκρον και θα σου το αποδεßξω αμÝσως... ¸χω εδþ την απüδειξη Ýτοιμη, για να την Ýχω πρüχειρη στην τσÝπη μου και να τσακßζω στο ξýλο üποιον δÞθεν ανßδεο Γερμανü πολßτη Ýχει αντßρρηση. Κοßταξε καλÜ αυτü το χÜρτη της Γερμανßας πριν την πÜρει ο διÜβολος! ΒλÝπεις üλους αυτοýς τους κýκλους; ¸χω μαρκÜρει τα στρατüπεδα συγκεντρþσεως! Ο κÜθε κýκλος καλýπτει Ýκταση ακτßνας πενÞντα χιλιομÝτρων. Τι αποδεικνýεται; Πως η μισÞ Γερμανßα εßναι μÝσα στους κýκλους. ¢ρα, οι μισοß Γερμανοß ξÝραν οπωσδÞποτε για τα στρατüπεδα συγκεντρþσεως και τα στρατüπεδα εξοντþσεως!... ¾στερα απ' αυτü, αγαπητÝ μου, μου εßναι δýσκολο να πιστÝψω πως ο μισüς γερμανικüς λαüς Þξερε κι ο Üλλος μισüς δεν εßχε ιδÝα. ¢λλωστε τις ßδιες θηριωδßες που Ýκαναν τα Ες‐Ες στα στρατüπεδα, τις Ýκανε με την ßδια ευκολßα η ΒÝρμαχτ στα κατεχüμενα εδÜφη. ¼λοι τα ξÝρανε!... ¼λα τα ξÝρανε. Μην πιστεýετε κανÝνα!... Μην τους πιστÝψετε ποτÝ!... Αν προσπαθÞσουν να σας ξεγελÜσουν, θα πει πως δε θÝλουν να διορθωθοýν.
Ο ΣνÜιντερ Þταν τþρα Üγριος, χτυποýσε τη γροθιÜ του πÜνω στο τραπÝζι. ¾στερα Ýπεσε στην καρÝκλα του κι Ýχωσε το πρüσωπο μÝσα στα χÝρια.
Πιες λßγο ουßσκι...
ΠÞγαινε κοιμÞσου, πÞγαινε κοιμÞσου! Αýριο θα 'μαι καλÜ, Ýλα αýριο!...
Γýρισα στην παρÜγκα μου. ΚÜθισα στο κρεβÜτι μου και κοßταζα Ýξω το φρÜχτη με τα συρματοπλÝγματα. ¢λλοτε Þταν ηλεκτροφüρα. Τþρα Þταν καλÜ φωτισμÝνα για να μην πλησιÜσει κανεßς απρüσεχτος και γρατσουνιστεß. ¸νιωθα βÜρος και κακοκεφιÜ. Ο τρüμος που πÞραμε με τη Γιαννßνα στο δρüμο εξαιτßας εκεßνου του τραγουδιοý... ¾στερα οι φυλακÝς κι üσα εßπε ο ΣνÜιντερ, σβοýριζαν στο μυαλü μου...
¸πεσα να κοιμηθþ κι Üρχισα, üπως κÜθε νýχτα, να στριφογυρßζω πÜλι βασανιστικÜ στο στρþμα και να μην μπορþ να διþξω εκεßνη την τυραννικÞ σκÝψη... «ΣκÝψου να ξυπνÞσεις απü σφυρßχτρες για πρωινü προσκλητÞριο... ΣκÝψου να δεις πÜλι τους Ες‐Ες να περνÜνε αργÜ μπρος απ' τις γραμμÝς και να μετρÜνε... ΣκÝψου να 'ναι üνειρο πως Þρθαν οι ΑμερικÜνοι... Πρþτη φορÜ εßναι που βλÝπεις τÝτοιο üνειρο; ΚρÜτα το üσο μπορεßς αυτü το ωραßο üνειρο, βρε βλÜκα... Γιατß πιÝζεις τον εαυτü σου να κοιμηθεß Þσυχα; ΣÞκω πÜνω, ντýσου, πÞγαινε βüλτα».
(τÝλος αποσπÜσματος -εßναι οι πρþτες σελßδες και τα 5 πρþτα κεφÜλαια του βιβλßου)