Βιογραφικü
Ο ΔημÞτρης ΧατζÞς Þταν ¸λληνας συγγραφÝας, ιστορικüς, δημοσιογρÜφος κι αντιστασιακüς.
ΓεννÞθηκε στα ΙωÜννινα 13 ΝοÝμβρη 1913. Ο πατÝρας του Γεþργιος ΧατζÞς, Þταν διηγηματογρÜφος, λüγιος και παλαμικüς ποιητÞς, γνωστüς με το ψευδþνυμο ΠελλερÝν. ¹ταν επßσης εκδüτης της εφημερßδας ¹πειρος. Παρακολοýθησε εγκýκλια μαθÞματα στην Ιüνιο ΣχολÞ της ΑθÞνας μαζß με τον αδερφü του ¢γγελο, που διÝκοψε μετÜ τον ξαφνικü θÜνατο του πατÝρα του το 1930 κι επÝστρεψε στην γενÝτειρÜ του. Εκεß ανÝλαβε τη συνÝχιση της Ýκδοσης της εφημερßδας και τη συντÞρηση της οικογενεßας του. ΤÝλειωσε το ΓυμνÜσιο στη Ζωσιμαßα ΣχολÞ και γρÜφτηκε στη ΝομικÞ ΣχολÞ της ΑθÞνας. Τις σπουδÝς του δεν τις ολοκλÞρωσε ποτÝ λüγω οικονομικþν δυσχερειþν.
Στα μÝσα της 10ετßας του 1930 Ýγινε μÝλος του ΚΚΕ. Το 1936 συνελÞφθη απü τη Δικτατορßα της 4ης Αυγοýστου και μετÜ απü βασανιστÞρια εξορßστηκε στη ΦολÝγανδρο. Λßγους μÞνες αργüτερα αφÝθηκε ελεýθερος και εγκαταστÜθηκε στην ΑθÞνα. Στον Ελληνοúταλικü πüλεμο του 1940 κατατÜχθηκε στον στρατü αλλÜ δεν στÜλθηκε στο μÝτωπο. Τη περßοδο της ΚατοχÞς, συμμετεßχε στη λειτουργßα του παρÜνομου τυπογραφεßου του ΕΑΜ στη ΚαλλιθÝα αρθρογραφþντας και διορθþνοντας Üρθρα σε εφημερßδες üπως η Ελεýθερη ΕλλÜδα κι ο ΑπελευθερωτÞς. Αρθρογραφοýσε ακüμη στον επßσης παρÜνομο ΡιζοσπÜστη. ΕργÜστηκε επßσης στο τυπογραφεßο του βουνοý. Το 1947 επιστρατεýτηκε στα ΙωÜννινα, ενþ το καλοκαßρι της ßδιας χρονιÜς εξορßστηκε στην Ικαρßα.
Στο ΓρÜμμο üρθιος τρßτος απü αριστερÜ
Το ΜÜρτη του επüμενου Ýτους εντÜχτηκε στο Δημοκρατικü Στρατü της ΕλλÜδας δημοσιεýοντας ανταποκρßσεις και διηγÞματα στα ÝντυπÜ του. Το καλοκαßρι του ßδιου Ýτους Ýμαθε τη καταδßκη του αδερφοý του ¢γγελου απü το ¸κτακτο Στρατοδικεßο και την εκτÝλεσÞ του. ΜετÜ την Þττα του Δημοκρατικοý Στρατοý, το ¸κτακτο Στρατοδικεßο τον καταδßκασε δις εις θÜνατον για λιποταξßα κι Ýτσι αναγκÜστηκε να καταφýγει στο εξωτερικü. Πρþτοι του σταθμοß Þταν η Ουγγαρßα και η Ρουμανßα. Στη ΒουδαπÝστη σποýδασε βυζαντινÞ και μεταβυζαντινÞ ιστορßα και λογοτεχνßα, ενþ αρθρογραφοýσε και στην εφημερßδα του κομμουνιστικοý κüμματος. Ο βυζαντινολüγος Ιοýλιος ΜορÜβσικ τον βοÞθησε να κερδßσει υποτροφßα για την Ακαδημßα Επιστημþν Ανατολικοý Βερολßνου, üπου εργÜστηκε ως ερευνητÞς. Το 1962 ολοκληρþνει στο ΠανεπιστÞμιο Χοýμπολτ του Βερολßνου τη διατριβÞ του με θÝμα Μονωδßες για την ¢λωση της Κωνσταντινοýπολης απü τους Τοýρκους. Το ßδιο Ýτος επÝστρεψε στη ΒουδαπÝστη, üπου διορßστηκε βοηθüς στην Ýδρα της ΒυζαντινÞς Φιλολογßας κι ßδρυσε το Νεοελληνικü Ινστιτοýτο. ΠαρÜλληλα επιμελÞθηκε την Ýκδοση Ýργων νεοελληνικÞς λογοτεχνßας στην ουγγρικÞ γλþσσα.
ΜετÜ τα γεγονüτα του ΜÜη του ''68, θÝλησε να εγκατασταθεß στο Παρßσι. Η αστυνομßα üμως τον πßεζε να ζητÞσει πολιτικü Üσυλο, με αποτÝλεσμα να επιστρÝψει στη ΒουδαπÝστη. ΑρνÞθηκε ωστüσο να λÜβει την ουγγρικÞ υπηκοüτητα παρÜ τις προτÜσεις που του γßναν, παραμÝνοντας Üπατρις. ΜετÜ τη πτþση της Χοýντας, επÝστρεψε ΝοÝμβρη του 1974 στην ΕλλÜδα. ΑναγκÜστηκε üμως να εγκαταλεßψει ξανÜ τη χþρα λüγω της μη νομοθετικÞς ρýθμισης σχετικÜ με τη καταδßκη του. Τον Ιοýνιο του επüμενου Ýτους, του δüθηκε χÜρη κι επÝστρεψε οριστικÜ στην πατρßδα του. Το ακαδημαúκü Ýτος 1975-76 προσκλÞθηκε να διδÜξει νεοελληνικü πολιτισμü και λογοτεχνßα στο ΠανεπιστÞμιο Πατρþν. Η μη επικýρωση του διορισμοý του λüγω των μη εκπληρωμÝνων στρατιωτικþν του υποχρεþσεων εßχε ως αποτÝλεσμα τη διακοπÞ των μαθημÜτων αλλÜ και διαδηλþσεις των φοιτητþν.
Απü το 1975 Ýδωσε πλÞθος διαλÝξεων και συμμετεßχε σε πολλÝς δημüσιες συζητÞσεις, -εßναι η Üνθηση του πολιτιστικοý κινÞματος, στο οποßο αφοσιþνεται, μÝχρι να το δει να καπελþνεται και να ηττÜται.. Απü το 1980 μÝχρι το θÜνατü του εξÝδωσε το περιοδικü Το Πρßσμα. Νυμφεýτηκε σε 2ο γÜμο με την αρχαιολüγο Καßτη Αργυροκαστρßτου κι απÝκτησαν μßα κüρη, την Αγγελßνα. Το ΜÜρτη του 1981, προσβλÞθηκε απü καρκßνο των βρüγχων. ΠÝθανε 4 μÞνες αργüτερα, στις 20 Ιουλßου 1981 σε σπßτι φßλων του στη Σαρωνßδα.
Ο ΔημÞτρης ΧατζÞς πρωτοεμφανßστηκε στα γρÜμματα το 1946 με το μυθιστüρημα ΦωτιÜ. Το 1952 κυκλοφüρησε η συλλογÞ διηγημÜτων Το ΤÝλος Της ΜικρÞς Μας Πüλης, βιβλßο που θεωρεßται το σημαντικüτερο Ýργο του. Τα διηγÞματα αυτÜ κυκλοφüρησαν στην ΕλλÜδα το 1963 κι ενþ βρισκüταν ακüμη εξüριστος. ΑσχολÞθηκε επßσης με το δοκßμιο.
Με το ΤÝλος Της ΜικρÞς Μας Πüλης Ýχουμε Ýνα πυκνüτατο και γλαφυρüτατο διÜγραμμα της κοινωνικÞς μας περιπÝτειας απü κει που την Üφησαν οι γενιÝς του μεσοπολÝμου, þς εκεß που την παραλαβαßνει η γενιÜ της Αντßστασης. Ο ΧατζÞς Ýφερε σε πÝρας αυτÞ τη δýσκολη αποστολÞ που Ýπρεπε να καλýψει Ýνα μεγÜλο ρÞγμα στο νεοελληνικü μýθο. Δεν θα μποροýσε να το κατορθþσει αν δεν διÝθετε μεγÜλο ταλÝντο και γνþση που του επÝτρεψαν ν' αφομοιþσει τη παρÜδοση ολüκληρης της νεοελληνικÞς πεζογραφßας. Ποια εßναι αυτÞ η παρÜδοση; Πρþτοι και καλýτεροι οι μεγÜλοι ηθικοß της γραμματολογßας μας, ο ΜακρυγιÜννης, ο Βιζυηνüς, ο ΠαπαδιαμÜντης, ο Παπαντωνßου. Οι λογικοß, οι Üτεγκτοι, ο Καρκαβßτσας, ο ΡοÀδης, ο ΚαραγÜτσης. Οι προφητικοß, ο Θεοτüκης, ο ΒουτυρÜς. Οι τυπßστες, οι σαρκαστÝς, οι μεγÜλοι μαστüροι του μýθου και του ýφους, οι παλιοß διδακτικοß κι οι σýγχρονοι οργισμÝνοι. Ο αμνüς κι ο λüγος, η αγιαστοýρα και η ρομφαßα, το Þθος και το πÜθος των νεοελληνικþν.
Στο ιστορικü του Ýργο μελετÜ το ζÞτημα της συνÝχειας του νεοελληνικοý πολιτισμοý με τον αρχαßο και το βυζαντινü και τον τρüπο με τον οποßο το νεοελληνικü Ýθνος συγκροτÞθηκε ως Ýθνος στη νεοτερικÞ εποχÞ. Σκοπεýει Ýτσι να διαγρÜψει το Πρüσωπο του ΝÝου Ελληνισμοý και να συμβÜλει στην αυτογνωσßα και στη δημιουργßα μιας νεοελληνικÞς συνεßδησης. Στο πεζογραφικü του Ýργο, με Üλλα μÝσα βεβαßως, επιχειρεß να ανασýρει στην επιφÜνεια εκεßνα τα στοιχεßα της ελληνικÞς πραγματικüτητας που θα οδηγÞσουν στη συνειδητοποßηση των αλλαγþν της νεοελληνικÞς κοινωνßας, ενþ ταυτüχρονα θÝτει στο επßκεντρο του ενδιαφÝροντüς του τον Üνθρωπο. ΜÜλιστα, την αλλαγÞ αυτÞ τη δεßχνει σε üλες τις παραμÝτρους της, οικονομικÝς, κοινωνικÝς, πολιτικÝς, συνειδησιακÝς, συναισθηματικÝς και αισθητικÝς ακüμη.
Ξεκινþντας απü τις συνειδησιακÝς αλλαγÝς που φÝρνει ο πüλεμος κι η αντßσταση στο παρüν (ΦωτιÜ), στρÝφεται στο κοντινü προπολεμικü παρελθüν (Το ΤÝλος Της ΜικρÞς Μας Πüλης) για να αναζητÞσει τις αιτßες της βαθιÜς και πολυεπßπεδης κρßσης που βßωσε η ελληνικÞ κοινωνßα στη δεκαετßα του '40 και ξαναγυρνÜ στο παρüν για να ανιχνεýσει τις συνÝπειες της κρßσης αυτÞς (ΑνυπερÜσπιστοι) στο συναισθηματικü κüσμο των ανθρþπων, τüσο με ευθεßες αναφορÝς σ' αυτÞν, üσο και με συμβολικü τρüπο, δημιουργþντας δηλαδÞ μυθιστορηματικÝς συνθÞκες που την απηχοýν. Η ιστορικÞ του προσπÜθεια συγκεφαλαιþνεται στο Διπλü Βιβλßο, ενþ στις ΣπουδÝς γßνεται περισσüτερο αφηρημÝνη κι αποκτÜ εντονüτερο δοκιμιακü και φιλοσοφικü χαρακτÞρα.
Στο κÝντρο της ιστορικÞς σκÝψης του ΧατζÞ βρßσκεται η Ýννοια του Ýθνους. Εχει πλÝον επικρατÞσει στη βιβλιογραφßα να διακρßνονται οι λüγοι περß Ýθνους σε δýο -ασυμβßβαστες μεταξý τους- κατηγορßες, τον λüγο περß εθνικÞς αφýπνισης και τον λüγο περß εθνογÝνεσης. Η διÜκριση αυτÞ δεν μας βοηθÜ να κατανοÞσουμε την αντßληψÞ του για το Ýθνος οýτε τον τρüπο με τον οποßο χρησιμοποιεß την ιστορßα. Γιατß, ενþ αντιμετωπßζει το Ýθνος ως μßα νÝα οντüτητα που γεννÜται στη νεοτερικÞ εποχÞ και üχι ως μια οντüτητα που υπÞρχε απü πÜντα και κÜποια στιγμÞ αφυπνßστηκε, δεν παýει ποτÝ να το βλÝπει ως μια οντüτητα υπαρκτÞ που Ýχει μια αληθινÞ ιστορßα την οποßα διερευνÜ. Δεν φτÜνει ποτÝ στο σημεßο να μιλÞσει για "κατασκευÞ" του Ýθνους. Εκεßνο που τον ενδιαφÝρει εßναι να συνδÝσει την ιστορßα της συγκρüτησης του νεοελληνικοý Ýθνους με την Ýλευση του σýγχρονου κüσμου, την εδραßωση των καπιταλιστικþν σχÝσεων, την εκκοσμßκευση της πνευματικÞς ζωÞς, τον εξορθολογισμü της κοινωνßας. Το Ýργο του εßναι προσηλωμÝνο στη μελÝτη αυτÞς της ιστορικÞς διαδικασßας και επιδιþκει να μετασχηματßσει αυτü που γνωρßζαμε ως "συνεßδηση της εθνικÞς συνÝχειας" σε συνεßδηση της νεοτερικüτητας.
ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ
Το κομμÜτι της πολυτÜραχης βιογραφßας του ΧατζÞ που εßναι συνδεδεμÝνο με την ουγγρικÞ πρωτεýουσα, ξεκινÜ χρονικÜ τον ΜÜη του 1950. Προηγοýμενα δοýλευε μαζß με Üλλους δημοσιογρÜφους στον παρÜνομο ραδιοφωνικü σταθμü της Ελεýθερης ΕλλÜδας στο ΒουκουρÝστι, στο οποßο εßχε εγκατασταθεß την Üνοιξη του 1949, Ýχοντας εγκαταλεßψει πριν τα φλεγüμενα υψþματα του ΓρÜμμου. Η 1η περßοδος της ζωÞς στην Ουγγαρßα διÞρκησε ως την Üνοιξη του 1957, εποχÞ που μετοßκησε στο Ανατολικü Βερολßνο για να εργαστεß στην εκεß Ακαδημßα Επιστημþν κι η 2η, απü την Üνοιξη του 1963 ως το καλοκαßρι του '75, οπüτε επÝστρεψε οριστικÜ στην ΕλλÜδα, μετÜ απü 26 χρüνια εξορßας.
Ενþ διδÜσκει
Στη ΒουδαπÝστη εργÜζονταν ως δημοσιογρÜφος στο ελληνüγλωσσο πρüγραμμα του ραδιοφωνικοý σταθμοý της πüλης καθþς και στην εφημερßδα των ΕλλÞνων πολιτικþν προσφýγων Λαúκüς Αγþνας. Οι ραδιοφωνικÝς εκπομπÝς του σταθμοý αυτοý εßχαν αρχßσει το 1949 και σταμÜτησαν οριστικÜ το 1983. Το πρüγραμμα εκπÝμπονταν στα βραχÝα, 2 φορÝς καθημερινÜ και με τη πÜροδο του χρüνου εßχε αποκτÞσει ακροατÝς τüσο στην ΕλλÜδα üσο και στους μετανÜστες στη δυτικÞ Ευρþπη. ΣυνεργÜτες του στο σταθμü, στη 1η κυρßως περßοδο στην Ουγγαρßα, υπÞρξαν, μεταξý Üλλων, ο ΓιÜννης ΔελαγραμμÜτικας, ο ΜιλτιÜδης Κρητικüς κι ο Γεþργιος ΓεωργαλÜς (ο μετÝπειτα υφυπουργüς της δικτατορßας), με τους οποßους μÜλιστα για Ýνα διÜστημα στην αρχÞ συγκατοικοýσε προσωρινÜ.
Η εφημερßδα Λαúκüς Αγþνας κυκλοφüρησε 1η φορÜ τον Ιοýνιο του 1950 κι εκδßδονταν τακτικÜ, επß 27 χρüνια, στην αρχÞ ημερÞσια και μετÜ 2 φορÝς τη βδομÜδα. ¸να τμÞμα της εφημερßδας τυπþνονταν και στα σλαβομακεδονικÜ, για τους πολυÜριθμους σλαβüφωνους μεταξý των πολιτικþν προσφýγων. Τα θÝματα της εφημερßδας κÜλυπταν ειδÞσεις απü την ΕλλÜδα, την Ουγγαρßα αλλÜ κι απü τη ζωÞ και δραστηριüτητα της προσφυγικÞς κοινüτητας. Οι 1οι συντÜκτες της εφημερßδας μαζß με το ΧατζÞ υπÞρξαν οι ΘωμÜς Δρßτσιος, ΛÜζος ΜÜλιος, Μαρßνος ΜαρινÝλης κι Αργýρης ΑργυριÜδης. Μεταξý των μετÝπειτα συντακτþν της εφημερßδας αξßζει να αναφερθοýν εδþ και οι Ηπειρþτες Γιþργος Οικονüμου, (καθηγητÞς φυσικομαθηματικüς, απü τον Πωγωνßσκο του Ν. Ιωαννßνων), ο Αποστüλης Πολýζος (νομικüς, απü την ¢ρτα) κι ο Χριστüφορος Αθανασßου (ιστορικüς, απü τον Πολýγυρο Ν. Ιωαννßνων).
Η συντριπτικÞ πλειοψηφßα των ΕλλÞνων πολιτικþν προσφýγων στη ΒουδαπÝστη, (ο αριθμüς των οποßων το 1952 ανÝρχονταν σε 3.252 Üτομα), διÝμενε τüτε σε Ýνα ειδικÜ μετασκευασμÝνο κι ανακαινισμÝνο συγκρüτημα αποθηκþν ενüς καπνεργοστασßου, με την ονομασßα Ντüχανγκιαρ (Dohánygyár). Το συγκρüτημα αποτελοýνταν απü 6 κτßρια, εκ των οποßων το μεγαλýτερο (επß της οδοý Köbányai út) προορßζονταν για αντρüγυνα Þ οικογÝνειες. Για τους εργÝνηδες προβλÝπονταν ξεχωριστü κτßριο, ενþ στα Üλλα κτßρια στεγÜζονταν η αßθουσα παραστÜσεων και το εστιατüριο, μια σχολÞ θηλÝων και τα γραφεßα του Συλλüγου των προσφýγων κι αργüτερα, σ' Üλλο κτßριο, δημοτικü σχολεßο και βρεφονηπιακοß σταθμοß. Οι χþροι διÝθεταν ηλεκτρικü ρεýμα, κεντρικÞ θÝρμανση και ζεστü νερü -πρÜγμα üχι αυτονüητο εκεßνη την εποχÞ- και παρÜ τη σχετικÞ στενüτητÜ τους και διÜφορους Üλλους περιορισμοýς, αποτελοýσαν εßδος πολυτελεßας για τους επß χρüνια κυνηγημÝνους μαχητÝς και πρüσφυγες, οι περισσüτεροι απü τους οποßους, προÝρχονταν απü καθυστερημÝνες αγροτικÝς περιοχÝς της ΕλλÜδας. Το συγκρüτημα αυτü στÝγασε μÝχρι το 1966 ¸λληνες πολιτικοýς πρüσφυγες, που στο μεταξý διÜστημα εßχαν μετακομßσει σταδιακÜ σε νεüτερες κατοικßες Þ σε Üλλες περιοχÝς της Ουγγαρßας.
Ο ΧατζÞς δεν χρειÜστηκε να κατοικÞσει στο Ντüχανγκιαρ, αφοý με τον ερχομü του στη ΒουδαπÝστη συνδÝθηκε με την ΟυγγαρÝζα ΕλισÜβετ Βßτκο, στενοδακτυλογρÜφο, γüνο μιας πρþην αστικÞς οικογÝνειας. ¸ζησαν μαζß για Ýνα μεγÜλο διÜστημα σε κεντρικÞ περιοχÞ της πüλης, στην πλατεßα Kossuth Lajos tér 16, ενþ παντρεýτηκαν, μετÜ απü πολλÝς γραφειοκρατικÝς δυσκολßες, μüλις στις αρχÝς του 1957, λßγους μÞνες πριν αναχωρÞσουν για το Ανατολικü Βερολßνο. Στο μεταξý, το 1950, του αφαιρÝθηκε απü το ελληνικü κρÜτος η ελληνικÞ ιθαγÝνεια ως βουλγαρüφρονα ενþ το 1952, καταδικÜστηκε ερÞμην στο ΔιαρκÝς Στρατοδικεßο Ιωαννßνων για λιποταξßα και του επιβλÞθηκε η ποινÞ του θανÜτου. Την ßδια χρονιÜ διαγρÜφηκε απü το ΚΚΕ, χωρßς, μετÜ απü αυτü, να απαρνηθεß τα αριστερÜ του ιδεþδη, þστε στους ουγγρικοýς (αλλÜ κι ανατολικογερμανικοýς) ακαδημαúκοýς κýκλους να θεωρεßται, παρÜ τις κατÜ καιροýς αποστασιοποιÞσεις του, ως Ýνας καλüς κομμουνιστÞς.
Στη 1η περßοδο της ΒουδαπÝστης, πÝρα απü τις υποχρεþσεις του στην εφημερßδα και στο ραδιοφωνικü σταθμü, αφοσιþθηκε στη μελÝτη και παρακολοýθηση μαθημÜτων του γνωστοý ελληνιστÞ καθηγητÞ Gyula Moravcsik, στο τμÞμα Κλασσικþν και Βυζαντινþν Σπουδþν του Πανεπιστημßου. Εßναι το διÜστημα που θα δημιουργÞσει τα γνωστικÜ θεμÝλια για τη μετÝπειτα φιλολογικÞ του δραστηριüτητα. Τα γεγονüτα της εξÝγερσης του 1956 στην Ουγγαρßα, (για τα οποßα η εμπλοκÞ κι ο ρüλος των ΕλλÞνων προσφýγων δεν Ýχει ακüμη διερευνηθεß διεξοδικÜ), τον οδÞγησαν, λüγω του βεβαρυμμÝνου κλßματος που επικρατοýσε, να πÜρει την απüφαση να μετοικßσει με τη σýζυγü του στο Ανατολικü Βερολßνο. Εκεß ο επßσης φημισμÝνος νεοελληνιστÞς καθηγητÞς Johannes Irmscher, του εξασφÜλισε μια θÝση ερευνητÞ στο Ινστιτοýτο του (Ελληνορωμαúκþν Σπουδþν) στην Ακαδημßα Επιστημþν, ενþ παρÜλληλα ανÝλαβε και την επßβλεψη της διδακτορικÞς του διατριβÞς.
Η 2η περßοδος της ζωÞς του στη ΒουδαπÝστη (1963-1975) συνÝπεσε με την ßσως πιο λαμπρÞ περßοδο των Νεοελληνικþν ΓραμμÜτων στην Ουγγαρßα. Σ' αυτü συνετÝλεσαν και οι πολυÜριθμες επαφÝς που εßχανε ξεκινÞσει στις αρχÝς της 10ετßας του '60, με τις ολοÝνα συχνüτερες επισκÝψεις απü την ΕλλÜδα και τη Κýπρο. Ιδιαßτερη αýξηση του ενδιαφÝροντος για τα ελληνικÜ πολιτικÜ και πολιτιστικÜ πρÜγματα εμφανßστηκε στη χþρα με την επιβολÞ της στρατιωτικÞς δικτατορßας στην ΕλλÜδα. Στη περßοδο αυτÞ οι Οýγγροι θα γνωρßσουν τον ΚαζαντζÜκη, τον ΚαβÜφη, το ΒÜρναλη, τον Ρßτσο και τον ΣεφÝρη.
Ο ΧατζÞς Ýγινε τüτε γνωστüς στην Ουγγαρßα üχι τüσο σα συγγραφÝας (αν κι Ýργα του εßχαν Þδη μεταφραστεß στα ΟυγγρικÜ) αλλÜ κυρßως ως επιμελητÞς διαφüρων ανθολογιþν νεþτερης και μεσαιωνικÞς ελληνικÞς λογοτεχνßας, για την Ýκδοση των οποßων εßχε κερδßσει τη συνεργασßα των καλλßτερων μεταφραστþν ποßησης και λογοτεχνßας της Ουγγαρßας. Στη περßοδο αυτÞ αρθρογραφοýσε και πÜλι στο Λαúκü Αγþνα, ενþ προσελÞφθη στο ΠανεπιστÞμιο Eötvös Loránd της ΒουδαπÝστης, στην αρχÞ ως βοηθüς και μετÜ την απüκτηση του διδακτορικοý του (1969), ως επιμελητÞς (ανÜλογο του επßκουρου καθηγητÞ) μÝχρι την οριστικÞ επιστροφÞ του στην ΕλλÜδα. Το διÜστημα αυτü Ýμενε με την τüτε σýζυγü του στη νεüκτιστη, την εποχÞ εκεßνη, πολυκατοικßα στην οδü Váci út 132A. Εκεßνο που Ýχει μεßνει αξÝχαστο στους περισσüτερους, εßναι ο ενθουσιασμüς και το πÜθος που συνεπαßρνανε το ΧατζÞ üταν μιλοýσε, ειδικüτερα στους νÝους, για τα ΕλληνικÜ ΓρÜμματα, τη γλþσσα και τη λογοτεχνßα της πατρßδας του, η οποßα, σαν σκληρÞ μητριÜ, τον εßχε τüτε απαρνηθεß, μαζß με χιλιÜδες Üλλα παιδιÜ της.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο ΔημÞτρης ΧατζÞς ως πολιτικüς διανοοýμενος, αν και πρþτιστα εκφρÜζεται ως λογοτÝχνης και φιλüλογος, διÝθετε μια οξεßα αßσθηση των πολιτικþν πραγμÜτων, επικεντρþνοντας το ενδιαφÝρον του στις μετατοπßσεις και στους αναπροσανατολισμοýς που συντελοýνταν στη σκÝψη και στην πρακτικÞ της ΑριστερÜς. Σπεýδω να διευκρινßσω üτι απü τη σκοπιÜ των κοινωνικþν και πολιτικþν ιδεþν θα μποροýσε να στοιχειοθετηθεß η εξÞς υπüθεση εργασßας:
α) στο λογοτεχνικü του Ýργο εßναι περισσüτερο απü προφανÞς η πολιτικÞ διÜσταση, αρκεß να ληφθοýν υπüψη και να καταγραφοýν με πληρüτητα οι αναγκαßες διακυμÜνσεις και μεταθÝσεις των ιδεολογικþν του αναζητÞσεων που ανιχνεýονται απü τη δημοσßευση της ΦωτιÜς (1946) ως το Διπλü βιβλßο (1976)·
β) ο ΧατζÞς, με κÜποιες αυξομειþσεις, εßχε κατακτÞσει μια αυθýπαρκτη παρουσßα ως πολιτικüς διανοοýμενος που εγγρÜφεται βÝβαια στη συνολικüτερη πορεßα της ΑριστερÜς·
γ) οι δýο αυτÝς πτυχÝς, μολονüτι εμφανßζονται ενιαßες και ομοιογενεßς, απαιτοýν διαφορετικÞ αντιμετþπιση για την ανÜδειξη της ιδιοσυστασßας τους. Εδþ θα επιμεßνω στην ανασυγκρüτηση των αναβαθμþν διαμüρφωσης του ΧατζÞ ως πολιτικοý διανοουμÝνου, χωρßς βÝβαια να ελαχιστοποιþ το γεγονüς üτι ο ßδιος δημιουργεß πρþτιστα ως λογοτÝχνης και ως φιλüλογος.
Τα κεßμενα των ετþν 1932-1936, δημοσιευμÝνα στην εφημερßδα Ηπειρος, αποτελοýν μαρτυρßες πολýτιμες για τον προσδιορισμü των απαρχþν του κοινωνικοý λüγου που αρθρþνει ο υπü εκκüλαψη συγγραφÝας. Η συνÞθης ωστüσο πορεßα, στην ßδια περßοδο του ΜεσοπολÝμου με κορýφωση τη ΚατοχÞ και την Αντßσταση, Þταν η βαθμιαßα και κÜποτε με τη μορφÞ ρÞξης αποδÝσμευση απü το δßδυμο Βενιζελισμüς-Δημοτικισμüς, μÝσα απü την οδυνηρÞ επßγνωση των ενδοαστικþν αδιεξüδων και στα πλαßσια υπÝρβασης των δýο πüλων του «εθνικοý διχασμοý» απü την αντßθεση ΔεξιÜς κι ΑριστερÜς που αναδýεται ως κυρßαρχη στη 10ετßα του '40. Ως προς τον ΧατζÞ, που γαλουχεßται σε διαφορετικÞ μÞτρα ιδεþν και πολιτικÞς πρακτικÞς, εßναι δυνατüν να διαφανεß η δυνατüτητα που Ýχει ως Ýφηβος, στους κüλπους üμως του Λαúκοý Κüμματος και σε λßγο διευθυντÞς του γιαννιþτικου δημοσιογραφικοý του οργÜνου, να στοιχειοθετÞσει μια πρωτογενÞ κοινωνικÞ κριτικÞ που βρßσκεται σε μια διεργασßα ντροπαλÞς üσμωσης με τον ιδεολογικü λüγο της ΑριστερÜς.
Ως προς το Λαúκüν Κüμμα ßσως εßναι αναγκαßο να διευκρινισθεß üτι τüσο στη 1η περßοδο (με την ηγετικÞ παρουσßα του Δημ. Γοýναρη, βουλευτÞ αρχικÜ της ομÜδας) εßχε εξαρθεß η σημασßα της νομοθετικÞς προστασßας των εργαζομÝνων, γεγονüς που δε μποροýσε να εξασφαλßσει η προνομιοýχος ολιγαρχßα, üσο και στη δεýτερη, κατÜ την εποχÞ του ΜεσοπολÝμου, συνεχßζεται ü,τι περιγρÜφει συναφþς ο Σ. ΜÜξιμος (1930): τα κοινωνικþς καταπιεζüμενα στρþματα ανÝμιζαν την αντιβενιζελικÞ σημαßα ως σýμβολο αγþνος κατÜ του κεφαλαßου με αποτÝλεσμα ο αντιβενιζελισμüς να διαχÝεται συχνÜ με αντικαπιταλιστικÜ αισθÞματα.
Στα πρωτüλεια του ΧατζÞ διαπιστþνεται με ευκρßνεια η κοινωνικÞ σκüπευση της αντιβενιζελικÞς του αρθρογραφßας που συμμερßζεται επßσης τις εκτιμÞσεις του φιλαγροτισμοý, üταν σημειþνεται για παρÜδειγμα το 1932 στην Ηπειρο: "Τους χωρικοýς που υπÞρξαν επß εßκοσιν ολüκληρα Ýτη οι δοýλοι, οι ραγιÜδες, οι εßλωτες των δημοκüπων και των Ζακχαßων της κοινωνικÞς και πολιτικÞς ζωÞς, των ανεβασμÝνων εις την ΒενιζελικÞν συκομωρÝαν. Τους χωρικοýς που Ýδειρεν ο ΜακρυγιÜννης, που εξηπÜτησαν üλοι [...] Ýχομεν την φορÜν αυτÞν θαρραλÝους μαζß μας, üπως θα ηθÝλαμεν εις κÜθε αγþνα διÜ τα ιδικÜ των δßκαια και τα ιδικÜ των συμφÝροντα".
Στην επüμενη φÜση, κατÜ την εποχÞ της Αντßστασης και του εμφυλßου πολÝμου, ο ΧατζÞς Þδη εßχε διανýσει τα αποφασιστικÜ βÞματα κι εßχε κιüλας συνταχθεß με την ΑριστερÜ, γεγονüς üμως που πιστοποßησε η αιφνιδιαστικÞ εξορßα του απü τη μεταξικÞ δικτατορßα. Τα σχετικÜ κεßμενα λανθÜνουν και δεν ταυτßστηκε η συνεργασßα με την Ελεýθερη ΕλλÜδα κατÜ τα 2 1α Ýτη της κυκλοφορßας της (1943, 1944), σε αντßθεση με ü,τι συνÝβη με τα δημοσιεýματα (ελληνικÜ Þ γαλλικÜ) της περιüδου του εμφυλßου. Ως προς το λογοτεχνικü Ýργο του η ΦωτιÜ, συμπυκνþνει τις αισθητικÝς του προτιμÞσεις κι üπως υποδεßκνυε ο ΑυγÝρης, με το "ορθüδοξο ρεαλιστικü ýφος της και την «αλÞθεια της ζωÞς που κλεßνει μÝσα της χαρακτηρßζεται Üρτιο μυθιστüρημα με θÝμα την Αντßσταση".
Ακολουθεß η μακρüχρονη εξορßα, απü το 1949 ως το 1975, στη ΒουδαπÝστη και στο Ανατολικü Βερολßνο. ΕνδιαφÝρουσα εßναι η παρÝμβαση του ΧατζÞ στη συζÞτηση για το σχÝδιο προγρÜμματος του ΚΚΕ, ενδεικτικÞ Üλλωστε των αντιλÞψεων του φιλολüγου - ιστορικοý πια ΧατζÞ που επομÝνως θα πρÝπει να διαβαστεß μαζß με τα σχεδιÜσματÜ του για τη νεοελληνικÞ φιλολογικÞ σπουδÞ που Þδη εμφανßστηκαν το 1953. Η απüπειρα πÜντως επιβολÞς αυτοý του προγρÜμματος αποτÝλεσε το κýκνειο Üσμα της ζαχαριαδικÞς ηγεσßας που επÝμενε στην επερχüμενη επανÜσταση στην ΕλλÜδα με χαρακτÞρα λαúκü-δημοκρατικü και προοπτικÞ σοσιαλιστικÞς ανοικοδüμησης. Οι καßριες διαφοροποιÞσεις, üσες κι üποιες υπÞρξαν, στα επß μÝρους τμÞματα της ΜικρÞς μας πüλης (üπως δηλαδÞ πρωτοδημοσιεýθηκαν το 1953 στο ΒουκουρÝστι, στη συνÝχεια 1958, 1959, 1962 στην Επιθεþρηση ΤÝχνης κι αυτοτελþς, σε 2η Ýκδοση, απü το ßδιο περιοδικü το 1963) αξιþνουν ιδιαßτερη προσοχÞ. Ειδικþτερα η συνεργασßα του ΧατζÞ με την Επιθεþρηση ΤÝχνης προδßδει τους αισθητικοýς-πολιτικοýς αναπροσανατολισμοýς του, γεγονüς Üλλωστε που καταφαßνεται κι απü τους συντÜκτες των ευνοúκþν κριτικþν που δÝχθηκε τüτε η ΜικρÞ μας πüλη (Πορφýρης, Καλιüρης, ΡοζÜνης, Ραυτüπουλος κ.Ü.), δηλαδÞ απü üσους Üμεσα Þ Ýμμεσα Ýχουν απομακρυνθεß απü τις συνταγÝς της μαρξιστικÞς-λενινιστικÞς λογοτεχνικÞς κριτικÞς. Οπως παρατηροýσε ο Ραυτüπουλος (1964), διαθÝτει ιδÝες και μÝθοδο χωρßς να ξεκινÜ απü τα a priori συμπερÜσματα: οι κρýες μÞτρες της προκατασκευασμÝνης αλÞθειας και της ανυποψßαστης βεβαιüτητας δεν ευδοκιμοýν στον κüσμο της ΜικρÞς μας πüλης.
Η ýστερη περßοδος του ΧατζÞ, απü την επÜνοδο στην ΕλλÜδα ως τον θÜνατü του, σημαδεýεται απü το εγχεßρημα υπÝρβασης των σχημÜτων της εγχþριας ΑριστερÜς και την εναγþνια αναζÞτηση της ΝÝας ΑριστερÜς. Ηδη μετÜ τη διÜσπαση του 1968, την οποßα θεωροýσε τη πιο σημαντικÞ ενÝργεια του υγιÝστερου τμÞματος της ελληνικÞς ΑριστερÜς, εßχε στραφεß προς την απαßτηση ßδρυσης ενüς κüμματος δημοκρατικοý σοσιαλισμοý, χωρßς ωστüσο να τη συνοδεýει μ' Ýναν υψηλü τüνο βεβαιüτητας για την επßτευξÞ του: "Αστεγος, ανÝστιος, ηττημÝνος και μüνος Ýχω τουλÜχιστον την αßσθηση πως βρßσκομαι κοντýτερα στο αßσθημα και την πßκρα του λαοý μας Ýνας απü τους πολλοýς". Το κριτÞριο αυτü των πολιτικþν πραγμÜτων αποτυπþνεται ρητÜ στο Διπλü βιβλßο, τüσο στο κýριο σþμα του Ýργου üσο και στους Επιλüγους που επισυνÜπτονται. Κατ' αρχÞν τοýτο αφορÜ τον τρüπο γραφÞς: "Δεν μπορþ να προχωρÞσω, να τα δÝσω πρüσωπα και καταστÜσεις σε μιαν ενüτητα. Τα πρüσωπα σπÜζουν, το σκηνικü που 'ναι πßσω δε φαßνεται καθαρü οι δυνÜμεις, οι διαρθρþσεις, οι ροπÝς, οι αντιστÜσεις. Το σκηνικü... Δεν εßναι ακριβþς ερεßπια, εßναι κομμÜτια, ψηφιÜ σκορπισμÝνα. Και δεν ενþνονται το 'να με τ' Üλλο".
Επßσης γßνεται Ýνα με τη πολιτικÞ συμπεριφορÜ του ΒασιλειÜδη: "Αριστερüς και δεν τα πÞγε καλÜ μ' αυτοýς τους δημαγωγοýς, τις επιτροπÝς τους, τις εκδηλþσεις που λÝγανε, τα μÝτωπÜ τους. Εßπε πÜντα Þσυχα και στρογγυλÜ πως Ýνα καινοýργιο αριστερü κüμμα χρειÜζεται στην ΕλλÜδα -αριστερü μα μακριÜ απ' αυτοýς. Και πως θα 'ναι δýσκολο να γßνει. ΕμÝνα μ' Üρεσε πÜντα να τον ακοýω και για το καινοýργιο κüμμα μπορεß, λÝω, στο τÝλος σ' αυτü να πÜω και γω και για τη δυσκολßα την καταλαβαßνω και γω με το μικρü το μυαλü μου, üσο τους βλÝπω και τους ακοýω
τοýτους εδþ στο ελληνικü καφενεßο μας". Αναμφßβολα πρüκειται για μια ιδιÜζουσα πολιτικÞ αßσθηση που διαποτßζει τον Μικρü πρüλογο που προαναγγÝλλει το δεýτερο βιβλßο: "Βιβλßο της μοναξιÜς εßναι κι αυτü της δικÞς σου της μοναξιÜς το βιβλßο, στον κανÝνα τüπο, στον κανÝνα καιρü που βρßσκεσαι εσý πεταγμÝνος και που 'χω φτÜσει και γω. Η παλιÜ μας κληρονομιÜ δεν σε βοηθÜει σε τßποτα, η φαντασßα για τ' αýριο λεßπει. Το δικü μας πνεýμα κουρνιÜζει πια σωπασμÝνο μες στο λυκüφως των καιρþν. Και το βιβλßο δεν Ýχει μÝσα τις συμβουλÝς και τις οδηγßες που σου δßνουν απü παντοý, τις παρηγοριÝς που ξεγελÜνε για λßγο, δεν Ýχει την πυξßδα που σου λεßπει, την πανοπλßα που σου χρειÜζεται να ντυθεßς να φυλαχτεßς, να χτυπηθεßς, να νικÞσεις".
Οι τÝσσερις λοιπüν φÜσεις της σταδιοδρομßας του ΧατζÞ συγκροτοýν τους αναβαθμοýς στη διαμüρφωσÞ του ως πολιτικοý διανοουμÝνου που εκφρÜζεται πρþτιστα και ομοιογενþς ως λογοτÝχνης και φιλüλογος. Ταυτüχρονα συνιστοýν την προσωπικÞ εσωτερßκευση της πορεßας που διÞνυσε κατÜ τις ßδιες δεκαετßες η ΑριστερÜ, üχι μüνο στην εγχþρια ÝκφανσÞ της. Η πικρÞ üμως γεýση της αποτυχßας στον σχεδιασμü του αντßκοσμου της υπÜρχουσας κοινωνßας με τους «μηχανισμοýς που σε δÝνουν» και τα «γρανÜζια που σε κρατοýνε στην εντÝλεια ταιριασμÝνα» δεν σημαßνει και γι' αυτüν παραßτηση και νοσηρÞ εσωστρÝφεια. Το 2ο βιβλßο θα μποροýσε να γραφεß "για το σημερινü, το δικü μας τον κüσμο, που δεν τον βλÝπεις ακüμα, δεν ξÝρεις πþς εßναι -και δεν τον φοβÜσαι. Για τη ζωÞ των ανθρþπων που πÜει πιο πÝρα. Με τη δικÞ σου την εφηβεßα: Αμüλευτη απü την πρüληψη και την τýψη που βασανßσαν εμÜς, τις αυταπÜτες που αφÞσαμε εμεßς να μας βαυκαλßζουν, γυμνÞ κι απü τα στολßσματα τα δικÜ μας...".
Για να γßνουν κατανοητÜ ορισμÝνα στοιχεßα που απαντþνται στο παρüν, αλλÜ και σε Üλλα Ýργα του ΧατζÞ, εßναι αναγκαßα η συνοπτικÞ αναφορÜ σε στοιχεßα του βßου του -εκεßνα που καθüρισαν τον τρüπο της γραφÞς του. Το διÞγημα, üπως και η ποßηση, εκφρÜζει σε μικρü Þ μεγÜλο βαθμü την ψυχÞ του συγγραφÝα του. Σε Ýνα βαθμü, τις εσωτερικÝς συγκροýσεις του συγγραφÝα υποδεικνýουν οι Þρωες, οι χαρακτÞρες του διηγÞματος με τις περιπÝτειÝς τους και τις συγκροýσεις τους. Δεν περιγρÜφει απλþς τον χαρακτÞρα-ρüλο του νεαροý σοσιαλιστÞ που παγιδεýεται στο αδιÝξοδο της πραγμÜτωσης των πεποιθÞσεþν του, εßναι ο ßδιος Ýνας απογοητευμÝνος σοσιαλιστÞς.
ΓεννημÝνος στα ΙωÜννινα το 1913 ο συγγραφÝας στρατεýθηκε απü νωρßς στο Kομμουνιστικü Küμμα, Ýλαβε μÝρος στον Εμφýλιο και κατüπιν Ýζησε πολιτικüς εξüριστος στην Ουγγαρßα, την ΑνατολικÞ Γερμανßα και τη Ρουμανßα, σχεδüν τριÜντα χρüνια, μÝχρι τον επαναπατρισμü του το 1974. Η βßαιη καταστολÞ της ουγγρικÞς εξÝγερσης του 1956 επÝφερε μια Ýντονη συνειδησιακÞ μεταβολÞ πÜνω του, ωθþντας τον σε αμφισβÞτηση του σταλινικοý δüγματος και του ßδιου του τοý δογματισμοý, εμφανοýς στην πρþιμη λογοτεχνικÞ παραγωγÞ του.[3] Τοýτη η μεταλλαγÞ πÝραν των προσωπικþν απογοητεýσεων του συγγραφÝα εßναι και η προσωπικÞ του αντιμετþπιση στο ζÞτημα της προσαρμογÞς μη κομμουνιστικþν πολιτισμικþν στοιχεßων στις ανÜγκες μιας εξελισσüμενης κοινωνßας.
Ο ΧατζÞς ως συγγραφÝας εßναι δεμÝνος με το ψυχογρÜφημα και την ηθογραφßα. ΕπηρεασμÝνος απü τον σοσιαλιστικü ρεαλισμü χρησιμοποßησε και στο παρüν Ýργο ρεαλιστικÞ γραφÞ, χωρßς να γßνεται λαογρÜφος μÞτε ρομαντικüς, αλλÜ πλÞρως διεισδυτικüς στον εσωτερικü κüσμο των ηρþων του δßνοντας τη ζεστασιÜ της ανθρþπινης σχÝσης τους. Το ΤÝλος Της ΜικρÞς Μας Πüλης εßναι μßα συλλογÞ διηγημÜτων με ενιαßους θεματικοýς Üξονες που συνδÝουν τα επτÜ αφηγÞματα, επιτρÝποντας την ανÜγνωσÞ του ως ενιαßο Ýργο. Σýμφωνα με τον Λßνο Πολßτη τα διηγÞματα της συλλογÞς δßνουν κυρßως Ýναν κüσμο που φθßνει, επειδÞ Ýχουν αλλÜξει οι οικονομικÝς και οι κοινωνικÝς συνθÞκες. Εντοπßζεται επßσης ο σημαντικüς αντßκτυπος που Ýχουν οι κοινωνικοß κι οικονομικοß μετασχηματισμοß στους κεντρικοýς χαρακτÞρες στα διηγÞματα της συλλογÞς, ενþ παρÜλληλα προβÜλλεται η σýγκρουση μεταξý ατüμου και κοινωνικοý συνüλου, ο εντοπισμüς του προσωπικοý οφÝλους και η διαχεßριση της διαφορÜς απü τους Üλλους, ο κοινωνικüς αποκλεισμüς και η περιθωριοποßηση ορισμÝνων χαρακτÞρων.
Ο κοινüς θεματικüς Üξονας εßναι η μικρÞ επαρχιακÞ πüλη κι οι διαδικασßες μετασχηματισμοý της μÝσα απü κοινωνικÝς, ιστορικÝς κι οικονομικÝς αλλαγÝς. Στη πραγματικüτητα εßναι ο χαρακτÞρας της επαρχιακÞς πüλης των Ιωαννßνων, που αλλοτριþνεται σταδιακÜ εßτε υπü την επßδραση της ανÜπτυξης νÝων μεθüδων βιοτεχνικÞς και βιομηχανικÞς παραγωγÞς, εßτε υπü τη δημογραφικÞ κοινωνικÞ πßεση στον καιρü του πολÝμου και τη σκοτεινÞ ανÜπτυξη του κεφαλαßου. Η χρÞση της μικρÞς κοινüτητας (η μικρÞ μας πüλη) προκειμÝνου να αναδειχθεß το Üτομο συνÞθως ως θýμα των συνθηκþν εßναι Ýνα χαρακτηριστικü που μοιρÜζεται ο συγγραφÝας με Üλλους ομüτεχνοýς του της 10ετßας του '60. Κοινüς, επßσης, θεματικüς Üξονας εßναι η ηθογραφικÞ ανÜλυση των ηρþων του, των απλþν ανθρþπων γýρω απü τους οποßους πλÝκει τους λογοτεχνικοýς του μýθους, Þ η οπτικÞ γωνßα με την οποßα διερευνÜ αληθινοýς χαρακτÞρες. Στην προκειμÝνη περßπτωση ο συγγραφÝας παρουσιÜζει μια φανερÞ Þ κρυφÞ αφηγηματικÞ στÜση που λειτουργεß ενοποιητικÜ στο συνολικü ýφος του Ýργου μαζß με τη χρονολογικÞ θα Ýλεγε κανεßς παρÜταξη των διηγημÜτων.
Στο διÞγημα Ο Σιοýλας ο ταμπÜκος, ο συγγραφÝας, με την Ýμμεση αναφορÜ του στο κÜστρο και στην λßμνη, οριοθετεß τον κοινωνικü του χþρο στην πüλη των Ιωαννßνων, διαμορφþνοντας εκ των προτÝρων το σκηνικü μιας κοινωνικÞς διαφορÜς που θεμελιþνεται πÜνω στον παρüντα ξεπεσμü την Üλλοτε ευημερßα αυστηρÜ ιεραρχημÝνων κοινωνικþν ομÜδων, üπως Þταν τα ισνÜφια στις ΒαλκανικÝς πüλεις του 18ου και 19ου αι. Στα ΙωÜννινα, στη ΛÜρισα και στη Θεσσαλονßκη, σημαντικÜ κÝντρα παραγωγÞς και συγκÝντρωσης δερμÜτων, εξακολοýθησαν να επιβιþνουν εργαστÞρια με τη παραδοσιακÞ τους μορφÞ μÝχρι και τη 10ετßα του '60. Οι ταμπÜκοι θεωροýσαν üτι ανÞκαν σε μια παλαιÜ συντεχνßα, συνεπþς κλειστÞ κοινωνικÞ ομÜδα, που κατοικοýσε εντüς του κÜστρου στην ανατολικÞ πλευρÜ της λßμνης. Σα κλειστÞ κÜστα Ýχουνε διαμορφþσει την υποστηρικτικÞ μυθολογßα της διαφορÜς τους με τις κατþτερες κÜστες διατηρþντας μüνο σχÝση με τους καúκτσÞδες, εξαιτßας κυρßως του πÜθους του κυνηγιοý. Παρüλο που στο συγκεκριμÝνο διÞγημα ο συγγραφÝας εξετÜζει Ýναν μüνο εκπρüσωπο τοýτης της συντεχνßας, εßναι σαφÝς üτι μÝσω του Σιοýλα εκπροσωπεßται το συνολικü συντεχνιακü ρεýμα αντßθεσης προς το κοινωνικü περιβÜλλον.
ΜÝσα σε αυτü το κλειστü, υποθετικÜ αýταρκες, περιβÜλλον (ΑυτÜρκεια. ΗθικÞ. ΚοινωνικÞ. ΠολιτικÞ), ο Σιοýλας ο ταμπÜκος γεννÞθηκε, μεγÜλωσε και δημιοýργησε τη δικÞ του οικογÝνεια, αρνοýμενος να βιþσει τις εξελßξεις του περιβÜλλοντüς του, καθþς κÜθε νεωτερισμüς εßταν ξιπασμüς, αρνοýμενος ακüμα και να αποδεχθεß Ýναν ξενιτεμÝνο της συντεχνßας του. ¼λα εßναι κρυφÜ, ακüμη κι η απüγνωση της συζýγου του που δεν μπορεß να μιλÞσει για τη φτþχεια. Ο μετασχηματισμüς κι η εκβιομηχÜνιση της ελληνικÞς επαρχßας επηρÝασε καταλυτικÜ το ισνÜφι των ταμπÜκων, φÝρνοντας τον Üνθρωπο αντιμÝτωπο με τη μηχανÞ που κατεργαζüτανε τα δÝρματα κι ευκολüτερα και φθηνüτερα. Ο κüσμος των βυρσοδεψþν και των εργαστηρßων τους Üρχισε να φθßνει με την αλλαγÞ των κοινωνικþν και οικονομικþν συνθηκþν, σε σημεßο που, παρÜ την ÜρνησÞ τους να βιþσουν τις επερχüμενες αλλαγÝς, οι ταμπÜκοι στο πρüσωπο του Σιοýλα υποκýπτουν κι αρχßζουν να μεταλλÜσσονται, ερχüμενοι σε επαφÞ με τις κατþτερες κÜστες. Πρüκειται για μια οδυνηρÞ αλλÜ απüλυτα απαραßτητη αλλαγÞ που αφυπνßζει και ταυτüχρονα δßνει την ευκαιρßα. Ο Σιοýλας ο ταμπÜκος αποφασßζει να πουλÞσει το δßκαννü του στο γýφτο. O γýφτος, αντßθετα απü κεντρικοýς Þρωες των επüμενων διηγημÜτων που πραγματευüμαστε, αρνεßται το προσωπικü κÝρδος. Γνωρßζει τι σημαßνει το üπλο για τον κυνηγü κι üχι μüνο αρνεßται να το αγορÜσει σ' εξευτελιστικÞ τιμÞ αλλÜ του δανεßζει κι Ýνα κατοστÜρικο. Η συνειδητοποßηση πως ο γýφτος κι ο βαρελÜς αργüτερα εßναι καλοß Üνθρωποι, γßνεται το τÝλος της απομüνωσης κι η αρχÞ της αλλαγÞς: "¸τσι πÞγε ο πρþτος ταμπÜκος, στÜθηκε στο παζÜρι και ποýλησε το κυνÞγι του".
Αντßθετα, σε Ýνα Üλλο διÞγημα της συλλογÞς στο Ο ΤÜφος, καμμßα αναφορÜ δεν κÜνει ο συγγραφÝας, Ýστω και Ýμμεση για τη πüλη, ζωγραφßζει μονÜχα Ýνα τοπßο στα περßχωρα που σÞμερα Ýχει αλλÜξει. Εδþ Ýχει σημασßα η σημαντικÞ αντßθεση ανÜμεσα στον κυρ Αντþνη τον ΤσιÜγαλο ευηπüληπτο πολßτη και στÞριγμα της κοινωνßας και τον μπÜρμπα Σποýργο, τον μιαρü ξÝνο, τον ολομüναχο. Ο Ýνας εßναι απüλυτα ενταγμÝνος στο δικü του σýστημα αστικþν αξιþν, με τη δραστÞρια συμμετοχÞ του στις δημοτικÝς εκλογÝς και με τη θÝση του επιτρüπου, ο Üλλος διωγμÝνος απü τον τüπο του, απü τη δßνη μιας εσωτερικÞς σýγκρουσης της οικογÝνειας για ζητÞματα κληρονομικÜ. Εßναι περιθωριοποιημÝνος üπου και να πÜει, δεν μπορεß καν να διαχειριστεß τη διαφορÜ του απü τα κοινωνικÜ σýνολα με τα οποßα Ýρχεται σε επαφÞ. Κι οι 2 χαρακτÞρες ενοικιÜζουν απü μßα δημοτικÞ παρÜγκα στα περßχωρα της πüλης. Ο Ýνας τη θεωρεß κεφÜλαιο, αποκοýμπι των γερατειþν του, ο Üλλος απλÜ Ýνα τüπο Þρεμο για να γαληνÝψει. Εκεßνος που θεωρεß τη καλýβα του κεφÜλαιο θα προσπαθÞσει και θα τα καταφÝρει να διþξει τον ξÝνο, προσÜπτοντÜς του φονικÜ που δεν Ýκανε, διþχνοντÜς τον με τη συνεργασßα της υπüλοιπης κοινüτητας, με τον ßδιο τρüπο δηλαδÞ που Ýδιωχναν τον ξÝνο τα κλειστÜ κοινωνικÜ συστÞματα Þδη απü την 1η αστικÞ επανÜσταση στο διÜβα της ιστορßας και τις αρχÝγονες συγκροýσεις γαιοκτησßας.
Για διαφορετικοýς λüγους κανÝνας απü τους δýο δεν επιχειρεß να βελτιþσει τις δημοτικÝς καλýβες. Ο κυρ Αντþνης γιατß περιμÝνει τη δημιουργßα ενüς δρüμου που θα του φÝρει πελατεßα, ο μπÜρμπα Σποýργος γιατß δεν ενδιαφÝρεται παρÜ μüνο για τη γαλÞνη του. ¼ταν ο δρüμος Ýρχεται ο Σποýργος πρÝπει να βγει απü τη μÝση χÜριν της επιδßωξης του προσωπικοý κÝρδους του κυρ Αντþνη που τον Σποýργο στο χÝρι τον εßχε. Παρüλα αυτÜ ο ανταγωνισμüς θα Ýρθει με τη μορφÞ νÝων κεφαλαßων και καλοσχεδιασμÝνων επιχειρÞσεων με αποτÝλεσμα να μη χαρεß καθüλου ο κυρ Αντþνης για την πýρρεια νßκη του. Με τη βοÞθεια δικηγüρων και της αστυνομßας, με τη βοÞθεια δηλαδÞ του συστÞματος που ευνοεß το οικεßο, ο Σποýργος απομακρýνεται και τη θÝση του στον ανταγωνισμü του κυρ Αντþνη παßρνει το πραγματικü μαγαζß. Ο κυρ Αντþνης βρßσκεται σε ευθεßα σýγκρουση με τις νεοτερικÝς εξελßξεις και την τουριστικÞ αξιοποßηση του τüπου, σε ευθεßα δηλαδÞ σýγκρουση με το κοινωνικü σýνολο. ΘαμμÝνος στις παραδοσιακÝς αξßες του αρνεßται κι αυτüς να δει üτι οι γυναßκες χορεýουν πλÝον εδþ και καιρü στην αγκαλιÜ των ανδρþν, αρνεßται να δει στο βÜθος πως ο μπÜρμπα-Σποýργος, ο ενÜντιος, Þτανε στη πραγματικüτητα ο σýντροφος και συμπλÞρωμÜ του. Εßναι φυσικü, λοιπüν, να νιþσει την απÝραντη μοναξιÜ του τÜφου, üταν συνειδητοποιεß πως ο Σποýργος επÝστρεψε μονÜχα για να πεθÜνει.
Στο Η θεια μας η ΑγγελικÞ, το κεντρικü πρüσωπο, η θεια η ΑγγελικÞ ζει στη πüλη των Ιωαννßνων της περιüδου του Αλβανικοý μετþπου, μια πüλη με Ýντονες δημογραφικÝς πιÝσεις εξαιτßας της Ýλλειψης του μαχüμενου πληθυσμοý, που Þδη απü το 1922 πÜσχει συνολικÜ απü φτþχεια, αισχροκÝρδεια κι ανεργßα. Ο πüλεμος εßναι μßα Ýκφραση της βιαιüτερης πιθανþς κοινωνικÞς πßεσης κι αλλαγÞς, την οποßα υφßστανται οι Þρωες, üπως τους αφηγεßται ο συγγραφÝας στα πλαßσια της μικρÞς τους πüλης. ΦτωχÞ Þ ßδια με πενιχρü εισüδημα βρßσκεται, ωστüσο, σε αρμονικÞ συνÜφεια με τον κοινωνικü της περßγυρο, παßρνοντας και δßνοντας συναισθÞματα, τρüφιμα, την Ýγνοια της για τον κüσμο, την τρυφερüτητα του περßγυρου ανεξαρτÞτως κοινωνικÞς θÝσης. "Φχαριστοýμε κυρ' ΑγγελικÞ, Ýλεγε ο φουκαρÜς ο ΚαμινÜρης κι η καρδιÜ του γλυκαινüτανε". Η θειÜ ΑγγελικÞ ζει σ' Ýνα κüσμο, σ' Ýνα μαχαλÜ üπου οι καλοß αλλÜ φτωχοß νοικοκυραßοι συνυπÜρχουν με τους παλιοýς αρχüντους, οι Χριστιανοß με τους Οβραßους στο παζÜρι, οι κουδουνÜδες, οι χαλκωματÜδες κι οι τσαρουχÜδες στα στενÜ του παζαριοý να παλεýουν περιθωριοποιημÝνοι πλÝον ενÜντια στη μηχανÞ που τους παßρνει το ψωμß. Για Üλλη μια φορÜ παρουσιÜζεται εδþ το μοτßβο της εκβιομηχÜνισης που απειλεß την ευημερßα, αλλÜζοντας τις οικονομικÝς συνθÞκες παραγωγÞς και τα κοινωνικÜ τους συμφραζüμενα, οδηγþντας στην περιθωριοποßηση Üλλοτε επικερδÞ επαγγÝλματα. Η προδοσßα της αντιπροσωπευτικÞς ηρωßδας Ýρχεται με την επιδßωξη προσωπικοý κÝρδους σε βÜρος της κοινüτητας, του μαυραγορßτη, του Αντþνιου Γωγοýση, ο οποßος χÜρη στην εμπιστοσýνη της θεßας ΑγγελικÞς μετατρÝπει το κελÜρι της σε αποθÞκη μαýρης αγορÜς, οδηγþντας τη σε σýγκρουση με το περιβÜλλον, που δεν μπορεß να κατανοÞσει την ÜγνοιÜ της στο δεδομÝνο θÝμα. "Ωχοý τþρα… Το κελÜρι κυρ' ΑγγελικÞ, ποιος τους το 'δωσε των φονιÜδων -εγþ τους το 'δωσα; ΠαρÜτα μας, λÝω". Ο ßδιος ο Γωγοýσης εßναι το Üτομο που στρÝφεται ενÜντια στην κοινüτητÜ του εßτε για λüγους αισχροκÝρδειας, εßτε για λüγους επιβßωσης στις αντßξοες συνθÞκες που παρÜγει για τον τüπο η πολεμικÞ σýγκρουση.
Σε üλο το εýρος της συλλογÞς διηγημÜτων του ΧατζÞ παρατηρεßται σαφÞς επßδραση των οικονομικþν και κοινωνικþν μετασχηματισμþν μιας κοινωνßας που εκσυγχρονßζεται απÝναντι στους παραδοσιακοýς τρüπους επιβßωσης και κυρßως στα παραδοσιακÜ επαγγÝλματα. Οι Þρωες των διηγημÜτων εßτε Ýρχονται σε σýγκρουση με τις παλιÝς αξßες Þ αλλÜζουν την οπτικÞ γωνßα με την οποßα βλÝπουν τον κüσμο υπü την πßεση της φτþχειας, üπως ο Σιοýλας ο ταμπÜκος. Ενßοτε αισχροκερδοýν Þ εκμεταλλεýονται, χÜριν προσωπικοý οφÝλους, üπως στην περßπτωση του Αντþνιου Γωγοýση του Μαυραγορßτη Þ του κυρ Αντþνη του ΤσιÜγαλου. Διατηρþντας μια πεισματικÞ προσÞλωση στην κοινωνιολογικÞ διÜσταση του μýθου του , αναδεικνýει τις αντιθÝσεις που παρÜγει το Üτομο σε σχÝση με το περιβÜλλον του κι αντßθετα. Ταυτüχρονα διαμορφþνει μια δικÞ του ανθρωπολογßα του ξÝνου στην περßπτωση του μπÜρμπα Σποýργου, φÝρνοντας στην επιφÜνεια στοιχεßα τοπικισμοý και καχυποψßας προς καθετß ξÝνο. ΜπροστÜ σε Ýναν κüσμο που αλλÜζει ραγδαßα τα κλειστÜ συστÞματα δεν Ýχουν οýτε την παλαιüτερη θÝση, μÞτε την προγενÝστερη αξßα τους. ¸χοντας δει τον κüσμο να αλλÜζει ο συγγραφÝας, μεταφÝρει το βßωμÜ του με τον καλλßτερο δυνατü τρüπο μÝσω της τÝχνης του.
¸ργα που Ýχουν εκδοθεß:
ΦωτιÜ, μυθιστüρημα εκδüσεις Γκοβüστη, ΑθÞνα, 1946.
Το τÝλος της μικρÞς μας πüλης, διηγÞματα, εκδοτικü ΝÝας ΕλλÜδας, Ρουμανßα, 1953, εκδüσεις «Επιθεþρηση ΤÝχνης», ΑθÞνα, 1963 (τελικÞ μορφÞ), εκδüσεις Κεßμενα, ΑθÞνα, 1981 και εκδüσεις Το Ροδακιü, ΑθÞνα, 1999.
Θητεßα (αγωνιστικÜ κεßμενα 1940-1950), διηγÞματα, εκδüσεις Κεßμενα, 1979.
ΑνυπερÜσπιστοι, διηγÞματα, εκδüσεις ΘεμÝλιο, 1966.
Το διπλü βιβλßο, μυθιστüρημα, εκδüσεις ΕξÜντας, 1976 και Κεßμενα, 1977 (αναθεωρημÝνη Ýκδοση).
ΣπουδÝς, διηγÞματα ξανατυπωμÝνα και Üλλα, εκδüσεις Κεßμενα, 1976.
Το πρüσωπο του ΝÝου Ελληνισμοý, διαλÝξεις και δοκßμια, εκδüσεις Το Ροδακιü,
======================
ΑνυπερÜσπιστοι...
Επεισüδιο απü τον Εμφýλιο Πüλεμο του 1947-1949 στην ΕλλÜδα. Η κýρια δýναμη των ανταρτþν εßχε συντριβεß στη Ροýμελη. Κυκλþνοντας τα βουνÜ, ο κυβερνητικüς στρατüς τραβοýσε τþρα σιγÜ και μεθοδικÜ την εκκαθÜριση, χτενßζοντας üλη την περιοχÞ κι’ εξοντþνοντας τις τελευταßες δυνÜμεις τους, τσακισμÝνες και σκορπισμÝνες. ΠαραπÜνω, στη Μακεδονßα και την ¹πειρο, ο πüλεμος δεν εßχε κριθεß, συνεχιζüταν μ’ üλο το πεßσμα μιας τελικÞς αναμÝτρησης που θα γινüταν σε λßγο.
Η μικρÞ ομÜδα των αναρτþν, δεκατισμÝνη και ξεκομμÝνη, Ýνοιωθε πια τον κλοιü και την Ýσφιγγε – Ýκλεινε, μßκραινε γýρω της με θανÜσιμη σταθερüτητα. Η ξαφνικÞ παγωνιÜ στο τÝλος του Απρßλη –ακüμα Ýνας θÜνατος πÜνω σε κεßνα τ’ αγριοβοýνια. Μια τελευταßα δυνατüτητα εκλογÞς, να πÜνε να χτυπηθοýνε – πÜλι θÜνατος. Να μεßνουν εκεß üσο να ’ρθουν να τους πιÜσουν αργÜ και γι’ αυτü – τους σκοτþνανε πια τους αιχμαλþτους, τους τραυματßες που πÝφταν στα χÝρια τους. Οι προθεσμßες για την παρÜδοση εßχαν περÜσει – τους σκοτþναν και τους αυτüμολους.
Εßχανε κÜνει και την τελευταßα προσπÜθεια που μποροýσαν να κÜνουν. ΤραβÞξανε δεξιÜ, μÝσ’ απ’ το δÜσος, να τον σπÜζανε τον κλοιü, μπορεß να βρßσκαν δικÜ τους τμÞματα. ΠÝσαν πÜνω σε φυλÜκια με πολυβüλα, τους δεχτÞκαν με πυκνÜ πυρÜ. ¸νας τους Ýπεσε πιÜνοντας την κοιλιÜ του – θερισμÝνη απü ριπÞ. Δεν μποροýσαν να τον πÜρουν, να τον βοηθÞσουν, τßποτα δεν μποροýσανε να του κÜνουν. Τον σκοτþσανε να μη βασανßζεται – Ýμεινε εκεß. Οι Üλλοι γυρßσανε πßσω και ξαναμπÞκανε στην τρýπα που τους απüμεινε.
Τρεις μÝρες βρισκüνταν εκεß και δεν κÜνανε τßποτα – μονÜχα τρÝμαν απü το κρýο. ΦωτιÜ δεν ανÜβανε, φοβüντανε τον καπνü. ΞαναμετρÞσανε τα τελευταßα τους εφüδια, τα πυρομαχικÜ και τα τρüφιμα. Δεν Þτανε πολλÜ, δεν Þτανε για πολý. ΑναμετρÞσανε και τις δυνÜμεις που τους απüμειναν – δεν Þταν κι αυτÝς για πολý. Απü τη μÝρα που δοκßμασαν να περÜσουν, πρÝπει να τους ξÝραν πως κρυβüντανε σε κεßνο το μÝρος του δÜσους, να τους εßχαν επισημÜνει. Αýριο, μεθαýριο το πολý, θ’ αρχßζανε να τους ψÜχνουν, ορισμÝνα, σημαδεμÝνα γι’ αυτοýς. Να μεßνουν εκεß, να μεßνουν ακüμα – πÜλι θÜνατος. ΜονÜχα θÜνατος. Ολοýθε. Απ’ ολοýθε.
Τα μεσÜνυχτα εßχαν περÜσει. Χιüνιζε συνÝχεια.
¯ Το πρωß θα ’ρθουνε πια, εßπε κÜποιος.
ΚανÝνας δε μßλησε.
¯ Τι δε σκοτωνüμαστε, βρε παιδιÜ, μεταξý μας; εßπε σε λßγο ο ΣατÝλης. Ο τελευταßος κρατÜει μια σφαßρα… Και πεθαßνουμε λεýτεροι…
Ο ΣατÝλης Þτανε κομμουνιστÞς απü την ΑθÞνα. ΦοιτητÞς. ¸γραφε και ποιÞματα, λÝγαν.
¯ ¢σε τα αυτÜ τα δικÜ σου, να ζÞσεις, εßπε Þσυχα ο διμοιρßτης ο Γρßβας. Στα βιβλßα γßνονται, ΣατÝλη.
Ο διμοιρßτης Þτανε λοχßας στην Αλβανßα. ΠολÝμησε ýστερα στον ΕΛΑΣ. Και πολεμοýσε τþρα – κÜπου δÝκα χρüνια. Χωρßς Ýξαρση και χωρßς φρßκη για τον πüλεμο.
¯ ΦοβÜσαι τþρα, ΣατÝλη; εßπε κÜποιος μÝσα στο σκοτÜδι.
¯ ΝτρÝπομαι, εßπε αυτüς.
¯ Δεν αυτοκτονοýν οι επαναστÜτες, ΣατÝλη, εßπε επßσημα ο Λßλης. Οýτε ντρÝπονται για τις δυσκολßες.
Ο Λßλης Þταν ο πολιτικüς επßτροπος του λüχου τους. Στις μÜχες βρÝθηκε να ’ναι στη διμοιρßα τους, ξεκοπÞκαν απü τους Üλλους – Ýμεινε μαζß τους. Τα λüγια του Þταν πÜντα παρμÝνα απü κομματικÝς αποφÜσεις και μαθÞματα πολυγραφημÝνα.
¯ Μα προς τι; ακοýστηκε πÜλι ο ΣατÝλης. ΕπανÜσταση το λες ακüμα; Να μας κυνηγοýνε πÜνω στον πÜγο; Σα λýκους;
Σþπασαν üλοι – κι ο Λßλης. Σκεφτüταν τα λüγια του – την επανÜσταση, την ντροπÞ. Και σκεφτüτανε και τους λýκους. Τις τελευταßες μÝρες, καθþς αραßωσαν τα πυρÜ, αρχßσαν να ουρλιÜζουνε γýρω τους – ακüμα Ýνας θÜνατος.
¯ Να πÜμε εμεßς να τους βροýμε, εßπε ο Στρßμος. Ελπßδα δεν Ýχει, δεν Ýχει επßτροπε, κατÜλαβÝ το… Πεθαßνεις üμως ορθüς… Και ζωντανüς, σαν Üντρας.
Ο Στρßμος δεν Þτανε κομμουνιστÞς, τßποτα δεν Þταν. ΒρÝθηκε να ’ναι μαζß τους μüνο γιατß ’ταν αντÜρτες. Και δεν Ýφυγε üταν το μετÜνιωσε – να μην ποýνε πως δεßλιασε.
¯ Εγþ δεν πÜω πουθενÜ, εßπε ο ΦαρμÜκης. Οýτε αυτÜ που λÝει ο ΣατÝλης – παλαβομÜρες δικÝς του. Καθßστε εδþ, να παραδοθοýμε.
Ο ΦαρμÜκης Þθελε να παραδοθεß. Το ’θελε απü καιρü, μα φοβÞθηκε να το κÜνει. Κρατοýσε ακüμα μια ελπßδα, δε θα τους σκüτωναν, τουλÜχιστον αυτüν.
¯ ΠÜμε που σας λÝω γω, ξανÜπε ο Στρßμος. Ο ΣατÝλης σκοτþνεται κει μοναχüς του, εσý παραδßνεσαι…
¯ ευχαριστημÝνος κι ο επßτροπος – δεν αυτοκτονÞσαμε, εßπε ο ΒερβÝρης. Σηκþθηκε, χτυποýσε τα πüδια του κÜτω, χοροπηδοýσε.
¯ ΤρελÜθηκες; εßπε Þσυχα ο διμοιρßτης.
¯ Κρυþνω, εßπε αυτüς. ΜονÜχα κρυþνω…
Ο ΒερβÝρης τα μοßραζε üλα: φανÝλες, τα τσιγÜρα, τις σφαßρες του. Τþρα εßχε μεßνει ο γυμνüτερος απ’ üλους.
¯ Να μην πεθÜνουμε ακüμα, παιδιÜ, ακοýστηκε σε λßγο σÝρνοντας τα λüγια του ο Βασßλης ο ΜουλαρÜς.
Ο Βασßλης ο ΜουλαρÜς Þταν Üνθρωπος του βουνοý κι απü κεßνα τα μÝρη. Μια φορÜ το χρüνο μιλοýσε. Γýρισαν üλοι τα μÜτια τους καταπÜνω του – να μποροýσαν να τον βλÝπαν κεßνη την þρα.
¯ Την κορφÞ του βουνοý, τους εßπε, σÝρνοντας πÜλι κÜθε του λÝξη, δεν μπορεß να την Ýχουν πιασμÝνη. ΠÜμε απü κει, να φýγουμε.
ΚανÝνας δε μßλησε. ¼λοι τους εßχαν σκεφτεß γι’ αυτÞ την κορφÞ, να φýγουν και μüνο γι’ αυτÞ δεν εßπανε τßποτα. Η διαταγÞ τους üταν Üρχισε η επßθεση Þταν αυστηρÞ, να μη φýγουν, να μην αφÞσουνε το βουνü, να κρατηθοýν ως την τελευταßα τους σφαßρα, üσο να ’ρθουν ενισχýσεις κι εßχανε δþσει στις συνελεýσεις που γßνανε, το λüγο της επαναστατικÞς τους τιμÞς. Τþρα πια δεν ξÝρανε τßποτα για το λüχο τους, για τις Üλλες δυνÜμεις, για üλον τον πüλεμο. Τα πυρÜ εßχαν αραιþσει πÜρα πολý, φαινüντανε κÜποτε να ’χουν ολüτελα σταματÞσει – η σιωπÞ του τÝλους. Οι φωτοβολßδες που πÝφταν εßχανε μεßνει ο τελευταßος τους δεσμüς με τον κüσμο – μετροýσανε μ’ αυτÝς απü νýχτα σε νýχτα πüσο κοντýτερα φτÜσανε τα φυλÜκια του στρατοý που τους ζþναν.
¯ ΜπροστÜ μας βρßσκονται ωστüσο, εßπε κÜποιος σε λßγο. ¸χουνε φυλÜκια ψηλüτερα απü μας.
¯ Δυο μÜλιστα, εßπε Ýνας Üλλος.
¯ ¸χουν εßπε ο διμοιρßτης. Το ’να βρßσκεται δω, χαμηλÜ, πολý κοντÜ μας. Το μαρκÜρισα εγþ, σας περνÜω απü δßπλα.
Τ’ Üλλο βρßσκεται ψηλüτερα, στα μισÜ του βουνοý, εßπε ο Βασßλης. Εßναι κανα δυο καλýβια, αυτÜ θα ’χουν πιÜσει. Σας περνÜω εγþ μÝσα απ’ το δÜσος.
Η διαταγÞ μας εßναι να μεßνουμε εδþ, εßπε ο Λßλης.
¯ ¹τανε, σýντροφε επßτροπε, εßπε ο διμοιρßτης.
¯ Οι κομμουνιστÝς δεν αυτοκτονοýν, σýντροφε επßτροπε, εßπε Ýνας Üλλος. Εσý δεν το ’πες;
¯ Μα ποý θÝλετε να πÜτε; ξανÜπε ο Λßλης.
ΣωπÜσαν. Στ’ αλÞθεια, δεν ξÝραν που θÝλουν να πÜνε.
¯ ΚαλÜ, εßπε σε λßγο ο ΦαρμÜκης, το περÜσαμε αυτü το φυλÜκιο το κÜτω. Και περÜσαμε, ας ποýμε και τ’ Üλλο. ¾στερα;
¯ ¾στερα, εßπε ο Βασßλης, ξÝρω το μονοπÜτι του γκρεμοý, που περνÜει στην κορφÞ. Δεν το ’χουν ακüμα πιασμÝνο, δε γßνεται να το πιÜσαν. ΜÞτε το ξÝρουν. Και να το ξÝρανε, δεν προφταßνανε να το πιÜσουν – κι εßναι και αυτüς ο καιρüς…
¯ Σα να λÝμε, δηλαδÞ, να φýγουμε πια, εßπε ο Λßλης. Πþς το μπορεßτε;
¯ Πüσος δρüμος εßναι ως εκεß; ρþτησε ο διμοιρßτης σα να μην τον Üκουσε.
¯ Ως τον γκρεμü;
¯ Ναι, ως τον γκρεμü.
¯ Απü τþρα ως το βρÜδυ, χωρßς στÜση.
¯ Κι απü κει στην κορφÞ; ρþτησε κÜποιος.
¯ Η κορφÞ εßναι στην Üλλη Üκρη απ’ το πÝρασμα του γκρεμοý. ΦτÜσαμε στο γκρεμü, φτÜσαμε πια στην κορφÞ, τους εξÞγησε ο Βασßλης.
¯ ΔηλαδÞ, σα να λÝμε, δþδεκα δεκατÝσσερις þρες…
¯ Τüσο.
¯ ΚαλÜ… Πες εσý τις κÜναμε αυτÝς τις δεκατÝσσερις þρες. Και τα περÜσαμε τα φυλÜκια. Και πες πως βγÞκαμε στην κορφÞ. ¾στερα;
¯ ¾στερα πÝφτουμε πßσω…
¯ Και πßσω; Τι λες εσý; δεν το ’χουν πιÜσει;
¯ Απ’ την Üλλη πλευρÜ του βουνοý; Δεν πιστεýω να πρüφτασαν. Εßναι μεγÜλα τα δÜση, τι να φυλÜξουν; Δεν μπορεß να τα πιÜσαν ακüμα, μÞτε πιÜνονται αυτÜ, τÝτοια δÜση, τα περÜσματα θα ’χουνε πιÜσει.
¯ Και λοιπüν, τα μεγÜλα δÜση, εßπε κÜποιος. ΔηλαδÞ πÜλι κλεισμÝνοι.
¯ ¼χι, εßπε ο Βασßλης. Απü κει περνοýμε στον Πßνδο. Γλιτþσαμε.
¯ Γλιτþσαμε, εßπε ο ΦαρμÜκης. Και ποιος σου λÝει πως δεν τον πÞρανε και τον Πßνδο;
¯ ¼χι, üχι, εßπε ο Λßλης. Οι δικοß μας εßναι κει. Τον κρατÜνε τον Πßνδο.
¯ Τüτε τι μας λες εσý να κÜτσουμε δω; ρþτησε κÜποιος.
¯ Να κρατÞσουμε και μεις εδþ. Αυτü.
¯ Και γω σου λÝω πως τον πÞρανε και τον Πßνδο, μουρμοýρισε κÜποιος. ¢κουσÝ την αυτÞ την ησυχßα τριγýρω μας… ΤÝλειωσε ο πüλεμος. ΜονÜχα εμεßς απομεßναμε…
¯ Δεν ξÝρω, μπορεß κι αυτü, εßπε ο Βασßλης. Μ’ αν την περÜσουμε μεις αυτÞ την κορφÞ και πÝσουμε πßσω στα δÜση, ýστερα, αν τÝλειωσαν üλα, σκορπßζουμε… Εßναι και τα χωριÜ… Τι να σας πω;..
¯ Και πþς μποροýμε εμεßς να την περÜσουμε τÝτοια κορφÞ; Με τÝτοιο κρýο; Μ’ αυτÜ τα πüδια; Ýκανε μια τελευταßα προσπÜθεια ο ΦαρμÜκης. ¼χι, δεν το μποροýμε…
¯ ¼σο μποροýμε, üσοι μποροýμε, εßπε ο Στρßμος και σηκþθηκε. Τι τα ψιλολογÜτε δω πÝρα;
¯ Τι Ýχουμε να χÜσουμε; εßπε ο ΒερβÝρης και σηκþθηκε κι αυτüς. Αν περÜσουμε, αν ζÞσουμε, πÜμε στον Πßνδο, τους βρßσκουμε…
¯ Και μας περνÜνε στρατοδικεßο, εßπε κÜποιος.
¯ ΜονÜχα εμÝνα. Εγþ την Ýδωσα τη διαταγÞ, εßπε ο διμοιρßτης και σηκþθηκε. ΞεκινÜμε.
Σηκþθηκαν üλοι, κι ο ΦαρμÜκης. Κι ο Λßλης σηκþθηκε, δεν εßπε τßποτα, δεν Ýκανε τßποτα. ΦορτωθÞκαν τα üπλα τους, τους Üδειους γυλιοýς, τα λßγα τρüφιμα που τους Ýμειναν, συμμÜζεψαν πÜνω στο σþμα τους τα κουρÝλια τους, χτυποýσαν στο χþμα τα πüδια τους, αραßωσαν. Μερικοß κÜνανε το σταυρü τους μÝσα στο σκοτÜδι.
Ο Βασßλης μπροστÜ τους οδηγοýσε μÝσ’ απ’ το δÜσος. ¢φησε το μονοπÜτι, Ýκοψε ψηλüτερα, Ýπιασε τον ανÞφορο, ευθεßα. ΚÜθε λßγο σταματοýσε, κοßταζε γýρω, σα να ’βλεπε μες στο σκοτÜδι, Ýσκυβε κÜτω, σα να μυριζüταν τον τüπο – σταματοýσανε üλοι. Κινοýσε πÜλι – κινοýσανε πßσω του. ΜÝσ’ απü τα τρýπια ποδÞματα που φοροýσαν, Üλλοι κουρÝλια δεμÝνα με σπÜγκους, τα δÜχτυλα των ποδιþν τους ξυλιÜζανε. Ο αγÝρας περνοýσε μÝσ’ απ’ τις τριμμÝνες τους χλαßνες. ¸νας ξεπÜγιασε. ΣταθÞκανε λßγο μπροστÜ του, του κλεßσαν τα μÜτια, ýστερα πÞρανε το γυλιü του, ξεκßνησαν πÜλι. ΠÜνω απ’ τα δÝντρα ξημÝρωνε Ýνα φως σκοτωμÝνο.
Ο Βασßλης σταμÜτησε, στÜθηκαν üλοι, μαζεýτηκαν γýρω του.
¯ Το φυλÜκιο, τους εßπε, τ’ αφÞσαμε δεξιÜ. ΠÜει αυτü…
¯ Δρüμο τþρα για τ’ Üλλο, εßπε ο διμοιρßτης.
¯ Και πüτε λες να το φτÜσουμε; ρþτησε κÜποιος.
¯ Τα βλÝπετε; Τþρα βιÜζεστε κιüλας, εßπε κÜποιος και γÝλασαν λßγο.
¯ ΜιλÜτε σιγÜ, εßπε ο διμοιρßτης. ¹ καλýτερα μη μιλÜτε ακüμα…
ΞεκινÞσανε πÜλι, περπατοýσαν αμßλητοι. ¼λο το πρωß. Πριν απü το μεσημÝρι φτÜσανε στην Üκρα του δÜσους. ΣτÜθηκαν εκεß, φÜγαν üρθιοι λßγο ψωμß, ξεκßνησαν πÜλι. Εßχανε τþρα μια πλαγιÜ ν’ ανεβοýνε, γυμνÞ κι απüτομη, πνιγμÝνη στο χιüνι – κι Ýπεφτε ακüμα, εκεßνο το χιüνι το πυκνü, το παχý, που πÝφτει βουβÜ. Πηγαßνανε με τα χÝρια και με τα πüδια. ΚÜθε βÞμα γινüταν βαρýτερο, δυσκολüτερο. ΚÜθε λßγο σταματοýσαν, βοηθοýσανε, τραβοýσανε κÜποιον.
¯ Αχ, ας μεßνουμε λßγο, εßπε η Κατßνα.
¹ταν η τελευταßα γυναßκα της διμοιρßας τους π’ απüμεινε ζωντανÞ. Βραδυποροýσανε στην ουρÜ της φÜλαγγας με το ΣατÝλη – πÜντα με το ΣατÝλη. Παλιüτερα τους εßχανε κατηγορÞσει στη συνÝλευση του λüχου – ερωτοτροπßες και μικροαστικÜ υπολεßμματα. Τþρα της πÞρανε το γυλιü, κÜποιος Üλλος φορτþθηκε την κουβÝρτα της.
Δω μου το üπλο σου, της εßπε ο ΣατÝλης. Εδþ, στον ανÞφορο λßγο.
ΣτÜθηκαν. ΣÞκωσε τα δυο της τα χÝρια και του τρÜβηξε τη μÜλλινη κουκοýλα, που του σκÝπαζε üλο το πρüσωπο, αργÜ και την ßσιαζε. ΧαμογÝλασαν ο Ýνας στον Üλλο. Του ’δωσε το ντουφÝκι της. ΠιÜστηκαν απü το χÝρι και κßνησαν να φτÜσουν τη φÜλαγγα.
Δε χρειÜστηκε να το κουβαλÜει πολý. Σε λßγο στÜθηκε, ακουμπþντας την πλÜτη του σ’ Ýνα βρÜχο. ¾στερα κÜθισε κÜτω με την πλÜτη, το κεφÜλι του ακουμπισμÝνο στο βρÜχο. Η Κατßνα Ýβαλε τις φωνÝς, σταμÜτησαν üλοι.
¯ ΣÞκω απÜνω, θα ξεπαγιÜσεις, πρüσταξε ο διμοιρßτης.
Ο ΣατÝλης χαμογελοýσε.
¯ ¸χω μια ζÝστη, εßπε. Εßναι καλÜ…
Ο Βασßλης ο ΜουλαρÜς, Ýτρεξε κοντÜ του. Τον Üρπαξε απü τα χÝρια, τον τßναξε.
¯ ΦτÜνουμε στο φυλÜκιο… Στο φυλÜκιο.. Κþστα…
Ο ΣατÝλης τον κοιτοýσε, δεν σηκωνüταν. Χαμογελοýσε πÜντα, εßχε μια ζÝστη και τα μÜτια του βασιλεýανε μακριÜ, σα να νýσταζε. Ο Βασßλης την Þξερε αυτÞ τη ζÝστα κι αυτÞ τη νýστα πριν το ξεπÜγιασμα – üλοι την ξÝρανε πια. Τ’ Üφησε τα χÝρια, του ’δωσε Ýνα μπÜτσο, δεýτερον, μÜταια. Ο ΣατÝλης Ýγειρε δßπλα. Τον Üρπαξε τüτε στην αγκαλιÜ του, κüλλησε τα χεßλη του στο στüμα του. Τα χÝρια του ΣατÝλη κρεμαστÞκανε κÜτω. Τον ακοýμπησε στο χþμα σιγÜ, σα να τον ξÜπλωνε, του ’κλεισε τα μÜτια, το δικü του το πρüσωπο Þταν λουσμÝνο στα δÜκρυα –τραβÞχτηκε παραπÝρα να μη τον βλÝπουν. Η κραυγÞ της Κατßνας ξÝσκισε την ερημιÜ του τüπου. ΣτÜθηκαν üλοι, κÜπως περισσüτερο, μπροστÜ σ’ αυτüν το ΣατÝλη το φοιτητÞ, με τα βιβλßα και τα ποιÞματα, την επανÜσταση, την Κατßνα και τα μικροαστικÜ υπολεßμματα – τον κοιτοýσαν που τον σκÝπαζε το χιüνι, κÜτω απü κεßνο τον ολüγυμνο βρÜχο. ¾στερα, κÜποιος Ýσκυψε, τον γýρισε, του ’βγαλε το πουλüβερ – το δþσανε στο ΒερβÝρη, το φüρεσε. ΨÜξανε στις τσÝπες του – τα δþσαν üλα σ’ αυτÞν. ΚÜποιος του ’βγαλε και την κουκοýλα, της τη δþσαν αυτηνÞς, τη φüρεσε με το ζüρι. ΠÞραν απü το γυλιü του το λßγο ψωμß και τις σφαßρες, ο Βασßλης μπÞκε μπροστÜ, ο διμοιρßτης Ýμεινε πßσω πßσω, κινÞσανε πÜλι. Η Κατßνα Ýκλαιγε και τα δÜκρυÜ της τρÝχανε μÝσα την κουκοýλα του ΣατÝλη.
Και περπατοýσανε πÜλι. ¼λο το μεσημÝρι. Με τα χÝρια και με τα πüδια σ’ αυτÞ την πλαγιÜ, þσπου φτÜσανε πÜλι σε δασωμÝνο μÝρος. ΠÝσανε τüτε ξÝπνοοι πÜνω στα δÝντρα, ακουμποýσανε τις πλÜτες τους στους κορμοýς, τους αγκÜλιαζαν να σταθοýν ορθοß.
¯ Μη στÝκεστε δω, εßπε ο Βασßλης. ΦτÜσαμε στο φυλÜκιο.
¯ ΚουρÜγιο, παιδιÜ, εßπε κι ο διμοιρßτης. Να το περÜσουμε γρÞγορα. Αραιωθεßτε. ΓρÞγορα. Αμßλητοι.
¯ Σταθεßτε, εßπε ο Λßλης και βγÞκε μπροστÜ. ΣτÜθηκε, γýρισε το κεφÜλι του, τους κοßταξε üλους. Σýντροφοι… θα το χτυπÞσουμε αυτü το φυλÜκιο.
¹ταν Ýτοιμος να τους θυμßσει το λüγο της επαναστατικÞς τους τιμÞς να μην αφÞσουνε το βουνü. ¹ταν Ýτοιμος γι’ αυτÞ τη μÜχη. Απü τα μεσÜνυχτα που ξεκßνησαν και δεν ξαναμßλησε, τη σχεδßαζε μÝσα στο νου αυτÞ τη μÜχη, μια νßκη, να στÞσουν φυλÜκιο εκεß, να σταθοýν, να ξαναρχßσουν εκεß, να τον ξαναρχßσουν απü κει τον πüλεμο σ’ αυτü το βουνü, με τα εφüδια που θα παßρναν, με τα σκορπισμÝνα τμÞματα που θα μαζεýονταν, με τις ενισχýσεις που θα φτÜναν σε λßγο – θα φτÜναν σε λßγο. Τα δανεισμÝνα λüγια εßχαν τελειþσει, δεν εßχε καθüλου λüγια. ¢νοιξε τα χÝρια του σα να τους αγκÜλιαζε, το πρüσωπü του ακÝριο γßνηκε φως.
¯ Θα το χτυπÞσουμε, σýντροφοι… Σýντροφοι…
Ο μικρüς του στρατüς στεκüταν μπροστÜ του, ασÜλευτος, απρüθυμος. Τον εßχαν κÜνει τον περισσüτερο δρüμο, κοντεýανε πια στην κορφÞ της σωτηρßας. ΚανÝνας δε μßλησε, μÝνα üλοι με τα μÜτια σκυμμÝνα. ¾στερα, σαν üλοι μαζß, τα σηκþσανε, ζητοýσαν του Βασßλη τα μÜτια. ΣÞκωσε το κεφÜλι του, γýρισε, κοιτοýσε το διμοιρßτη – üλα τα μÜτια καρφþθηκαν απÜνω του. Στεκüτανε δßπλα στο Λßλη και κεßνη η βαθιÜ χαρακιÜ του στα φρýδια φαινüτανε ν’ αυλÜκωνε üλο το μÝτωπο. Η σιωπÞ φαινüτανε να ’πηξε, σα να πÜγωσε γýρω τους.
¯ ΞεκινÜμε, εßπε ο διμοιρßτης σε λßγο.
¯ Το φυλÜκιο, εßπε ο Λßλης. Και θα το πÜρουμε… ¸κανε Ýνα βÞμα μπρος.
Ο διμοιρßτης Ýκανε Ýνα βÞμα προς τα πßσω. ΓρÞγορα, δυνατÜ, ζυγιασμÝνα, τον χτýπησε πßσω στο κεφÜλι με τη λαβÞ του πιστολιοý του. Ο Λßλης Ýγειρε μπρος, δεýτερο χτýπημα κι Ýπεσε.
¯ Εμπρüς… Στη γραμμÞ… Προχωρεßτε, εßπε ο διμοιρßτης.
Η ομÜδα στεκüταν ακüμα, ασÜλευτη σα μαζωμÝνη, με τον επßτροπο μπροστÜ στα πüδια της. Ο Βασßλης κßνησε πρþτος, μπÞκε μπροστÜ, οι Üλλοι πÞγανε πßσω του, ο διμοιρßτης Ýμεινε τελευταßος. Ο ΒερβÝρης πÞγε, στÜθηκε δßπλα του. ΚοιταχτÞκανε στα μÜτια.
¯ Πες πως το ’κανα γω, εßπε ο ΒερβÝρης – αυτüς που τα ’δινε üλα.
Ο διμοιρßτης Üπλωσε το χÝρι του στον þμο του, πÞγαν Ýτσι κοντÜ στους Üλλους.
Ξεκßνησαν. Περπατοýσανε τþρα με το κεφÜλι σκυμμÝνο – ο νεκρüς επßτροπος βÜραινε πÜνω στις πλÜτες τους. ΜÝσα στο μÝρος το δασωμÝνο, που βρßσκονταν ακüμα, Þτανε λßγο καλýτερα – δεν εßχαν εκεßνο το χιüνι που τους κουκοýλωνε και τους Ýπνιγε. Σε λßγο περνοýσαν ψηλüτερα απ’ το φυλÜκιο, Ýξω απ’ τον κλοιü του στρατοý. Το κρýο δυνÜμωνε. Σηκþσανε τα κεφÜλια τους, πετÜξανε τους νεκροýς που τους βÜραιναν, να λευτερþσουν τις πλÜτες τους, να γρηγορÝψουνε το περπÜτημα, να φτÜσουν.
¯ Ως το βρÜδυ θα πεθÜνω κι εγþ, εßπε η Κατßνα και στÜθηκε.
ΣταθÞκανε, την αρπÜξανε, την τρÜβηξαν, ξεκßνησαν πÜλι. ΚÜθε λßγο Ýπρεπε τþρα να σταματοýνε, να μαζεýουν τη μικρÞ τους φÜλαγγα που ’σπαζε, να χαστουκßζουν, να σηκþνουν κÜποιον που καθüτανε κÜτω. ¼λο τ’ απüγεμα. ΚατÜ την þρα που πÞρε και βρÜδιαζε, τα δÝντρα αρχßσαν κι αραßωναν.
¯ ΠαιδιÜ, βγÞκαμε πÜνω… Μπαßνουμε τþρα στο μονοπÜτι, ακοýσανε μπρος τη φωνÞ του Βασßλη.
ΠερπατÞσανε λßγο, βγÞκαν απü τα δÝντρα, να το δοýνε το μονοπÜτι. ΚανÝνα μονοπÜτι δεν Þτανε, καμιÜ κορφÞ της σωτηρßας. Δε χιüνιζε εκεß. ¸νας τüπος ολüγυμνος απλωνüταν μπροστÜ τους, ßσιος πÝρα για πÝρα και λυσσασμÝνος αγÝρας τον Ýδερνε, σÞκωνε σκüνη το χιüνι και το ’παιζε. Το σýνορü του απ’ την Üλλη μεριÜ χανüταν, δε βλÝπανε σýνορο, δε φαινüτανε κανÝνα σýνορο σ’ αυτüν τον τüπο, τßποτα δε φαινüτανε, Ýνα χÜος μονÜχα μπροστÜ τους και το χιüνι που σÞκωνε ο αγÝρας και το ’παιζε. Το τρüμαξαν üλοι αυτü το τßποτα π’ απλωνüτανε μπρος τους, κÜνανε πßσω, να ξαναμποýνε στα δÝντρα.
¯ Προχωρεßτε, ακοýστηκε πßσω ο διμοιρßτης μ’ üση φωνÞ του ’χε μεßνει.
Προχþρησαν. Το δÜσος χÜθηκε πßσω τους, ξαφνικÜ, σα να ρουφÞχτηκε. Τους τýλιξε η καταχνιÜ. Βρßσκονταν τþρα πÜνω σε κεßνη την Üπλα, πßσω και μπρος τους δεν Þτανε τßποτα και κÜθε βÞμα που κÜναν üλο και βοýλιαζαν μÝσα στο χÜος της. ΞεχυθÞκανε μπρος, σαν Ýνα κοπÜδι λαχταρισμÝνα ζþα. ΣÝρνονταν üλοι, σÝρνοντας ο Ýνας τον Üλλον. Δεν πηγαßνανε πια πουθενÜ. Ο κüσμος, επανÜσταση, διαταγÝς, πüλεμος, ο στρατüς, τα φυλÜκια, κορφÞ, σωτηρßα, üλα üλα εßχαν τελειþσει στην Üκρη εκεßνου του δÜσους που βοýλιαζε. ΟυρλιÜζοντας πßσω τους, Ýνας Üσπρος θÜνατος τους κυνÞγαγε…
¯ Εγþ θα πεθÜνω ως το βρÜδυ, εßπε ο επιλοχßας, ο Κýρκας. ¸καμε λßγο να σηκωθεß, κοßταξε γýρω του με τα σβησμÝνα του μÜτια κι Ýπεσε πÜλι.
Ο Κýρκας Þτανε μüνιμος στο στρατü. Και τον αγαποýσε – üλα του τ’ αγαποýσε, την πειθαρχßα, την τÜξη, τον κανονισμü, τις γυαλισμÝνες αρβýλες, τα στρατιωτÜκια, τους λοχαγοýς, την αναφορÜ το πρωß. Και τþρα πως θα πεθÜνει ως το βρÜδυ, για την τÜξη τους το εßπε, σα να ’δινε την αναφορÜ του.
¯ ¼λοι θα ψοφÞσουμε δω… Απüψε κι εμεßς, εßπε ο λοχßας, ο ΔημÜκης.
Κι ο ΔημÜκης μüνιμος Þταν. Λωποδýτης, αγαπητικüς, τýραννος στο στρατþνα, εßχε τþρα δυο παρÜσημα στον εμφýλιο πüλεμο, και τα δυο προκινδυνεýοντας για τους Üντρες της διμοιρßας τους. ΠÞγε κοντÜ στον Κýρκα, γονÜτισε δßπλα του. ¹τανε πÜλι μοýσκεμα στον ιδρþτα, κÜτω απ’ τις κουβÝρτες του Ýτρεμε ολüκληρος. Του σκοýπισε το μÝτωπο με την πετσÝτα που ’ταν πεταγμÝνη δßπλα, του ßσιαξε τις κουβÝρτες, Ýσκυψε πÜνω του.
¯ ΘÝλεις τßποτα; Επιλοχßα…
Ο Κýρκας δεν αποκρßθηκε. ¸πεφτε πÜλι σε βýθος. Ο ΔημÜκης σηκþθηκε, κοßταξε γýρω τους στρατιþτες μÝσα στη σκηνÞ.
¯ ΤÝλειωσε το κονιÜκ; ρþτησε κÜποιος.
Το κονιÜκ το ’χανε τελειþσει με τη διανομÞ της περασμÝνης μÝρας. Ο ΔημÜκης Ýσκυψε, πÞρε το δικü του παγοýρι, πÞγε πÜλι κοντÜ στον Κýρκα, τ’ αναποδογýρισε στο στüμα του.
Σηκþθηκε, τους κοßταξε πÜλι, τßναξε το παγοýρι του ανÜποδα, το πÝταξε στην Üκρη.
¯ Μην τον αφÞνετε μüνο του, τους εßπε βγαßνοντας.
¯ ΠÜει ο Κýρκας… Ο καλüς ο Κýρκας, μουρμοýρισε Ýνας και κουλουριÜστηκε στις κουβÝρτες του.
Ο ΔημÜκης μπÞκε στην Üλλη σκηνÞ. ¹τανε και κει μερικοß και τουρτοýριζαν.
¯ Τι δε δοκιμÜζεις πÜλι, μωρÝ Γιαννοýλη, εßπε κÜποιος.
¯ Τι να δοκιμÜσω, μωρÝ; Δεν Ýχω ασýρματο. Απü χτες ακüμα. ΠÜρτε το απüφαση.
Ο ασυρματιστÞς Γιαννοýλης εßχε περÜσει τον εμφýλιο πüλεμο σε ζεστοýς καταυλισμοýς, κοντÜ σ’ εφοδιασμοýς και σε διοικÞσεις. Το ’χε σßγουρο πως θα πÞγαινε Ýτσι ßσαμε το τÝλος. Η απßστευτη περιπÝτεια να βρßσκεται τþρα δω πÜνω, τον τρÝλαινε, χειρüτερα απ’ το κρýο.
¯ Δε γßνεται τßποτα; τον ρþτησε κι ο ΔημÜκης.
¯ Δε γßνεται τßποτα, λοχßα, εßπε ο Γιαννοýλης. ¸πρεπε να μ’ αφÞνατε χτες να κατÝβω. Τþρα κλειστÞκαμε δω…
¯ Ρßξε μια φωτοβολßδα, εßπε Ýνας στρατιþτης.
¯ Απαγορεýεται φωτοβολßδες, εßπε ο ΔημÜκης.
¯ Θα πεθÜνουμε, λοιπüν…
¹ταν η Τρßτη μÝρα που το μικρü τμÞμα του κυβερνητικοý στρατοý βρισκüτανε πÜνω σε κεßνο το πÝρασμα της κορφÞς. Δυο στοιχεßα πολυβüλου , δυο στοιχεßα πεζικοý, Ýνας ασýρματος.
Ο λοχαγüς τους Þτανε κι αυτüς απü κεßνα τα μÝρη, üπως ο Βασßλης ο ΜουλαρÜς – και τα ’ξερε, το ’ξερε κι αυτüς πως Ýχει Ýνα τÝτοιο μονοπÜτι στην κορφÞ του βουνοý, πÜνω στο γκρεμü ¯ το ’χε ακοýσει μικρüς μÝσα σε παλιÝς ιστορßες για καραβÜνια, αγωγιÜτες, κλÝφτες και δρÜκους. ¸ψαξε, το βρÞκε πÜνω στο χÜρτη, το σημεßωσε καλÜ, πÞρε το χÜρτη, σηκþθηκε και πÞγε στη διοßκηση του τÜγματος – να το πιÜσουν αυτü το πÝρασμα, πριν ακüμα τελειþσουν οι μÜχες στα χαμηλþματα του βουνοý.
¯ Μüνο απü κει μποροýνε να πÜνε…
Ο λοχαγüς Þτανε νÝος. Και μισοýσε τους κομμουνιστÝς – δικü του μßσος. ¸φεδρος, πρþτη φορÜ πολεμοýσε – και πολεμοýσε σαν üλος ο πüλεμος να κρινüταν απ’ αυτüν, απü το δικü του το μßσος.
¯ Και δεν πÜνε; εßπε Þσυχα ο ταγματÜρχης κι οýτε κοßταξε το χÜρτη που του ’δειχνε. Ποý θα πÜνε; Θα πεθÜνουν απü το κρýο.
Ο ταγματÜρχης Þτανε μüνιμος. ΓερασμÝνος μÝσα στους πολλοýς πολÝμους της γενιÜς του, δεν τους Ýβρισκε καμιÜ νοστιμιÜ – νικητÝς, νικημÝνοι, οι νεκροß που πεθαßνουν, οι ζωντανοß που ξεχνÜνε και πÜλι τα ßδια. Ετοýτος Þταν ο τελευταßος του πüλεμος πριν απü τη σýνταξη.
¯ Το κρýο, μÜλιστα, εßπε κι ο λοχαγüς. Μα δεν εßναι βÝβαιο πως θα ψοφÞσουν üλοι τους απ’ το κρýο…
¯ Κι οι δικοß σου που θÝλεις να στεßλεις; Δεν παγþνουν αυτοß;
Ο λοχαγüς τρÜβηξε λßγο τις πλÜτες… σωστü κι αυτü, μα τη θÝση.
¯ Θα βαστÜξουν, εßπε. ΣÞμερα, αýριο, μια δυο μÝρες, üσο που να πÜμε και μεις – θα βαστÜξουν.
¯ ΛογÜριασε τις διπλÝς, τις τριπλÝς, εßπε ο ταγματÜρχης. ΠÜντα τις διπλÝς λογÜριαζε…
Ο λοχαγüς – πÜλι τις πλÜτες – κι αυτü σωστü, μα τη θÝση.
¯ Θα διαλÝξω καλοýς, ψωμωμÝνους, εßπε. Και τον ξÝρετε, τον επιλοχßα τον Κýρκα.
¯ ΠÜλι τον Κýρκα, μωρÝ παιδß μου;
¯ Δεν Ýχω καλýτερον.
¯ Καλýτερον… Αυτοß οι καλýτεροι χÜνονται πÜντοτε στον πüλεμο απü τον καιρü του ΦιλοκτÞτη, σ’ üλους τους πολÝμους, αυτοß, λοχαγÝ… Μα δεν εßναι Ýντιμο να τους σκοτþνουμε μεις, με τα χÝρια μας… επειδÞς εßναι καλýτεροι…
Ο λοχαγüς δεν Þξερε ποιος Þταν αυτüς ο ΦιλοκτÞτης. ΤρÜβηξε πÜλι τις πλÜτες του, Üνοιξε λßγο τα χÝρια – τη θÝση.
ΣωπÜσαν. Ο λοχαγüς στεκüταν ορθüς με το χÜρτη στα χÝρια – Þθελε να πιÜσουν αυτÞ τη θÝση. Κι Þθελε να στεßλει τον Κýρκα. Ο ταγματÜρχης σÞκωσε τα μÜτια του, τον κοßταξε μια φορÜ, σαν να τον μετροýσε. ΞανÜσκυψε το κεφÜλι με τ’ Üσπρα μαλλιÜ. Ο λοχαγüς εßχε δßκιο. Και για τη θÝση και για τον Κýρκα – ξανασÞκωσε το κεφÜλι του και τον κοßταξε.
¯ Να την πιÜσεις τη θÝση, εßπε. Στεßλε τους. Και τον Κýρκα.
¯ Κι Ýναν ασýρματο; εßπε ο λοχαγüς;
¯ Ασýρματο;
¯ ΜÜλιστα. Να μη ρßξουν απü κει φωτοβολßδες.
Ο ταγματÜρχης σηκþθηκε.
¯ ΣωστÜ, λοχαγÝ. Το Γιαννοýλη θα στεßλεις.
¯ Νομßζετε; Αυτü το μüμολο;
Ο ταγματÜρχης Þξερε πως αυτüς ο Γιαννοýλης Þτανε σπιοýνος του λοχαγοý. ¸ριξε στο τραπÝζι το μολýβι που κρατοýσε στα χÝρια του. Το χεßλι του Ýτρεμε λßγο.
¯ Δε νομßζω τßποτα, εßπε. ΔιαταγÞ του τÜγματος – κι η φωνÞ του Þταν εχθρικÞ, σÜμπως να ’τανε να ξεπληρþσει τον Κýρκα, μ’ αυτÞ την πρÜξη δικαιοσýνης για το Γιαννοýλη.
Την ßδια μÝρα η μικρÞ δýναμη του κυβερνητικοý στρατοý Ýφυγε για την κορφÞ. Ο Κýρκας δε θÝλησε να το πει πως Þταν Üρρωστος – κρυωμÝνος. Ο ΔημÜκης το ’ξερε, πÞγε πÜλι μαζß του.
¯ ΠÜρτε μπüλικο κονιÜκ, τους εßχε πει ο λοχαγüς. Για δυο μÝρες, για τρεις.
ΠÞρανε για τÝσσερις μÝρες, για πÝντε, üσο μποροýσαν να κουβαλÞσουν. Με την ξαφνικÞ παγωνιÜ τη δεýτερη μÝρα το ’χαν τελειþσει.
¯ Και σπßρτο να πÜρετε.
Και σπßρτο πÞρανε, πολý. Το ξοδÝψαν για τους πρησμÝνους, τÝλειωσε κι αυτü.
¯ Επιμελητεßα μην περιμÝνεις εκεß πÜνω, επιλοχßα, üσο να ’ρθουμε. ΠÜρε φαÀ, λιπαρÜ, σοκολÜτα.
ΠÞρε. Δε βοηθÞσαν σε τßποτα.
¯ Τα σκαπανικÜ τα πÞρες;
¼λα τα ’χε πÜρει ο Κýρκας. ΠερÜσανε μια νýχτα στο μικρü καταυλισμü στο τελευταßο φυλÜκιο, ζεσταθÞκανε στα καλýβια, ξεκουρÜστηκαν. Την Üλλη μÝρα Ýφτασε πÜνω με τη μικρÞ του δýναμη. ¸δωσε το σÞμα με τον ασýρματο που λειτουργοýσε ακüμα, Ýστησε τα πολυβüλα του ακριβþς απÜνω στο πÝρασμα, οργÜνωσε τις θÝσεις, Ýβγαλε σκοπιÝς απÜνω στο πλÜτωμα ως εκεß π’ αρχßζαν τα δÝντρα. Τα ’κανε üλα σωστÜ και με τÜξη, üπως εßναι στον κανονισμü. Τη νýχτα Þρθε το κρýο, του τα χÜλασε üλα. Οι στρατιþτες ξυλιÜσανε μÝσα στις σκηνÝς, οι μικρÝς φωτιÝς μÝσα στα κρÜνη δε βοηθοýσαν σε τßποτα, οι περιπολßες δεν ξεμýτισαν πÝρα απ’ το μονοπÜτι, τρεις σκοποß του πÜθαν κρυοπαγÞματα. Το πρωß τα üπλα, τα πολυβüλα βρεθÞκαν κοκαλωμÝνα, τα λÜδια πÞξανε μÝσα, ο πÜγος εßχε σκεπÜσει τα ορýγματα. Χωρßς βλαστÞμιες, χωρßς βιασýνη, επßμονα, Þμερα, χωριÜτικα αυτüς ξανÜρχισε με ψηλü πυρετü.
¯ ΠÝτρο, εßσαι Üσχημα, εßπε ο ΔημÜκης. Να σε κατεβÜζαμε στο φυλÜκιο;
¯ ΚÜνε τη δουλειÜ σου, λοχßα, εßπε αυτüς.
Το μεσημÝρι ο πυρετüς του ανÝβηκε στα σαρÜντα, στÜθηκε ορθüς ως το βρÜδυ, Ýστειλε μια ομÜδα, φÝρανε ξýλα, ανÜψαν φωτιÝς – δε βοηθοýσαν. Επιθεþρησε τις σκηνÝς, τις σκοπιÝς, τους πρησμÝνους, τους Ýδωσε üλο το σπßρτο. ΜοιρÜσανε το τελευταßο κονιÜκ, Þπιε το δικü του μονοροýφι, κοιμÞθηκε αμÝσως, παραμιλοýσε üλη τη νýχτα. Το πρωß της τρßτης μÝρας Ýκανε να σηκωθεß, βγÞκε ως τ’ Üνοιγμα της σκηνÞς – Ýπεσε πια. Φþναξε το ΔημÜκη.
¯ ΠÜρε τη διοßκηση, ΣωτÞρη, μπüρεσε κι εßπε. ΚρÜτα τη θÝση… ¼σο να ’ρθουν… Και τα παιδιÜ… ΣωτÞρη.
Δεν ξανÜνοιξε το στüμα του ως το μεσημÝρι που τους εßπε πως θα πÝθαινε. Η μικρÞ μονÜδα εßχε ολüτελα παραλýσει. Οι στρατιþτες γυρνοýσανε σαν τρελοß, μπαßνανε στις σκηνÝς, κουκουλωνüνταν με τις κουβÝρτες τους, τα κüκαλÜ τους αρχßζανε και πονοýσαν, τüτε κÜνανε να βγοýνε, ξεπÜγιαζαν, ξαναμπαßνανε μÝσα, πονοýσαν πÜλι τα κüκαλÜ τους.
Ας κÜνουμε κÜτι, εßπε Ýνας στρατιþτης. Να μην πεθÜνουμε Ýτσι.
¯ Τι να κÜνουμε, μωρÝ παιδß μου; εßπε ο ΔημÜκης.
¯ Να κατεβÜζαμε τουλÜχιστο τον επιλοχßα στο φυλÜκιο. Να μη μας πεθÜνει εδþ, εßπε ο Σαββüπουλος.
Ο Σαββüπουλος Þτανε τερÜστιος, Ýνας γßγαντας που ’τρεμε τþρα. Μποροýσε να το ’χει για σßγουρο – θα τον βÜζανε στη μεταφορÜ και περνοýσε στο φυλÜκιο τη νýχτα.
¯ Θα σας μεßνει στο δρüμο. Μην κÜνετε τÝτοια πρÜματα, εßπε ο Κρßκελος.
¹τανε ξερακιανüς, λειψανÜβατος – μποροýσε να το ’χει για σßγουρο, δεν τον βÜζανε αυτüν στη μεταφορÜ.
Ο ΔημÜκης πÞγε να χαμογελÜσει στραβþνοντας λßγο τα χεßλια.
¯ ¸τσι κι αλλιþς θα πεθÜνει, εßπε κÜποιος. Εμεßς τι κÜνουμε, να τη βγÜλουμε αυτÞ τη νýχτα…
¯ ΠÜμε κÜτω στο φυλÜκιο, εßπε κÜποιος.
¯ Στρατοδικεßο.
¯ Στρατοδικεßο, ναι… Μα θα λυπηθοýνε – δεν μπορεß.
¹ταν Ýνα στρατιωτÜκι, ο μικρüτερος απ’ üλους, Ýνα παιδß. Ο ΔημÜκης γýρισε και το κοßταξε – το λυπÞθηκε πολý.
Ο ΒαλÜκης ο δεκανÝας βγÞκε μπροστÜ.
¯ Ν’ αφÞσουμε τη θÝση, λοχßα. Να κατεβοýμε πιο κÜτω, απ’ την Üλλη μεριÜ. Το πρωß ξαναρχüμαστε.
Ο ΒαλÜκης Þτανε δÜσκαλος. Βαρýς Üνθρωπος, δýσκολος, ßσιος. ¼λοι το ’χανε σκεφτεß – κανÝνας δεν το ’πε. Η σιωπÞ φαινüτανε να ’πηξε, σα να πÜγωσε γýρω τους.
¯ Θα μας μαρτυρÞσει αυτüς ο Γιαννοýλης, εßπε σε λßγο ο ανÝσωτος, εκεßνος ο Κρßκελος.
¯ ΚÜμε το λοχßα, εßπε ο ΒαλÜκης, σα να μην Üκουσε. Τüσες ψυχÝς εδþ στο λαιμü σου…
Γýρισε κι Ýφυγε – οι Üλλοι σκορπßσαν. Ο ΔημÜκης Ýμεινε κει με το κεφÜλι σκυμμÝνο. ¾στερα τυλßχτηκε στη μαντýα του, τον εßδαν που πÞρε το μονοπÜτι. ΤρÜβηξε ως την Üκρη – κατÝβαινε. ΣτÜθηκε κει μια στιγμÞ, κοßταξε γýρω του, πßσω του, σα να τον μÝτραγε αυτüν τον κατÞφορο – ýστερα Üρχισε και κατÝβαινε απ’ την Üλλη μεριÜ του βουνοý. ΚατÝβηκε πιο κÜτω, προχþρησε ακüμα. ΠÜνω στην κορφÞ ακουγüταν ο αγÝρας που ’χε αρχßσει και λýσσαζε. Εδþ Þταν Ýνα βαθοýλωμα, ο αγÝρας κοβüταν, τα βρÜχια απü πÜνω το σκÝπαζαν. Γýρισε, κοßταξε üλο το μÝρος – Þταν στ’ αλÞθεια ημερüτερο λßγο.
Ο ΒαλÜκης μπÞκε στη σκηνÞ του Γιαννοýλη. ¹τανε πÜντα πεσμÝνος στην Üκρη, κουκουλωμÝνος με τη χλαßνη και τις κουβÝρτες του. ΚανÝνας Üλλος δεν Þτανε μÝσα. Ο ΒαλÜκης πÞγε κοντÜ του, γονÜτισε δßπλα του. Ο Γιαννοýλης ανασηκþθηκε λßγο, τον κοßταξε – πÞγε κÜτι να πει. Εßδε τον Üλλο που γýρισε το κεφÜλι του κατÜ το Üνοιγμα της σκηνÞς Ýνας τρüμος πÝρασε μÝσ’ απ’ τα μÜτια του.
¯ Εσý τον χÜλασες τον ασýρματο; εßπε ο δÜσκαλος.
Δεν αρνÞθηκε, δεν εßπε τßποτα, εßχε παραλýσει. Ο ΒαλÜκης Ýσκυψε πÜνω του, Üπλωσε τα χÝρια του και του ’πιασε το λαιμü. Τα ’σφιξε, δυνατÜ, δυνατüτερα. Τüτε τρÜβηξε τις κουβÝρτες, τον ξανασκÝπασε και σηκþθηκε τινÜζοντας τα χÝρια του σα να ’τανε σκονισμÝνα. ¸ξω ακουγüταν η σφυρßχτρα του ΔημÜκη – οι στρατιþτες μαζευüντανε γýρω του. ΠÞγε κι αυτüς. Ο ΔημÜκης ξανασφýριξε δυνατüτερα, μαζεýτηκαν üλοι.
¯ Μαζεýτε τις σκηνÝς, τους εßπε. Και τα πρÜματÜ σας…
Οι στρατιþτες τον κοßταζαν, κοιταζüντανε.
¯ Τις σκηνÝς σας, εßπα, μαζεýτε τις. Μαρς.
Σκορπßσανε γýρω, ξηλþνανε τις σκηνÝς, τις διπλþναν, μαζεýαν τα üπλα τους, τους γυλιοýς, τις κουβÝρτες. Απü τη σκηνÞ του Γιαννοýλη τρÝξανε κι εßπαν, τον βρÞκανε μÝσα ξεπαγιασμÝνον.
¯ ΑφÞστε τον εκεß, εßπε ο ΔημÜκης. Το πρωß τον θÜβουμε.
¯ Τα πολυβüλα;
¯ Το πρωß.
ΕτοιμαστÞκανε. Ο ΔημÜκης μπÞκε μπροστÜ, περÜσαν το πÝρασμα, κατεβÞκαν üλοι, προχωρÞσαν απü την Üλλη μεριÜ του βουνοý, φτÜσανε σ’ αυτü το βαθοýλωμα. ΣτÞσαν εκεß μια σκηνÞ, στρþσανε κÜτω τις Üλλες. Ο Σαββüπουλος κι Üλλοι δυο κουβαλÞσαν τον Κýρκα, τον απιθþσανε κοντÜ στο βρÜχο, τον σκεπÜσανε καλÜ, βοηθÞσανε και τους Üλλους τρεις με τα πρησμÝνα πüδια να κατεβοýνε. ΜαζευτÞκαν üλοι μÝσα στη σκηνÞ ¯ Þτανε λßγο καλýτερα. ΒρÜδιαζε Ýξω, μÝσα σκοτεßνιαζε. Ο ΔημÜκης πÞγε και κÜθισε δßπλα στον Κýρκα.
¯ Και το ξÝρετε, εßπε, εγþ τþρα πÜω επß εγκαταλεßψει…
¯ ¼λοι θα πÜμε, εßπε ο Σαββüπουλος. Μη φοβÜσαι, λοχßα. ¢ντρες εßμαστε…
¯ Τρßχες, Σαββüπουλε, εßπε ο ΔημÜκης.
¯ ΚανÝνας δεν πÜει στρατοδικεßο, εßπε ο Κρßκελος, ο ξερακιανüς. Ο Κýρκας Ýδωσε τη διαταγÞ. Τον Üκουσα εγþ με τ’ αυτιÜ μου…
¯ ΨÝματα, ρουφιÜνε, Κρßκελε, εßπε ο ΔημÜκης. Μην τον βÜνεις τον Κýρκα στο δικü σου το στüμα…
¯ Μα γιατß, εßπε ο μικρüς. Ο Γιαννοýλης που θα μαρτυροýσε…
Δεν ξαναμßλησαν. Μερικοß κÜνανε το σταυρü τους, μαζεýτηκαν üλοι, κολλÞσαν ο Ýνας δßπλα στον Üλλον, κουκουλωθÞκανε με τις κουβÝρτες τους. Σκοτεßνιασε ολüτελα μÝσα. Μερικοß βγÞκαν Ýξω, πολεμοýσαν ν’ ανÜψουν φωτιÜ – χαμÝνος κüπος και τα παρÜτησαν, ξαναγυρßσανε μÝσα με δüντια που χτýπαγαν, γüνατα που πονοýσαν, ξαναπÝσανε δßπλα στους Üλλους. Ο Κýρκας κÜθε λßγο παραμιλοýσε – το ΔημÜκη φþναζε. Οι Üλλοι τρεις με τα κρυοπαγÞματα βογκοýσαν. ¼λοι νιþθανε τους αρμοýς του κορμιοý τους, ξεκλειδωνüντανε και πονοýσαν. Δε σαλεýανε πια. Λßγο αργüτερα, την ßδια þρα που οι αντÜρτες χαροπαλεýανε πÜνω σε κεßνο το πλÜτωμα, Þτανε κι αυτοß πÝρα για πÝρα ανßκανοι ν’ αντισταθοýν στο ξεπÜγιασμα, να το πολεμÞσουν. Η θανÜσιμη νýστα του εßχε αρχßσει και τους κυρßευε.
Οι αντÜρτες περÜσανε τ’ Üσπρο πλÜτωμα. Σε λßγο νιþσανε τα πüδια τους να κατηφορßζουν. ¹τανε το πÝρασμα, το μονοπÜτι του γκρεμοý. ΠερÜσαν μπροστÜ στ’ αφημÝνα πολυβüλα –δεν τα ’δανε. Μ’ üση ζωÞ τους απüμεινε αφεθÞκαν και ροβολοýσαν, κατρακυλþντας απü την Üλλη μεριÜ του βουνοý, κυνηγημÝνοι ακüμα απü κεßνο το φüβο του χÜους. Κατεβαßναν üπως τους πÞγαινε αυτüς ο κατÞφορος. Η σκηνÞ των στρατιωτþν βρισκüταν πιο κÜτω, μÝσα στο γοýβωμα –δεν την εßδαν, δεν βλÝπανε πια. ¼ταν φτÜσανε μπρος της, τüτε σταμÜτησαν. ΠÝσανε πÜνω της, πασπατεýοντας βρÞκανε τ’ Üνοιγμα, μπÞκανε μÝσα.
Για μια στιγμÞ οι στρατιþτες σα να ξυπνοýσανε, κÜνανε κÜπως να σηκωθοýνε. Οι Üλλοι στÝκαν ασÜλευτοι, δε λÝγαν, δεν κÜνανε τßποτα, δεν προστÜξανε τßποτα. Τüτε το ’νιωσαν πως Þταν αντÜρτες, δεν Þταν ο λüχος τους που τρομÜξαν. Μια φωνÞ πνιγμÝνη, σαν μοýγκρισμα ζþου, ακοýστηκε μüνον και ξαναπÝσαν εκεß που βρισκüνταν.
¯ Μη βαρÜτε εσεßς, μπüρεσε κι εßπε ο ΒαλÜκης.
Για μια στιγμÞ οι αντÜρτες, σα να ξυπνοýσανε τþρα, να βγαßναν απü το χÜος, πÞγαν να κÜνουνε πßσω. Οι Üλλοι δεν εßχαν σαλÝψει να τους δεχτοýνε, να τους χτυπÞσουν – τüτε ξÝρανε πως δεν εßχαν πÝσει σε δικÜ τους τμÞματα, που τρομÜξαν. ¢λλη μια φωνÞ πνιγμÝνη, πÜλι σα μοýγκρισμα ζþου, ακοýστηκε μüνο.
¯ ΑντÜρτες εßμαστε… Μη βαρÜτε, μπüρεσε κι εßπε ο Βασßλης.
¾στερα üλοι μαζß πÝσανε δßπλα στους στρατιþτες. Δε βλÝπανε τßποτα, δεν κÜνανε τßποτα, κανÝνας δεν εßπε τßποτα. Ακουγüτανε μüνο το βüγκημα αυτþν που πονοýσαν, üλοι πονοýσαν, üλοι βογκοýσαν. Ο αγÝρας λýσσαζε στην κορφÞ. Το κρýο δυνÜμωνε.
Σε λßγο αρχßσαν και σÜλευαν, κÜποιοι ζωντÜνευαν – üλοι ζωντÜνευαν λßγο. Στριμωχνüταν ο Ýνας κοντÜ στον Üλλον που ’τανε δßπλα του να χωρÝσουν – δε βλÝπαν, δεν ξÝραν ποιος Þταν, στρατιþτης Þ αντÜρτης. ΠÝφτανε πλÜτη με πλÜτη, αγκαλιÜζονταν, μπλÝκαν τα σκÝλια τους, να ζεσταθοýνε κοντÜ του. Ο Βασßλης σκοýντησε αυτüν που ’τανε δßπλα του. Δε σÜλεψε, Ýμεινε üπως Þταν, μπροýμυτα πεσμÝνος. ¢πλωσε το χÝρι του, το ’νιωσε απü τη χλαßνη του πως Þταν στρατιþτης, τον Ýπιασε απü το σβÝρκο, τον Ýσφιγγε üσο μποροýσε, ζεσταινüταν κι αυτüς με το σφßξιμο. Ο στρατιþτης σÜλεψε λßγο, γýρισε απ’ το πλευρü, Üνοιξε την κουβÝρτα του, τον πÞρε μÝσα. Ο μικρüς Þταν. ΚουκουλωθÞκαν μαζß, Ýγινε λßγο ζεστüτερα.
¯ Μην κοιμÜσαι, του ’πε ο Βασßλης.
¯ Μην κοιμηθεßς, εßπε κι ο μικρüς.
Η Κατßνα κρýωνε ακüμα πολý. Εßχε πÝσει κοντÜ στον Κýρκα. Απü το Üλλο του πλευρü Þτανε πεσμÝνος ο ΔημÜκης. ΑυτÞ Ýτρεμε ακüμα, Ýτρεμε ολüκληρη. ΤραβÞχτηκε κοντÜ στον Κýρκα, πολý κοντÜ του. Ο ψηλüς πυρετüς του αναδινüτανε γýρω του, τον Ýνιωθε. Παραμιλοýσε ακüμα – πÜντα με το ΔημÜκη. ¢πλωσε τα χÝρια της στα σκοτεινÜ και του σκοýπισε το μÝτωπο, μουσκεμÝνο στον ßδρωτα. ¢φησε κει την παγωμÝνη παλÜμη της και το δρüσιζε, το χÝρι της ζεσταινüταν. Το ξαναπÞρε, το ’βαλε πÜλι και πÜλι. Το παραμßλημα σε λßγο σταμÜτησε. Η ανÜσα του ακουγüτανε μÝσα, ξεχþριζε, βαριÜ, κομμÝνη, δυσκολεμÝνη. ¾στερα ακοýστηκε η φωνÞ της Κατßνας – σαν εκεßνη μες στο δÜσος.
¯ Κýρκα μου, ακοýστηκε απü δßπλα κι η φωνÞ του ΔημÜκη.
Το κρýο δυνÜμωσε μονομιÜς. Απü κεßνη τη γωνιÜ που κεßτεται ο Κýρκας ανεβαßνει κι απλþνεται, περνÜει τις κουβÝρτες, τις χλαßνες και μπαßνει μÝσα στα κüκαλα. Σφßγγονται üλοι κοντÜ στους Üλλους, κοντýτερα, να ζεσταθοýνε, να τ’ αποδιþξουν. Δε λÝνε τßποτα, σφßγγονται μüνο κοντÜ στον Üλλον, να ζεσταθοýνε, να τον ζεστÜνουν, τα χÝρια κÜποτε τρομαγμÝνα τον πασπατεýουν – εßναι ζεστüς ακüμα, αυτüς ο δικüς τους.
Κοντεýουνε τα μεσÜνυχτα.
Το κορμß τους ζεστÜθηκε λßγο μ’ αυτü τ’ αγκÜλιασμα – αρχßζει τüτε κι ο νους και ξυπνÜει. ΞυπνÜει λßγο – φοβοýνται αμÝσως.
Οι αντÜρτες θÝλουνε τüτε να σηκωθοýνε να φýγουν, να τραβÞξουνε το δρüμο τους μÝσα στο δÜσος, να μην εßναι δω το πρωß με το φως. Οι στρατιþτες ζεσταθÞκανε λßγο, θÝλουνε τþρα να φýγουν, να ξαναγυρßσουν στ’ αφημÝνα πολυβüλα, να την πÜρουν απü δω τη σκηνÞ, να μη μεßνει τßποτα το πρωß απ’ αυτÞ τη νýχτα της προδοσßας. Σαλεýουν üλοι, ανασηκþνονται λßγο, να το ξεφýγουν αυτü τ’ αγκÜλιασμα, να τελειþσουν. ¸τσι που πÝσαν ανÜκατοι δεν ξÝρουνε τους δικοýς τους ποý βρßσκονται, εßναι επικßνδυνο ν’ αρχßσουν τþρα να τους φωνÜζουν. Η τÜξη χÜλασε μÝσα, ξεσκεπÜστηκαν, κρυþνουνε πÜλι. Φοβοýνται και σφßγγονται πÜλι δßπλα στον Üλλον. ΛουφÜζουν. Το πρωß θα βρεθοýν εκεß, θα βρεθοýν Ýτσι. Οι στρατιþτες θα ξαναγßνουν στρατιþτες, αυτοß οι αντÜρτες θα γßνουν αντÜρτες. Ο λüχος, το πÝρασμα, τα πολυβüλα, τα τμÞματα, ο σκοτωμÝνος επßτροπος – τα φοβοýνται. Οι περισσüτεροι και πιο δυνατοß θα τους σκοτþσουνε το πρωß τους Üλλους, τους λιγüτερους και λιγüτερο δυνατοýς – τον φοβοýνται αυτüν που βρßσκεται δßπλα τους. Τα χÝρια σαλεýουνε μÝσα στο σκοτÜδι, ψÜχνουν τα üπλα τους, να ζεστÜνουνε τη σκανδÜλη τους, να ξεπαγþσουνε τις θαλÜμες με τα χÝρια τους που ζεσταθÞκανε λßγο, τα πασπατεýουν, τα σιγουρεýουνε δßπλα τους. Ακοýγονται που τα σÝρνουν κοντÜ τους – Ýνα χτýπημα σε κουμπιÜ, σε ζωστÞρα, Ýνα κρακ μιας ασφÜλειας – κÜποιος την Üνοιξε. Το κορμß κρυþνει ξανÜ, οι αρμοß τους αρχßζουν ξανÜ να πονοýνε, στην κορφÞ ακοýγεται εκεßνος ο αγÝρας, απü τη γωνιÜ που κεßτεται ο Κýρκας ανεβαßνει εκεßνο το κρýο και μπαßνει στα κüκαλα. Και τüτε πÜλι φοβοýνται και σφßγγονται πÜλι κοντÜ στον Üλλον που βρßσκεται δßπλα τους. ΜικρÝς γροθιÝς ακοýγονται βιαστικÝς σε μια πλÜτη, μια κουβÝρτα που τραβιÝται, Ýνα χÝρι που τρßβεται κÜπου, Ýνα βüγκημα – η Ýνοχη φωνÞ σÝρνεται πÜλι μες στη σκηνÞ, χαμηλÞ, μητρικÞ:
¯ Μην κοιμÜσαι…
Το πρωß ο καιρüς μαλÜκωσε κÜπως, ο αγÝρας Ýπεσε, χιüνιζε πÜλι. Μüλις εßχε ξημερþσει üταν απü το προχωρημÝνο φυλÜκιο δþσαν στη διοßκηση του λüχου Ýνα σÞμα με τον ασýρματο: Στην κορυφÞ του βουνοý ακουστÞκαν πριν απü λßγο πυκνÜ πυρÜ, ησυχßα ýστερα απüλυτη. ΚοντÜ στο φυλÜκιο βρÞκαν παγωμÝνον Ýναν αξιωματικü των ανταρτþν, προφανþς επßτροπος, σκοτωμÝνος απü τους δικοýς του και περιμÝνουν διαταγÝς. Ο λοχαγüς Ýριξε στην πλÜτη τη χλαßνη του κι Ýτρεξε στη διοßκηση του τÜγματος με το πολýτιμο σÞμα.
Ο ταγματÜρχης το πÞρε, το διÜβασε, του το ’δωσε πßσω. ΣÞκωσε τα μÜτια του και τον κοßταξε – λαμποκοποýσε ακÝριος.
¯ Εßχαμε δßκιο, εßπε αυτüς, χαρßζοντÜς του το μισü του θρßαμβο, που την πιÜσαμε αυτÞ τη θÝση.
¯ Ναι, εßπε Þσυχα ο ταγματÜρχης. Δεν παγþσανε, λοιπüν. ΣκοτωθÞκαν εκεß πÜνω. Εßχες δßκιο λοχαγÝ… ΜονÜχα εσý… Εσý – κι αυτüς ο επßτροπος βÝβαια που τον σκüτωσαν οι δικοß του… ΠÜρε τσÜι… ¼σο να μÜθουμε τι απüγινε εκεß.
¯ Θα μετακινÞσω αμÝσως το φυλÜκιο στην κορφÞ, εßπε ο λοχαγüς, γεμßζοντας Ýνα τÜσι.
¯ ΦυσικÜ… Ο πüλεμος συνεχßζεται…