Βιογραφικü
ΓεννÞθηκε το 1911 στα ΧÜνια Φραγκüβρυσης (ΚÜτω ΑσÝα) Αρκαδßας, üπου και τελεßωσε το Δημοτικü. ΓυμνÜσιο τÝλειωσε στη Τρßπολη, üπου γνþρισε τα λογοτεχνικÜ βιβλßα, αλλÜ και τις μεθüδους αυτοδιδασκαλßας ξÝνων γλωσσþν. Στη συνÝχεια πÞγε στην ΑθÞνα στη ΦιλοσοφικÞ ΣχολÞ του Πανεπιστημßου. ¹ξερε Þδη αρκετÜ καλÜ γαλλικÜ, αγγλικÜ κι εßχε μελετÞσει ΠαλαμÜ, Σολωμü, δημοτικü τραγοýδι, üπως και τις νεοτεριστικÝς τÜσεις στην ευρωπαúκÞ ποßηση.
Στην ΑθÞνα εγκαταταστÜθηκε με την οικογÝνειÜ του κι Üρχισε να 'ρχεται σ' επαφÞ με τους λογοτεχνικοýς κýκλους της εποχÞς. Πρωτοδημοσßευσε ποιÞματÜ του, μικρÜ σ' Ýκταση και με κλασσικüν ýφος, στα περιοδικÜ ΝÝα Εστßα, 1931 & Ρυθμüς, 1933. Την ßδια περßοδο Ýγραψε κριτικÜ σημειþματα στα περιοδικÜ ΜακεδονικÝς ΗμÝρες, Ρυθμüς και ΝÝα ΓρÜμματα (για τον ποιητÞ ΚωστÞ ΜπαστιÜ, τη Μυρτιþτισσα και τον ΘρÜσο ΚαστανÜκη, αντßστοιχα).
Το 1943 εξÝδωσε απü τις εκδüσεις Αετüς σε 308 αντßτυπα, το βιβλßο του "Αμοργüς" με το ομþνυμο ποßημα, που 'μελλε να σημαδÝψει τη σýγχρονη ελληνικÞ ποßηση. Αυτü Þτανε και το μοναδικü βιβλßο του. Το Ýργο, που αποτελεßται απü 20 μüνο σελßδες, εκφρÜζει τις διαθÝσεις της νεüτερης ποßησης και θεωρεßται σαν κορυφαßο ποιητικü Ýργο του ελληνικοý υπερρεαλισμοý. Στη 1η κυκλοφορßα του μÜλιστα προκÜλεσε δυσμενεßς κριτικÝς κι αντιδρÜσεις, αλλÜ πολý σýντομα, το 1947, αντιστρÜφηκε το κλßμα κι η "Αμοργüς" μ' ευμενεßς ελληνικÝς και ξÝνες κριτικÝς κατατÜχτηκε στη κορφÞ της ελληνικÞς ποßησης. (Επανεκδüσεις: 1963, 1969 και 1987). Απü τüτε δημοσßεψε μüνο 3 ακüμη ποιÞματα: το "Ελεγεßο" (1946, ΦιλολογικÜ ΧρονικÜ), "Ο Ιππüτης & Ο ΘÜνατος" (1947, Μικρü ΤετρÜδιο) και το "Τραγοýδι Του Παλιοý Καιροý" (1963, Ταχυδρüμος), αφιερωμÝνο στο ΣεφÝρη. ¸γραψε επßσης πολλÝς μελÝτες και σχüλια πÜνω στη ποßηση.
Με το τÝλος του πολÝμου, συνεργÜστηκε με την ΑγγλοελληνικÞ Επιθεþρηση σα μεταφραστÞς και με το ΕΙΡ, σα ραδιοσκηνοθÝτης, για βιοποριστικοýς λüγους. ΠαρÜλληλα, Üρχισε να γρÜφει στßχους πÜνω στη μουσικÞ του ΜÜνου ΧατζιδÜκι, ανοßγοντας Ýτσι λαμπρÞ θητεßα στο σýγχρονο ελληνικü τραγοýδι. Αργüτερα θα συνεργαζüταν και μ' Üλλους αξιüλογους συνθÝτες, üπως με τους ΘεοδωρÜκη και ΞαρχÜκο. ¸χοντας εκφραστικÞ δεινüτητα, ασχολÞθηκε διεξοδικÜ με τη μετÜφραση Ýργων, κýρια για λογαριασμü του Εθνικοý ΘεÜτρου, του ΘεÜτρου ΤÝχνης και του Λαúκοý ΘεÜτρου. ΠολλÝς μεταφρÜσεις του θα παραμεßνουν Ýκτοτε κλασσικÝς με πρþτη αυτÞ του "ΜατωμÝνου ΓÜμου". ΜετÝφρασε πολλοýς συγγραφεßς και συγκεκριμÝνα απü τα ισπανικÜ τους Λüρκα, Λüπε Ντε ΒÝγκα και Ραμüν Ντελ ΒÜλιε-ΙνγκλÜν, ΖενÝ, Ο' Νηλ, Τ. Ουßλιαμς, Α. Μακ Λις, Σων Ο´ΚÝιζι, Αýγουστο Στρßντμπεργκ, Κρßστοφερ ΦρÜι κι Üλλους.
Το 1944 μετÝφρασε στα ΦιλολογικÜ ΧρονικÜ, το "Νυχτερινü Τραγοýδι", "ΜατωμÝνος ΓÜμος" (1948), "Το Σπßτι Της ΜπερνÜντα 'Αλμπα" (1945) του Λüρκα, "Ο ΠατÝρας" του Στρßνμπεργκ (1962) και "Το Μακρý Ταξßδι Της ΗμÝρας ΜÝσα Στη Νýχτα" του Ο' Νηλ (1965). Ολα ανεβÜστηκαν απü το Εθνικü ΘÝατρο και το ΘÝατρο ΤÝχνης. ΣυνεργÜστηκε επßσης με τα περιοδικÜ ΝÝα Εστßα, Τραμ, ΜακεδονικÝς ΜÝρες, Μικρü ΤετρÜδιο, ΝÝα ΓρÜμματα, ΦιλολογικÜ ΧρονικÜ, Ρυθμüς και ΚαλλιτεχνικÜ ΝÝα. Επßσης, σε συνεργασßα με την ελληνικÞ ραδιοφωνßα, σκηνοθÝτησε διÜφορα θεατρικÜ.
ΜεγÜλη προσφορÜ Ýχει ο ποιητÞς σαν στιχουργüς στο ελληνικü τραγοýδι, στο οποßο αφιερþθηκε σε μεγÜλο βαθμü μετÜ την "Αμοργü". ΣυνεργÜστηκε στενÜ με κορυφαßους Ελληνες συνθÝτες. Στßχους του μελοποßησαν οι Μ. ΧατζιδÜκις, Μ. ΘεοδωρÜκης, Στ. ΞαρχÜκος, Δ. Μοýτσης, Λ. Κηλαηδüνης, Χ. ΧÜλαρης κ.α. σε κορυφαßες δημιουργßες κι επιτυχßες. Ιδιαßτερη σχÝση και συνεργασßα ανÝπτυξε ο ποιητÞς με τον ΧατζιδÜκι και για μεγÜλο διÜστημα μÝχρι και το θανατü του Þταν επßλεκτο μÝλος της ομÜδας XατζιδÜκι, Eλýτη, Tσαροýχη, Mποσταντζüγλου κι ΑργυρÜκη. Με τη ψηλÞς ποιüτητας μεστÞ ποßησÞ του, καθιερþθηκε σα κορυφαßος στιχουργüς της ελληνικÞς Ýντεχνης μουσικÞς.
ΠÝθανε στις 12 ΜÜη 1992 και θÜφτηκε στην ΑσÝα. Θα μεßνει για πÜντα σαν ο κατ' εξοχÞν εκφραστÞς του ελληνικοý ποιητικοý υπερρεαλισμοý και σαν εξÝχουσα μορφÞ του ελληνικοý ποιοτικοý τραγουδιοý.
...Μα Þταν αγÝρας κι Ýφυγε, κορυδαλλüς κι εχÜθη,
Þταν του ΜÜη το πρüσωπο, του φεγγαριοý η ασπρÜδα,
Ýνα περπÜτημα λαφρü σα σκßρτημα του κÜμπου,
Ýνα φιλß της θÜλασσας της αφροστολισμÝνης...
=================
Η ΜπαλÜντα Του Ουρß
ΟυρανÝ,
üχι δε θα πω το ναι.
ΟυρανÝ,
φßλε μακρινÝ.
Πþς να δεχτþ,
Üλλης αγκαλιÜς τη στοργÞ;
Πþς να δεχτþ;
ΜÜνα μ' εßν' η γη!
Πþς ν' αρνηθþ,
της ΖωÞς το φως το ξανθü;
Αχ ΟυρανÝ!
Πüνε μακρινÝ!
ΚÜθε δειλινü,
κοιτþ τον Ουρανü,
τον γαλανü
κι ακοýω μια φωνÞ,
καμπÜνα γιορτινÞ,
να με παρακινεß.
ΚÜθε ΚυριακÞ,
μου λÝει να πÜω κει,
που χτßζουνε φωλιÜ,
αλλüκοτα πουλιÜ,
στου ¹λιου τα σκαλιÜ.
ΟυρανÝ,
üχι δε θα πω το ναι.
ΟυρανÝ,
φßλε μακρινÝ.
Πþς να δεχτþ,
Üλλης αγκαλιÜς τη στοργÞ;
Πþς να δεχτþ;
ΜÜνα μ' εßν' η γη!
Πþς ν' αρνηθþ,
της ΖωÞς το φως το ξανθü;
Αχ ΟυρανÝ!
Πüνε μακρινÝ!
ΚÜθε δειλινü,
κοιτþ τον Ουρανü,
τον γαλανü
και μια φωνÞ τρελÞ,
σα χÜδι κι απειλÞ,
κοντÜ της με καλεß.
ΚÜθε ΚυριακÞ,
μου λÝει να πÜω κει.
Μου τÜζει Ωκεανοýς,
κομÞτες φωτεινοýς
και ü,τι βÜζει ο νους.
¸βαλ' Ο Θεüς ΣημÜδι
¸βαλ' ο Θεüς σημÜδι
παλικÜρι στα ΣφακιÜ
κι ο πατÝρας του στον 'Αδη
Üκουσε μια τουφεκιÜ.
Της γενιÜς μου βασιλιÜ,
μη κατÝβεις τα σκαλιÜ.
Πιες τ' αθÜνατο νερü
να νικÞσεις τον καιρü.
¸βαλ' ο Θεüς σημÜδι
παλικÜρι στα ΣφακιÜ
κι η μανοýλα του στον 'Αδη
τρÜβηξε μια χαρακιÜ.
Της καρδιÜς μου βασιλιÜ
με τον Þλιο στα μαλλιÜ,
μη περνÜς τη χαρακιÜ
η ζωÞ εßναι πιο γλυκιÜ.
Εßχα ΦυτÝψει Μια ΚαρδιÜ
Με τ' αστερÜκι της αυγÞς
στο παραθýρι σου σα βγεις
κι αν δεις καρÜβι του νοτιÜ
να 'ρχεται απü τη ξενιτιÜ
στεßλε με τ' Üσπρα σου πουλιÜ
γλυκÜ φιλιÜ
Εßχα φυτÝψει μια καρδιÜ
στου χωρισμοý την αμμουδιÜ
μα τþρα που 'ρθα να σε βρω
με δαχτυλßδι και σταυρü
γßνε το φως μου και του κüσμου η ξαστεριÜ
κι απ' το παλιü μας το κρασß
δüμου να πιω και πιες κι εσý
να μεßνω αγÜπη μου για πÜντα στη πικρÞ στεριÜ
ΚεμÜλ
Ακοýστε την ιστορßα του ΚεμÜλ, ενος νεαροý πρßγκηπα της ανατολÞς
απüγονου του ΣεβÜχ του θαλασσινοý, που νüμισε üτι μπορÝι ν' αλλÜξει τον κüσμο.
αλλÜ πßκρες οι βουλÝς του ΑλλÜχ και σκοτεινÝς οι ψυχÝς των ανθρþπων...
Στης ΑνατολÞς τα μÝρη
μια φορÜ κι Ýνα καιρü
Þταν Üδειο το κεμÝρι,
μουχλιασμÝνο το νερü
στη Μοσοýλη, τη Βασüρα,
στη παλιÜ τη χουρμαδιÜ
πικραμÝνα κλαßνε τþρα
της ΕρÞμου τα παιδιÜ.
Κι ενας νÝος απü σüι
και γενιÜ βασιλικÞ
αγροικÜ το μοιρολüι
και τραβÜει κατÜ κει.
τον κοιτÜν οι Βεδουßνοι
με ματιÜ λυπητερÞ
κι üρκο στον ΑλλÜχ τους δßνει,
πως θ' αλλÜξουν οι καιροß.
Σαν ακοýσαν οι αρχüντοι
του παιδιοý την αφοβιÜ
ξεκινÜν με λýκου δüντι
και με λιονταριοý προβιÜ
απ' τον Τßγρη στον ΕυφρÜτη,
απ' τη γη στον ουρανü
κυνηγÜν τον αποστÜτη
να τον πιÜσουν ζωντανü.
ΠÝφτουν πÜνω του τα στßφη,
σαν ακρÜτητα σκυλιÜ
και τον πÜνε στον χαλßφη
να του βÜλει τη θηλειÜ
μαýρο μÝλι μαýρο γÜλα
Þπιε κεßνο το πρωß
πριν αφÞσει στη κρεμÜλα
τη στερνÞ του τη πνοÞ.
Με δυο γÝρικες καμÞλες
μ' Ýνα κüκκινο φαρß
στου παρÜδεισου τις πýλες
ο προφÞτης καρτερεß.
πÜνε τþρα χÝρι-χÝρι
κι εßναι γýρω συννεφιÜ
μα της Δαμασκοý τ' αστÝρι
τους κρατοýσε συντροφιÜ.
Σ' Ýνα μÞνα σ' Ýνα χρüνο
βλÝπουν μπρος τους τον ΑλλÜχ
που απü τον ψηλü του θρüνο
λÝει στον Üμυαλο ΣεβÜχ:
-"ΝικημÝνο μου ξεφτÝρι
δεν αλλÜζουν οι καιροß,
με φωτιÜ και με μαχαßρι
πÜντα ο κüσμος προχωρεß"!
Καληνýχτα ΚεμÜλ, αυτüς ο κüσμος δε θα αλλÜξει ποτÝ...
Καληνýχτα...
Καßγομαι
¼ταν γεννιÝτ' ο Üνθρωπος
Ýνας καημüς γεννιÝται
üταν φουντþνει ο πüλεμος
το αßμα δε μετριÝται
Καßγομαι, καßγομαι
ρßξε κι Üλλο λÜδι στη φωτιÜ
πνßγομαι, πνßγομαι
πÝτα με σε θÜλασσα βαθειÜ
Ορκßστηκα στα μÜτια σου
που τα 'χα σα βαγγÝλιο
τη μαχαιριÜ που μου 'δωκες
να σου τη κÜμω γÝλιο
Μα συ βαθιÜ στη κüλαση
την αλυσßδα σπÜσε
κι αν με τραβÞξεις δßπλα σου
ευλογημÝνος να 'σαι
Μαýρος ¹λιος
Μαýρος ο Þλιος σÞμερα
κι η ξαστεριÜ μια χßμαιρα
μα βρÞκα βρÜχο και γιαλü
στον κüσμο τον αμαρτωλü
Κι Ýρριξα τα κρßματα
σε σαρÜντα κýματα
'Αμοιρο αδÝρφι σου 'φερα
της λευτεριÜς τα νοýφαρα
και με τη πßκρα στην ματιÜ
μÜζεψα τ' Üγια σου σκουτιÜ
Κι Ýπλυνα τα αßματα
σε σαρÜντα ρÝματα
Μαýρος ο Þλιος σÞμερα
κι εßναι βουβÜ τα σÞμαντρα
μα 'γþ στου πüνου τη πλαγιÜ
προσκýνησα τη ΠαναγιÜ
Κι Ýκλαψα τα θýματα
σε σαρÜντα μνÞματα
Ο ΕφιÜλτης Της Περσεφüνης
Εκεß που φýτρωνε φλισκοýνι κι Üγρια μÝντα
κι Ýβγαζε η γη το πρþτο της κυκλÜμινο
τþρα χωριÜτες παζαρεýουν τα τσιμÝντα
και τα πουλιÜ πÝφτουν νεκρÜ στην υψικÜμινο.
Εκεß που σμßγανε τα χÝρια τους οι μýστες
ευλαβικÜ πριν μπουν στο θυσιαστÞριο
τþρα πετÜνε αποτσßγαρα οι τουρßστες
και το καινοýργιο παν' να δουν διûλιστÞριο.
Εκεß που η θÜλασσα γινüταν ευλογßα
κι Þταν ευχÞ του κÜμπου τα βελÜσματα
τþρα καμιüνια κουβαλÜν στα ναυπηγεßα
Üδεια κορμιÜ, σιδερικÜ, παιδιÜ κι ελÜσματα.
ΚοιμÞσου Περσεφüνη
στην αγκαλιÜ της γης
στου κüσμου το μπαλκüνι
ποτÝ μη ξαναβγεßς.
Ο Κυρ-Αντþνης
Ο κυρ-Αντþνης πÜει καιρüς που ζοýσε στην αυλÞ
μ' Ýνα κανÜτι κι Ýνα κρεβÜτι και με κρασß πολý
εßχε δυο μÜτια γαλανÜ κι αχτÝνιστα μαλλιÜ
κι Ýνα λουλοýδι πÜντα φοροýσε στα ροýχα τα παλιÜ
Ο κυρ-Αντþνης βιÜζεται να πÜει να κοιμηθεß
γιατß το βρÜδυ στα üνειρÜ του θÝλει να θυμηθεß
ü,τι ποτÝ δεν Ýζησε μες στ' üνειρü του ζει
μα η νýχτα φεýγει και λυπημÝνο τον βρßσκει η χαραυγÞ
Μα Ýνα βρÜδυ ο κυρ-Αντþνης στρþνει να κοιμηθεß
κι üταν ξυπνÜμε τον καρτερÜμε στη πüρτα να φανεß
μα ο κυρ-Αντþνης δε θα βγει ποτÝ του στην αυλÞ
αφοý για πÜντα μες στ' üνειρü του θÝλησε πια να ζει
Αχ κυρ-Αντþνη πως σ' αγαπÜμε
και μαζß σου τ' Üστρα μετρÜμε
τις φωτιÝς για σÝνα πηδÜμε
þσπου να 'ρθει βροχÞ
και το θυμü σου πÜντα ξεχνÜμε
σα πουλιÜ μαζß τριγυρνÜμε
σα παιδιÜ με σÝνα γελÜμε
σα κÜνεις προσευχÞ
ΠÜει Ο Καιρüς...
ΠÜει ο καιρüς,
πÜει ο καιρüς
που Þταν ο κüσμος δροσερüς
και κÜθ' αυγÞ
ξεκινοýσε μια πηγÞ
για να ποτßσει üλη τη γη
¹ρθανε νýχτες και βροχÝς
και χειμωνιÜσαν οι ψυχÝς
και στο βαθý το σκοτÜδι Ýχει σταθεß
Ýνα παιδß να ζεσταθεß
Τþρα το δÜκρυ κυλÜει στο χþμα,
και πÝρα απ' το βοριÜ
Ýνα καρÜβι ρωτÜει ακüμα
που θα βρει στεριÜ
Στης Πßκρας Τα Ξερüνησα
Ποý να 'βρω τÝσσερα σπαθιÜ
και μια λαμπÜδα στη γροθιÜ
φωτιÜ να βÜλω σÞμερα
και να τον κÜψω σßγουρα
τον κüσμο αυτü π' αγÜπησα
και μ' Üφησε και σÜπισα
Στης πßκρας τα ξερüνησα
το δÜκρυ μου κοινþνησα
και στης ζωÞς τη φυλακÞ
που δεν υπÜρχει ΚυριακÞ
ποτÝ μου δε λησμüνησα
τη μοναξιÜ τη φüνισσα
Κι εσý που Þρθες μια βραδιÜ
να μου ζεστÜνεις τη καρδιÜ
με πÝταξες αλßμονο
στο μαýρο καταχεßμωνο
με πρüδωσες και μ' Ýφτυσες
Þσουν χαρÜ και ξÝφτισες
Ποý να 'βρω τÝσσερα κεριÜ
και στη ψυχÞ μου σιγουριÜ
φωτιÜ να βÜλω γρÞγορα
και να τον κÜψω σÞμερα
τον κüσμο αυτü π' αγÜπησα
και μ' Üφησε και σÜπισα
Το Πρακτορεßο
Το πρακτορεßο
θολü και κρýο
κÜποιοι μιλÜνε για παρÜξενες βροχÝς
και το ταξßδι
σαν Üγριο φßδι
γεμßζει φüβο τις αδýνατες ψυχÝς
Απüψε μοιÜζουμε κι οι δýο
πιο πßσω 'γω κι εσý μπροστÜ
σα βραδινü λεωφορεßο
που 'χει τα φþτα του σβηστÜ
για μας ο κüσμος δε τελειþνει
για μας ο κüσμος αρχινÜ
μα της καρδιÜς το μαýρο χιüνι
δε θα μας βγÜλει πουθενÜ
'Αντρα και γεßτονα και φßλε
στη φτþχεια και στη προσφυγιÜ
μια παγωμÝνη σπßθα στεßλε
να σου τη κÜνω πυρκαγιÜ
Κι αν δεν καεßς Ýλα κατüπι
που δε θα μεßνει πια κανεßς
για να γενοýμε πÜλι ανθρþποι
στο κÞπο της ΓεθσημανÞς
ΧÜρτινο Το ΦεγγαρÜκι
Θα φÝρει η θÜλασσα πουλιÜ
κι Üστρα χρυσÜ τ' αγÝρι
να σου χαúδεýουν τα μαλλιÜ
να σου φιλοýν το χÝρι.
ΧÜρτινο το φεγγαρÜκι
ψεýτικη ακρογιαλιÜ
αν με πßστευες λιγÜκι
θα 'ταν üλα αληθινÜ.
Δßχως τη δικÞ σου αγÜπη
δýσκολα περνÜ ο καιρüς.
Δßχως τη δικÞ σου αγÜπη
εßν' ο κüσμος πιο μικρüς.
Φýσα ΑερÜκι
Γεια σου, χαρÜ σου ΒενετιÜ
παßρνω τους δρüμους του νοτιÜ
και τραγουδþ στη κουπαστÞ
σ' üλο τον κüσμο ν' ακουστεß
Φýσα αερÜκι, φýσα με
μη χαμηλþνεις ßσαμε
να δω γαλÜζια εκκλησιÜ
Τσιρßγο και ΜονεμβασιÜ
Γεια σου, χαρÜ σου ΒενετιÜ
περνþ μια θÜλασσα πλατειÜ
κι απ' το κατÜρτι το ψηλü
τον Üνεμο παρακαλþ
Φýσα αερÜκι, φýσα με
μη χαμηλþνεις ßσαμε
να δω στη ΚρÞτη μια κορφÞ
που 'χω μανοýλα κι αδελφÞ
Μπαρμπα-ΓιÜννη ΜακρυγιÜννη
Μπαρμπα-ΓιÜννη ΜακρυγιÜννη
δεν μας τα 'γραψες καλÜ.
Δες ο ¸λληνας τι κÜνει
για ν' ανÝβει πιο ψηλÜ.
Μπαρμπα-ΓιÜννη ΜακρυγιÜννη
πÜρε μαýρο γιαταγÜνι
κι Ýλα στη ζωÞ μας πßσω
το στραβü να κÜμεις ßσο.
Μπαρμπα-ΓιÜννη ΜακρυγιÜννη
δεν μας τα 'γραψες σωστÜ.
Το φιλüτιμο δε φτÜνει
για να πÜει κανεßς μπροστÜ.
Η Κüρη Του ΠασÜ
Του ΧατζησταυρÞ τ' αγüρι
που το λÝγανε Γρηγüρη
δρüμο παßρνει δρüμο αφÞνει
ξημερþνεται στη Σμýρνη.
ΚÜτω στα ντερσÝκια τα παλιÜ
βλÝπει να περνÜ μια κοπελιÜ.
¹ταν κüρη του πασÜ
και τη λÝγαν ΑúσÜ.
Ο Γρηγüρης βüλτα-βüλτα
φτÜνει στου πασÜ τη πüρτα
μα του φÝρνει το χαμπÝρι
γυφτοποýλα απü τ' ΑλγÝρι.
-"Χτες", του λÝει, "που φοýντωσε η φωτιÜ,
Ýριξα για σÝνα τα χαρτιÜ.
Τη ζωÞ σου αν αγαπÜς
τÝτοια πüρτα μη χτυπÜς".
Του ΧατζησταυρÞ τ' αγüρι
κλαßει για του πασÜ τη κüρη.
Και Χριστüς κι ΑλλÜχ αντÜμα
Üρχισαν κι αυτοß το κλÜμα.
Αμοργüς
Μὲ τὴν πατρßδα τους δεμÝνη στὰ πανιὰ καὶ τὰ κουπιὰ στὸν ἄνεμο κρεμασμÝνα
Οἱ ναυαγοὶ κοιμÞθηκαν ἥμεροι σὰν ἀγρßμια νεκρὰ μÝσα στῶν σφουγγαριῶν τὰ σεντüνια
Ἀλλὰ τὰ μÜτια τῶν φυκιῶν εἶναι στραμÝνα στὴ θÜλασσα
ΜÞπως τοὺς ξαναφÝρει ὁ νοτιᾶς μὲ τὰ φρεσκοβαμÝνα λατßνια
Κι ἕνας χαμÝνος ἐλÝφαντας ἀξßζει πÜντοτε πιὸ πολὺ ἀπὸ δυὸ στÞθια κοριτσιοῦ ποὺ σαλεýουν
Μüνο ν᾿ ἀνÜψουνε στὰ βουνὰ οἱ στÝγες τῶν ἐρημοκκλησιῶν μὲ τὸ μερÜκι τοῦ ἀποσπερßτη
Νὰ κυματßσουνε τὰ πουλιὰ στῆς λεμονιᾶς τὰ κατÜρτια
Μὲ τῆς καινοýργιας περπατησιᾶς τὸ σταθερὸ ἄσπρο φýσημα
Καὶ τüτε θÜ ῾ρθουν ἀÝρηδες σþματα κýκνων ποὺ μεßνανε ἄσπιλοι τρυφεροὶ καὶ ἀκßνητοι
Μὲς στοὺς ὁδοστρωτῆρες τῶν μαγαζιῶν μÝσα στῶν λαχανüκηπων τοὺς κυκλῶνες
Ὅταν τὰ μÜτια τῶν γυναικῶν γßναν κÜρβουνα κι ἔσπασαν οἱ καρδιὲς τῶν καστανÜδων
Ὅταν ὁ θερισμὸς ἐσταμÜτησε κι ἄρχισαν οἱ ἐλπßδες τῶν γρýλων
Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν κι ἐσεῖς παλληκÜρια μου μὲ τὸ κρασὶ τὰ φιλιὰ καὶ τὰ φýλλα στὸ στüμα σας
ΘÝλω νὰ βγεῖτε γυμνοὶ στὰ ποτÜμια
Νὰ τραγουδῆστε τὴ Μπαρμπαριὰ ὅπως ὁ ξυλουργὸς κυνηγÜει τοὺς σκßνους
Ὅπως περνÜει ἡ ὄχεντρα μὲς ἀπ᾿ τὰ περιβüλια τῶν κριθαριῶν
Μὲ τὰ περÞφανα μÜτια της ὀργισμÝνα
Κι ὅπως οἱ ἀστραπὲς ἁλωνßζουν τὰ νιÜτα.
Καὶ μὴ γελᾶς καὶ μὴν κλαῖς καὶ μὴ χαßρεσαι
Μὴ σφßγγεις ἄδικα τὰ παποýτσια σου σὰ νὰ φυτεýεις πλατÜνια
Μὴ γßνεσαι ΠEΠPΩMENON
Γιατß δὲν εἶναι ὁ σταυραητὸς ἕνα κλεισμÝνο συρτÜρι
Δὲν εἶναι δÜκρυ κορομηλιᾶς οὔτε χαμüγελο νοýφαρου
Οὔτε φανÝλα περιστεριοῦ καὶ μαντολßνο ΣουλτÜνου
Οὔτε μεταξωτὴ φορεσιὰ γιὰ τὸ κεφÜλι τῆς φÜλαινας.
Εἶναι πριüνι θαλασσινὸ ποὺ πετσοκüβει τοὺς γλÜρους
Εἶναι προσκÝφαλο μαραγκοῦ εἶναι ρολüι ζητιÜνου
Εἶναι φωτιὰ σ᾿ ἕνα γýφτικο ποὺ κοροúδεýει τὶς παπαδιὲς καὶ νανουρßζει τὰ κρßνα
Εἶναι τῶν Τοýρκων συμπεθεριὸ τῶν Αὐστραλῶν πανηγýρι
Εἶναι λημÝρι τῶν Οὔγγρων
Ποὺ τὸ χινüπωρο οἱ φουντουκιὲς πᾶνε κρυφὰ κι ἀνταμþνουνται
ΒλÝπουν τοὺς φρüνιμους πελαργοὺς νὰ βÜφουν μαῦρα τ᾿ αὐγÜ τους
Καὶ τüνε κλαῖνε κι αὐτὲς
Καῖνε τὰ νυχτικÜ τους καὶ φοροῦν τὸ μισοφüρι τῆς πÜπιας
Στρþνουν ἀστÝρια καταγῆς γιὰ νὰ πατÞσουν οἱ βασιλιÜδες
Μὲ τ᾿ ἀσημÝνια τους χαúμαλιὰ μὲ τὴν κορþνα καὶ τὴν πορφýρα
Σκορπᾶνε δεντρολßβανο στὶς βραγιὲς
Γιὰ νὰ περÜσουν οἱ ποντικοὶ νὰ πᾶνε σ᾿ ἄλλο κελλÜρι
Νὰ μποῦνε σ᾿ ἄλλες ἐκκλησιὲς νὰ φᾶν τὶς Ἅγιες ΤρÜπεζες
Κι οἱ κουκουβÜγιες παιδιÜ μου
Οἱ κουκουβÜγιες οὐρλιÜζουνε
Κι οἱ πεθαμÝνες καλογριὲς σηκþνουνται νὰ χορÝψουν
Μὲ ντÝφια τοýμπανα καὶ βιολιὰ μὲ πßπιζες καὶ λαγοῦτα
Μὲ φλÜμπουρα καὶ μὲ θυμιατὰ μὲ βüτανα καὶ μαγνÜδια
Μὲ τῆς ἀρκοýδας τὸ βρακὶ στὴν παγωμÝνη κοιλÜδα
Τρῶνε τὰ μανιτÜρια τῶν κουναβιῶν
Παßζουν κορῶνα-γρÜμματα τὸ δαχτυλßδι τ᾿ Ἅη-Γιαννιοῦ καὶ τὰ φλουριὰ τοῦ ἈρÜπη
Περιγελᾶνε τὶς μÜγισσες
Κüβουν τὰ γÝνια ἑνὸς παπᾶ μὲ τοῦ Κολοκοτρþνη τὸ γιαταγÜνι
Λοýζονται μὲς στὴν ἄχνη τοῦ λιβανιοῦ
Κι ὕστερα ψÝλνοντας ἀργὰ μπαßνουν ξανὰ στὴ γῆ καὶ σωπαßνουν
Ὅπως σωπαßνουν τὰ κýματα ὅπως ὁ κοῦκος τὴ χαραυγὴ ὅπως ὁ λýχνος τὸ βρÜδυ.
Ἔτσι σ᾿ ἕνα πιθÜρι βαθὺ τὸ σταφýλι ξεραßνεται καὶ στὸ καμπαναριὸ μιᾶς συκιᾶς κιτρινßζει τὸ μῆλο
Ἔτσι μὲ μιὰ γραβÜτα φανταχτερὴ
Στὴν τÝντα τῆς κληματαριᾶς τὸ καλοκαßρι ἀνασαßνει
Ἔτσι κοιμᾶται ὁλüγυμνη μÝσα στὶς ἄσπρες κερασιὲς μßα τρυφερÞ μου ἀγÜπη
Ἕνα κορßτσι ἀμÜραντο σὰ μυγδαλιᾶς κλωνÜρι
Μὲ τὸ κεφÜλι στὸν ἀγκþνα της γερτὸ καὶ τὴν παλÜμη πÜνω στὸ φλουρß της
ΠÜνω στὴν πρωινÞ του θαλπωρὴ ὅταν σιγὰ σιγὰ σὰν τὸν κλÝφτη
Ἀπὸ τὸ παραθýρι τῆς ἄνοιξης μπαßνει ὁ αὐγερινὸς νὰ τὴν ξυπνÞσει!
ΛÝνε πὼς τρÝμουν τὰ βουνὰ καὶ πὼς θυμþνουν τὰ ἔλατα
Ὅταν ἡ νýχτα ροκανÜει τὶς πρüκες τῶν κεραμιδιῶν νὰ μποῦν οἱ καλικÜντζαροι μÝσα
Ὅταν ρουφÜει ἡ κüλαση τὸν ἀφρισμÝνο μüχθο τῶν χειμÜῤῥων
Ἢ ὅταν ἡ χωρßστρα τῆς πιπεριᾶς γßνεται τοῦ βοριᾶ κλωτσοσκοýφι.
Μüνο τὰ βüδια τῶν Ἀχαιῶν μὲς στὰ παχιὰ λιβÜδια τῆς Θεσσαλßας
Βüσκουν ἀκμαῖα καὶ δυνατὰ μὲ τὸν αἰþνιο ἥλιο ποὺ τὰ κοιτÜζει
Τρῶνε χορτÜρι πρÜσινο φýλλα τῆς λεýκας σÝλινα πßνουνε καθαρὸ νερὸ μὲς στ᾿ αὐλÜκια
Μυρßζουν τὸν ἱδρþτα τῆς γῆς κι ὕστερα πÝφτουνε βαριὰ κÜτω ἀπ᾿ τὸν ἴσκιο τῆς ἰτιᾶς νὰ κοιμηθοῦνε.
Πετᾶτε τοὺς νεκροὺς εἶπ᾿ ὁ ἩρÜκλειτος κι εἶδε τὸν οὐρανὸ νὰ χλωμιÜζει
Κι εἶδε στὴ λÜσπη δυὸ μικρὰ κυκλÜμινα νὰ φιλιοῦνται
Κι ἔπεσε νὰ φιλÞσει κι αὐτὸς τὸ πεθαμÝνο σῶμα του μὲς στὸ φιλüξενο χῶμα
Ὅπως ὁ λýκος κατεβαßνει ἀπ᾿ τοὺς δρυμοὺς νὰ δεῖ τὸ ψüφιο σκυλὶ καὶ νὰ κλÜψει.
Τß νὰ μοῦ κÜμει ἡ σταλαγματιὰ ποὺ λÜμπει στὸ μÝτωπü σου;
Τὸ ξÝρω πÜνω στὰ χεßλια σου ἔγραψε ὁ κεραυνὸς τ᾿ ὄνομÜ του
Τὸ ξÝρω μÝσα στὰ μÜτια σου ἔχτισε ἕνας ἀητὸς τὴ φωλιÜ του
Μὰ ἐδῶ στὴν ὄχτη τὴν ὑγρὴ μüνο ἕνας δρüμος ὑπÜρχει
Μüνο ἕνας δρüμος ἀπατηλὸς καὶ πρÝπει νὰ τὸν περÜσεις
ΠρÝπει στὸ αἷμα νὰ βουτηχτεῖς πρὶν ὁ καιρὸς σὲ προφτÜσει
Καὶ νὰ διαβεῖς ἀντßπερα νὰ ξαναβρεῖς τοὺς συντρüφους σου
Ἄνθη πουλιὰ ἐλÜφια
Νὰ βρεῖς μßαν ἄλλη θÜλασσα μßαν ἄλλη ἁπαλοσýνη
Νὰ πιÜσεις ἀπὸ τὰ λουριὰ τοῦ ἈχιλλÝα τ᾿ ἄλογα
Ἀντὶ νὰ κÜθεσαι βουβὴ τὸν ποταμὸ νὰ μαλþνεις
Τὸν ποταμὸ νὰ λιθοβολεῖς ὅπως ἡ μÜνα τοῦ Κßτσου.
Γιατß κι ἐσὺ θÜ ῾χεις χαθεῖ κι ἡ ὀμορφιÜ σου θÜ ῾χει γερÜσει.
ΜÝσα στοὺς κλþνους μιᾶς λυγαριᾶς βλÝπω τὸ παιδικü σου πουκÜμισο νὰ στεγνþνει
ΠÜρ᾿ το σημαßα τῆς ζωῆς νὰ σαβανþσεις τὸ θÜνατο
Κι ἂς μὴ λυγßσει ἡ καρδιÜ σου
Κι ἂς μὴν κυλÞσει τὸ δÜκρυ σου πÜνω στὴν ἀδυσþπητη τοýτη γῆ
Ὅπως ἐκýλησε μιὰ φορὰ στὴν παγωμÝνη ἐρημιὰ τὸ δÜκρυ τοῦ πιγκουßνου
Δὲν ὠφελεῖ τὸ παρÜπονο
Ἴδια παντοῦ θÜ ῾ναι ἡ ζωὴ μὲ τὸ σουραýλι τῶν φιδιῶν στὴ χþρα τῶν φαντασμÜτων
Μὲ τὸ τραγοýδι τῶν ληστῶν στὰ δÜση τῶν ἀρωμÜτων
Μὲ τὸ μαχαßρι ἑνὸς καημοῦ στὰ μÜγουλα τῆς ἐλπßδας
Μὲ τὸ μαρÜζι μιᾶς ἄνοιξης στὰ φυλλοκÜρδια τοῦ γκιþνη
ΦτÜνει ἕνα ἀλÝτρι νὰ βρεθεῖ κι ἕνα δρεπÜνι κοφτερὸ σ᾿ ἕνα χαροýμενο χÝρι
ΦτÜνει ν᾿ ἀνθßσει μüνο
Λßγο στÜρι γιὰ τὶς γιορτὲς λßγο κρασὶ γιὰ τὴ θýμηση λßγο νερὸ γιὰ τὴ σκüνη...
Στοῦ πικραμÝνου τὴν αὐλὴ ἥλιος δὲν ἀνατÝλλει
Μüνο σκουλÞκια βγαßνουνε νὰ κοροúδÝψουν τ᾿ ἄστρα
Μüνο φυτρþνουν ἄλογα στὶς μυρμηγκοφωλιὲς
Καὶ νυχτερßδες τρῶν πουλιὰ καὶ κατουρᾶνε σπÝρμα.
Στοῦ πικραμÝνου τὴν αὐλὴ δὲ βασιλεýει ἡ νýχτα
Μüνο ξερνᾶν οἱ φυλλωσιὲς ἕνα ποτÜμι δÜκρυα
Ὅταν περνÜει ὁ διÜβολος νὰ καβαλÞσει τὰ σκυλιὰ
Καὶ τὰ κορÜκια κολυμπᾶν σ᾿ ἕνα πηγÜδι μ᾿ αἷμα.
Στοῦ πικραμÝνου τὴν αὐλὴ τὸ μÜτι ἔχει στερÝψει
Ἔχει παγþσει τὸ μυαλὸ κι ἔχει ἡ καρδιὰ πετρþσει
ΚρÝμονται σÜρκες βατραχιῶν στὰ δüντια τῆς ἀρÜχνης
Σκοýζουν ἀκρßδες νηστικὲς σὲ βρυκολÜκων πüδια.
Στοῦ πικραμÝνου τὴν αὐλὴ βγαßνει χορτÜρι μαῦρο
Μüνο ἕνα βρÜδυ τοῦ Μαγιοῦ πÝρασε ἕνας ἀγÝρας
Ἕνα περπÜτημα ἐλαφρὺ σὰ σκßρτημα τοῦ κÜμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θÜλασσας τῆς ἀφροστολισμÝνης.
Κι ἂν θὰ διψÜσεις γιὰ νερὸ θὰ στßψουμε ἕνα σýννεφο
Κι ἂν θὰ πεινÜσεις γιὰ ψωμὶ θὰ σφÜξουμε ἕνα ἀηδüνι
Μüνο καρτÝρει μßα στιγμὴ ν᾿ ἀνοßξει ὁ πικραπÞγανος
N᾿ ἀστρÜψει ὁ μαῦρος οὐρανὸς νὰ λουλουδßσει ὁ φλüμος.
Μὰ εἶταν ἀγÝρας κι ἔφυγε κορυδαλλὸς κι ἐχÜθη
Εἶταν τοῦ ΜÜη τὸ πρüσωπο τοῦ φεγγαριοῦ ἡ ἀσπρÜδα
Ἕνα περπÜτημα ἐλαφρὺ σὰ σκßρτημα τοῦ κÜμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θÜλασσας τῆς ἀφροστολισμÝνης.
Ξýπνησε γÜργαρο νερὸ ἀπὸ τὴ ρßζα τοῦ πεýκου νὰ βρεῖς τὰ μÜτια τῶν σπουργιτιῶν καὶ νὰ τὰ ζωντανÝψεις ποτßζοντας τὸ χῶμα μὲ μυρωδιὰ βασιλικοῦ καὶ μὲ σφυρßγματα σαýρας. Τὸ ξÝρω εἶσαι μßα φλÝβα γυμνὴ κÜτω ἀπὸ τὸ φοβερὸ βλÝμμα τοῦ ἀνÝμου εἶσαι μßα σπßθα βουβὴ μÝσα στὸ λαμπερὸ πλῆθος τῶν ἄστρων. Δὲ σὲ προσÝχει κανεὶς κανεὶς δὲ σταματᾶ ν᾿ ἀκοýσει τὴν ἀνÜσα σου μὰ σὺ μὲ τὸ βαρý σου περπÜτημα μὲς στὴν ἀγÝρωχη φýση θὰ φτÜσεις μßα μÝρα στὰ φýλλα τῆς βερυκοκιᾶς θ᾿ ἀνÝβεις στὰ λυγερὰ κορμιὰ τῶν μικρῶν σπÜρτων καὶ θὰ κυλÞσεις ἀπὸ τὰ μÜτια μιᾶς ἀγαπητικιᾶς σὰν ἐφηβικὸ φεγγÜρι. ὙπÜρχει μßα πÝτρα ἀθÜνατη ποὺ κÜποτε περαστικὸς ἕνας ἀνθρþπινος ἄγγελος ἔγραψε τ᾿ ὄνομÜ του ἐπÜνω της κι ἕνα τραγοýδι ποὺ δὲν τὸ ξÝρει ἀκüμα κανεὶς οὔτε τὰ πιὸ τρελὰ παιδιὰ οὔτε τὰ πιὸ σοφὰ τ᾿ ἀηδüνια. Εἶναι κλεισμÝνη τþρα σὲ μιὰ σπηλιὰ τοῦ βουνοῦ ΝτÝβι μÝσα στὶς λαγκαδιὲς καὶ στὰ φαρÜγγια τῆς πατρικῆς μου γῆς μὰ ὅταν ἀνοßξει κÜποτε καὶ τιναχτεῖ ἐνÜντια στὴ φθορὰ καὶ στὸ χρüνο αὐτὸ τὸ ἀγγελικὸ τραγοýδι θὰ πÜψει ξαφνικὰ ἡ βροχὴ καὶ θὰ στεγνþσουν οἱ λÜσπες τὰ χιüνια θὰ λιþσουν στὰ βουνὰ θὰ κελαηδÞσει ὁ ἄνεμος τὰ χελιδüνια θ᾿ ἀναστηθοῦν οἱ λυγαριὲς θὰ ριγÞσουν κι οἱ ἄνθρωποι μὲ τὰ κρýα μÜτια καὶ τὰ χλωμὰ πρüσωπα ὅταν ἀκοýσουν τὶς καμπÜνες νὰ χτυπᾶν μÝσα στὰ ραγισμÝνα καμπαναριὰ μοναχÝς τους θὰ βροῦν καπÝλα γιορτινὰ νὰ φορÝσουν καὶ φιüγκους φανταχτεροὺς νὰ δÝσουν στὰ παποýτσια τους. Γιατὶ τüτε κανεὶς δὲ θ᾿ ἀστιεýεται πιὰ τὸ αἷμα τῶν ρυακιῶν θὰ ξεχειλßσει τὰ ζῷα θὰ κüψουν τὰ χαλινÜρια τους στὰ παχνιὰ τὸ χüρτο θὰ πρασινßσει στοὺς στÜβλους στὰ κεραμßδια θὰ πεταχτοῦν ὁλüχλωρες παπαροῦνες καὶ μÜηδες καὶ σ᾿ ὅλα τὰ σταυροδρüμια θ᾿ ἀνÜψουν κüκκινες φωτιὲς τὰ μεσÜνυχτα. Τüτε θὰ ῾ρθοῦν σιγὰ-σιγὰ τὰ φοβισμÝνα κορßτσια γιὰ νὰ πετÜξουν τὸ τελευταῖο τους ροῦχο στὴ φωτιὰ κι ὁλüγυμνα θὰ χορÝψουν τριγýρω της ὅπως τὴν ἐποχὴ ἀκριβῶς ποὺ εἴμασταν κι ἐμεῖς νÝοι κι ἄνοιγε ἕνα παρÜθυρο τὴν αὐγὴ γιὰ νὰ φυτρþσει στὸ στῆθος τους ἕνα φλογÜτο γαρýφαλο. Παιδιὰ ἴσως ἡ μνÞμη τῶν προγüνων νὰ εἶναι βαθýτερη παρηγοριὰ καὶ πιὸ πολýτιμη συντροφιὰ ἀπὸ μßα χοýφτα ροδüσταμο καὶ τὸ μεθýσι τῆς ὀμορφιᾶς τßποτε διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν κοιμισμÝνη τριανταφυλλιÜ του Εὐρþτα. Καληνýχτα λοιπὸν βλÝπω σωροὺς πεφτÜστερα νὰ σᾶς λικνßζουν τὰ ὄνειρα μὰ ἐγὼ κρατῶ στὰ δÜχτυλÜ μου τὴ μουσικὴ γιὰ μßα καλýτερη μÝρα. Οἱ ταξιδιῶτες τῶν Ἰνδιῶν ξÝρουνε περισσüτερα νὰ σᾶς ποῦν ἀπ᾿ τοὺς Βυζαντινοὺς χρονογρÜφους.
O ἄνθρωπος κατὰ τὸν ροῦν τῆς μυστηριþδους ζωῆς του
ΚατÝλιπεν εἰς τοὺς ἀπογüνους του δεßγματα πολλαπλᾶ καὶ ἀντÜξια τῆς ἀθανÜτου καταγωγῆς του
Ὅπως ἐπßσης κατÝλιπεν ἴχνη τῶν ἐρειπßων τοῦ λυκαυγοῦς χιονοστιβÜδας οὐρανßων ἑρπετῶν χαρταετοὺς ἀδÜμαντας καὶ βλÝμματα ὑακßνθων
Ἐν μÝσῳ ἀναστεναγμῶν δακρýων πεßνης οἰμωγῶν καὶ τÝφρας ὑπογεßων φρεÜτων.
Πüσο πολὺ σὲ ἀγÜπησα ἐγὼ μονÜχα τὸ ξÝρω
Ἐγὼ ποὺ κÜποτε σ᾿ ἄγγιξα μὲ τὰ μÜτια τῆς ποýλιας
Καὶ μὲ τὴ χαßτη τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἀγκÜλιασα καὶ χορÝψαμε μὲς στοὺς καλοκαιριÜτικους κÜμπους
ΠÜνω στὴ θερισμÝνη καλαμιὰ καὶ φÜγαμε μαζὶ τὸ κομÝνο τριφýλλι
Μαýρη μεγÜλη θÜλασσα μὲ τüσα βüτσαλα τριγýρω στὸ λαιμὸ τüσα χρωματιστὰ πετρÜδια στὰ μαλλιÜ σου.
Ἕνα καρÜβι μπαßνει στὸ γιαλὸ ἕνα μαγγανοπÞγαδο σκουριασμÝνο βογγÜει
Μιὰ τοýφα γαλανὸς καπνὸς μὲς στὸ τριανταφυλλὶ τοῦ ὁρßζοντα
Ἴδιος μὲ τὴ φτεροýγα τοῦ γερανοῦ ποὺ σπαρÜζει
Στρατιὲς χελιδονιῶν περιμÝνουνε νὰ ποῦν στοὺς ἀντρειωμÝνους τὸ καλωσüρισες
ΜπρÜτσα σηκþνουνται γυμνὰ μὲ χαραγμÝνες ἄγκυρες στὴ μασχÜλη
Μπερδεýουνται κραυγὲς παιδιῶν μὲ τὸ κελÜδημα τοῦ πουνÝντε
ΜÝλισσες μπαινοβγαßνουνε μὲς στὰ ρουθοýνια τῶν ἀγελÜδων
ΜαντÞλια καλαματιανὰ κυματßζουνε
Καὶ μßα καμπÜνα μακρινὴ βÜφει τὸν οὐρανὸ μὲ λουλÜκι
Σὰν τὴ φωνὴ κÜποιου σÞμαντρου ποὺ ταξιδεýει μÝσα στ᾿ ἀστÝρια
Τüσους αἰῶνες φευγÜτο
Ἀπὸ τῶν Γüτθων τὴν ψυχὴ κι ἀπὸ τοὺς τροýλλους τῆς Βαλτιμüρης
Κι ἀπ᾿ τὴ χαμÝνη Ἁγια-Σοφιὰ τὸ μÝγα μοναστÞρι.
Μὰ πÜνω στ᾿ ἀψηλὰ βουνὰ ποιοὶ νÜ ῾ναι αὐτοὶ ποὺ κοιτᾶνε
Μὲ τὴν ἀκýμαντη ματιὰ καὶ τὸ γαλÞνιο πρüσωπο;
Ποιᾶς πυρκαγιᾶς νÜ ῾ναι ἀντßλαλος αὐτὸς ὁ κουρνιαχτὸς στὸν ἀγÝρα;
ΜÞνα ὁ Καλýβας πολεμÜει μÞνα ὁ ΛεβεντογιÜννης;
ΜÞπως ἀμÜχη ἐπιÜσανεν οἱ Γερμανοὶ μὲ τοὺς ΜανιÜτες;
Οὐδ᾿ ὁ Καλýβας πολεμÜει κι οὐδ᾿ ὁ ΛεβεντογιÜννης
Οὔτε κι ἀμÜχη ἐπιÜσανεν οἱ Γερμανοὶ μὲ τοὺς ΜανιÜτες.
Πýργοι φυλᾶνε σιωπηλοὶ μßα στοιχειωμÝνη πριγκßπισσα
Κορφὲς κυπαρισσιῶν συντροφεýουνε μßα πεθαμÝνη ἀνεμþνη
ΤσοπαναρÝοι ἀτÜραχοι μ᾿ ἕνα καλÜμι φλαμουριᾶς λÝνε τὸ πρωινü τους τραγοýδι
Ἕνας ἀνüητος κυνηγὸς ρßχνει μßα ντουφεκιὰ στὰ τρυγüνια
Κι ἕνας παλιὸς ἀνεμüμυλος λησμονημÝνος ἀπ᾿ ὅλους
Μὲ μßα βελüνα δελφινιοῦ ρÜβει τὰ σÜπια του πανιὰ μοναχüς του
Καὶ κατεβαßνει ἀπ᾿ τὶς πλαγιὲς μὲ τὸν καρÜγιαλη πρßμα
Ὅπως κατÝβαινε ὁ Ἄδωνις στὰ μονοπÜτια τοῦ Χελμοῦ νὰ πεῖ μßα καλησπÝρα τῆς Γκüλφως.
Χρüνια καὶ χρüνια πÜλεψα μὲ τὸ μελÜνι καὶ τὸ σφυρὶ βασανισμÝνη καρδιÜ μου
Μὲ τὸ χρυσÜφι καὶ τὴ φωτιὰ γιὰ νὰ σοῦ κÜμω ἕνα κÝντημα
Ἕνα ζουμποýλι πορτοκαλιᾶς
Μßαν ἀνθισμÝνη κυδωνιὰ νὰ σὲ παρηγορÞσω
Ἐγὼ ποὺ κÜποτε σ᾿ ἄγγιξα μὲ τὰ μÜτια τῆς ποýλιας
Καὶ μὲ τὴ χαßτη τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἀγκÜλιασα καὶ χορÝψαμε μὲς στοὺς καλοκαιριÜτικους κÜμπους
ΠÜνω στὴ θερισμÝνη καλαμιὰ καὶ φÜγαμε μαζὶ τὸ κομÝνο τριφýλλι
Μαýρη μεγÜλη μοναξιὰ μὲ τüσα βüτσαλα τριγýρω στὸ λαιμὸ τüσα χρωματιστὰ πετρÜδια στὰ μαλλιÜ σου.