Βιογραφικü
¸λληνας φιλüσοφος, οικονομολüγος και ψυχαναλυτÞς. ΣυγγραφÝας του Ýργου "Η ΦαντασιακÞ ΘÝσμιση Της Κοινωνßας", διευθυντÞς σπουδþν στη ΣχολÞ ΑνωτÝρων Σπουδþν Κοινωνικþν Επιστημþν του Παρισιοý απü το 1979 και φιλüσοφος της αυτονομßας, υπÞρξε Ýνας απü τους μεγαλýτερους στοχαστÝς του 20ου αιþνα.
ΓεννÞθηκε 11 ΜÜρτη 1922 στη Κωνσταντινοýπολη και την ßδια χρονιÜ η οικογÝνεια του εγκαταστÜθηκε στην ΑθÞνα. Ο πατÝρας του Καßσαρας ΚαστοριÜδης τον ανÝθρεψε σýμφωνα με τα γαλλικÜ πρüτυπα μüρφωσης, ενþ η μητÝρα του Σοφßα του μετÝδωσε την αγÜπη της για τις τÝχνες και το πιÜνο. ΠρωτοÞρθε σ' επαφÞ με τη μαρξιστικÞ σκÝψη -μÝσα απü τις σελßδες ενüς βιβλßου που αγüρασε σε υπαßθριο βιβλιοπωλεßο- και τη φιλοσοφßα, ταυτüχρονα, σ' ηλικßα 13 ετþν, οπüτε γεννÞθηκε και το ενδιαφÝρον του τüσο για τη σκÝψη üσο και για τη πολιτικÞ. Στη συνÝχεια σποýδασε νομικÜ, φιλοσοφßα κι οικονομικÜ στο ΠανεπιστÞμιο Αθηνþν, σπουδÝς τις οποßες συμπλÞρωσε αργüτερα στο Παρßσι με υποτροφßα του Γαλλικοý Ινστιτοýτου.
Η πρþτη ενεργÞ ανÜμιξη και δραστηριοποßησÞ του στη πολιτικÞ, Þρθε üταν επß δικτατορßας ΜεταξÜ (1937) προσχþρησε στην ΟΚΝΕ. ΕνεγρÜφη στο ΚΚΕ, γεγονüς που του κüστισε μια σýλληψη και μιαν επßσκεψη στην ΑσφÜλεια και το 1941, αποχþρησε και συγκρüτησε μαζß μ' Üλλους νÝους μιαν ομÜδα που εναντιωνüτανε στο σωβινιστικü προσανατολισμü του ΚΚΕ. Το 1943 προσχþρησε στη τροτσκιστικÞ ομÜδα του Σπýρου Στßνα, πρÜμα που 'χε συνÝπεια τη δßωξÞ του üχι μüνον απü τους Γερμανοýς αλλÜ και απü το ΚΚΕ. Το 1944 γρÜφει τα πρþτα του κεßμενα για τις κοινωνικÝς επιστÞμες και τον Μαξ ΒÝμπερ (Max Weber), τα οποßα δημοσιεýει στο περιοδικü Αρχεßο Κοινωνιολογßας & ΗθικÞς. ΚατÜ τα ΔεκεμβριανÜ, αποδοκßμασε τη στÜση του ΚΚΕ και στη συνÝχεια, μετÝβη με το πορτογαλικü πλοßο Ματαρüα απü τον ΠειραιÜ στο Παρßσι üπου Ýμελλε να εγκατασταθεß μüνιμα. ΣυνεπιβÜτες στο πλοßο κι Üλλοι δυο ¸λληνες, μετÝπειτα στοχαστÝς του Παρισιοý, Κþστας Αξελüς και Κþστας ΠαπαúωÜννου, που μαζß με 200 ακüμα (ανÜμεσα τους κι οι: ΜακρÞς, ΞενÜκης, ΚρανÜκη) εßχαν εξασφαλßσει, με τη βοÞθεια του ΟκτÜβιου ΜερλιÝ (Octave Merlier), υποτροφßα του Γαλλικοý Ινστιτοýτου απü τη γαλλικÞ κυβÝρνηση.
Στο Παρßσι Ýγινε μÝλος της τροτσκιστικÞς 4ης Διεθνοýς και του Διεθνιστικοý Κομμουνιστικοý Κüμματος, απ' üπου üμως Üρχισε σταδιακÜ ν' απομακρýνεται, þσπου μετÜ το 1948 να εγκαταλεßψει οριστικÜ το τροτσκιστικü κßνημα. ΠαρÜλληλα, την ßδια χρονιÜ Üρχισε να εργÜζεται στην Υπηρεσßα ΣτατιστικÞς Εθνικþν Λογαριασμþν & Μελετþν ΑνÜπτυξης του Οργανισμοý ΟικονομικÞς ΑνÜπτυξης & Συνεργασßας (ΟΟΣΑ), θÝση που διατÞρησε ως και το 1970. Το 1946 ξεκßνησε κι η γνωριμßα του με τον διανοοýμενο Κλωντ Λεφüρ, με τον οποßο συγκρüτησαν εσωτερικÞ τÜση στο PCI, απü το οποßο αποχωρÞσανε το 1948 κι ιδρýσανε την ομÜδα Socialisme ou Barbarie (Σοσιαλισμüς Þ Βαρβαρüτητα), που απü το επüμενον Ýτος μÝχρι το 1965 εξÝδιδε το ομþνυμο περιοδικü. Απü τα κεßμενα κεßνης της περιüδου προκýψανε τα βιβλßα: "Η ΓραφειοκρατικÞ Κοινωνßα" (1973), "Η Πεßρα Του Εργατικοý ΚινÞματος" (1974), "Το Περιεχüμενο Του Σοσιαλισμοý", "Σýγχρονος Καπιταλισμüς & ΕπανÜσταση", "Η ΓαλλικÞ Κοινωνßα" (1979). ΜÝσα απü το συγκεκριμÝνο περιοδικü βρÞκανε βÞμα τα επüμενα χρüνια, γνωστοß γÜλλοι διανοοýμενοι, üπως οι Lyotard και Debord. Το περιοδικü κινεßτο πÝρα των τροτσκιστικþν κýκλων κι Þταν ιδιαßτερα επικριτικü στα καθεστþτα του υπαρκτοý σοσιαλισμοý.
ΧαρακτηριστικÞ της γραμμÞς του περιοδικοý Þταν η ανÜλυση του ΚαστοριÜδη για το πολιτικü σýστημα της ΣοβιετικÞς ¸νωσης, που το χαρακτÞρισε 'Καθεστþς Γραφειοκρατικοý Καπιταλισμοý'. ΑνÝφερε χαρακτηρισικÜ: «Η ρωσικÞ επανÜσταση οδÞγησε στην εγκαθßδρυση ενüς νÝου τýπου καθεστþτος εκμετÜλλευσης και καταπßεσης üπου μια νÝα κυρßαρχη τÜξη, η γραφειοκρατßα, σχηματßστηκε γýρω απü το κομμουνιστικü κüμμα». ¼σον αφορÜ τις 'φιλελεýθερες δημοκρατßες' της Δýσης θεωροýσεν üτι το κριτÞριο ταξικÞς διαφοροποßησης εßχε πÜψει να 'ναι πλÝον η κατοχÞ κι ο Ýλεγχος των μÝσων παραγωγÞς, αλλÜ η κατοχÞ κι η ικανüτητα Üσκησης εξουσßας. ΣταδιακÜ και προς τα τελευταßα χρüνια της Ýκδοσης του περιοδικοý απομακρýνθηκε απü τη μαρξιστικÞ φιλοσοφßα και θεωρßα της Ιστορßας üσο κι απü τη μαρξιστικÞ οικονομικÞ ανÜλυση, πρÜμα εμφανÝς στο κεßμενο του "Μαρξισμüς & ΕπαναστατικÞ Κοινωνßα" που αργüτερα συμπεριελÞφθηκε στο "Η ΦαντασιακÞ ΘÝσμιση Της Κοινωνßας". Εδþ πρÝπει να σημειωθεß πως ενþ θÝσεις κι απüψεις του γνþρισαν μεγÜλην απÞχηση στους επαναστατικοýς κýκλους πολλþν χωρþν της εποχÞς, ο ßδιος δεν εßχε την ανÜλογη αναγνþριση, καθþς Þταν αναγκασμÝνος να υπογρÜφει τα κεßμενÜ του χρησιμοποιþντας διÜφορα ψευδþνυμα (Pierre Chaulieu, Paul Cardan, Marc Noiraud κ.Ü.). Αυτü συνÝβαινε διüτι δεν εßχε γαλλικÞ υπηκοüτητα Þ διαβατÞριο ακüμη, με συνÝπεια να φοβÜται συνεχþς την απÝλαση στην ΕλλÜδα. Στις σελßδες του περιοδικοý πρωτοεμφανιστÞκανε και μερικÜ απü τα σημαντικüτερα κεßμενα της πρþτης περιüδου της σκÝψης του, που αργüτερα Ýμελλε να δημοσιευθοýν μÝσα απü τις εκδüσεις βιβλßων του.
Το 1967, η ομÜδα του Socialisme ou Barbarie διαλýεται, ωστüσο üμως 2 χρüνια μετÜ, τα κεßμενα κι η σκÝψη της ομÜδας και κυρßως του ΚαστοριÜδη αποτελοýνε βασικÞ πηγÞ Ýμπνευσης των εξεγερμÝνων φοιτητþν του ΜÜη του '68. Το 1970 ο ΚαστοριÜδης αποκτÜ γαλλικÞ υπηκοüτητα κι Ýτσι παýει πλÝον ο συνεχÞς φüβος της απÝλασης. ΑυτÞ τη περßοδο στρÝφεται στη ψυχανÜλυση κι εργÜζεται ως ψυχαναλυτÞς απü το 1974 και γßνεται μÝλος της επονομαζüμενης 4ης ΟμÜδας, κινÞματος διαφωνοýντων της σχολÞς του ΛακÜν (Lacan).
ΑυτÞ η στροφÞ προς τη ψυχανÜλυση χαρακτηρßζει πλÝον το σýνολο της σκÝψης του, πρÜμα που τον οδηγεß σε καινοýργια φιλοσοφικÞ κατανüηση της πολιτικÞς και κοινωνικÞς ζωÞς του ανθρþπου, που αποτυπþνεται στο κλασικü πλÝον Ýργο του "Η ΦαντασιακÞ ΘÝσμιση Της Κοινωνßας". ΚεντρικÞ θÝση στη σκÝψη του αποκτÜ η Ýννοια του Φαντασιακοý, που θεωρεß ως το θεμÝλιο στοιχεßο της ανθρþπινης δημιουργßας. ΑντιλαμβÜνεται τη κοινωνικÞ διαφοροποßηση ως διαδικασßα συνεχοýς δημιουργßας ex nihilo σημασιþν, νοημÜτων, εικüνων που θεσμßζονται και δομοýνε την εικüνα του κüσμου και της κοινωνßας κÜθε εποχÞς. Αρνεßται την ýπαρξη οποιουδÞποτε ντετερμινισμοý üσον αφορÜ τη κοινωνικÞ αλλαγÞ, οποιασδÞποτε προδιαγεγραμÝνης πορεßας της κοινωνßας, καθþς αυτÞ εßναι συνεχÞς δημιουργßα που γεννιÝται και νοηματοδοτεßται μÝσω του 'Κοινωνικοý Φαντασιακοý'. Σýμφωνα με τον ΚαστοριÜδη, αν κι üλες οι κοινωνßες δημιουργοýν οι ßδιες, φαντασιακÝς σημασßες (δηλαδÞ τους θεσμοýς, τους κανüνες, τις πεποιθÞσεις, τις αντιλÞψεις κ.λπ.) δεν Ýχουν üλες συνεßδηση του γεγονüτος αυτοý. ΠολλÝς κοινωνßες συγκαλýπτουν τον κοινωνικü χαρακτÞρα της θÝσμισης των φαντασιακþν σημασιþν τους, αποδßδοντας τη θÝσμιση και τη θεμελßωση τους σ' εξω-κοινωνικοýς παρÜγοντες (π.χ. το Θεü, τη παρÜδοση, το νüμο, την ιστορßα). Με βÜση αυτÞ τη συνεßδηση της αυτοθÝσμισης των φαντασιακþν σημασιþν απü κÜθε κοινωνßα, διÝκρινε μεταξý των αυτüνομων κοινωνιþν, αυτþν δηλαδÞ που 'χανε συνεßδηση της αυτοθÝσμισης αυτÞς και των ετερüνομων κοινωνιþν, που η θÝσμιση αποδιδüτανε σε κÜποιαν εξωκοινωνικÞ αυθεντßα.
Το 1979 εξελÝγη διευθυντÞς της Ecoles des Hautes Etudes en Sciences Sociales, üπου διοργÜνωσε σεμινÜριο με τßτλο "ΘÝσμιση Της Κοινωνßας & ΙστορικÞ Δημιουργßα". Τα τελευταßα χρüνια της ζωÞς του επισκÝφθηκε αρκετÝς φορÝς την ΕλλÜδα, δßνοντας σειρÜ διαλÝξεων, μεταξý Üλλων, σε Θεσσαλονßκη, ΗρÜκλειο, Βüλο, ΡÝθυμνο κ.Ü. Το 1989 αναγορεýθηκε επßτιμος διδÜκτορας στο ΠÜντειο ΠανεπιστÞμιο.
ΠÝθανε σ' ηλικßα 75 ετþν, στις 26 ΔεκÝμβρη 1997.
------------------------------------------------------------------
Ι. ΜερικÝς μεταφραστικÝς δυσκολßες μας οδηγοýν στη διαπßστωση πως οι αρχαßοι ¸λληνες ποιητÝς στηρßζονταν συχνÜ σ' Ýνα χαρακτηριστικü γνþρισμα της ελληνικÞς γλþσσας, κοινü πιθανþς μ' Üλλες πρωτογενεßς γλþσσες, γνþρισμα που μποροýμε να αποκαλÝσουμε αδιαßρετη πολυσημßα των λÝξεων και των γραμματικþν πτþσεων. Οι νεüτερες ευρωπαúκÝς γλþσσες δεν Ýχουν πλÝον αυτü το χαρακτηριστικü γνþρισμα, και οι ποιητÝς προσÝφυγαν σε Üλλες οδοýς προκειμÝνου να δημιουργÞσουν μια συγκρßσιμη εκφραστικÞ Ýνταση. ΑυτÝς οι διαπιστþσεις μας οδηγοýν σε μια εξÝταση των οδþν της ποιητικÞς εκφραστικüτητας κι ιδιαßτερα της σημασιακÞς μουσικüτητας της
1). Ας αρχßσουμε απü τους περßφημους στßχους της Σαπφοýς:
ΔÝδυκε μεν α σελÜννα και
ΠληιÜδες· μÝσαι δε
νýκτες, παρÜ δ' Ýρχετ' þρα,
εγþ δε μüνα κατεýδω.
Μια κατÜ λÝξη μετÜφραση θα μποροýσε να Þταν η Ýξης:
Η ΣελÞνη Ýδυσε κι η Ποýλια·
εßναι μεσÜνυχτα, η þρα περνÜ
κι εγþ κοιμÜμαι μüνη.
ΔÝδυκε, του ρÞματος δýω, σημαßνει βοýτηξε, καταβυθßστηκε. Στην ΕλλÜδα των διακοσßων κατοικημÝνων νησιþν και των περßπου δÝκα χιλιÜδων χιλιομÝτρων ακτþν, ο Þλιος, η σελÞνη και τ' αστÝρια δεν πλαγιÜζουν, βουτοýν στη θÜλασσα, βυθßζονται.
ΣελÜννα εßναι βÝβαια η σελÞνη και δεν μποροýμε ν' αποδþσουμε τη λÝξη διαφορετικÜ. Για Ýναν αρχαßο ¸λληνα üμως, η λÝξη σελÜννα παραπÝμπει Üμεσα στο σÝλας, το φως· σελÜννα εßναι η φωτεινÞ, ο φωστÞρ.
ΠληιÜδες, εßναι η Ποýλια, εßναι οι ΠολυÜριθμες. Για Ýνα ΓÜλλο -Þ Ýναν Ευρωπαßο- χωρßς επαρκÞ καλλιÝργεια, η λÝξη δεν λÝει τßποτα· και για τον μετρßως καλλιεργημÝνο ΓÜλλο, πρüκειται για μια πλειÜδα επιφανþν ΓÜλλων ποιητþν του 16ου αιþνα, και για μια συλλογÞ βιβλßων στις εκδüσεις Gallimard. ΑλλÜ για τον ¸λληνα αγρüτη, τεχνßτη Þ ναυτικü της Αρχαιüτητας (κι ακüμη ως πρüσφατα), πρüκειται για Ýνα αστρικü νÝφος -διακρßνονται τουλÜχιστον επτÜ αστÝρες δια γυμνοý οφθαλμοý- που Ýνας σημερινüς αστρονüμος θ' αποκαλοýσε σφαιρωτü σμÞνος μερικþν εκατομμυρßων αστÝρων, υπÝροχος αστερισμüς στον ωραιüτερο σχηματισμü του νυχτερινοý ουρανοý, μÝσα σ' Ýνα τερÜστιο τüξο του κýκλου που καλýπτει περισσüτερο απü το μισü του ουρÜνιου θüλου, αρχßζοντας απü την Ποýλια, περνþντας απü τον Ωρßωνα και τερματßζοντας στον Σεßριο. ¼ταν περß το τÝλος του καλοκαιριοý εμφανßζεται ο Σεßριος, λßγο πριν απü την ανατολÞ του ηλßου, οι ωχρÝς πλÝον ΠλειÜδες Ýχουν Þδη διαβεß το ζενßθ, πηγαßνοντας προς τα δυτικÜ. Τη στιγμÞ που μιλεß η Σαπφþ, οι ΠλειÜδες Ýχουν Þδη δýσει, Ýνδειξη ακριβÞς και πολýτιμη, στην οποßα θα επανÝλθω.
ΜÝσαι δε νýκτες, κατÜ λÝξη: οι νýχτες βρßσκονται στο μÝσον τους, εßναι μεσÜνυχτα. Στο μÝσον αυτÞς της νýχτας, στα μεσÜνυχτα κεßνης της μÝρας, η ΣελÞνη κι οι ΠλειÜδες εßχαν Þδη δýσει. Ας υποθÝσουμε προσωρινÜ üτι το τÝλος του ποιÞματος θα μποροýσε να αποδοθεß κÜπως Ýτσι:
... η þρα περνÜ
κι εγþ κοιμÜμαι μüνη.
Εδþ, η ßδια η Σαπφþ ομιλεß, η Σαπφþ που γεννÞθηκε γýρω στα 612 π.Χ. στη ΛÝσβο. Μποροýμε να υποθÝσουμε üτι το ποßημα γρÜφτηκε γýρω στα 580 π.Χ., ßσως και πριν. Λυρικü ποßημα, üπως λÝγομε, που εκφρÜζει τα συναισθÞματα, τη ψυχικÞ κατÜσταση του ποιητÞ, κι üμως, ο μýθος -η αφÞγηση, η ιστορßα- εßναι παρþν, νοσταλγικüς κι υπÝροχος. Χωρßς ιδιαßτερη προσπÜθεια, βλÝπουμε τον νυχτερινü ουρανü να περιγρÜφεται, τη ΣελÞνη και τις ΠλειÜδες να Ýχουν Þδη δýσει κι αυτÞ τη γυναßκα, ενδεχομÝνως ερωτευμÝνη με κÜποιον που δεν εßναι εκεß, ßσως κι üχι, ωστüσο γεμÜτη πüθους, που, εν τω μÝσω της νυκτüς, δε μπορεß να κοιμηθεß και λÝγει τη θλßψη της, που στο κρεβÜτι της εßναι μüνη.
ΔιαβÜζομε Ýνα αρχαßο ποßημα σημαßνει üτι ξαναβρßσκουμε Ýνα κüσμο πια χαμÝνο, Ýνα κüσμο τþρα σκεπασμÝνο απü την αδιαφορßα του 'πολιτισμοý' μπρος στα στοιχειþδη και θεμελιþδη. Εßναι το μÝσον της νýχτας κι η ΣελÞνη Ýχει Þδη δýσει. ¸νας σýγχρονος μας δεν βλÝπει τß σημαßνει αυτü. Δεν φαντÜζεται üτι, αφοý η ΣελÞνη Ýδυσε πριν απü τα μεσÜνυχτα, βρισκüμαστε μεταξý της νÝας ΣελÞνης και του πρþτου τετÜρτου, στην αρχÞ συνεπþς ενüς σεληνιακοý μηνüς (μÝτρον χρüνου για üλους τους αρχαßους λαοýς). ΑλλÜ οι ΠλειÜδες Ýδυσαν. ΑυτÞν την ακρßβεια των αρχαßων ποιητþν δεν την ξαναβρßσκουμε παρÜ μüνο σπÜνια στους νεüτερους, αφοý με αφετηρßα αυτÞν την Ýνδειξη θα μποροýσαμε σχεδüν να προσδιορßσομε την εποχÞ της σýνθεσης του ποιÞματος. Βρισκüμαστε στην Üνοιξη, διüτι την Üνοιξη -και μÜλιστα στην αρχÞ της- οι ΠλειÜδες δýουν πριν απü τα μεσÜνυχτα· üσο περισσüτερο προχωρεß το Ýτος, τüσο δýουν αργüτερα. Η Σαπφþ εßναι ξαπλωμÝνη κι η þρα περνÜ.
παρÜ δ' Ýρχετ' þρα, τß εßναι η þρα; Ο μεταφραστÞς θ' αποδþσει τη λÝξη αβßαστα ως (þρα στα νÝα ελληνικÜ και) heure στα γαλλικÜ (μÝσω του λατινικοý δανεßου hora). ¿ρα üμως στα αρχαßα ελληνικÜ σημαßνει επßσης την εποχÞ, Þδη στον ¼μηρο κι αυτÞ η Ýννοια διαρκεß ως σÞμερα διÜ μÝσου των αλεξανδρινþν και βυζαντινþν χρüνων· οι þρες του Ýτους εßναι οι εποχÝς. Εßναι βεβαßως κι η þρα, με τη συνÞθη Ýννοια του üρου, üχι η þρα των ρολογιþν, αλλÜ η þρα ως υποδιαßρεση της διÜρκειας της ημÝρας. ¸να απü τα περßφημα ποιÞματα που η ýστερη Αρχαιüτητα απÝδιδε στον λυρικü ποιητÞ ΑνακρÝοντα αρχßζει ως εξÞς:
"Μεσονýκτιος ποτ' þραις",
στις þρες του μεσονυκτßου.
¿ρα üμως εßναι κι η στιγμÞ κατÜ την οποßα Ýνα πρÜγμα "εßναι στην þρα του", που εßναι πραγματικÜ καλü κι "ωραßο", εßναι συνεπþς για τους ανθρþπους ο ανθüς της νιüτης. Στο "Συμπüσιο" üταν ο ΑλκιβιÜδης αφηγεßται πως προσπÜθησε να πλαγιÜσει με τον ΣωκρÜτη, αλλÜ σηκþθηκε το πρωß χωρßς να πÜθει τßποτα (καταδε-δαρθηκþς...), σα να 'χε κοιμηθεß με τον πατÝρα Þ τον αδελφü του, καταλÞγει:
"Ο ΣωκρÜτης εßναι υβριστÞς, τüσο κατηφρüνησεν της εμÞς þρας",
τη νιüτη μου, την ομορφιÜ μου, το γεγονüς üτι Þμουν þριμος να με συλλÝξει σαν Ýνα ωραßο ερωτικü καρπü...
ΠρÝπει τÝλος να κÜνω μνεßα του συνδÝσμου "δε", που σημαßνει τüσο "και" üσον κι "αλλÜ". Εδþ η επιλογÞ εßναι αναπüφευκτη και θα μεταφρÜσω απλþς "και". Τß λÝγει λοιπüν η Σαπφþ;
Η ΣελÞνη κι οι ΠλειÜδες δýσαν,
εßναι μεσÜνυχτα· þρα, εποχÞ, νιüτη
παρÝρχονται κι εγþ κοιμÜμαι μüνη.
Ουδεßς νεüτερος μεταφραστÞς, απ' üσο ξÝρω, δεν τüλμησε να μεταφρÜσει τη μοναδικÞ λÝξη "þρα" με τρεις. ¼μως η κορýφωση της Ýντασης του ποιÞματος εßναι ακριβþς αýτη η λÝξη που συνδυÜζει περισσüτερες της μιας σημασßες, χωρßς να θÝλει Þ να πρÝπει να επιλÝξει ανÜμεσα τους: την εποχÞ του Ýτους, την Üνοιξη -το νÝο ξεκßνημα του χρüνου μετÜ τον χειμþνα, την εποχÞ των ερþτων-, την þρα που παρÝρχεται και τη νεüτητα της Σαπφοýς που μÜταια αναλþνεται, αφοý δεν υπÜρχει κανεßς στο κρεβÜτι της. Η μεγαλοφυÀα της Σαπφοýς Ýγκειται και στην επιλογÞ ακριβþς αυτÞς της λÝξης, που το φÜσμα σημασιþν της διαφωτßζεται κι εμπλουτßζεται απü το υπüλοιπο ποßημα (χωρßς τη μνεßα της δýσης των ΠλειÜδων, η Ýννοια εποχÞ/Üνοιξη της λÝξεως þρα θα Þταν πολý λιγüτερο επιτακτικÞ).
2). Αδιαßρετη πολυσημßα και στον Αισχýλο, στον "ΠρομηθÝα". ¼ταν ο Προμηθεýς, καρφωμÝνος στον βρÜχο του επικαλεßται ως μÜρτυρα των πüνων που Üδικα υφßσταται τη μητÝρα του Γη, τον θεßο ΑιθÝρα, τις πηγÝς των ποταμþν και τις πνοÝς των ανÝμων, καλεß επßσης το:
ποντßων τε κυμÜτων
ανÞριθμον γÝλασμα
Ας αφÞσουμε τον πλοýτο των τρüπων (Ýχουμε συγχρüνως προσωποποιßα κι υπαλλαγÞ· αναρßθμητα εßναι τα κýματα κι üχι το γÝλιο τους) για να περιορισθοýμε στη λÝξη γÝλασμα. Θα το μεταφρÜσουμε αναγκαστικÜ με τη λÝξη γÝλιο. ¼μως Ýνας αρχαßος ¸λληνας, ακοýοντας Þ διαβÜζοντας τον στßχο, δεν μποροýσε να μην αντιληφθεß και το Üλλο νüημα του γελÜω, που βρßσκουμε στο επßθετο Ζευς γελÝων, Ζευς του φωτüς, Þ στην ιωνικÞ φυλÞ ΓελÝοντες, οι επιφανεßς, οι λαμπροß. ΥπÜρχει συνεπþς μια Ýντονη αρμονικÞ του γελÜσματος και πιθανÜ μια ετυμολογικÞ συγγÝνεια με το γÝλας, λÜμψη, σπινθηροβüλημα. Και σÞμερα ακüμη λÝμε: Τß γελαστÞ αυτÞ η μÝρα! Εßναι γελαστÞ, διüτι εßναι ηλιüλουστη, λαμπερÞ. ¼ταν και σÞμερα, üπως στα χρüνια του Αισχýλου, βρισκüμαστε στη θÜλασσα κι ειδικÜ στο Αιγαßο, βλÝπουμε ιδßοις üμμασιν αυτü το ανÞριθμον γÝλασμα, αυτÞν την ατÝλειωτη μαρμαρυγÞ των κυμÜτων στο φως του μεσημεριοý.
3). Η πρüζα του Ηροδüτου μας προσφÝρει κι Üλλο παρÜδειγμα. Ο Ηρüδοτος λÝγει, στο 1ο βιβλßο των "Ιστοριþν" του, πως εκθÝτει την ÝρευνÜ του, þστε αυτÜ που κÜναν οι Üνθρωποι να μη σβηστοýν με την πÜροδο του χρüνου κι þστε μεγÜλα και θαυμαστÜ Ýργα, ΕλλÞνων Þ βαρβÜρων, να μη χÜσουν τη φÞμη τους, εßτε πρüκειται για ειρηνικÜ Ýργα εßτε πρüκειται για Ýργα με τα οποßα και δια των οποßων επολÝμησαν οι μεν προς τους δε. ¸ργα (Ýργον > εργÜζομαι, νεοελλ. εργÜζομαι, επιτελþ) εßναι τüσον οι πρÜξεις και τα κατορθþματα, üσον και τα Ýργα κι οι εργασßες (Ησßοδος, "Εργα & ΗμÝραι"). Ο ΛεγκρÜν (Legrand), στην εξαιρετικÞ ΕισαγωγÞ του σ' αυτü το βιβλßο του Ηροδüτου στην Ýκδοση Bude, λÝγει üτι δßστασε μεταξý των δýο σημασιþν της λÝξεως Ýργον (νεοελλ.) Ýργο και κατüρθωμα κι εξηγεß γιατß προτßμησε το δεýτερο. Δεν θα συζητÞσουμε αν εßχε δßκιο Þ Üδικο· θα διαπιστþσουμε απλþς, üπως και στη περßπτωση της þρας της Σαπφοýς, üτι ο νεüτερος μεταφραστÞς εßναι αναγκασμÝνος να επιλÝξει και να προτιμÞσει. ¼μως στην πραγματικüτητα δεν πρÝπει να προτιμÞσουμε. Ο Ηρüδοτος ομιλεß προφανþς τüσο για τα Ýργα και τις εργασßες -τα τεßχη της Βαβυλþνος, τα αγÜλματα και τα αφιερþματα των Δελφþν, τη γÝφυρα του ΞÝρξη στον ΕλλÞσποντο- üσο και για τα κατορθþματα: την κατÜκτηση της Ασßας απü τον Κýρο, της Αιγýπτου απü τον Καμβýση, τους πολÝμους του Δαρεßου, τον Μαραθþνα, τη Σαλαμßνα, τις ΠλαταιÝς. Τα περιγρÜφει και τα δυο και λÝγει: Ýργα μεγÜλα και θαυμαστÜ, εργασßες, Ýργα και κατορθþματα μεγÜλα και θαυμαστÜ που πραγματοποßησαν, Üλλα οι ¸λληνες, αλλÜ οι βÜρβαροι.
Στη πραγματικüτητα, Ýργα εßναι τα πραχθÝντα, αν δεχθοýμε να ξαναδþσουμε στη λÝξη τη σημασßα της κι ως ουσιαστικοý κι ως μετοχÞς, αν αποκαταστÞσουμε τη σημασßα του ποιεßν/πρÜττειν ως την ανθρþπινη δραστηριüτητα στην ιστορßα, εßτε αυτÞ καταλÞγει σε αποτÝλεσμα ξεχωριστü απü το Ýργο (η ποßησις του ΑριστοτÝλους) εßτε αξεχþριστο απ' αυτÞν (η πρÜξις), Ýνα ωραιüτατο Ýργο, σαν τη ναυμαχßα της Σαλαμßνος. ¼λ' αυτÜ ανÞκουνε στο ποιεßν/πρÜττειν, η δε περιγραφÞ τους εßναι το Ýργο, το Ýργο και το κατüρθωμα συγχρüνως του Ηροδüτου.
4). Ας δοýμε τþρα Üλλα δυο παραδεßγματα απü τον ΣοφοκλÞ στο ΣτÜσιμον της "Αντιγüνης" που αρχßζει με το περßφημο:
"πολλÜ τα δεινÜ
κουδÝν ανθρþπου δεινüτερον πÝλει"
(πολλÜ εßναι τα δεινÜ, τßποτα üμως
δεινüτερον του ανθρþπου).
Ο νεüτερος μεταφραστÞς εßναι υποχρεωμÝνος να επιλÝξει ανÜμεσα στις πολλαπλÝς σημασßες του δεινüς κι επιλÝγει συνÞθως κÜτι μεταξý θαυμαστοý Þ φοβεροý, αλλÜ ο αρχαßος ακροατÞς δεν Þταν υποχρεωμÝνος να επιλÝξει. ΣυλλÜμβανε üλες τις σημασßες üταν Üκουγε τη λÝξη üπως κι ο συγγραφÝας üταν τη σκεπτüταν. Δεινüς εßναι ασφαλþς ο φοβερüς, αυτüς που προκαλεß το δÝος, εßναι ο πανßσχυρος, αλλÜ κι ο θαυμαστüς, αυτüς που διακρßνεται σε κÜποια απασχüληση Þ τÝχνη -μπορεß να 'ναι δεινüς κολυμβητÞς Þ ρÞτωρ- υπερÝχει σε βαθμü που προκαλεß δÝος και θαυμασμü.
Εßναι αδýνατο να συλλÜβουμε το συγκεκριμÝνο σ' αυτÞ τη λÝξη σημασιακü σμÞνος χωρßς να προβοýμε στη διαýγαση του ουσιþδους πυρÞνα αυτοý του χορικοý, πρÜγμα που θα επιχειρÞσουμε τþρα. Θα ποýμε μüνο, ευθýς εξαρχÞς, üτι η λÝξη δεινüς τüτε μüνον εßναι δυνατü να κατανοηθεß πλÞρως, üταν ακοýσουμε ολüκληρο το χορικü της Αντιγüνης.
Το κυριüτερο μÝρος της εξÞγησης της σημασßας της λÝξεως δεινüν αρχßζει με τον στßχο 353. Μιλþντας για τον Üνθρωπο, ο ΣοφοκλÞς λÝγει üτι οýτος ο ßδιος εδßδαξε στον εαυτü του (εδιδÜξατο, ρÞμα στο üποιο θα επανÝλθω) τη γλþσσα, φθÝγμα και τη σκÝψη, φρüνημα, το οποßο αποκαλεß ανεμüεν. ΞÝρουμε τß εßναι Üνεμος. Εδþ η περßπτωση εßναι αντßστροφη αυτþν που συναντÞσαμε ως τþρα. Τþρα, απü τις πολλÝς παραπομπÝς της λÝξης, πρÝπει ν' απορρßψουμε Ýνα μÝρος και να κρατÞσουμε Ýν Üλλο. Επß παραδεßγματι, λÝγει ο ¼μηρος: "ºλιον ανεμüεσσαν", το ανεμοδαρμÝνο ºλιον· βλÝπουμε τα ψηλÜ τεßχη της Τροßας, στη κορφÞ του λüφου, εκτεθειμÝνα σ' üλους τους ανÝμους.
Προφανþς üμως εδþ ο ΣοφοκλÞς δεν ομιλεß για μια ανεμοδαρμÝνη σκÝψη. Η σκÝψη εßναι Üκρως κινητικÞ, σαν τον Üνεμο, μια στιγμÞ εßναι εδþ και σχεδüν αμÝσως μετÜ εßναι εκεß· κι εßναι σαν το φυσικü στοιχεßο, δυνατÞ και βßαιη· κι εßναι επßσης, σαν κι αυτü, τον περισσüτερο χρüνο διαφανÞς, αλλÜ μπορεß και να μεταφÝρει σýννεφα και να σκοτεινιÜζει τον ουρανü. Στα γαλλικÜ Þ στα αγγλικÜ θα πρÝπει ν' αδυνατßσουμε την εικüνα, γρÜφοντας: σαν τον Üνεμο· ventée Þ windy δεν θα πÞγαινε προφανþς διüλου.
Η γλþσσα κι η σκÝψη δεν αποτελοýνε φυσικÜ, δεδομÝνα κατηγορÞματα του ανθρþπου· ο Üνθρωπος τα εδιδÜξατο, τα δßδαξεν ο ßδιος στον εαυτü του. Η αυτοπαθÞς διÜθεση του απλοý ρÞματος διδÜσκω περιÝχει μια φιλοσοφικÞ σκÝψη απαρÜμιλλης τüλμης, που üμως παρÝμεινε χωρßς συνÝχεια επß εικοσιπÝντε αιþνες. Ο Üνθρωπος δεν Ýχει τη γλþσσα και τη σκÝψη· τις Ýδωσε ο ßδιος στον εαυτü του, τις δημιοýργησε για τον εαυτü του και τις δßδαξε στον εαυτü του. Ο ΠλÜτων θα Ýλεγε: "πþς μπορþ να διδÜξω κÜτι στον εαυτü μου; Αν αυτü το κÜτι το γνωρßζω, δεν Ýχω ανÜγκη να το διδÜξω στον εαυτü μου, να το διδαχθþ· αν δεν το γνωρßζω, δεν ξÝρω τß να διδαχθþ". Και πρÜγματι αυτü λÝγει: δε μποροýμε ποτÝ να μÜθουμε κÜτι που, με οποιονδÞποτε τρüπο, δεν γνωρßζουμε Þδη. Ο ΣοφοκλÞς διαρρηγνýει αυτÞ τη φαινομενικÜ αναμφßλεκτη λογικÞ και καταφÜσκει σαφþς αυτü που αποκÜλεσα πρωταρχικü κýκλο της δημιουργßας: η δραστηριüτητα προûποθÝτει τ' "αποτελÝσματÜ" της, ο Üνθρωπος διδÜσκει στον εαυτü του κÜτι που δεν γνωρßζει, εξ ου και μαθαßνει αυτü που πρÝπει να διδαχθεß.
Ο ΣοφοκλÞς συνεχßζει υποστηρßζοντας üτι ο Üνθρωπος εδιδÜξατο, "δßδαξε ο ßδιος στον εαυτü του", τας αστυνüμους οργÜς. ΜεταφρÜζω αμÝσως: το πÜθος για τη θÝσμιση των πüλεων. Αστυνüμους προÝρχεται απü το Üστυ, που εßναι συνÞθως η πüλη, εδþ üμως τονßζεται κι ο νüμος που θÝτει την πüλη κι ο νüμος που τη διÝπει ως πολιτικÞ μονÜδα. Η λÝξη οργÞ Ýχει κι αυτÞ πολλÝς σημασßες κι ακüμη μια φορÜ, οι μεταφραστÝς εßναι υποχρεωμÝνοι να επιλÝξουν Þ να επινοÞσουν κÜτι. Ο Μαζüν (Mazon), στην Ýκδοση Budé, γρÜφει: "οι ορμÝς, οι επιθυμßες, απ' üπου γεννþνται οι πüλεις", στο κεßμενο üμως δεν τßθεται θÝμα γεννÞσεως. To Liddell-Scott, παραπÝμποντας στο στßχο, μας δßνει: "the feelings of law-abiding" Þ "social life" (αλλÜ, οργÞ, μεταφρÜζει το αστυνüμοι οργþ ως "social dispositions"). ¼πως κÜθε λεξικü, εßναι υποχρεωμÝνο να προχωρÞσει σε χωρισμοýς και ν' αποδþσει κατÜ τρüπο μονοσÞμαντο.
¼μως πρÝπει να ξÝρουμε τß εßναι λεξικü και να το χρησιμοποιοýμε κατÜλληλα. Μια λÝξη δεν εßναι Ýνα πακÝτο με διÜφορα εßδη μπισκüτα, τοποθετημÝνα το Ýνα δßπλα στο Üλλο, απü τα οποßα μποροýμε, αν θÝλουμε, να πÜρουμε Ýνα και ν' αφÞσουμε τ' Üλλα. ΟργÞ εßναι η ορμÞ, η ενüρμηση, το ταμπεραμÝντο, η διÜθεση, η Ýφεση, η τÜση, η ροπÞ, η [νεοελλ.] οργÞ. Εßναι η λÝξη που δßδει οργÜω κι οργασμü. Εδþ, οργÞ εßναι η ενüρμηση, η παρüρμηση, η αυθüρμητη κι η ανεπßσχετη þθηση. Η Ýκφραση αστυνüμους οργÜς εκ πρþτης üψεως αποτελεß αντßφαση Þ οξýμωρον, διüτι πþς οι ορμÝς Þ οι ενορμÞσεις θα μποροýσαν να οδηγÞσουν στη θÝση νüμων; ΛÝγει üμως ο ΣοφοκλÞς εδιδÜξατο, και προσδßδει Ýτσι στο ρÞμα μια πρüσθετη σημασßα. ΑυτÝς τις ενορμÞσεις που ωθοýσαν προς τη κατεýθυνση της συγκροτÞσεως κοινωνικþν συνüλων, ο Üνθρωπος τις υπÝβαλε σε διαπαιδαγþγηση και μαθητεßα, τις σχημÜτισε και μετασχημÜτισε, τις υπÝβαλε σε νüμους κι Ýτσι συγκρüτησε πüλεις. ¼λ' αυτÜ, που θα μποροýσαν να συνθÝσουν Ýνα φιλοσοφικü σýγγραμμα, ο ΣοφοκλÞς το λÝγει σε τρεις λÝξεις: εδιδÜξατο [...] αστυνüμους οργÜς. Ο Üνθρωπος διαπαιδαγþγησε τον εαυτü του μετασχηματßζοντας τις ενορμÞσεις του, þστε να καταστοýν θεμÝλια και ρυθμιστÝς των πüλεων.
ΕπιμÝνουμε στο αστυνüμους οργÜς, διüτι η Ýκφραση εßναι σημαντικÞ κι απü Üποψης ιστορικÞς. Εδþ συναντοýμε για πρþτη φορÜ τη ρητÞ διατýπωση αυτοý που θ' αποτελÝσει Ýν απü τα μεγÜλα θÝματα της κλασσικÞς πολιτικÞς φιλοσοφßας, Þδη απü τον ΠλÜτωνα μÝχρι και τον Ζαν-Ζακ Ρουσþ (Jean-Jacques Rousseau), θÝμα που περßπεσε στη λÞθη, μες στη διανοουμενßστικη ξηρασßα που μαστßζει αυτüν τον χþρο εδþ και δυο αιþνες· διüτι, "για να θεσμßσεις Ýνα λαü", üπως λÝγει ο Ρουσþ, πρÝπει πρþτα να του αλλÜξεις "τα Þθη", και τα Þθη εßναι κατ' ουσßαν η διαπαιδαγþγηση των παθþν, πρÜγμα που απαιτεß τουλÜχιστον üτι οι νüμοι θα το λαμβÜνουν υπ' üψιν τους, με θετικÝς διατÜξεις, στη κατÜστρωση της πολιτικÞς της παιδεßας των πολιτþν.
Ο ΑριστοτÝλης ομιλεß περß φιλßας στα "ΠολιτικÜ" του· "οι νομοθÝτες", αναφÝρει, "οφεßλουν, υπερÜνω üλων, ν' ασχολοýνται με την εδραßωση της φιλßας μεταξý των πολιτþν (που δεν εßναι μια ωχρÞ κοινÞ φιλßα, αλλÜ η συν-πÜθεια, με την εντονüτερη σημασßα της λÝξης), διüτι üπου υπÜρχει φιλßα δεν Ýχουμε ανÜγκη δικαιοσýνης". Ο ΑριστοτÝλης που καταδßκασε τον κομμουνισμü στα ßδια αυτÜ "ΠολιτικÜ", εξακολουθεß λÝγοντας: "η παροιμßα Ýχει δßκιο, üταν λÝγει κοινÜ τα των φßλων". ¼ταν ο ΣοφοκλÞς ομιλεß εδþ περß οργþν, αποβλÝπει σ' αυτü που αποτελεß το ουσιþδες στοιχεßο της ζωÞς των πüλεων και που 'ναι, για το βÝλτιστο Þ για το χεßριστο, τ' αμοιβαßα πÜθη κι αισθÞματα των μελþν της κοινüτητος.
Δεν μποροýμε συνεπþς να κατανοÞσουμε τη λÝξη δεινüς παρÜ μüνο με αφετηρßα αυτü το σýνολο των σημασιακþν δυνατοτÞτων που προσπαθÞσαμε να διαυγÜσουμε, αν και δεν τις εξερευνÞσαμε üλες. Το να 'ναι κανεßς δεινüς σημαßνει να παρουσιÜζει στην ενεργü σýνδεση τους üλα τα κατηγορÞματα που κατονομÜζει ο ποιητÞς και τα οποßα, θεωροýμενα στην ουσßα τους, παραπÝμπουν üλα σε μια κεντρικÞ ιδÝα: την ιδÝα της αυτοδημιουργßας του Üνθρωπου. Η διατýπωση μπορεß να θεωρηθεß υπÝρογκη, θα βρει, πιστεýω, πλÞρη δικαßωση, αν λÜβουμε υπ' üψη τον αποφασιστικü χαρακτηρισμü που εισÜγει ο ποιητÞς ευθýς εξαρχÞς και στην ßδια φρÜση, üπου εμφανßζεται ο üρος δεινüς:
ΠολλÜ τα δεινÜ, κουδÝν
ανθρþπου δεινüτερον πÝλει.
Τα δεινÜ, θα 'λεγε κανεßς με τρüπο σχολαστικü, σχηματßζουνε συλλογÞ. ΑυτÞ δε η συλλογÞ περιλαμβÜνει Ýνα μοναδικü μÝγιστο στοιχεßο: τον Üνθρωπο. ΠροσπÜθησα, εδþ και δÝκα χρüνια, να σκιαγραφÞσω τις τερÜστιες συνÝπειες αυτÞς της φρÜσης. Συνοψßζω εδþ το ουσιþδες.
Μια αντßρρηση στην απüφανση αυτÞ του ΣοφοκλÞ μας Ýρχεται αμÝσως στη σκÝψη· πþς μποροýμε να ποýμε üτι ο Üνθρωπος εßναι πιο δεινüς απü τους θεοýς; Ο ΣοφοκλÞς δεν Þταν ασεβÞς, üπως το δεßχνουν οι τελευταßοι στßχοι αυτοý του χορικοý κι εßναι βÝβαιο πως Ýν αθεúστικü κεßμενο δε θα βραβευüτανε στα Διονýσια. ¸τσι, ο ΣοφοκλÞς δε λÝει πως ο Üνθρωπος εßναι καλλßτερος Þ ισχυρüτερος απ' αυτοýς. Εßναι üμως δεινüτερος και πρÝπει να ψÜξουμε -αν εν πÜσει περιπτþσει πÜρουμε τον ποιητÞ στα σοβαρÜ -κατÜ ποßαν Ýννοια μπορεß να 'ναι. Κι η απÜντηση, εισαγüμενη με το γαρ, δßδεται με το υπüλοιπο του χορικοý που απαριθμεß και χαρακτηρßζει τα πολλαπλÜ κατορθþματα του ανθρþπου. Και εßναι ηλßου φαεινüτερη: Αυτü που χαρακτηρßζει τη δεινüτητα του ανθρþπου εßναι κεßνος ο συνεχÞς και τερÜστιος μετασχηματισμüς των σχÝσεων του με τη φýση, αλλÜ και με τη "φýση" του, üπως ξεκÜθαρα σημαßνεται με το αυτοπαθÝς ρÞμα εδιδÜξατο.
Τþρα, η ετερüτητα του σε σχÝση με τους θεοýς καθßσταται Ýκδηλη. Οι θεοß τßποτα δεν εδιδÜξαντο κι οýτε Üλλαξαν. Εßναι αυτü που Þταν εξ υπαρχÞς και που θα 'ναι εσαεß. Η ΑθÞνα δε θα γßνει σοφüτερη, οýτε ο ¸ρμης ταχýτερος, οýτε ο ¹φαιστος πιο επιδÝξιος τεχνßτης. Η δýναμη τους εßναι αμετÜβλητο κατηγüρημα της φýσης τους και τßποτα δε κÜνανε για να την αποκτÞσουν Þ να τη μεταβÜλουν. ΚατασκευÜζουν, φτιÜχνουν, συνδυÜζοντας πÜντοτε απü τα Þδη υπÜρχοντα. Ο Üνθρωπος üμως, θνητüς, σ' Üπειρη απüσταση απü τη δýναμη των θεþν, εßναι δεινüτερος, διüτι δημιουργεß και δημιουργεß τον εαυτü του. Ο Üνθρωπος εßναι δεινüτερος κÜθ' Üλλου φυσικοý πρÜγματος, αλλÜ και των θεþν, που 'ναι φυσικοß διüτι αυτüς εßναι υπερφυσικüς. Μüνος μεταξý των üντων, θνητþν κι αθανÜτων, αυτοαλλοιþνεται. Κι αν κανεßς πει πως αυτÞ η διαýγαση του κειμÝνου εισÜγει ιδÝες σýγχρονες, ξÝνες για την ΕλλÜδα του 5ου αιþνος, ας θυμηθεß τις "ανθρωπογονßες" του Δημοκρßτου και μερικþν μεγÜλων σοφιστþν, üσο και τα δυνÜμει στοιχεßα τα ενυπÜρχοντα στο Θουκυδßδη, τüσο στην "Αρχαιολογßα" του üσο και στον "ΕπιτÜφιο" λüγο του ΠερικλÝους. Ο αθηναúκüς 5ος αι. Ýδειξε χειροπιαστÜ την ιδÝα της ανθρþπινης αυτοδημιουργßας -κι Ýπρεπε να επÝλθει η Þττα της ΑθÞνας στον Πελοποννησιακü πüλεμο κι η πλατωνικÞ αντßδραση για να πνßγουν και να ταφοýν αυτÜ τα σπÝρματα. Κι αýτη η αντßδραση Þταν τüσο ισχυρÞ, þστε κυριÜρχησε σχεδüν τελεßως στην ευρωπαúκÞ ερμηνεßα αυτÞς της σýλληψης του 5ου αι.
Το δεýτερο περßφημο χορικü της Αντιγüνης, αφιερωμÝνο στον Ýρωτα, διαφωτßζει Üλλες üψεις της ποιητικÞς δημιουργικüτητας της αδιαßρετης πολυσημßας. ¸ρχεται μετÜ τη διαμÜχη μεταξý του ΚρÝοντα και του γιου του Αßμονα, που εγκαταλεßπει τη σκηνÞ απειλþντας τον (θ' αυτοκτονÞσει λßγο μετÜ). Ο χορüς υμνεß τη δýναμη του ανßκητου ¸ρωτα (ανßκατε μÜχαν). Του Ýρωτα που ενεδρεýει στα τρυφερÜ κι απαλÜ μÜγουλα της νεανßδος (εν μαλακαßς παρειαßς νεανßδος εννυχεýεις), και συνεχßζει:
ΝικÜ δ' εναργÞς βλεφÜρων
ßμερος ευλÝκτρου νýμφας
Ο Μαζüν μεταφρÜζει, στην Ýκδοση Βudé: "Ποιος λοιπüν θριαμβεýει εδþ; Εßναι προφανÝς πως εßναι η επιθυμßα των ματιþν της παρθÝνου που προορßζεται για το κρεβÜτι του συζýγου της". ¼λα πρÝπει να τα ξαναπιÜσουμε απü την αρχÞ, σ' αυτÞ τη δειλÞ και βικτωριανÞ μετÜφραση, και που τη παραθÝτω για να δεßξω μια ακüμη φορÜ το ΓολγοθÜ του καλοý σýγχρονου μεταφραστÞ. Ας το πÜρουμε λÝξη προς λÝξη αυτü το παρÜθεμα:
ΝικÜ, εßναι ο νικητÞς, υπερισχýει·
ßμερος, η επιθυμßα, ο πüθος·
εναργÞς: σ' Ýνα φιλοσοφικü κεßμενο θα μεταφρÜζαμε προφανÞς, εναργÞς, εδþ üμως πρüκειται για κÜτι πολý περισσüτερο· η λÝξη εναργÞς προÝρχεται απü τη ρßζα της λÝξεως αργüς, που δßδει αργυρüς (κι argentum, στα λατινικÜ) κι υποδεικνýει τη λÜμψη, τη λαμπρüτητα, το φως· ßμερος εναργÞς εßναι συνεπþς η Ýκδηλη, η εκτυφλωτικÞ επιθυμßα. Επιθυμßα τßνος;
ΒλεφÜρων ευλÝκτρου νýμφας. Δε πρüκειται περß μιας λογοδοσμÝνης παρθÝνου, προορισμÝνης για το κρεβÜτι του συζýγου της· το κεßμενο ομιλεß για τη νεüνυμφη, κι εν πÜσει περιπτþσει για τη κοπÝλα σ' þρα γÜμου, üπως το δεßχνει ο επιθετικüς προσδιορισμüς εýλεκτρος. ΠρÝπει να ποýμε τα πρÜγματα με τ' üνομÜ τους κι οι Αρχαßοι δε φοβοýνταν να το κÜνουν. ΛÝκτρον εßναι το κρεβÜτι, ευ εßναι το καλü. Μια εýλεκτρος γυναßκα εßναι κεßνη της οποßας το κρεβÜτι εßναι καλü, που εßναι δηλαδÞ καλÞ στο κρεβÜτι και για το κρεβÜτι -καλοκρÝβατη θα λÝγαμε εýκολα στα νεοελληνικÜ, πρÜμα που μεταφρÜζει κατÜ λÝξη και πιστÜ το εýλεκτρος. ΜÝνει η γενικÞ: βλεφÜρων, των ματιþν. Των ματιþν τßνος; To Liddell-Scott, παραπÝμποντας στον στßχο, μεταφρÜζει: "desire breaming from the eyes", πρüκειται συνεπþς για την επιθυμßα, της οποßας η νεαρÞ κüρη εßναι το υποκεßμενο· ο Μαζüν κρατεß την αμφισημßα, που εßναι üμως σημαντικü να διασαφηνßσουμε.
Πρüκειται τüσο για την επιθυμßα της νεαρÞς γυναßκας, üσο και για την επιθυμßα για τα μÜτια της, συνεπþς για την επιθυμßα προς τη νεαρÞ γυναßκα. Η επιθυμßα προÝρχεται απü τα μÜτια της νεαρÞς γυναßκας και κατευθýνεται προς τα μÜτια της νεαρÞς γυναßκας. ¸νας μÝγας ποιητÞς της νεüτερης πεζογραφßας, ο Προýστ (Proust), εκφρÜζει την ßδια κατÜσταση σε μια υπÝροχη σελßδα της "ΑναζÞτησης". ΚατÜ τη διÜρκεια της εσπερßδας στους "κÞπους της λεωφüρου ΓκαμπριÝλ", στο μÝγαρο της πριγκßπισσας ντε ΓκερμÜντ, ο αφηγητÞς συνομιλεß με τον ΣουÜν -Ýνα ΣουÜν πολý Üρρωστο, που αγγßζει το τÝλος της ζωÞς του- για την υπüθεση ΝτρÝυφους και για την Üνοδο του αντισημιτισμοý, που τον βασανßζουν, üταν περνÜ ο βαρþνος ντε Σαρλý κι αρχßζει τις υπερβολικÝς διαχýσεις και φιλοφρονÞσεις προς τη μαρκησßα ντε Συρζßς, ερωμÝνη του αδελφοý του:
[...] η μαρκησßα, γυρνþντας, Ýστειλε Ýνα χαμüγελο κι Ýτεινε το χÝρι της στον ΣουÜν που εßχε σηκωθεß για να τη χαιρετÞσει. ΑλλÜ -σχεδüν απροκÜλυπτα, καθþς η προχωρημÝνη Þδη ηλικßα του εßχε αφαιρÝσει εßτε την ηθικÞ βοýληση, απü αδιαφορßα για τη γνþμη των Üλλων, εßτε τη σωματικÞ δýναμη, εντεßνοντας την επιθυμßα κι εξασθενþντας τους μηχανισμοýς που συντελοýνε στην συγκÜλυψη της- μüλις ο ΣουÜν, καθþς Ýσφιγγε το χÝρι της μαρκησßας, εßδε το στÞθος της απü πολý κοντÜ κι απü ψηλÜ, βýθισε Ýνα βλÝμμα προσεκτικü, σοβαρü, απορροφημÝνο, σχεδüν επßφροντι, στα βÜθη του μποýστου της και τα ρουθοýνια του, που τα μεθοýσε το Üρωμα της γυναßκας, σκßρτησαν σαν πεταλοýδα Ýτοιμη να πετÜξει για να σταθεß πÜνω στο λουλοýδι που ξεχþρισε. ΜονομιÜς ξÝφυγε απü τον ßλιγγο που τον εßχε πιÜσει κι η ßδια η κυρßα ντε Συρζßς, αν κι ενοχλημÝνη, Ýπνιξε μια βαθιÜ αναπνοÞ, τüσον η επιθυμßα εßναι καμιÜ φορÜ μεταδοτικÞ.
Ο ΣουÜν βυθßζει το βλÝμμα του στο κορσÜζ της μαρκησßας -που εýκολα μποροýμε να υποθÝσουμε üτι εßναι ντεκολτÝ, χÜριν της εσπερßδος- κι η μαρκησßα, που ενþ δεν Ýχει μÜτια στην Üκρη των μαστþν, αισθÜνεται να τη κοιτÜζουν εκεß και ταρÜσσεται απ' αυτü το βλÝμμα. ΑυτÞ εßναι η διπλÞ πραγματικüτητα της επιθυμßας. Ας επισημÜνουμε εδþ την ακρßβεια, τη πρωτοτυπßα και τη λεπτüτητα των επιθÝτων του Προýστ -βλÝμμα προσεκτικü, σοβαρü, απορροφημÝνο, σχεδüν επßφροντι- αλλÜ και τη συσσþρευσÞ τους για να φτÜσει στο επιθυμητü αποτÝλεσμα.
5). Ο Παρμενßδης μιας προσφÝρει Ýνα διαφορετικü παρÜδειγμα σημασιακοý πλοýτου με αφετηρßα αυτÞ τη φορÜ τη γραμματικÞ κι üχι το λεξιλüγιο:
Λεýσσε δ' üμως απεüντα νüωι παρεüντα βεβαßως
ΣκÝψου πως τα απüντα εßναι με πλÞρη βεβαιüτητα παρüντα με το νου
Νüωι εßναι η δοτικÞ του νους κι εδþ η λÝξη σημαßνει αναμφισβÞτητα σκÝψη Þ πνεýμα. Μßα μεταξý Üλλων επιπλÝον κακοποιημÝνη φρÜση απü τον ΧÜιντεγκερ, ο οποßος μεταφρÜζει το νüωι ως Vemehmen, αντιλαμβÜνομαι, αντßληψη. Η φρÜση του Παρμενßδη σ' αυτÞ τη μετÜφραση γßνεται Üμεσος παραλογισμüς· πþς τα απüντα μποροýν να εßναι παρüντα μÝσω της αντßληψης, της οποßας εξ ορισμοý το αντικεßμενο εßναι Ýνα πρÜγμα απλþς κι αμÝσως παρüν; Ασφαλþς, το αντιλαμβÜνομαι εßναι κι αυτü μια απü τις πρþτες σημασßες του νοεßν, αλλÜ καθüλου η μüνη. Ο ΧÜιντεγκερ πλανÜται μες στη μανßα του ν' αποπλατωνßσει τους προσωκρατικοýς üρους. Νüος σημαßνει ακριβþς σκÝψη, πνεýμα, Þδη απü τους πρþτους στßχους της Οδýσσειας. "Ο Οδυσσεýς " λÝγει ο ¼μηρος, "πολλþν ανθρþπων ßδεν Üστεα και νüον Ýγνω", γνþρισε (κατÜλαβε) τη σκÝψη, τον τρüπο του σκÝπτεσθαι. Νüος, στον στßχο αυτüν του Παρμενßδη, εßναι η ικανüτητα να φÝρουμε στο παρüν με απüλυτη βεβαιüτητα αυτü που δεν βρßσκεται εδþ. Το απεüν, "αυτü που δε βρßσκεται δω", μπορεß να 'ναι ανÜμνηση, απüν πρüσωπο, μαθηματικü θεþρημα Þ ýπαρξη ανθρþπων απü αμνημονεýτων χρüνων. Ο νους μπορεß να καταστÞσει παρüντα üλ' αυτÜ τα αντικεßμενα, Ýστω και φυσικþς απüντα. Εßναι σαφÝς üτι ο üρος, με αφετηρßα το παραπÜνω ποιüν του, πρÝπει να κατανοηθεß ως εμπεριÝχων τüσο τη φαντασßα üσο και τη μνÞμη. Πþς να μεταφρÜσει κανεßς σε μια νεüτερη γλþσσα που δεν κλßνει τις λÝξεις, üπως τα γαλλικÜ, αυτÞ τη δοτικÞ νüωι; Εδþ ενεργοποιοýνται üλες σχεδüν οι χρÞσεις της δοτικÞς που απαριθμοýνται στις γραμματικÝς· η επιλογÞ μιας εξ αυτþν δεν προσφÝρει μετÜφραση, εßναι μια ερμηνεßα-ακρωτηριασμüς. ΑυτÞ η δοτικÞ εßναι οργανικÞ, μÝσω του νου τα απüντα καθßστανται παρüντα· εßναι τοπικÞ, καθßστανται παρüντα στον νου· εßναι χαριστικÞ (χÜριν του..., for the sake of), τα απüντα γßνονται παρüντα για τον νου· εßναι δοτικÞ αντικειμενικÞ, αφοý αυτü το "καθßσταται παρüν" αποβλÝπει στον νου· κι εßναι ασφαλþς κατ' εξοχÞν υποκειμενικÞ: τα απüντα εßναι παρüντα στον νου, üχι με την Ýννοια του τüπου, αλλÜ του υποκειμÝνου, που ενþπιüν του τα απüντα καθßστανται παρüντα.
1). ΘÝλησα να φωτßσω Ýνα ιδιαßτερο χαρακτηριστικü της αρχαßας ελληνικÞς γλþσσας και τον τρüπο με τον οποßο Þ ποßηση το χρησιμοποßησε. Οι σημασιακÝς κι εκφραστικÝς δυνατüτητες μιας πρωτογενοýς γλþσσας, üπως η αρχαßα ελληνικÞ, δε ξαναβρßσκονται στις νεüτερες ευρωπαúκÝς. Οι μεγÜλοι Ευρωπαßοι ποιητÝς διÜλεξαν Üλλους δρüμους για να φθÜσουν σε αποτελÝσματα συγκρßσιμα σ' Ýνταση. Μια ελÜχιστα Ýστω συστηματικÞ διερεýνησÞ τους θα Þταν Ýργο τερÜστιο κι ασφαλþς δßχως τÝλος· θα προσπαθÞσω εδþ να διασαφÞσω εν εßδει παραδεßγματος μια περßπτωση που Ýχει πιστεýω γενικüτερη σημασßα. Πρüκειται για τον περßφημο μονüλογο του ΜÜκβεθ στην ΠÝμπτη ΣκηνÞ της Ε' ΠρÜξεως της ομþνυμης τραγωδßας. Υπενθυμßζω εν συντομßα το πλαßσιο του Ýργου, μÝσα στο οποßο τοποθετοýνται οι στßχοι που προτßθεμαι να συζητÞσω.
Ο ΜÜκβεθ, Σκþτος στρατηγüς, γυρνþντας μετÜ απü μια νικηφüρο μÜχη, συναντÜ τρεις μÜγισσες που του προλÝγουν üτι θα γßνει βασιλιÜς της Σκωτßας. Λßγο καιρü μετÜ, ü βασιλιÜς ΝτÜγκαν τον επισκÝπτεται κι ο ΜÜκβεθ, παρακινοýμενος απü τη γυναßκα του που εßχε ενημερþσει για την προφητεßα των μαγισσþν και που θα γßνει εφεξÞς κακüς του δαßμονας που οδηγεß το χÝρι, σκοτþνει τον βασιλιÜ στον ýπνο του κι ανÝρχεται στον θρüνο. ΜετÜ απü πολλÜ Üλλα «προληπτικÜ» εγκλÞματα, γßνεται εξÝγερση στη Σκωτßα κι ο στρατüς, υπü την αρχηγßα ενüς Σκþτου ευγενοýς, του ΜÜκντοφ, τον πολιορκεß στον πýργο του στο ΝτÜνσινεν. Λßγο πριν απü την πολιορκßα, ο ΜÜκβεθ, βασανισμÝνος απü τις μüνιμες αûπνßες στις οποßες καταδικÜστηκε κι απü την τρÝλα στην οποßα περιÞλθε η λαßδη ΜÜκβεθ υπü το βÜρος των εγκλημÜτων της, ξαναεπισκÝπτεται τις μÜγισσες που του προλÝγουν üτι δεν θα νικηθεß παρÜ μüνο τη μÝρα που το δÜσος του ΜπÝρναμ θα κινÞσει να 'ρθει στο ΝτÜνσινεν κι üτι «καμιÜ γυναßκας γÝννα δε θα μπορÝσει ποτÝ να τον αφανßσει». "Fear not till Burnam wood do come to Dunsinane" (μη φοβοý, παρÜ μüνο την þρα ποý το δÜσος του ΜπÝρναμ θα 'ρθει στο ΝτÜνσινεν).
Η αμφισημßα που υπÜρχει στα λüγια των μαγισσþν εßναι αντÜξια των δελφικþν χρησμþν. ΠρÜγματι, σε μιÜ στιγμÞ της πολιορκßας, οι στρατιþτες του ΜÜκντοφ, τη προσταγÞ του, αποσποýν κλαδιÜ απü τα δÝνδρα του δÜσους του ΜπÝρναμ και βαδßζουνε καμουφλαρισμÝνοι προς το κÜστρο. ¸τσι αναγγÝλλεται στον ΜÜκβεθ üτι το δÜσος του ΜπÝρναμ βαδßζει εναντßον του. Και τÝλος, κατÜ τη διÜρκεια της τελικÞς μονομαχßας με τον ΜÜκντοφ, ο ΜÜκβεθ του λÝγει: «Δεν σε φοβοýμαι, κανεßς απü γυναßκα γεννημÝνος δεν θα μπορÝσει να με σκοτþσει», για να λÜβει την απαντÞση: «ΠÝθανε τüτε, μιÜ κι απü την κοιλιÜ της πεθαμÝνης μÜνας μου με βγÜλανε»!
Η 5η ΣκηνÞ της τελευταßας ΠρÜξης της τραγωδßας, της Ε', τοποθετεßται στο μÝσον της. ¹ ΣκηνÞ αρχßζει με την εßσοδο της λαßδης ΜÜκβεθ που κρατÜ Ýνα κερß στο σκοτÜδι. Η λαßδη βρßσκεται υπü το κρÜτος παραληρÞματος, που, για τον θεατÞ, εßναι απολýτως λογικü. Διüτι αυτü το παραλÞρημα εßναι φτιαγμÝνο με ανÜμικτα κομμÜτια της ιστορßας, που ο θεατÞς παρακολοýθησε στις προηγοýμενες ΠρÜξεις. Η λαßδη ΜÜκβεθ προσπαθεß να καθαρßσει απü τα χÝρια της τους φανταστικοýς λεκÝδες απü το αßμα του βασιλιÜ ΝτÜγκαν: «Ακüμα μυρßζει αßμα εδþ κι üλα τα μυρωδικÜ της Αραβßας δεν θα μπορÝσουν ποτÝ να ξεπλýνουν τοýτο το χερÜκι»· και μιλÜ στον Üνδρα της λÝγοντÜς του: «Σουτ, σουτ, πρÝπει να ενεργÞσουμε σιγÜ» κι üλα τα κομμÜτια αυτοý του παραληρÞματος τελειþνουν με μια φρικιαστικÞ επωδü: "What is done can not be undone" («¼,τι Ýγινε δεν ξεγßνεται»). ΕισÝρχονται μßα κυρßα της ακολουθßας της κι Ýνας γιατρüς, που, αφοý ακοýσει τη λαßδη, λÝγει: «¼,τι συμβαßνει εδþ υπερβαßνει την τÝχνη μου». ΜετÜ απü τρεις Üλλες ΣκηνÝς, η ΠÝμπτη αρχßζει μ' Ýναν απü τους κυριüτερους υπαρχηγοýς του ΜÜκβεθ, τον ΣÝιτον, που Ýρχεται να τον δει. Ο ΜÜκβεθ τον ρωτÜ: «Τß εßναι αυτÞ η κραυγÞ που Üκουσα στον πýργο»; Ο ΣÝιτον του απαντÜ: "The Queen, my Lord, is dead" («Η βασßλισσα, Κýριε μου, πÝθανε»). Κι Ýρχονται τþρα οι δÝκα στßχοι του ΜÜκβεθ που θα συζητÞσω και που αρχßζουν ως Ýξης:
She should have died hereafter,
There would have been a time for such a word
¸πρεπε να 'χε πεθÜνει αργüτερα, που θα 'βρßσκε
Και την κατÜλληλÞ του þρα Ýνας τÝτοιος λüγος
Η συνÝχεια λειτουργεß κατÜ τον τρüπο ενüς αυθüρμητου, συνειρμικοý αυτοσχεδιασμοý, τυπικοý των μονολüγων του Σαßξπηρ και που, απ' üσο ξÝρω, δεν υπÜρχει πριν απü αυτüν, Þ τουλÜχιστον δεν υπÜρχει μ' αυτü τον πλοýτο και μ' αυτÞ την Ýνταση:
Tomorrow and tomorrow and tomorrow
Creeps in this petty pace from day to day
To the last syllable of recorded time; And
all our yesterdays have lighted fools The
way to dusty death.
To αýριο και το αýριο και πÜλι το αýριο σÝρνεται
με το μικρü του βÞμα μÝρα με την ημÝρα
μÝχρι την Ýσχατη συλλαβÞ του εγγεγραμμÝνου χρüνου·
Κι üλα τα χτες μας φþτιζαν τρελοýς
στον δρüμο τους για τη σκüνη του θανÜτου.
Out, out, brief candle!
ΣβÞσε, σβÞσε λιγüζωο κερß!
Και τþρα Ýρχονται οι πÝντε περßφημοι στßχοι, στους οποßους θα επιμεßνω:
Life's but a walking shadow;
A poor player that struts and frets his hour upon the stage,
And then is heard no more.
It is a tale told by an idiot, full of sound and fury, signifying
nothing!
ΣκιÜ ποý διαβαßνει εßν' η ζωÞ
Üθλιος θεατρßνος που καρπþνεται χαραμßζοντας την þρα του
στη σκηνÞ
και πια δεν ξανακοýγεται.
ΜιÜ ιστορßα ιστορημÝνη απ' Ýναν ανüητο, γεμÜτη θüρυβο κι οργÞ,
δßχως κανÝνα νüημα.
Μου φαßνεται πως βρισκüμαστε σε μιÜ συνειρμικÞ διαδικασßα, τυπικÜ σαιξπηρικÞ. Θα μποροýσαμε ν' αναφÝρουμε πολλÜ Üλλα παραδεßγματα, Ýν απü τα ωραιüτερα εßναι ο μονüλογος του ΡιχÜρδου Β' στη Δεýτερη ΣκηνÞ της Γ' ΠρÜξης του ομþνυμου Ýργου. Θα περιορισθþ στον πασßγνωστο μονüλογο του 'Αμλετ "To be or not to be", για να εξηγÞσω τι θεωρþ συνειρμικÞ διαδικασßα. Το σημαντικü σ' üλες αυτÝς τις περιπτþσεις δεν εßναι üτι το πρüσωπο μιλεß κατÜ τρüπο συγχρüνως αυθüρμητο και «φυσικü»· τοýτο συμβαßνει ευρýτατα στην ελληνικÞ τραγωδßα και σε κÜθε θεατρικü Ýργο που στÝκει. Εαν Ýνα πρüσωπο δεν ομιλεß αυθüρμητα και «φυσικÜ», το Ýργο εßναι απλοýστατα κακü. Στον Σαßξπηρ üμως, τα πρüσωπα μιλοýν σα ν' αυτοσχεδιÜζουν κατÜ τρüπο που φαινομενικÜ συνδÝεται πολý Ýμμεσα με την κατÜσταση, αφÞνονται σ' Ýνα χεßμαρρο ιδεþν που η μιÜ καλεß την Üλλη αναπÜντεχα, και που δεν επιβÜλλονται, αλλÜ τüτε εντονüτατα, παρÜ μüνο εκ των υστÝρων. Ο 'Αμλετ ξεκινÜ με μιαν αναπÜντεχη ερωτÞση: "Να υπÜρχει κανεßς Þ να μην υπÜρχει. Αυτü εßναι το ζÞτημα". Και συνεχßζει: "Εßναι ευγενÝστερο να υποφÝρει κανεßς Þ να πÜρει τ' Üρματα". ΠεριγρÜφει τις αθλιüτητες της υπÜρξης, που λßγη σχÝση Ýχουν με την πραγματικÞ του κατÜσταση, και φτÜνει στη διερεýνηση του Üλλου üρου του διλÞμματος:
To be or not to be...
To die, to sleep -to sleep, perchance to dream,
ay, there's the rub
Να υπÜρχει κανεßς η να μην υπÜρχει
Ο θÜνατος, ο ýπνος -να κοιμηθεßς, ßσως να ονειρευθεßς
Αχ, εδþ εßν' ο κüμπος.
Ο κüμπος, το δρÜμα, το Üγχος ποý ζþνει το αδιÝξοδο της ζωÞς. Ποιüς ξÝρει ποιÜ θα μποροýσαν να εßναι τα üνειρα αυτοý του ýπνου κι αν δεν Þσαν μÞπως χειρüτερα απü τη ζωÞ στον ξýπνο της; Να υπÜρχεις, να μην υπÜρχεις, να πεθÜνεις, να κοιμηθεßς, να ονειρευτεßς, το üνειρο, ο εφιÜλτης, αποτελοýν συνειρμικÞ συναλýσωση.
ΕπανÝρχομαι στο κεßμενο του ΜÜκβεθ. Η βασßλισσα πÝθανε -θα μποροýσε να εßχε πεθÜνει αργüτερα, θα μποροýσε αργüτερα να βρεθεß θÝση για μιÜ τÝτοια λÝξη, μα üχι τþρα, üχι üταν οι καταστροφÝς συσσωρεýονται. ΑλλÜ ο ΜÜκβεθ συνÝρχεται αμÝσως, ειρωνεýεται τον ßδιο τον εαυτü του· αργüτερα, δηλαδÞ ακüμη μια φορÜ κι üπως για üλους τους Üλλους ανüητους, αýριο και αýριο και αýριο... ΛÝγομε πÜντοτε αýριο, αλλ' αυτü το αýριο, αντß να εßναι ο τüπος ποý εκπληρþνεται η ελπßδα, δεν εßναι παρÜ κεßνο που μας αλυσοδÝνει και μας αναγκÜζει να συρüμεθα μÝρα τη μÝρα, ως την ýστατη συλλαβÞ του εγγεγραμμÝνου χρüνου. ΣυλλαβÞ, ßσως η τελευταßα λÝξη του θνÞσκοντος; Κι εγγεγραμμÝνη ποý; Απü ποιüν; ΕγγεγραμμÝνη εκ των προτÝρων, üπως ο χρüνος που μας ορßζεται ως τον χουν του θανÜτου, üπως τα λßγα λεπτÜ που δßδονται στον πτωχü ηθοποιü. Και απü το αýριο περνÜ στο χθες, αφοý üλα αυτÜ τα αýριο μεταβÜλλονται, με το μικρü τους Ýρπον βÞμα, σε χθες που εμφανßζονται , εκ των υστÝρων, ως παγßδες, ως καταπακτÝς που εξαπÜτησαν εμÜς τους ανüητους, φωτßζοντας τη μüνη οδü ποý μποροýμε ποτÝ να πÜρουμε, το δρüμο προς τη σκüνη του θανÜτου. ΣβÞσε λοιπüν, σβÞσε, κερÜκι της ζωÞς. Κι Ýρχονται τüτε οι τρεις υπÝροχες μεταφορÝς που γλυστροýν οι μεν στις δε κι ανοßγουν, Üνθη δηλητηριþδη και θανÜσιμα, σε μιÜ κινηματογραφικÞ κßνηση. Η ζωÞ, η ζωÞ μας, εßναι μιÜ φευγαλÝα σκιÜ· κι εßναι επßσης Ýνας Üθλιος θεατρßνος που χαραμßζει τον χρüνο του για να εμφανισθεß στη σκηνÞ· κορδþνεται, κομπÜζει και χειρονομεß, üμως η þρα του σýντομα περνÜ και δεν ακοýγεται πια· τß εßν' üλ' αυτÜ, εßναι μιÜ ιστορßα που την εξιστορεß Ýνας ανüητος, παρÜφορη και θορυβþδης, δßχως καμιÜ σημασßα.
ΠερνÜμε απü τη μια μεταφορÜ στην Üλλη, σε μια κßνηση αýξουσας ανüδου που φτÜνει στο ζενßθ με την ιστοροýμενη απü Ýναν ανüητο ιστορßα. Γιατß κερÜκι; Μüλις μÜθαμε για τον θÜνατο της λαßδης ΜÜκβεθ και τοýτο, συνδεüμενο μ' αυτü τον παλαιüτατο ποιητικü τüπο, το κερÜκι της ζωÞς που καßγεται Þ σβÞνεται απü κÜποια Μοßρα, μας υπενθυμßζει πως η λαßδη, κρατþντας το, εμφανßστηκε για τελευταßα φορÜ στο δωμÜτιο λßγο πριν σβÞσει. 'Αλλος τüπος: η ζωÞ εßναι διαβαßνουσα, φευγαλÝα σκιÜ· ο Πßνδαρος εßχε Þδη γρÜψει, με μεγαλýτερη Ýνταση, «σκιÜς üναρ Üνθρωπος», εδþ üμως ο κοινüς τüπος της μεταφορÜς αναζωογονεßται κι ανανεþνεται πλÞρως απü τα συμφραζüμενα, απü την αρμονικÞ της μελωδßα· η μελωδικÞ γραμμÞ που συνεχßζεται βρßσκεται σε αρμονικÞ συνÞχηση με τα προηγοýμενα. Διüτι μüλις εßδαμε στη σκηνÞ μιÜ σκιÜ να διαβαßνει, εßναι η λαßδη ΜÜκβεθ, Þταν εκεß, βÜδιζε παραληροýσα πριν σβÞσει. ¹ταν üμως κι η ζωÞ, αυτÞ η σκιÜ που βÜδιζε, η ζωÞ τοý ΜÜκβεθ, ο κακüς δαßμων του κι η ζωÞ του απλþς. ¹ταν αυτÞ που, üταν το θÜρρος του, η ψυχÞ του δεßλιασε τη στιγμÞ της δολοφονßας τοý βασιλιÜ, τον ενθÜρρυνε, τον επανÝφερε στην κρεβατοκÜμαρα τοý βασιλιÜ και τον Ýκανε να πραγματοποιÞσει το ÝγκλημÜ του, αυτÞ Þταν που τον þθησε να δολοφονÞσει τον ΜπÜνκο, αυτÞ που τον στηρßζει üταν το φÜντασμα του ΜπÜνκο, σκοτωμÝνου απü τους Üνδρες του ΜÜκβεθ, μπαßνει στην τραπεζαρßα, üπου προδοτικÜ εßχε προσκληθεß. ΑυτÞ που πÜντα τον εμψýχωνε -εßναι αυτÞ, η σκιÜ που εßδαμε μüλις να βαδßζει, σκιÜ του εαυτοý της παραληροýσα. ΑυτÞ η ζωÞ, poor player, πτωχÝ, Üθλιε θεατρßνε, που δεν σου δüθηκαν συνολικÜ παρÜ μüνο λßγα λεπτÜ πÜνω στη σκηνÞ, τα λßγα λεπτÜ της ζωÞς μας πÜνω στη σκηνÞ του κüσμου, üπου κομπÜζουμε και κορδωνüμαστε. 'Αθλιος θεατρßνος, διüτι, ü,τι κι αν κÜνει, το αποτÝλεσμα θα εßναι Üθλιο, üπως Üθλια Þταν η λαßδη που εßδαμε και που ο χρüνος της στη σκηνÞ τελεßωσε. Δεν θα τη ξανακοýσουμε να μιλÜ, δεν θα ξανακοýσουμε να μιλοýν γι' αυτÞν. ΑλλÜ εßναι ο ΜÜκβεθ ο ßδιος αυτüς ο πτωχüς θεατρßνος, που η þρα του βαßνει προς το τÝλος της. Στο επßπεδο του Ýργου, η υπüθεση θα λÞξει· απεσýρθη στο κÜστρο του ΝτÜνσινεν, üπου πολιορκεßται απü τους εχθροýς του, χωρßς ελπßδα διαφυγÞς, η δε πρþτη προφητεßα των μαγισσþν πραγματοποιÞθηκε με μιαν αποτρüπαιη αναστροφÞ της αδυνατüτητας σε πραγματικüτητα. Στο επßπεδο του θεÜματος, ο θεατÞς το ξÝρει, το Ýργο βαßνει προς το τÝλος του, εßναι η Ε' ΠρÜξη. Κι εκεßνος που λÝγει üτι η ζωÞ εßναι Ýνας πτωχüς θεατρßνος που τρþει την þρα του στη σκηνÞ εßναι ο ßδιος, üχι in dicto αλλÜ in re, Ýνας ηθοποιüς, που η þρα του των θεατρινισμþν βαßνει προς το τÝλος της. Ο ΜÜκβεθ μιλεß για τον εαυτü του κι ο ηθοποιüς που παßζει τον ΜÜκβεθ μιλεß για τον εαυτü του.
¼λ' αυτÜ εßναι μια ιστορßα ιστορημÝνη απü Ýναν ανüητο. Ας σημειþσουμε την ετυμολογικÞ συγγÝνεια, a tale told, ιστορημÝνη ιστορßα. Full of sound and fury, γεμÜτη θüρυβο κι οργÞ. Sound εßναι ο Þχος, üμως εδþ εßναι προφανÝς πþς πρüκειται για θüρυβο. Ο Σαßξπηρ -üπως κι εμεßς- δεν ακοýει στη ζωÞ Ýνα μουσικü μÝλος, ακοýει θüρυβο. Μια ιστορßα ιστορημÝνη απü Ýναν ανüητο. Η σýνδεση των μεταφορþν φθÜνει σε μιÜ ρÞξη που δεν καταργεß τη συνÝχεια. Η συνÝχεια εßναι πως το ανÜφορο εßναι πÜντοτε το αυτü, η ζωÞ. Η ρÞξη εßναι πως υπÜρχει διÝξοδος προς Üλλο επßπεδο. Οι δýο πρþτες μεταφορÝς -η ζωÞ σκιÜ διαβαßνουσα, η ζωÞ Üθλιος θεατρßνος που χειρονομεß- εßναι, οýτως ειπεßν, εξωτερικÝς, εßναι εικüνες Þ συγκρßσεις. ΚÜποιος ομιλεß εκ των Ýξω, επιθεωρεß, συγκρßνει κι αποφαßνεται. ΑυτÞ η εξωτερικüτητα εßναι ενσωματωμÝνη στην ýφανση της μεταφορÜς· για να υπÜρξει σκιÜ πρÝπει να υπÜρχει φως, για να υπÜρξει ηθοποιüς πρÝπει να υπÜρχει θÝατρο και θεατÞς. Η α-πραγματικüτητα της ζωÞς συλλαμβÜνεται σε αναφορÜ προς μßα πραγματικüτητα που αντιτßθεται σ' αυτÞ και χωρßς την οποßα η μεταφορÜ δεν θα εßχε νüημα. ¼ταν üμως φθÜνουμε στην ιστορßα που ιστορεß ο ανüητος, üλα καταβυθßζονται μες στην ßδια τη μεταφορÜ, δεν υπÜρχει πια εξωτερικÞ αντßθεση, η μεταφορÜ διεστÜλη μÝχρι του σημεßου ν' απορροφÞσει μÝσα της üλη την πραγματικüτητα. Η ζωÞ εßναι μια ιστορßα ιστορημÝνη απü Ýναν ανüητο, γεμÜτη θüρυβο κι οργÞ, δßχως κανÝνα νüημα· και τοýτο αφορÜ το παν, εσÜς, εμÝνα, τον συγγραφÝα, τον θεατÞ, τον ΜÜκβεθ, τον θεατρßνο, τον ομιλητÞ, τον ακροατÞ, τη ζωÞ και το θÝατρο που την εκπροσωπεß. Ο χþρος κυκλþνεται, μαýρη τρýπα που αυτοκαταρρÝει. Αν κατανοοýμε τους üρους αυτÞς της φρÜσης μÝσω της διαφορÜς και της αντßθεσης, üπως το κÜνουμε υποχρεωτικÜ για κÜθε φρÜση σε κÜθε γλþσσα, τοýτο οφεßλεται αποκλειστικÜ στις ανÜγκες αυτÞς της ßδιας της κατανüησης· δεν εßναι μÝσα στη μεταφορÜ. Οι δýο πρþτες μεταφορÝς τοποθετοýν τη ζωÞ σε κÜτι και σε αντßθεση προς κÜτι Üλλο -τη σκιÜ στο φως, την αυταπÜτη του Üθλιου θεατρßνου επß σκηνÞς στην εκτüς θεÜτρου πραγματικüτητα. Η μεγαλοσýνη του Σαßξπηρ Ýγκειται, σ' αυτÞ την τρßτη μεταφορÜ, üτι κονιορτοποιεß το μηδÝν που εßναι το παν. Εßναι η απüλυτη μεταφορÜ κι εßναι, üπως θα λÝγαμε στα μαθηματικÜ, αλγεβρικþς κλειστÞ. Και δε λÝει κÜτι για τη ζωÞ σχετικÜ με κÜτι Üλλο απü τη ζωÞ, τοποθετεß το παν στη ζωÞ κι αυτÞ η ζωÞ εßναι παρÜλογη και λÝγει η ßδια για τον εαυτü της πως εßναι παρÜλογη, εßναι ιστορßα ιστορημÝνη απü Ýναν ανüητο, αυτü εßναι κεßνο που συμβαßνει επß σκηνÞς και μεταξý σκηνÞς και θεατþν. Ο ΜÜκβεθ, ο ηθοποιüς που παßζει τον ρüλο του κι ο θεατÞς που τον βλÝπει εßναι το αυτü, εßναι η παρÜλογη ιστορßα που λÝει για τον εαυτü της πως εßναι παρÜλογη ιστορßα, ο ομιλþν μετÝχει της παραλüγου ιστορßας, η δε κατανüηση, μες στην παρÜλογη αυτÞ ιστορßα, üτι βρισκüμαστε σε μια παρÜλογη ιστορßα, αποτελεß μÝρος της ιστορßας και του παραλογισμοý της, üλα κι üλοι αποτελοýν μÝρος της.
ΑυτÞ η απüφανση διαφεýγει του Επιμενßδη, δε λÝει «ψεýδομαι» δε λÝει «αυτü που λÝω εßναι παρÜλογο». Η απüφανση εßναι αληθÞς εις το τετρÜγωνο. Το παρÜλογο της ζωÞς δεν καταργεßται, αν κÜποιος ζωντανüς διαπιστþσει πως «η ζωÞ εßναι παρÜλογη», αντιθÝτως ενισχýεται, διüτι, ακριβþς, σε τß χρησιμεýει, αν η ζωÞ εßναι παρÜλογη, να το γνωρßζομε; ΑυτÞ η γνþση εßναι παρÜλογη, δεν σημαßνει πραγματικÜ τßποτε. Η απüφανση αυτοεπιβεβαιþνεται, γνωρßζοντας το παρÜλογο της ζωÞς το ενισχýομε. Απü την ταπεινÜ ανθρþπινη Üποψη, η ζωÞ ασφαλþς θα Þταν λιγüτερο παρÜλογη, αν δεν το ξÝραμε πως εßναι παρÜλογη. ¼λες οι θρησκεßες Ýρχονται να καταθÝσουν, να διαβεβαιþσουν üτι η ζωÞ δεν εßναι παρÜλογη Þ, εÜν εßναι, üτι υπÜρχει κι Üλλη ζωÞ, που για λüγους μυστηριþδεις (και στην πραγματικüτητα παρÜλογους) δεν εßναι, αυτÞ, παρÜλογη. Αυτüν τον παραλογισμü, οι ¸λληνες τον γνþριζαν καλÜ κι ο Αισχýλος τον γνþριζε üταν βÜζει τον ΠρομηθÝα να λÝει πως "εμφýσησε στους θνητοýς τυφλÝς ελπßδες".
Το μεγαλεßο του ποιÞματος παßζει εδþ πÜνω σε αυτü το ξεδßπλωμα, σ' αυτÞ τη διαστολÞ της μεταφορÜς. ΒÝβαια, υπÜρχει επßσης, ανÜ πÜσα στιγμÞ, η λÝξη, η απρüσμενη λÜμψη κι ακρßβεια των κατ' ιδßαν λÝξεων -ο ηθοποιüς, που struts and frets, που καμαρþνει, κομπÜζει, κορδþνεται στη σκηνÞ, η ιστορßα η ιστορημÝνη απü Ýναν ανüητο, στην ÜμεσÞ της οπτικÞ παραπομπÞ στο θÝαμα της λαßδης, που η αληθινÞ ζωÞ της κι η αλÞθεια της ζωÞς Ýγιναν παραλÞρημα· αυτü που αφηγεßται η λαßδη εßναι Ýνας ιστüς παραλογισμþν κι οι παραλογισμοß αυτοß εßναι αληθινοß για κεßνον που γνωρßζει την υποθÝση· ομιλεß για κηλßδες αßματος, για τον φüνο του βασιλιÜ και για üλα τα Üλλα, τελικÜ üμως αυτÞ η πραγματικüτητα εßναι η ßδια Ýνας ιστüς παραλογισμþν, αφοý üλα αυτÜ τα εγκλÞματα διεπρÜχθησαν για την αρπαγÞ και την κÜρπωση του στÝμματος, το δε τελικü τους αποτÝλεσμα εßναι η τρÝλα κι ο θÜνατος της λαßδης κι η επικεßμενη καταστροφÞ του ΜÜκβεθ. Κι εδþ πÜλι υπÜρχουν τρßα διαδοχικÜ επßπεδα. Η ακρßβεια κι ο πλοýτος των λÝξεων υπÜρχουν κι εδþ, üπως και σ' üλους τους μεγÜλους νεüτερους ποιητÝς, αλλ' ο Σαßξπηρ πρÝπει να υφÜνει το ποιητικü νüημα περνþντας απü την εκτυλιγμÝνη μεταφορÜ, δε μπορεß πια να το βρεß, üπως η Σαπφþ, ο Αισχýλος Þ ο ΣοφοκλÞς, στην ßδια τη λÝξη και στην αδιαßρετη πολυσημßα της.
¸νας Üλλος τýπος, συγγενÞς αλλÜ βαθιÜ διαφορετικüς, εßναι αυτü που θα μποροýσαμε ν' αποκαλÝσουμε πολυσημασιακÞ μεταφορÜ Þ εικüνα. Εδþ, η λÝξη εßναι «μονοσÞμαντη»· δεν εßναι η ßδια η λÝξη που εμφανßζει μιαν αδιαßρετη πολυσημßα, αλλÜ οι παραπομπÝς που αναδýονται αμÝσως, πολλαπλÝς και βαρýτατης σημασßας. Lider, στα γερμανικÜ, σημαßνει βλÝφαρα και μüνον βλÝφαρα. Ας παρατηρÞσουμε üμως την πυκνüτητα αυτÞς της λÝξης στην επιτÜφιο επιγραφÞ που Ýγραψε ο Ρßλκε για τον εαυτü του:
Rose, oh reiner Widerspruch, Lust Niemandes
Schlaf zu sein unter soviel Lidern
Ρüδο, þ καθαρÞ αντßφαση, χαρÜ
Να μην εßσαι ο ýπνος του κανενüς κÜτω απü τüσα βλÝφαρα.
Για ποιÜ βλÝφαρα πρüκειται; Ο νεκρüς, που εßναι κανεßς, Niemand, οýτις, κοιμÜται πßσω απü τα βλÝφαρÜ του. ΚοιμÜται υπü τα βλÝφαρα του νεκροσÝντονου και του φερÝτρου και κοιμÜται υπü τα πολλαπλÜ στρþματα χþματος που τον καλýπτουν. ΚοιμÜται κÜτω απü τα αναρßθμητα βλÝφαρα των πεπραγμÝνων του βßου και της πολιτεßας του, των ρüλων που ενεδýθη, αυτοý που υπÞρξε για τους μεν και για τους δε. Κι üλα αυτÜ τα βλÝφαρα χρειÜζονται για να καλýψουν -τß; ΚανÝναν, Niemand, οýτιν.
III. ΑυτÜ τα παραδεßγματα αποσκοποýσαν να φωτßσουν, μÝσω της αντßθεσÞς τους, μιαν üψη της διαφορÜς μεταξý της αρχαßας ελληνικÞς ποßησης και της νεüτερης ευρωπαúκÞς, θα επιχειρÞσω τþρα να εξαγÜγω μερικÜ γενικüτερα συμπερÜσματα. ΚÜνοντας τοýτο, θα οδηγηθþ εις το να διατυπþσω υποθÝσεις και να εκφρÜσω γνþμες και τις μεν και τις δε εξαιρετικÜ παρακινδυνευμÝνες και λüγω της φýσης του θÝματος και λüγω της αδυναμßας των μÝσων που διαθÝτω, αφοý γνωρßζω σχετικÜ καλÜ μüνο πÝντε γλþσσες (αρχαßα και νÝα ελληνικÜ, γαλλικÜ, αγγλικÜ και γερμανικÜ) και μÝτρια Üλλες τρεις (λατινικÜ, ιταλικÜ κι ισπανικÜ)· μ' Üλλα λüγια, δεν εßμαι οικεßος παρÜ μüνο μ' Ýνα περιορισμÝνο μÝρος του ινδοευρωπαúκοý συνüλου. Kεßνο που μου δßδει το θÜρρος ν' αναλÜβω παρoλαυτÜ κι ιδßω κινδýνω, αυτÞ την προσπÜθεια εßναι η σχεδüν γενικÞ, üπως μου φαßνεται, παραμÝληση, απü το τÝλος της «κλασικÞς» φιλολογßας και μετÜ το θÜνατο του μεγÜλου Ρüμαν ΓιÜκομπσον (Roman Jacobson), ενüς σημαντικüτατου θÝματος ερεýνης: της συγκριτικÞς διερεýνησης των εκφραστικþν αποθεμÜτων των γλωσσþν, θÝματος σημαντικοý για τη διαýγαση των οδþν και των μÝσων της κοινωνικο-ιστορικÞς δημιουργßας. ΑυτÞ η παραμÝληση μοý φαßνεται συνδεδεμÝνη με Ýναν απü τους σýγχρονους παραλογισμοýς· ο φüβος να φανεß κανεßς üτι προσδßδει ιδιαßτερο προνüμιο στην τÜδε γλþσσα Þ στον δεßνα πολιτισμü, να δþσει λαβÞ στην κατηγορßα του πολιτισμικοý ιμπεριαλισμοý Þ, horresco referens, του ευρωπαßο- Þ του λογο-φαλλο-οντο κ.λπ.-κεντρισμοý οδηγεß, υπü το απατηλü πρüσχημα της de iure ισüτητος üλων των λαþν, σε μια γλþσσα γενικευμÝνης ισοπÝδωσης, σε μιαν Üρνηση της συζÞτησης των διαφορþν κι ακüμη περισσüτερο, των ετεροτÞτων που διαμορφþνουν τον αβυθομÝτρητο πλοýτο της ανθρþπινης ιστορßας. Σαν να üφειλε κανεßς να δεχθεß πρþτα την ισοδυναμßα της «φιλοσοφßας» των Τασμανþν και των Ελληνοευρωπαßων, για να Ýχει το δικαßωμα να καταδικÜσει την εξüντωση των πρþτων απü τους 'Αγγλους. Οι ανüητοι που κÜνουν αυτοý του εßδους τους συλλογισμοýς δεν βλÝπουν καν üτι αποδÝχονται στην πραγματικüτητα το αξßωμα του «συλλογισμοý» των υπερασπιστþν της αποικιοκρατßας, Þτοι: εÜν Ýνας πολιτισμüς εßναι «ανþτερος» Üλλου, οι εκπρüσωποι του πρþτου Ýχουν το δικαßωμα κυριαρχßας επß (κι οριακÜ, της εξüντωσης) των εκπροσþπων του δευτÝρου. Συνεπþς, προûπüθεση της καταδßκης αυτÞς της κυριαρχßας Þ της εξüντωσης εßναι καταδßκη κÜθε συγκριτικÞς μελÝτης των πολιτισμþν που θα κινδýνευε να καταλÞξει σε «αξιολογικÝς κρßσεις» επß των μεν και των δε. Το παρÜλογο αυτοý του ψευδο-συλλογισμοý δεν Ýχει προφανþς τßποτα να κÜνει με τις τερÜστιες ενδογενεßς δυσκολßες μιÜς τÝτοιας μελÝτης, οýτε με το ζÞτημα, που τοποθετεßται σ' Ýν εντελþς Üλλο επßπεδο, των πολιτικþν επιλογþν που θα πρÝπει κατ' ανÜγκη να κÜνουμε μεταξý των θεσμικþν τýπων που οι διÜφοροι πολιτισμοß δημιοýργησαν. Το üτι διακηρýσσω τη σýνδεση μου με τα δημοκρατικÜ σπÝρματα που δημιοýργησε η ελληνο-ευρωπαúκÞ παρÜδοση, δεν με υποχρεþνει καθüλου να δηλþσω üτι η αρχιτεκτονικÞ μιας κοινωνßας με κÜστες, üπως η ινδικÞ, εßναι κατþτερη της δυτικÞς· οýτε εßμαι υποχρεωμÝνος, για να υποστηρßξω τα δικαιþματα των Αφρικανþν, να αποδεχθþ τη νυμφεκτομÞ και την αιδοιορραφÞ των γυναικþν σε πολλÜ μÝρη της μαýρης ηπεßρου. ¼σο για το θεωρητικÜ κεφαλαιþδες ζÞτημα της εσωτερικÞς αλληλεγγýης μεταξý των διαφορετικþν χþρων μιας πολιτισμικÞς δημιουργßας, αλληλεγγýης προφανοýς κι αινιγματικÞς, τοýτο δεν Ýχει Üμεση πολιτικÞ σπουδαιüτητα, üπως το δεßχνει η αμοιβαßα γονιμοποßηση (Þ μüλυνση Þ διαφθορÜ) των πολιτισμþν του πλανÞτη στη σýγχρονη εποχÞ. Μποροýμε λοιπüν ν' αρχßσουμε μιÜ Ýρευνα για τις διαφορετικÝς οδοýς που επÝλεξε η ποιητικÞ Ýκφραση στην αρχαßα ΕλλÜδα και στη νεüτερη Ευρþπη, χωρßς να φοβηθοýμε üτι στην περßπτωση που θα μας οδηγοýσε, üπερ αδ ýνατον, στο συμπÝρασμα της «ανωτερüτητας» των πρþτων επß των δευτÝρων, θα Þμασταν αναγκασμÝνοι να εκστρατεýσουμε υπÝρ της επανεγκαθßδρυσης της δουλεßας. ΜÝνει ο κßνδυνος, σε μια τÝτοια Ýρευνα, να υποκýψουμε στις «υποκειμενικÝς» προτιμÞσεις μας. Αυτüς ο κßνδυνος δεν μπορεß να παραμερισθεß, üταν πρüκειται περß θεμÜτων «αισθητικÞς», ωστüσο εßναι εν προκειμÝνω ασÞμαντος, αφοý δεν προτιθÝμεθα να «αξιολογÞσουμε» συγκριτικÜ την αρχαßα και τη νεüτερη ποßηση, αλλÜ να περιγρÜψουμε και ν' αναλýσουμε τα εκφραστικÜ μÝσα της μεν και της δε.
Θα ξεκινÞσω απü μιÜ παρατÞρηση του ΑριστοτÝλη στην "ΠοιητικÞ". Ο τραγικüς ποιητÞς, λÝγει, πρÝπει να εßναι περισσüτερο μυθοποιüς απü μετροποιüς, περισσüτερο δημιουργüς μýθων, ιστοριþν, παρÜ δημιουργüς μÝτρων, στιχοπλüκος. Πιστεýω πως αυτü ισχýει üχι μüνον για την τραγικÞ, αλλÜ για κÜθε ποßηση. Ακüμη και στη λυρικÞ ποßηση υπÜρχει πÜντοτε μýθος -προσπÜθησα να το δεßξω στην περßπτωση των τεσσÜρων στßχων της Σαπφοýς- δηλαδÞ μιÜ ιστορßα, Ýνα ανÜφορο (δημιουργημÝνο προφανþς απü το ßδιο το ποßημα), Ýνα αντικεßμενο που παρουσιÜζεται και που «εκτυλßσσεται», Ýστω και αν η εκτýλιξη αυτÞ εßναι βραχýτατη κι Ýστω αν το ανÜφορο αυτü δεν εßναι, üπως στην επικÞ ποßηση Þ την τραγωδßα, σχηματισμÝνο απü πρÜξεις, αλλÜ αφορÜ τα συναισθÞματα, τη ψυχικÞ κατÜσταση του ποιητÞ. Η λυρικÞ ποßηση δεν εßναι καθαρü επιφþνημα, δεν περιορßζεται σε Üχ! κι þ. ¸χει Ýνα αντικεßμενο: τη ψυχολογικÞ κατÜσταση -παραστÜσεις, αισθÞματα, επιθυμßες- κι αυτü το αντικεßμενο, Ýστω συλλαμβανüμενα σ' Ýνα «στιγμιüτυπο», δεν μπορεß να εμφανισθεß σαν μιαν απüλυτη στιγμÞ, βρßσκεται σε κÜποιον χρüνο, συλλαμβÜνεται απü αυτüν τον χρüνο, δημιουργεß, προς τα εμπρüς και προς τα πßσω Ýνα χρüνο. Και το βρßσκουμε αυτü ακüμη και σε μια ποßηση üπως τα χÜι-κου Þ μερικÜ συντομüτατα κινεζικÜ ποιÞματα φτιαγμÝνα απü μερικÝς λÝξεις -Ýνα βουνü, μια λßμνη, Ýνα πουλß, η θλßψη· αυτÞ η φαινομενικÜ στατικÞ παρουσßαση περιÝχει μιÜ ελÜχιστη κßνηση, και τοýτο εßναι ο μýθος της. ΒÝβαια, ως μýθο ο ΑριστοτÝλης εννοεß μιαν ανεπτυγμÝνη αφÞγηση, μεταξý üμως της ανεπτυγμÝνης αφÞγησης και του απλοý μÝτρου υπÜρχει ο χþρος του λυρικοý αντικειμÝνου, που βρßσκεται ξεκÜθαρα μÝσα στο χρüνο.
ΑλλÜ ο ποιητÞς δεν εßναι μüνο μετροποιüς και μυθοποιüς, εßναι και νοηματοποιüς, εικονοποιüς και μελοποιüς. Το τελευταßο χρειÜζεται μια διευκρßνιση. Ως μουσικÞ δεν εννοþ μüνον την υλικÞ μουσικüτητα, τη ρυθμικÞ μουσικüτητα του μÝτρου και την ηχητικÞ μουσικüτητα των λÝξεων (και τα συμπαρομαρτοýντα: παρÞχηση, ομοιοκαταλÞξεις Þ απλþς μια ωραßα «ενδογενÞ» ηχητικüτητα), εννοþ τη μουσικÞ του νοÞματος που εκδηλþνεται üχι μüνο στο επßπεδο του μýθου, αλλÜ και στο επßπεδο του στßχου, της διαδοχÞς των λÝξεων, üπως και στο επßπεδο της κÜθε λÝξης. ΥπÜρχει εμφÜνιση κι Üρθρωση των σημασιþν· υπÜρχει σημασßα στο επßπεδο του μýθου, στην ιστορßα που διαδραματßζεται, στο αντικεßμενο που παρουσιÜζεται συνολικÜ, αλλÜ υπÜρχει κι Üρθρωση στην κυριολεξßα, παρüμοια μ' αυτÞ του σþματος, που υποδιαιρεßται σε μÝλη μη χωριστÜ, αλλÜ συνδεδεμÝνα σε μια συνεχÞ συνεργεßα. Η υποδιαßρεση δε αυτÞ δεν εßναι διαχωρισμüς αυτÞς της συνολικÞς σημασßας στα μÝρη του ποιητικοý Ýργου, στις στροφÝς, στους στßχους, στις λÝξεις. ΥπÜρχει παρουσßαση ενüς ελÜχιστου ποιητικοý νοÞματος στο επßπεδο της ßδιας της λÝξης και βεβαßως, ακüμη περισσüτερο, στο επßπεδο της συνÜφειας, της σýνδεσης των λÝξεων, στοιχεßα πÜντοτε ζωντανüτερα ενüς υπερκειμÝνου νοÞματος. Αυτü το ελÜχιστο νüημα της λÝξης δεν παρουσιÜζεται λογικÜ, οýτε απλþς περιγραφικÜ· εδþ üλες οι μεταφορÝς μας προδßδουν, διüτι προδßδουν την ιδιαιτερüτητα του ποιητικοý Ýργου. ¸τσι κι αλλιþς πρÝπει να τις χρησιμοποιÞσουμε και να ποýμε üτι αυτü το minimum νüημα παρουσιÜζεται συγχρüνως εικονιστικÜ και μουσικÜ. Για να μιλÞσουμε για ποßηση εßμαστε υποχρεωμÝνοι να μεταχειρισθοýμε μεταφορÝς που προÝρχονται απü τη μουσικÞ και τη ζωγραφικÞ· üπως, για να μιλÞσουμε για μουσικÞ Þ ζωγραφικÞ, πρÝπει να χρησιμοποιÞσουμε μεταφορÝς που προÝρχονται απü την ποßηση, τη ζωγραφικÞ και τη μουσικÞ. Εßναι ο κýκλος της καλλιτεχνικÞς δημιουργßας· δεν μποροýμε να μιλÞσουμε για ποßηση, για μουσικÞ Þ για ζωγραφικÞ με μεταφορÝς γεωμετρßας Þ φυσικÞς. Τα μνημονεýουμε αυτÜ εδþ, διüτι πρÝπει να κατανοÞσουμε σε τι συνßσταται αυτü που δε μποροýμε να αποκαλÝσουμε αλλιþς παρÜ μüνο μουσικüτητα του νοÞματος. Αν σ' üσα ακολουθοýν φαßνεται üτι προτιμþ τη μουσικÞ μεταφορÜ, τοýτο γßνεται διüτι η ζωγραφικÞ μεταφορÜ εßναι κατÜλληλη μüνο στις περιπτþσεις üπου η ποιητικÞ Ýκφραση αναφÝρεται σε κÜποιο «εξωτερικü» αντικεßμενο, και κυρßως διüτι η ζωγραφικÞ, εν αντιθÝσει προς τη μουσικÞ, δεν παρουσιÜζει τη χρονικÞ εκτýλιξη που δßνει ψυχÞ στο ποßημα.
Στο επßπεδο του μýθου, üπως στο επßπεδο των μÝτρων, δηλαδÞ των στßχων, συναντοýμε πÜντα δýο διαστÜσεις. Ο μýθος μπορεß να προβληθεß στο επßπεδο μιας ιστορßας, αυτοý που μπορεß να αποτελÝσει αντικεßμενο διÞγησης, της «αφÞγησης». Εßναι αυτü που κÜνουν π.χ. οι σχολιαστÝς, που μας δßδουν, στην αρχÞ των χειρογρÜφων των αρχαßων τραγωδιþν, τις υποθÝσεις των Ýργων, μια περßληψη του σε τηλεγραφικü ýφος. ΠαρÜδειγμα:
«Αποθανüντα Πολυνεßκη εν τω προς τον αδελφüν μονομαχßω
ΚρÝων Üταφον εκβαλþν κηρýττει μηδÝνα αυτüν θÜπτειν, θÜνατον την
ζημßαν ποιÞσας. Τοýτον Αντιγüνη η αδελφÞ θÜπτειν πειρÜται. [...]»
Μπορεß επßσης ο μýθος να προβληθεß στη διÜσταση της σημασßας· αυτü προσπαθοýμε να εξαγÜγουμε, üταν αναλýουμε το περιεχüμενο, το νüημα της ιστορßας. ¸νας μýθος που θα Þταν δυνατüν να προβληθεß καθ' ολοκληρßα στον Üξονα της αφÞγησης θα εßχε οριακÜ μηδενικÞ σημασßα, θα Þταν η «ιστορßα ιστορημÝνη απü Ýναν ανüητο, δßχως κανÝνα νüημα», Þ κÜποιο ασÞμαντο γεγονüς καταχωρημÝνο στα «ψιλÜ». ¸νας μýθος εξ ολοκλÞρου προβεβλημÝνος στον Üξονα της σημασßας θα Þταν Ýνα εßδος φιλοσοφικοý συστÞματος, π.χ. το σýστημα του Σπινüζα, κι ασφαλþς üχι ποßημα. ¸να ποßημα, üπως μιÜ τραγωδßα, εκτυλßσσεται πÜντοτε στις δýο διαστÜσεις. Αυτü που εξετÜζομε εδþ δεν εßναι ο μýθος, αλλÜ το μÝτρον, ο «στßχος» Þ οι «στßχοι», ουσιþδεις υπομονÜδες για την πραγματοποßηση της ποιητικÞς σημασßας. Κι εδþ επßσης Ýχομε δýο διαστÜσεις. ¼πως εßπαμε, υπÜρχει η «υλικÞ» μουσικüτητα, φωνητικÞ και ρυθμικÞ. Αυτü üμως που εδþ μας ενδιαφÝρει εßναι η σημασιακÞ μουσικüτητα· υπÜρχει ταυτοχρüνως μελωδßα και αρμονßα νοÞματος.
Η μελωδßα του νοÞματος εßναι η συνýφανση της «ανüδου-καθüδου» στο κλειδß της σημασßας και στο επßπεδο της Ýντασης. Η σημασßα της κÜθε λÝξης τροποποιεß τη σημασßα του στßχου, üσο αυτüς ξετυλßγεται· οι παραλλαγÝς οξýτητος Þ εντÜσεως της Ýκφρασης δημιουργοýν μια μορφÞ, Ýνα pattern. Ιδοý η Üνοδος εντÜσεως στους στßχους:
Plonger au fond du gouffre, Enfer ou Ciel qu' importe!
Au fond de l' Inconnu pour trouver du nouveau!
Βυθßσου στο βÜθος του βαρÜθρου, Κüλαση, Ουρανüς -αδιÜφορο!
Στο βÜθος του Αγνþστου, για να βρεις το Καινοýργιο!
Þ η εξακολουθητικÞ Üνοδος:
Demain c' est le cheval qui s' abat blanc d' écume,
Demain...
Αýριο, εßναι το Üλογο που καταρρÝει Üσπρο απ' τους αφροýς
Αýριο...
που σταματÜ βιαßως με την Üπειρη πτþση του:
Demain, c' est le tombeau.
Αýριο εßναι ο τÜφος.
Η μελωδßα του νοÞματος εßναι η οριζüντια σχÝση των νοημÜτων και των εντÜσεων των κατ' ιδßαν λÝξεων στη διαδοχÞ τους, που Þδη περιÝχει εν εαυτÞ μιÜ αρμονικÞ συνιστþσα. Διüτι üπως, üταν ακοýμε το τÝλος μιας μελωδßας, η μουσικÞ της ουσßα περιλαμβÜνει ü,τι προηγÞθηκε, Ýτσι κι η εκτýλιξη του νοÞματος σε μιÜ ποιητικÞ φρÜση, η οποßα εκτýλιξη συνßστα καθ' εαυτÞν μιÜ χρονικÞ μορφÞ, καταλÞγει σε Ýνα τÝλος που εßναι αυτü που εßναι σε συνÜρτηση με ü,τι προηγÞθηκε. Η εκφρÜση αρμονßα νοÞματος, εν στενÞ εννοßα, φαßνεται σαν μη λογικÞ, αφοý αρμονßα εßναι η συνÞχηση περισσοτÝρων φωνþν, το δε ποßημα -και γενικüτερα η γλωσσικÞ εκφρÜση- φαßνεται μονωδικü. ΥπÜρχει ωστüσο αρμονßα, διüτι υπÜρχουν αρμονικοß τÞς σημασßας των λÝξεων. ¼ταν χτυπÜμε Ýνα πλÞκτρο πιÜνου Þ μιÜ χορδÞ βιολιοý, Ýνα ντο Þ Ýνα σολ, δεν ακοýμε μüνο αυτüν τον τüνο, αλλÜ συγχρüνως τους αρμονικοýς του, την οκτÜβα, την υπερκεßμενη πÝμπτη κ.λπ. Εßναι εκεßνο που συντελεß στο ηχητικü χρþμα και στον ηχητικü πλοýτο του κÜθε οργÜνου. Μποροýμε να θεωρÞσουμε ως αρμονικοýς μιας λÝξης ü,τι αυτÞ η λÝξη κατορθþνει να θÝσει σε Þχο. Μια λÝξη εßναι αυτÞ που εßναι απ' την Üποψη του νοÞματος, μÝσω üλων των αρμονικþν της, των ηχÞσεων και συνηχÞσεþν της, αυτþν που αποκαλοýνται κατÜ παρÜδοση συνδηλþσεις, ü,τι συνοδεýει και σ' ü,τι παραπÝμπει. Τοýτο εßναι βεβαßως αξεχþριστο απü τον ακροατÞ, απü το συγκεκριμÝνο ακροατÞριο· εßναι üμως επßσης και κυρßως, «απρüσωπα» κατατεθειμÝνο μες στη γλþσσα. Μια λÝξη λειτουργεß μες στη γλþσσα ακριβþς μÝσω των απεριüριστων παραπομπþν της, καθεμßα εκ των οποßων κινητοποιεß Üλλες παραπομπÝς. Ο αρμονικüς πλοýτος ενüς στßχου αποτελεßται απü τον πλοýτο των παραπομπþν των λÝξεων που τον αποτελοýν.
Τοýτο ισχýει για την ποßηση εν γÝνει, ανεξÜρτητα γλþσσας που εκφρÜζεται. Κεßνο για το οποßο θÝλω να μιλÞσω εδþ εßναι μια ειδοποιüς διαφορÜ, σχετικÞ με την «επιλογÞ» του τρüπου εκφραστικüτητας της μουσικÞς σημασιολογßας, μεταξý αρχαßας ελληνικÞς και νεüτερης ευρωπαúκÞς ποιÞσεως. ΑυτÞ η διαφορÜ φαßνεται συνδεδεμÝνη με μιαν ιδιüτητα της αρχαßας ελληνικÞς, ιδιüτητα που Ýχει κοινÞ πιθανþς μ' üλες τις γλþσσες που θα μποροýσαμε να ονομÜσουμε πρωταρχικÝς, σ' αντßθεση με τις γλþσσες που μποροýμε να ονομÜσουμε δευτερογενεßς. ΥπÜρχει στα αρχαßα ελληνικÜ μιÜ πρωταρχικÞ πολυσημßα των λÝξεων, μια πολλαπλüτητα σημασιþν, που δεν εßναι μüνο το αποτÝλεσμα των συνδηλþσεων Þ των αρμονικþν, αλλ' αντιστοιχεß σε φÜσματα σημασιακÜ, με τη φυσικομαθηματικÞ Ýννοια του φÜσματος. Στα αρχαßα ελληνικÜ συγκατοικοýν στην ßδια λÝξη, και σε αναλογßα ποιοτικÜ Üλλη απü τις ευρωπαúκÝς γλþσσες που κÜπως γνωρßζω, νοÞματα διαφορετικÜ, Üλλοτε παρÜγωγα τα μεν των δε, Üλλοτε απλþς συγγενÞ. ΑυτÞ η τελευταßα διÜκριση πρÝπει Üλλωστε να σχετικοποιεß, Ýστω διüτι θα εßναι συχνÜ αδýνατον να αποφασßσουμε αν τα συγγενÞ νοÞματα προÝρχονται Þ üχι απü κÜποια αρχαιüτατη παραγωγÞ, της οποßας δεν υφßστανται πλÝον ßχνη. To Vocabulaire του Μπενβενßστ (Benveniste) μας παρÝχει Üφθονη ýλη που καλýπτει Üλλωστε ακριβþς τις περισσüτερες «πρωτογενεßς» ινδοευρωπαúκÝς γλþσσες. Ελληνικοß üροι, üπως εßναι, λüγος, φαßνεσθαι και τüσοι Üλλοι, φαßνεται üτι ενσÜρκωσαν Þδη στην απαρχÞ της γλþσσας και χωρßς να μποροýμε να αποφασßσουμε περß κÜποιας παραγωγÞς, μια δÝσμη σημασιþν, που μÝσα τους φαßνεται αδýνατον να καθορισθεß μια εσωτερικÞ γενετικÞ τÜξη.
Ας προσθÝσουμε σ' αυτü Ýν Üλλο γεγονüς, εξßσου σημαντικü. Ακüμη και στα παραδεßγματα παραγωγÞς, οι εσωτερικÝς συνδÝσεις των üρων του λεξιλογßου εßναι αμÝσως ορατÝς, τις ψηλαφοýμε σχεδüν, ενþ τοýτο δεν συμβαßνει παρÜ σε ολιγÜριθμες και σχεδüν περßπου ασÞμαντες περιπτþσεις στις δευτερογενεßς γλþσσες. Εßδαμε παραπÜνω τα παραδεßγματα σελÜννα κι þρα στη Σαπφþ, γÝλασμα στον Αισχýλο, Ýργον στον Ηρüδοτο. Ας θεωρÞσουμε, εξ αντιθÝσεως, τις λÝξεις lune στα γαλλικÜ, moon στ' αγγλικÜ. ΚαμιÜ τους δεν εßναι φορτισμÝνη με κÜποια λεξιλογικÞ συγγÝνεια, οι συνδηλþσεις τους εßναι εßτε πραγματικÝς εßτε λογοτεχνικÝς· οι λÝξεις αυτÝς δεν παραπÝμπουν σε κÜποια κοινÞ μÞτρα νοÞματος, που απ' αυτÞ θα ξεπηδοýσε φÜσμα σημαινüντων και σημαινüμενων. Lune στα γαλλικÜ εßναι απü αυτÞν την Üποψη, αν μποροýμε να ποýμε, ανüργανο, η λÝξη Ýπεσε στα γαλλικÜ διüτι τα λατινικÜ λÝγανε luna, üπως το moon Ýπεσε στ' αγγλικÜ απü τη γερμανικÞ ρßζα της λÝξης Mond. Ας σημειþσουμε üτι και το τελευταßο εßναι εξßσου «ανüργανο» σÞμερα στα γερμανικÜ.
ΑυτÞ η πρωταρχικÞ αδιαßρετη πολυσημßα στα αρχαßα ελληνικÜ δεν αποτελεß ασφαλþς προνüμιο αυτÞς της γλþσσας. Κρßνοντας Ýστω κι απü τα παραδεßγματα που βρßσκουμε στο βιβλßο του Μπενβενßστ, φαινüμενα του ßδιου τýπου απαντοýν στα σανσκριτικÜ Þ στα αρχαιÜ ιρανικÜ, üπως και στα αρχαßα γερμανικÜ. Σε ποιο μÝτρο χρησιμοποιÞθησαν ενεργþς στην ποßηση αυτþν των γλωσσþν, ανÞκει στην αρμοδιüτητα των μελετητþν τους να το πουν. ΥπÜρχει τÝλος στα αρχαßα üπως επßσης και στα νÝα ελληνικÜ μια τερÜστια ελεýθερη λεξιλογικÞ παραγωγικüτητα. Μπορεß κανεßς να δημιουργÞσει λÝξεις, και δημιουργοýνται λÝξεις, απü τον ¼μηρο ως τον 4ο αιþνα και μετÜ, με αφετηρßα τις ενδογενεßς δυνατüτητες της γλþσσας και τους δεδομÝνους με τη γλþσσα κανüνες σχηματισμοý των λÝξεων, σε μßα κλßμακα ασυγκρßτως ευρýτερη απü αυτÞν των συγχρüνων ευρωπαúκþν γλωσσþν. Η χρÞση προθεμÜτων και επιθεμÜτων, η δημιουργßα ρημÜτων απü ουσιαστικÜ Þ επßθετα και το αντßστροφο, η σýνθεση τους, δεν Ýγιναν Üπαξ δια παντüς, αλλÜ μÝσα σε μιÜ συνεχιζüμενη διαδικασßα. Τοýτο δεν αποκλεßει τη συζÞτηση και την κριτικÞ στÜση. Ο ΑριστοφÜνης στους ΒατρÜχους ασκεß κριτικÞ στον Αισχýλο -που χειρßζεται τη γλþσσα üπως ο μαρμαρÜς που αφαιρεß ογκüλιθους απü το λατομεßο- αποδßδοντας αυτÞν την κριτικÞ στον Ευριπßδη, που τον κατηγορεß üτι κατασκευÜζει λÝξεις σαν βουνÜ κι üτι τον διακρßνει μεγαλοστομßα, ενþ αυτüς, ο Ευριπßδης, μιλεß τη γλþσσα του καθενüς.
Αυτοß οι τρüποι παραγωγÞς, με την ευρýτατη Ýννοια, φαßνονται παγιωμÝνοι στις νεüτερες ευρωπαúκÝς γλþσσες Þ σπανιüτεροι. Η ακαμψßα της ακαδημαúκÞς γαλλικÞς αποτελεß σχεδüν καρικατοýρα απü αυτÞν την Üποψη. Η οργιαστικÞ χλιδÞ της γλþσσας του Ραμπελαß (Rabelais) αφανßστηκε απü τους ΜαλÝρμπ (Malherbe), Μπουαλþ (Boileau) και τη ΓαλλικÞ Ακαδημßα. Ο τρüπος σýνθεσης παραμÝνει αριθμητικÜ σημαντικüς στα γερμανικÜ, αλλÜ φαßνεται περιορισμÝνος στη διοικητικÞ, πρακτικÞ Þ επιστημονικÞ γλþσσα· δε βρßσκω παρÜ ελÜχιστες σýνθετες λÝξεις στους ΧÝλντερλιν (Hölderlin), Γκεüργκε (George) Þ Ρßλκε (Rilke). Η παραγωγÞ ρημÜτων απü ουσιαστικÜ, Þ το αντßστροφο, εξακολουθεß πÜντα στ' αγγλικÜ, üμως μÝνει περιορισμÝνη στη δημοσιο-γραφο-διοικητικÞ Þ τεχνικÞ ιδιüγλωσσα. Ο νεüτερος Ευρωπαßος ποιητÞς δεν αφοπλßστηκε προφανþς, οýτε κατÝστη κατþτερος απü αυτÞ την κατÜσταση, οδηγÞθηκε στη δημιουργßα Üλλου τýπου εκφραστικþν μÝσων. Η σχετικþς ευπρüσωπη περιγραφÞ τους θ' απαιτοýσε τη συγγραφÞ ενüς συγγρÜμματος ευρωπαúκÞς ποιητικÞς (εννοþ, δυτικÞς) σε αμÝτρητους τüμους.
ΠροσπÜθησα παραπÜνω, μιλþντας για τον μονüλογο του ΜÜκβεθ, να βρω κÜποιον απ' αυτοýς που τον ονüμασα αναπτυγμÝνη μεταφορÜ. Δεν πρüκειται προφανþς για τη «στοιχειþδη» μεταφορÜ που υπÜρχει παντοý και πÜντοτε ευθýς ως υπÜρχει γλþσσα, αφοý κÜθε γλωσσικÞ εκφρÜση εßναι πÜντοτε μεταφορικÞ/μετωνυμικÞ και γενικüτερα τροπικÞ. Οýτε για την «ποιητικÞ εικüνα» -σýγκριση, αναλογßα, αλληγορßα κ.λπ.- που μπορεß να εκταθεß σε περισσüτερους στßχους, üπως τüσο συχνÜ στον ¼μηρο. Οι τρεις «εικüνες» που παρουσιÜζονται απü τον Σαßξπηρ στο παρÜθεμα που συζÞτησα επικοινωνοýν εσωτερικÜ, περνοýν η μια στην Üλλη σε μßα Üνοδο εικονοποßησης/παρουσßασης, παραπÝμπουν συγχρüνως στο ανÜφορü τους και καθεμιÜ στην Üλλη, εμπλουτιζüμενες ως την τελικÞ ακμÞ.
Αν κÜτι πρÝπει να προκαλÝσει τον θαυμασμü μας, εßναι η πολλαπλüτητα των οδþν, των οποßων η δημιουργüς δýναμις των ποιητþν μπüρεσε να προκαλÝσει την ανÜδυση σε διαφορετικÝς γλþσσες, για ν' αγγßσει την εντονüτερη εκφραστικüτητα της σημασιακÞς μουσικüτητας στην ποßηση, θαυμασμü που νιþθουμε πρþτ' απ' üλα μπροστÜ στα μÝσα, το δυναμικü που υποκρýπτει καθεμιÜ απü αυτÝς τις γλþσσες, δημιουργßα κÜθε φορÜ μιας κοινωνßας Üλλης, ενüς ανþνυμου συλλογικοý Üλλου.