ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

Óêáñßìðáò ÃéÜííçò: Ï... Ôñåëëüò ÐïéçôÞò

Βιογραφικü

     Ο ΓιÜννης Σκαρßμπας γεννÞθηκε 28 ΣεπτÝμβρη 1893, στην Αγßα Ευθυμßα Παρνασσßδος απü τον Ευθýμιο Σκαρßμπα και την ΑνδρομÜχη Σκαρτσßλα και πÝθανε σ' ηλικßα 91 χρüνων, στις 21 ΓενÜρη 1984. Κηδεýτηκε δημοσßα δαπÜνη στην αγαπημÝνη του πüλη, τη Χαλκßδα, στο λüφο του ΚαρÜμπαμπα. Χωρßς αμφιβολßα υπÞρξε πολυδιÜστατη φυσιογνωμßα των Ελληνικþν ΓραμμÜτων αφοý ασχολÞθηκε μ' üλα σχεδüν τα εßδη του γραπτοý λüγου (διÞγημα, νουβÝλα, ποßηση, μυθιστüρημα, ιστορικü δοκßμιο, θÝατρο, Καραγκιüζη, σχολιογραφßα κλπ.). Σýμφωνα με τις εκτιμÞσεις του συνüλου των κριτικþν και των μελετητþν του στη χþρα μας, σφρÜγισε με τη παρουσßα του την ελληνικÞ ηθογραφßα, για να συνεχßσει αργüτερα σ' Üλλους χþρους που δεν εßχανε καμμιÜ σχÝση με τον παραδοσιακü τρüπο γραφÞς. ¹ταν ¸λληνας λογοτÝχνης, κριτικüς, θεατρικüς συγγραφÝας, ποιητÞς και πεζογρÜφος. Το Ýργο του, εντυπωσιακü σ' Ýκταση και ποικιλßα, σημαδεýτηκε απü την Ýντονη αντιδικßα του με τις καθιερωμÝνες αξßες της ζωÞς και του αστικοý πολιτισμοý. ΕισÞγαγε επßσης υπερρεαλιστικÜ στοιχεßα στην ελληνικÞ πεζογραφßα -θεωρεßται απü τους πρωτοπüρους. Γüνος ιστορικÞς οικογÝνειας απü την Αγßα Ευθυμßα της Φωκßδας, αφοý ο πατÝρας Þταν απüγονος αγωνιστþν της ΕπανÜστασης του 1821.
     Ξεκßνησε τις εγκýκλιες σπουδÝς του στο σχολαρχεßο του Αιγßου και τις ολοκλÞρωσε στην ΠÜτρα στο Α' ΓυμνÜσιο Πατρþν. ΥπηρÝτησε στον Ελληνικü Στρατü, τη περßοδο του Α' Παγκ. Πολ., στο Μακεδονικü μÝτωπο, ως ανθυπασπιστÞς στο 5/42 Σýνταγμα Ευζþνων, üπου διακρßθηκε, τραυματßστηκε στο σβÝρκο και παρασημοφορÞθηκε. Διορßστηκε τελωνοσταθμÜρχης στην ΕρÝτρια (πρþην ΝÝα ΨαρÜ) και το 1915 εγκαταστÜθηκε στη Χαλκßδα, για να εργαστεß εκεß ως εκτελωνιστÞς, ενþ παρÜλληλα γρÜφτηκε στη ΦιλοσοφικÞ ΣχολÞ του Πανεπιστημßου Αθηνþν. Τüτε νυμφεýτηκε την ΕλÝνη Κεφαληνßτη κι απÝκτησαν 5 παιδιÜ. ΜετÜ το γÜμο του και μÝχρι το 1922 αποσπÜστηκε στο τελωνεßο της ΕρÝτριας.


                                                   Κληρωτüς

     Στα γρÜμματα εμφανßστηκε στη 10ετßα του 1910 με ποιÞματα και πεζÜ που δημοσßευσε σε διÜφορα περιοδικÜ της ΑθÞνας και στις εφημερßδες Εýριπος και Εýβοια της Χαλκßδας, χρησιμοποιþντας το ψευδþνυμο ΚÜλλις Εσπερινüς. Η πρþτη του επßσημη εμφÜνιση με το πραγματικü üνομα Ýγινε το 1929, üταν Ýλαβε το Α' Βραβεßο διηγÞματος για το πεζü Ο καπετÜν ΣουρμελÞς ο ΣτουραÀτης, που δημοσßευσε στο περιοδικü ΕλληνικÜ ΓρÜμματα του ΚωστÞ ΜπαστιÜ. Το εικονοκλαστικü του ýφος  κι Þ ιδιüρρυθμη γλþσσα που χρησιμοποßησε στα Ýργα του, προκÜλεσε αßσθηση για την εποχÞ εκεßνη. Βραβεýθηκε με το Α' Κρατικü Βραβεßο Λογοτεχνßας το 1976 για το αντιπολεμικü μυθιστüρημÜ του του, ΦυγÞ προς τα εμπρüς. Ο μπαρμπα-ΓιÜννης, üπως Þτανε γνωστüς στους φßλους, Ýζησε üλη του τη ζωÞ στη Χαλκßδα και ταξßδεψε ελÜχιστα. ΚεßμενÜ του υπÜρχουν δημοσιευμÝνα και σε περιοδικÜ ενþ αρκετοß στßχοι του Ýχουν μελοποιηθεß. Τα πιο γνωστÜ μελοποιημÝνα ποιÞματÜ του εßναι ΣπασμÝνο καρÜβι, Ουλαλοýμ κι Εαυτοýληδες για τα οποßα που Ýγραψαν μουσικÞ αντßστοιχα οι συνθÝτες ΓιÜννης Σπανüς, Νικüλας ¢σιμος και Διονýσης ΤσακνÞς
     Το 1998 το σπßτι του üπου γεννÞθηκε στην Αγßα Ευθυμßα, Ν. Φωκßδας, ανακηρýχθηκε ως ιστορικü διατηρητÝο μνημεßο γιατß χρειÜζεται κρατικÞ προστασßα, σýμφωνα με τις διατÜξεις του Ν 1469/1950,  ιδιοκτησßα της Κοινüτητας, επειδÞ συνδÝεται μ' Ýναν απü τους αξιολογüτερους ¸λληνες λογοτÝχνες του 20οý αιþνα. Το 1984 ιδρýθηκε στη Χαλκßδα ο Πολιτιστικüς Σýλλογος Φßλοι Γ. Σκαρßμπα, με βασικοýς στüχους τη προβολÞ του Ýργου του, η συγκÝντρωση παντüς εßδους υλικοý σχετικοý με την εν γÝνει ζωÞ του, η δημιουργßα Πολιτιστικοý ΚÝντρου-Μουσεßου στ' üνομÜ του, τη συμμετοχÞ στη πολιτιστικÞ ζωÞ της Χαλκßδας κι üχι μüνο. Στη γενÝτειρÜ του, οργανþνονται κÜθε χρüνο εκδηλþσεις αφιερωμÝνες στη μνÞμη του, τα Σκαρßμπεια
     Ο ΓιÜννης Σκαρßμπας αυτοσυστηνüταν, με το προσωπικü ýφος που τον χαρακτÞριζε, ως:

   "...συνταξιοýχος τελωνειακüς, διασαφιστÞς και τÜχα λογοτÝχνης αλλÜ και
ΑνÜξιος απüγονος ορεσßβιων προγüνων", -αναφερüμενος στην καταγωγÞ του απü τη Φωκßδα.

     Σε ιδιüγραφο βιογραφικü σημεßωμÜ του γρÜφει:

     ΓεννÞθηκα το 1893 στο χωριü Αγια-ΘυμιÜ της Παρνασσßδος -πρþην ΔÞμου Μυωνßας. Το δημοτικü μου σκολειü το πÝρασα στην ΙτÝα των Σαλþνων. Το Σχολαρχεßο στο Αßγιο και το ΓυμνÜσιο στην ΠÜτρα. Εδþ στη Χαλκßδα ελθüντας για στρατιþτης -κληρωτüς- το 1914 νυμφεýτηκα... εξ' Ýρωτος. ¸κτοτε, σχεδüν δεν το κοýνησα απü τη πüλη ετοýτη, τη Χαλκßδα. ¸κανα οικογÝνεια, παιδιÜ, νýφες κι εγγüνια και μνÝσκω ακüμα, γρÜφοντας Λογοτεχνßα κι Ιστορßα. ΑλλÜ και Ποßηση και ΘÝατρο.
   Τþρα υπÝρ τα 84 μου χρüνια γεγονþς, εφησυχÜζω, σχεδüν μüνος στο σπιτÜκι μου, ζων αεß μη- διδασκüμενος, εν αναμονÞ του εσχÜτου μου μαθÞματος, ευχαριστþντας εκεßνο που ονομÜζουμε Θεü, για τα βουνÜ και για τα δÜση που εßδα... (Ζαχ. Παπαντωνßου 'Η ΠροσευχÞ Του Ταπεινοý').
     Και για το ακριβÝς των παραπÜνω αυτþν μου ασημÜντων, υπογρÜφομαι,
               ο ταπεινüτατος
                                          ΓιÜννης Σκαρßμπας


     Ο Σκαρßμπας γεννÞθηκε, κατÜ μßαν εκδοχÞ στο γενÝθλιο τüπο της ευκατÜστατης μητÝρας του ΑνδρομÜχης Σκαρτσßλα, το Αßγιο ΑχαÀας και κατ' Üλλη στη γενÝτειρα του πληβεßου πατÝρα του Ευθýμιου Σκαρßμπα, την Αγßα Ευθυμßα Παρνασσßδας, üπου και πÝρασε Ýνα σημαντικü μÝρος των 1ων 2 10ετιþν της ζωÞς του.
ΑυτÞ τη περßοδο φοßτησε στο Αλληλοδιδακτικü Δημοτικü Σχολεßο της ΙτÝας κι εν συνεχεßα (1906-1908) στο Ελληνικü Σχολεßο Αιγßου, καθþς και στη ΜÝση ΔασικÞ ΣχολÞ της πüλης. Το 1912 εργÜστηκε ως διευθυντÞς λογιστηρßου στο υποκατÜστημα της γερμανικÞς εταιρεßας Singer στη ΠÜτρα. Στο τÝλος του επüμενου χρüνου στρατεýτηκε κι Ýλαβε μÝρος στον Β' Βαλκ. Πüλ. Στη διÜρκεια του Α' Παγκ. Πολ. βρÝθηκε στο μακεδονικü μÝτωπο, üπου τραυματßστηκε στον αυχÝνα και παρασημοφορÞθηκε.
     Το 1919 Ýλαβε θÝση εκτελωνιστÞ στο τελωνεßο Χαλκßδας και παρÜλληλα γρÜφτηκε στη ΦιλοσοφικÞ ΣχολÞ του Πανεπιστημßου Αθηνþν, αλλÜ το συντηρητικü της κλßμα τον Ýκαμε σýντομα να την εγκαταλεßψει. Τον ßδιο χρüνο νυμφεýτηκε την ΕλÝνη Κεφαλληνßτη (αποκτÞσανε 5 παιδιÜ). ΑμÝσως μετÜ, αποσπÜστηκε στο νεοσýστατο τελωνεßο της ΕρÝτριας, απ' üπου τÝλος του '22 επÝστρεψε στη λατρεμμÝνη του πüλη Χαλκßδα, στην οποßα αγκυροβüλησε για πÜντα και στα γραφτÜ του με ποικßλλους τρüπους ανýμνησε.
     Με τη γραφÞ Üρχισε να καταπιÜνεται απü τις αρχÝς της 2ης 10ετßας του 20ου αι., δημοσιεýοντας κεßμενÜ του σ' εφημερßδες με το ψευδþνυμο ΚÜλλις Εσπερινüς. Συστηματικüτερα το Ýπραξε στη διÜρκεια της παραμονÞς του στην ΕρÝτρια, üπου και συνÝταξε τα 1α του 9 διηγÞματα. Ωστüσο, η εντατικÞ ενασχüλησÞ του με τη λογοτεχνßα συνÝβη με την οριστικÞ του εγκατÜσταση στη Χαλκßδα, üπου με πÜθος συνÝχισε να μελετÜ και να δημιουργεß. ¸χοντας βιþσει απü τα μικρÜτα του στην Αγια-ΘυμιÜ τη λαúκÞ μας παρÜδοση και μαγευτεß απü την ομορφιÜ του δημοτικοý μας τραγουδιοý, το ανÞσυχο κι ανυπüτακτο πνεýμα του τον ωθεß σε νÝες αναζητÞσεις.


                                         Με τη σýζυγü του ΕλÝνη

     Ο Πüε, ο ΧÜμσουν, ο ΝτοστογιÝφσκυ, ο ºψεν, ο ΟυÜιλντ, ο ΠαπαδιαμÜντης, ο Βιζυηνüς, ο Σολωμüς κι Üλλοι μεγÜλοι συγγραφεßς, μαζß με τα σýγχρονα αισθητικÜ ρεýματα της Ευρþπης του προσφÝρουν ιδÝες και τροφÞ για το Ýργο του, αλλÜ και του κεντρßζουνε το ενδιαφÝρον να υπερβεß τους ως τüτε ορßζοντες των λογοτεχνικþν γραφþν και να τις ταξιδÝψει σε πολý διαφορετικοýς και πρωτüγνωρους συγγραφικοýς δρüμους. Κομβικü σημεßο στη λογοτεχνικÞ του οδοιπορßα υπÞρξε το διÞγημÜ του Στις πετροκολüνες στο λιμÜνι (1929) κι η βρÜβευσÞ του για τον ΚαπετÜν ΣουρμελÞ του στον πανελλÞνιο διαγωνισμü διηγÞματος του περιοδικοý ΕλληνικÜ ΓρÜμματα του ΚωστÞ ΜπαστιÜ. ΔιÞγημα, που Ýγινε δεκτü μ' ενθουσιασμü απü τη κριτικÞ επιτροπÞ του διαγωνισμοý (ΚωστÞς ΜπαστιÜς, Φþτης Κüντογλου, Κþστας Καρθαßος και ΛÝων Κουκοýλας), που διÝκρινε το ßδιον, το αλα-Σκαρßμπα, üπως αποκÜλεσε ýφος του γραπτοý. ΜÜλιστα, φροντßσανε σ' επüμενα φýλλα του περιοδικοý να δημοσιευτοýν διηγÞματα του ΧαλκιδÝου συγγραφÝα και το 1930 να κυκλοφορÞσουν υπü τον τßτλο Καûμοß στο ΓριπονÞσι.
     Δυο χρüνια μετÜ, θα 'ρθει και Το θεßο Τραγß, με 13 του αφηγηματικÜ κεßμενα, που φÝρουν επιρροÝς απü τον γαλλικü υπερρεαλισμü, αποτελοýν εντυπωσιακÞ στροφÞ στο ως τüτε αφηγηματικü του ýφος και συνÜμα σταθμü στην üλη του συγγραφικÞ πορεßα. Σýντομα, θα 'ρθει κι ο μυθιστορηματικüς του ΜαριÜμπας, που χαρακτηρßστηκε ως αφηγηματικü αριστοýργημα κι 1 Ýτος μετÜ, το '36, η με τßτλο Ουλαλοýμ 1η ποιητικÞ του συλλογÞ. Το επüμενο Ýτος θα ηγηθεß της σýνταξης και της Ýκδοσης των Νεοελληνικþν ΣημειωμÜτων με τη πßεση των πραγμÜτων να σταματÜ το εγχεßρημα στα 5 üλα κι üλα τεýχη κυκλοφορßας του περιοδικοý.
     Στη γονιμüτερη κι ουσιαστικüτερη αυτÞ περßοδο της συγγραφικÞς του ζωÞς, προσφÝρει στα νεοελληνικÜ μας γρÜμματα Το σüλο του Φßγκαρο, αλλÜ κι Üλλα αφηγηματικÜ Þ θεατρικÜ του Ýργα, που κατÜ καιροýς και σýμφωνα με τη πÜγιÜ του τακτικÞ θα επεξεργαστεß και τροποποιÞσει κι εßτε θα τα εμφανßσει αργüτερα (Το Βατερλþ δυο γελοßων) εßτε θα τα καταχωνιÜσει σε κÜποια συρτÜρια, οπüτε οι επιγενüμενοι τα ανασýρανε για να τα αποδþσουνε στο αναγνωστικü κοινü, εßτε αδημοσßευτα ως σÞμερα παραμÝνουν -üπως οι θεατρικÝς του δημιουργßες ΜαριÜμπας και ΓαλατÜδες.



     Στη διÜρκεια της ΚατοχÞς, που η πεßνα παρÜ λßγο να στερÞσει τη ζωÞ του ιδßου και μελþν της οικογενεßας του (στρÜφηκε και προς το ελληνικü θÝατρο σκιþν, δßνοντας μÜλιστα και παραστÜσεις στις κατοπινÝς 10ετßες. Προúüν της δραστηριüτητας εßναι ο Αντικαραγκιüζης ο ΜÝγας κι η παραγωγÞ των περιþνυμων καραγκιοζοφιγοýρων του. Τη περßοδο αυτÞ συγκλονιστικÞ υπÞρξε η αντιδικßα του με τον Αργýρη ΒαλσαμÜ, που δια του τýπου υποστÞριξε πως Η γυναßκα του Καßσαρος (που παßχτηκε με μεγÜλη επιτυχßα στη κατοχικÞ Χαλκßδα για την ενßσχυση του Σκαρßμπα κι αργüτερα κυκλοφüρησε ως βιβλßο με τον τßτλο Ο Þχος του κþδωνος), υπÞρξε προúüν αντιγραφÞς του συγγραφÝα απü Το βαμμÝνο πÝπλο του Σþμμερσετ Μωμ.
     ΜετÜ την απελευθÝρωση η συγγραφικÞ κι εκδοτικÞ δραστηριüτητÜ του συνεχßστηκε ως τις εσχατιÝς του βßου εßτε εμφανßζοντας νÝα του κεßμενα εßτε παλαιüτερα, που üμως Ýχουν υποστεß ουσιαστικÝς Þ ανεπαßσθητες παρεμβÜσεις απü το χÝρι του συγγραφÝα. Ο Σκαρßμπας χρονικÜ τοποθετεßται στη γενιÜ του '30, οπüτε και πρωτοεμφανßστηκε στα ελληνικÜ γρÜμματα με μια γραφÞ κοφτερÞ και πρωτüτυπη κατÜ την υφÞ και το ýφος, που θεωρεßται εντελþς προσωπικü κι αμßμητο. Πιστüς στο εν αρχÞ ην ο λüγος, φρüντισε þστε η λογοτεχνικÞ του παραγωγÞ ως μεγÜλη πρωταγωνßστριÜ της, τη γλþσσα να Ýχει, πασχßζοντας στη με τÝχνη αποδüμησÞ της και στη διατýπωση των νοημÜτων του μ' εντελþς ανατρεπτικü κι ιδιüτυπο σýστημα γραφÞς, που συνδυÜζει και στοιχεßα απü τον σουρρεαλισμü, τον μοντερνισμü και το παρÜλογο. ΠλÜι στην -Üρχουσα του λüγου- γλþσσα, αρωγüς στα λογοτεχνικÜ του παιχνßδια στÝκονται οι αφηγηματικÝς του εμπνεýσεις και τεχνικÝς με τη περßτεχνÞ τους πλÝξη και διαστρωμÜτωση. ΤακτικÞ, που αφ' ενüς υποδηλþνει σχÝσεις πυκνÞς και στÝρεης ýφανσης, σπÝρμα βÜθους κι ουσßας στις γραφÝς του, αλλÜ κι þθηση του αναγνþστη σε διαρκÞ νοητικÞ εγρÞγορση, στοχασμü και συμμετοχÞ στα συγγραφικÜ του δρþμενα.



     Η φιλολογßα πλÝον τονε τοποθετεß στους κýριους εισηγητÝς κι εκφραστÝς του παρÜδοξου στο χþρο της νεοελληνικÞς λογοτεχνßας και του θεÜτρου του παραλüγου. ΜÜλιστα, αρκετοß μελετητÝς τον θεωροýν ως τον 1ο ¸λληνα συγγραφÝα του εßδους, ενþ ο ßδιος επαιρüμενος, δÞλωνε πως προηγÞθηκε και του ΙονÝσκο και των Üλλων εκφραστþν του ΘεÜτρου του Παραλüγου στον ευρωπαúκü, τουλÜχιστον, χþρο. Ως συγγραφÝας με αυταπÜρνηση, σαρκασμü και καυστικüτητα για 6 και πλÝον 10ετßες απü τη πεπρωμÝνη πüλη του Χαλκßδα δßχως σταματημü στηλßτευε τα κακþς της κοινωνßας κεßμενα, το σκοταδισμü των πνευματικþν ιδρυμÜτων και τον τελματικü λüγο των λογοτεχνικþν κýκλων της πρωτεýουσας, αντιτεßνοντας συνÜμα τη δικÞ του στοχαστικÞ πρüταση. Το γεγονüς ετοýτο, που συνετÝλεσε στον παραγκωνισμü του απü τους ψηλοκÜπελους φιλολογικοýς κýκλους της εποχÞς και στη κακüπιστη κριτικÞ πολλþν εκ των επαúüντων. Πιστüς στις αρχÝς του κι ακλüνητα πεπεισμÝνος για τη σημαντικüτητα και την αγÝραστη υφÞ του Ýργου του, δÞλωνε απερßφραστα πως: "ΕμÝνα η μÜνα ΕλλÜδα τþρα με κοιλοπονÜει"! Και πρÜγματι, üσο περνÜ ο καιρüς ο -κατÜ δÞλωσÞ του ως- χαλκιδεüτερος πÜντων των ΧαλκιδÝων κι απü το 1935 ο ταυτισμÝνος με τη Χαλκßδα του ΓιÜννης Σκαρßμπας, λογßζεται λαμπρü πνευματικü τÝκνο της ΕλλÜδας, που üλο και πιüτερους φανατικοýς αναγνþστες αποκτÜ, ενþ οι μελετητÝς του Ýργου του διαρκþς αυξÜνονται, προσεγγßζοντας πολýπλευρα τα συγγραφικÜ του δημιουργÞματα και αναδεικνýοντÜς τα φιλολογικÜ.



     Για το ξεχωριστü κι ιδιüπλωρο συγγραφικü του Ýργο ευτýχησε να τιμηθεß τüσον απü την Εταιρεßα Ευβοúκþν Σπουδþν (το 1964) üσο κι απü το ΔÞμο ΧαλκιδÝων δια του Χρυσοý Μεταλλßου (το 1978), καθþς και με το Α' Κρατικü Βραβεßο Πεζογραφßας για το αντιπολεμικü του αφÞγημα ΦυγÞ προς τα Εμπρüς.
     ΠλÞρης ημερþν (ετþν 91) ο Σκαρßμπας Ýφυγε απü τη ζωÞ στις 21 ΓενÜρη 1984, αφÞνοντας τη τελευταßα του πνοÞ στη -κατεδαφισθεßσα το 2003- οικßα της οδοý Γκομßνη 8, üπου διÝμενε. Η κηδεßα του Ýγινε δημοσßα δαπÜνη κι ο ενταφιασμüς του σε περßοπτη θÝση, Ýξω απü το φροýριο του ΚαρÜμπαμπα και σε μικρÞ σχετικÜ απüσταση απü τον οßκο της διαμονÞς του.
    Εßναι πολý λßγοι οι Üνθρωποι που σ' αυτÞ τη χþρα τüλμησαν να ορθþσουν ανÜστημα απÝναντι στον παραλογισμü. Εßναι ακüμη λιγüτεροι κεßνοι που το πρÜξανε κüντρα σ' üλους και σ' üλα, απλÜ και μüνο επειδÞ θÝλαν να δοýνε την αλÞθεια να θριαμβεýει ξεπερνþντας κÜθε μορφÞ συναισθηματισμοý που μπορεß να μας κÜνει να βλÝπουμε τα πρÜγματα μες απü το φÜσμα που εμεßς επιλÝγουμε. ¸νας απü αυτοýς Þταν ο ΓιÜννης Σκαρßμπας. Το ýφος του γραψßματüς του Þταν κατÜ γενικÞν ομολογßα… λßγο απ' üλα, χωρßς αυτü να 'χει αρνητικÞ σημασßα. ΟριακÜ σουρρεαλιστÞς, Ýμπλεκε το πραγματικü με το φανταστικü, το κωμικü με το δραματικü κι üλ' αυτÜ μες απü το πλÝον Üναρχο στυλ που εμφανßστηκε στα ελληνικÜ ΓρÜμματα και δεν υπÜκουε σε συγκεκριμÝνους κανüνες. ΛÜτρης του Καραγκιüζη και της λαúκÞς τÝχνης Ýγραψε χαρακτηριστικÜ:

   "Τοýτος ο ξυπüλυτος Ýρχεται ντρÝτα απü τα μυστÞρια: τα ορφικÜ, τα ελευσßνια, τα διονýσια, üπως ο Üνθρωπος Ýρχεται ντρÝτα απü τη μüδα. ΝτεμοντÝ εßναι μüνον οι νεκροß, ενþ κι η καρδιÜ του ¸θνους δεν χτυπÜει στα νÜιτ-κλαμπ οýτε στα σαλονειακÜ κουκουβαγεßα της ΑθÞνας".



     ΠÜντως το Ýργο της ζωÞς του, κεßνο που τονε κατÝταξε στους μεγÜλους της ελληνικÞς λογοτεχνßας, Þτανε το 3τομο ΕικοσιÝνα κι η αλÞθεια που καταπιÜστηκε με την ΕλληνικÞ ΕπανÜσταση χωρßς συναισθηματισμοýς. Το βιβλßο εκδüθηκε το 1971, στη δικτατορßα, γεγονüς που εýκολα ωθεß στο να συμπερÜνει κανεßς üτι δεν Ýτυχε και της καλýτερης αποδοχÞς απ' τους συνταγματÜρχες. Κι ενþ οι μελετητÝς του Ýργου συμφωνοýν üτι εκεß δεν γßνεται ιστορικÞ καταγραφÞ της επανÜστασης, δεν μποροýν να μη σημειþσουν üτι ο Σκαρßμπας Üνοιξε το δρüμο στους ιστορικοýς να ψÜξουνε σε ýδατα αχαρτογρÜφητα μÝχρι τüτε, για ν' ανακαλýψουνε την αλÞθεια...

ΡΗΤ¢:

 * Απü τη μÝρα που Ýνας Üνθρωπος ξεστüμισε "αυτü εßναι δικü μου", απü κεßνη τη στιγμÞ γεννÞθηκεν η βßα και το ψÝμμα.

 * Εßχα πει για τους αμαρτωλοýς που εν τη απεßρω στοργÞ του για üλα του τα πλÜσματα ο ΠανÜγαθος, Ýπλασε κι αυτοýς, þστε να βÜνουνε κÜτι κÜτω απ' τη μýτη κι οι παπÜδες του -για να μη πεθÜνουν απ' τη πεßνα.

ΕΡΓΑ:

¼ ΚαπετÜν ΣουρμελÞς ü Στουραßτης, διηγÞματα (1930)
ΤρÜτα κουλουριþτικη, διηγÞματα (1930).
Καûμοß στο ΓριπονÞσι, διηγÞματα (1930)
Στις πετροκολþνες το λιμÜνι, διηγÞματα (1931).
ü διÜβολος στην κÜβιανη, διηγÞματα (1932).
Το θεßο τραγß, διηγÞματα (1933)
ΣκλÜβος στην χαλκßδα, διηγÞματα (1934).
ΜαριÜμπας, μυθιστüρημα (1935)
Ουλαλοýμ, ποιÞματα (1936)
Φαντασßα, ποιÞματα (1937)
Χαλκßδα, ποιÞματα ιστορικÜ (1938)
Το σüλο του Φßγκαρω, μυθιστüρημα (1939)
Το μοντÝλο, ποιÞματα (1941)
ΤαμÜρα, ποιÞματα (1944)
Εαυτοýληδες, ποιÞματα (1952)
Ο Þχος του κþδωνος, θÝατρο (1951)
Το Βατερλþ δýο γελοßων, μυθιστüρημα (1959)
Η μαθητευομÝνη των τακουνιþν, τρεις νουβÝλες (1961)
Στον πÜνω μαχαλÜ στα μαρουχλÝικα, διηγÞματα (1962).
ΠÜπια του γυαλοý, διηγÞματα (1963)



Οýλοι μαζß κι ü Ýρωτας, διηγÞματα (1964).
Μι μÜχη που δεν πÜρθηκε, διηγÞματα (1965).
¼ βοιδÜγγελος. διηγÞματα (1966).
¼ καπετÜν ΓκρÞς, διηγÞματα (1967).
ΒοúδÜγγελοι, ποιÞματα (1968)
¢παντες στßχοι, ποιÞματα (1970)
Το '21 κι η αλÞθεια, Η τρÜπουλα κι Οι γαλατÜδες, ιστορικÜ δοκßμια (1971–1977)
Το '21 κι η αριστοκρατßα του, ιστορικü δοκßμιο (1978)
Ο σεβαλιÝ σερβÜν της Κυρßας, θÝατρο (1971)
Η περßπολος Ζ´, διÞγημα,χρονικü απü τον Α' Παγκ. Πüλ. (1972)
ΤυφλοβδομÜδα στη Χαλκßδα, διηγÞματα (1973)
Το ξÜφνιασμα, ποιÞματα (1974)
¹ κυρÜ μου Þ τρÝλλα, ποιÞματα (1975)
ΦυγÞ προς τα εμπρüς, μυθιστüρημα (1976)
¹ ΤρÜπουλα, δοκßμιο (1975)
Τρεις Üδειες καρÝκλες, διηγÞματα (1976)
Αντι-Καραγκιüζης ο ΜÝγας, θÝατρο (1977)
Το βαπüρι, ποιÞματα (1978)
Τα πουλιÜ με το λÜστιχο, χρονογραφÞματα (1978)
Τα καγκουρþ, θÝατρο (1979)
ΣτÜδιον δüξης, ποιÞματα (1979).
ΣπαζοκεφαλιÝς στον ουρανü, αντιδιηγÞματα (1979)
Η κυρßα του τραßνου, θÝατρο (1980)
Ο πÜτερ ΣυνÝσιος, θÝατρο (1980)


============================



                   Χαλκßδα
(απü τη συλλογÞ  ΟΥΛΑΛΟΥΜ)

Να 'ν' σπασμÝνοι οι δρüμοι, να φυσÜει ο νüτος
κι εγþ καταμονÜχος και να λÝω: τι πüλη!
να μη ξÝρω αν εßμαι -μÝσα στην ασβüλη-
Ýνας λυπημÝνος πιερüτος!

Φýσαε -εßπα- ο νüτος κι Ýλεγα: Η Χαλκßδα,
þ Χαλκßδα -πüλη (Ýλεγα) και φÝτος
Þμουν -στ' üνειρü μου εßδα- ΠερικλÝτος,
πÜλι ΠερικλÝτος Þμουν -εßδα...

¸τσι Ýλεγα! ¹σαν μÜταιοι μου οι κüποι
πα' σε ξýλο κοýφιο, πρüστυχο, ανÜρια,
Ως θερßα, ως δÝντρα -αναγλυμÝνοι- ως ψÜρια
τα üνειρÜ μου (μοýμιες) κι οι ανθρþποι.

Τþρα; Πüλη, τρÝμω τα γητÝματÜ σου
κι εßμαι ακüμα ωραßος σαν το ΜÜη μÞνα,
κρßμα, λÝω, θλιμμÝνη να 'σαι κολομπßνα
και να κλαßω εγþ στα γüνατÜ σου.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

¸τσι να 'ν' σπασμÝνοι, να φυσÜ απ' το νüτο
και με πßλο κλüουν να γελÜς, Χαλκßδα:
Αχ, νεκρü στο χþμα -να φωνÜζεις- εßδα
Ýνα μου ακüμη πιερüτο!...

                Ο ΣταθμÜρχης

Θüλωνε το βρÜδυ και το τραßνο εßχ’ Ýμβει
Στον ερημικü σταθμü βαρý και ατüφιο
Λες το’ χε τυρλßξει σ’ ÜχνÜ πÝπλα η ρÝμβη
¸τσι ως ξÜφνου στÜθκε ακßνητο και ψüφιο.

ΣÞμανε η καμπÜνα κι Ýτριξαν οι θýρες,
ΟýρλιÜξε ‘να σφýριγμα και αυτü εκινÞθη
ΠλÜι σε μια παρÜτα αγερþχες φιλýρες
Που κþπηλατοýσαν –λÝς στητÝς- στη λÞθη.

Λßγο ακüμα κι üργιο – αρθρωτÞ γουστÝρα-
ΘÜφευγε ως εßχ’ Ýρθει μες των ατμþν τολýπη
Κι εγþ πÜλι μüνος στη θλιμμÝνη εσπÝρα
Με συντρüφισσÜ μου, θÜμενα, τη λýπη.
………………………………………………..
¢ξαφνα ως γλυστροýσε -σ’ Ýνα παραθýρι
¸να χÝρι εξαßσιο μοýγνεψε και πÜει
Μια σειρÜ Üσπρα δüντια , δυο μÜτια σαπφεßροι
Μοýστειλαν- φßλημα στα χÜη!

¸μενα … Η μÝρα εßχε κιüλας φýγει,
Του σταθμοý μου, γýρω, η ερημßα αλýχτα^
Κεßνες οι φιλýρες πÞγαιναν με ρßγη
Και με βÞμα στρÜτι- ωτικü στη νýχτα…

Ω, Ýσý, κυρÜ χÝρι, δüντια , μÜτι
¼νειρο και τραßνο που την πας τη νιüτη,
¸δωσα σινιÜλο – το κ α θ Þ κ ο ν_ για τη
ΔιασταýρωσÞ μας στην αιωνιüτη…

                 Ο Καμποýρης

Θα της Üρεζα φαßνεται και με εßχε πÜρει
Για τις ιδÝες μου που Ýχω, τις μπροýσκες
¸τσι με των γλουτþν μου (ως εßμαι) τις φοýσκες
ΖευγÜρι.

Μα εγþ πιÜστηκα στου ÝρωτÜ της την πιÜκα
Με τα (Ýως τα γüνατα κοντÜ μου) παντζÜκια,
Και – αχ- για δαýτη μου, πüσα πßνω φαρμÜκια
Τη μπÜκα.

Του κÜκου μεσ’ στ’ Üλλα μου της τσÝπης τουμλÝκια
Εßχα εγþ –να τα βλÝπει- σουγιÜ και σφυρßχτρα,
Η φωνÞ μου (σαρμüνικα) ηχοýσε – η μπÞχτρα-
Γυναικεßα!

Το λοιπüν; Να, τοýτης μου κακþχω της μοýρης
Της σπανÞς να μπορþ να αγαπþ χωρßς γÝνια,
Και με γÜμπες γυμνÝς να εßμαι – μ’ ευγÝνεια-
Καμποýρης…

Ωωω… τα’ Üνθη τα’ αγκÜθια, üλα Ýρχονται στη φýση
Κι üλα φεýγουν στην þρα τους. ( Την τýχη τους νÜχα…)
Εγþ τι; Στη ζωÞ, Ýχω βιαστεß νÜρθω τÜχα
¹ αργÞσει;

                      Το Πλοßο
(ο τιτανικüς)

Εκεß προς τις γραμμÝς του Νüτιου απεßρου

ΠερÞφανο ως λικνßζοντας το πλοßο
Με δýο γλαρÜ φουγÜρα και ονεßρου
Φþτα χρυσÜ – η Κυρßα μ’ Ýνα βιβλßο,

Στο χÝρι εμελαγχολεß… τι θεßα þρα
Στα βαλς που η σÜλα αντηχεß κι εßχεν Ýβγει
ΜισÞ φωτιÜ η σελÞνη!… και τι φιüρα
Οι Ýξωμες μηλαßδες και τα ζεýγη.

Που ωραßα στροβιλßζονταν. Η μπÜντα
Που ανýποπτους σε μÝθη αιθÝρια εþρει!
Και η Κυρßα –ωωω! … που εκρÜτει πÜντα
Εκεßνο το βιβλßο… το βαπüρι
Στο πÝλαο που αγÜλι Ýκανε κ ρ Ü τ τ ε ι…

Ω η Κυρßα, η Κυρßα αυτÞ η μοιραßα

Με πÜντα το βιβλßο -τþρα- ω νÜτη-
ΚρυφÜ το σκα απ’ την πüρτα κι ειν’ ωραßα.
Μα ωχρÞ… Ενþ το πλοßο πλÝει ( Þ δεν πλÝει;)
το πλοßαρχο κρατεß κι αχνÞ και κρýα:
«Γροßκησα σαν κÜποιο τßναγμα…» του λÝει.
– Μα βÝβαια, βυθιζüμεθα Κýρια!…

                         Η ΤρÜτα

ΓρÞγορα φτÜσαμε λοιπüν Þ αργÞσαμε; Και ßδια
Πως κÜμψαμε της χßμαιρας μαζß το ακρωτÞριο;
Δþθες ερχüντας πÞραμε καρδιÜ, ματιÝς και φρýδια
– περßεργο γιατß καρδιÜ, γιατß ματιÝς μυστÞριο!

Κι εßμαστε δω –ω τι καλÜ- με τους εγκÜρδιους σκýλους
Στητοß μπρος στ’ Üνθη που γυρνοýν και στους -που φεýγουν τüπους
Σαν να -τι ωραßα- βρεθÞκαμε με ροýχα και με πßλους
Σαν να -ποιος ξÝρει τι χρυσÜ χορεýουμε με τρüπους…

ΧρυσÜ με τρüπους και μαλλιÜ …. Οι ρÜφτες μας (τι νüες
Και μαιτρ -α- χα) μας μπÜζουνε στους ραφτικοýς των οßκους
-γυμνοß εμεßς!… οι μÜνες μας, για ιδÝς τες κει -αθþες-
εßναι σαν Δε μας γÝννησαν μικροýς κουτοýς πιθÞκους!

Και -τραλαλÜ …- τα’ αδÝρφια μας: τα φßδια, οι γÜτοι, οι σκýλοι-
Στα τÝσσερ’ Üλλα περπατÜν κι Üλλα παν’ με τα στÞθη
-κι αυτÜ ματιÝς, κι αυτÜ καρδιÜ ως εμεßς … τι ωραßα ω φßλοι,
με ουρÜ Þ με πßλο Þ με φτερÜ , γοργÜ μας πÜει η λÞθη!…

Και πÜμε αντÜμα. Τι καλÜ! Κατüπι Ýρχονται οι Üλλοι
-κι Üλλα γατιÜ, κι Üλλα πουλιÜ!… πλÜνα χορεýτρα η φýση,
Þ με ουρÜ Þ με φτερÜ Þ πßλο στο κεφÜλι,
βιÜστηκε να μας φÝρει εδþ Þ τÜχα νÜχει αργÞσει;

                   Το ΕισιτÞριο

Να 'ναι σαν νÜμουν Ýτοιμος. Και νÜναι
Σαν νÜχω χÜσει το εισιτÞριο. Οι κÜβοι
Ν’ αφροκοπÜν, κι οι αφροß να το κουνÜνε
Μεσ’ στους καπνοýς του –üρνιο- Ýνα καρÜβι.

Κι εγþ να ψÜχνουμαι εδωχÜμω. Και üλο- üλο
…το … ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ να λÝω σýντρüφοι ωραßοι!…
και να μην Ýρχεται μια βÜρκα Ýως το μþλο
να μην φαινþνται πουθενÜ οι βαρκαρÝοι…

Οι βαρκαρÝοι!… Το εισιτÞριο!.. Να τρÝμει
-ζαγÜρι εντüς μου- η Χαλκßδα και τα üρη.
Κι εκεß να τüχουν συνεπÜρει οι ανÝμοι
ΜετÝωρο -μες τστις αχλÝς του- το βαπüρι…

Ω διÜολε!… üλα νÜχουν χαθεß και νÜχουν πÜει
Κι οι Üνθρωποι δραπετεýσει απü τους τüπους
Κι αυτü το πλοßο να τραβÜει και να τραβÜει
Χωρßς μηχανικοýς, χωρßς ανθρþπους…

Και χωρßς φþτα. ΑκυβÝρνητο. Και üλο
Να χλιμιντρÜει στο χÜος. Κι ως θα κλαιω
-κι üλας να ψÜχνουμαι, να ψÜχνουμαι στο μþλο
και üλο για κεßνο το εισιτÞριο να λεω…
 
                     Φαντασßα
(απü τη συλλογÞ ΟΥΛΑΛΟΥΜ)

Να 'ναι σα να μας σπρþχνει Ýνας αÝρας μαζß
προς Ýνα δρüμο φιδωτü που σβει στα χÜη,
και σÝνα του καπÝλου σου πλατειÜ και φανταιζß
κÜποια κορδÝλα του, τρελÜ να χαιρετÜει.

Και να 'ν' σα κÜτι να μου λες, κÜτι ωραßο κοντÜ
γι' Üστρα, τη ζþνη που πηδÜν των νýχτιων φüντων,
κι αυτüς ο Üνεμος τρελÜ-τρελÜ να μας σκουντÜ
üλο προς τη γραμμÞ των οριζüντων.

Κι üλο να λες, να λες, στα βÜθη της νυκτüς
για Ýνα -με γυÜλινα πανιÜ– πλοßο που πÜει.
¼λο βαθιÜ, üλο βαθιÜ, üσο που πÝφτει εκτüς:
Ýξω απ' το κýκλο των νερþν -στα χÜη.

Κι üλο να πνÝει, να μας ωθεß αυτüς ο Üνεμος μαζß
πÝρ' απü τüπους και καιροýς, ως üτου -φως μου-
(καθþς τρελÜ θα χαιρετÜ κεßν' η κορδÝλα η φανταιζß)
βγοýμε απ' τη τρικυμßα αυτοý του κüσμου...
 
                       Το ΜοντÝλο
(απü τη συλλογÞ ΟΥΛΑΛΟΥΜ)

Που την εßδα; Συλλογßζομαι αν στους δρüμους
την αντßκρυσα ποτÝ μου Þ στ' αστÝρια,
τους χυτοýς της φÝρνει η ιδÝα μου τους þμους
δßχως χÝρια!

Δßχως χÝρια... Το μÜτι της γυαλÝνιο
ας μη μ' Ýβλεπε -μ' εθþρει κι Þταν τ' üντι
ρüδο ψεýτικο το γÝλιο της- κερÝνιο
–και το δüντι.

Τη στοχÜζομαι. Η φωνÞ της, λες, μου εμßλει
ριγηλÞ σα μÝσ' σ' üνειρο -και τ' üμμα
Þταν σφαßρα. Σπασμüς τρßγωνος τα χεßλη
και το στüμα.

Τ' Þταν; πνεýμα; Μη φτιαγμÝνη Þταν, ωúμÝνα,
υποπτεýομαι -και τρÝμω νοερÜ μου-
απ' το ßδιο ýλικü που 'ναι φκιαγμÝνα
τα üνειρÜ μου;

Αχ πως τρÝμω! ο νους μου πÜει σ' ιδÝες πλÞθος,
σε μπαμπÜκια και καρτüνια -ο νους μου βÜνει
γεμισμÝνο της μην Þτανε το στÞθος
με ροκÜνι!
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

¿ ΚυρÜ μου -'Αγγελε- Συ -των μειρακßων
που 'χεις το γÝλιο, ω χαýνη κüρη των πνεμÜτων,
σε μια βιτρßνα σ' Ýχουν στÞσει γυναικεßων
φορεμÜτων...
 
             Ουλαλοýμ...

¹ταν σα να σε πρüσμενα ΚερÜ
απüψε που δεν Ýπνεε Ýξω ανÜσα,
κι Ýλεγα: ΘÜρθει απüψε απ' τα νερÜ
κι απü τα δÜσα.

Θα 'ρθει, αφοý φλερτÜρει μου η ψυχÞ,
αφοý σπαρÜ το μÜτι μου σα ψÜρι
και θα μυρßζει Þλιο και βροχÞ
και νιο φεγγÜρι...

Και να, το κÜθισμÜ σου σιγυρνþ,
στολνþ τη κÜμαρÜ μας αγριομÝντα,
και να, μαζß σου κιüλας αρχινþ
χρυσÞ κουβÝντα:

...Πως -να, θα μεßνει ο κüσμος με το "μπα"
που μ' Ýλεγε τρελü πως εßχες γßνει
καπνüς και -τÜχα - σýγνεφα θαμπÜ
προς τη ΣελÞνη...
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Νýχτωσε και δε φÜνηκες εσý.
Κßνησα να σε βρω στο δρüμο -ωιμÝνα-
μα σκοýνταφτες (üπου εσκοýνταφτα) χρυσÞ
κι εσý με μÝνα.

Τüσο πολý σ' αγÜπησα ΚερÜ,
που Üκουγα διπλÜ τα βÞματα μου!
ΠÜταγα 'γω -στραβüς- μες τα νερÜ;
κι εσý κοντÜ μου... 
 
                        ΤαμÜρα

Αλλüκοτη και μελαψÞ, ωραßα κι ιερÞ
λες Ýσερνε αγγελικÝς φτεροýγες κι επερπÜτει
αδÝξια κι αμÝριμνη, μ' εκεßνη τη νωθρÞ
περπατησιÜ μια ΘÝαινας, σ' Ολýμπιο μονοπÜτι.

Και μπüραε -üπως πÜγαινε παχειÜ- κανεßς διει
στο φßνο της κι εφαρμοστü μποτßνι Ýνα ποδÜρι
χυτü και μες στων ροýχων της το σοýσουρο oι φαρδιοß
γοφοß της πως θα λÜμπανε -γυμνοß- σα το φεγγÜρι.

Το αßμα της μεσημβρινü, χυμÝνο λες -'κει- να
σφυρÜει μες στο γυναικεßο της κορμß -εμβατÞριο τÝλειο-
κι' εßχε κÜτω απ' τα βλÝφαρα -βαμμÝνα με κινÜ-
μουχρü, βαρý τριαντÜφυλλο το σαρκικü της γÝλιο.

Κι εγþ την ειχ' αγÜπη μου!... Μια φλüγα και καπνüς
Þταν ü,τι απ' τ' αγκÜλιασμÜ της πßναν μου οι πüροι,
ενþ με üμμα ατÜραχο αυτÞ με εκοßταε ως
τον πüθο μου τον γÞινο να ενüγαε κι απüρει...

Κι Þμουν ειδωλολÜτρης της!. ΨηλÜ o εν ουρανοßς
Κýριος κι' οι 'Αγιοι του, για με πια ουδ' αρωτÜγαν
κι ενþ ουδ' εγþ αρþταγα, αρχαßου Ναοý -αυτηνÞς-
-κολþνες που γκρεμßστηκαν- τα μποýτια της φωτÜγαν...

Και πÝθανε... Και με παπÜ τη θÜψαμε! και να
-μ' αυλοýς- οι τραγοπüδαροι Θεοß της σουραβλÜνε
και γýρω απ' τον ειδωλολατρικü Σταυρü της, παγανÜ
και Σειληνοß, στη μνÞμη της χορεýουν και πηδÜνε... 
 
                           Το ΞÜφνιασμα

Δυο ΠÜνες φουσκομÜγουλοι, στου κÞπου σου τις στÝρνες,
τα χÜλκινα -με τρεις οπÝς- σουρÜβλια εßχαν στα χεßλη,
üταν εσý τις φωτεινÝς του χÜμου Ýκρουσες φτÝρνες
-ζυγÜ πιτσοýνια που Ýπαιζαν το 'να το Üλλο εφßλει.

Του φραμπαλÜ σου φτερωτÞ τüτε η -σαÀτα- ρßγα
(των χρυσοκεντημÝνων της -αρÜδα- παπαγÜλων)
στις γÜμπες σου ανελßχτηκε -γοργü ερπετü- που ερßγα
στο αλληλοκυνÞγημα των Üσπρων σου αστραγÜλων.

Kι Ýφυγες. Ωωω. Σαν αστραπþν -στο σÝρπιο μονοπÜτι-
τýφλες φωτüς (και σκßρτημα δορκÜδας Ýρμου δÜσου)
Ýμειναν τ' Üψε-σβÞσε σου: το πÞδημα, το πÜτι
και τ' αλαφριü, σαν Üξαφνου πουλιοý, ξεφτοýρισμα σου...
 
                  Η ΚυρÜ Μου Η ΤρÝλλα...

Πως Þταν Ýτσι, πως μου εφÜνη ως εßχεν Ýμβει
κειο το βαπüρι μες στο λιμÜνι με üκια τεφρÜ,
üπως το τýλιξε στ' αχνÜ μετÜξια της σιγÜ η ρÝμβη
ως το ρυμοýλκησε μειλßχιο η νýστα μου εκεß αλαφρÜ.

¹ρθε και στÜθηκε μπερδικλωμÝνο σ' αχνÞ τολýπη
κι Þταν σαν κÜτι, κÜτι ανεßπωτο να 'χε να πει,
κι ýστερα, παßρνοντας, σκυφτÞ επιβÜτισσÜ του τη λýπη
ως Þρθε θÜφευγε, με κυβερνÞτη του τη σιωπÞ.

Κι η νýχτα Ýφτασε. Αχ, το βαπüρι μες στην ασβüλη,
τι τρÝλα θα 'κανε ανεπανüρθωτη και μαγικÞ;
Μη θα κεραýνωνε με μια του λÝξη την Ýρμη πüλη
μη θα ξεμπÜρκαρε τη φρßκη αμßλητη οτο μþλο εκεß;

¹ μη -βαρκÜκια του- μ' Üσπρες κορδÝλες σταυροδεμÝνα
φÝρετρα θÜστελνε üξω -σα κýματα και σαν αφροß-
üπου θα κεßτονταν της γης τα νÞπια μαχαιρωμÝνα
Þ üπου üλοι üσοι αγαπÞθηκαν, θÜσαν vεκροß;
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Τßποτα, τßποτα... Μα πως Ýτσ' Þταν, πως μου εφÜνη
αυτü το πλοßο; ΣτÜθηκε αμßλητο μ' üψη φριχτÞ,
κι Ýφυγε, ως τüφερε η ΚυρÜ μου η τρÝλα μες στο λιμÜνι,
αυτÞ που παßρνοντÜς με απü το χÝρι με περπατεß...
 
                        Το Βαπüρι

ΝÜναι ως να 'χεις φýγει -με τους ανÝμους- καβÜλλα
στο Üτι της σιγÞς κι üλα να πÜεις
και vα 'v' πολλÜ καρÜβια, πολλÞ θÜλασσα -μεγÜλα
σýγνεφα πÜνω- οι Üνθρωποι κι ο ΜÜης.

Κι' εντüς μου εμÝνα να βρυχιÝται -üλο να τρÝμει-
βαρý Ýνα βαπüρι και κατüπι
πÜλι εσý κι ο ΜÜης κι οι ανÝμοι
κι Ýπειτα πÜλιν οι ανθρþποι, οι ανθρþποι.

Και να 'ναι üλα απ' ü,τι φεýγει -και δε μÝνει-
σε μια πüλη ακατοßκητη κι εντüς μου
ακυβÝρνητο, üλο να σε πηγαßνει το καρÜβι
Ýξω απ' τη τρικυμßα τοýτου του κüσμου. 
 
                      ΣτÜδιον Δüξης
(απü τη συλλογÞ Εαυτοýληδες 1950)

Ως ανýποπτος καθüμαν, Þρθαν üλα μι' αντÜρα
οι ÞρωÝς μου κι οι στßχοι μου -φιüρα-μου üλα πλατýφυλλα-,
κÜθε μια της ζωÞς μου Þταν -'κει- η στραβομÜρα,
κÜθε γκÜφα μου Þ τýφλα...

Κι ως αρπþντας με με 'βγÜλαν σηκωτüν απ' τη πüλη
(με καμποýρες κι αλλÞθωροι -με στραβÞ Üλλα αρßδα).
üλα εκεß με τριγýρισαν και με δεßξαν -οι χαχüλοι-
κει βαθιÜ, τη Χαλκßδα:

...ΒλÝπεις μαιτρ -μου φωνÜξανε- τη Χαλκßδα την εßδες
üπου συ μες στα φÜλτσα σου μüνον, Þξερες ν' Üρχεις;
ΝÜ τα Ýργα σου, οι πüθοι σου -üλοι εμεßς- φασουλÞδες,
να κι εσý θιασÜρχης!...

Τι ντεκüρ ανισüρροπο που με μýτη γελοßα
μαιτρ μπεκρÞς το σκεδßαζε στο 'να πüδι να στÝκει.
Þταν κει, λες και χτßστηκε με γλαρÞ κιμωλßα,
üρθιο η πüλη λελÝκι...

Κι ω ΘεÝ μου, τι θßασος, τι λερÞ συνοδεßα
εαυτοýληδων (τοýτοι μου), να μοιρÜσουν σα λýκοι
μεταξý τους -για ρüλους των- κÜθε μια μου αηδßα,
κÜθε τι ρεζιλßκι...

Κι εßμαι 'γω θιασÜρχης τους; Αλς κουρσοýμ τþρα εξþλης
και προþλης τους (τÝλειος να μαθαßνω τους ροýμπες),
νÜ μ' αυτοýς τους παλιÜτσους μου θα κινÞσω στις πüλεις
με κραυγÝς και με τοýμπες!...

Κι ως στα πÜλκα η φÜτσα μου γελαστÞ θα προβαßνει
(αχ, κι η πρüγκα -τι δüξα μου!...- σ' ουρανοýς θα με σýρει)
η Χαλκßδα 'κει πßσω μου θα φαντÜζει χτισμÝνη
σαν απü τεμπεσßρι...
 
                    Εαυτοýληδες

Ως ωραßα Þταν μου απüψε η λýπη,
Þρθαν üλα σιωπηλÜ χωρßς πÜθη
και με Þβραν -χωρßς κανÝν' να μου λεßπει-
τα λÜθη.

Κι ως τα γνþρισα üλα μου γýρω -μπραμ πÜφες
üλα κρÜταγαν, τρουμπÝτες και βιüλες-
ΕΑΥΤΟΥΛΗΔΕΣ που με βλÝπαν, oι γκÜφες
μου üλες.

A!... τι θßασος λßγον τι απü αλÞτες
μουζικÜντες μεθυσμÝνους και φÜλτσους,
Ýτσι ως Ýμοιαζαν -με πρησμÝνες τις μýτες-
με παλιÜτσους.

Και τι Ýμπνευση να μου δþσουν τη βÝργα
μπρος σε τρßποδα με κÜντα μυστÞρια,
üπου γρÜφονταν τ' αποτυχημÝνα μου Ýργα
-εμβατÞρια!

Α... τι Ýμπνευση!... Μαιτρ του φÜλτσου 'γω πÜντα,
με τη βÝργα μου τþρα ψηλÜ -λÝω- με τρüμους
να, με δαýτη μου να παρελÜσω τη μπÜντα
στους δρüμους.

Kι ως πισþκωλα θα παγαßνω πατþντας,
μες σε κüρνα θα τα βροντοýν και σαντοýρια
οι παλιÜτσοß μου -στον αÝρα πηδþντας-
τα θοýρια...

             Χορüς Συρτüς

ΚÜλλιο χορευταρÜς να 'μουνα πÝρι
κüλλες που να κρατþ και μολυβÜκια
θα 'σερνα συρτü χορü, χÝρι με χÝρι,
μ' üλα μας του γιαλοý τα καραβÜκια.
 
Κι Ýνα ψηλü τραγοýδι για σιρüκους
θ' Üρχιζα, γι' αφροποýλια και για Ýνα
γλαρü καρÜβι με πανιÜ και κüντρα φλüκους,
που θα 'ρχονταν να μ' Ýπαιρνε και μÝνα.
 
Με χþρις ΚαρυωτÜκη, Πολυδοýρη,
μüνο να τραγουδÜν τριγýρω οι κÜβοι,
κι οι πÝννες μου πεννιÝς σ' Ýνα σαντοýρι,
Üσπρα πανιÜ σου οι κüλλες μου, καρÜβι!

Γιαλü-γιαλü να φεýγουμε και Üντε!
να λÝμε üλο για μÜτια, üλο για μÜτια,
κι εκεß -λες κομφετß μες στο λεβÜντε-
üλα μου τα γραφτÜ χßλια κομμÜτια!
 
Και, σα χτισμÝνη εκεß απü κιμωλßα,
βαθιÜ να χÜνεται η Χαλκßδα πÝρα,
μ' üλα μου ανοιγμÝνα τα βιβλßα,
καθþς μπουλοýκι γλÜροι στον αÝρα...

           ΣπασμÝνο ΚαρÜβι

ΣπασμÝνο καρÜβι να 'μαι πÝρα βαθιÜ
Ýτσι να 'μαι
με δßχως κατÜρτια με δßχως πανιÜ
να κοιμÜμαι

Να 'ν' αφρÜτος ο τüπος κι η ακτÞ νεκρικÞ
γýρω-γýρω
με κουφÜρι γυρτü και με πλþρη εκεß
που θα γεßρω

Να 'ν' η θÜλασσα Üψυχη και τα ψÜρια νεκρÜ
Ýτσι να 'ναι
και τα βρÜχια κατÜπληχτα και τ' αστÝρια μακρυÜ
να κοιτÜνε

Δßχως χτýπο οι þρες και οι μÝρες θλιβÝς
δßχως χÜρη
κι Ýτσι κοýφιο κι ακßνητο μες σε νýχτες βουβÝς
το φεγγÜρι

¸τσι να 'μαι καρÜβι γκρεμισμÝνο νεκρü
Ýτσι να 'μαι
σ' αμμουδιÜ πεθαμÝνη και κοýφιο νερü
να κοιμÜμαι


 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers