ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

Hamsun Knut: Ðåßíá ðïõ Ëáôñåýôçêå

   Βιογραφικü

     Ο Κνουτ ΧÜμσουν Þταν Νορβηγüς συγγραφÝας που του απονεμÞθηκε το Βραβεßο Νüμπελ Λογοτεχνßας το 1920. Το Ýργο του εκτεßνεται σε περισσüτερα απü 70 χρüνια κι εμφανßζει ποικιλßα üσον αφορÜ τη συνεßδηση, το θÝμα, τη προοπτικÞ και το περιβÜλλον. ΕξÝδωσε πÜνω απü 20 μυθιστορÞματα, μια ποιητικÞ συλλογÞ, μερικÜ διηγÞματα και θεατρικÜ Ýργα, Ýνα οδοιπορικü, μη μυθοπλαστικÜ Ýργα και μερικÜ δοκßμια. Ως
νεαρüς αντιτÜχθηκε στο ρεαλισμü και το νατουραλισμü. ΥποστÞριξε üτι το κýριο αντικεßμενο της μοντÝρνας λογοτεχνßας πρÝπει να 'ναι οι περιπλοκÝς του ανθρþπινου νου, üτι οι συγγραφεßς θα πρÝπει να περιγρÜψουνε τον "ψßθυρο του αßματος και την Ýκκληση του μυελοý των οστþν". Θεωρεßται ηγÝτης της νεορρομαντικÞς εξÝγερσης στο γýρισμα του 20ου αιþνα, μ' Ýργα üπως Η Πεßνα (1890), Τα ΜυστÞρια (1892), Ο Παν (1894) κι το Βικτþρια (1898). Τα μετÝπειτα Ýργα του -ιδßως τα μυθιστορÞματα του Nüρντλαντ, επηρεÜστηκαν απü το νορβηγικü νÝο ρεαλισμü, που απεικονßζει τη καθημερινÞ ζωÞ στην αγροτικÞ Νορβηγßα και συχνÜ χρησιμοποιεß τοπικÞ διÜλεκτο, ειρωνεßα και χιοýμορ. Δημοσßευσε μüνο μια ποιητικÞ συλλογÞ, την Αγρια ​​Χορωδßα, που 'χει μελοποιηθεß απü πολλοýς συνθÝτες.



     Θεωρεßται Ýνας απü τους πιο σημαντικοýς και καινοτüμους λογοτεχνικοýς στυλßστες των τελευταßων 100 ετþν (περ. 1890–1990). Πρωτοπüρησε στη ψυχολογικÞ λογοτεχνßα με τεχνικÝς ροÞς της συνεßδησης κι εσωτερικοý μονüλογου κι επηρÝασε συγγραφεßς üπως οι Τüμας Μαν, Φραντς ΚÜφκα, Μαξßμ Γκüρκυ, ΣτÝφαν ΤσβÜιχ, ΧÝνρυ Μßλλερ, ¸ρμαν ¸σσε, Τζον Φαντ κι ¸ρνεστ ΧÝμινγουεú. Ο ΙσαÜκ ΜπÜσεβις Σßνγκερ τονε χαρακτÞρισε: "ΠατÝρα της σýγχρονης σχολÞς λογοτεχνßας σε κÜθε πτυχÞ του -την υποκειμενικüτητÜ του, την αποσπασματικüτητÜ του, τη χρÞση των αναδρομþν στο παρελθüν, το λυρισμü του. Ολüκληρη η μοντÝρνα σχολÞ της μυθοπλασßας τον 20ü αι. Ýχει τις ρßζες της στο ΧÜμσουν". Στις 4 Αυγοýστου 2009 Üνοιξε στο ΧÜμερεú το ΚÝντρο Κνουτ ΧÜμσουν. Απü το 1916 πολλÜ απü τα Ýργα του Ýχουν μεταφερθεß στον κινηματογρÜφο.
     Ο Κνουτ ΧÜμσουν (Knut Hamsun) γεννÞθηκε 4 Αυγοýστου 1859, ως Κνουτ ΠÝντερσεν στο Λομ, στη κοιλÜδα Γκοýντμπραντσνταλ της Νορβηγßας.  ¹τανε 4ος γιος, απü 7 παιδιÜ, της Τüρα Ολσντατερ και του ΠÝντερ ΠÝντερσεν. ¼ταν Þτανε 3 ετþν, η οικογÝνεια μετακüμισε στο ΧÜμσουντ του ΧÜμερεú στο Νüρντλαντ. ¹σαντε φτωχοß κι Ýνας θεßος τους εßχε προσκαλÝσει να καλλιεργοýνε τη γη του. Στα 9 του χωρßστηκε απü την οικογÝνειÜ του και ζοýσε με το θεßο του Χανς Ολσεν, που χρειαζüταν βοÞθεια για το ταχυδρομεßο. Αυτüς συνÞθιζε να χτυπÜ και ν' αφÞνει νηστικü τον ανηψιü του κι ο ΧÜμσουν αργüτερα δÞλωνε πως οι χρüνιες νευρικÝς δυσκολßες του οφεßλονταν στον τρüπο που τον μεταχειριζüτανε. Το 1874 δραπÝτευσε τελικÜ πßσω στη Λομ και τα επüμενα 5 Ýτη Ýκανε διÜφορες δουλειÝς για να βγÜλει χρÞματα: Þταν υπÜλληλος καταστÞματος, γυρολüγος, μαθητευüμενος τσαγκÜρης, βοηθüς κλητÞρα και δÜσκαλος δημοτικοý σχολεßου.



     Στα 17 του Ýγινε μαθητευüμενος σχοινοποιüς και περßπου τüτε Üρχισε να γρÜφει. ΖÞτησε απü τον επιχειρηματßα ΕρÜσμους Τζαλ να τονε βοηθÞσει οικονομικÜ κι αυτüς συμφþνησε. Ο ΧÜμσουν αργüτερα χρησιμοποßησε τον Τζαλ ως πρüτυπο για τον Þρωα Μακ, που εμφανßζεται στα μυθιστορÞματÜ του Παν (1894), ΟνειροπαρμÝνοι (1904), ΜπÝνονι (1908) και Ρüζα (1908). ΠÝρασε αρκετÜ χρüνια στην ΑμερικÞ, ταξιδεýοντας και κÜνοντας διÜφορες δουλειÝς και δημοσßευσε τις εντυπþσεις του με τον τßτλο Fra det moderne Amerikas Aandsliv (1889). ΚÜνοντας üλες αυτÝς τις περßεργες κακοπληρωμÝνες δουλειÝς δημοσßευσε το 1ο του βιβλßο: Den Gaadefulde: En Kjærlighedshistorie fra Nordland (Ο Αινιγματικüς Ανθρωπος: Μια Ιστορßα ΑγÜπης απü τη Βüρεια Νορβηγßα, 1877). Εμπνεýστηκε απü τις εμπειρßες και τον αγþνα που υπÝμεινε απü τις δουλειÝς του.
     Στο 2ο μυθιστüρημÜ του ΜπγÝργκερ (1878), προσπÜθησε να μιμηθεß το ýφος της γραφÞς του ΜπιÝρνστιερνε ΜπιÝρνσον του αφηγÞματος της ΙσλανδικÞς ΣÜγκα. Η μελοδραματικÞ ιστορßα ακολουθεß Ýναν ποιητÞ, τον ΜπγÝργκερ και την αγÜπη του για τη ΛÜουρα. Αυτü το βιβλßο εκδüθηκε με το ψευδþνυμο Κνουτ ΠÝντερσεν ΧÜμσουντ, αποτÝλεσε αργüτερα τη βÜση για το Βικτþρια: Μια ΕρωτικÞ Ιστορßα (1898). Η επßδραση που φαßνεται ν' ασκÞσανε πÜνω του ο ΓιÜκομπσεν, ο Στρßνμπεργκ, ο Νßτσε κι ο ΝτοστογÝφσκι τον Ýκανε ν' απορρßψει το νατουραλισμü.



      Ο ΧÜμσουν Ýτυχε για πρþτη φορÜ ευρεßας αναγνþρισης με το μυθιστüρημα του 1890, Πεßνα (Sult). Το ημιαυτοβιογραφικü Ýργο περιÝγραψε τη κÜθοδο ενüς νεαροý συγγραφÝα σχεδüν στη τρÝλλα ως αποτÝλεσμα της πεßνας και της φτþχειας στη νορβηγικÞ πρωτεýουσα της Χριστιανßα (σýγχρονο ¼σλο). Για πολλοýς το μυθιστüρημα προμηνýει τα γραπτÜ του Φραντς ΚÜφκα κι Üλλων μυθιστοριογρÜφων του 20οý αι. με τον εσωτερικü του μονüλογο κι αλλüκοτη λογικÞ.
¸να θÝμα που επÝστρεφε συχνÜ εßναι αυτü του διαρκþς περιπλανþμενου, ενüς περιπλανþμενου ξÝνου (συχνÜ του αφηγητÞ) που εμφανßζεται κι υπαινßσσεται τον εαυτü του στη ζωÞ των μικρþν αγροτικþν κοινοτÞτων. Αυτü το θÝμα του περιπλανþμενου εßναι το επßκεντρο των μυθιστορημÜτων ΜυστÞρια (1892), Ο Παν (1894), Βικτþρια (1898), Στο Üστρο του φθινüπωρου (1906), ¸νας αλÞτης παßζει με σοýρντινα (1909), ΣτερνÞ ΧαρÜ, Περιπλανþμενοι, Ρüζα κι Üλλων. Η πεζογραφßα του συχνÜ περιÝχει εκστατικÝς απεικονßσεις του φυσικοý κüσμου, με οικεßες αντανακλÜσεις στα νορβηγικÜ δÜση και τις ακτÝς. Γι' αυτü Ýχει συνδεθεß με το πνευματικü κßνημα που εßναι γνωστü ως πανθεúσμüς ("Δεν υπÜρχει Θεüς", Ýγραψε κÜποτε. "Μüνο θεοß".).



     Εßδε την ανθρωπüτητα και τη φýση ενωμÝνες σ' Ýναν ισχυρü, μερικÝς φορÝς μυστικιστικü δεσμü. ΑυτÞ η σχÝση μεταξý των ηρþων και του φυσικοý τους περιβÜλλοντος εßναι χαρακτηριστικÞ στα μυθιστορÞματα Παν, Ενας ΑλÞτης Παßζει με Σοýρντινα, και το επικü Η Ευλογßα της Γης, το μνημειακü Ýργο του που του χÜρισε το Βραβεßο Νüμπελ Λογοτεχνßας το 1920.
Στη διÜρκεια του Β' Παγκ. Πολ. υποστÞριξε τη πολεμικÞ προσπÜθεια της Γερμανßας. ΠροσÝγγισε και συναντÞθηκε με υψηλüβαθμους ναζß αξιωματικοýς, συμπεριλαμβανομÝνου του Χßτλερ. Ο ναζιστÞς υπουργüς προπαγÜνδας Γκαßμπελς Ýγραψε Ýνα μεγÜλο κι ενθουσιþδες ημερολüγιο για μια ιδιωτικÞ συνÜντηση μαζß του: σýμφωνα με το οποßο "η πßστη [του ΧÜμσουν] στη γερμανικÞ νßκη εßναι ακλüνητη". Το 1940 ο ΧÜμσουν Ýγραψε üτι οι Γερμανοß μÜχονται για μας. ΜετÜ το θÜνατο του Χßτλερ δημοσßευσε μια σýντομη νεκρολογßα üπου τον περιÝγραψε ως πολεμιστÞ για την ανθρωπüτητα κι ιεροκÞρυκα του ευαγγελßου της δικαιοσýνης για üλα τα Ýθνη.



     ΜετÜ τον πüλεμο συνελÞφθη απü την αστυνομßα στις 14 Ιουνßου 1945 για προδοσßα και στη συνÝχεια μεταφÝρθηκε σε νοσοκομεßο στο Γκρßμσταντ (Grimstad sykehus) "λüγω της προχωρημÝνης ηλικßας του", σýμφωνα με τον Ειναρ Κρßνγκλεν (καθηγητÞ κι ιατρü). Το 1947 δικÜστηκε στο Γκρßμσταντ και του επιβλÞθηκε πρüστιμο. Το ανþτατο δικαστÞριο της Νορβηγßας μεßωσε το πρüστιμο απü 575.000 σε 325.000 νορβηγικÝς κορþνες. ΜετÜ τον πüλεμο οι απüψεις του για τους Γερμανοýς στη διÜρκεια του πολÝμου λýπησαν ιδιαßτερα τους Νορβηγοýς και προσπÜθησαν να διαχωρßσουν τον παγκοσμßου φÞμης συγγραφÝα τους απü τις ναζιστικÝς πεποιθÞσεις του. Στη δßκη ο ΧÜμσουν εßχε επικαλεσθεß Üγνοια. Οι βαθýτερες εξηγÞσεις περιλαμβÜνουν την αντιφατικÞ προσωπικüτητÜ του, την αποστροφÞ του για τον üχλο, το σýμπλεγμα κατωτερüτητÜς του, μια βαθειÜ απüγνωση για την εξÜπλωση της απειθαρχßας, την αντιπÜθεια για τη μεσοπολεμικÞ δημοκρατßα κι ιδιαßτερα την αγγλοφοβßα του.


                        Ο ΧÜμσουν το 1896 δια χειρüς Μουνχ

     
     Ο Τüμας Μαν τον περιÝγραψε ως απüγονο των ΝτοστογιÝφσκι και Νßτσε. Ο ¢ρθουρ Καßστλερ Þτανε θιασþτης των ερωτικþν ιστοριþν του. Ο Χ. Τζ. ΓουÝλς επαßνεσε την Ευλογßα της Γης (1917), για την οποßα του απονεμÞθηκε το Βραβεßο Νüμπελ Λογοτεχνßας. Ο ΙσαÜκ ΜπÜσεβις Σßνγκερ Þτανε θιασþτης του σýγχρονου υποκειμενισμοý του, της χρÞσης χρονικþν αναδρομþν, της χρÞσης του κατακερματισμοý και του λυρισμοý του. ¸νας Þρωας στο μυθιστüρημα Γυναßκες του Τσαρλς Μπουκüφσκι αναφÝρεται σ' αυτüν ως τον μεγαλýτερο συγγραφÝα που 'χει ζÞσει ποτÝ. Μια Ýκδοση 15 τüμων üλου του Ýργου του ΧÜμσουν δημοσιεýθηκε το 1954. Το 2009, με την ευκαιρßα των 150 χρüνων απü τη γÝννησÞ του, εκδüθηκε μια νÝα Ýκδοση 27 του συνüλου των Ýργων του, που περιλαμβÜνει διηγÞματα, ποßηση, θεατρικÜ Ýργα και Üρθρα που δεν περιλαμβÜνονται στην Ýκδοση του 1954. Για αυτÞ τη νÝα Ýκδοση üλα τα Ýργα του υπÝστησαν ελαφρÝς γλωσσικÝς τροποποιÞσεις, προκειμÝνου να καταστοýν πιο προσιτÜ στους σýγχρονους Νορβηγοýς αναγνþστες.
     Τα Ýργα του ΧÜμσουν παραμÝνουνε δημοφιλÞ. Το 2009 Ýνας Νορβηγüς βιογρÜφος δÞλωσε : "Δεν μποροýμε παρÜ να τον αγαπÞσουμε, αν και τον Ýχουμε μισÞσει üλα αυτÜ τα χρüνια ... Αυτü εßναι το τραýμα του ΧÜμσουν. Εßναι Ýνα φÜντασμα που δεν θα μεßνει στον τÜφο". Μαζß με τους ¼γκουστ Στρßντμπεργκ, ΧÝνρικ ºψεν και τον Σßγκριντ Οýντσετ ο ΧÜμσουν αποτÝλεσε Ýνα κουαρτÝτο Σκανδιναβþν συγγραφÝων που Ýγιναν διεθνþς γνωστοß για τα Ýργα τους. Πρωτοπüρησε στη ψυχολογικÞ λογοτεχνßα με τις τεχνικÝς της ροÞς της συνεßδησης και του εσωτερικοý μονüλογου, που βρßσκονται στο Ýργο, για παρÜδειγμα, των Τζüυς, Προυστ, ΜÜνσφιλντ και Γουλφ.
     Το 1898 ο ΧÜμσουν νυμφεýτηκε τη ΜπÝργκλγιοτ ΓκÝπφερτ (το γÝνος), που γÝννησε την κüρη τους Βικτþρια, αλλÜ χþρισαν το 1906. Στη συνÝχεια νυμφεýτηκε το 1909 τη Μαρßε Αντερσεν (1881-1969), που Þταν η σýντροφüς του μÝχρι το τÝλος της ζωÞς του. ΑπÝκτησαν 4 παιδιÜ: τους γιους Τüρε κι ¢ριλντ και τις κüρες ¸λινορ και Σεσßλια.



     Η Μαρßε Ýγραψε για τη ζωÞ της με το ΧÜμσουν σε 2 βιογραφßες. ¹ταν μια πολλÜ υποσχüμενη ηθοποιüς üταν τονε γνþρισε, αλλÜ τελεßωσε τη καρριÝρα της και πÞγαν μαζß στο ΧÜμερεú. Αγüρασαν Ýνα αγρüκτημα, με τη πρüθεση να κερδßζουν τα προς το ζην ως αγρüτες, με το συγγραφικü του Ýργο να τους παρÝχει κÜποιο πρüσθετο εισüδημα. ΜετÜ λßγα χρüνια αποφÜσισαν να μετακινηθοýν νüτια στο ΛÜρβικ. Το 1918 αγüρασαν το ΝÝρχολμ, Ýνα παλιü, σχετικÜ ερειπωμÝνο αρχοντικü μεταξý Λßλεσαντ και Γκρßμσταντ. Η κýρια κατοικßα αποκαταστÜθηκε κι ανακαινßστηκε. Εδþ ο ΧÜμσουν μποροýσε να ασχοληθεß με τη συγγραφÞ ανενüχλητος, αν και συχνÜ ταξßδευε για να γρÜψει σ' Üλλες πüλεις και μÝρη (κατÜ προτßμηση σε σπαρτιατικÜ καταλýματα).
     Στα νεανικÜ του χρüνια ο ΧÜμσουν εßχε μια τÜσεις αντιισωτικÝς και ρατσιστικÝς. Στη ΠολιτιστικÞ ΖωÞ της Σýγχρονης ΑμερικÞς (1889) εξÝφρασε την Ýντονη αντßθεσÞ του στην επιμιξßα: "Οι ΝÝγροι εßναι και θα παραμεßνουν ΝÝγροι, μια νεογÝννητη ανθρþπινη μορφÞ απü τους τροπικοýς, στοιχειþδη üργανα στο σþμα της λευκÞς κοινωνßας. Αντß να δημιουργÞσει μια ελßτ διανοοýμενων η ΑμερικÞ δημιοýργησε Ýνα ιπποτροφεßο μιγÜδων".
     ΜετÜ το Β' Πüλεμο των Μπüερς υιοθÝτησε üλο και πιο συντηρητικÝς απüψεις. ¸γινε επßσης γνωστüς ως εξÝχων υποστηρικτÞς της Γερμανßας και του γερμανικοý πολιτισμοý, καθþς και σταθερüς αντßπαλος της ΒρεττανικÞς Αυτοκρατορßας και της ΣοβιετικÞς ¸νωσης. Στη διÜρκεια του Α' και του Β' Παγκ. Πολ. εξÝφρασε δημüσια τη συμπÜθειÜ του για τη ΓερμανικÞ Αυτοκρατορßα και τη ΝαζιστικÞ Γερμανßα.



     Οι συμπÜθειÝς του επηρεÜστηκαν σε μεγÜλο βαθμü απü το Δεýτερο Πüλεμο των Μπüερς, που θεωρÞθηκε απü το ΧÜμσουν ως βρεττανικÞ επιθετικüτητα εναντßον ενüς αδýναμου Ýθνους, καθþς και απü την αγγλοφοβßα και τον αντιαμερικανισμü του. Στη 10ετßα του 1930 οι περισσüτερες νορβηγικÝς δεξιÝς εφημερßδες και τα πολιτικÜ κüμματα Þταν συμπαθοýντα σε διÜφορους βαθμοýς των φασιστικþν καθεστþτων στην Ευρþπη κι ο ΧÜμσουν Þταν εξÝχων υποστηρικτÞς τÝτοιων απüψεων. Στη διÜρκεια του Β' Παγκ. Πολ. συνÝχισε να εκφρÜζει την υποστÞριξÞ του στη Γερμανßα κι οι δημüσιες δηλþσεις του συνÜντησαν αντιδρÜσεις, ιδιαßτερα, αμÝσως μετÜ τον πüλεμο. ¼ταν ξεκßνησε ο Β' Παγκ. Πüλ. Þταν 80 ετþν, σχεδüν κωφüς κι η κýρια πηγÞ ενημÝρωσÞς του του Þταν η συντηρητικÞ εφημερßδα Aftenposten, που υποστÞριζε τη ΦασιστικÞ Ιταλßα και τη ΝαζιστικÞ Γερμανßα απü την αρχÞ. Στη διÜρκεια του πολÝμου υπÝστη δýο ενδοκρανιακÝς αιμορραγßες.
     ¸γραψε αρκετÜ Üρθρα σ' εφημερßδες στη διÜρκεια του πολÝμου, συμπεριλαμβανομÝνης της περßφημης δÞλωσης του 1940 üτι "οι Γερμανοß μÜχονται για μας και τþρα συντρßβουνε τη τυραννßα της Αγγλßας για μας και για üλους τους ουδÝτερους". Το 1943 Ýστειλε δþρο στον υπουργü ΠροπαγÜνδας της Γερμανßας Γιüζεφ Γκαßμπελς το μετÜλλιü του του Βραβεßου Νüμπελ. Ο βιογρÜφος του Θüρκιλντ ΧÜνσεν το ερμÞνευσε ως μÝρος της στρατηγικÞς του να πετýχει μια ακρüαση του Χßτλερ. Ο ΧÜμσουν τελικÜ κλÞθηκε να συναντηθεß με το Χßτλερ διαμαρτυρÞθηκε για το Γερμανü πολιτικü διοικητÞ στη Νορβηγßα, Γιüζεφ ΤÝρμποβεν και ζÞτησε την απελευθÝρωση των φυλακισμÝνων Νορβηγþν πολιτþν, εξοργßζοντÜς τον. Ο ΧÜμσουν επßσης σ' Üλλες περιπτþσεις βοÞθησε Νορβηγοýς που εßχανε φυλακιστεß για αντιστασιακÞ δρÜση και προσπÜθησε να επηρεÜσει τη γερμανικÞ πολιτικÞ στη Νορβηγßα.



     Ωστüσο, μια εβδομÜδα μετÜ το θÜνατο του Χßτλερ, ο ΧÜμσουν του 'γραψε Ýνα εγκþμιο, λÝγοντας: "¹τανε πολεμιστÞς, πολεμιστÞς για την ανθρωπüτητα και προφÞτης του ευαγγελßου της δικαιοσýνης για üλα τα Ýθνη". ΜετÜ το τÝλος του πολÝμου θυμωμÝνα πλÞθη κÜψανε τα βιβλßα του δημüσια σε μεγÜλες πüλεις της Νορβηγßας κι ο ΧÜμσουν Ýμεινε κλεισμÝνος για αρκετοýς μÞνες σε ψυχιατρικü νοσοκομεßο. ΑναγκÜστηκε να υποβληθεß σε ψυχιατρικÞ εξÝταση, που κατÝληξε στο συμπÝρασμα πως εßχε "μüνιμα εξασθενημÝνες ψυχικÝς ικανüτητες", και σ' αυτÞ τη βÜση απορρßφθηκαν οι κατηγορßες για προδοσßα. Αντßθετα κατηγορÞθηκε για μια υπüθεση αστικÞς ευθýνης και το 1948 κλÞθηκε να πληρþσει στη ΝορβηγικÞ κυβÝρνηση το κολοσσιαßο ποσü των 325.000 κορωνþν (65.000 $ Þ 16.250 £ εκεßνη την εποχÞ) για την υποτιθÝμενη ÝνταξÞ του στο Nasjonal Samling και για την ηθικÞ υποστÞριξη που 'δωσε στους Γερμανοýς, αλλ' απαλλÜχθηκε απü οποιαδÞποτε Üμεση σχÝση με τους Ναζß. Το αν Þταν μÝλος του Nasjonal Samling Þ αν η διανοητικÞ του υγεßα εßχε τρωθεß εßναι Ýνα πολý αμφισβητοýμενο ζÞτημα ακüμη και σÞμερα. Ο ΧÜμσουν δÞλωσε üτι δεν Þταν ποτÝ μÝλος κÜποιου πολιτικοý κüμματος. ¸γραψε το τελευταßο του βιβλßο Paa giengrodde Stier (Σε χορταριασμÝνα μονοπÜτια) το 1949, βιβλßο που πολλοß θεωροýν ως απüδειξη των λειτουργικþν του πνευματικþν ικανοτÞτων. Σε αυτü επικρßνει σκληρÜ τους ψυχßατρους και τους δικαστÝς και, με τα δικÜ του λüγια, αποδεικνýει üτι δεν εßναι ψυχικÜ Üρρωστος.
     Ο Δανüς συγγραφÝας Θüρκιλντ ΧÜνσεν ερεýνησε τη δßκη κι Ýγραψε το βιβλßο Η Δßκη του ΧÜμσουν (1978), που προκÜλεσε καταιγßδα στη Νορβηγßα. Μεταξý Üλλων ο ΧÜνσεν δÞλωσε: "Αν θÝλετε να συναντÞσετε ηλßθιους, πηγαßνετε στη Νορβηγßα", καθþς Ýνιωθε üτι τÝτοια μεταχεßριση του παλαιοý βραβευμÝνου με Νüμπελ συγγραφÝα Þταν εξωφρενικÞ. Το 1996, ο Σουηδüς σκηνοθÝτης Γιαν Τρελ βασßστηκε για τη ταινßα ΧÜμσουν στο βιβλßο του ΧÜνσεν. Το ΧÜμσουν τον υποδýεται ο Σουηδüς ηθοποιüς Μαξ φον Σßντοφ. Τη σýζυγü του Μαρßε παßζει η ΔανÞ ηθοποιüς Γκßτα Νüρμπι.



     Τα κεßμενα του ΧÜμσουν αποτÝλεσαν αντικεßμενο πολλþν βιβλßων κι Üρθρων εφημερßδων. ΜερικÜ απ' αυτÜ διερευνοýν τη διαλεκτικÞ μεταξý των λογοτεχνικþν Ýργων του και των πολιτικþν και πολιτιστικþν του τÜσεων που εκφρÜζονται στα μη μυθοπλαστικÜ Ýργα του. Τα Ýργα του αποτÝλεσαν τη βÜση 25 ταινιþν και τηλεοπτικþν μßνι σειρþν, ξεκινþντας απü το 1916.
  * Το Landstrykere (Οδοιπüροι) εßναι μια νορβηγικÞ ταινßα του 1990 σε σκηνοθεσßα του Ολα Σüλουμ.
 * Ο ΤηλεγραφητÞς εßναι μια νορβηγικÞ ταινßα του 1993 σε σκηνοθεσßα του Ερικ Γκοýσταβσον. Βασßζεται στο μυθιστüρημα Ονειροπüλοι (Sværmere).
 * Ο Παν υπÞρξε η βÜση 4 ταινιþν μεταξý του 1922 και του 1995. Η τελευταßα ομþνυμη δανικÞ ταινßα σκηνοθετÞθηκε απü το ΧÝνινγκ ΚÜρλσεν, που σκηνοθÝτησε επßσης τη δανικÞ, νορβηγικÞ και σουηδικÞ συμπαραγωγÞ της ταινßας Sult (Πεßνα) του 1966 απü το ομþνυμο μυθιστüρημα του.
 * Ο μεταμοντÝρνος σκηνοθÝτης ΤζÝσι Ρßτσαρντς Ýχει ανακοινþσει üτι προετοιμÜζεται να σκηνοθετÞσει μια μεταφορÜ του διηγÞματος του ΧÜμσουν Η Πρüσκληση της ΖωÞς.
 * Μια βιογραφικÞ ταινßα με τßτλο ΧÜμσουν κυκλοφüρησε το 1996, σε σκηνοθεσßα Γιαν Τρελ, με πρωταγωνιστÞ στο ρüλο του ΧÜμσουν τον Μαξ φον Σßντοφ.
 * Το τεýχος 5 ΔεκÝμβρη 2005 - 2 ΓενÜρη 2006 του περιοδικοý The New Yorker Ýχει Ýνα μεßζον Üρθρο απü τον ΤζÝφρι Φρανκ (Jeffrey Frank). Φαßνεται üτι βασßζεται πÜνω στη βιογραφßα του ºνγκαρ Κüλλοεν (Ingar Kolloen) (δýο τüμοι, κατÜ τα λεγüμενα 1000 σελßδες και οι δýο μαζß).
 * Ο βραβευμÝνος με Νüμπελ ΙσαÜκ ΜπÜσεβις Σßνγκερ επηρεÜστηκε σε μεγÜλο βαθμü απü τον ΧÜμσουν και μετÝφρασε κÜποια απü τα Ýργα του.
 * Το βιβλßο ΜυστÞρια Þταν η βÜση για τη ταινßα του 1978 (απü την εταιρßα ολλανδικþν ταινιþν Sigma Pictures), σκηνοθετημÝνη απü τον ΠÜουλ ντε Λοýσσανετ (Paul de Lussanet), üπου πρωταγωνιστοýν οι Σýλβια Κρßστελ (Sylvia Kristel), Ροýτγκερ ΧÜουερ (Rutger Hauer), ΑντρÝα ΦÝρρεολ (Andrea Ferreol) και Ρßτα Τοýσινγκχαμ (Rita Tushingham).
     ΠÝθανε 19 ΦλεβÜρη 1952.



ΡΗΤΑ:

 Μη θυμþνεις στη ζωÞ. Δεν χρειÜζεται να εßναι σκληρÞ, αυστηρÞ και δßκαιη ζωÞ. Να εßναι ελεÞμων και να τη πÜρετε στη προστασßα σας. Δεν μπορεßτε να φανταστεßτε αυτü που Ýχουν οι παßκτες ασχοληθεß με το θÝμα.

 Σýνθεση - σημαßνει να διαχειριστεß πÜνω απü Ýνα δικαστÞριο.

 Για üλους εßμαι Ýνας ξÝνος, τüσο συχνÜ μιλÜνε για τον εαυτü μου.

 Το μεγαλýτερο εßναι αυτüς που δßνει νüημα στην ανθρþπινη ýπαρξη κι αφÞνει πßσω του μια κληρονομιÜ.

 Οι περισσüτερες απü τις καλÝς περνÜνε χωρßς ßχνος, αλλÜ το κακü συνεπÜγεται συνÝπειες.

 Απü τον πÜγκο βλÝπω τα Üστρα κι οι σκÝψεις μου μεταφÝρονται σε δßνη του κüσμου.

 Η ζωÞ - εßναι Ýνας καθημερινüς πüλεμος με τους δαßμονες στον εγκÝφαλο και τη καρδιÜ του.


                                                     Bικτþρια 1902

ΕΡΓΑ:

1877 Den Gaadefulde. En kjærlighedshistorie fra Nordland

1878 Et Gjensyn
1878 Bjørger
1889 Lars Oftedal. Udkast (11 Üρθρα που εßχαν δημοσιευτεß στην εφημερßδα Dagbladet)
1889 Fra det moderne Amerikas Aandsliv'Η πνευματικÞ ΖωÞ της σýγχρονης ΑμερικÞς
1890 Sult (Η Πεßνα) εκδ. "Δωρικüς", 1970
1892 Mysterier (ΜυστÞρια) εκδ. "Δωρικüς", 1970
1893 Redaktør Lynge (ΑρχισυντÜκτης Λýνγκε) εκδ. "Δωρικüς", 1970
1893 Ny Jord (ΝÝα Γη)
1894 Pan (Ο Παν) εκδ. "Δωρικüς", 1970
1895 Ved Rigets Port (Στις πýλες του Βασιλεßου)
1895 En ganske almindelig flue av middels størrelse (Μßα κοινüτατη μυßγα μετρßου μεγÝθους)
μτφ. ΙωÜννης ΓρυπÜρης. Στον τüμο "ΔιηγÞματα", εκδ. Σοκüλη, 2004


1896 Livets Spil (Το παιχνßδι της ζωÞς)
1897 Siesta
1898 Aftenrøde. Slutningspil
1898 Victoria. En kjærlighedshistorie (Βικτþρια)
1902 Munken Vendt. Brigantines saga
1903 I Æventyrland. Oplevet og drømt i Kaukasien (Στη Χþρα του Παραμυθιοý)
1903 Dronning Tamara, τρßπρακτο δρÜμα
1903 Kratskog
1904 Det vilde Kor (Η Üγρια χορωδßα), ποιÞματα
1904 Sværmere (Ονειροπüλοι (μυθ) μτφ. ΙωÜννης ΓρυπÜρης, ως ¼βε Ρüλανδσεν. Στον τüμο "ΔιηγÞματα", εκδ. Σοκüλη, 2004
1905 Stridende Liv. Skildringer fra Vesten og Østen
1906 Under Høststjærnen. En Vandrers Fortælling (Στο Üστρο του φθινüπωρου) εκδ. "Δωρικüς", 1970
1908 Benoni (Μπενüνι) εκδ. "Δωρικüς", 1971
1908 Rosa. Af student Pærelius' Papirer (Ρüζα) εκδ. "Δωρικüς", 1971
1909 En Vandrer spiller med Sordin (Ενας ΑλÞτης Παßζει με Σουρτßνα) εκδ. "Δωρικüς", 1970


1910 Livet i Vold (Στα Νýχια της ΖωÞς)
1912 Den sidste Glæde (ΣτερνÞ χαρÜ) εκδ. "Δωρικüς", 1970
1913 Børn av Tiden (ΠαιδιÜ της εποχÞς τους)
1915 Segelfoss By (Το χωριü ΣÝγκελφος)
1917 Markens Grøde (Ευλογßα της Γης) μτφ. ¢ρης Δικταßος (εκδ. «Σ.Ι.Ζαχαρüπουλος»)
1918 Sproget i Fare
1920 Konerne ved Vandposten (Η γυναßκα στην αντλßα)
1923 Siste Kapitel (Το τελευταßο κεφÜλαιο)
1927 Landstrykere I (Οδοιπüροι (μυθιστüρημα)Οδοιπüροι)
1930 August (Αýγουστος)
1933 Men Livet lever (Η ζωÞ συνεχßζεται)
1936 Ringen sluttet (Ο κýκλος Ýκλεισε)
1949 Paa gjengrodde Stier (Σε χορταριασμÝνα μονοπÜτια)


===========================


                                           Οι ΣκλÜβοι Του ¸ρωτα

Ι

ΓραμμÝνο απü μÝνα. ΓραμμÝνο σÞμερα για να ξαλαφρþσω τη καρδιÜ μου. ¸χασα τη θÝση μου στο καφενεßο κι Ýχασα τις χαροýμενÝς μου μÝρες. ¼λα τα 'χασα. Και το καφενεßο Þταν το ΚαφÝ-ΜαξιμιλιÜν.
¸νας νÝος κýριος με γκρßζα ροýχα ερχüταν κÜθε βρÜδυ με δυο Üλλους φßλους του και καθüτανε σ’ Ýνα απ’ τα τραπÝζια μου. Ερχüντανε πολλοß κýριοι, üλοι εßχαν να μου πουν απü 'ναν καλü λüγο -αυτüς τßποτα. ¹ταν ψηλüς και λιγνüς, εßχε μαλακÜ μαýρα μαλλιÜ και γαλανÜ  μÜτια, που με κοßταζαν κÜποτε-κÜποτε. Στ’ απÜνω του αχεßλι Üρχιζε να φυτρþνει Ýνα λεπτü μουστακÜκι.
Ναι, στην αρχÞ εßχε κÜτι τις μαζß μου, αυτüς ο Üνθρωπος.
Μιαν ολüκληρη βδομÜδα ερχüτανε κÜθε μÝρα. Σον εßχα συνηθßσει και τον αναζητοýσα σα δεν ερχüτανε. Μια βραδιÜ δεν Þρθε. ¸φερα βüλτα το καφενεßο ψÜχνοντας μη τον δω· επιτÝλους τον ανακÜλυψα δßπλα σε μια απ’ τις μεγÜλες κολüνες, απ’ το μÝρος της αλληνÞς εισüδου· καθüτανε μαζß με μια γυναßκα του ιπποδρομßου. Εκεßνη φοροýσε μια κßτρινη φορεσιÜ και τα μακριÜ της γÜντια της Ýφταναν ως απÜνω απ’ τον αγκþνα. ¹ταν νÝα κι εßχε üμορφα, καστανÜ μÜτια και τα δικÜ μου Þταν γαλανÜ.
ΣτÜθηκα μια μοναχÜ στιγμοýλα κι ακροÜστηκα τι Ýλεγαν, αυτÞ τον μÜλωνε για κÜτι, τον εßχε βαρεθεß και τον παρακαλοýσε να φýγει. Εγþ εßπα τüτε μÝσα στη καρδιÜ μου: Αχ, Παναγßα ΠαρθÝνα μου, γιατß δεν Ýρχεται σε μÝνα!
Την Üλλη μÝρα το βρÜδυ Þρθε μαζß με τους δυο φßλους του και κÜθησαν σ’ Ýνα απ’ τα τραπÝζια μου· γιατß εγþ σερβßριζα πÝντε τραπÝζια. Δεν πÞγα να τον υποδεχτþ, üπως συνÞθιζα πÜντα, μüνο κοκκßνισα κι Ýκαμα τÜχα πως δεν τον εßδα. Σαν μου 'γνεψε προχþρησα και του 'πα:
Δεν μας Þρθατε χθες.
Τι σβÝλτη που εßναι η σερβιτüρα μας, εßπε αυτüς στους συντρüφους του.
Μπßρα; τους ρþτησα.
Ναι, μου αποκρßθηκε αυτüς.
Κι γω πιüτερο Ýτρεχα, πÝρα πÞγαινα, για να τους φÝρω τα τρßα ποτÞρια τη μπßρα.

ΙI

ΠÝρασαν δυο τρεις μÝρες. Μου 'δωκε μια κÜρτα του κι εßπε:
ΠηγαßνετÝ τη στη…
ΠÞρα την κÜρτα πριν αποσþσει τα λüγια του και τη πÞγα στη κυρßα με τα κßτρινα. Στο δρüμο διÜβασα τ’ üνομÜ του: Βλαντιμßρ Σ***.
Σαν εγýρισα με κοßταξε ρωτþντας με με τα μÜτια.
Την πÞγα, του εßπα.
Και δεν σας Ýδωκε απÜντηση;
¼χι.
Μου 'δωκε τüτε Ýνα μÜρκο και μου 'πε χαμογελþντας:
Και καμιÜ απÜντηση, απÜντηση εßναι κι αυτü.
¼λο το βρÜδυ καθüταν προσηλωμÝνος στην κυρßα με τα κßτρινα κι αυτοýς που τη συνüδευαν. Στις Ýντεκα σηκþθηκε και σßμωσε στο τραπÝζι της. ΑυτÞ τον εδÝχτηκε ψυχρÜ, οι δυο κýριοι üμως που Þταν μαζß της του κουβÝντιασαν, του 'καμαν μερικÜ χοντρÜ πειρÜγματα και χαμογÝλασαν. Εκεßνος δεν εστÜθηκε εκεß παρÜ μερικÜ λεπτÜ· Ýπειτα, σαν γýρισε, του εßπα πως του εßχαν χýσει μπßρα στη μια τσÝπη του πανωφοριοý του. Σο 'βγαλε, στρÜφηκε απüτομα κι Ýριξε μια ματιÜ κατÜ το τραπÝζι της γυναßκας του ιπποδρüμιου. Εγþ του στÝγνωσα το πανωφüρι του και τüτε μου 'πε με χαμüγελο:
Ευχαριστþ, σκλÜβα.
Εκεß που τον βοηθοýσα να το ξαναφορÝσει τον ξεσκüνισα κιüλας κρυφÜ στη ρÜχη. Εßχε πÝσει σε μεγÜλη συλλογÞ. Ο Ýνας απü τους φßλους του ζÞτησε κι Üλλη μπßρα και πÞρα το ποτÞρι του να του το γεμßσω κι Ýκαμα να πÜρω και του Σ. το ποτÞρι. ¼χι, εßπε αυτüς κι Ýπιασε το χÝρι μου. Σο Üγγιγμα κεßνο Ýκαμε να πÝσει κÜτω το δικü μου χÝρι, πρÜμα που το παρατÞρησε κι αυτüς γιατß τραβÞχτηκε αμÝσως.
Τη νýχτα προσευχÞθηκα γι’ αυτüν δυο φορÝς, γονατιστÞ μπροστÜ στο κρεβÜτι μου. Κι απ’ τη χαρÜ μου φßλησα το δεξß μου χÝρι που εßχε αγγßξει.

ΙII

Μια φορÜ μου χÜρισε και λουλοýδια, Ýνα σωρü λουλοýδια. Σα εßχε αγορÜσει απü την ανθοπþλισσα, καθþς ερχüταν να μπει μÝσα, Þταν φρÝσκα και κüκκινα και της εßχε πÜρει ολüκληρο κοντÜ το πανÝρι της. Σα εßχε αφÞσει να κεßτουνται πολλÞ þρα μπροστÜ του, πÜνω στο τραπÝζι. Δεν Þταν κανεßς απü τους φßλους του μαζß του. ¼ση þρα εßχα καιρü, στεκüμουν πßσω απü μια κολüνα και τον κοßταζα και συλλογιζüμουν: Βλαντιμßρ Σ*** τον λÝνε.
Θα πÝρασε σωστÞ μια þρα. ΚÜθε λßγο κοßταζε το ρολüι του. Εγþ τον ρþτησα τüτε:
ΠεριμÝνετε κανÝνα;
Με κοßταξε αφαιρεμÝνος κι ýστερα μου 'πε ξαφνικÜ:
¼χι, δεν περιμÝνω κανÝνανε. Ποιον θα περßμενα;
Νüμισα πως ßσως περιμÝνετε κανÝνα, του εßπα ξανÜ.
ΕλÜτε δω, μου αποκρßθηκε. ΑυτÜ εßναι για σας. Και μου 'δωκε üλην εκεßνη την αγκαλιÜ τα λουλοýδια.
Σου εßπα ευχαριστþ μα μου 'χε διαμιÜς πιαστεß η φωνÞ, που μüλις βγÞκαν απ’ τα χεßλια μου τα λüγια. Μια χαρÜ ασυγκρÜτητη με συνεπÞρε και στÜθηκα με κομμÝνη ανÜσα μπροστÜ στον μπουφÝ üπου πÞγαινα να πÜρω κÜτι.
Τι θÝλετε; με ρþτησε η μαντÜμ.
Τι λÝτε κι εσεßς; ρþτησα κι εγþ.
Τι λÝω εγþ, εßπε η μαντÜμ. ΤρελαθÞκατε;
Αν το βρεßτε ποιος μου τα 'δωκε αυτÜ τα λουλοýδια;
ΑυτÞ τη  στιγμÞ προσπερνοýσε απü εκεß το πρþτο γκαρσüνι.
Δεν πÞγατε μπßρα σ’ αυτüν εκεß τον κουτσü κýριο, το Üκουσα που εßπε.
Μου τα 'δωκε ο Βλαντιμßρ, εßπα κι Ýτρεξα να πÜω τη μπßρα.
Ο Σ*** δεν εßχε φýγει. Σαν εσηκþθηκε για να φýγει τον ευχαρßστησα και πÜλι. Εκεßνος σα να σÜστισε και μου 'πε:
¸πειτα εγþ τα εßχα αγορασμÝνα για μιαν Üλλη.
Ναι, καλÜ, ßσως να τα 'χε αγορασμÝνα και για  καμιÜν Üλλη. Σα εßχε δþσει üμως εμÝνανε. Μου τα 'χε δþσει εμÝνα κι üχι σ’ εκεßνη που γι’ αυτÞν τα 'χε αγορÜσει. Και μ’ εßχε κιüλας αφÞσει να τον ευχαριστÞσω για δαýτα. Καληνýχτα, Βλαντιμßρ.

ΙV

Την Üλλη μÝρα το πρωß Ýβρεχε.
Το μαýρο Þ το πρÜσινü μου φüρεμα να βÜλω σÞμερα; συλλογßστηκα. Το πρÜσινο. Γιατß εßναι καινοýργιο, λοιπüν αυτü θα φορÝσω. ¹μουν πολý χαροýμενη.
Στη στÜση στεκüταν μια κυρßα και βρεχüτανε περιμÝνοντας το τραμ. Δεν εßχε ομπρÝλα. Της προσφÝρθηκα να 'ρθει να σταθεß κÜτω απ’ τη δικÞ μου, αυτÞ üμως μου αποκρßθηκε üχι, ευχαριστþ. ¸κλεισα λοιπüν κι εγþ την ομπρÝλα μου και περßμενα. ¸τσι δε θα βραχεß μüνη της αυτÞ, συλλογßστηκα.
Το βρÜδυ Þρθε ο Βλαντιμßρ στο καφενεßο.
Ευχαριστþ για τα χθεσινÜ λουλοýδια, του εßπα περÞφανα.
Ποια λουλοýδια; με ρþτησε. Δεν την αφÞνετε αυτÞ τη κουβÝντα.
¹θελα να σας ευχαριστÞσω για δαýτα, εßπα εγþ. ΑνασÞκωσε τους þμους του και μου αποκρßθηκε:
Δεν εßστε εσεßς που αγαπþ, σκλÜβα.
Δεν Þμουν εγþ που αγαποýσε, üχι, βÝβαια. Δεν το περßμενα να μ’ αγαπÜει και δεν παραξενεýτηκα που τ’ Üκουσα. Σον Ýβλεπα üμως κÜθε βρÜδυ, ερχüταν και δεν καθüταν σε καμιανÞς Üλλης τραπÝζι μüνο σε δικü μου κι εγþ Þμουν που του σερβßριζα την μπßρα του. Καλþς üρισες, Βλαντιμßρ.
Σην Üλλη μÝρα το βρÜδυ Þρθε πολý αργÜ και μου 'πε:
¸χετε πολλÜ λεφτÜ, σκλÜβα;
¼χι δυστυχþς, του αποκρßθηκα, εßμαι Ýνα φτωχü κορßτσι. Τüτε με κοßταξε κι εßπε χαμογελþντας:
ΟρισμÝνως δεν θα με καταλÜβατε. ¸χω ανÜγκη απü μερικÜ χρÞματα ως αýριο.
¸χω μερικÜ χρÞματα, Ýχω εκατüν τριÜντα μÜρκα στο σπßτι μου.
Στο σπßτι σας, üχι εδþ;
ΠεριμÝνετε Ýνα τÝταρτο ως που να κλεßσουμε και τüτε πÜω και τα φÝρνω.
Περßμενε Ýνα τÝταρτο και φýγαμε μαζß. Εκατü μÜρκα μοναχÜ, μου 'πε. ¼λη την þρα περπατοýσε πλÜι μου και δε μ’ Üφησε οýτε στιγμÞ να περπατþ μπροστýτερÜ του Þ πιο πßσω, üπως συχνÜ κÜνουν οι μεγÜλοι κýριοι.
Δεν κρατÜω παρÜ μια μικρÞ καμαροýλα, του εßπα σαν εφτÜσαμε μπροστÜ στην πüρτα μου.
Δε θ’ ανÝβω απÜνω, περιμÝνω εδþ. Και στÜθη και περßμενε. Σαν κατÝβηκα πßσω μÝτρησε τα λεφτÜ και μου 'πε:
Εδþ εßναι παραπÜνω απü εκατü μÜρκα. Θα σας δþσω δÝκα μÜρκα για πουρμπουÜρ. Ναι, ναι ακοýτε; Θα σας δþσω δÝκα μÜρκα για πουρμπουÜρ.
Μου 'βαλε τα λεφτÜ στο χÝρι, καληνýχτισε κι Ýφυγε. Τον εßδα που στÜθηκε στη γωνßα κι Ýδωκε σ’ εκεßνη τη γριÜ ζητιÜνα κÜποια πεντÜρα.

V

Το Üλλο βρÜδυ μου παραπονÝθηκε ευθýς πως δεν μποροýσε να μου γυρßσει τα λεφτÜ μου. Τον ευχαρßστησα που δεν μποροýσε να μου τα γυρßσει. Μολüγησε ξÜστερα πως τα 'χε σπαταλÞσει.
Τι να κÜμει και τι να πει κανεßς, σκλÜβα! εßπε χαμογελþντας. Τη γνωρßζετε βÝβαια εκεßνη την κυρßα με τα κßτρινα!
Γιατß τη λες σκλÜβα τη σερβιτüρα μας; τον ερþτησε ο Ýνας απü τους φßλους του. Συ εßσαι πιüτερο σκλÜβος απ’ αυτÞ!
Μπßρα; ρþτησα τüτε απüτομα εγþ, κüβοντÜς τους τη κουβÝντα.
¾στερα απü λßγο μπÞκε στο καφενεßο κι η κυρßα με τα κßτρινα. Ο Σ*** σηκþθηκε κι υποκλßθηκε τüσο χαμηλÜ που του 'πεσαν στο πρüσωπο τα μαλλιÜ του. Εκεßνη πÝρασε απü μπροστÜ του κι επÞγε κι εκÜθησε σ’  Ýνα χωριστü τραπÝζι μοναχÞ της, μα τρÜβηξε κοντÜ της και δυο Üλλες καρÝκλες. Ο Σ*** σηκþθηκε τüτε, πÞγε κοντÜ της και κÜθισε στη μια απü κεßνες τις καρÝκλες. ¾στερα απü δυο λεπτÜ σηκþθηκε πÜλι κι εßπε δυνατÜ:
ΚαλÜ, φεýγω. Και δε θα ξανÜρθω ποτÝ πια.
Ευχαριστþ, του αποκρßθηκε κεßνη.
Εγþ απ’ τη χαρÜ μου δεν Þξερα τι να κÜνω, Ýτρεξα στον μπουφÝ κι εßπα κÜτι. Θα τους εßπα βÝβαια πως δε θα ξαναπÞγαινε ποτÝ πια σ’ αυτÞ. Σο πρþτο γκαρσüνι πÝρασε απü κει και μου 'καμε κÜποια βαριÜ παρατÞρηση, μα εγþ οýτε νοιÜχτηκα καθüλου.
Σαν Ýκλεισε στις δþδεκα το κατÜστημα, ο Σ*** με συνüδεψε ως τη πüρτα μου.
ΠÝντε απü τα δÝκα μÜρκα που σας Ýδωκα χτες, μου 'πε. Εγþ Þθελα να του τα δþσω και τα δÝκα, μα κεßνος üμως μου γýρισε πßσω τα πÝντε για πουρμπουÜρ. Κι οýτε Þθελε ν’ ακοýσει τις διαμαρτυρßες μου.
Εßμαι τüσο χαροýμενη απüψε, εßπα. Αν σας παρακαλοýσα ν’ ανεβεßτε πÜνω; Μα δεν κρατþ παρÜ μια μικρÞ καμαροýλα μοναχÜ.
Δεν ανεβαßνω απÜνω, μου αποκρßθηκε. Καληνýχτα.
¸φυγε. ΠÝρασε και πÜλι μπροστÜ απü τη γριÜ ζητιÜνα, μα ξÝχασε üμως να της δþσει τßποτα, μ’ üλο που αυτÞ του ευχÞθηκε.
¸τρεξα κοντÜ της, της Ýδωκα κÜτι και της εßπα:
Ορßστε, απü μÝρος αυτουνοý που πÝρασε, αυτουνοý του κυρßου με τα γκρßζα.
Του κυρßου με τα γκρßζα; με ρþτησε η ζητιÜνα.
Αυτουνοý με τα μαýρα μαλλιÜ. Του Βλαντιμßρ.
Εßστε γυναßκα του;
¼χι, σκλÜβα του εßμαι.

ΠολλÝς βραδιÝς στη σειρÜ Ýπειτα, κλαιγüτανε πως δεν μποροýσε να μου γυρßσει τα λεφτÜ μου. Τον παρακÜλεσα να μη μου κÜνει τüσο κακü· μιλοýσε τüσο δυνατÜ που τον Üκουγαν üλοι και πολλοß γελοýσαν μαζß του.
Εßμαι παλιÜνθρωπος, εßμαι μασκαρÜς, Ýλεγε. Μου δανεßσατε τα χρÞματÜ σας και δεν μπορþ να σας τα γυρßσω. Α, και το δεξß μου χÝρι θα ´κοβα για πενÞντα μÜρκα απüψε.
ΕμÝνα μου μÜτωνε η καρδιÜ ν’ ακοýω αυτÜ τα λüγια και σκεπτüμουν πως θα του οικονομοýσα αυτÜ τα λεφτÜ, μüλο που δεν το μποροýσα. ¸πειτα μου εßπε πÜλι:
Κι αν με ρωτÜτε πως τα πηγαßνω, σας λÝω λοιπüν, πως η κυρßα με τα κßτρινα Ýφυγε με το ιπποδρüμιü της. Τη ξÝχασα. Δεν τη θυμοýμαι πια.
Κι üμως και σÞμερα ακüμα της Ýγραψες Ýνα γρÜμμα, του εßπε Ýνας απü τους φßλους του.
¹τανε το τελευταßο, αποκρßθηκε ο Βλαντιμßρ.
Αγüρασα απü την ανθοπþλισσα Ýνα τριαντÜφυλλο και του το πÝρασα στο αριστερü του πÝτο. Εκεß που του το φüραγα Ýνοιωθα την ανÜσα του πÜνω στο χÝρι μου και μüλις, μüλις που μπüρεσα και πÝρασα το λουλοýδι.
Ευχαριστþ, μου 'πε.
Γýρεψα απü τη κÜσα να μου δþσουν τα λßγα μÜρκα που Ýκανε να πÜρω και του τα 'δωκα. ΜικρÜ πρÜματα.
Ευχαριστþ, μου εßπε ξανÜ.
¼λο το βρÜδυ πετοýσα απ’ τη χαρÜ μου, üσο που μου εßπε ξαφνικÜ ο Βλαντιμßρ:
Με τα μÜρκα αυτÜ που μου δþσατε, θα φýγω για μια βδομÜδα. Σαν γυρßσω θα σας δþσω πßσω τα χρÞματÜ σας. Μα σαν εßδε τüτε τη συγκßνησÞ μου πρüσθεσε: Εσεßς εßστε που αγαπþ! Και μου 'πιασε το χÝρι.
Τα 'χα χαμÝνα που θα 'φευγε και δε μου 'λεγε για ποý, μüλο που τον ρωτοýσα. ¼λος ο κüσμος, ολüκληρο το καφενεßο, λοýστροι, πελÜτες, βοýιζαν γýρω μου, μα γω δεν κρατÞθηκα, τον Ýπιασα κι απ’ τα δυο του χÝρια.
Θα γυρßσω σε σας μÝσα σε μια βδομÜδα, μου εßπε και σηκþθηκε απüτομα.
¢κουσα το πρþτο γκαρσüνι να μου λÝει:
Σε μια βδομÜδα θα πÜψετε απ’ το κατÜστημα.
Πολý καλÜ, συλλογßστηκα. Τι με πειρÜζει! Σε μια βδομÜδα θα μου 'ρθει πßσω ο Βλαντιμßρ! ¹θελα να τον ευχαριστÞσω γι’ αυτü και στρÜφηκα, μα εßχε φýγει.

VΙΙ

Μια βδομÜδα αργüτερα πÞρα Ýνα γρÜμμα του, το βρÞκα στη κÜμαρÜ μου τη νýχτα σαν εγýρισα. ¹ταν απαρηγüρητος, μου 'λεγε πως εßχε πÜει στο κατüπι της κυρßας με τα κßτρινα, πως ποτÝ δε θα κατÜφερνε να μου δþσει πßσω τα λεφτÜ μου και πως τον Ýδερνε η ανÝχεια. ¸βριζε Üτιμο τον εαυτü του και κÜτω κÜτω εßχε γρÜψει: Εßμαι σκλÜβος της κυρßας με τα κßτρινα.
¸κλαιγα μÝρα νýχτα, τßποτ' Üλλο δεν μποροýσα να κÜνω. ΠÝρασε η μια βδομÜδα κι Ýπαψα απ' τη δουλειÜ μου· εßχα αρχßσει να γυρεýω Üλλη. Τη μÝρα Ýφερνα βüλτα στα καφενεßα, στα ξενοδοχεßα, χτυποýσα σε σπßτια και ρωτοýσα αν εßχαν να μου δþσουν δουλειÜ. Μα τßποτα. ΑργÜ, μετÜ τα μεσÜνυχτα, αγüραζα μισοτιμÞς üλες τις πρωινÝς εφημερßδες και διÜβαζα προσεχτικÜ στο σπßτι μου τις αγγελßες. ¸λεγα με το νου μου: ºσως βρω τßποτα που να σþσει το Βλαντιμßρ και μÝνα…
Χτες βρÜδυ εßδα τ' üνομÜ του σε κÜποια εφημερßδα και διÜβασα τα νÝα του. ΒγÞκα αμÝσως, Ýφυγα απ’ τη κÜμαρÜ μου, πÞρα τους δρüμους και δεν γýρισα σπßτι μου παρÜ μοναχÜ το πρωß. Μπορεß και ν’ αποκοιμÞθηκα Ýξω σε καμιÜ γωνιÜ, τη νýχτα, ßσως, μη μπορþντας πια να περπατþ, να κÜθιζα σε τßποτα σκαλοπÜτια και να ξαπüσταινα· μα δεν τα θυμοýμαι πια τþρα.
ΞαναδιÜβασα και σÞμερα την εßδηση. Χτες üμως το βρÜδυ τη διÜβασα το πρþτο, σαν πÞγα στη κÜμαρÜ μου. Στην αρχÞ χτýπησα τα χÝρια μου, Ýπειτα Ýπεσα σε μια καρÝκλα. ¸πειτα ξαπλþθηκα χÜμω στο πÜτωμα ακουμπþντας τη ρÜχη μου στη καρÝκλα. Και χτυποýσα τις παλÜμες μου στο πÜτωμα κει που συλλογιζüμουν. Μπορεß και να μη συλλογιζüμουν τßποτα· μα το κεφÜλι μου üμως βοýιζε, βοýιζε και δεν Ýνοιωθα το κορμß μου. ¸πειτα βÝβαια θα σηκþθηκα και πÞρα τους δρüμους. ΠÝρα στη γωνßα θυμοýμαι πως Ýδωκα μια πεντÜρα στη γριÜ ζητιÜνα, λÝγοντÜς της:
Απü μÝρος του κυρßου με τα γκρßζα, που ξÝρετε.
Θα εßσαστε η αρραβωνιαστικιÜ του, ε; με ρþτησε.
¼χι, η χÞρα του εßμαι…
Και πÞρα τους δρüμους παραδÝρνοντας ως το πρωß. Και τþρα δα πÜλι ξαναδιÜβασα την εßδηση,
Βλαντιμßρ Τ*** τüνε λÝγανε...

                                       ______ * ______

                                               Η Πεßνα
   (απüσπ.)

1.
     ¹τανε τον καιρü που περιπλανιüμουνα στη ΧριστιÜνα πεινασμÝνος…
     Ξýπνησα στη σοφßτα μου. ¢κουσα Ýνα ρολüι να χτυπÜ Ýξι, η μÝρα χÜραζε. Κιüλας εßχαν τα ανεβοκατεβÜσματα στις σκÜλες. Απü τη μεριÜ της πüρτας οι τοßχοι του δωματßου μου Þταν ταπετσαρισμÝνοι με παλιÜ φýλλα της εφημερßδας «ΜοργκεμπÜλντεν». Απü το κρεβÜτι μου μποροýσα να και διÜβαζε μια ειδοποßηση του διευθυντÞ των φüρων. Λßγο αριστερüτερα, με στρογγυλÜ και χονδρÜ γρÜμματα ο φουρνÜρης ΦαμπιÜν ¼λσεν, διαλαλοýσε πως πουλοýσε φρÝσκο ψωμß.

     Μüλις Üνοιξα τα μÜτια μου, αναρωτÞθηκα αν θα Þμουν και σÞμερα δυστυχισμÝνος. Αυτü απασχολοýσε κÜθε πρωß το κεφÜλι μου. Τον τελευταßο καιρü εßχα ζÞσει πολý σκληρÜ. Τα λßγα μικροπραγματÜκια που εßχα, πÞγανε, το Ýνα κοντÜ στο Üλλο, στου θεßου.  ΥπÝφερα πολý απü τα πολυτυραννισμÝνα νεýρα μου. ΚÜποτε μου τýχαινε να μÝνω ολημερßς καρφωμÝνος στο κρεβÜτι απü τον πυρετü και τη ζÜλη. ΚÜπου-κÜπου κατÜφερνα να οικονομÞσω 5 κορþνες, σαν εßχα τη τýχη και τυπωνüταν επιφυλλßδα μου σε κÜποια εφημερßδα.
     Το φως τη ημÝρας üλο και δυνÜμωνε. ¢ρχισα τüτε να διαβÜζω τις αγγελßες που στüλιζαν τον τοßχο. ¹τανε και μßα που τα ψιλÜ και στριμμÝνα γρÜμματα της με δυσκüλευαν: «Κηδεßες, δεσποινßς ¢ντερσεν  -δεξιÜ τω εισερχομÝνω». ΑυτÞ η πÝνθιμη ρεκλÜμα με απασχüλησε πολλÞ þρα. ¢κουσα το ρολüι στο πÜνω πÜτωμα να χτυπÜει οκτþ. Σηκþθηκα και ντýθηκα.
     ¢νοιξα το παρÜθυρο. ¸βλεπα σε Ýνα χÝρσο οικüπεδο, üπου εßχαν τεντþσει Ýνα σκοινß για ν απλþσουν ροýχα και η Üκρη του πÞγαινε αρκετÜ μακριÜ, στο βÜθος και σταματοýσε στα χαλÜσματα ενüς σιδερÜδικου, που εßχε πιÜσει φωτιÜ τελευταßα και το καθÜριζαν τþρα κÜποιοι εργÜτες. Ακοýμπησα και κοßταξα ψηλÜ. Σε λßγο θα ξημÝρωνε εντελþς. ¹ταν φθινüπωρο, στην εποχÞ εκεßνη üπου üλα αρχßζουν να δροσßζουν, üλα αλλÜζουν χρþμα, üλα πεθαßνουν. Οι φωνÝς του δρüμου με τραβοýσαν Ýξω απü το σπßτι. Αυτü το αδειανü δωμÜτιο, που το πÜτωμα του βοýλιαζε και Ýτριζε üταν περπατοýσα, μου φαινüταν σαν Ýνα μεγÜλο, ξεχαρβαλωμÝνο φÝρετρο. Η κλειδαριÜ του δεν Ýκλεινε καλÜ, και δεν εßχε σüμπα.
     ΣυνÞθιζα να βÜζω τις κÜλτσες μου κÜτω απü το πÜπλωμα για να στεγνþνουνε ως το πρωß. ¼ταν φυσοýσε πολý και Þταν ανοιχτÞ η κÜτω πüρτα, Üκουγες παρÜξενα σφυρßγματα να διαπερνοýν το πÜτωμα, και οι εφημερßδες που σκÝπαζαν τους τοßχους απ τις δυο μεριÝς της πüρτας σχιζüντουσαν πολλÝς φορÝς ßσαμε Ýνα πÞχυ. Μüνο Ýνα πρÜγμα μου Üρεσε εκεß μÝσα, μια μικρÞ κüκκινη κουνιστÞ πολυθρüνα. ΚÜθε βρÜδυ ξÜπλωνα εκεß και μισοκοιμισμÝνος, σκεφτüμουνα και ταξινομοýσα τις σκÝψεις μου και τις εντυπþσεις μου. Σηκþθηκα και πÞγα να δω το καλαθÜκι που Þταν πλÜι στο κρεβÜτι μου, αν εßχε μεßνει τßποτε για για να φÜω. Δεν βρÞκα τßποτε, και ξαναγýρισα στο παρÜθυρο.
     ΘεÝ μου! ΣκÝφτηκα, αξßζει πια τον κüπο να παραδÝρνω ακüμα για να βρω δουλειÜ; Ως τþρα η υπομονÞ μου δεν βρÞκε Üλλο απü Ýνα σωρü ψεýτικες υποσχÝσεις Þ ξερÜ üχι. Διαρκþς τρÝφομαι με ψεýτικες ελπßδες, και κÜθε μÝρα ξαναρχßζω τα τρεχÜματα που δεν καταλÞγουν σε τßποτα. ¼λες αυτÝς οι αποτυχßες με Ýχουν κÜνει να χÜσω το θÜρρος μου. ΜÞπως δεν Ýφτασα στο σημεßο να ζητÞσω την θÝση λογιστÞ; ΑλλÜ Þταν πια αργÜ και εξÜλλου δεν Þμουν ικανüς να δþσω την εγγýηση των 50 κορωνþν που απαιτοýσαν.
     ΠÜντα παρουσιÜζεται κι απü Ýνα εμπüδιο. ΠροσπÜθησα να πÜω και στη πυροσβεστικÞ υπηρεσßα. ¹μασταν 50 υποψÞφιοι και φουσκþναμε το στÞθος μας για να κÜνουμε τους δυνατοýς και παßρναμε στρατιωτικÝς πüζες. ¸νας επιθεωρητÞς μας εξÝταζε Ýναν Ýναν, μας Ýπιανε τα μπρÜτσα κι Ýκανε διÜφορες ερωτÞσεις. ¼ταν πÝρασε απü μπροστÜ μου κοýνησε το κεφÜλι του κι εßπε πως Þταν αδýνατο να με πÜρουν επειδÞ φοροýσα γυαλιÜ.
ΞαναπÞγα πÜλι. ΑυτÞ τη φορÜ εßχα βγÜλει τα γυαλιÜ μου και στεκüμουν ολüστητος, με σουφρωμÝνα φρýδια και μ' Ýνα βλÝμμα κοφτερü σαν μαχαßρι. Ο επιθεωρητÞς üμως πÝρασε μπροστÜ μου γελþντας... με εßχε αναγνωρßσει. ΑλλÜ το χειρüτερο απ üλα Þταν που τα ροýχα μου Þταν σε τüσο Üθλια κατÜσταση που δεν μποροýσα να παρουσιαστþ πουθενÜ σαν Üνθρωπος. Εßχα πÜρει πια τον κατÞφορο, σιγÜ σιγÜ αλλÜ και τüσο μονοκüμματα. Τþρα Þμουν σε μια κατÜσταση αφÜνταστης ανÝχειας. Δεν εßχα οýτε χτÝνι να χτενιστþ.. δεν εßχα οýτε Ýνα βιβλßο για να διαβÜσω στις þρες τις απελπισßας μου.
     ¼λο το καλοκαßρι το εßχα περÜσει στα νεκροταφεßα και στο βασιλικü κÞπο, εκεß περπατοýσα, ονειροπολοýσα, καθüμουν κι Ýγραφα τα Üρθρα μου. ¸γραφα τη μια στÞλη πÜνω στην Üλλη . Εßχα περßεργα ευρÞματα, κι απü το ανÞσυχο μυαλü μου ξεπετιüνταν σπßθες γεμÜτες φαντασßα. ¼μως η απελπιστικÞ κατÜσταση στην οποßα βρισκüμουν, μοý αφαιροýσε σιγÜ σιγÜ την κρßση μου και πολλÝς φορÝς διÜλεγα θÝματα εκτüς επικαιρüτητας οπüτε δεν τα δεχüταν. Κι üμως, πüση δουλειÜ δεν εßχε χρειαστεß πολλÝς φορÝς για να τα γρÜψω! ¼ταν τελεßωνα το Ýνα Üρθρο, Üρχιζα αμÝσως το Üλλο, χωρßς να με απογοητεýουν τα üχι των διευθυντþν. ¸λεγα μÝσα μου πως κÜποτε θα πετýχαινα. Και πρÜγματι, εßχα μερικÝς φορÝς την τýχη να πληρωθþ πÝντε ολüκληρες κορþνες για τη δουλειÜ ενüς απογεýματος.
     ¸φυγα απü το παρÜθυρο και πÞγα στη καρÝκλα που εßχα για τουαλÝτα. ΠÞρα το παντελüνι μου. ¹ταν ξασπρισμÝνο απü το λιþσιμο. Το Ýβρεξα για να του ζωηρÝψω το χρþμα και να το κÜνω να φαßνεται λßγο πιο καινοýργιο. ¸βαλα στην τσÝπη μου μολýβι και χαρτß και βγÞκα. ΚατÝβηκα αθüρυβα την σκÜλα. Εßχαν περÜσει αρκετÝς μÝρες που Ýπρεπε να εßχα πληρþσει το νοßκι κι εγþ δεν εßχα πεντÜρα. ¸τσι δεν μποροýσα να πληρþσω τßποτε. ¹ταν εννιÜ η þρα. Ο αÝρας Þταν γεμÜτος απü φωνÝς, απü θορýβους που Ýκαναν τα αμÜξια κι üταν αυτÜ Þταν μια φοβερÞ πρωινÞ συμφωνßα üπου ανακατεýονταν τα βÞματα των πεζþν, και τα χτυπÞματα που Ýκαναν τα καμτσßκια των αμαξÜδων. ¼λη αυτÞ η κßνηση με ζωογüνησε κÜπως. ΒÝβαια, δεν βγÞκα εκεßνο το πρωß για να πÜρω τον αÝρα μου. Τι τον χρειαζüταν τον αÝρα τα πνευμüνια μου; ¹μουν δυνατüς σαν τον ΗρακλÞ και μποροýσα να σταματÞσω ολüκληρο αμÜξι με τον þμο μου.
     ¹μουνα σχεδüν κεφÜτος. Η ατμüσφαιρα Þταν ωραßα. Και με εßχε συνεπÜρει το γενικü αßσθημα ευθυμßας. ΔιασκÝδαζα κοιτþντας του ανθρþπους που συναντοýσα, και διÜβαζα τα τοιχοκολλημÝνα προγρÜμματα. ¢φηνα να με επηρεÜζουν χßλια δυο μικροπρÜγματα, üλα εκεßνα τα ασÞμαντα πρÜγματα που διÜβαιναν στο δρüμο μου και χÜνονταν. Να εßχα τßποτε να φÜω μια τÝτοια ωραßα μÝρα! Αυτü το τüσο καθÜριο πρωινü με ερÝθιζε, και Ýνιωθα πως πνιγüμουν απü ζωÞ…

                                            _______ * _______

 

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers