ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

Lorca Federico Garcia: ÍôåëéêÜôïò Ôñáãéêüò ÁãùíéóôÞò...

                  

                                              Βιογραφικü

     Ο Φεδερßκο Γκαρθßα Λüρκα (Federico García Lorca) Þταν απü τους σημαντικüτερους Ισπανοýς ποιητÝς και θεατρικοýς συγγραφεßς κι απü τους κορυφαßους εκπροσþπους της ισπανικÞς γενιÜς του '20. ΠÝρα απü το λογοτεχνικü του Ýργο, ασχολÞθηκε επßσης με τη ζωγραφικÞ και τη μουσικÞ.
     ΓεννÞθηκε στο ΦουÝντε ΒακÝρος, 5 Ιουνßου 1898. Ο πατÝρας του Þταν αγρüτης κι η μητÝρα του δασκÜλα και πρþτη του δασκÜλα στο πιÜνο. Φοßτησε σε σχολεßο Ιησουúτþν στη ΓρανÜδα και μετÜ απü πιÝσεις του πατÝρα του, γρÜφτηκε στη ΝομικÞ ΣχολÞ του Πανεπιστημßου της ΓρανÜδα, την οποßαν üμως εγκατÝλειψε σýντομα, για ν' ασχοληθεß με λογοτεχνßα, μουσικÞ και ζωγραφικÞ. Δραματουργüς, που ανÞκει στη λεγüμενη γενιÜ του '27, ομÜδα συγγραφÝων που προσÝγγισε την ευρωπαúκÞ αβÜν-γκαρντ μ' εξαιρετικÜ αποτελÝσματα, οýτως þστε το πρþτο μισü του 19ου αι. να ορßζεται ως αργυρÞ εποχÞ (edad de plata) της ισπανικÞς λογοτεχνßας.

     Το 1919, εγκαθßσταται στη ΦοιτητικÞ Κατοικßα Πανεπιστημßου Μαδρßτης, που τüτε Þτανε σαν ανοιχτü πανεπιστÞμιο, πολιτιστικü κÝντρο, της ισπανικÞς πρωτεýουσας. Εκεß θα συναντÞσει τον Νταλß, τον Λ. ΜπουνιουÝλ, τον ποιητÞ ΑλμπÝρτι και τον ΧιμÝνεθ. Την ßδια περßοδο συνθÝτει τα πρþτα του ποιÞματα που κυκλοφοροýνε το 1921, με τßτλο:Βιβλßο ΠοιημÜτων. Λßγο νωρßτερα, το 1918, εßχε δημοσιεýσει το Ýργο: Εντυπþσεις & Τοπßα περιδιαβαßνοντας τη Καστßλη. Την ßδια περßοδο συνÝθεσε τα 1α του ποιÞματα που κυκλοφüρησαν το 1921, με τßτλο Βιβλßο ΠοιημÜτων.
     Το 1922, συνεργÜζεται με τον συνθÝτη Μ. ντε ΦÜγια στο ΦεστιβÜλ Λαúκης ΜουσικÞς, στη ΓρανÜδα. Στις παραδüσεις της λαúκÞς και τσιγγÜνικης μουσικÞς, πßστευει πως βρßσκει τη βÜση των ποιητικþν και πνευματικþν του ενορμÞσεων. Δημιοýργημα του τüτε εßναι το Ποßημα Του ΚÜντε Χüντο λαúκü τραγοýδι της Ανδαλουσßας*, που τραγουδιÝται απο τσιγγÜνους με συνoδεßα κιθÜρας και λßγο αργüτερα, το 1924, ξεκινÜ να γρÜφει το ΡομανθÝρο ΧιτÜνο** που το τελειþνει το 1927. Μια σýνθεση 18 ποιημÜτων με σταθερÞ στιχουργικÞ μορφÞ, Ýκφραση μιας απο τις αρχαúκüτερες μορφÝς ισπανικÞς ποßησης. Την ßδια περßοδο συνθÝτει και την ΩδÞ Στον Σαλβαντüρ Νταλß ενþ παρÜλληλα γρÜφει το θεατρικü Ýργο: ΜαριÜνα ΠινÝδα, που πρωτοπαßζεται στη Βαρκελþνη, την ßδια χρονιÜ, σε σκηνογραφßα Νταλß και σημειþνει επιτυχßα.
     Τα Ýτη 1929-30, ανÞσυχος üντας, αναζητεß νÝες πηγÝς Ýμπνευσης και ταξιδεýει στις ΗΠΑ και στη Κοýβα. ΑποτÝλεσμα το, ¸νας ΠοιητÞς Στη ΝÝα Υüρκη. ΕπιστρÝφει στην Ισπανßα το 1931 και συνθÝτει το ΝτιβÜνι Της Ταμαρßτ και παρÜλληλα δουλεýει Ýργα για το ΚουκλοθÝατρο. Εκεß δεßχνει ξεκÜθαρα πως επιλÝγει ως κýρια ενασχüλησÞ του, τη συγγραφÞ θεατρικþν και τα 3 τελευταßα χρüνια της ζωÞς του συνθÝτει τις κορυφαßες του δημιουργßες, τα επονομαζüμενα κι ως αγροτικÞ 3λογßα, εßναι:: ΜατωμÝνος ΓÜμος (Bodas de sangre, 1933), ΓÝρμα (Yerma, 1934) και Το Σπßτι Της ΜπερνÜρντα ¢λμπα (La casa de Bernarda Alba, 1936), τραγωδßες με θÝμα τη κοινωνικÞ καταπßεση κι Ýκδηλο το ανθρþπινο στοιχεßο και συνθÝτει το ποßημα, ΘρÞνος Για Τον ΙγκνÜθιο ΣÜντσεθ Μεχßας.
     Στις 11 Αυγοýστου 1934, 5 το απüγευμα, σε μιαν εκτüς προγρÜμματος ταυρομαχßα στην αρÝνα του ΜανθανÜρες, ο φημισμÝνος ταυρομÜχος ΙγνÜθιο ΣÜντσεθ Μεχßας χτυπÞθηκε θανÜσιμα απü ταýρο και πÝθανε 3 μÝρες αργüτερα στα 43 του χρüνια. Τονε πÝνθησεν üλη η Ισπανßα. ¹ταν Üνθρωπος αγαπητüς, γεμÜτος δüξα και πλοýτη και με γνÞσια καλλιτεχνικÜ ενδιαφÝροντα. Στο Πßνο ΜοντÜνο, το απÝραντο κτÞμα του στα περßχωρα της Σεβßλλιας, συγκÝντρωνε τους σπουδαιüτερους Ισπανοýς ποιητÝς του καιροý του, μαζß και τον Λüρκα, με τον οποßο συνδÝθηκε με δυνατÞ, αληθινÞ κι αδιατÜρακτη φιλßα. ¼λοι τον αγαποýσαν και τον θαýμαζαν σαν Ýνα φιλüξενο, ευαßσθητο, ιπποτικü κι ανοιχτüκαρδο προστÜτη της νεüτερης γενιÜς των ποιητþν. ¸τσι το ποßημα τοýτο το 'γραψεν ο Λüρκα στη μνÞμη του φßλου του.
     Με την εγκαθßδρυση της Δημοκρατßας, συστÞνει θεατρικÞ ομÜδα, τη La Barroca που με τη βοÞθεια του Υπουργεßου Παιδεßας δßνει παραστÜσεις κλασσικþν Ýργων σε χþρους εργατþν κι αγροτικÝς περιοχÝς. Το 1936 υποδÝχεται τον ΑλμπÝρτι, καθþς επÝστρεψε απü τη Μüσχα. ΣυντÜσσει μια διακÞρυξη συγγραφÝων κατÜ του φασισμοý κι ετοιμÜζεται να γρÜψει μια σειρÜ σκηνþν με μορφÞ επιθεþρησης μα τον Ιοýλιο, ξεσπÜ ο Εμφýλιος κι απλþνεται γοργÜ. ΔολοφονÞθηκε στις 19 Αυγοýστου 1936, απü αγνþστους, που πολý πιθανü, συνδÝονταν με τον εθνικιστικü φασισμü, επειδÞ ο ßδιος σχετιζüταν Þ υποστÞριζε τους Δημοκρατικοýς
     Το εκτελεστικü απüσπασμα αριθμοýσε 12 Üτομα, αποτελοýμενο απü αστυνομικοýς, εθελοντÝς αλλÜ και κρατοýμενους, τους οποßους υποχρÝωσαν να διαπρÜξουν τη δολοφονßα του υπü την απειλÞ της εκτÝλεσης. Οι περισσüτεροι απü αυτοýς δεν γνþριζαν καν ποιος εßναι αυτüς που εßχαν διαταχθεß να δολοφονÞσουν. Για τη δολοφονßα κατηγορÞθηκαν ακροδεξιοß πολιτικοß κι επιχειρηματικοß κýκλοι, μÝλη επιφανþν οικογενειþν της ΓρανÜδα, καθþς και κÜποιοι προερχüμενοι απü την Üκρως συντηρητικÞ οικογÝνεια του πατÝρα του, οι οποßοι Þταν Ýξαλλοι με τον πατÝρα κι ως εκδßκηση σκüτωσαν τον γιο. ¹τανε μüλις 38 ετþν. Ο τÜφος του δεν βρÝθηκε ποτÝ, ενþ καινοýρια στοιχεßα δßνουν νÝο στßγμα για τον εντοπισμü του.

     ¢λλα Ýργα του επßσης Þτανε: Τα ΜÜγια Της Πεταλοýδας 1925, Τα Πρþτα Τραγοýδια 1926, Τραγοýδια 1927, Δüκτωρ Περλιμπλßν & Μπελßσα (Οι ΦασουλÞδες Του Κατσιπüρρα) 1928.

--------------------------

 * cante jondo: βαθý, μýχιο τραγοýδι, το αρχαιüτερο λαúκü, ανδαλουσιανü τραγοýδι, το βασικü δηλαδÞ. ¢λλα μετεπτυγμÝνα εßδη εßναι η siguiriya (σιγκιρßγια), η jeliana (χελιÜνα), η copla (κüπλα) κι η martinete (μαρτινÝτα), που τραγουδιοýνται χωρßς συνοδεßα κιθÜρας, και: solea (σολεÜ), η polo (πüλο), η saeta (σαÝτα, σαÀτα) κλπ εßναι επßσης διÜφορες μορφÝς του που τραγουδιοýνται με κιθÜρα. flamenco (φλαμÝνκο), υτü που σÞμερα θεωρεßται γνÞσιο φλαμÝνκο, το τραγοýδι των ΤσιγγÜνων της Ανδαλουσßας, καθιερþθηκε στα τÝλη του 17ου αι. Το παλαιüτερο εßδος φλαμÝνκο εßναι γνωστü ως κÜντε χüντο (Cante Jondo: μια ανδρικÞ φωνÞ, χωρßς συνοδεßα οργÜνων, διηγεßται λυπητερÝς ιστορßες. Αργüτερα προστÝθηκε η κιθÜρα κι ο χορüς. Επßσης ταυτüσημο (και κατÜ τον Λüρκα, εκχυδαúσμÝνη μορφÞ του) εßναι: το cante flamenco (κÜντε φλαμÝνκο) με μορφÝς üπως: οι granadinas (γραναδßνες), τα fantango (φαντÜνγκο), οι malaguenas (μαλαγκÝνιες), οι sevillanas (σεβιλιÜνες), οι rondenas (ροντÝνες) κλπ. Ο Λüρκα μελÝτησε πÜρα πολý üλα τοýτα τα εßδη κι Ýδωσε πολλÝς διαλÝξεις.

** romancero gitano: ρομανθÝρο, λÝξη μεσαιωνικÞ που σημαßνει τη συστηματικÞ συλλογÞ μπαλαντþν, ορßζεται δε η romanza (ρομÜντσα) σαν επικολυρικü ποßημα τραγουδοýμενο με συνοδεßα κÜποιου μουσικοý οργÜνου. χιτÜνο δε, εßναι ο τσιγγÜνος, το τσιγγÜνικο και ribirena (ριμπιρÝνια) εßναι το παρüχθιο τραγοýδι.
----------------------------------

                                    Duende

   (αφιερωμÝνο στη Δαφνοýλα Χρονοποýλου απü μÝνα  Χ. Π.)

Κυρßες και Κýριοι...
     Απü το 1918 που Ýγινα δεκτüς στο Σπßτι των Φοιτητþν στη Μαδρßτη, ως το 1928 που Ýφυγα Ýχοντας συμπληρþσει τις σπουδÝς μου στη ΦιλοσοφικÞ ΣχολÞ, Ýχω ακοýσει πÜνω απü χßλιες διαλÝξεις σ' αυτÞ την ßδια εκλεπτυσμÝνη αßθουσα üπου σýχναζε η παλιÜ αριστοκρατßα της Ισπανßας για να διορθþσει την επιπολαιüτητα που 'φερνε μαζß της γυρßζοντας απü τις γαλλικÝς πλαζ.
     Με τη βαθειÜ μου ανÜγκη για το φως του Þλιου και τον αÝρα, η ψυχÞ μου γÝμισε τüση πλÞξη, που φεýγοντας απü κει μÝσα Ýνιωσα να με σκεπÜζει Ýνα λεπτü στρþμα στÜχτης που λßγο Ýλειπε να γßνει καυτερü πιπÝρι εκνευρισμοý. Ε, λοιπüν, üχι. ΣÞμερα, σ' αυτÞ την αßθουσα, δε θÝλω να μπει η τρομερÞ αλογüμυγα της βαρεμÜρας που δÝνει κÜθε κεφÜλι με την Üûλη κλωστÞ του ýπνου και ρßχνει στα μÜτια των ακροατþν χιλιÜδες μικροσκοπικÝς βελüνες.
     ΑπλÜ, με τον τüνο της ποιητικÞς μου φωνÞς που δεν Ýχει οýτε αποχρþσεις ξýλου, οýτε λαβυρßνθους δηλητηρßου, οýτε αρνιÜ που ξαφνικÜ γßνονται μαχαßρια ειρωνεßας, θα προσπαθÞσω να σας δþσω Ýνα μÜθημα απλü για το κρυμμÝνο πνεýμα της πληγωμÝνης Ισπανßας.
     ¼ποιος ταξιδεýει σε κεßνο το τεντωμÝνο πετσß ταýρου που απλþνεται ανÜμεσα στον Χοýκαρ, τον ΓκουανταλÝτε, τον Σßλ και τα ποτÜμια της ΠισουÝργκα, αργÜ Þ γρÞγορα θ' ακοýσει την Ýκφραση: Αυτü Ýχει πολý ντουÝντε. Ο ΜανουÝλ Τüρρες, Ýνας μεγÜλος καλλιτÝχνης της Ανδαλουσßας, εßπε κÜποτε σ' Ýναν Üλλο τραγουδιστÞ: "¸χεις φωνÞ, Ýχεις στυλ, üμως ποτÝ δε θα πετýχεις γιατß δεν Ýχεις καθüλου ντουÝντε".
     Σ' ολüκληρη την Ανδαλουσßα, απ' το βρÜχο του ΧαÝν μÝχρι τα üστρακα του Καντßθ, οι Üνθρωποι μιλοýν συνÝχεια για το ντουÝντε κι üταν φανεß, το Ýνστικτü τους δεν τους γελÜ ποτÝ. Το αναγνωρßζουν αμÝσως. Ο θαυμÜσιος τραγουδιστÞς του φλαμÝνκο, Ελ ΛεμπριχÜνο, δημιουργüς του ντÝμπλα, παραλλαγÞς του Ανδαλουσιανοý κÜντε χüντο (βαθιοý τραγουδιοý) εßπε: ¼ταν τραγουδþ με ντουÝντε κανεßς δεν παραβγαßνει μπρος μου!. Η γρια τσιγγÜνα χορεýτρια Λα ΜαλÝνα φþναξε κÜποτε ακοýγοντας τον Μπραúλüφσκυ να παßζει Ýνα κομμÜτι του ΜπÜχ: "¼λε! Αυτü Ýχει ντουÝντε". ¼μως ο Γκλοýκ, ο ΜπρÜμς κι ο Νταριýς Μιλþ την Ýκαναν να βαρεθεß. Κι ο ΜανουÝλ Τüρρες, που μες στις φλÝβες του τρÝχει περισσüτερη κουλτοýρα απ' ü,τι σ' οποιονδÞποτε Üλλον Üνθρωπο που γνþρισα ποτÝ, ακοýγοντας τον ßδιο τον Ντε ΦÜλια να παßζει το Νοκτοýρνο ΝτÝλ Χενεραλßφε, εßπε αυτÞ τη θαυμαστÞ κουβÝντα: "¼,τι Ýχει μαýρους Þχους Ýχει ντουÝντε". Και δεν υπÜρχει μεγαλýτερη αλÞθεια.
     Αυτοß οι μαýροι Þχοι εßναι το μυστÞριο, οι ρßζες που απλþνονται κÜτω βαθιÜ στο πλοýσιο χþμα, γνωστü μα κι Üγνωστο σ' üλους μας, απ' üπου üμως βγαßνει ü,τι αληθινü Ýχει να δεßξει η τÝχνη. Ο Ισπανüς Üνθρωπος του λαοý μßλησε για μαýρους Þχους και λÝγοντας αυτü, συμφωνεß με τον μεγÜλο Γκαßτε που Ýδωσε τον ορισμü του ντουÝντε üταν μιλþντας για τον Παγκανßνι του απÝδωσε μια μυστÞρια δýναμη που üλοι νιþθουμε μα που κανÝνας φιλüσοφος δεν εξÞγησε ποτÝ. ¸τσι, το ντουÝντε εßναι μια δýναμη κι üχι μια λειτουργßα, μια πÜλη κι üχι μια αφηρημÝνη Ýννοια. ¢κουσα κÜποτε Ýνα γÝρο κιθαρßστα να λÝει: Το ντουÝντε δε βρßσκεται στο λαρýγγι. Το ντουÝντε ανεβαßνει απ' τις γυμνÝς πατοýσες των ποδιþν. Που σημαßνει πως δεν εßναι μια ικανüτητα, μα αληθινÞ μορφÞ, αßμα, αρχαßα κουλτοýρα, στιγμÞ δημιουργßας. ΑυτÞ η μυστÞρια δýναμη που üλοι νιþθουμε και που κανÝνας φιλüσοφος δεν εξÞγησε ποτÝ, εßναι το ßδιο το πνεýμα της γης. Εßναι το ßδιο εκεßνο το ντουÝντε που φλüγισε κι Ýκανε στÜχτες την καρδιÜ του Νßτσε που γýρευε τις εξωτερικÝς του μορφÝς στη γÝφυρα του ΡιÜλτο και στη μουσικÞ του ΜπιζÝ, χωρßς ποτÝ ν' αντιληφθεß πως το ντουÝντε που κυνηγοýσε εßχε πηδÞσει απü τους μυστηριακοýς ¸λληνες στους χορευτÝς του Καντßθ και στη στραγγαλισμÝνη ΔιονυσιακÞ κραυγÞ του ΣιλβÝριο σαν τραγουδÜ μια σιγγιρßγια. (βλ. Üνω, εξηγοýνται üλα τοýτα Π.Χ.)
     Δε θÝλω να μπερδÝψει κανεßς το ντουÝντε, που βασικÜ σημαßνει Üγιο πνεýμα, με το θεολογικü δαßμονα της αμφιβολßας του Λοýθηρου που με μια βακχικÞ σχεδüν μανßα του πÝταξε Ýνα καλαμÜρι στη ΝυρεμβÝργη, οýτε με το Καθολικü δαßμονα, τον καταστρεπτικü κι üχι και τüσο Ýξυπνο, που μεταμορφþνεται σε σκýλα για να μπει σε μοναστÞρια καλογριþν. ¼χι. Το σκοτεινü κι ολüτρεμο ντουÝντε για το οποßο μιλþ, εßναι απüγονος του εýθυμου δαßμονα ΣωκρÜτη, üλο αλÜτι και μÜρμαρο, που üρμησε ξÝφρενα κι Üρχισε να τσαγκρουνÜ τον κýριο του τη μÝρα που πÞρε το κþνειο. Απüγονος επßσης και του μελαγχολικοý δαßμονα του ΝτεκÜρτ, μικροý σαν πρÜσινο αμýγδαλο, που μπουχτισμÝνος απü κýκλους και γραμμÝς Ýβγαιναν Ýξω τις νýχτες και περπατοýσε πλÜι στα κανÜλια ν' ακοýσει τους μεθυσμÝνους ναυτικοýς να τραγουδοýν.
     ΚÜθε σκαλß που ανεβαßνει Ýνας Üνθρωπος, Þ üπως θα 'λεγε ο Νßτσε, Ýνας καλλιτÝχνης, στον πýργο της τελεßωσης του γßνεται ýστερα απü σκληρÞ μÜχη μ' Ýνα ντουÝντε. ¼χι μ' Ýναν Üγγελο, üπως Ýχουνε πει, οýτε με μια μοýσα. Εßναι ανÜγκη να γßνει αυτü το βασικü ξεχþρισμα για να φτÜσει κανεßς στην καρδιÜ ενüς Ýργου. Ο Üγγελος καθοδηγεß και προικßζει με δþρα, üπως ο ¢γιος ΡαφαÞλ, Þ φρουρεß κι υπερασπßζει, üπως ο ¢γιος ΜιχαÞλ, Þ προειδοποιεß üπως ο ¢γιος ΓαβριÞλ. Ο Üγγελος μπορεß να θαμπþσει αλλÜ δεν καταφÝρνει τßποτε περισσüτερο απ' το να πετÜξει ανÜλαφρα πÜνω απ' το κεφÜλι του ανθρþπου. Σκορπßζει τη χÜρη του, κι ο Üνθρωπος, χωρßς καμιÜ σχεδüν προσπÜθεια δημιουργεß, αγαπιÝται, χορεýει.
     Ο Üγγελος στο δρüμο της Δαμασκοý, ο Üγγελος που γλýστρησε μες απ' τα ξýλινα ανοßγματα του μικροý παραθυριοý στην Ασσßζη κι εκεßνος που ακολοýθησε τα βÞματα του μυστικιστÞ ΧÜιντριχ Σοýζο, εßναι Ýνας Üγγελος που προστÜζει και κανεßς δε μπορεß ν' αντισταθεß στη λÜμψη του γιατß ανοιγοκλεßνει τις ατσαλÝνιες του φτεροýγες στα σýνορα των εκλεκτþν.
     Η μοýσα υπαγορεýει και που και που εμπνÝει. Τα üσα μπορεß, εßναι σχετικÜ λßγα γιατß μακραßνει και εξαντλεßται τüσο γρÞγορα -την εßδα δυο φορÝς- που αναγκÜστηκα να την περιγρÜψω με τη μισÞ καρδιÜ της απü μÜρμαρο. Οι ποιητÝς που εμπνÝονται απ' αυτÞν, ακοýν φωνÝς χωρßς να ξÝρουν απü που Ýρχονται. ¸ρχονται απ' τη μοýσα που τους ενθαρρýνει και καμιÜ φορÜ που τους καταβροχθßζει κιüλας. ΑυτÞ Þταν κι η περßπτωση του Απολλιναßρ, ενüς μεγÜλου ποιητÞ, που τον κατÝστρεψε η μοýσα, η ßδια εκεßνη που ζωγρÜφισε πλÜι του ο θαυμÜσιος κι αγγελικüς Ρουσσþ. Η μοýσα ξυπνÜ την εξυπνÜδα και φÝρνει μαζß της τοπßα με κολüνες και μια ψεýτικη γεýση δÜφνης. Πολý συχνÜ η εξυπνÜδα εßναι εχθρüς της ποßησης γιατß μιμεßται πολý, γιατß υψþνει τον ποιητÞ σ' Ýνα θρüνο στημÝνο σε κοφτερÝς κι απüτομες Üκρες κÜνοντÜς τον να ξεχνÜ πως ξαφνικÜ, απü στιγμÞ σε στιγμÞ, εκεß που κÜθεται, μπορεß να τον κατασπαρÜξουνε τα μυρμÞγκια Þ μια πελþρια ακρßδα γεμÜτη φαρμÜκι να πÝσει πÜνω στο κεφÜλι του.
     ΕνÜντια σ' üλα αυτÜ, οι μοýσες που φωλιÜζουν στο μονüκλ Þ στην απαλÞ ζεστασιÜ των βερνικωμÝνων τριαντÜφυλλων ενüς κομψοý σαλονιο, εßναι εντελþς ανßσχυρες. Ο Üγγελος κι η μοýσα Ýρχοντ' απ' Ýξω. Ο Üγγελος χαρßζει ακτινοβολßα, η μοýσα δßνει μορφÝς (ο Ησßοδος διδÜχθηκε απ' αυτÝς). Χρυσü φýλλο Þ πτυχÞ χιτþνα ο ποιητÞς δÝχεται τα καλοýπια Ýτοιμα, καθισμÝνος ανÜμεσα στους θÜμνους της δÜφνης του. Το ντουÝντε, üμως, πρÝπει να ξυπνÜ μες στα ßδια κýτταρα του αßματος.
     ΠρÝπει να σπρþξουμε μακριÜ τον Üγγελο, να διþξουμε με κλωτσιÝς τη μοýσα και να χÜσουμε το φüβο που μας γÝμιζε το βιολετß Üρωμα που αναδßνει η ποßηση του δεκÜτου ογδüου αιþνα και το τερÜστιο τηλεσκüπιο üπου απλωμÝνη πÜνω στους φακοýς βρßσκεται η μοýσα χλωμÞ κι Üρρωστη απü τα ßδια τα üριÜ της.
     Η αληθινÞ μÜχη εßναι το ντουÝντε!
     Αν θÝλει κανεßς, ξÝρει τον τρüπο να φτÜσει στο Θεü. Με την αγριÜδα του ερημßτη Þ με την κρυφÞ φωνÞ του μυστικιστÞ. Μ' Ýναν πýργο σαν της Αγßας ΤερÝζας Þ με τα τρßα μονοπÜτια του Αγßου ΙωÜννη του Σταυροý. Κι ακüμα κι üταν αναγκαστοýμε ν' αναφωνÞσουμε με τον ΗσαÀα: ΑληθινÜ, εσý εßσαι ο μυστικüς Θεüς!, τελικÜ ο Θεüς στÝλνει τα πρþτα αγκÜθια της φωτιÜς του σ' üποιον τον γυρÝψει.
     Για να βροýμε το ντουÝντε δεν υπÜρχει τßποτε να μας βοηθÞσει. Οýτε χÜρτης οýτε σωστοß τρüποι. Το μüνο που ξÝρουμε εßναι πως καßει αßμα σαν κοπανιστü γυαλß, πως εξαντλεß, πως σβÞνει τη γλυκειÜ γεωμετρßα που μÜθαμε, πως κλωτσÜ üλα τα στυλ, πως κÜνει τον Γκüγια, ζωγρÜφο του γκρßζου, του ασημÝνιου κι εκεßνου του ροζ στην καλýτερη αγγλικÞ παρÜδοση να ζωγραφßζει με τις γροθιÝς και τα γüνατα τρομερÜ μαýρα κατρÜμια, πως αφÞνει το Σßντο ΒερνταγκÝ ολüγυμνο στον κρýο αÝρα των Πυρηναßων, πως σπρþχνει το Χüρχε Μανρßκε να περιμÝνει το θÜνατο στην ερημιÜ της ΟκÜνια, πως ντýνει το λεπτοκαμωμÝνο σþμα του Ρουσσþ στο πρÜσινο κοστοýμι του ακροβÜτη και βÜζει τα μÜτια ενüς ψüφιου ψαριοý στον κüμη Λωτρεαμüν στο ΒουλεβÜρτο του πρωινοý.
     Οι μεγÜλοι καλλιτÝχνες της Βüρειας Ισπανßας, εßτε χορεýουν, εßτε παßζουν κιθÜρα, εßτε τραγουδοýν, ξÝρουν καλÜ πως χωρßς τον ερχομü του ντουÝντε δεν υπÜρχει αληθινÞ συγκßνηση. Μποροýν αν θÝλουν να ξεγελÜσουν Ýν ολÜκερον ακροατÞριο δßνοντας την εντýπωση πως φλÝγονται απü ντουÝντε, üπως καθημερινÜ γελιüμαστε απü ζωγρÜφους, συγγραφεßς και καλλιτεχνικÜ ρεýματα χωρßς ßχνος ντουÝντε. Αν üμως προσÝξει κανεßς καλÜ και δεν αφÞσει την αδιαφορßα του να τον παραπλανÞσει, αργÜ Þ γρÞγορα η απÜτη θα ξεσκεπαστεß και το ψεýτικο κατασκεýασμα του ντουÝντε θα το βÜλει στα πüδια.
     ΚÜποτε, η ΑνδαλουσιανÞ τραγουδßστρια του φλαμÝνκο* Παστüρα Παβüν, Το Κορßτσι Με Τις ΚτÝνες, μια σκοτεινÞ και βαθειÜ ΙσπανικÞ μεγαλοφυßα εφÜμιλλη του Γκüγια και του εξαßσιου ταυρομÜχου ΡαφαÞλ ελ ΓκÜγιο, τραγουδοýσε σε μια μικρÞ ταβÝρνα του Καντßθ. Τραγουδοýσε με τη φωνÞ üλο σκιÜ και λειωμÝνο μÝταλλο, με τη φωνÞ της σκεπασμÝνη με φýκια, πλεγμÝνη στα μακριÜ μαλλιÜ της. ΣτιγμÝς τη μοýσκευε σε μανχανßγια, στιγμÝς την Ýχανε σε σκοτεινÜ κι απüμακρα δÜση. Μα τßποτε. Τα ακροατÞριο Ýμεινε ακßνητο. Δε χειροκρüτησε κανεßς. ΑνÜμεσα σ' αυτοýς που την ακοýγανε, βρισκüτανε κι ο ΙγκνÜθιο ΕσπελÝτα, ωραßος σα ρωμαúκÞ χελþνα, που üταν κÜποτε τον ρþτησαν: -Πþς γßνεται και δεν εργÜζεσαι ποτÝ;, μ' Ýνα χαμüγελο Üξιο του πÜμπλουτου και μακÜριου βασιλιÜ της Ταρνησοý Αργανθüνιο, απÜντησε: -Γιατß να εργαστþ, αφοý πατρßδα μου εßναι το Καντßθ;
     ¹ταν εκεß κι η Ελοßσα, η φλογερÞ αριστοκρατικÞ πüρνη της Σεβßλλης, Üμεση απüγονος της ΣολÝδα ΒÜργκας που το 1830 αρνÞθηκε να παντρευτεß Ýνα Ρüτσιλντ γιατß στις φλÝβες του Ýτρεχε αßμα κατþτερο απ' το δικü της. ¹τανε κι οι Φλορßντας που πολλοß τους νομßζουνε χασÜπηδες ενþ στη πραγματικüτητα εßναι αρχαßοι ιερεßς που συνεχßζουν να θυσιÜζουν ταýρους στο Γηρυüνη. Και σε μια γωνιÜ στεκüτανε κι εκεßνη η επιβλητικÞ μορφÞ, ο Ντον ΠÜμπλο Μουροýμπε, που 'τρεφε ταýρους, μ' Ýνα πρüσωπο σα μÜσκα της ΚρÞτης. Μüνο Ýνας μικρüσωμος Üντρας, Ýνας απ' αυτοýς τους χορευτÝς με τη γυναικεßα σχεδüν ευαισθησßα που ξαφνικÜ πετιοýνται πßσω απü μποτßλιες Üσπρο μπρÜντυ, εßπε με φωνÞ χαμηλÞ, γεμÜτη σαρκασμü: Βßβα Παρß! σα να 'θελε να πει: Εδþ δε ζητÜμε κüλπα και δεξιοτεχνßες! Εδþ ζητÜμε κÜτι Üλλο!.
     Μüλις τ' Üκουσε Το Κορßτσι Με Τις ΚτÝνες, τινÜχτηκε σα δαιμονισμÝνη, σαν τσακισμÝνη μοιρολογÞτρα του Μεσαßωνα, κατÜπιε μονοροýφι μια γεμÜτη κοýπα καθÜγια, Ýνα κρασß απü νερü φωτιÜς και κÜθισε ξανÜ να τραγουδÞσει -χωρßς φωνÞ, χωρßς ανÜσα, χωρßς παιχνßδια και τσακßσματα με το λαιμü να καßει σαν ηφαßστειο αλλÜ με... ντουÝντε. ΚατÜφερε να γκρεμßσει τις σκαλωσιÝς του τραγουδιοý, ν' αφÞσει το δρüμο ελεýθερο σ' Ýνα μανιασμÝνο και φλογερü ντουÝντε, σýντροφο των ανÝμων που ξεσηκþνουν την Üμμο στην Ýρημο, που 'κανε αυτοýς που την Üκουγαν ν' αρχßσουν να σκßζουν τα ροýχα τους με τον ßδιο ρυθμü που προσεýχονται οι ΝÝγροι στα νησιÜ της ΚαραúβικÞς μπρος στο εικüνισμα της Αγßας ΒαρβÜρας.
    Το Κορßτσι Με Τις ΚτÝνες αναγκÜστηκε να κÜνει κομμÜτια τη φωνÞ του γιατß Þξερε πως καθισμÝνοι γýρω Üκουγαν οι εκλεκτοß, που ζητοýσαν üχι τη μορφÞ, μα το μεδοýλι της μορφÞς, μια μουσικÞ μεταρσιωμÝνη στη πιο γνÞσια ουσßα. ¸πρεπε να φτωχýνει üλη της την ικανüτητα και τα βοηθÞματα, Ýπρεπε δηλαδÞ να διþξει τη μοýσα και να μεßνει μüνη για να μπορÝσει να 'ρθει το ντουÝντε, να παλÝψει στÞθος με στÞθος, ελεýθερη μαζß του. Και πως τραγοýδησε! Τþρα καιγüταν ολüκληρη, η φωνÞ της εßχε γßνει Ýνα σιντριβÜνι απü αßμα που σου 'κοβε την ανÜσα με τον πüνο και την αλÞθεια της κι Üνοιγε σαν το δεκαδÜκτυλο χÝρι που σχηματßζουν τα καρφωμÝνα μα γεμÜτα θýελλα πüδια ενüς Χριστοý φτιαγμÝνου απü τον ΧουÜν ντε Χοýνι.
     Ο ερχομüς του ντουÝντε προûποθÝτει πÜντοτε μια ριζικÞ αλλαγÞ üλων των μορφþν που στηρßζονται σε παλιÝς βÜσεις. ΦÝρνει μαζß του Ýνα συναßσθημα φρεσκÜδας εντελþς πρωτüγνωρο Ýτσι üπως μοιÜζει με καινοýργιο τριαντÜφυλλο, με θαýμα, γεννþντας στο τÝλος Ýνα σχεδüν θρησκευτικü ενθουσιασμü.
     Σ' üλους τους αραβικοýς χοροýς και τ' αραβικÜ τραγοýδια η παρουσßα του ντουÝντε γßνεται δεκτÞ με κραυγÝς: ΑλÜ! ΑλÜ!, ΘεÝ! ΘεÝ!, που δε διαφÝρει πολý απü το ΟλÝ της ταυρομαχßας. Και στα τραγοýδια της Βüρειας Ισπανßας η εμφÜνιση του ντουÝντε χαιρετßζεται πÜντα με την κραυγÞ Βßβα Ντßος!, ΖÞτω ο Θεüς!, μια βαθειÜ ανθρþπινη και τρυφερÞ κραυγÞ επικοινωνßας με το Θεü μες απ' τις πÝντε αισθÞσεις με τη βοÞθεια του ντουÝντε, που συγκλονßζει τη φωνÞ και το σþμα του χορευτÞ, μια αληθινÞ και ποιητικÞ φυγÞ απ' αυτüν τον κüσμο, το ßδιο αγνÞ με κεßνη που ορθþνει μÝσα απ' τους επτÜ του κÞπους ο ανεπανÜληπτος σχεδüν ποιητÞς του 17ου αι., ΠÝντρο Σüτο ντε ΡοχÜζ κι ο ¢γιος ΙωÜννης της Κλßμακος στη ταραγμÝνη σκÜλα του θρÞνου του.
     Εßναι λοιπüν φυσικü, σα φτÜσει αυτÞ η φυγÞ, να νιþσουν üλοι την επßδραση της - οι μυημÝνοι που ξÝρουν πως το στυλ μπορεß να κατακτÞσει και το φθηνüτερο υλικü, μα κι οι Üλλοι, οι αμýητοι, που νιþθουν μια απροσδιüριστη αλλÜ πÝρα για πÝρα αυθεντικÞ συγκßνηση. Πριν απü μερικÜ χρüνια σ' Ýνα χορü στο ΧερÝθ ντε λα ΦροντÝρα, μια γριÜ ογδüντα ετþν νßκησε πανÝμορφες γυναßκες και κορßτσια με μÝσες σα νερü, υψþνοντας απλþς τα χÝρια, ρßχνοντας πßσω το κεφÜλι και κτυπþντας τα πüδια στα σανßδια. ΑνÜμεσα σε μοýσες κι αγγÝλους, ανÜμεσα σε καλλονÝς κορμιοý και καλλονÝς χαμüγελου, το ετοιμοθÜνατο ντουÝντε, σÝρνοντας τα φτερÜ του τα φτιαγμÝνα απü σκουριασμÝνα μαχαßρια, δε γινüτανε παρÜ να νικÞσει, -και νßκησε.
     ¼λες οι ΤÝχνες μποροýν να 'χουνε ντουÝντε, το πεδßο üμως εßναι πιο πλοýσιο στη μουσικÞ, στο χορü και στη ποßηση που απαγγÝλλεται, γιατß απαιτοýνε για ερμηνευτÞ Ýνα σþμα ζωντανü -εßναι μορφÝς που γεννιοýνται και πεθαßνουν ακατÜπαυστα και καθορßζονται απü ακριβÝς παρüν. ΣυχνÜ, το ντουÝντε του συνθÝτη περνÜ στον ερμηνευτÞ. Αξßζει να σημειωθεß πως ακüμα κι αν ο συνθÝτης Þ ο ποιητÞς εßναι ψεýτικος, το ντουÝντε του ερμηνευτÞ μπορεß να δημιουργÞσει νÝο θαýμα που πολý λßγο να μοιÜζει με το αρχικü δημιοýργημα. ΤÝτοια υπÞρξεν η περßπτωση της Ελεονüρα Ντοýζε, που ξÝθαβε αποτυχßες για να τις κÜνει επιτυχßες, χÜρη σ' αυτü που κεßνη τους Ýδινε. ¹ του Παγκανßνι που σýμφωνα με τον Γκαßτε μποροýσε να συνθÝσει μελωδßες απü εντελþς απλοúκοýς σκοποýς και του απολαυστικοý εκεßνου κοριτσιοý στο ΠουÝρτο ντε ΣÜντα Μαρßα που το εßδα κÜποτε να τραγουδÜ και να χορεýει εκεßνο το τρομερü ιταλικü τραγοýδι ¿! Μαρß! με τÝτοιο ρυθμü, τÝτοιες παýσεις και τÝτοιο νüημα, που κατÜφερε απü το φτηνü τραγοýδι να φτιÜξει Ýνα ολüρθο σκληρü φßδι απü χρυσÜφι. Σ' üλες αυτÝς τις περιπτþσεις, ο ερμηνευτÞς ξανÜπλαθε την αρχικÞ δημιουργßα: αßμα ζεστü και καλλιτεχνικÞ μεγαλοφυßα ζωντÜνευαν σþματα πεθαμÝνα, Üδεια απü Ýκφραση.
     ¼λες οι ΤÝχνες κι üλες οι χþρες εßναι ικανÝς για ντουÝντε, για μοýσα Þ για Üγγελο. Η Γερμανßα, Ýξω, απü λßγες εξαιρÝσεις, κυβερνιÝται απü τη μοýσα. Η Ιταλßα Ýχει μονßμως Ýναν Üγγελο. Η Ισπανßα καßγεται αδιÜκοπα απ' το ντουÝντε! Γιατß εßναι μια χþρα αρχαßας μουσικÞς κι αρχαßου χοροý, üπου το ντουÝντε στßβει λεμüνια απü ξημÝρωμα. Μια χþρα θανÜτου, μια χþρα ανοιχτÞ στο θÜνατο. Σε κÜθε χþρα, ο θÜνατος εßναι Ýνα τÝλος. ΦτÜνει, και τα παραθυρüφυλλα κλεßνουν. ¼χι στην Ισπανßα. Στην Ισπανßα ανοßγουν. Πολλοß Ισπανοß ζουν ανÜμεσα σε τÝσσερις τοßχους ως τη μÝρα που θα πεθÜνουν και τüτε τους βγÜζουν Ýξω στον Þλιο. Σε καμιÜ Üλλη χþρα ο πεθαμÝνος δεν εßναι πιο ζωντανüς απ' την Ισπανßα. Το προφßλ του κüβει σα κüψη ξυραφιοý. Τα αστεßα γýρω απü το θÜνατο και μαζß κι η σιωπηλÞ τους ενατÝνιση εßναι πρÜγματα γνωστÜ στους Ισπανοýς. Απ' το ¼νειρο Των Νεκροκεφαλþν του ΚεβÝδο μÝχρι το ΣÜπισμα Του Επισκüπου του ΒÜλντες Λεüλ, κι απü τη ΜπαρμπÝλα του 17ου αι. που πÝθανε την þρα της γÝννας στη δημοσιÜ λÝγοντας:

Το αßμα της μÞτρας μου
ΣκεπÜζει τþρα τ' Üλογο,
Τα πÝταλα του αλüγου σου
ΑστρÜφτουν φωτιÜ πßσσας...

...ως το παλικÜρι απ' τη ΣαλαμÜνκα που σκοτþθηκε τελευταßα απü Ýνα ταýρο φωνÜζοντας την þρα που πÝθαινε:

Φßλοι πεθαßνω!
Φßλοι την Ýχω Üσκημα!
Τρßα μαντßλια
ΓÝμισαν τα σπλÜχνα μου,
Κι αυτü εδþ εßν' το τÝταρτο...

...απλþνεται Ýνας φρÜκτης απü νιτρικÜ λουλοýδια και πßσω του Ýνας λαüς που ατενßζει σκεφτικÜ το θÜνατο. ¸νας λαüς που στις πιο δýσκολες στιγμÝς του εμπνÝεται απü τους στßχους του Ιερεμßα και στις πιο λυρικÝς απü μυροφüρα κυπαρßσια. Μα ακüμα, Ýνας λαüς που πιστεýει πως ü,τι Ýχει μεγαλýτερη σημασßα κουβαλÜει μÝσα του τον αμετÜκλητο, μεταλλικü αντßλαλο του θανÜτου. Το μαχαßρι κι η ρüδα της Üμαξας, το ξυρÜφι και τ' Üγρια γÝνια των βοσκþν, το γυμνü φεγγÜρι,η μýγα, τα υγρÜ ντουλÜπια, οι ιερÝς εικüνες οι σκεπασμÝνες μ' Üσπρη νταντÝλλα, ο ασβÝστης, η γραμμÞ των γεßσων και των τζαμÝνιων μπαλκονιþν στην Ισπανßα κρýβουν μια λεπτÞ χλüη θανÜτου καθþς και φωνÝς και σýμβολα για το Üγρυπνο μυαλü ταρÜζοντας τη μνÞμη μας με τον ασÜλευτο αÝρα π' αφÞνει πßσω του το πÝρασμα μας.
     Ο δεσμüς της ΙσπανικÞς τÝχνης με τη γη δεν εßναι τυχαßος. Εßναι μια τÝχνη που πνßγεται στ' αγκÜθια και στις πÝτρες. Ο θρÞνος του ΠλεμπÝριο κι οι χοροß του μεγÜλου ΧοσÝφ Μαρßα ντε ΒαλντεβιÝλσο δεν αποτελοýν μεμονωμÝνα παραδεßγματα. Δεν εßναι καθüλου σýμπτωση πως απ' üλες τις μπαλÜντες της Ευρþπης το ερωτικü αυτü Ισπανικü τραγοýδι ξεχωρßζει:

-Αν εßσαι εσý η αγαπημÝνη μου,
Γιατß δε με κοιτÜζεις, πες μου;
-ΚÜποτε εßχα μÜτια να σε δω,
τþρα στη σκιÜ τα' χω δοσμÝνα.

-Αν εßσαι εσý η αγαπημÝνη μου,
Τüτε γιατß δε με φιλÜς, αλÞθεια, πες μου!.
-ΚÜποτε εßχα χεßλια για φιλιÜ,
τþρα στη γη τα' χω χαρßσει.

-Αν εßσαι εσý η αγαπημÝνη μου,
Γιατß δεν μ' αγκαλιÜζεις, πες μου !
-ΚÜποτε εßχα χÝρια για αγκαλιÜ,
Τþρα σκουλÞκια Ýχουν γεμßσει.

     Οýτε απορεß κανεßς üταν συναντÜ το τραγοýδι αυτü στη παλιüτερη λυρικÞ ποßηση της Ισπανßας:

Στον κÞπο θα πεθÜνω
Στο θÜμνο της τριανταφυλλιÜς θα σκοτωθþ.
Λßγα τριαντÜφυλλα πÞγα να κüψω
ΒρÞκα το θÜνατο στον κÞπο
ΜÜνα γλυκειÜ!
Λßγα τριαντÜφυλλα πÞγα να κüψω
ΜÜνα γλυκειÜ!
ΒρÞκα το θÜνατο να περιμÝνει
ΚρυμμÝνο στην τριανταφυλλιÜ!
Στον κÞπο θα πεθÜνω
Στο θÜμνο της τριανταφυλλιÜς θα σκοτωθþ.

     Τα κεφÜλια τα παγωμÝνα στο φως του φεγγαριοý που τα ζωγρÜφισε ο ΘουρμπαρÜν, το κßτρινο του βουτýρου και το κßτρινο του κεραυνοý του Ελ ΓκρÝκο, η πρüζα του ΦρÜ ΣιγκουÝνθα, ολüκληρο το Ýργο του Γκüγια, η κÜμαρα της εκκλησßας στο ΕσκοριÜλ, üλη η πολýχρωμη γλυπτικÞ της Ισπανßας, η κρýπτη του παλατιοý της Οσοýνα, Ο ΘÜνατος Με Τη ΚιθÜρα στο παρεκκλÞσι του ΜποναβÝρντες στη Μεντßνα ντε ΡιοσÝκο, ολ' αυτÜ εßναι τα καλλιτεχνικÜ αντßστοιχα των ζωντανþν πανομοιüτυπων στην καθημερινÞ ζωÞ της Ισπανßας, üπως το προσκýνημα στον ¢γιο ΑνδρÝα του Τεχßδο üπου οι πεθαμÝνοι Ýχουν θÝση στην πομπÞ, τα μοιρολüγια που τραγουδοýν στο φως των φαναριþν οι γυναßκες της Αστοýρια τις νýχτες του ΝοÝμβρη, ο χορüς της Σßβυλλας στις καθεδρικÝς εκκλησßες του ΤολÝδο και της Μαγιüρκα, το σκοτεινü θρησκευτικü Ýργο ºν Ρικüρτ της Τορτüσα, οι αμÝτρητες λιτανεßες της Μ. ΠαρασκευÞς που μαζß με τη πολý σαφÞ γιορτÞ της ταυρομαχßας αποτελοýν το λαúκü θρßαμβο του θανÜτου στην Ισπανßα. Απ' üλες τις χþρες του κüσμου μüνο το Μεξικü μπορεß να παραβγεß την Ισπανßα σ' αυτü.
     Μüλις η μοýσα μυριστεß το θÜνατο, κλεßνει τη πüρτα, υψþνει μνημεßο, παρελαýνει νεκρþσιμη υδρßα Þ γρÜφει με χÝρι κÝρινο, επιτÜφιο κι αρχßζει να μαδÜ το στεφÜνι της σε μια σιωπÞ που τρεμοσβÞνει ανÜμεσα σε δυο θλιμμÝνες αýρες. ΚÜτω απ' τη ρημαγμÝνη αψßδα της ωδÞς δÝνει με πÝνθιμα δÜκτυλα τα τÝλεια λουλοýδια που ζωγρÜφισαν οι Ιταλοß τον 15ο αι. και καλεß τον καθησυχαστικü πετεινü του Λουκρητßου να τρομÜξει και να διþξει μακριÜ ανυποψßαστες σκιÝς.
     ¼ταν ο Üγγελος υποψιαστεß το θÜνατο, κÜνει Ýναν αργü κýκλο κι Ýρχεται και γνÝθει με νÜρκισσους και παγωμÝνα δÜκρυα το ελεγειακü ποßημα που εßδαμε να τρÝμει στα χÝρια του ΚÞτς, του Βιγιασαντßνο, του ΕρρÝρα, του ΜπÝκερ και του ΧουÜν Ραμüν ΧιμÝνεθ. ΑλλÜ τι σýγχυση, τι πανικüς, αν ο Üγγελος νιþσει μια τüση δα αρÜχνη ν' αγγßζει τα ροδαλÜ του δÜκτυλα!
     Το ντουÝντε δεν εμφανßζεται καν αν δεν δει κÜποια πιθανüτητα θανÜτου, αν δεν πειστεß πως θα μπαινοβγεß ελεýθερα στο σπßτι του, αν δεν εßναι σßγουρο πως θα ταρÜξει εκεßνα τα κλαριÜ που üλοι κουβαλÜμε μÝσα μας και που θα μεßνουν για πÜντα απαρηγüρητα.
     Στη σκÝψη, στον Þχο και στη κßνηση, το ντουÝντε σπρþχνει το δημιουργü σε μιαν αντρßκεια, τßμια πÜλη στο χεßλος του πηγαδιοý. Κι ενþ η μοýσα κι ο Üγγελος αποσýρονται με το βιολß Þ με το διαβÞτη τους, το ντουÝντε πληγþνει και στο γιÜτρεμα αυτÞς της πληγÞς που ποτÝ δεν κλεßνει, βρßσκεται η ρßζα ü,τι πρωτüγνωρου και θαυμαστοý κρýβει το Ýργο του ανθρþπου. Η μαγικÞ ιδιüτητα ενüς ποιÞματος στηρßζεται στη συνεχÞ παρουσßα του ντουÝντε Ýτσι που εκεßνος που το αντικρßζει να βαφτßζεται σε σκοτεινÜ νερÜ. Γιατß με το ντουÝντε εßναι πιο εýκολο να νιþσεις και ν' αγαπÞσεις και ξÝρεις πως και 'σενα θα σε νιþσουν, πως και συ θ' αγαπηθεßς. Κι αυτüς ο αγþνας για Ýκφραση και για την επικοινωνßα της Ýκφρασης φτÜνει σε στιγμÝς που παßρνει στη ποßηση τη μορφÞ μιας πÜλης μÝχρι θανÜτου.
     Ας θυμηθοýμε την περßπτωση της Αγßας ΤερÝζας, της κατ' εξοχÞν φλαμÝνκα, που εßχε το ντουÝντε μÝσα της, üχι επειδÞ με τρεις εξαßσιες κινÞσεις σταμÜτησε Ýναν Üγριο ταýρο, πρÜγμα που 'γινε, üχι γιατß καυχÞθηκε για την ομορφιÜ της μπρος στον ΦρÜ ΧουÜν Ντε Λα ΜιζÝρια. οýτε γιατß χαστοýκισε τον απεσταλμÝνο του ΠÜπα -αλλÜ γιατß υπÞρξε απ' τους λßγους εκλεκτοýς που το ντουÝντε (üχι ο Üγγελος, ο Üγγελος δεν επιτßθεται ποτÝ) κÜρφωσε μ' Ýνα βÝλος γυρεýοντας να τη σκοτþσει επειδÞ του 'κλεψε το τελευταßο του μυστικü -τη λεπτÞ εκεßνη γÝφυρα που ενþνει τις πÝντε αισθÞσεις με το κÝντρο της ζωÞς μετουσιωμÝνο σε γυμνÞ σÜρκα, γυμνü σýννεφο, γυμνÞ θÜλασσα: του ¸ρωτα πÝρα απ' το Χρüνο.
     ΥπÞρξε μια υπÝροχη νικÞτρια του ντουÝντε αντßθετα απü τον Φßλιππο της Αυστρßας που κυνηγþντας γεμÜτος λαχτÜρα τη μοýσα και τον Üγγελο της θεολογßας, βρÝθηκε φυλακισμÝνος απ' το ντουÝντε του ψυχροý πÜθους στο παλÜτι του ΕσκοριÜλ üπου η γεωμετρßα σκλαβþνει και το üνειρο και το ντουÝντε φορÜ τη μÜσκα της μοýσας προς αιþνια τιμωρßα του μεγÜλου βασιλιÜ.
     Εßπαμε πως το ντουÝντε γυρεýει τη πληγÞ, το χεßλος του γκρεμοý κι üτι εμφανßζεται πÜντα εκεß που οι μορφÝς χÜνονται η μια μÝσα στην Üλλη σε μια νοσταλγßα βαθýτερη απ' την εξωτερικÞ ÝκφρασÞ τους. Στην Ισπανßα (üπως και στην ΑνατολÞ, üπου ο χορüς εßναι εκδÞλωση θρησκευτικÞ), το ντουÝντε ασκεß απεριüριστη εξουσßα πÜνω στα σþματα των χορευτþν του Καντßθ που ýμνησε ο ΜαρτιÜλις, στα στÞθεια των τραγουδιστþν που ýμνησε ο ΓιουβενÜλις και σ' üλη τη τελετÞ της ταυρομαχßας, ενüς πρÜγματι θρησκευτικοý δρÜματος üπου, üπως και στη θεßα λειτουργßα, λατρεýεται και θυσιÜζεται Ýνας θεüς. Εßναι σα να συγκεντρþνεται üλος ο δαιμονισμüς του κλασικοý κüσμου σ' αυτü το τÝλειο θÝαμα, σýμβολο του πολιτισμοý και της μεγÜλης ευαισθησßας ενüς λαοý που ανακÜλυψε τον ωραιüτερο θυμü, την ωραιüτερη μελαγχολßα και τον ωραιüτερο πüνο του ανθρþπου. Οýτε στον Ισπανικü χορü οýτε στην ταυρομαχßα υπÜρχει καμιÜ διασκÝδαση. Το ντουÝντε φροντßζει να γεννÞσει τον πüνο μÝσα στο δρÜμα, ξεκινþντας απü ζωντανÝς μορφÝς κι ετοιμÜζει τη σκÜλα της φυγÞς απ' την πραγματικüτητα που μας περιβÜλλει.
     Το ντουÝντε επιδρÜ πÜνω στο σþμα της χορεýτριας üπως ο Üνεμος πÜνω στην Üμμο. Με μαγικÝς δυνÜμεις μεταμορφþνει Ýνα απλü κορßτσι σε φεγγαρüπληκτη παραλυτικÞ, κÜνει Ýνα τσακισμÝνο γεροζητιÜνο που γυρßζει τις ταβÝρνες να κοκκινßζει σαν Ýφηβος, κρýβει μÝσα σε μακριÝς πλεξßδες το Üρωμα του λιμανιοý τη νýχτα και κÜθε στιγμÞ εμπνÝει στα χÝρια κινÞσεις που γÝννησαν τους χοροýς üλων των καιρþν.
     Μα αξßζει να τονιστεß πως το ντουÝντε δεν επαναλαμβÜνεται ποτÝ, üπως τα σχÞματα της θÜλασσας δεν επαναλαμβÜνονται ποτÝ στη θýελλα. Το ντουÝντε φτÜνει την πιο εντυπωσιακÞ μορφÞ του στη ταυρομαχßα, γιατß απ' τη μια Ýχει να παλÝψει με το θÜνατο που μπορεß να φÝρει τη καταστροφÞ κι απ' την Üλλη με τη γεωμετρßα, με το μÝτρο, που αποτελοýνε τη βÜση αυτοý του θεÜματος. Ο ταýρος Ýχει τη τροχιÜ του, ο ταυρομÜχος τη δικιÜ του κι ανÜμεσα στις δυο τροχιÝς υπÜρχει Ýνα σημεßο υπÝρτατου κινδýνου üπου βρßσκεται το αποκορýφωμα του τρομεροý παιχνιδιοý. Εßναι δυνατü να οδηγεß η μοýσα τη μουλÝτα κι ο Üγγελος τη μπαντερßγιας και να θεωρηθεß καλüς ο ταυρομÜχος. Μα την þρα της κÜπας, üταν ο ταυρομÜχος ειν' ακüμα δυνατüς, χωρßς πληγÝς κι αργüτερα, την þρα του τελικοý φüνου, εßν' απαραßτητη η βοÞθεια του ντουÝντε. Ο ταυρομÜχος που προκαλεß επιδεικτικÜ το θÜνατο τρομÜζοντας το κοινü δεν κÜνει ταυρομαχßα. Βρßσκεται απλþς στη παρÜλογη εκεßνη κατÜσταση του ανθρþπου που παßζει με τη ζωÞ του. Κι αυτü το κÜνει ο καθεßς. Ο Üλλος, ο ταυρομÜχος που τονε δαγκþνει το ντουÝντε, δßνει Ýνα τÝλειο μÜθημα Πυθαγüρειας μουσικÞς, τüσο τÝλειο που ξεχνÜμε πως ρßχνει συνÝχεια τη καρδιÜ του στα θυμωμÝνα κÝρατα του ταýρου.
     Ο Λαγκαρτßχο με το ρωμαúκü του ντουÝντε, ο Χοσελßτο με το εβραúκü του ντουÝντε, ο Μπελμüντε με το μπαρüκ του ντουÝντε κι ο ΚαγκÜντσο με το τσιγγÜνικü του ντουÝντε, απü το σοýρουπο της αρÝνας δεßχνουνε σε ζωγρÜφους, ποιητÝς και μουσικοýς τα τÝσσερα μεγÜλα μονοπÜτια της ΙσπανικÞς παρÜδοσης.
     Η Ισπανßα εßναι η μüνη χþρα üπου ο θÜνατος υποδÝχεται την κÜθε Üνοιξη με μεγÜλες σÜλπιγγες κι üπου η τÝχνη κυβερνιÝται πÜντα απü Ýνα οξýτατο ντουÝντε που της Ýχει δþσει τον ξεχωριστü της χαρακτÞρα και τη φρεσκÜδα της.
     Το ντουÝντε που για πρþτη φορÜ στη γλυπτικÞ γεμßζει τα μÜγουλα των αγßων του Ýξοχου του ΜατÝο ντε ΚαμποστÝλα με κüκκινο αßμα, εßναι το ßδιο που κÜνει τον ¢γιο ΙωÜννη του Σταυροý να κλαßει με βογκητÜ και καßει γυμνÝς νýμφες στα θρησκευτικÜ σονÝτα του Λüπε ντε ΒÝγκα. Το ντουÝντε που ýψωσε τον Πýργο του Σααγκοýν και δουλεýει με πýρινα τοýβλα στο Καλαταγιοýντ και στο ΤερουÝλ, εßναι το ßδιο που ξεσκßζει τα σýννεφα του Ελ ΓκρÝκο, που πετÜ με τις κλωτσιÝς τους χωροφýλακες που ενοχλοýνε τον ποιητÞ ΚεβÝδο και τα δαιμüνια του Γκüγια. ¼ταν βρÝχει, ξετρυπþνει Ýναν εμπνευσμÝνο ΒελÜσκεθ πßσω απ' τα βασιλικÜ γκρßζα του. ¼ταν χιονßζει, πετÜει στο δρüμο Ýναν ΕρρÝρα ολüγυμνο για ν' αποδεßξει πως το κρýο δε σκοτþνει. ¼ταν ο Þλιος καßει, το ντουÝντε σÝρνει μÝσα στις φλüγες του τον ΜπερουγκÝτε και τον κÜνει ν' ανακαλýψει μια καινοýργια διÜσταση στη γλυπτικÞ.
     Η μοýσα του Γκüνγκορα κι ο Üγγελος του ΓκαρθιλÜσο βγÜζουνε το δÜφνινο στεφÜνι τους üταν περνÜ το ντουÝντε του Αγßου ΙωÜννη του Σταυροý üταν:

Το πληγωμÝνο ελÜφι
ΠροβÜλλει στο βουνü.

     Η μοýσα του ΓκονθÜλο ντε ΜπερθÝο κι ο Üγγελος του ΑρχιερÝα της ºτα παραμερßζουν να περÜσει ο Χüρχε Μανρßκε σα φτÜνει βαριÜ πληγωμÝνος στις πýλες του πýργου του Μπελμüντε. Η μοýσα του Γκρεγκüριο ΕρνÜντεθ κι ο Üγγελος του ΧοσÝ ντε Μüρα αποτραβιοýνται να κÜνουνε τüπο στο ντουÝντε του ΜÝνα που Ýρχεται χýνοντας δÜκρυα απü αßμα. Η μελαγχολικÞ μοýσα της Καταλωνßας κι ο μουσκεμÝνος απ' τη βροχÞ Üγγελος της Γαλικßας πρÝπει να σκýψουν ευλαβικÜ το κεφÜλι μπρος στο ντουÝντε της Καστßλλης, τüσο ξÝνο και μακρυνü απ' το ζεστü ψωμß και την Þρεμη αγελÜδα που βüσκει ξÝνοιαστη δßπλα σ´ Ýνα Üπλωμα ξερÞς γης κι ανεμüδαρτου ουρανοý. Το ντουÝντε του ΚεβÝδο και το ντουÝντε του ΘερβÜντες, το Ýνα με πρÜσινες φωσφορικÝς ανεμþνες και το Üλλο με γýψινες ανεμþνες του ΡουúντÝρα, στεφανþνουνε το βωμü του ντουÝντε στην Ισπανßα.
     Εßναι φανερü πως κÜθε τÝχνη Ýχει το δικü της ξÝχωρο ντουÝντε. ¼λα üμως ενþνουν τις ρßζες τους στο σημεßο üπου προβÜλλουν οι μαýροι Þχοι του ΜανουÝλ Τüρρες, ýστατη ýλη, αδÝσποτη κι ολüτρεμη κοινÞ βÜση του ξýλου, του Þχου, των λÝξεων και του μουσαμÜ -μαýροι Þχοι που πßσω τους ανακαλýπτουμε τρυφερÜ αδερφωμÝνα, ηφαßστεια, μυρμÞγκια, ζÝφυρους και τη μεγÜλη νýχτα να ζþνει σφιχτÜ στη μÝση της το Γαλαξßα.
     Κυρßες και κýριοι: Ýστησα τρεις αψßδες και με χÝρι αδÝξιο τοποθÝτησα πÜνω τη μοýσα, τον Üγγελο και το ντουÝντε. Η μοýσα μÝνει ακßνητη. Μπορεß αν κρατÞσει τον πολýπτυχο χιτþνα της, τα αγελαδßσια μÜτια της που ατενßζουνε τη Πομπηßα Þ τη πλατειÜ της μýτη με τα τÝσσερα πρüσωπα που της Ýδωσε ο φßλος της ο ΠικÜσσο.
     Ο Üγγελος μπορεß να ανεμßσει στα μαλλιÜ που ζωγρÜφισε ο ΑντονÝλλο ντß Μεσσßνα Þ αν φτερουγßσει στις πτυχÝς του Λßππι και στο βιολß του Μασσολßνο και του Ρουσσþ.
     Μα το ντουÝντε; Που εßναι το ντουÝντε; Μες απü την Üδεια αψßδα υψþνεται Ýνας Üνεμος του νου που πνÝει ακατÜπαυστα πÜνω απü τα κεφÜλια των νεκρþν σε μιαν ατÝλειωτη αναζÞτηση για καινοýργια τοπßα κι ανυποψßαστους τüνους. ¸νας Üνεμος που μυρßζει σÜλιο παιδιοý, φρεσκοκομμÝνο χορτÜρι και πÝπλο μÝδουσας αγγÝλλοντας το αιþνιο βÜπτισμα των νιογÝννητων πραγμÜτων.

----------------------------

(απü μια διÜλεξη του ποιητÞ για το ντουÝντε και τη σημασßα του)
Federico Garcia Lorca
Duende Εκδ: ΕΣΤΙΑ ΑθÞνα 1998
μετ.: Ολυμπßα ΚαρÜγιωργα

-----------------------------

       Η ¢πιστη Σýζυγος

Και τη κουβÜλησα στην Üκρη στο ποτÜμι
καθþς το πßστεψα πως Þταν κüρη,
μα αυτÞ εßχε σýζυγο.
Τοýτο συνÝβη τη νýχτα του Αι ΓιÜκωβου
και σχεδüν μοιραßα.
Τα φανÜρια σβýσανε
και φÝξανε οι γρýλοι.
Διαβαßνοντας τις ýστατες επÜλξεις,
Üγγιξα τα κοιμισμÝνα στÞθεια της
και κεßνα ξανοßξανε με μιας,
σε δÝσμη υακßνθων.
Το κολλαρισμÝνο της φουστÜνι
μου θρüιζε στ' αφτιÜ
σαν Ýνα κομμÜτι μεταξωτü
που να το σχßζουν δþδεκα μαχαßρια.
Δßχως ασημÝνες ανταýγειες στις κορυφÝς τους
μεγÜλωσαν τα δÝντρα
κι Ýνας ορßζοντας σκυλιþν
περ' απ' το ποτÜμι αλυχτÜ.

Περ' απ' τις βατομουριÝς,
πÝρ' απü τις καλαμιÝς και τις αγρÜμπελες,
κÜτω απ' τον üγκο των μαλλιþν της,
Ýσκαψα μια τρýπα μες στη λÜσπη.
¸λυσα τη γραβÜτα μου.
¸βγαλε κεßνη το φουστÜνι της.
Εγþ τη ζωστÞρα με το περßστροφο.
Κεßνη τους τÝσσερις μποýστους της.
Οýτε οι πομÜδες, οýτε τα κοχýλια
σαν το λεπτü της δÝρμα δεν εßναι,
οýτε στο φεγγÜρι τα κρýσταλλα
με τüση δýναμη δε λÜμπουν.
Τα σκÝλη της μου ξÝφυγαν
σα ξαφνιασμÝνα ψÜρια,
η μισÞ, üλη λÜβρα
η Üλλη μισÞ, ψυχρÞ.

Κεßνη τη νýχτα σεριÜνισα
στη πιο ωραßα μου στρÜτα
καβÜλα σε φορÜδα σιντεφÝνια
δßχως χαλινÜρι και σπιροýνια.
Σαν Üντρας, δε θα πω
το τß μου λεγε.
Το φως της γνþσης
μου επιβÜλλει να 'μαι μετρημÝνος.
Λερüς απü φιλιÜ και Üμμο
τη πÞρα μου απ' το ποτÜμι.

Με τον αγÝρα μÜχονταν
των σπαθüχορτων τα λεπßδια.

Σα βÝρος κατσßβελος που 'μαι
Ýτσι και φÝρθηκα.
¸να μεγÜλο κουτß ραψßματος
μ' ατλÜζι κßτρινο ντυμÝνο της εχÜρισα,
üμως απüφυγα να την ερωτευτþ,
γιατß παρ' üλο που 'χε σýζυγο
μου 'πε πως Þταν κüρη
üταν την εκουβÜλαγα στο ποταμü.

     ΩδÞ Στον Σαλβαντüρ Νταλß

¸να ρüδο στον Ýξοχο κÞπο που επιθυμεßς.
Μια ρüδα με τη καθαρÞ σýνταξη του χÜλυβα.
ΓυμνωμÝνο το üρος απü ιμπρεσσιονιστικÞ αχλý.
Οι γκρßζοι τüνοι που ανερευνοýν τους τελευταßους φρÜχτες.

Στα λευκÜ τους ατελιÝ οι μοντÝρνοι ζωγρÜφοι,
κüβουν τον αποστειρωμÝνο ανθü απü τη τετρÜγωνη ρßζα.
Στου ΣηκουÜνα τα νερÜ μαρμÜρινο παγüβουνο
παγþνει τα παρÜθυρα και διþχνει τους κισσοýς.

Ο Üντρας με βÞμα σταθερü βαδßζει στο πλακüστρωτο.
Οι βιτρßνες κλÝβουν τη μαγεßα του αντικατοπτρισμοý.
Η ΚυβÝρνηση Ýκλεισε τ' αρωματοπωλεßα.
Η μηχανÞ διαιωνßζει τη παλινδρομικÞ της κßνηση.

Μια απουσßα απü δÜση, παραβÜν και ματüκλαδα
πλανιÝται πÜνω στις ταρÜτσες των παλαιþν σπιτιþν.
Ο αγÝρας στιλβþνει το πρßσμα του πÜνω στη θÜλασσα
κι ο ορßζοντας υψþνεται σα μεγÜλη υδρορροÞ.

Ναυτικοß που αγνοοýν το κρασß και το ημßφως,
αποκεφαλßζουν τις σειρÞνες στις μολυβÝνιες θÜλασσες.
Η Νýχτα, μαýρο μνημεßο της σýνεσης, κρατÜ
το στρογγυλü καθρÝφτη της σελÞνης μες τη χοýφτα.

Μια επιθυμßα μας διακατÝχει για μορφÝς, για üρια.
Να ο Üντρας που βλÝπει μ' Ýνα κßτρινο μÝτρο.
Η Αφροδßτη εßναι μια λευκÞ νεκρÞ φýση
κι οι πεταλουδοσυλλÝκτες χÜνονται.

Το ΚαντακÝς στη κüψη του νεροý και του λüφου,
υψþνει αναβαθμßδες και κρýβει üστρακα.
Οι ξýλινες φλογÝρες ειρηνεýουν τον αγÝρα.
¸νας γÝρων Θεüς των Δασþν, δßνει καρποýς στα παιδιÜ.

Οι ψαρÜδες του, αποκαμωμÝνοι, κοιμοýνται βαριÜ πÜνω στην Üμμο.
Στ' ανοιχτü πÝλαγος Ýχουνε για πυξßδα Ýνα ρüδο.
ΠαρθÝνος ο ορßζοντας απü πληγωμÝνα μαντÞλια,
ενþνει τις γυαλισμÝνες επιφÜνειες του ψαριοý και της σελÞνης.

Κολλαριστü στÝμμα απü λευκÜ πανιÜ,
ζþνει πικρÜ μÝτωπα και μαλλιÜ της Üμμου.
Οι ΣειρÞνες πεßθουνε χωρßς να επιβÜλλουν
και φανερþνονται μüλις τους δεßξουμε Ýνα ποτÞρι γλυκü νερü.

Ω! Σαλβαντüρ Νταλß, με τη φωνÞ τη λιüχρωμη!
Δεν επαινþ την ατελÞ νεανικÞ σου πινελιÜ,
οýτε το χρþμα σου που δε ξεφεýγει απü το χρþμα του καιροý σου,
αλλÜ υμνþ την αγωνßα σου, περιορισμÝνε αιþνιε!

ΥγιεινÞ ψυχÞ, ζεις πÜνω σε νÝα μÜρμαρα.
Αποφεýγεις το σκοτεινü δÜσος των απßστευτων μορφþν.
Η φαντασßα σου φτÜνει üπου φτÜνουνε τα χÝρια σου
κι εσý απολαμβÜνεις το σονÝτο της θÜλασσας, στο παρÜθυρü σου.

Ο κüσμος εßν' Üλαλα σκüτη κι αταξßα,
στα πρþτα üρια που συναντÜ ο Üνθρωπος.
¼μως, τ' αστÝρια κιüλας κρýβοντας τα τοπßα,
τονßζουνε το τÝλειο σχÞμα της τροχιÜς τους.

Η ροÞ του χρüνου τακτοποιεßται και συγκροτεßται
σε αριθμητικÝς μορφÝς του ενüς αιþνα και του Üλλου.
Κι ο ΘÜνατος ηττημÝνος καταφεýγει τρÝμοντας
στο στενü κýκλο της παροýσας στιγμÞς.

Παßρνοντας τη παλÝτα σου, τρýπια απü βüλι στη μια Üκρη,
ψÜχνεις το φως που ζωντανεýει τη κοýπα απü ξýλο ελιÜς.
ΜεγÜλο φως της ΑθηνÜς της δομÞτορος,
φως üπου μÞτε το üνειρο μÞτε η ανακριβÞς χλωρßδα του, Ýχουν θÝση.

ΨÜχνεις το αρχαßο φως που αναπαýεται στο μÝτωπο
χωρßς να κατεβαßνει προς το στüμα Þ τη καρδιÜ του ανθρþπου.
Φως που φοβßζει τα οδυνηρÜ αμπÝλια του ΒÜκχου
και την Üτακτη δýναμη που κρýβει το νερü που κατρακυλÜ.

¸χεις δßκιο να φωτßζεις με φλογοειδεßς ταινßες,
το σκοτεινü üριο που λÜμπει τη νýχτα.
Σα ζωγρÜφος δε θÝλεις να κÜνεις μαλθακÞ τη μορφÞ
με το μεταβλητü βαμβÜκι κÜποιου απρüβλεπτου νÝφους.

Το ψÜρι στο ενυδρεßο και το πουλÜκι στο κλουβß.
Δε θÝλεις να τα φανταστεßς στη θÜλασσα Þ στον αγÝρα.
Παρατηρεßς προσεκτικÜ με τßμιο βλÝμμα κι Ýπειτα
στυλιζÜρεις Þ αντιγρÜφεις τα ευκßνητα κορμÜκια τους.

ΑγαπÜς τη προσδιορισμÝνη και σαφÞ ýλη
üπου το μανιτÜρι δε μπορεß να στÞσει τη τÝντα του.
ΑγαπÜς την αρχιτεκτονικÞ που χτßζει στο κενü
και παßρνεις τη σημαßα για Ýναν απλü αστεúσμü.

Ο ατσÜλινος διαβÞτης ρυθμßζει τον βραχý ελαστικü του στßχο.
Η σφαßρα κιüλας απαρνιÝται τ' Üγνωστα νησιÜ.
Η ευθεßα εκφρÜζει τη κατακüρυφη προσπÜθειÜ της
κι οι σοφοß κρýσταλλοι υμνοýν τη γεωμετρßα τους.

ΑλλÜ ακüμα και το ρüδο του κÞπου üπου ζεις.
ΠÜντα το ρüδο, πÜντα, βüρεια και νüτια απü μας!
¹ρεμο κι αυτοσυγκεντρωμÝνο σα το τυφλü το Üγαλμα,
που αγνοεß τις υπüγειες προσπÜθειες που προκαλεß.

Ρüδο αγνü που καθαρü απü τεχνÜσματα και σκßτσα,
μας ανοßγει τα φροντισμÝνα φτερÜ του χαμüγελου.
(Πεταλοýδα καρφιτσωμÝνη που αναπολεß το πÝταγμÜ της.)
Ρüδο της ισορροπßας χωρßς ηθελημÝνους πüνους. ΠÜντα το ρüδο!

Ω! Σαλβαντüρ Νταλß, με τη φωνÞ τη λιüχρωμη!
Μιλþ για üσα μου λεν το πρüσωπο κι οι πßνακÝς σου.
Δεν επαινþ την ατελÞ νεανικÞ σου πινελιÜ,
αλλÜ υμνþ τη τÝλεια κατεýθυνση του βÝλους σου.

Υμνþ την üμορφη προσπÜθειÜ σου απü κατÜλανικα φþτα,
την αγÜπη σου για κÜθε τι που Ýχει μια δυνατÞ εξÞγηση.
Υμνþ την αστρονομικÞ και τρυφερÞ καρδιÜ σου,
τη καρδιÜ σου, της τρÜπουλας, την αλþβητη καρδιÜ σου.

Υμνþ το Üγχος του μνημεßου που κυνηγÜς αδιÜκοπα,
το φüβο της συγκßνησης που σε καρτερÜ στο σοκÜκι.
Υμνþ τη μικρÞ σειρÞνα του πελÜγους που σου τραγουδÜ,
ανεβασμÝνη σ' Ýνα ποδÞλατο απü κορÜλια και κοχýλια.

Μα πÜνω απ' üλα υπνþ μια κοινÞ σκÝψη
που μας ενþνει τις μαýρες και χρυσαφÝνιες þρες.
Δεν εßναι η ΤÝχνη το φως που μας τυφλþνει τα μÜτια.
Πρþτα εßναι η αγÜπη, η φιλßα κι η μονομαχßα.

Πριν απü τον πßνακα που υπομονετικÜ σχεδιÜζεις,
πριν απü τον κüρφο της ΤερÝζας, με το περßβλημα της αûπνßας,
πριν απü τη σφιγμÝνη μÝση της αχÜριστης Ματθßλδης,
Ýρχεται, πÜνω απ' üλα, η φιλßα μας ζωγραφισμÝνη, σα το παιχνßδι της χÞνας.

ΔαχτυλογραφικÜ αποτυπþματα απü αßμα πÜνω στο χρυσü,
ραγßζουν τη καρδιÜ της Καταλωνßας, της αιþνιας.
ΑστÝρια σα γροθιÝς, δßχως τον γýπα, σε φωτßζουν,
üσο η ζωÞ κι η ζωγραφικÞ σου ανθßζουν.

Μη κοιτÜς τη κλεψýδρα με τις μεμβρÜνινες φτεροýγες,
οýτε το αλýγιστο δρεπÜνι των αλληγοριþν.
Ντýσε και ξÝντυσε το πινÝλο σου πÜντα στον αγÝρα,
μπροστÜ στη θÜλασσα που βρßθει απü πλοßα και ναυτικοýς.

  (ΑρκετÜ ενδιαφÝρον μικρü βιβλιαρÜκι με πολý χρÞσιμα στοιχεßα, εικüνες, φωτογραφßες κι αλληλογραφßα μεταξý των δυο φßλων καθþς και ζωγραφιÝς του ßδιου του Λüρκα, εκτüς απü κεßνες του Νταλß. Απü τις εκδüσεις ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ σε μετÜφραση ΡÜνιας Τζεν.)

        Σκüρπιο Αßμα

Σκαλß-σκαλß πÜει ο ΙγνÜθιο
το θÜνατü του φορτωμÝνος.
Γýρευε να 'βρει την αυγÞ
μα πουθενÜ η αυγÞ δεν Þταν.
Γυρεýει τη σωστÞ θωριÜ του
και τ' üνειρü του αλλÜζει δρüμο.
Γýρευε τ' üμορφο κορμß του
και βρÞκε το χυμÝνο του αßμα.

ΣτιγμÞ δεν Ýκλεισε τα μÜτια
που εßδε τα κÝρατα κοντÜ του,
üμως οι τρομερÝς μανÜδες
ανασηκþσαν το κεφÜλι.
Κι απü το βοσκοτüπια πÝρα
Þρθ' Ýνα μυστικü τραγοýδι
που αγελαδÜρηδες ομßχλης
τραγοýδαγαν σε ουρÜνιους ταýρους.

Δεν εßχε Üρχοντα η Σεβßλλια
μπροστÜ του για να παραβγεß
οýτε σπαθß σαν το σπαθß του
οýτε καρδιÜ να 'ν' τüσο αληθινÞ.
Σαν ποταμüς απü λιοντÜρια
η ξακουσμÝνη του αντρειοσýνη,
και σαν σε πÝτρα σκαλισμÝνη
η στοχασιÜ του η μετρημÝνη.

Τþρα για πÜντα πια κοιμÜται.
Τþρα τα μοýσκλια και τα χüρτα
με δÜχτυλα που δε λαθεýουν
το Üνθος ανοßγουν του μυαλοý του.
Και το τραγουδιστü του αßμα
κυλÜει σε βÜλτους και λιβÜδια,
γλιστρÜει στο σýγκρυο των κερÜτων,
Üψυχο στÝκει στην ομßχλη,
σε βουβαλιþν σκοντÜφτει πüδια,
σα μια πλατιÜ, μια λυπημÝνη,
μια σκοτεινÞ γλþσσα, þσπου τÝλμα
να γßνει απü αγωνßα, πλÜι
στον Γουαδαλκιβßρ των Üστρων.

(Η απüδοση-μετÜφραση εßναι του Νßκου ΓκÜτσου)

¼ταν Το ΦεγγÜρι ΑνατÝλλει...

¼ταν το φεγγÜρι ανατÝλλει
οι καμπÜνες χÜνονται
κι εμφανßζονται
αδιαπÝραστα μονοπÜτια.

¼ταν το φεγγÜρι ανατÝλλει
η θÜλασσα σκεπÜζει τη γη
κι η καρδιÜ νιþθει
σαν Ýνα νησß στην απεραντοσýνη.

Κανεßς δε τρþει πορτοκÜλια
τη πανσÝληνο.
ΠρÝπει μüνο
κρýα πρÜσινα φροýτα.

¼ταν το φεγγÜρι ανατÝλλει
με εκατü ßδια πρüσωπα
τα ασημÝνια νομßσματα
κλαßνε στη τσÝπη.

          ΣερενÜτα
(αφιÝρωμα στον Λüπε ντε ΒÝγκα)

Στου ποταμοý τις üχθες
λοýζεται η νýχτα
και στης Λολßτας
τα στηθÜκια
απü Ýρωτα πεθαßνουν τα κλαριÜ

ΓυμνÞ η νýχτα τραγουδÜ
στου ΜÜρτη τα γεφýρια
λοýζει η Λολßτα το κορμß της
με νÜρδους κι αλμυρü νερü
κι απü Ýρωτα πεθαßνουν τα κλαριÜ

Η νýχτα απü γλυκÜνισο κι ασÞμι
φεγγοβολÜ στις στÝγες
ασÞμι απü ρυÜκια και καθρÝφτες
γλυκÜνισο απ' των μηρþν της την ασπρÜδα 
κι απü Ýρωτα πεθαßνουν τα κλαριÜ

Τα ΧÝρια Μου Αν Μποροýσαν Να ΜαδÞσουν

Τ' üνομÜ σου προφÝρω
μες στις σκοτεινÝς νýχτες,
σαν Ýρχονται τ' αστÝρια
να πιοýνε στο φεγγÜρι
και τα κλαδιÜ κοιμοýνται
των κοýφιων φυλλωμÜτων. 
Νιþθω, μ' Ýχει κοιλþσει
η μουσικÞ και το πÜθος.
Ρολüι τρελü, που ψÜλλει
þρες νεκρÝς, αρχαßες.

Τ' üνομÜ σου προφÝρω
τη σκοτεινÞ τοýτη νýχτα
και μου ηχεß τ' üνομÜ σου
μακρινü üσο ποτÝ.
Μακρινüτερο απ' üλα
τ' Üστρα και θρηνþδες
κι απü βροχÞ γαλÞνια.

Θα σε θÝλω, üπως τüτε,
καμιÜ φορÜ; Ποιο λÜθος
Ýχει η καρδιÜ μου κÜνει;
Αν διαλýεται η καταχνιÜ,
Üραγε, ποιο Üλλο πÜθος
με περιμÝνει; Θα 'ναι
Þρεμο κι αγνü, τÜχα;
Αχ, αν τα δÜχτυλÜ μου
μποροýσαν να μαδÞσουν
ετοýτο το φεγγÜρι!

        Αυτοκτονßα

(Μπορεß γιατß δεν Þξερες γεωμετρßα)

Ο νεαρüς ξεχνιüταν.
¹ταν δÝκα η þρα το πρωß.
Η καρδιÜ του γÝμιζε σιγÜ-σιγÜ
πÜνινα λουλοýδια και σπασμÝνες φτεροýγες.

ΠαρατÞρησε πως δεν του Ýμεινε στο στüμα
παρÜ μια και μüνη λÝξη.
Και βγÜζοντας τα γÜντια του, Ýπεφτε
απü τα χÝρια του μια λεπτÞ στÜχτη.

Απ' το μπαλκüνι φαινüταν Ýνας πýργος.
¸νιωσε τον εαυτü του μπαλκüνι και πýργο.
Εßδε, ωστüσο, πþς τον κοßταζε
το σταματημÝνο ρολüι μÝσα απ' τη θÞκη του.

Εßδε τον ßσκιο τον ξαπλωμÝνο κι Þσυχο
πÜνω στο λευκü μεταξωτü ντιβÜνι.
Κι ο νÝος αλýγιστος, γεωμετρικüς,
με μια τσεκουριÜ Ýσπασε τον καθρÝφτη.

Την ßδια στιγμÞ Ýνα σιντριβÜνι σκüτους
πλημμýρισε το χειμερικü δωμÜτιο.

Στο Αυτß Μιας ΚοπÝλας

Τßποτα δε θÝλησα
τßποτα να σου πω.

Εßδα μες στα μÜτια σου
δυο δÝντρα τρελÜ
απο αÝρα, γÝλιο και χρυσÜφι,
που σÜλευαν.

Τßποτα δε θÝλησα
τßποτα να σου πω.

     Σκßτσο του Λüρκα

ΜικρÞ ΜπαλÜντα Των Τριþν Ποταμþν

Ο ποταμüς Γουαδαλκιβßρ
πορτοκαλιÝς και λιüδεντρα διασχßζει.
Τα δυο ποτÜμια της ΓρανÜδας
απ' το χιüνι στα στÜρια κατεβαßνουν.

'Αι αγÜπη,
που 'φυγε και δεν Ýρχεται!

Ο ποταμüς Γουαδαλκιβßρ
γÝνια Ýχει χρþμα του ροδιοý.
Τα δυο ποτÜμια της ΓρανÜδας
το 'να θρηνεß, τ' Üλλο ματþνει.

'Αι αγÜπη
που 'φυγε μες στον αγÝρα!

Για τις βαρκοýλες με πανιÜ
Ýχει η Σεβßλλια δρüμο,
μα στης ΓρανÜδας το νερü
λÜμνουν μονÜχα οι στεναγμοß.

'Αι αγÜπη,
που 'φυγε και δεν Ýρχεται!

Γουαδαλκιβßρ, πýργος ψηλüς
κι Üνεμος στις πορτοκαλιÝς.
Πυργßσκοι, ο ΝτÜουρο κι ο Χενßλ,
νεκροß πÜνω στα τÝλματα.

'Αι αγÜπη,
που 'φυγε μες στον αγÝρα!

Ποιος θα πει το νερü πως σηκþνει
φωσφορßζουσαν ατμßδα απü κραυγÝς!

'Αι αγÜπη,
που 'φυγε και δεν Ýρχεται!

ΦÝρε πορτοκαλÜνθι, ελιÜ
Ανδαλουσßα, στις θÜλασσÝς σου.

'Αι αγÜπη,
ποý 'φυγε μες στον αγÝρα!

Ποßημα ΤσιγγÜνικης Σιγκιρßγιας

                Ενýπνιο

Ξαποσταßνει η καρδιÜ μου κοντÜ στη δροσερÞ πηγÞ.
(γÝμισÝ την με τις κλωστÝς σου
της λησμονιÜς, αρÜχνη).

Το νερü της πηγÞς τÞς Ýλεγε το τραγοýδι του.
(γÝμισÝ την με τις κλωστÝς σου
της λησμονιÜς, αρÜχνη).

Ξýπνια η καρδιÜ μου Ýρωτες αφηγιüταν.
(αρÜχνη της σιωπÞς,
πλÝξ' της το μυστÞριü σου).

Το νερü της πηγÞς την Üκουγε μελαγχολικÜ
(αρÜχνη της σιωπÞς,
πλÝξ' της το μυστÞριü σου).

Η καρδιÜ μου γÝρνει πÜνω στη κρýα τη πηγÞ.
(Üσπρα χÝρια, μακρυνÜ,
κρατÞστε τα νερÜ).

Και το νερü την παßρνει τραγουδþντας με χαρÜ.
(Üσπρα χÝρια, μακρυνÜ,
τßποτα δεν απομÝνει μÝσα στα νερÜ).

 
Το φεγγÜρι ξεπρüβαλλει

¼ταν βγαßνει το φεγγÜρι
χÜνονται οι καμπÜνες
κι εμφανßζονται τ’ απροσπÝλαστα
μονοπÜτια.

¼ταν βγαßνει το φεγγÜρι
σκεπÜζει η θÜλασσα τη γη
κι η καρδιÜ νιþθει σαν
νησß στο Üπειρο.

Κανεßς δεν τρþει πορτοκÜλια
κÜτω απ’ το ολüγιομο φεγγÜρι.
ΠρÜσινα και παγωμÝνα φροýτα
πρÝπει να τρως.

¼ταν βγαßνει το φεγγÜρι
απü εκατü πρüσωπα ßδια,
τ’ ασημÝνιο νüμισμα
κλαßει με λυγμοýς στην τσÝπη.

           
Κοχýλι
                                    Στη ΝατÜλια ΧιμÝνεθ

Μου Ýφεραν Ýνα κοχýλι.

ΜÝσα του τραγουδÜει
μια θÜλασσα χÜρτης.
Την καρδιÜ μου
γεμßζει νερü
με ψαρÜκια
σκουρüχρωμα και ασημÝνια.

Μου Ýφεραν Ýνα κοχýλι.

Τοπßο

Ο κÜμπος με τα λιüδεντρα
ανοßγεται και κλεßει
üπως Ýνα ριπßδι.
ΠÜνω απ' τον ελιþνα
ουρανüς γκρεμισμÝνος
και σκοτεινÞ βροχÞ
απü παγερÜ αστÝρια.
Σκßνος κι ημßφως τρÝμουνε
στου ποταμοý τον üχτο.
Ζαρþνει ο γκρßζος Üνεμος.
Τα λιüδεντρα βαριÜ 'ναι
απü κραυγÝς.
¸να σμÞνος πουλιÜ
αιχμαλωτισμÝνα
κινοýν τις μακρουλÝς
ουρÝς τους στο σκοτÜδι.

            ΜÜνα:

Γειτüνισσες: μ' Ýνα μαχαßρι,

μ' Ýνα μικρü-μικρü μαχαßρι,

μÝρα πικρÞ κι αφορεσμÝνη,

καν δυο, καν τρεις θα 'ταν η þρα,

δυο Üντρες σκοτωθÞκανε γι' αγÜπη.

Μ' Ýνα μικρü-μικρü μαχαßρι,

π' οýτε το χÝρι δεν το πιÜνει,

μα κεßνο μπαßνει παγωμÝνο

στη ξαφνιασμÝνη μας καρδιÜ,

και σταματÜ εκεß που τρÝμει

θολÞ κι αξÞγητη για πÜντα

η σκοτεινÞ μας ρßζα της κραυγÞς.

Κι εßναι, σας λÝω, Ýνα μαχαßρι,

Ýνα μικρü-μικρü μαχαßρι,

ψÜρι χωρßς ποτÜμι, χωρßς λÝπια,

π' οýτε το χÝρι δεν το πιÜνει.

Κι üμως μι' αφορεσμÝνη μÝρα,

καν δυο, καν τρεις θα 'ταν η þρα,

με τοýτο το μικρü μαχαßρι

δυο παληκÜρια μεßναν κÜτου

με πανιασμÝνα τους τα χεßλια.

Οýτε το χÝρι δεν το πιÜνει

μα κεßνο μπαßνει παγωμÝνο

στη ξαφνιασμÝνη μας καρδιÜ,

και σταματÜ εκεß που τρÝμει

θολÞ κι αξÞγητη για πÜντα

η σκοτεινÞ μας ρßζα της κραυγÞς.  (θρÞνος απü τον ΜατωμÝνο ΓÜμο)

        

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers