Βιογραφικü
Ο Απüστολος Μελαχρινüς Þταν ¸λληνας λυρικüς ποιητÞς και χρησιμοποßησε το λογοτεχνικü ψευδþνυμο ΚλÞμης ΠορφυρογÝννητος. ΥπÞρξεν επßσης μεταφραστÞς αρχαßας ελληνικÞς ποßησης, σýγχρονος του Σικελιανοý και του ΒÜρναλη. και πεζογρÜφος. ΥπÞρξεν ο 1ος γραμματÝας της Εταιρεßας ΕλλÞνων Λογοτεχνþν (1934). Σα λυρικüς συμβολιστÞς ποιητÞς, της γενιÜς του ‘20 που ονομÜστηκαν νεοσυμβολιστÝς, γεννÞθηκε στη ΒραÀλα της Ρουμανßας και πÝθανε στην ΑθÞνα, απü εγκεφαλικü επεισüδιο. ¹τανε νυμφευμÝνος με τη δασκÜλα ΚλεοπÜτρα Βουλγαρßδου, που πÝθανε το 1939, με την οποßα απÝκτησαν Ýνα γιο.
Ο Απüστολος Μελαχρινüς του Νικüλαου και της Καλλιüπης γεννÞθηκε στη Βραúλα της Ρουμανßας το 1880 με Üγνωστη ημερομηνßα γÝννησης. Καταγüταν απü τη Πüλη, üπου η οικογÝνειÜ του επÝστρεψε üταν ακüμη εκεßνος Þταν βρÝφος. Ο πατÝρας του Þτανε δÜσκαλος στη Πüλη, üπου ο Απüστολος πÝρασε τα μαθητικÜ του χρüνια, αλλÜ τÝλειωσε το ΓυμνÜσιο στην Αδριανοýπολη. Απü τα 12 του ασχολÞθηκε με τη ποßηση. Η 1η του δημοσßευση σημειþθηκε το 1896 üταν εξÝδωσε στη Πüλη το Οικογενειακüν Ημερολüγιον 1897. Το 1902 εγκαταστÜθηκε στην ΑθÞνα, εξÝδωσε το περιοδικü ΖωÞ που κυκλοφüρησε 2 μüνο τεýχη και το 1903 επÝστρεψε στη Πüλη, üπου Ýμεινε ως το 1922 εργαζüμενος ως ασφαλιστικüς αντιπρüσωπος. Το 1905 τυπþθηκε στην ΑθÞνα η 1η του ποιητικÞ συλλογÞ με τßτλο: Ο Δρüμος ΦÝρνει… κι Ýν Ýτος μετÜ ερωτεýτηκε την αδερφÞ του φßλου του Α. Σ. Μισιρüγλου και της ÝκÜνε πρüταση γÜμου. ΜετÜ απü Üρνηση των γονιþν της, αφοσιþθηκε στην εργασßα του και πλοýτισε. Το 1907 τýπωσε ξανÜ στην ΑθÞνα τη 2η ποιητικÞ συλλογÞ του με τßτλο ΠαραλλαγÝς (με το ψευδþνυμο ΚλÞμης ΠορφυρογÝννητος, üπως κι η 1η).
¸ν Ýτος μετÜ Ýφυγε στο Παρßσι και το 1908 επανακυκλοφüρησε τη ΖωÞ στη Πüλη (το περιοδικü Ýκλεισε ξανÜ το 1911, επανακυκλοφüρησε το 1920 κι Ýπαψε οριστικÜ το 1922). Την εποχÞ εκεßνη παντρεýτηκε τη δασκÜλα ΚλεοπÜτρα Βουλγαρßδου με την οποßα απÝκτησε Ýνα γιο. Το 1918 κυκλοφüρησε στη Πüλη το σατιρικü ημερολüγιο ΚαλλικÜντζαρος 1918 μαζß με τον Πλ. Κεσσßσογλου και το γαλλüφωνο περιοδικü Tout Pera . Το ΔεκÝμβρη του 1922 εγκαταστÜθηκε στη ΚηφισιÜ με την οικογÝνειÜ του. Τη 2ετßα 1922-4 ασχολÞθηκε ξανÜ επαγγελματικÜ με ασφαλιστικÝς επιχειρÞσεις. Το 1927 μετακüμισε στη ΚυψÝλη.
Με τον ΜιλτιÜδη ΜαλακÜση (καθιστü) στο Παρßσι
Το 1931 αγüρασε Ýνα μικρü τυπογραφεßο, üπου εξÝδωσε το περιοδικü Ο Κýκλος κι οργÜνωσε τις πρþτες συνεδριÜσεις της Εταιρεßας ΕλλÞνων Λογοτεχνþν, στην οποßα διετÝλεσε 1ος γραμματÝας (1934) , που αναγνωρßστηκε επßσημα απü το Πρωτοδικεßο της ΑθÞνας με την απüφαση 7338/1934, καθþς στο ημιûπüγειο γραφεßο του στην οδü ΔαιδÜλου, συγκεντρωθÞκανε λüγιοι της εποχÞς.. Εν τω μεταξý εßχεν εκδþσει το 1933 τη ποιητικÞ συλλογÞ Μαραμποý του Καββαδßα, με πρüλογο του ποιητÞ και κριτικοý Καßσαρα ΕμμανουÞλ, ενþ το 1938 δημοσßευσε το Μην Ομιλεßτε Εις Τον Οδηγüν, τη 1η συλλογÞ ποιημÜτων του Εγγονüπουλου. Η 1η εμφÜνισÞ του στο χþρο της λογοτεχνßας με το πραγματικü του üνομα σημειþθηκε το 1934 στην 3η ποιητικÞ συλλογÞ του Φßλτρα Επωδþν. Η πιο φιλüδοξη ποιητικÞ του σýνθεση üμως Þταν ο Απολλþνιος, που δημοσιεýτηκε αποσπασματικÜ στα περιοδικÜ ΖωÞ και Κýκλος και το 1938 εκδüθηκαν 2 τüμοι (πρþτο μÝρος με τßτλο Η ΚυρÜ Των ΑντιλÜλων και σχÝδια του Γιþργου Γουναρüπουλου, 2ο και 3ο μÝρος μαζß, με τßτλο Η ΨυχÞ και σχÝδια του Νßκου Εγγονüπουλου), ενþ υπÞρχαν 2 μÝρη ακüμα που θα ολοκλÞρωναν το Ýργο (Το ΔιÜψαλμα Των Μαγισσþν κι Οι ΓÜμοι Του ¹λιου Και Ττης ΣελÞνης) που δε δημοσιεýτηκαν παρÜ μüνο κÜποια μÝρη τους σε περιοδικÜ.
Με το ποιητικü του Ýργο επιδßωξε να υπηρετÞσει το συμβολιστικü ιδανικü της καθαρÞς ποßησης, συνδυÜζοντας επιρροÝς απü τους ΜαλλαρμÝ και Βαλερý με στοιχεßα ΣολωμικÞς τεχνοτροπßας. Αξιοσημεßωτο εßναι επßσης το μεταφραστικü Ýργο του. Το 1927 μετÝφρασε την ΕκÜβη του Ευριπßδη μετÜ απü παραγγελßα της Μαρßκας Κοτοποýλη για παρÜσταση που δüθηκε στο Παναθηναúκü ΣτÜδιο. 3 χρüνια αργüτερα τυπþθηκε η μετÜφρασÞ του για την ΙφιγÝνεια Εν Ταýροις του Ευριπßδη κι εγκρßθηκε η χρÞση μεταφρÜσεþν του στη ΜÝση εκπÜιδευση απü τον τüτε υπουργü Παιδεßας Γεþργιο ΠαπανδρÝου, ενþ μετÝφρασε επßσης την ΙφιγÝνεια εν Αυλßδι, τον Ιππüλυτο και τις ΒÜκχες του Ευριπßδη, την ΗλÝκτρα του ΣοφοκλÞ, την ΟρÝστεια του Αισχýλου και τους ΒατρÜχους του ΑριστοφÜνη, για την οποßα ο ΚλÝων ΠαρÜσχος Ýγραψε: "…η μετÜφραση του Ýργου καμωμÝνη απü τον αεßμνηστο Απüστολο Μελαχρινü, Ýχει ζωντÜνια και φαßνεται να διατηρεß τη φυσιογνωμßα του πρωτüτυπου…".ΤÝλος ενδιαφÝρθηκε για το δημοτικü τραγοýδι ως γνÞσια Ýκφραση της λαúκÞς ψυχÞς κι επιμελÞθηκε εκδüσεων του.
Το 1939 πÝθανε η σýζυγüς του και διακüπηκε η κυκλοφορßα του Κýκλου (επανακυκλοφüρησε το 1945 και ως το 1947). Στη διÜρκεια της γερμανικÞς κατοχÞς μετακüμισε στην οδü ΑριστοτÝλους üπου Ýζησε σε συνθÞκες οικονομικÞς ανÝχειας. Το 1948 εκλÝχτηκε γενικüς γραμματÝας της Εταιρεßας ΕλλÞνων Λογοτεχνþν (θÝση απü την οποßα παραιτÞθηκε το 1951) και το 1949 Ýθεσε υποψηφιüτητα στην Ýδρα Λογοτεχνßας της Ακαδημßας Αθηνþν, χωρßς να εκλεγεß. Το 1950 υπÝγραψε την Ýκκληση της Στοκχüλμης για κατÜργηση των ατομικþν üπλων.
ΠÝθανε στις 22 Ιουνßου 1952 απü εγκεφαλικü επεισüδιο.
----------------
ΕπιλεγμÝνα Ýργα του:
* Ο Δρüμος ΦÝρνει... (1905)
* ΠαραλλαγÝς (1907) (Σημ: Οι 2 πρþτες αυτÝς συλλογÝς δημοσιεýτηκαν με το ψευδþνυμο ΚλÞμης ΠορφυρογÝννητος).
Η σýνθεση των ποιημÜτων που περιÝχονται σ' αυτü το 2ο ποιητικü του βιβλßο, πρÝπει να ολοκληρþθηκε λßγο πριν απü τη δημοσßευση τους, στις αρχÝς του 1907. ΚαθÝνα ξεχωριστÜ απü τα κεßμενα του βιβλßου αυτοý φαßνεται αυτοτελÝς üλα μαζß üμως μοιÜζουν με παραλλαγÝς μßας διÜθεσης και συγκροτοýν Ýνα Ýργο, το üποιο θα μποροýσε να θεωρηθεß, εν μÝρει, παραλλαγÞ της προηγοýμενης ποßησης του, αφοý για τη σýνθεση αρκετþν χωρßων του αξιοποßησε, αναπλÜθοντας το, υλικü απü τα ποιÞματα που εßχε δημοσιεýσει το 1902-3 στη ΖωÞ και απü το ¼ Δρüμος ΦÝρνει... Ενþ üμως στη 1η του ποιητικÞ συλλογÞ, αýτη καθ’ εαυτÞ η αποκÜθαρση του ποιητικοý λüγου απü στοιχεßα περιγραφικÜ κι αφηγηματικÜ τον εßχε οδηγÞσει στη κατÜχρηση του ηχητικοý στοιχεßου των λÝξεων, στις ΠαραλλαγÝς η σημασιακÞ αξßα του φωνητικοý υλικοý αναπτýσσεται και λειτουργεß σε συνÜρτηση με τη διαμüρφωση ενüς πυκνοý πλÝγματος συμβüλων των οποßων το κεντρικü νüημα αλλοιþνεται η ρευστοποιεßται. ¹ πυκνüτητα κι η ρευστüτητα των συμβüλων σε συνδυασμü με την αποδυνÜμωση του αναπαραστατικοý περιεχομÝνου και τον περιορισμü της επενÝργειας του οπτικοý υλικοý, καθιστοýνε το παραγüμενο νüημα υποβλητικü, μυστηριþδες ßσως η μερικþς μüνο αποκρυπτογραφÞσιμο, üχι üμως απρüσιτο, üπως Ýκρινε ο Ξενüπουλος, τÝλη του 1907, üταν με κÜποια αμηχανßα κι επιφýλαξη, δßχως üμως αρνητικÞ διÜθεση, παρουσßασε το βιβλßο αυτü στην εφημερßδα ΝÝον ¢στυ.
Σε 1 επßπεδο το νüημα των Παραλλαγþν ταυτßζεται με την Ýκφραση μιας θλßψης στην οποßα εμπλÝκονται λυτρωτικÜ τα στοιχεßα της φýσης και στοιχεßα μυθικÜ η ονειρικÜ, ü,τι δηλαδÞ συνθÝτει, κατÜ τον ποιητÞ, τον αγνü λυρικü κüσμο. ¹ γνþση μÜλιστα των βιογραφικþν στοιχεßων του ενισχýει την εντýπωση πως η θλßψη αυτÞ εßναι συνεπεßα μιας αδιÝξοδης ερωτικÞς εμπειρßας. Υπü το φως üμως των θεωρητικþν αντιλÞψεων που διατýπωσε απü το 1909 κι Ýπειτα, Üμεσα στα κριτικÜ Üρθρα και συνεντεýξεις του, ποιητικÜ στον Απολλþνιο κι οι üποιες συγκροτοýνε μυστικÞ, μονιστικÞ προσÝγγιση της, ζωÞς και της τÝχνης, αποκαλýπτεται η ýπαρξη ενüς βαθýτερου, περιπλοκþτερου νοÞματος, που διατρÝχει το βιβλßο δßνοντας στον ποιητικü του λüγο την ενüτητα του. Στο βαθýτερο αυτü νοηματικü επßπεδο, πρωταγωνιστικü ρüλο παßζει η ψυχÞ με την Þρεμα θλιμμÝνη Þ κατανυκτικÞ παρουσßα της, διαποτßζει τον περιγραφüμενο μυθικü Þ ονειρικü κüσμο, εμψυχþνει ü,τι στη πραγματικüτητα εßναι Üψυχο, ανασταßνει ü,τι δεν υπÜρχει πλÝον. Η παρουσßα της συνδÝεται Üμεσα με τη μνÞμη, που η αφýπνισÞ της υποδηλþνεται ως απαραßτητη προûπüθεση για να διαδραματßσει η ψυχÞ τον ζωοποιü ρüλο της. Ακüμη, υπü την Üυλη παρουσßα της ψυχÞς, συμφιλιþνονται το διονυσιακü με το απολλþνιο στοιχεßο, το παγανιστικü με το χριστιανικü.
Στην ουσßα ο αποδιδüμενος στη ψυχÞ ρüλος, ταυτßζεται μ' αυτüν που αποδßδει ο Μελαχρινüς στον ποιητÞ κι η ποιητικÞ συμφιλßωση αντιθετικþν καταστÜσεων ανταποκρßνεται στο ιδεþδες της Ýνωσης των üντων και των πραγμÜτων με σκοπü την δια του πνεýματος επιστροφÞ στη 1η αρχÞ τους, που την εντοπßζει üχι σ' Ýν ανþτερο, πÝραν του κüσμου τοýτου ον, αλλÜ σε μιαν ιδεþδη, Üναρχη κατÜσταση της φýσης üπου κυριαρχεß ο μαγικüς, δηλαδÞ ο κατεξοχÞν ποιητικüς, μουσικÜ αρθρωμÝνος λüγος (η επωδÞ). Η απουσßα, Üλλωστε, απü τις ΠαραλλαγÝς, ενüς πραγματικÜ χριστιανικοý θρησκευτικοý συναισθÞματος, παρÜ τις συχνÝς αναφορÝς στο τελετουργικü της εκκλησßας και τη θρησκευτικÞ ποßηση, εξηγεßται απ' αυτÞν ακριβþς τη θεωρητικÞ τοποθÝτηση του, που δεν αποδÝχεται "καμμιÜν αφορμÞ θρησκευτικÞ (εξüν απü την Ýμφυτη φυσιολατρεßα)".
* ΚαλλικÜντζαρος 1918 (σατιρικü ημερολüγιο μαζß με τον Πλ. Κεσσßσογλου)
* Φßλτρα Επωδþν (1934) (Σημ.: Η 1η του εμφÜνιση στα λογοτεχνικÜ δρþμενα με το πραγματικü του üνομα).
* Απολλþνιος (1938)
* Το 1946 εξÝδωσεν επßσης μßα ΣυλλογÞ Δημοτικþν Τραγουδιþν.
Ο Μελαχρινüς* ανανÝωσε τη ποιητικÞ Ýκφραση κι εßναι ο κατ' εξοχÞν εκπρüσωπος του συμβολισμοý, ενδιαφÝρθηκε κυρßως για τη δημιουργßα μιας γλωσσικÞς μουσικÞς υποβολÞς, ενþ επηρεÜστηκε επßσης, απü τον ΓρυπÜρη. ΤÝλος να σημειωθεß πως χειρüγραφα του ποιητÞ υπÜρχουνε στο Γενικü Αρχεßο Ελληνικοý Λογοτεχνικοý & Ιστορικοý Αρχεßου (Ε.Λ.Ι.Α.).
______________________
* ;´Σχεδüν üλα τα βιογραφικÜ στοιχεßα και τις διÜφορες αναλýσεις τις βρÞκα στο βιβλßο της κυρßας ΑγορÞς ΓκρÝκου
που κυκλοφορεß απü την ΕΣΤΙΑ κι εßναι το:
1. ΑγορÞ ΓκρÝκου: Απüστολος Μελαχρινüς, "Τα ΠοιÞματα", (ΕισαγωγÞ & Χρονολüγιο). και συνιστÜται σαν μια εξαιρετικÞ εργασßα πÜνω σε Ýναν επßσης εξαßρετο, λησμονημÝνο ποιητÞ. ¢λλα βιβλßα της κυρßας ΓκρÝκου πÜνω στο Μελαχρινü εßναι:
1. ΑγορÞ ΓκρÝκου: "ΖωÞ" (1902-1922), ΔιÜττων/ΠεριοδικÜ Λüγου και ΤÝχνης,
2. ΑγορÞ ΓκρÝκου: Η καθαρÞ ποßηση στην ΕλλÜδα. Απü τον Σολωμü þς τον ΣεφÝρη: 1833-1933, εκδ. ΑλεξÜνδρεια
¼λα τα βιβλßα της κυκλοφοροýν στο εμπüριο.
========================
Πρüφαση Μελαγχολßας
III
Απüψε, που Ýρμη νιþθω τη καρδιÜ,
στον κÞπο μου Ýχω πÜει να σε συντýχω.
¸χω αφανßσει τη ζωÞ, για να 'ρθεις
σε μýρο ανθιþν Þ σε αρμονßας Þχο.
Των ταφλανιþν τα φýλλα εμοýσκεψε
μια μνημοσυνικÞ ψιχÜλα.
Σιμωτινü τα φÝρνει αποχαιρÝτισμα
ο σπαραγμüς που κρÝμασεν η στÜλα.
Γυρßζω εδþ που τüσο σ' ονειρεýτηκα
να βρω κÜτι δικü σου.
ΣωριÜζει θλßψη κÜθε φοýντωμα.
Ως ßσκιος στ' üνειρü μου απλþσου.
Τα μÜτια σου απ' τα üνειρα βαρßσκιωτα
μες στη ψυχÞ μου κλαßνε. Λυþνω.
Το δειλινü, φεýγοντας μ' ßσκιους μακροτÜξιδους,
πßνει του ξενητÝματος τον πüνο.
Για να χινοπωριÜσω τα δεντρÜ
σκορπßζω την ψυχÞ μου για üνειρÜ των,
τþρα, βαρýπνοη που επßκρανε η ενθýμηση,
σα φÜνταγμα παλαιþν ηλιογερμÜτων.
Ο Χορüς Των Ψιθýρων
ΣΤΡΟΦΗ
Κι εἶπε τὸ πικρὸ ἀχολüú
ἀπὸ τὴν ἀκρολιμνιὰ
-ΠÝς μου τὴ θυμᾶσαι
ἀκüμη τὴν ὑπüσχεσÞ σου τὴν παλιÜ.
-Τρεῖς χιλιÜδες χρüνια τþρα,
τὴν ὑπüσχεσÞ μου τὴν παλιὰ
τὴν παρÝδωκα στὸ ἀγÝρι
ρþτησε τὴν καλαμιÜ.
Σὰ ξεβÜφει
σὲ χρυσÜφι
παλαιúκü,
Κοßτα κÜπαιο πλαßσιο
δυσμικü.
ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ
-Μὴν καταφρονᾶτε τὴν Ἀλληγορßα,
τὴν ὡραßα ΚυρÜ.
ΠÜει νἄντιφεγγßσει
σὲ θρηνητικὰ νερÜ.
-Ὄνειρο, λὲν οἱ ἥσκιοι,
φüρεσες μαβß.
Μὴν περνᾶς πρßν μὲ τὸ πῆς
τὸ θλιμÝνο μυστικὸ
ποὺ σὲ αὐλοῦν οἱ φλοῖσβοι.
-Μιὰ φορὰ ἀγαπÞθηκαν
ὁ Πýραμος κ’ ἡ Θοßοβη
ΠÜλι BρÝχει
ΠÜλι βρÝχει!
Στα παρÜμερα τριüδια*
οι ψαλμοß θρηνοýν* που εδιÜβαζες στον üρθρο.
Μυροβüλησε η ψυχοýλα σου η ευþδια
το κορμß σου, σε μια δÝησην ολüρθο.
ΠÜλι βρÝχει!
Στου κελιοý τ' Üραχνα τζÜμια
κλαßν' μυστηριακÝς αγιογραφßες,
που Þλιοι με το αßμα τους ζωγρÜφιζαν
στις λιβανιστÝς σου ψαλμωδßες.
ΠÜλι βρÝχει!
Σαν αντßφωνο μες στη θαμπÞ σου μνÞμη
η κλαιüμενη βροχÞ.
Λες, της φýσης που εßναι η προσευχÞ.
Κι η ψυχÞ σου κλαßει κÜτι που αποθýμει.
ΠÜλι βρÝχει!
Τι σε θÝλουν οι καημοß που λεν: ΘυμÞσου;
Οι ψαλμοß τους βρüχινοι
μοýσκεψαν την Üσπιλη ψυχÞ σου
και στα δÜκρυα δεν αντÝχει.
ΠÜλι βρÝχει...!
¼λο Και ΒρÝχει
IV
¼λο και βρÝχει απαρηγüρητα.
Το παρελθüν τι θλßψη π' üχει.
Των χινοπωριασμÜτων το στοιχειü
σκορπÜει τη μοναξιÜ σε κÜθε κüχη.
Γιüμοσε ερμιÜ η αυλÞ μου που χορτÜριασε,
θλßβουνται τα νερÜ μ’ Üμοιρες μνÞμες.
Στους δρüμους σÝρνεται η παρÜμερη ζωÞ
που αρÜχνιαζε σε Ýρημες ρßμες.
Τραβιοýμαι στα üνειρÜ μου τ’ απαρÜμοιαστα
κι εφταδιπλþνω την ψυχÞ μου στα üνειρÜ της,
στην αγκαλιÜ της μοναξιÜς μου γÝρνοντας,
σα με χαúδεýουν τα γυναßκεια τα μαλλιÜ της.
VI (Στη κυρßα ΜÝλπω ΔημητριÜδη)
¼λο και βρÝχει απαρηγüρητα.
Της þρας το φευγιü τι θλßψη πüχει!
Του χινοπþρου το φιλÝρημο στοιχειü
σκορπÜ τη μοναξιÜ σε κÜθε κüχη.
Γιüμισ' η αυλÞ μου απουσßα και χορτÜριασε.
Θλßβουνται τα νερÜ με Üμοιρες μνÞμες.
Στους δρüμους σÝρνεται η παρÜμερη ζωÞ,
που αρÜχνιαζε σ' Ýρημες ρßμες.
ΤραβιÝμαι στα üνειρÜ μου τ' απαρüμοιαστα
κι εφταδιπλþνω την ψυχÞ μου στα üνειρÜ της:
στην αγκαλιÜ της μοναξιÜς μου γÝρνοντας,
μεθþντας με ßσκιους μιας ζωÞς φευγÜτης.
¸ξαρση
II
KρατιÝμαι απü γενιÜ δρακüντεια,
που απü μια χþρα κßνησε υπερπüντια
κι Ýχω ακατÜλυτα: νýχια, μαλλιÜ και δüντια.
H üψη μου φαντÜζει λεονταρßσια,
τ' αδρü κορμß μου συνερßζεται τα κυπαρßσσια,
κι αλýγιστος, τραβþ το δρüμο ßσια.
Kαι των θεþν ο αγαπημÝνος σÜμπως
που εßμαι, θα σβÞσω μες σε θÜμπος
απü Üρωμα κι απü αρμονßα κι απü λÜμπος.
Σε μια σÜλα που θα μεθÜν οι πολυελαßοι
και τα üνειρÜ μου η μουσικÞ θα λÝει,
κÜποια βραδιÜ θε να βρεθοýμε, ωραßοι.
M' Ýνα ζευγÜρι στα μαλλιÜ σου ρüδα,
θε να χορεýεις λýγερη κι αλαφροπüδα.
Θα πÝσει το 'να σου Üνθος (κι üπως σε ýπνο το 'δα,
πüθρεφα τα üνειρÜ μου σαν τον πελεκÜνο)
για να το πÜρω θε να σκýψω επÜνω
στο μοσκοβüλημα ενüς ρüδου, να πεθÜνω.
Απολλþνιος
AνÜκρουσμα. Tο ΠÝρασμα των Mοιρþν
H A' MOIPA
Xιτþνα εχÜρηκα να υφÜνω απü λινÜρι,
χρυσü τον ¹λιο μου ιστορþντας καβαλÜρη.
Στην Üλλη του üψη η Ποýλια κροýει τον Aπρßλη,
ως παν τ' αρνιÜ σε αμαλαγιÝς να φαν τριφýλλι.
H B' MOIPA
Mια μÝρα την KερÞ ΣελÞνη αν Ýταξα
να υφÜνω της τα νυφικÜ με λινομÝταξα,
Þρθε ο καιρüς που αρÜχνινα θα τα 'φανα,
ζþδια ξομπλιÜζοντας σε υφÜδια διÜφανα.
H A' MOIPA
Mες στο μανδýα του χρυσοýς αετοýς ýφανα.
H B' MOIPA
Kι εγþ παγþνια μες στη σκεπÞ της περÞφανα.
H A' MOIPA
Tþρα το φιλντισÝνιο σου αργαλειü παρÜτα,
του ¹λιου να τραγουδÞσουμε τα νιÜτα,
κι ας ψιχαλßζει Ýνας καημüς μες στα λαγοýτα:
"ΨηλÜ κλωνιÜ βεργολυγοýν με αφρÜτα φροýτα".
Mπαßνει η Γ' Mοßρα
H B' MOIPA
Ω την ωκνÞ αδελφοýλα μας. ¸λαχε να κεντÞσει
κι οι αχοß την κρατοýν Üνεργη πλÜι στην αργüβοη βρýση,
κÜτου απ' τα πλÜτανα. (ºσκινη κι αριÜ πλÝχναν νταντÝλα.)
Κι η ανÜβρα περιπαßζοντας τη μÜταιη τÝχνη εγÝλα.
H Γ' MOIPA
TÜχα τα υφαßνατε κι εσεßς üλο; ΣιμÜ στην κρÞνα
πυκνÜ πουρποýλιαζαν οι αχοß, κοπαδιστÝς πιθýμιες,
σε δÜκτυλα λαλοýμενα. Ποια μουσικÞ τα εκßνα
κι ανÜβρες συνορßζουνταν;
H B' MOIPA
Eκüρφιαζαν ασÞμιες
κι ορμþντας απ' το μÜρμαρο παρÜμοιαζαν τα κρßνα.
H A' MOIPA
Mα τüσην þρα τι Ýκανες;
H Γ' MOIPA
Eßναι κÜπου Ýνα περβüλι
ξωτικü. KÜθε μου σκüλη
το περιδιαβÜζω μüνη
κι η ψυχÞ μου το αναγνþνει
σα βιβλßο. Κι Ýλυνα
πλÜι σε νεροσÝλινα
τη ζωστρÞ, να γυμνωθþ,
σαν τον προφαντüν ανθü.
TρÝμω, νιþθω νÝο παλμü.
Nα βουτÞξω δεν τολμþ
κι ως βουτþ στα κρýα νερÜ,
νιþθω αφÜνταχτη χαρÜ.
Tα μαλλιÜ σαν τα 'λουσα,
λýγερη ανεβÜλλουσα,
πÞδησα γυμνÞ κι αθþα,
μες σε αγνÜ χüρτα και ζþα.
Tων δÝντρων η αδερφοσýνη,
το κορμß μου ολüρθο στÞνει.
ΘÜμα! ΔÝντρο, περπατοýσα,
με την κüμη αναθροοýσα.
ΠÜγω αμÝσως και κοιτþ
σε καθρÝφτη σμαγδωτü,
μια NερÜιδα που κρατεß,
μαρμαροπελεκητÞ.
XτÝνια νεραúδßστικα
πÞρα και χτενßστηκα
κι ανθολüγουν, σα μανüλια,
σε φανταχτερÜ περβüλια.
NερÜ φλοισβοýν τρεξιμιÜ
στη γλυκüπιοτη ερημιÜ.
Tον παλιü τους πüνο λÝω
μ' Ýναν τρüπο απλü και νÝο.
Kι ως τη σκιÜ μου, ανÝμελα,
βÜλτα ουρανοθÝμελα
πλÜνευαν, γιγÜντισσα
τηνε συναπÜντησα.
Tο 'χα τÜξει: να μη φýγω
απ' τον κÞπο δßχως τρýγο
κι απü μια κορφÞν αρπþ,
þριμο, Üφταχτο καρπü.
Tþρα με το μÞλο παßζω
το χρυσü και το κρεμÝζο.
Κι Ýχει στο παιχνßδι μου üλη
τη δροσιÜ του, το περβüλι.
H B' MOIPA
¸λα να πιÜσεις τη δουλειÜ
κι Üφησε τα παιχνßδια πλια.
H A' MOIPA
Mε αúτοý φτερÜ πετÜω, χαρÜματα,
τον ¹λιο για να δω κατÜματα.
OI TPEIΣ MAZI
Tα 'δα εγþ στο μÝγα δρυ,
Üνθρωπος δεν τα 'χει ιδεß.
H A' MOIPA
Tου ¹λιου το κυκλογýρισμα
θÜμπος, τραγοýδι, μοσχομýρισμα.
Müνο γι' αυτüν γνÝμα δεν πÞρα,
B' και Γ' MOIPA μαζß
Ξεφεýγει ο ¹λιος απ' τη Mοßρα.
H A' MOIPA
Aυτüς Ýχει τον κüσμο υφÜνει:
Kι εφÜνη του ως ονεßρου πλÜνη.
Kι ýστερα το Ýργο του εστοχÜστη:
H B' MOIPA
Κι η πλÜση γνþρισε τον ΠλÜστη.
B' και Γ' MOIPA
¹λιε μου, η κüρη σου OμορφιÜ,
σε λüγο, σε Þχο, Þ ζωγραφιÜ.
ΦαντÜζει, νεßρεται και ηχεß,
μες στην απÜρθενη ψυχÞ.
H Γ' MOIPA
Mες στην ψυχÞ μας χýνει απ' τ' Üστρα
ρυθμü. Nιþθουμε θÝρμη πλÜστρα
κι ανÜβει τραγουδßστρα μÝθη.
H A' MOIPA
Aυτüς των Θεþν το κλþσμα γνÝθει.
H Γ' MOIPA
Κι εγþ, στο ξýπνημα του κüσμου,
πρþτη φορÜ βρÞκα το φως μου.
XρυσÞ τουλοýπα του ¹λιου πÞρα,
να κλþσω του Üνθρωπου τη μοßρα.
H A' MOIPA στη Γ'
BÜλε στη ρüκα το σκαμÜγγι
και γνÝθε το που θÝλει η AνÜγκη.
H A' MOIPA στη B'
BÜλε δαφνüξυλο στη ζþστρα
και φοýντωσε τη σκοýλα, Kλþστρα.
H A' στη B' και Γ'
ΦÝρτε τη ρüκα παραδþθε.
στη Γ'
Σιγοτραγοýδα, (στη B') κρουστÜ κλþθε.
OI TPEIΣ μαζß.
EλεφαντÝνιο ας γυριστεß
το αδρÜχτι για το λυριστÞ.
H A' MOIPA στη B'
Ως στρßβει το κρουστü σου κλþσμα,
βÜζε διπλü, τρßδιπλο νιþσμα.
στη Γ'
ΓλυκÜ κι αργÜ ο αχüς να πÜρει,
για τον ηλιüχαρο λυρÜρη.
H Γ' MOIPA
Eßμαστε ομüγνωμες και τþρα:
Tου ¹λιου να πÜρει üλα τα δþρα.
Γýρνα σφοντýλι, αδρÜχτι γýρνα.
H A' MOIPA
Φþτα μεθοýν με.
H B' MOIPA
Σκοποß.
H Γ' MOIPA
Σμýρνα.
H A' MOIPA
H μÜνα μου στα πρþτα φþτα,
για αινßγματα παλαιÜ μ' ερþτα:
AδρÜχτι μου χüρευε, πÞδα.
MÝθα, μαντüλαλη ορχηστρßδα.
OI TPEIΣ
¼λες τις τÝχνες μαζß σμßγε,
¹λιε μου. MÝθα μας νÝε τρýγε.
H Γ' MOIPA
Στου μÝγα δρυ τη ρßζα, κλþθω
του αλαφροÀσκιωτου τον πüθο.
Σφοντýλι, αδρÜχτι μου γυρνÜτε.
ΠÝτα, κορυδαλλÝ σκουφÜτε.
H A' MOIPA
ΠÜει να βοσκÞσει τον Aπρßλη
το φαρß το Üπιαστο τριφýλλι.
Büσκοντας δßπλα στο ραγÜζι,
στους Üγνωρους ßσκιους φρουμÜζει.
Γýρνα σφοντýλι, γýρνα αδρÜχτι,
στη φουντωμÝνη δßπλα φρÜχτη.
H B' MOIPA
Mε μπροýντζινο το αλÜφι γüνα
δρÝμει να βρεß τη λαμπηδüνα.
Mες στου Mαρτιοý τ' αστραποβρüντια
σα φÜει την, κÜμει χρυσÜ δüντια.
Γýρνα σφοντýλι, γýρνα αδρÜχτι,
πλÜι στον πολýβοο καταρρÜχτη.
H Γ' MOIPA
Eßδες τον τρÜγον; EπολÝμα
να σκαρφαλþσει σε Üγρια γκρÝμα.
Mε αμÜραντους και με Üγρια κρßνα,
γεýτη την Üφταχτη ελλερßνα.
Σφοντýλι αδρÜχτι μου γυρνÜτε,
και χüρευε τρÜγε κνηκÜτε.
H Γ' MOIPA
Kλþσιμο λßγο θÝλει ακüμη
για της ζωÞς το μεσοδρüμι.
ΠÜσα ομορφιÜ παßρνω απ' το δÜσο
κι ως πρÝπει θα τον εγκωμιÜσω.
Kλþθε κρουστÜ, σιγοτραγοýδα.
Στρßβε ηχοκλþστινη πλεξοýδα.
H A' MOIPA
Kροýει ο ¹λιος και üντα πλÜθει:
Για κροýε του λιναριοý τα πÜθη.
H B' MOIPA
ΓνÝθω στη ρüκα το λινÜρι
του νεραúδüπαρτου λυρÜρη.
Γýρισε αδρÜχτι και σφοντýλι
να μοιροκλþσω τον Aπρßλη.
H Γ' MOIPA
¼μορφο το Üλογο σα δρÝμει
κι ως αρμενßζει το καρÜβι
καμαρωτü με το μελτÝμι,
μα ο στßχος τις καρδιÝς ανÜβει.
H B' MOIPA
Kι αν καμαρþνει σαν παγþνι
κι ως νýφη, σαν της χýνουν ρýζι,
Þ σαν τη γης σαν ξανανιþνει,
ο στßχος τις καρδιÝς ραγßζει.
H A' MOIPA
H OμορφιÜ, θα κροýει παρÜκαιρη
κι αν τη ζωÞ κυκλþνει ολÜκερη.
Mες στα μελλοýμενα, στα περασμÝνα,
πÜντα τη χαßρουνται τα ξÝνα.
Σβοýρνα σφοντýλι, αδρÜχτι σβοýρνα.
Tον ßσκιο σου κυνÞγαε τοýρνα.
H A' MOIPA
Διαβαßνει ο ßσκιος του και πÜει
με τις δροσιÝς του AπριλομÜη.
Φεýγα στην þρα σου. Στον αιþνα
ηλιüμορφη να ζει σου εικüνα.
Σβοýρνα σφοντýλι, αδρÜχτι σβοýρνα.
Kýκνωσε ο πßδακας στη γοýρνα.
H Γ' MOIPA
XαρÜ στον þριο αγελαδÜρη!
¸πιανε αμÜλαγο μαστÜρι
κι ως βýζανε λιÜρα δαμÜλα,
φλησκοýνι εμüσκιζε το γÜλα.
Σφοντýλι με το αδρÜχτι γýριζε
και μýριζε, βασιλικÝ πλατýριζε.
H B' MOIPA
Mιαν αυγινÞ σιμÜ του επÝρασα
κι εßδα τον. MÜζευε αγριοκÝρασα.
"Tα δÜχτυλα λßγο και τα 'σκινα,
Ýλεγε, στ' Üγουρα δαμÜσκηνα."
Kαι πÞε να μÜσει σ' Üλλη στρÜτα
μüρικα βÜτσινα στα βÜτα.
Σφοντýλι αδρÜχτι μου γυρνÜτε
κι Üνθιζε στα χαντÜκια βÜτε.
H Γ' MOIPA
ΔÝτε, το αδρÜχτι μου, üπως στρßβω,
λες κι Üλογο γυρßζει γρßβο.
H B' MOIPA
Γýρνα σφοντýλι, γýρνα αδρÜχτι
κι Üκουσα του Üφαντου τον κρÜχτη.
H A' MOIPA
Tον στερνü λüγο μου θα πω:
ΠιÜστε Üλλον, πιο πικρü σκοπü.
Σφοντýλι, αδρÜχτι μου, γυρßστε.
Σφýριζε στα Ýρμα κλþνια, φßστε.
H Γ' MOIPA
KαλÝ πουλüλογε, στη Θοýλη
κυνÞγαες το γαλαζοποýλι.
AδρÜχτι μου, το χορü στÞνε.
MονÜχεψε να το πεις, σπßνε.
H B' MOIPA
Σε üρη παρθÝνα, στην Kολχßδα,
θεüτρελος, με αρκοýδια επÞδα.
Γεýτη της αζαλÝας το μÝλι.
H A' MOIPA
Tο 'πα: ¼,τι μÝλλει δεν ξεμÝλλει.
Σβοýρνα σφοντýλι, αδρÜχτι σβοýρνα.
ΛαφριÜν ο ßσκιος του Þβρε κοýρνα.
H Γ' MOIPA
Tο αδρÜχτι μου βαρý, μολýβι,
το ριζικü του, αδερφÝς, στρßβει.
H A' MOIPA
Γýρνα στον Üδραχτο, ßσκιε βÝνετε.
Tο γραφτü απüγραφο δε γÝνεται.
H Γ' MOIPA
Δεν εßναι κρßμα τüσο νÝος
της γης του να ξοφλÜ το χρÝος;
H A' MOIPA
Για κÜμε την καρδιÜ σου πÝτρα.
Στις τυλιξιÝς τα χρüνια μÝτρα.
H B' MOIPA
Πες, την αποκοτιÜ σου εμÝτρα,
που τον αχü πÞρε για πÝτρα,
ο απολησμονιÜρης της
ζωÞς, του Üφαντου πελεκητÞς;
H A' MOIPA
ΓροικÜτε μου: ΠρÜξω δεν πρÜξω
στο δÜσο στοßχειωσε το φρÜξο.
Aχüρταγο, αßμα ανθρþπου εροýφα
και δÜσωνÝ του η Üγρια τοýφα.
H B' και η Γ'
Ω, Mοßρα των Mοιρþνε, üριζε.
H A' MOIPA
ΨÞλωνε, δÝντρακα βαθιüριζε.
H B' MOIPA
Στην τετρακÜθαρη πηγÞ,
δßψα ως ανοßγει του η πληγÞ,
πßνει τον ßσκιο του το αλÜφι.
H A' MOIPA
Tι γρÜφει η Mοßρα δεν ξεγρÜφει.
H B' MOIPA
Στο δÜσο ανθεß, λαλεß, θαμπþνει,
ρüδο κι αηδüνι και παγþνι,
κι αυτüς τα γρÜφει με ψηφß.
H Γ' MOIPA
Xαμüς! Tον πÞρεν η στροφÞ.
H B' MOIPA
Xαμüκλαδο πρßνο, πÜ' σ' Ýλατο
ξεφýτρωσε. Παßζε, δρασκÝλα το,
και στοßχειωσ' το ξωθιÜ πηδÞχτρα.
Tου ελÜλεις σε νερÝνια πλÞχτρα,
κι Ýκρουες στον αχü του σεßστρα,
διπλüθωρη λεýκα μαυλßστρα.
H Γ' MOIPA
Aπü τα χÝρια μου πετÜχτη
χρυσοελεφÜντινο το αδρÜχτι.
H A' MOIPA
Σκýψε το αδρÜχτι σου να πÜρεις.
ΞεμοιρογρÜφτηκε ο λυρÜρης.
(üλες μαζß)
Στον ¼λυμπο, στον Küρυμπο,
στα τρßα τ' Üκρα τ' ουρανοý,
εκεß, που οι Mοßρες των Mοιρþν,
λοýζουνται, χτενßζουνται
κι ασημοκορδßζονται
κι εγþ θα πÜω η Tριμεροýσω,
το απÜρθενο κορμß να λοýσω.
Kι üντας λουστþ και στολιστþ θα δρÜμω
στου ¹λιου και της ΣελÞνης μας το γÜμο.
(χÜνουνται)
Οι ΓÜμοι Του ¹λιου & Της ΣελÞνης
Ο ΚΑΛΕΣΤΗΣ
Για κÜποιο τüπο αλαργινü κινÞσαμε και ξÝνο,
τους γÜμους να ετοιμÜσουμε του ¹λιου και της ΣελÞνης.
κι εδþ μπροστÜ μας πρüβαλεν η μαγεμÝνη χþρα,
σαν ξαφνικü αντιλÜμπισμα των ξωτικþν ψυχþν μας.
¼λα ησυχÜζουν ιδεατÜ, σαν üταν το φεγγÜρι
με μÜγο μαρμαρþνει φως τη χþρα ενþ κοιμÜται.
Και καλεστÞν εδιÜλεξαν εμÝνα, που αρμονßζω
μες στην αυλÞ του Ηλιüρηγα τις ραψωδßες των ρüδων
κι üταν κεντÜ τις κορυφÝς με του φωτüς τα βÝλη,
κροýω τη λýρα και ριγοýν απü διπλÞ τρεμοýλα.
Και καλεστÞς εδþ Ýφτασα για να καλÝσω τα üντα,
που γÝννησε η αγÜπη τους κι ανÜθρεψε το φως τους,
να 'ρθουν απ' üπου κρυφοζοýν και να με αναδροσßσουν
με ü,τι απαλü κι αχνüδροσο ξεχνüισε η ψυχÞ τους.
Καλνþ παιδιÜ ηλιογÝννητα, που απ' τα παμπÜλαια χρüνια
εβýζαιναν μυστηριακÜ το φως Τους μες στους μýθους,
σε μεταμüρφωση απαλÞ και μοσκοαναθρεμμÝνη,
για να μου μÜθουν τους ρυθμοýς που κλεßνει το τραγοýδι,
που αρχßζει απü τα λοýλουδα και χýνεται μες στ' Üστρα,
περνþντας μÝσ' απ' τα νερÜ που μυθικÜ παφλÜζουν,
κι υμÝναιους δÝνει μυστικοýς με τον παλμü της þρας,
στους φλοßσβους, στα τρεμüφωτα και στα γλυκüπνοα μýρα
κι Ýτσι ξηγþντας τ' üνειρο που θα Τους στεφανþσει,
θε να ιστορÞσω στüλισμα, το Üξιο για δþρο του ¹λιου.
Ας τρÝμει ο νους ο απÜρθενος, πλÜσματα μελετþντας,
και σÜρκα ας δßνει στους αχοýς κι αχνÝς μορφÝς στα μýρα.
Δημþδη
¸ν απü τα ασφαλÝστερα σημÜδια, που δßνει την ιδιαßτερη φυσιογνωμßα ενüς Ýθνους, με το να εκφρÜζει τα συναισθÞματÜ του σε στιγμÝς Ýξαρσης, εßναι το τραγουδι.
Ο Üνθρωπος στη χαρÜ, στη λýπη, στο μεθýσι του και προ πÜντων το παιδß κι η γυναßκα, που εßναι πιο σφιχτÜ δεμÝνοι με την αυθüρμητη εκδÞλωση του συναισθηματος, üταν αυτü φουντþσει, ξεχειλßσει, θα ξεσπÜσουνε σε τραγοýδι Þ μοιρολüι.
Αυτü γßνεται στο λαü, στο παιδß, στη γυναßκα, στον Üντρα, τον τραγουδιστÞ δηλαδÞ που εßναι κι αυτüς πιο κοντÜ στο παιδß, στη φýση. Το ßδιο γßνεται στο μορφωμÝνο ποιητÞ, τον αληθινü: Το ποßημÜ του εßναι ξεχεßλισμα ψυχÞς, ξÝσπασμα της λýπης Þ της χαρÜς, το μεθýσι του.
Ο Ελληνικüς λαüς, εßναι λαüς που Ýνιωσε περισσüτερο απü κÜθε Üλλον τη δýναμη του τραγουδιοý. Το τραγοýδι, σα μια μαγικÞ δýναμη κρÜτησε ενιαßα, αδιÜσπαστη, τρεις χιλιÜδες χρüνια μια φυλÞ, που üσο κι αν πÞρε μÝσα της κατÜ καιροýς ξÝνα στοιχεßα, τα αφομοßωσε κι Ýδωσε Ýνα νÝο τüνο, που δεν Ýχασε τßποτα απü τα αρχικÜ συστατικÜ του.
Η ΕλληνικÞ φυλÞ Ýζησε γιατß τραγοýδησε.
(η εισαγωγÞ, της ΕισαγωγÞς του Μελαχρινοý, στην Ýκδοση Δημωδþν που επιμελÞθηκε. Το 1ο δηλαδÞ κομμÜτι της).
ΚαλογριÜ
ΚÜτω στην ΑγιÜ Μαρßνα και στη ΠαναγιÜ
δþδεκα χρονþ κορßτσι γßνηκε καλογριÜ,
με σταυρü με κομποσχοßνι πÜει στην εκκλησÜ
κι οýδε το σταυρü της κÜνει, οýδε προσκυνÜ
Τα παληκαρÜκια βλÝπει με πολý καημü,
βγÞκε μες στο σταυροδρüμι και κρασß πουλεß,
διÜβηκ' Ýνας, διÜβηκ' Üλλος, διÜβηκα κι εγþ.
-ΚαλημÝρα καλογριÜ μου, κι αππÝ, τι πουλεßς;
-Και κρασß πουλþ λεβÝντη και καλü ρακÞ.
-ΚαλογριÜ μου σα μεθýσω, ποý θα κοιμηθþ;
-ΠαληκÜρι μ' αν μεθýσεις, Ýλα στο κελλß,
πüχω πÝρδικα ψημμÝνη και γλυκü κρασß,
πüχω πÜπλωμα στρωμÝνο και χρυσü χαλß,
ποý 'μαι κüρη και κοιμοýμαι üλο μοναχÞ,
για να φÜμε και να πιοýμε και να παßξουμε,
να φιλÞσεις ν' αγκαλιÜσεις, καλογριÜς κορμß.
-Τσþπα, τσþπα καλογριÜ μου, δεν εßν' αντροπÞ;
-ΑντροπÞ 'ναι στα κορßτσα και στις Ýμορφες
και σε μÝνα τη καλüγρια δεν εßν' αντροπÞ.
που εßμ' σε ρÜσο τυλιγμÝνη σα χλωρü τυρß;
¼λα Τα ΠουλÜκια
¼λα τα πουλÜκια ζυγÜ-ζυγÜ
τüρημο τ' αηδüνι, το μοναχü
πορπατεß και λÝγει και κελαδεß:
-¢ντρα μου πολßτη πραματευτÞ
και Μεσολογγιτη ξενητευτÞ,
ποý την Þβρες, νιÝ μου, αυτÞ τη νιÜ,
τη ξανθομαλλοýσα τη ΠατρινιÜ;
ΜÞνα σε κÜστρο βγÞκες, μÞνα χωριÜ,
μÞνα μοναστÞρια γουμενικÜ;
-ΟýδÝ σε κÜστρο βγÞκα, ουδÝ χωριÜ,
κι οýδε μοναστÞρια γουμενικÜ:
Οχ τη πüλη ερχüμουν κι οχ τα νησÜ
κι στη γειτονιÜ της απÝρασÜ,
το βασιλικü της επüτιζε,
τον αμÜραντü της εδρüσιζε
κι Ýκοψε κλωνÜρι και μüριξε,
μου 'πε κι Ýνα λüγο και μÜρεσε:
-Μπρε παληκαρÜκι σα μ' αγαπÜς,
τß συχνοδιαβαßνεις και δε μιλÜς;
Στεßλε προξενÞτρες στη μÜννα μου
και προξενητÜδες στον πÜππο μου.
Τις προξενητοýδες τις διþξανε
τους προξενητÜδες τους δεßρανε.