ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

ÍéñâÜíáò Ðáýëïò: Ãéáôñüò Ôçò ÔÝ÷íçò ÌÝãáò

   

                                   Βιογραφικü

     Παýλος ΝιρβÜνας, Þτανε το φιλολογικü ψευδþνυμο με το οποßο Ýγινε γνωστüς ο ΠÝτρος Κ. Αποστολßδης, ¸λληνας στρατιωτικüς ιατρüς, Γενικüς Αρχßατρος του Ελληνικοý Βασιλικοý Ναυτικοý, πρωτοπüρος στη μελÝτη της Ψυχολογßας και της ΨυχιατρικÞς, Ακαδημαúκüς, ποιητÞς, διηγηματογρÜφος, μυθιστοριογρÜφος, σατιρικüς, κριτικüς, κορυφαßος χρονογρÜφος, αλλ' ασχολÞθηκε και με το θÝατρο, με τη γραφÞ απομνημονευμÜτων κι επιφυλλßδων και τÝλος, υπÞρξε και δημοσιογρÜφος εφημερßδων και περιοδικþν. Απü τα μαθητικÜ του χρüνια Ýδωσε δεßγματα της αγÜπης του για τη λογοτεχνßα και σε νεαρÞ ηλικßα δημοσßευσε Üρθρα και ποιÞματα. ¹τανε πολυγραφüτατος και στην αρχÞ καταπιÜστηκε με τη ποßηση, χωρßς üμως επιτυχßα. ΕπÝδειξε μια αξιοσημεßωτη ικανüτητα στο σýντομο κεßμενο: στο διÞγημα και, ιδßως, στην επιφυλλßδα. Η περιγραφÞ αποτελεß την πρþτιστη ανÜγκη του, καθþς σκιαγραφεß χωρßς να διαφαßνεται πουθενÜ η πρüθεσÞ του να δημιουργÞσει, να αναπλÜσει τα üσα περιγρÜφει. Δεν εßναι αφηγητÞς, δεν δημιουργεß ζωÝς και συνειδÞσεις, καταφεýγει στην αφÞγηση σαν μÝσο για να εκφραστεß, üπως παρατηρεß ο ΣτÝλιος Ξεφλοýδας.
     ΓεννÞθηκε στις 14 ΜÜη 1866 στη Μαριοýπολη, (σημερινÞ ονομασßα: ΖντÜνοφ), τüτε σημαντικü κÝντρο του παραευξεßνειου Ελληνισμοý, που πλÝον ανÞκει στην Ουκρανßα και τüτε ανÞκε στη Ρωσßα και πÝθανε τη ΚυριακÞ 29 ΝοÝμβρη 1937 απü ανακοπÞ καρδιÜς στο σπßτι του, στην οδü Αγßου ΝικολÜου 22, στο Μαροýσι. ΤÝλη του 1909 παντρεýτηκε με τη ΛιλÞ Μßχογλου, με την οποßα απÝκτησε 2 παιδιÜ, το 1910, τον ιατρü Κωνσταντßνο Αποστολßδη και το 1913, τον τραπεζικο Σπýρο Αποστολßδη. Το 1910 η οικογÝνεια εγκαταστÜθηκε σε οικßα επß της οδοý Βασιλßσσης Φρειδερßκης 34, (σημερινÞ οδüς ΕιρÞνης), στο ΝÝο ΦÜληρο ΑττικÞς, üπου Ýμεινε μÝχρι το ΓενÜρη του 1926. Ο γÜμος του διαλýθηκε στις 12 ΔεκÝμβρη του 1924 και το ΓενÜρη του 1926 στη Σýρο νυμφεýτηκε 2η φορÜ τη Σοφßα ΣιγÜλα και μαζß απÝκτησαν 3 παιδιÜ, τον ΜÜριο το 1926, τη Μαρßα το 1927 και το 1931 τον μετÝπειτα λογοτÝχνη Γιþργο Αποστολßδη.



     Βιολογικüς πατÝρας του ΠÝτρου Þταν ο ΠοντιακÞς καταγωγÞς Ýμπορος Κωνσταντßνος Αποστολßδης. Οι γονεßς του εßχανε φýγει απü τη Τραπεζοýντα στους διωγμοýς της περιüδου 1850-5 κι εγκατασταθÞκανε στη Μαριοýπολη της Ρωσßας. Ο ΠÝτρος Αποστολßδης ορφÜνεψε νωρßς απü γονεßς και το 1870, μπÞκε σε ορφανοτροφεßο. Τον ΠÝτρο υιοθÝτησε ο εφοπλιστÞς Κωνσταντßνος Κουμιþτης, με καταγωγÞ απü τη Σκüπελο κι η σýζυγüς του ΜαριÝττα ΡÜλλη, κüρη του πλοýσιου Χιþτη εμπüρου ΖαννÞ ΡÜλλη, με απþτερη καταγωγÞ απü τη Πüλη, üταν επισκÝφθηκαν την Μαριοýπολη. Το πλοßο θα φÝρει τον μικρü ΠÝτρο Αποστολßδη στον ΠειραιÜ üπου Þταν εγκατεστημÝνη η νÝα του οικογÝνεια. Ο ΠÝτρος Þρθε στην ΕλλÜδα κι εγκαταστÜθηκε με την οικογÝνεια Κουμιþτη στη Φρεαττýδα, ξεκßνησε μαθÞματα με δÜσκαλο στο σπßτι κι αργüτερα στο δημοτικü σχολεßο της περιοχÞς του. Παρακολοýθησε 4 Ýτη τα μαθÞματα του Δημοτικοý, στη συνÝχεια 3 στο Σχολαρχεßο κι Üλλα 4 στο ΓυμνÜσιο, στην Ιωνßδειο ΣχολÞ, απ' üπου πÞρε απολυτÞριο, στις 15 Ιουλßου 1882, με βαθμü «καλþς τÝσσερα», με «Üριστα» το «Ýξι» κι ολοκλÞρωσε τη μÝση εκπαßδευσÞ του, αριστεýσας.
     Φοßτησε, απü το 1883 Ýως το 1890, στην ΙατρικÞ σχολÞ του Πανεπιστημßου Αθηνþν και μετÜ την αποφοßτηση του κατατÜχθηκε στο Βασιλικü Ναυτικü. Το 1899, üταν συστÜθηκε απü γιατροýς του ΠειραιÜ, ΙατρικÞ Εταιρεßα, στις αρχαιρεσßες της ο Αποστολßδης εκλÝχτηκε Ýφορος της βιβλιοθÞκης. Παρακολουθοýσε με ενδιαφÝρον την ιατρικÞ βιβλιογραφßα της εποχÞς και συμμετεßχε στα ιατρικÜ συνÝδρια που πραγματοποιÞθηκαν στην ΑθÞνα το 1901 & 1903. ¼πως αναφÝρεται στο συνÝδριο του 1903 ο «....εκ Πειραιþς γιατρüς του Πολεμικοý Ναυτικοý ΠÝτρος Αποστολßδης...», στην ειδικÞ συνεδρßα για τη Νευρολογßα και τη ΨυχιατρικÞ παρενÝβη και μßλησε για τις διÜφορες μορφÝς ψυχασθÝνειας, ενþ υπÝβαλε πρüταση στο συνÝδριο να εκδοθεß ψÞφισμα του συνεδρßου προς τη κυβÝρνηση προκειμÝνου να ιδρυθεß και στη χþρα μας στο ΠανεπιστÞμιο, ειδικü Ψυχολογικü ΕργαστÞριο, üμως η πρüταση του δεν Ýγινε αποδεκτÞ. Ο επßατρος ΠÝτρος Αποστολßδης διατÝλεσε ΔιυθυντÞς του Ναυτικοý Νοσοκομεßου ΝÝου ΦαλÞρου, το οποßο δημιουργÞθηκε και λειτοýργησε στις εγκαταστÜσεις του ξενοδοχεßου Ακταßον, εκεß που βρßσκεται σÞμερα το ιδιωτικü νοσοκομεßο Μετροπüλιταν, για τις ανÜγκες των Βαλκανικþν πολÝμων, üμως συνÝχισε τη λειτουργßα του και τη περßοδο 1914-18, στον Α' Παγκ. Πüλ., αλλÜ και τη περßοδο απü το 1919-22, στη διÜρκεια της ΜικρασιατικÞς Εκστρατεßας. ΔιετÝλεσεν επßσης Πρüεδρος της Ανþτατης ΥγειονομικÞς ΕπιτροπÞς του Ναυτικοý και ΤμηματÜρχης του Υπουργεßου Ναυτικþν, ενþ παραιτÞθηκε το 1922 με το βαθμü του Γενικοý ΑρχιÜτρου.



     Το 1923, μετÜ την αποστρατεßα του ο ¢γγελος ΤανÜγρας, μαζß με τους ΠισσÜνο και ΜελÜ, ßδρυσαν την ΕλληνικÞ Εταιρßα Ψυχικþν Ερευνþν, (Ε.Ε.Ψ.Ε.). Ο ΝιρβÜνας περιλαμβÜνονταν μεταξý των μελþν της εταιρεßας ο ΑλÝξανδρος Φιλαδελφεýς, τüτε Ýφορος αρχαιοτÞτων, ο K. Καλυβßτης, τüτε διευθυντÞς της ΛαúκÞς ΤρÜπεζας, ο συγγραφÝας ¢γγελος Σικελιανüς, ο πανεπιστημιακüς Παναγιþτης Βλαστüς, ο Ανρß Μπεργκσüν, ο Σßγκμουντ Φρüûντ, η Μαρß Σκλοντüφσκα-Κιουρß, ο ¢λμπερτ ΑúνστÜιν, χορηγικÜ καθÞκοντα ανÝλαβε η ΑλεξÜνδρα ΜπενÜκη-ΧωρÝμη η οποßα μαζß με τη Καλλιρüη ΠαρρÝν, προþθησαν τις ιδÝες της στον λαü. Η εταιρεßα αναγνωρßστηκε επßσημα απü τη ΒρετανικÞ Εταιρεßα Ψυχικþν Ερευνþν, (B.S.P.R.) και το 1930, παρακολοýθησε το 4o διεθνÝς Ψυχοφυσιολογικü ΣυνÝδριο της Εταιρεßας που διοργανþθηκε στην ΑθÞνα.
     ΜετÜ τη παραßτηση του απü το Ναυτικü αφοσιþθηκε ολοκληρωτικÜ στη δημοσιογραφßα και τη συγγραφÞ, καθþς Ýγραφε τακτικü χρονογρÜφημα με τßτλο Απü Την ΖωÞ στη καθημερινÞ ΑθηναúκÞ εφημερßδα ΕΣΤΙΑ απü το 1908 μÝχρι το θÜνατο του. Το 1923, βραβεýτηκε για το λογοτεχνικü του Ýργο με το Αριστεßο ΓραμμÜτων & Τεχνþν. ΑσχολÞθηκε με τα κοινÜ κι απü το 1925 μÝχρι το 1932 διατÝλεσε Δημοτικüς Σýμβουλος του ΔÞμου Πειραιþς. Στις 9 Μαρτßου 1928 ανακηρýχθηκε μÝλος της Ακαδημßας Αθηνþν. Στην εναρκτÞρια ομιλßα του αναφÝρθηκε στο χρονογρÜφημα κι εßπε üτι «...εßναι η καθημερινÞ ιστορßα της ζωÞς και η φιλοσοφßα της. Εßναι η ιστορßα της ζωÞς και του δευτερολÝπτου. ΣυμβÜντα, επεισüδια, σκηναß της ζωÞς ... παραλαμβÜνονται απü τον χρονογρÜφον, ιστοροýνται, διυλßζονται, καλοýνται να αποδþσουν την βαθυτÝραν των ουσßαν και κÜποτε την βαθυτÝραν των Ýννοιαν...».


                 ΝιρβÜνας & Ματσοýκας

     ΥπÞρξε μÝλος του Διοικητικοý Συμβουλßου του Εθνικοý ΘεÜτρου, απü την ßδρυση του ΘεÜτρου το 1930, ως το θÜνατο του. Στα τÝλη του 1934 Þ στις αρχÝς του 1935, ο ΝιρβÜνας εμπνεýστηκε την ονομασßα ΒριλÞσσια για το σημερινü ομþνυμο δÞμο της ΑττικÞς, απü την ονομασßα του üρους της ΠεντÝλης που αρχαßοι δüκιμοι συγγραφεßς, μεταξý τους οι Θουκυδßδης, Θεüφραστος και ΣτρÜβων- ονüμαζαν Βριλησσü. Το καλοκαßρι του 1937 ασθÝνησε σοβαρÜ κι οι γιατροß του συνÝστησαν αποχÞ απü κÜθε εργασßα για χρονικü διÜστημα 3 μηνþν, üμως αυτüς αγνüησε τις συστÜσεις τους και συνÝχισε να εργÜζεται μ' Ýνταση. Τη παραμονÞ του θανÜτου του υπÝστη 2 καρδιακÜ επεισüδια στα γραφεßα της ΕΣΤΙΑΣ, ενþ την επομÝνη υπÝστη το μοιραßο καρδιακü επεισüδιο στο σπßτι του στο Μαροýσι κι Ýφυγε απü τη ζωÞ σε ηλικßα 71 ετþν.

     Ο Παýλος ΝιρβÜνας ασχολÞθηκε με üλα τα εßδη του γραπτοý λüγου. ¹δη απü τα μαθητικÜ του χρüνια Ýδωσε δεßγματα της αγÜπης του για τη λογοτεχνßα. ¹δη απü το 1881 εßχε δημοσιεýσει στο σοβαρü αθηναúκü φýλλο Παλλιγγενεσßα το 1ο του ελεγεßο και δημοσßευσε Üρθρα στις εφημερßδες του ΠειραιÜ Σφαßρα & Πρüνοια. Εμφανßστηκε στα γρÜμματα το 1884, üταν εξÝδωσε (σýμφωνα με το Εθνικü ΚÝντρο Βιβλßου) τη 1η ποιητικÞ του συλλογÞ με τßτλο, ΔÜφναι Εις Την 25ην Μαρτßου (η 2η και τελευταßα ποιητικÞ του συλλογÞ εßχε τßτλο ΠαγÜ ΛαλÝουσα 1907) κι Üρχισε να δημοσιεýει χρονογραφÞματα στις εφημερßδες ¢στυ, Ακρüπολις, Πατρßδα, Ελεýθερον ΒÞμα κι απü το 1905 στην Εστßα με το ψευδþνυμο Κýριος ¢σοφος. ΚατÜ διαστÞματα χρησιμοπποßησε τα ψευδþνυμα Απüκαυκος ο ΠαρακοιμωμÝνος, ΑπολλινÜριος, Δρ. Α (Π), Ιατρüς, Ιτρ, Ο Αντßλαλος, Π. Νβ, ΠÝτρος, Φιλüτεχνος, Χαχüλος, Herr Doctor κι Umbra. Το 1929 Ýγραψε το σενÜριο της βουβÞς κινηματογραφικÞς ταινßας ΑστÝρω που Ýκανε πρεμιÝρα στις 22 Απρßλη, κι ως θεατρικüς συγγραφÝας Þτανε συνεργÜτης του Κωνσταντßνου ΧρηστομÜνου.
     Δημοσßευσε κεßμενα σε λογοτεχνικÜ περιοδικÜ της εποχÞς, üπως ΤÝχνη, ΠαναθÞναια, ΝÝα Εστßα, Το Περιοδικüν Μας, Ασμοδαßος, Μη ΧÜνεσαι κ.Ü.. Το 1884 συμμετεßχε στην Ýκδοση του σατιρικοý περιοδικοý ΑθÞναι, ως μÝλος της λογοτεχνικÞς ΣυντροφιÜς Των Δþδεκα και το 1888 με ΠειραúκÞ παρÝα εξÝδωσε το περιοδικü ΚυανÞ Επιθεþρησις. ΥπÞρξε συνιδρυτÞς του περιοδικοý ΤÝχνη του Κþστα Χατζüπουλου, ενþ διατηροýσε αλληλογραφßα με τους σημαντικüτερους πνευματικοýς ανθρþπους της εποχÞς του. ¼μως τον συνÝδεε αδελφικÞ φιλßα με τον ΑλÝξανδρο ΠαπαδιαμÜντη και σ' αυτüν οφεßλουμε τη μοναδικÞ φωτογραφßα του, καθþς το 1906, Ýπεισε τον Σκιαθßτη κοσμοκαλüγερο να ποζÜρει στο φωτογραφικü του φακü στο καφενεßο της ΔεξαμενÞς στην ΑθÞνα. Ο ΝιρβÜνας θεωροýσε πως Ýν απü τα ωραιüτερα πρÜγματα που Ýκανε στη ζωÞ του εßναι που παρÝδωσε στους μεταγενÝστερους τη μορφÞ του ΠαπαδιαμÜντη. Δοýλεψε με κεßνον στο ¢στυ τη περßοδο 1899-1902, και καταγρÜφει προσωπικÞ μαρτυρßα απü τη 1η μÝρα υπηρεσßας του σα μεταφραστÞ. ΜετÜ απü την ανακοßνωση του ποσοý των 150 δραχμþν που θα Þταν ο μισθüς του, ο ΠαπαδιαμÜντης παρÝμεινε σκεφτικüς. Κι ενþ ο υπεýθυνος Þταν Ýτοιμος να αυξÞσει το αρχικü ποσü, ο ΠαπαδιαμÜντης απÜντησε «ΠολλÝς εßναι 150... Με φτÜνουν 100».



     Τοποθετεßται χρονικÜ στον κýκλο του ΚωστÞ ΠαλαμÜ. Η γραφÞ του εßναι επηρεασμÝνη απü τα ευρωπαúκÜ καλλιτεχνικÜ ρεýματα του αισθητισμοý και συμβολισμοý, καθþς κι απü τη φιλοσοφικÞ σκÝψη του Φρειδερßκου Νßτσε, απü τον οποßο δÝχθηκε Ýντονες επιρροÝς. Αξιüλογα εßναι τα κριτικÜ του δοκßμια, ενþ στο χþρο της πεζογραφßας ασχολÞθηκε αρχικÜ με το διÞγημα και στη συνÝχεια με το μυθιστüρημα. Στο πεζογραφικü του Ýργο κυριαρχοýν ηθογραφικÜ και ψυχογραφικÜ στοιχεßα, ενþ τα θεατρικÜ του Ýργα κινοýνται στα πρüτυπα της ιψενικÞς γραφÞς. ¸ντονη παρουσιÜζεται στο Ýργο του η επιρροÞ που δÝχτηκε απü τη φιλοσοφßα του Νßτσε. Η γλωσσικÞ του Ýκφραση πÝρασε σταδιακÜ απü την καθαρεýουσα σε μια μεικτÞ γλþσσα και τÝλος στη δημοτικÞ, με σταθερü χαρακτηριστικü το εξαιρετικÜ φροντισμÝνο ýφος.
     Απü τη θÝση του στην Ακαδημßα Αθηνþν, συνÝβαλε τα μÜλα στην ανÜδειξη λογοτεχνþν üπως οι ΙωÜννης ΚονδυλÜκης, Σπýρος ΜελÜς και Γρηγüριος Ξενüπουλος. ΑσχολÞθηκε με πολλÜ εßδη γραπτοý λüγου, üπως διηγÞματα, ποιÞματα, μυθιστορÞματα, δρÜματα, αξιüλογες κριτικÝς μελÝτες και δοκßμια, θεατρικÜ Ýργα στα πρüτυπα της γραφÞς του ºψεν, χρονογραφÞματα, τη ΓλωσσικÞ Αυτοβιογραφßα, καθþς και 2 μεταφρÜσεις απü τον ΠλÜτωνα και τον εθνικιστÞ συγγραφÝα Κνουτ ΧÜμσουν. ¸ν απü τα χρονογραφÞματÜ του, Η Βιβλιοφιλßα Των ΕλλÞνων Þ Πüνος ΨυχÞς πρωτοδημοσιεýτηκε στην Εστßα το 1950 και στη συνÝχεια συμπεριλÞφθηκε στα ΝεοελληνικÜ Αναγνþσματα για τους μαθητÝς των Γυμνασßων. ¸ργα του Ýχουν μεταφραστεß στα γαλλικÜ, γερμανικÜ, αγγλικÜ, ρþσικα κι ιταλικÜ απü τους Baudry, Lucas, Diterich, Steinmetz, Κατσßμπαλη, Μ. Λυκιαρδüπουλο, Ε. ΑθανασιÜδη, Pio Ciuti κ.Ü.



     Ως Üνθρωπος Þτανε πολυμαθÝστατος, κüσμιος, πολιτισμÝνος κι ευπροσÞγορος, λüγοι για που συμβÜλλανε στο να πετýχει τερÜστιαν αναγνþριση, δυσανÜλογη με τη λογοτεχνικÞ του αξßα. ΠαρÜλληλα, Þτανε συνεχþς ενημερωμÝνος για üσα συμβαßνανε στον ευρωπαúκü πνευματικü χþρο κι ασπαζüτανε με κÜθε ευκολßα τις πλÝον ετερüκλιτες τÜσεις, σχολÝς κι απüψεις. ¼πως Ýγραψε ο Ξενüπουλος: «...Δεν υπÜρχει ιδÝα, τÜση, συρμüς, κßνηση, ýφος, σχολÞ, τεχνοτροπßα, μορφÞ, σýστημα που να μην το μÜθει πρþτος, να μην το εγκολπωθεß. Ρομαντισμüς, νατουραλισμüς, συμβολισμüς, προρραφαηλισμüς, νιτσεúσμüς, ιψενισμüς, ΓκαμπριÝλε Ντ’ Αννοýντσιο, Ανατüλ ΦρÜνς, ΡÜσκιν, Τολστüι, Κνουτ ΧÜμσουν, Μπιüρσον üλοι κι üλα εκ περιτροπÞς τον ευρÞκαν πρüθυμο μαθητÞ κι Ýπειτα δÜσκαλο...».
     Ο ΤÝλος ¢γρας Ýγραψε για τον ΝιρβÜνα πως «...η ηθογραφßα του εßναι τραγικÞ κι αποκλßνει προς το ζωηρü λυρισμü, üταν δεν τρÝπεται προς τον πραγματικü σαρκασμü», ενþ ο Κþστας ΟυρÜνης αναφÝρει πως «...ακüμη και το χιοýμορ του το χρησιμοποιεß για να προκαλÝσει μειδßαμα και üχι για να καυτηριÜσει...» Με απüφαση του Δημοτικοý Συμβουλßου του ΔÞμου ΝÝου ΦαλÞρου σε μια οδü της πüλεως δüθηκε το üνομα του Παýλου ΝιρβÜνα. Στις 11 ΦλεβÜρη 1938, ημÝρα ΠαρασκευÞ στις 7 το απüγευμα, διοργανþθηκε στο Δημοτικü ΘÝατρο Πειραιþς, Φιλολογικü Μνημüσυνο στη μνÞμη του, ενþ ο ΔÞμος Πειραιþς Ýστησε τη προτομÞ του κοντÜ στη Πλατεßα Φρεαττýδας üπου εßχε ζÞσει τα παιδικÜ κι εφηβικÜ του χρüνια. Η σχετικÞ απüφαση λÞφθηκε στις 7 Νοεμβρßου 1940 και στις 10 Φεβρουαρßου 1941 και η προτομÞ του που φÝρει ως ημερομηνßα κατασκευÞς της το 1940, φιλοτεχνημÝνη απü το γλýπτη ΙÜσωνα Παπαδημητρßου γρÜφει στη βÜση της Ο ΔΗΜΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΤΩ ΠΑΥΛΩ ΝΙΡΒΑΝΑ, αποκαλýφθηκε το ΔεκÝμβρη του 1940, λßγες ημÝρες μετÜ τα Χριστοýγεννα εκεßνου του Ýτους.



     Το πατρικü του σπßτι στη Σκüπελο üπου Ýζησε μÝρος απü τα καλοκαßρια του, ανÞκει σÞμερα στο ΔÞμο ΣκοπÝλου, που το αγüρασε στις 18 ΔεκÝμβρη 1998, απü τους κληρονüμους του λογοτÝχνη. Εßναι χτισμÝνο στο κÝντρο του παραδοσιακοý οικισμοý της ΣκοπÝλου, στη συνοικßα του Αγßου ΙωÜννη, δßπλα στην εκκλησßα των Τριþν Ιεραρχþν, με θÝα την αμφιθεατρικÞ Χþρα και το λιμÜνι της ΣκοπÝλου. Το σπßτι εßναι απü τα αξιολογüτερα κι αντιπροσωπευτικüτερα δεßγματα της τοπικÞς σκοπελßτικης ΛαúκÞς ΑρχιτεκτονικÞς, «Μακεδονικοý Τýπου», χωρßς μεταγενÝστερες αλλοιþσεις κι αλλαγÝς και κτßστηκε στο 1ο μισü του 19ου αι.. Το 1965 χαρακτηρßστηκε με υπουργικÞ απüφαση απü το Υπουργεßο Πολιτισμοý ως ιστορικü διατηρητÝο μνημεßο που χρειÜζεται ειδικÞ κρατικÞ προστασßα. Πρüκειται για διþροφο κτßσμα με ημιυπüγειο, λιθüκτιστο στο μεγαλýτερο μÝρος του εκτüς απü τη πρüσοψη και την ανατολικÞ πλευρÜ του ορüφου που εßναι κατασκευασμÝνες απü τσατμÜ.


               Το σπßτι του στη Σκüπελο, σÞμερα Μουσεßο ΤÝχνης

     Τα λογοτεχνικÜ του Ýργα, (πλÞρης κατÜλογος):


Ι.Ποßηση:

• ΔÜφναι εις την κε´ Μαρτßου 1821. ΑθÞνα, τυπ. Αττικοý Μουσεßου, 1884.
• ΠαγÜ λαλÝουσα. ΑθÞνα, Ýκδοση Παναθηναßων, 1907 (2η Ýκδοση συμπληρωμÝνη με πρüλογο του ΠαλαμÜ, ΑθÞνα, ¢γκυρα, 1921)

ΙΙ. Πεζογραφßα:

• Απü την φýσιν και την ζωÞν. ΑθÞνα, τυπ. ΑνÝστη Κωνσταντινßδου, 1898.
• ΑλÞθεια και ψÝμα· Ιστορßες για παιδιÜ και για φιλοσüφους. ΑθÞνα, Ýκδοση του ΝουμÜ, 1907.
• Η βοσκοποýλα με τα μαργαριτÜρια και Üλλες μικρÝς ιστορßες. ΑθÞνα, ΦÝξης, 1914.
• Το συναξÜρι του παπÜ ΠαρθÝνη και Üλλες νησιþτικες ιστρορßες. ΑθÞνα, ΦÝξης, 1915.
• Εκλεκταß σελßδες· Πρüλογος Γρηγορßου Ξενüπουλου. ΑθÞνα, ΕλευθερουδÜκης, 1922.
• Το πÝρασμα του θεοý και Üλλα διηγÞματα. ΑθÞνα, ΚολλÜρος, 1922.
• Το αγριολοýλουδο · Μυθιστüρημα. ΑθÞνα, ΕλευθερουδÜκης, 1924.
• ΞενητιÜ (τρßα διηγÞματα). ΑθÞνα, τυπ. Εστßα, 1925.
• Λüγοι και αντßλογοι. ΑθÞνα, ΚολλÜρος, 1925.
• Το Ýγκλημα του Ψυχικοý· (Σατιρικüν Μυθιστüρημα). ΑθÞνα, Ο ΚοραÞς, 1928.
• ¸νας Þσκιος στη νýχτα. ΑθÞνα, Ýκδοση της εφημερßδας Ελληνικüν ΜÝλλον, 1934

ΙΙΙ.ΜελÝτες- Δοκßμια-ΧρονογραφÞματα:

• ΦυσιολογικÞ ψυχολογßα· ΔιÜλεξις γενομÝνη εν τω συλλüγω Παρνασσþ. ΑθÞνα, ανατýπωση απü το περιοδικü Εστßα, 1893.
• Η φιλοσοφßα του Νßτσε. ΑθÞνα, Ýκδοση του περιοδικοý ΤÝχνη, 1898.
• Ο ΘÝμος ¢ννινος και η ελληνικÞ γελοιογραφßα. ΑθÞνα, Ýκδοση του περ. Το Περιοδικüν μας, 1900.
• ΤÝχνη και φρενοπÜθεια. ΑθÞνα, τυπ. της εφημ. Το ΚρÜτος, 1905.
• ΓλωσσικÞ αυτοβιογραφßα. ΑθÞνα, Ýκδοση των Παναθηναßων, 1905.
• Το βιβλßον του κυρßου Ασüφου. ΑθÞνα, ΦÝξης, 1915.
• ΑριστοτÝλης Βαλαωρßτης. ΑθÞνα, τυπ. Π.Δ.Σακελλαρßου, 1916 (στη σειρÜ ΔιαλÝξεις φιλολογικοý συλλüγου Παρνασσοý, αρ.11).
• Το δÜσος (δοκßμια). ΑθÞνα, Εθνικü Τυπογραφεßο, 1916.
• Η ζωÞ του δρüμου. ΑθÞνα, ¢γκυρα, 1917.
• ΒενιζÝλος. ΑθÞνα, Εστßα, 1920.
• Γýρω απü τον Ýρωτα. ΑθÞνα, ΖηκÜκης, 1920.
• Βßβλος γυναικþν · Με ποιητικüν πρüλογον ΚωστÞ ΠαλαμÜ. ΑθÞνα, ΖηκÜκης, 1921.
• Εýθυμη ζωÞ. ΑθÞνα, ΖηκÜκης, 1923.
• Η ηθικÞ επßδρασις της επαναστÜσεως. ΑθÞνα, 1923.
• Η ζωÞ του δρüμου. ΑθÞνα, 1924.
• ¼σα φÝρνει η þρα. ΑθÞνα, Το ¢στυ, 1925.
• Εýθυμοι περßπατοι. ΑθÞνα, ΚολÜρος, 1927.
• Αθηναúκοß περßπατοι. ΑθÞνα, Ανþνυμη ΑθηναúκÞ ΕκδοτικÞ Εταιρεßα, 1929.
• ΦιλολογικÜ απομνημονεýματα. ΑθÞνα, βιβλιοπωλεßο Εστßα Ι.Δ.ΚολλÜρου και Σßας, 1929.
• O tempora o mores . ΑλεξÜνδρεια, Κασιγüνης, 1930.
• ΜικρÝς ιστορßες. ΑθÞνα, 1930.
• ΜαλλιÜ κουβÜρια. ΑθÞνα, Ýκδοση της εφημ. ΝÝος Κüσμος, 1935
• Απü το παρÜθυρο. ΑθÞνα, ΔημητρÜκος, 1935

ΙV. ΘÝατρο:

• Ο ΑρχιτÝκτων ΜÜρθας· ΔρÜμα σε μÝρη τρßα. ΑθÞνα, Ýκδοση Παναθηναßων, 1907.
• Το χελιδüνι·ΔρÜμα σε μÝρη τρßα. ΑθÞνα, Ýκδοση Παναθηναßων, 1908.
• Μαρßα η Πενταγιþτισσα· ΔρÜμα σε μÝρη τρßα. ΑλεξÜνδρεια, ΒιβλιοθÞκη ΝÝας ΖωÞς3, 1909.
• ¼ταν σπÜση τα δεσμÜ του · ΔρÜμα σε μÝρη τρßα. ΑλεξÜνδρεια, ΒιβλιοθÞκη ΝÝας ΖωÞς4, 1910.
• ΘÝατρον Α´ · Ο αρχιτÝκτων ΜÜρθας- Μαρßα η Πενταγιþτισσα. ΑθÞνα, Ι.Ν.ΣιδÝρης, 1921.
• ΘÝατρον Β´ · Το χελιδüνι - ¼ταν σπÜση τα δεσμÜ του. ΑθÞνα, Ι.Ν.ΣιδÝρης, 1922

V. ΜεταφρÜσεις:

• ΠλÜτωνος, Απολογßα ΣωκρÜτους. ΑθÞνα, ΕλευθερουδÜκης, 1923.
• Κνουτ ΧÜμσουν, Ο Παν· ΜετÜφρασις Π.ΝιρβÜνα. ΑθÞνα, Ýκδοση των Παναθηναßων, 1903

VΙ. ΣυγκεντρωτικÝς εκδüσεις:

• Τα ¢παντα, τ.1-5 · επιμÝλεια Γ. ΒαλÝτα. ΑθÞνα, 1968.

     Το ιατρικü Ýργο του εßναι μικρü σε αριθμü δημοσιευμÜτων, üμως ιδιαßτερα σημαντικü κι ενδιαφÝρον. ¸γραψε και δημοσßευσε, στο Ýγκυρο περιοδικü Γαληνüς τις ιατρικÝς μελÝτες:

«ΔιÜτρησις εντÝρων εξ ασκαρßδων» το 1885-
«Περßπτωσις εγκολεασμοý του εντÝρου» το 1886-

-Περιπτþσεις τις οποßες παρακολοýθησε στο Ναυτικü Νοσοκομεßο ΠειραιÜ, εργαζüμενος στη ΚλινικÞ του ¼θωνα ΣωνιÝρου, αρχιÜτρου του Πολεμικοý Ναυτικοý. ΜετÝφρασε και δημοσßευσεν επßσης τα ιατρικÞς φýσεως Ýργα:

«Περß θεραπεßας της χρονßας διαρροßας των παßδων», ΜετÜφρασις εκ του γαλλικοý ΠÝτρος Κ. Αποστολßδης, Στυλιανüς Δ. Τσακßρης, Τυπογραφεßον «Βλαστοý-ΒαρβαρρÞγου», Εν ΑθÞναις 1886.
«Τι τρþμε. ΥγιεινÞ του στομÜχου κατÜ τον Ε. Monin», ΚαταστÞματα «Ακροπüλεως» ΒλÜση Γαβριηλßδου, Εν ΑθÞναις 1891.
«Ρþμη και Υγεßα. Η ζωÞ παρατεινομÝνη διÜ της μεθüδου του Brown Séquard», Υπü του ιατροý L. H. Goizet, ΚαταστÞματα «Ακροπüλεως» ΒλÜση Γαβριηλßδου, Εν ΑθÞναις 1891.
«Τα νοσÞματα της προσωπικüτητος» το 1894. Το Ýργο υλοποιÞθηκε αρχικÜ ως διÜλεξη στις 15 Δεκεμβρßου 1893 στο Φιλολογικü ¼μιλο Παρνασσüς.
«ΤÝχνη και φρενοπÜθεια», το 1905. Δημοσιεýθηκε αρχικÜ στο περιοδικü ΨυχιατρικÞ και ΝευρολογικÞ Επιθεþρησις του πρωτοπüρου ψυχιÜτρου Σιμωνßδη Βλαβιανοý, üμως τον ßδιο χρüνο δημοσιεýτηκε και αυτοτελþς.

     Ο Γεþργιος ΒαλÝτας που επιμελÞθηκε την Ýκδοση των ΑπÜντων του, με αφορμÞ αυτÝς τις 2 ψυχιατρικÞς φýσεως εργασßες του ΝιρβÜνα, τις οποßες χαρακτÞρισε σημαντικÜ αισθητικÜ δοκßμια, τονε θεωρεß, μαζß με τον Σßμωνα Αποστολßδη και τον ΜιχαÞλ ΚατσαρÜ, εισηγητÞ των ψυχιατρικþν μελετþν στην ΕλλÜδα.

===================

                    Η Βοσκοποýλα Με Τα ΜαργαριτÜρια

     ¸χουνε να ποýνε πως üλα τα παραμýθια εßναι ιστορßες αληθινÝς, που γινÞκανε μια φορÜ κι Ýνα καιρü στα παλιÜ τα χρüνια. Εßναι πολλÝς απ' αυτÝς που κανÝνας δεν τις θυμÜται, γιατß απü στüμα σε στüμα σβυστÞκανε και χαθÞκανε. Κι εκεßνοι που ανιστοροýν καινοýργια παραμýθια, που κανÝνας δεν τÜχει ακουσμÝνα, δεν τα γεννοýν απ' το κεφÜλι τους, οýτε κανÝνας τους τÜχει ειπωμÝνα απ' τους τωρινοýς. Γι' αυτü Ýχουνε να πουν πως οι παλιοß ανθρþποι, που χρüνια τþρα τους Ýχει φαγωμÝνα το χþμα και που μια φορÜ κι Ýναν καιρü περÜσανε στον απÜνω κüσμο μεγÜλα βÜσανα και πÜθη, σε αγÜπες, σ' Ýχθρητες και σε πολÝμους, θÝλοντας να μη ξεχασθοýν τα βÜσανÜ τους, ξαναγυρßζουνε στον κüσμο κι ανιστοροýνε τη ζωÞ τους στους αλαφροÀσκιωτους ανθρþπους.
     ¸τσι κανÝνας μες στον ýπνο του Þ μες στο κατÜχνιασμÜ του ακοýει μιαν ιστορßα παλαúκÞ και σαν ερθÞ στον εαυτü του, θαρρεß πως Ýχει ακουσμÝνο κÜποιο παραμýθι και το χαßρεται μονÜχος του και το ξαναλÝει και στους Üλλους. ¸τσι Ýχω ακουσμÝνο κι εγþ τοýτο το παραμýθι, ξαπλωμÝνος στον Þσκιο μιας καρυδιÜς, μες στην Üψη του ΘεριστÞ. Εßναι το Παραμýθι της Βοσκοποýλας με τα ΜαργαριτÜρια.
...............
     Στα μÝρη τοýτα τα δικÜ μας Þτανε μια φορÜ Ýνα βασßλειο. Κι ο βασιλιÜς ο γÝρος εßχε Ýνα μονÜκριβο παιδß, που τ' αγαποýσε πιο πολý κι απ' τη κορþνα του. Κι η γρηÜ η βασßλισσα, που εßχε τα μεγαλýτερα μαργαριτÜρια που βρßσκονται στη γη, το λÜτρευε πιüτερο απ' τους θησαυροýς της και νανουρßζοντÜς το σαν Þτανε μικρü στη κοýνια τη χρυσÞ του, Üπλωνε στο κορμÜκι του τα μαργαριτÜρια της και τοýλεγε:
 -«Σα μεγαλþσης με το καλü και πÜρεις τη κορþνα του πατÝρα σου και πÜρεις και βασιλοποýλα üμορφη γυναßκα στο πλευρü σου, δικÜ σου εßναι τα πλοýτη κι οι θησαυροß μου και τοýτα τα μαργαριτÜρια, που δε βρßσκονται παρüμοια στη γη, θ' αστρÜψουν πÜλι σε χαρÝς και ξεφαντþματα στον Üσπρο το λαιμü της νÝας βασßλισσας». Κι Üπλωνε τα  μαργαριτÜρια στο κορμÜκι του και το νανοýριζε γλυκÜ. Και τα χοντρÜ μαργαριτÜρια, μες στη κοýνια τη χρυσÞ, μοιÜζανε σα μεγÜλα δÜκρυα.
     Σα μεγÜλωσε το βασιλüπουλο κι Ýγινε üμορφο παλικÜρι, üλες οι χÜρες το στολßσανε με τα χαρßσματÜ τους. Το μονÜκριβο το βασιλüπουλο Þτανε κι ο πρþτος ο λεβÝντης στο βασßλειο. Οι χÜρες του ακουστÞκανε ως τα πιο μÜκρυνα βασßλεια και πλοýσιοι βασιλιÜδες, απü στεριÜ και θÜλασσα, στÝλνανε προξενιÝς στο γÝρο-βασιλιÜ για το χαριτωμÝνο τον υγυιü του. Μα το βασιλüπουλο δεν Ýβαλε ποτÝ αγÜπη με το νου του, τα μÜτια του ποτÝ δεν τÜρριξε απÜνω σε κοπÝλλα κι Ýλειπε πÜντ' απü τα πανηγýρια και τα ξεφαντþματα του παλατιοý. Ο γÝρος ο βασιλιÜς κι η γρηÜ η βασßλισσα τüχανε μαρÜζι στη καρδιÜ τους. Μα το βασιλüπουλο δεν Üκουγε οýτε ορμÞνειες οýτε παρακÜλια. ΚÜθε αυγÞ Ýπαιρνε το τουφÝκι του στον þμο και τραβοýσε στους λüγγους και τα βουνÜ.
     ¸τσι περνοýσε üλον τον καιρü του, δρασκελþντας βρÜχους και γκρεμνÜ και δεν Þτανε τüπος στο μεγÜλο του βασßλειο, που δεν τον Þξερε, δεν Þτανε κορφÞ που δεν την εßχε πατημÝνη, δεν Þτανε λüγγος που δε χÜρηκε τον Þσκιο του, δεν Þτανε ρεματιÜ που δεν τον δÝχτηκε κι ακρογιαλιÜ που δεν τον εßδε. Τüμορφο βασιλüπουλο Þτανε βασιλιÜς αληθινüς στο βασßλειü του. Τονε ξÝρανε τα χιüνια στις απÜτητες κορφÝς, τα δÝντρα τα χιλιüχρονα τον χαιρετοýσανε, τ' αηδüνια μες στις ρεματιÝς τον προβοδßζανε και στ' ακρογιÜλια τ’ ασημÝνια τα κυματÜκια του φιλοýσανε τα πüδια του. Τ' üμορφο το βασιλüπουλο Þτανε αληθινüς βασιλιÜς στο βασßλειü του. Και τ' αγρßμια του βουνοý μεριÜζανε ακüμα στο διÜβα του και στις ερημικÝς τις στÜνες τ' αγριüσκυλλα τονÝ ζυγþνανε σκυφτÜ και ταπεινÜ, κουνþντας την ουρÜ τους.
     ¸να πρωß ο γÝρος ο βασιλιÜς Ýκραξε το παιδß του και το φßλησε στο κοýτελο. Το κÜθισε σιμÜ του σε χρυσü θρονß και του εßπε:
 -"¢κουσε, παιδß μου, αυτÜ που θα σου πω, και νÜχης την ευχÞ μου. ΣÞμερα εßναι μεγÜλη μÝρα. Απ' το μεγÜλο το βασßλειο της ΑνατολÞς, που μας χωρßζουνε θÜλασσες πλατειÝς και πιο πλατειÜ ακüμα η Ýχθρα η παλιÜ μας κι οι πüλεμοß μας, φτÜσανε προξενητÜδες διαλεκτοß, με καρÜβια φορτωμÝνα χρυσÜφια και χαρßσματα. ¿ρα την þρα φτÜνουν οι τρανοß μουσαφιραßοι και το παλÜτι μας θα ιδÞ μεγÜλο πανηγýρι σÞμερα". Το βασιλüπουλο Üκουσε αδιÜφορα τα λüγια του πατÝρα του. Ο γÝρος ο βασιλιÜς του χÜιδεψε με τα γÝρικα δÜκτυλÜ του τα χρυσÜ μαλλιÜ και του ξανÜπε:  "¢κουσε, παιδß μου. ΠÝταξε το τουφÝκι σου σε μια γωνιÜ, βγÜλε τα ροýχα σου τα σκονισμÝνα και τα ταπεινÜ και φüρα τα χρυσÜ και τα βελοýδα σου. ΣÞμερα εßναι μεγÜλη γιορτÞ στο παλÜτι μας".
 -"Κι αν εßναι μεγÜλη γιορτÞ στο παλÜτι μας, με το καλü να ξεφαντþσετε, Κι αν εßναι τρανοß μουσαφιραßοι στο τραπÝζι μας, φτÜνουνε ο βασιλιÜς και η βασßλισσα να τους  καλοδεχτοýνε. Κι αν εßναι προξενητÜδες για τα μÝνανε, παßρνω το τουφÝκι μου και πÜω στη δουλειÜ μου", αποκρßθηκε το βασιλüπουλο.
     Ο γÝρος ο βασιλιÜς θýμωσε βαριÜ, το αßμα του τον Ýπνιξε στο λαιμü και τρÝμοντας ολüσωμος, εßπε βαρý λüγο στον αγαπημÝνο του. Μα το βασιλüπουλο δεν Üλλαζε γνþμη.
 -"Αλλοßμονο!" εßπεν ο γÝρος ο βασιλιÜς. "Λßγα χρüνια η γη μας Ýμεινε απüτιστη απ' το αßμα. Τα νιÜτα μου μες στους πολÝμους πÝρασαν. Ο ανθüς της χþρας μας θερßστηκε χρüνια και χρüνια απ' το δρεπÜνι των οχτρþν μας. Και τþρα σαν αρνηθοýμε το χÜρισμÜ τους, πÜλε το αßμα μας θα ποτßση το διψασμÝνο χþμα -και ποιüς ξÝρει- σκλÜβοι κι εμεßς, σκλαβωμÝνη κι η γη μας, θα συρθοýμε στα πüδια των οχτρþν μας. ¢μποτε μüνο, κλεισμÝνα τα μÜτια μου, να μην ιδοýνε τη μεγÜλη συφορÜ".
     Το βασιλüπουλο πετÜχτηκε πÜνω και τα μÜτια του αστρÜψανε μες στα σýννεφα των λογισμþν του.
 -"Κι αν οι οχτροß μας μελßσσι πÝσουνε στη χþρα μας, καλþς τους να κοπιÜσουνε. Το χÝρι τοýτο δεν απüκαμε ποτÝ κρατþντας τ' Üρματα. Κι αν θÝλη ο βασιλιÜς ο πατÝρας μου να κÜνη χÜρισμα στους οχτροýς του, Ýχει χþρες και θησαυροýς κι ας τους χαρßση. Κι αν θÝλη να διαφεντÝψω τη χþρα του, το αßμα μου εßναι δικü του κι ας το χýση στα πüδια τους. Μ' αν θÝλη τη καρδιÜ μου να τη κÜνη χÜρισμα, Üδικα πασχßζει κι αγωνßζεται. ΑυτÞ δεν την ορßζει". Και σκýβοντας λυπητερÜ το κεφÜλι του, για να κρýψη δυο δÜκρυα που στÜζανε στα χλωμÜ του μÜγουλα, πρüσθεσε σιγÜ: "Αλλοßμονο! Οýτ' εyþ ατüς μου την ορßζω". Κι Ýφυγε βιαστικÜ, πνßγοντας τ' αναφυλλητÜ του στÞθους του.
     Το βασιλüπουλο κρÝμασε το τουφÝκι στον þμο και ξεκßνησε για το βουνü. Μες στις πυκνÝς τις λαγκαδιÝς Þτανε το λημÝρι του. Μα το βασιλüπουλο Þτανε καιρüς τþρα που δεν εßχε ρßξει τουφεκιÜ στο λüγγο. Οι πÝρδικες πετοýσανε Üφοβα σιμÜ του, τα κοτσýφια του σφυρßζανε απÜνω απ' το κεφÜλι του και τα μικρüπουλα μÝσα στις φυλλωσιÝς δεν κüβανε το τραγοýδι τους σαν περνοýσε. Φτερü δε σÞκωνε το τουφÝκι του να κτυπÞση. ¹τανε καιρüς τþρα που τα πουλιÜ εßχανε πÜρει για το βασιλüπουλο ανθρωπινÞ λαλßτσα και του μιλοýσανε λüγια γλυκÜ και μπιστεμÝνα.
     Καθþς περνοýσε ο κυνηγüς μες στα σýθαμπα του λüγγου, γυρεýοντας -κÜτι γυρεýοντας με τα μÜτια ολüγυρα- Ýνας πετροκüτσυφας, ποýχε χωθεß μες στα κλαριÜ, φεýγοντας την Üψη του Þλιου, του σφýριξε στ' αυτß:
 -"ΠÜρε τη πλαγιÜ του βουνοý και κατÝβα στη ρεματιÜ. ΑπÜνω στο στρογγυλü λιθÜρι, που το σκεπÜζει ο γεροπλÜτανος, δροσολογιÝται η αγÜπη σου".
     Ο κυνηγüς πÞρε βιαστικÜ τα πüδια του, Ýφτασε στη πλαγιÜ του βουνοý και κατÝβηκε στη ρεματιÜ. Τ' αηδüνια τραγουδοýσανε μες στα δασÜ πλατÜνια και πÜνω στις ρßζες τους, που τις πüτιζε γαργαλιστü το τρεχοýμενο νερÜκι, το Üσπρο κοπÜδι δροσολογιüτανε. ΑπÜνω στο στρογγυλü λιθÜρι, που το σκÝπαζε ο γεροπλÜτανος, καθüτανε η αγÜπη του. Με του λαγοý τη περπατησιÜ Ýφτασε ο κυνηγüς στο στρογγυλü λιθÜρι. Η βοσκοποýλα εßχε ξαπλωμÝνο το Üπλερο κορμß της απÜνω στο λιθÜρι κι ακουμποýσε το ξÝγνοιαστο κεφÜλι απÜνω στη γÝρικη φλοýδα του πλÜτανου. ¿ρα την þρα τη πÞρε ο ýπνος κι αηδονÜκια νανουρßζανε τσν ýπνο της κι ο γεροπλÜτανος μουρμοýριζε στους διαβÜτες μη λÜχη και τη ξυπνÞσουν. Ο κυνηγüς, με το τουφÝκι στον þμο, στÜθηκε αγνÜντια και τη κýτταζε. Του φÜνηκε σα μεσημερνÞ νερÜιδα ποýκανε τη κοιμισμÝνη, καρτερþντας να του πÜρη τη μιλιÜ. Κι Ýμεινε βουβüς þρα πολλÞ κυττÜζοντÜς τη. Μα και νÜθελε να μιλÞση δεν μποροýσε. Η φωνÞ του εßχε στεγνþσει στο λαιμü και τα χεiλια του μüνο αναδÝβανε αλαφρÜ με το ανÜδεμα των χειλιþν της κοιμισμÝνης. Λες πως τον εßχε πÜρει κι αυτüν Ýνας γλυκüς ýπνος και πως βλÝπανε κι οι δυο το ßδιο τ' üνειρο.
     Ο γεροπλÜτανος ο ζηλιÜρης Ýρριξ' Ýνα φýλλο ξερü πÜνω στο κοýτελο της κοιμισμÝνης και τη ξýπνησε. Μπρος στα μÜτια της εßδε Üξαφνα η κοπÝλλα το νÝο τον κυνηγü, που πÜντα τονε καρτεροýσε και πÜντα τον απüδιωχνε. Μια ντροπÞ χýθηκε κι Ýβαψε με κοκκινÜδι το πρüσωπü της. Γιατß οι κοπÝλλες Ýχουνε κρυφü και μυστικü τον ýπνο τους και τονε φυλÜνε απ' τα μÜτια των παλικαριþν. Ο κυνηγüς τη καλημÝρισε με πνιγμÝνη φωνÞ.
 -"Τß θÝλεις απü μÝνα, κυνηγÝ, με το τουφÝκι;" του εßπε δειλÜ. "Εδþ δεν εßναι πÝρδικες, δεν εßναι μÞτε κοτσýφια. Εδþ αηδονÜκια μüνο κελαúδοýνε στις φυλλωσιÝς. ΠÜρε το τουφÝκι σου, κυνηγÝ και τρÜβα στη δουλειÜ σου..."
 -"¼μορφη κοπÝλλα", της εßπε γλυκÜ ο κυνηγüς, "εγþ δεν κυνηγþ κοτσýφια μÞτε πÝρδικες. Κ εκεß που κελαúδοýνε τ' αηδüνια εßναι η λαχτÜρα μου".
 -"ΠÜρε το τουφÝκι σου, κυνηγÝ και τρÜβα στη δουλειÜ σου. Τα λÜφια κ' οι λαγοß δεν Ýρχονται να ξεδιψÜσουνε στη ρεματιÜ μεσημεριÜτικα. Εδþ μονÜχα το ασπρüμαλλο κοπÜδι μου σβýνει τη δßψα του. Κι αν θÝλης λαγοýς και λÜφια, πÜρε το τουφÝκι σου και τρÜβα στη δουλειÜ σου".
     Ο κυνηγüς ζýγιασε πιο σιμÜ της και της εßπε πÜλι:
 -"Εγþ κι αν εßμαι κυνηγüς δεν κυνηγþ λαγοýς και λÜφια. Κι εκεß που το ασπρüμαλλο κοπÜδι σβýνει τη δßψα του, θÝλω κι εγþ να ξεδιψÜσω. ¼μορφη πιστικιÜ, δος μου το αθÜνατο νερü απ' τα χειλÜκια σου".
     Η üμορφη βοσκüπουλα, που κÜθε μÝρα καρτεροýσε το νιο τον κυνηγü και κÜθε μÝρα τον απüδιωχνε με την κÜκια της αγÜπης, σηκþθηκε απÜνω μ' Ýναν üμορφο θυμü και ξανÜπε:
 -"Αλλοßμονο σε σÝνα, κυνηγÝ. Εγþ Ýχω αδÝρφια και ξαδÝρφια κι αν σε ιδοýν σιμÜ μου, το αßμα σου θα τρÝξη ποτÜμι στο πρÜσινο το χορταρÜκι. Αλλοßμονο σε σÝνα, κυνηγÝ και τρισαλλοßμονü σου".
     Ο νÝος ο κυνηγüς τη κýτταξε γλυκÜ.
 -"Κι αν Ýχης αδÝρφια και ξαδÝρφια, χαρÜ σ' εμÝνανε, να τρÝξη το αßμα μου ποτÜμι στη ποδιÜ σου..."
     Τüτε τα δυο τα χεßλια της βοσκοποýλας του εßπανε πÜλι με τρομÜρα:
 -"Φýγε, κυνηγÝ, απü σιμÜ μου..." και τα δυο της τα μÜτια του εßπανε με λαχτÜρα: "¸λα, κυνηγÝ, και πÝσε στην αγκαλιÜ μου".
     Ο νÝος ο κυνηγüς δεν Üκουσε τα δυο της τα χεßλια, μüνο Üκουσε τα δυο της τα ματÜκια κι Ýπεσε στην αγκαλιÜ της. Χßλια χρüνια βÜσταξε το αγκÜλιασμÜ τους και τα φιλιÜ τους Üλλα τüσα. Και σα σÞκωσε το κεφÜλι του ο κυνηγüς απ' τα γλυκÜ της στÞθια, Ýβγαλε απü μÝσα απ' την τσÜντα του μια τραχηλιÜ με μαργαριτÜρια και την πÝρασε στον Üσπρο της λαιμü. Η βοσκοποýλα ξαφνιÜστηκε. ΠοτÝ δεν εßχε ιδεß τüσο üμορφες χÜντρες. Ο νÝος ο κυνηγüς της εßπε τüτε:
 -"Μη το βγÜλης ποτÝ απ' το λαιμü σου. Αυτü εßναι το θυμητικü της αγÜπης μας".
     Η βοσκοποýλα γýρισε και κýτταξε τα üμορφα μαργαριτÜρια στο λαιμü της και δυο δÜκρυα στÜξανε απÜνω στα θαμπÜ πετρÜδια.
 -"ΠοτÝ μου δεν εßδα τüσες üμορφες χÜντρες", ξαναεßπε.
     Ο νÝος ο κυνηγüς φßλησε τον Üσπρο της λαιμü, με τα θαμπÜ μαργαριτÜρια. ¸να γλυκü αερÜκι σÜλεψε τα κλαδιÜ του γεροπλÜτανου και δυο αχτßδες χρυσÝς γλυστρÞσαν απ' τη φυλλωσιÜ του και πλÝξανε μια χρυσÞ κορþνα στο κεφÜλι της. Ο νÝος ο κυνηγüς τη κýτταξε γλυκÜ και εßπε μÝσα του: "Πüσο της μοιÜζει για βασßλισσα!"
     Στο μακρυνü βασßλειο της ΑνατολÞς, θυμωμÝνος ο ξÝνος βασιλιÜς για τη προσβολÞ που γßνηκε στη θυγατÝρα του, θυμÞθηκε τις παλιÝς του Ýχθρες κι Ýστειλε, με δυνατÝς αρμÜδες, μυριÜδες ασκÝρι να πολεμÞσουν τον εχθρü του. ¼λ' η χþρα σηκþθηκε στο ποδÜρι, να διαφεντÝψη την πατρßδα. Απü αμοýστακο παιδß ως ασπρομÜλλη γÝρο ζωστÞκανε üλοι τÜρματα και ξεκινÞσανε στα σýνορα. Το βασιλüπουλο, πρþτο και καλýτερο, ζþστηκε τα χρυσÜ του τÜρματα, Üφησε τους λüγγους και τις ρεματιÝς, σÝλωσε το Üσπρο τ’ Üλογü του και ξεκßνησε μπρος απ' τα παλικÜρια να σþση την üμορφη τη χþρα του, που κινδýνευε απü δικÞ του αιτßα. ΠÞρε την ευχÞ του γÝρου του πατÝρα του, πÞρε και την ευχÞ της γρηÜς βασßλισσας, Ýβαλε φτερÜ στα πüδια του και χÜθηκε σαν την αστραπÞ. Ο γÝρος ο βασιλιÜς, προβοδßζοντÜς τον, τον φßλησε στο κοýτελο και του εßπε:
 -"Ο Θεüς μαζß σου. Κι üταν γυρßσης üπως θÝλει ο Θεüς, με τα γÝρικα τα χÝρια μου θα βγÜλω τη κορþνα απ' το κεφÜλι μου να τη φορÝσω στο δικü σου. Γιατß Ýτσι μου τη φüρεσε και μÝνα ο πατÝρας μου".
     Δυο χρüνια πολεμοýσε το βασιλüπουλο και δυο χρüνια οι μαντατοφüροι του πολÝμου φÝρνανε τα μαντÜτα της παλικαριÜς του. Χßλιες φορÝς πÞρε φαλÜγγι τους οχτροýς του, ποτÜμια Ýχυσε το αßμα τους στη γη. Μα Þταν οι εχθροß ασκÝρι και δεν εßχανε σωμü. Μα και το βασιλüπουλο με τα παλικÜρια του αποσταμü δεν εßχε.
     Στον καιρü αυτü μεγÜλη ταραχÞ γßνηκε μες στο παλÜτι. Η γρηÜ η βασßλισσα, κυττÜζοντας μια μÝρα τους θησαυροýς της, Ýλαβε μεγÜλη τρομÜρα. Τα μαργαριτÜρια της, που Üλλα στον κüσμο δε βρισκüντανε, Þτανε χαμÝνα. ΜÜταια ψÜξανε üλο το παλÜτι. ΠουθενÜ δεν εβρεθÞκανε.
 -"Αλλοßμονο!" εßπε η βασßλισσα. "Με τοýτα τα μαργαριτÜρια κι αν οι οχτροß πατÞσουνε τη χþρα μας, πÜλε μποροýμε να τη ξαγορÜσουμε. Κι αν πÜρωμε εμεßς τον πüλεμο, με τÝτοιο πλοýτος τüσες κι Üλλες τüσες χþρες αγορÜζομε". Κι Ýκλαιγε μοναχÞ της και φοβüτανε να πη το χÜσιμü της. Σαν εßδε κι απüειδε ξεμολογÞθηκε μια μÝρα το χÜσιμü της στο βασιλιÜ.
 -"¼λα τα κακÜ μας Þρθαν μαζεμÝνα στο κεφÜλι μας!" εßπε ο γÝρος ο βασιλιÜς. "Και σα γυρßση με το καλü το βασιλüπουλο και σαν του βÜλω τη κορþνα με τα χÝρια μου, που θενÜ βρης το τÜξιμο που τοýταξες για τη καινοýργια τη βασßλισσα"; Και τον πÞρανε τα δÜκρυα.     ¸βγαλε προσταγÞ ο βασιλιÜς, ανθρþποι μπιστεμÝνοι ναπολυθοýνε σ' üλο το βασßλειο, να πÜρουνε βουνÜ και λüγγους, να βροýνε το χαμÝνο θησαυρü. ΚÜθε μÝρα, μαζß με τα μαντÜτα του πολÝμου, φτÜνανε στο παλÜτι τα μαντÜτα των γυρευτÜδων.
 -"Το βασιλüπουλο νικÜει. ΣτÜχτη και μποýρμπερη σκορπßζοντ' οι οχτροß μας", λÝγανε οι μαντατοφüροι του πολÝμου, χαροýμενοι και γελαστοß.
 -"Χþρες και χωριÜ γυρßσαμε. ΛιθÜρι απÜνω σε λιθÜρι δεν αφÞσαμε. Μα ο θησαυρüς, αλλοßμονο, δε φÜνηκε πουθενÜ", λÝγανε οι μαντατοφüροι των γυρευτÜδων, χλωμοß και λυπημÝνοι.
     ΜεγÜλη πßκρα Þτανε χυμÝνη στο παλÜτι. Κι η γρηÜ η βασßλισσα απ' το κακü της αρρþστησε και πÝθανε. Και κλεßνοντας τα μÜτια της, Ýλεγε με παρÜπονο:
 -"Αλλοßμονο, παιδß μου και σα γυρßσης απ' τον πüλεμο και σα σου βÜλη ο βασιλÝας τη κορþνα του, ποý θÜβρω εγþ το ταξιμο που σοýταξα να σου το δþσω; Καλλßτερα να κλεßσω τα μÜπα μου να μη ιδοýνε τη ντροπÞ μου".
     Κι Ýκλεισε τα μÜτια της η βασßλισσα και πÝθανε. Ο γÝρος ο βασιλιÜς Ýπεσε σε μεγÜλη θλßψη. ¸να πρωß εκεß που ο βασιλιÜς μονÜχος του Ýκλαιγε της βασßλισσας το χαμü με τη λαχτÜρα του παιδιοý του, Ýνας μαντατοφüρος χýθηκε σαν αστραπÞ μες στο παλÜτι.
-"ΑφÝντη βασιλιÜ μου", εßπε, "να! το χÜσιμο!" Κι Ýβγαλε απ' τον κüρφο του τη τραχηλιÜ με τα μαργαριτÜρια και την απßθωσε στα γüνατα του βασιλιÜ. Κι ýστερα Ýπεσε σαν πεθαμÝνος απ' τη κοýραση πÜνω σ' Ýνα θρονß. Το γÝρο το βασιλιÜ τονε πÞρανε τα κλÜματα. Απ' τη χαρÜ του για το βρÝσιμο κι απ' τη λýπη του, που χÜθηκε η βασßλισσα και πÞρε τον καûμü μαζß της. Σα συνÝφερε λιγÜκι φþναξε σιμÜ του το μαντατοφüρο και του εßπε:

 -"Γεια σου, Üξιο παλικÜρι. Κι ü,τι μου ζητÞσης εσý και τ’ Üλλα παλικÜρια, δικü σας να εßναι..."
     Ο μαντατοφüρος πÞρε δυο ανÜσες κι Üρχισε να ιστορÞ στο βασιλιÜ το πως βρεθÞκανε τα μαργαριτÜρια της βασßλισσας. ΜÝσα σ' Ýνα βαθý ρουμÜνι, εκεß που γυρßζανε απελπισμÝνοι, οι ανθρþποι του βασιλιÜ, εßδανε μια πιστικιÜ ποy ‘βοσκε τα πρüβατÜ της. Εßχανε χαμÝνο το δρüμο τους και γυρßζανε νηστικοß και διψασμÝνοι μες στα πυκνÜ τα δÝντρα. Σαν εßδανε τη πιστικιÜ ζυγþσανε να τη ρωτÞσουν ποý βγαßνει ο δρüμος. ΑστροπελÝκι Ýπεσε μπρος τους. Θαμπþσανε τα μÜτια τους. Στο λαιμü της πιστικιÜς εßδανε τα μαργαριτÜρια της βασßλισσας. Η κλÝφτρα δεν Þθελε να μαρτυρÞση. ¸λεγε πως τα βρÞκε μÝσα σε μια ρεματιÜ, στη ρßζα ενüς πλÜτανου. Και σαν της πÞρανε το θησαυρü Üρχισε τα κλÜματα και τα παρακαλετÜ. Τα παλικÜρια τüτε τη δÝσανε πισθÜγκωνα μ' Ýνα λιτÜρι και τη φÝρανε δÝρνοντας στη χþρα. Της μÜτωσαν τα κρÝατÜ της στο δρüμο, μα η κλÝφτρα δε θÝλει να μαρτυρÞση.
 -"¢τιμη γÝννα του ΣατανÜ", εßπε θυμωμÝνος ο βασιλιÜς. "Τα μαργαριτÜρια της βασßλισσας ποτÝ δε βγÞκαν üξω απ' το παλÜτι. ΖητιÜνα θα χþθηκε η κλÝφτρα στο παλÜτι, μÜγισσα θα μπÞκε στο αρχοντικü μου και μοýκλεψε το θησαυρü μου".
     Ο γÝρος ο βασιλιÜς συνÝφερε λßγο απ' το κακü του. ¸κρυψε βαθιÜ το θησαυρü του και περßμενε μÝρα με τη μÝρα τον υγυιü του. Και κÜθε μÝρα ρωτοýσε για τη πιστικιÜ, μÞπως και μαρτýρησε το κλÝψιμü της. Μα βÝργες σιδερÝνιες της ματþνανε τα κρÝατα, ξýδι κι αψιθιÜ την εποτßζανε, μα το στüμα της -λÝγαν οι μαντατοφüροι- μιλιÜ δεν Ýβγαλε ακüμα.
     ¸να πρωß, χαρÜ θεοý, βοýκινα και τοýμπανα τραντÜξανε τον αÝρα. Το βασιλüπουλο γýριζε απ' τον πüλεμο. ΣτÜχτη και μποýρμπερη σκορπßστηκαν οι εχθροß του. Και γýριζε τþρα νικητÞς στη χþρα τη δικÞ του. Τα βοýκινα και τα τοýμπανα üλο ζυγþνανε στη χþρα κι Ýτρεμε ο αÝρας απü τη χαροýμενη βοÞ τους.
     Ο γÝρος ο βασιλιÜς καβÜλλησε το πιο üμορφο Üλογü του, πÞρε και την κορþνα τη χρυσÞ στα χÝρια του και ξεκßνησε απ' το παλÜτι. ΜπροστÜ αυτüς και πßσω πεζοß και καβαλλÜρηδες, τρÜβηξε μακρυÜ κατÜ το κÜστρο, στη μεγÜλη τη σιδερüπορτα για να δεχθÞ το βασιλüπουλο. ¸ξω απ' το κÜστρο αγκαλιαστÞκανε ο βασιλιÜς με το παιδß του. Και σαν εφιληθÞκανε γλυκÜ, του ‘βαλε τη κορþνα στο κεφÜλι του, καινοýργιος βασιλιÜς, να περÜση τη σιδερüπορτα να μπη στη πολιτεßα. Μισοοýρανα σηκþθηκε η χαροýμενη χλαλοÞ των πιστþν του. Τοýμπανα και βοýκινα χαιρετÞσανε τον καινοýργιο βασιλιÜ. Και τþρα μπρος αυτüς και πßσω ο γÝρος ο πατÝρας του με τα δÜκρυα στα μÜτια, μπÞκανε στη μεγÜλη πολιτεßα.
     ΧιλιÜδες απü πßσω τους ακολουθοýσανε. ΓÝροι εκατüχρονοι κι αδýνατες γυναßκες, με βυζανιÜρικα παιδιÜ στην αγκαλιÜ τους, ü,τι εßχε μεßνει μες στη χþρα απ' τον πüλεμο, ακολουθοýσαν απü πßσω, με τα δÜκρυα στα μÜτια, σα λιτανεßα πßσω απü θαυματουργÞν εικüνα. Κι ατÝλειωτη σειρÜ κατüπι τ’ ασκÝρια των πολεμιστÜδων, πεζοß και καβαλλÜρηδες αμÝτρητοι. Ο νÝος ο βασιλιÜς Ýμπαινε καβαλλÜρης στη χþρα τη δικÞ του.
     Σα φτÜσανε στο παλÜτι, ο νÝος ο βασιλιÜς ανιστüρησε στο γÝρο τον πατÝρα του τα βÜσανα του πολÝμου. Κι ο γÝρος, που τ’ Üκουγε δακρýζοντας, ανιστüρησε κι αυτüς τα βÜσανα της χþρας, τις συφορÝς της μοßρας, το χαμü τον Üδικο της βασßλισσας και τις λαχτÜρες τις δικÝς του.
 -"¸νας πüλεμος κι η ζωÞ στον κÜμπο και στο σπßτι. Κι Üλλος γυρßζει νικητÞς κι Üλλος νικημÝνος".
     ¾στερα, με τον καιρü, ανιστüρησε ο γÝρος στον καινοýργιο βασιλιÜ, το χÜσιμο του θησαυροý του, τη λýπη της μητÝρας του, τα βÜσανÜ τους, τα καρδιοχτýπια τους, για το τÜξιμο, που του ‘χε τÜξει απ' τη κοýνια του, για να στολßση το λαιμü της νÝας βασßλισσας. Ο νÝος ο βασιλιÜς σαν Üκουσε τα λüγια αυτÜ Ýγινε χλωμüς σα θειαφοκÝρι.
 -"Μη χολοσκÜς, παιδß μου", εßπε ο γÝρος σýνωρα. "¸δωκε ο θεüς και βρÝθηκε το χÜσιμο..." Ο νÝος ο βασιλιÜς Ýγινε ακüμα πιο χλωμüς και τα γüνατÜ του λυγßσανε να πÝση χÜμω. "ΒρÝθηκε το χÜσιμο. Κι η κλÝφτρα η μÜγισσα, του ΣατανÜ η γÝννα, ρÝβει τþρα μες τα σßδερα".
     Κρýος ιδρþτας Ýλουσε το νÝο το βασιλιÜ κι Ýνα σκοτÜδι απλþθηκε στα μÜτια του. ¸κανε κουρÜγιο κι εßπε στον πατÝρα του:
 -"ΠατÝρα μου και βασιλιÜ μου. Σýνωρα τþρα θÝλω να ιδþ τη κλÝφτρα του θησαυροý μας. Κι ευθýς προστÜζω ν’ ανοιχθοýν οι σιδερüπορτες της φυλακÞς, να πÜω ατüς μου μÝσα". ¸βαλε μια φωνÞ κι Þρθανε μÝσα οι πιστοß του βασιλιÜ, αμÝσως δßνει προσταγÞ να τον ακολουθÞσουνε, της φυλακÞς τις πüρτες να του ανοßξουνε. Τüτε ο πρþτος απ' τους πιστοýς φýλακες στÜθηκε κι εßπε:
 -"¢κουσε, αφÝντη βασιλιÜ. Του θησαυροý σου η κλÝφτρα μÞνες Ýρρεψε στη φυλακÞ. Και σÞμερα σαν επερνοýσε η συνοδεßα σου απ' το κÜστρο, η κλÝφτρα η μÜγισσα σκαρφÜλωσε στα σßδερα της φυλακÞς, να ιδÞ τον βασιλÝα που περνοýσε. Το κρßμα της την Ýπνιξε στο λαιμü. Και σα σ' αγνÜντεψε στο Üλογü σου πÜνω, ποιος ξÝρει τι της Þρθε. ¸βαλε στριγγÞ φωνÞ και κÜτω απü τα σßδερα σωριÜστηκε στο χþμα".
     Ο νÝος ο βασιλιÜς τινÜχθηκε σα λαβωμÝνο ζαρκÜδι.
 -"Σýνωρα, εßπε, θÝλω να την ιδþ!" Κι Üρπαξε το μαργαριταρÝνιο θησαυρü απ' τη χρυσÞ τη θÞκη κι αστραπÞ χýθηκε και βγÞκε απ' το παλÜτι. Οι πιστοß τον ακολουθÞσανε. Μες στο σκοτÜδι της φυλακÞς, απÜνω στο μουσκεμÝνο χþμα, Þτανε ξαπλωμÝνη, χλωμÞ σα θειαφοκÝρι, η βοσκοποýλα. Ο ΧÜρος, κλεßνοντÜς της τα μÜτια, της εßχε ξαναδþσει την ομορφιÜ της και το πρüσωπü της Ýλαμπε σαν Þλιος μες στα σκοτÜδια της φυλακÞς. Οι στρατοκüποι του βασιλιÜ, ορθοß απü πÜνω της, στεκüντανε σα θαμπωμÝνοι.
     ¢ξαφνα μπÞκε μÝσα ο νÝος ο βασιλιÜς. ¸νας σεισμüς ετÜραξε τα φυλλοκÜρδια του. ¸πεσε πÜνω στο Üψυχο κορμß και τα μÜτια του γενÞκανε βρýσες και δεν εστεßρευαν. Οι πιστοß του βασιλιÜ σταθÞκανε ολüγυρα σαν πετρωμÝνοι. Τüτε ο νÝος ο βασtλιÜς ανασηκþθηκε με κüπο. Εßχαν ασπρßσει τα μαλλιÜ του και το πρüσωπü του φαινüτανε πιο γÝρικο απ' του γÝρου του πατÝρα του. ΣτÜθηκε μια στιγμÞ σαν αλαφιασμÝνος, με τα μÜτια του ορθÜνοιχτα, μαýρα σαν την πßσσα. ¸βαλε το χÝρι του στον κüρφο, Ýβγαλε τη τραχηλιÜ με τα μαργαριτÜρια και την πÝρασε στο λαιμü της πεθαμÝνης. Το χλωμü της το πρüσωπο Üστραψε πÜλι σαν τον Þλιο. ¸βαλε τüτε μια φωνÞ ο βασtλιÜς, Ýβαλε μια φωνÞ που Þτανε σαν κλÜμα:
 -"Πιστοß του βασtλιÜ! ΠροσκυνÞστε τη βασßλισσÜ σας..."Κι οι πιστοß σκýψανε ολüγυρα τα κεφÜλια τους. Τüτε μια χαρÜ χýθηκε ξαφνικÜ στην üψη του νÝου βασιλιÜ. ¸βαλε πÜλι το χÝρι του στον κüρφο κι Ýβγαλε κρυφÜ Ýνα χρυσü μαχαßρι. Πριν να προφτÜσουν να τον ιδοýνε τα θαμπωμÝνα μÜτια των πιστþν του, το ‘μπηξε βαθιÜ στα πονεμÝνα στÞθια του. ¸βαλε βαθýν αναστεναγμü και σωριÜστηκε πÜνω στην αγÜπη του. ΠετρωμÝνοι στÜθηκαν γýρω οι πιστοß του. Κι ο νÝος ο βασιλιÜς αγκαλιÜζοντας σφικτÜ τη καλÞ του, εßπε με σβυσμÝνη φωνÞ:
 -"Πιστοß του βασtλιÜ! ΑπÜνω στο πιο ψηλü βουνü, μες στα δασÜ, τα ορμÜνια, σκÜψτε βαθιÜ Ýνα λÜκκο. ΣκÜψτε βαθιÜ Ýνα λÜκκο και θÜψτε μαζß το βασιλιÜ με τη βασßλισσα".
     Κι Ýκλεισε τα μÜτια του και κανÝνας πια δε χþρισε το βασιλÝα απ' τη βασßλισσα...
...............
     ΑυτÞ εßναι η θλιβερÞ η ιστορßα της βοσκοποýλας με τα μαργαριτÜρια, που μοιÜζει σαν παραμýθι και παραμýθι δεν εßναι. ΞαπλωμÝνος στον Þσκιο μιας καρυδιÜς, μες στην Üψη του ΘεριστÞ, την Üκουσα βαθιÜ στο κατÜχνιασμÜ μου. Η φωνÞ που μου την ανιστüρησε Þτανε γλυκεßα, μακρυνÞ και σβυσμÝνη. ¸τσι Ýχουνε να ποýνε πως οι παλιοß ανθρþποι, που χρüνια τþρα τους Ýχει φÜει το χþμα, και που μια φορÜ κι Ýνα καιρü περÜσανε στον απÜνω κüσμο μεγÜλα βÜσανα και πÜθη, σε αγÜπες, σ' Ýχθρητες και σε πολÝμους, θÝλοντας να μη ξεχασθοýν τα βÜσανÜ τους, ξαναγυρßζουνε στον κüσμο κι ανιστοροýνε τη ζωÞ τους στους αλαφροÀσκιωτους ανθρþπους. Η φωνÞ που μου ανιστüρησε κι εμÝνα, στον Þσκιο της καρυδιÜς, μες στην Üψη του ΘεριστÞ, την ιστορßα της Βοσκοποýλας με τα ΜαργαριτÜρια, Þτανε γλυκειÜ, μακρυνÞ και σβυσμÝνη.

---===___===---

                    Τὸ Προσφυγüπουλο Τοῦ Οὐρανοῦ

     Εἰς τὸν προσφυγικὸν καταυλισμὸν τῆς Λαχαναγορᾶς Πειραιῶς ἐνεφανßσθη μßαν τῶν ἡμερῶν ἕνας ἀνÝλπιστος, πληγωμÝνος πρüσφυξ. Δὲν ἦτο οὔτε ΜικρασιÜτης, οὔτε ΘρÜξ. Δὲν τὸν εἶχαν κυνηγÞσει αἱ ὀρδαὶ τοῦ ΚεμÜλ. Δὲν τοῦ εἶχαν σπÜσει τὸ πüδι του οἱ Τοῦρκοι ΤσÝτηδες. Ἦτον ἁπλοýστατα ἕνας ἀθῷος σπουργßτης. Καὶ καθὼς ἐπετοῦσε στὸν οὐρανüν, τὸν ὁποῖον δὲν διεκδικοῦν, ὡς γνωστὸν οὔτε οἱ Ἕλληνες, οὔτε οἱ Τοῦρκοι, τὸ λÜστιχο ἑνὸς μικροῦ ἐντοπßου ΤσÝτη τὸν ἐτüξευσεν εἰς τὰ ὕψη καὶ δὲν εἶχε τὴν εὐσπλαγχνßα νὰ τοῦ δþσῃ τουλÜχιστον τὸν θÜνατον. Τοῦ ἐτσÜκισε τὸ ποδαρÜκι του. Καὶ ὁ πληγωμÝνος σπουργßτης, λιγοθυμισμÝνος ἀπὸ τὸν τρομερὸν πüνον ἔπεσεν ὡς νεκρὸν σῶμα, εἰς τὸ χῶμα. Ὁ μικρὸς ΤσÝτης ἔσπευσε νὰ τὸν αἰχμαλωτßσῃ, καὶ νεκρὸν ἀκüμη. Ἀλλὰ τὴν τελευταßαν στιγμÞν, ὁ πτερωτὸς τραυματßας εὑρῆκε τὴν δýναμιν τῶν φτερῶν του. Καὶ ἐσþθη πÜλιν, εἰς τὰ ὕψη ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔπεσε.
     Tα φτερὰ του ὅμως ἀπÝκαμαν εἰς τὴν οὐρανßαν περιπλÜνησιν. Ἐδοκßμασε ν᾿ ἀκουμπÞσῃ σ᾿ ἕνα κλαδὶ δÝνδρου νὰ ξεκουρασθῆ. Ἀλλὰ πῶς; Μüλις ἐπροσπÜθησε νὰ στηριχθῇ στὸ ποδαρÜκι του, τρομεροὶ πüνοι τὸν ἔκαμαν νὰ παραιτηθῇ ἀπὸ κÜθε ἰδÝαν ἀναπαýσεως. Καὶ μὲ τὰς τελευταßας δυνÜμεις, ποὺ ἀπÝμεναν στὶς μουδιασμÝνες φτεροῦγες του, ἐδοκßμασε πÜλιν νὰ πετÜξῃ. Ἔκαμε δυὸ-τρεῖς γýρους εἰς τὸν ἀÝρα, ἀλλὰ οἱ φτεροῦγες του δὲν τὸν ἐκρατοῦσαν πλÝον. Ἔνοιωθε τþρα ὅτι ὕστερα ἀπὸ λßγα λεπτÜ, λßγα δευτερüλεπτα, θὰ εὑρßσκετο κÜτω στὸ χῶμα, ἀνßκανος πλÝον νὰ σωθῇ ἀπὸ τοὺς ἀγρßους ΤσÝτες τῆς γειτονιᾶς. Εἰς ὁμοßαν περßστασιν, ὁ ἀεροπüρος, τοῦ ὁποßου ἐσταμÜτησεν ἔξαφνα ὁ μοτÝρ, κατοπτεýει βιαστικὰ τὸ ἔδαφος καὶ ζητεῖ τὸ κατÜλληλον ἔδαφος, διὰ νὰ προσγειωθῆ, ὅσον ἀσφαλÝστερα μπορεῖ.
     ¸τσι ἔκαμε καὶ ὁ μικρὸς πτερωτὸς ἀεροπüρος. Ὁ μοτÝρ του δὲν ἐδοýλευε πιÜ. Κατþπτευσε τὸ ἔδαφος. Παντοῦ δρüμοι, μὲ τρομερὰ παιδιÜ, ποὺ ἐπερßμεναν μὲ τὰ λÜστιχα τεντωμÝνα. Παντοῦ ἐχθρικοὶ αὐλüγυροι. Παντοῦ ἄξενα κεραμßδια, ὅπου ἕνας τραυματßας σπουργßτης, ἀνßκανος ν᾿ ἀναζητÞσῃ ἀλλοῦ τὴν τροφÞν του, θὰ ἐκινδýνευε ἀσφαλῶς νὰ πεθÜνῃ ἀπὸ ἀσιτßαν. Ἔξαφνα, πρὸς ἕνα σημεῖον τοῦ ἐδÜφους διÝκρινε μßαν αὐλÞν, ὅπου γυναικοῦλες καὶ μικρὰ παιδÜκια, ἐκινοῦντο, μὲ ἕνα ὕφος μεγÜλης δυστυχßας. Καὶ ἐπειδὴ ἡ δυστυχßα ἐννοεῖ τὴν δυστυχßαν, ὁ πληγωμÝνος σπουργßτης δὲν ἄργησε νὰ καταλÜβη ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἦσαν ἀδελφοß του καὶ ὅτι ἡ αὐλὴ αὐτὴ δὲν ἦταν ὅπως οἱ ἄλλες αὐλὲς τῶν κακῶν ἀνθρþπων.
 -"Μαζὶ μὲ τοὺς δυστυχισμÝνους κι ἐγþ!" ἐσκÝφθη ὁ μικρὸς σπουργßτης. Kαι, μ᾿ ἕνα τÝλειον βὸλ-πλανÝ, τὸ ὁποῖον οἱ ἄνθρωποι ἐδιδÜχθησαν, ὡς γνωστüν, ἀπὸ τὰ πουλιÜ, εὑρÝθη μÝσα εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ προσφυγικοῦ καταυλισμοῦ, κατÜκοιτος στὸ χῶμα, ἀνßκανος νὰ κινηθῇ, ἕτοιμος ν᾿ ἀποθÜνῃ. Ἀλλὰ δὲν ἄργησε νὰ βεβαιωθῇ ὅτι εὑρßσκεται μεταξὺ πονετικῶν ψυχῶν. Μßα ἀτμοσφαßρα συμπαθεßας καὶ ἀγÜπης ἐσχηματßσθη γýρω ἀπὸ τὴν δυστυχßαν του. Οἱ ἄλλοι δυστυχισμÝνοι ἐννοοῦσαν τὸν πüνον του. Τὰ παιδÜκια δὲν ἦσαν ἐκεῖ σκληρὰ καὶ ἄσπλαγχνα, ὅπως τὰ ἄλλα παιδιÜ. Οἱ μεγÜλοι δὲν ἦσαν κακοὶ καὶ ἀδιÜφοροι. Ἀγαθὰ χÝρια τὸν ἐσÞκωσαν καὶ τὸν ἐχουχοýλισαν. Καß, διὰ νὰ συμπληρωθῇ ἡ εὐτυχßα του, μßα ἀκüμη πονετικὴ ψυχὴ ἔσκυψε ἀπὸ πÜνω του, ὡς Θεßα Πρüνοια. Ἦταν ἡ ἀγαθὴ Πρüνοια καὶ τῶν ἄλλων δυστυχισμÝνων, ἡ δεσποινßς, ἡ διακονοῦσα τὴν Φιλανθρωπßαν εἰς τὸν προσφυγικὸν καταυλισμüν.
 -"Τὸ καημÝνο τὸ πουλÜκι!" εἶπεν ἡ δεσποινßς. "Ἔχει σπασμÝνο τὸ ποδαρÜκι του. ΠρÝπει νὰ τὸ κρατÞσουμε κι αὐτὸ δῶ, νὰ τὸ γιατρÝψουμε, ὡς ποὺ νὰ μπορÝση νὰ ξαναπετÜξῃ".
     Ὁ μικρὸς σπουργßτης, μολονüτι δὲν ἐγνþριζε τὴν γλῶσσαν τῶν ἀνθρþπων, ἐκατÜλαβε πολὺ καλὰ τß ἔλεγεν ἡ δεσποινßς, διüτι ἡ γλῶσσα τῆς ἀγÜπης εἶναι μßα γιὰ ὅλα τὰ πλÜσματα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἔσπευσε νὰ εὐχαριστÞσῃ τὴν δεσποινßδα μ᾿ ἕνα γλυκýτατον τσßου-τσßου.
 -"Εὐχαριστῶ, καλÞ μου κοπÝλα, εὐχαριστῶ πολý. Ὅταν γßνω καλÜ, θαρθῶ νὰ σοῦ πῶ ἕνα ὡραῖο τραγουδÜκι στὸ παρÜθυρü σου. Δὲν τραγουδῶ σὰν τὸ ἀηδüνι. Ἀλλὰ τὰ γλυκýτερα τραγοýδια δὲν εἶναι τὰ τεχνικþτερα. Εὐχαριστῶ, καλÞ μου κοπÝλα, εὐχαριστῶ. Τσßου-τσßου!"
     Δýο τρυφερὰ χερÜκια ἐπῆραν τὸν μικρὸν πτερωτὸν πρüσφυγα, τοῦ ἔδεσαν τὸ ποδαρÜκι του, τὸν ἐτÜισαν, τὸν ἐπüτισαν καὶ ὕστερα τὸν ἐτοποθÝτησαν σὲ μιὰ ζεστὴ καὶ μαλακὴ φωλßτσα. Ἦτο καὶ αὐτὸς ἕνα προσφυγüπουλο τοῦ οὐρανοῦ, ὅπου ἡ κακßα τῶν ἀνθρþπων φθÜνει κÜποτε ἀγρßα καὶ τρομερÜ, ὡς νὰ μὴν τῆς ἔφθανε γιὰ νὰ χορτÜση αὐτὴ ἡ μεγÜλη καὶ ἀπÝραντη Γῆ.

---===___===---

           Η Βιβλιοφιλßα Των ΕλλÞνων Þ Πüνος ΨυχÞς

     Δýο μεγÜλους φßλους Ýχουν τα βιβλßα εις τον κüσμον αυτüν: τους ποντικοýς και τους ¸λληνας. ΚÜθε Üνθρωπος, που Ýχει εις το σπßτι του το περιττüν Ýπιπλον, το ονομαζüμενον βιβλιοθÞκη, εßναι εις θÝσιν να το γνωρßζει.
     Εγþ, λüγου χÜριν, εÜν εßχα κÜποτε μερικÜ βιβλßα και εÜν δεν Ýχω σÞμερον, το οφεßλω εις τους δýο αυτοýς παρÜγοντας. Τα μισÜ μου τα Ýφαγαν οι ποντικοß, χωρßς να γßνουν σοφüτεροι απü ü,τι Þσαν. Τα Üλλα μισÜ μου τα Ýφαγαν οι φιλαναγνþσται φßλοι.
 -"Μου δανεßζεις, καημÝνε, κανÝνα βιβλßο, να περνÜω την þρα μου";
 -"Πολý ευχαρßστως, φßλε μου. Τß εßδος βιβλßου θÝλεις";
 -"¼,τι και να εßναι! Μου εßναι αδιÜφορον".
     Ο ¸λλην φιλαναγνþστης δεν Ýχει προτιμÞσεις. Τον ενδιαφÝρουν εξ ßσου üλα τα βιβλßα. Πως ημπορεß λοιπüν να του αρνηθεß κανεßς τον πνευματικüν Üρτον; Δεν το αρνÞθηκα ποτÝ μου εις κανÝνα. Βαθμηδüν τα ερμÜρια της βιβλιοθÞκης μου Þρχισαν να χÜσκουν ως γεροντικÞ οδοντοστοιχßα.
 -"ΑυτÜ τα βιβλßα που εδανεßσατε, κýριε, δεν θα ξαναγυρßσουν καμιÜ φορÜ;" μου εßπε κÜποτε η υπηρÝτριÜ μου, η επιφορτισμÝνη με το ξεσκüνισμα της βιβλιοθÞκης, και η οποßα απεστρÝφετο τα κενÜ, üπως η φýσις.
 -"Θα ξαναγυρßσουν κÜποτε, παιδß μου", της εßπα, "αλλÜ ταξßδι εßναι αυτü, βλÝπεις. Ποιüς ξÝρει τις τους συνÝβη στο δρüμο; ΥπÜρχουν, üπως γνωρßζεις και ναυÜγια".
     Ωμιλοýσα εκ ναυτικÞς πεßρας. ΠρÜγματι, πολλÜ απü τα πτωχÜ μου βιβλßα δεν εγýρισαν ποτÝ.. Κýριος οßδεν εις ποιους ωκεανοýς Ýχουν ναυαγÞσει. Τα επερßμενα, üπως περιμÝνει κανεßς τους ξενιτευμÝνους του, τρÝμων να βÜλει το κακüν εις τον νουν του. Κι εξακολουθþ να ζω με την τραγικÞν αυτÞν προσδοκßαν. Ποιος ξÝρει! Και ο Ροβινσþν εßχε χαθεß χρüνια και χρüνια. Οι δικοß του τον εθεωροýσαν χαμÝνον. ¸ξαφνα Ýνα ευσπλαχνικüν κýμα τον Ýφερε εις την πÜτριον γην. ΑλλÜ μÞπως ο Οδυσσεýς; Πüσους ενιαυτοýς τον επερßμενεν η Πηνελüπη; Εξαναγýρισε και αυτüς εις την ΙθÜκην. Διατß να μην ελπßζω και εγþ üτι η ΙθÜκη της βιβλιοθÞκης μου θα ξαναδεχθεß κÜποτε τους Οδυσσεßς της;
     Εν τω μεταξý μερικοß απü τους ξενιτευμÝνους μου φθÜνουν Ýξαφνα εκεß που δεν τους περιμÝνω. Κι üλοι Ýχουν την θλιβερÜν üψιν των ναυαγþν. ¼λοι διηγοýνται απü μßαν τραγωδßαν. ΚουρελιασμÝνοι, βρþμικοι, ακρωτιαρισμÝνοι, αγνþριστοι. Απü τον Ýνα λεßπει το εξþφυλλον. Απü τον Üλλον τα μισÜ φýλλα. ¢λλος εßναι γεμÜτος λαδιÝς, ως πετσÝτα λαúκοý οινομαγειρεßου. Και Üλλος μαρτυρεß με τις καπνιÝς και την στεατßνην, που εικονογραφοýν τας σελßδας του, üτι κατÜ το διÜστημα της αποσßας του, κατεγßνετο να σβÞνει κÜθε βρÜδυ το σπερματσÝτο του φιλομαθοýς φßλου, εις την υπηρεσßαν του οποßου εßχεν αποσπασθεß. Ο τελευταßος, üταν μου επÝστρεψε το ταλαßπωρον βιβλßον, εθεþρησεν υποχρÝωσßν του να μου δικαιολογÞσει το ασýνηθες γεγονüς:
 -"Σου Ýφερα, μου εßπε, εκεßνο το βιβλßο. Δεν μου χρησιμεýει πλÝον. ¸βαλα, ξÝρεις ηλεκτρικü στο σπßτι μου και δεν μεταχειρßζομαι τþρα σπερματσÝτο".
     Εννοεßται üτι κατüπιν των αλλεπαλλÞλων αυτþν συγκινÞσεων, που μου δημιοýργησε η βιβλιοθÞκη μου, Ýπαυσα προ πολλοý ν´αγορἀζω βιβλßα. ΥπÜρχουν τüσοι βιβλιüφιλοι εις την ΕλλÜδα, þστε να μη χρειÜζωμαι κι εγþ. ΕξÝκαμα λοιπüν και τα τελευταßα μου βιβλßα κι απÝστειλα το σχετικüν Ýπιπλον εις την κουζßναν, δια να χρησιμεýσει ως πιατοθÞκη.
     Το συμπÝρασμα εßναι üτι üποιος αγαπÜ τα ζþα και τα βιβλßα εις την ΕλλÜδα, δεν πρÝπει να Ýχει οýτε ζþα οýτε βιβλßα. Αποτελοýν Ýνα διαρκÞ πüνον ψυχÞς.

---===___===---

 * Η μεγαλυτÝρα σοφßα εßναι το να κατορθþσει κανεßς να διορθþνει την μοßραν του.
 * Ο μπακÜλης, üταν θÝλει να μÜθει το παιδß του γρÜμματα, τ' üνειρü του εßναι να το ακοýει μιαν ημÝρα και να μην το καταλαβαßνει.
 * Οι καλλιτÝχναι δεν εξυπνοýν ποτÝ. Ζουν πÜντα μÝσα εις το üνειρον.

---===___===---


                                    Περß Κþμων

     Ὀλßγον ἐνδιαφερüμεθα περὶ τῆς ἱστορßας τῶν κþμων ἀρκεῖ ὅτι αὐτὴ ἡ λÝξις, ἀπαλλÜσσουσα ἡμᾶς τῆς κατὰ τὸ σýνηθες ἐξελληνßσεως τῆς serrenade εἰς σερενÜδαν, μᾶς διαβεβαιοῖ ἐξ ἄλλου ὅτι καὶ οἱ πολυθρýλλητοι πρüγονοß μας ἑξελαρυγγßζοντο ἐπßσης ὑπὸ τὰ παρÜθυρα προσφιλῶν ὑπÜρξεων, ἀναμÝνοντες, οὐχὶ βεβαßως το δειλὸν ἄνοιγμα τοῦ παραθýρου ἢ τὴν καταδÜμασιν τῆς σκληρüτητος Εὔας τινὸς, ἀλλ' ἁπλοýστατα τὸ ἄνοιγμα τῆς θýρας καὶ τὴν δεξßωσιν αὐτῶν παρ' ἁβροσÜρκου ΛαÀδος. Ἇ! ἦσαν πρακτικοὶ ἄνθρωποι οἱ μακαρῖται ἐκεῖνοι. ΚεκορεσμÝνοι ἀπὸ δαψιλοῦς συμποσßου καὶ πλÞρη καπνῶν ἔχοντες τὴν κεφαλὴν ἀπὸ τοῦ ἀθανÜτου ὁποῦ τῆς σταφυλῆς, ἐξεδßδοντο καθ' ὁμÜδας εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ διÝτρεχον τὰς συνοικßας καὶ ἔμελπον ὑπὸ τὰ παρÜθυρα τῶν φιλτÜτων. Καὶ δὲν ἀναφÝρουσι μὲν τὰ σεμνὰ ἱστορÞματα τὸν σκανδαλισμὸν τῶν ζηλοτýπων συζýγων, τὴν ἐπανÜστασιν τῶν δεσποινῶν καὶ τῶν παιδισκῶν, οὐδὲ τοὺς ἀμφιβüλους κατακλυσμοὺς ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τῶν κανταδüρων, οὐδὲ τὴν γκρßνια τῶν ἐχüντων ἀνÜγκην ὕπνου καὶ ἀναπαýσεως, ἀλλ' οὐδεὶς ἀπαγορεýει ἡμῖν νὰ φαντασθῶμεν πÜντα ταῦτα ἐν τοῖς κωμικωτÝροις ἐπεισοδßοις. Δὲν βλÝπομεν ἐν τοýτοις τὴν ἀνÜγκην νὰ παρακολουθÞσωμεν τὴν ἱστορßαν τῶν κþμων, οὐδὲ νοοῦμεν τß διαφÝρει τὸν ἀνεκτικὸν ἀναγνþστην ἡ ἱστορßα τῶν ἀρχαßων κωμαστῶν ἢ τῶν ἀθανÜτων τροβαδοýρων, τῶν περιφÞμων αἴφνης Vidal, τῶν Bertrand de Borne, τῶν Daniel καὶ τüσων ἄλλων ἀφεντανθρþπων, οἵτινες κατþρθωσαν ν' ἀπαθανατßσωσι τα ὀνüματÜ των, διατρÝχοντες, τὴν Φλωρεντßαν, τὴν Τουλοýζην, το Αἴξ, τὴν Προβηγγßαν καὶ ἀπὸ πýργου εἰς πýργον ψÜλλοντες τὸν ἔρωτα καὶ τὸν ἱπποτισμüν. Δὲν ἀγαπῶμεν, μὰ τὸν κ. Παππαρηγüπουλον, τὰς ἀνασκαφὰς τῆς ἱστορßας· ἄλλως τß μÝλλει ἡμῖν περὶ τῶν παρελθüντων; Δýναται ἡ Σαπφὼ νὰ ψÜλλῃ ὅσῳ θÝλει:

ΔÝδυκε μὲν ἁ ΣελÜνα
Καὶ ΠλειÜδες μÝσαι δὲ
Νýκτες..

καὶ δýναται νὰ συνθÝτῃ ὅσας δÞποτε serrenades ὁ Βετχüβεν, ἢ ὁ Μüζαρ ἐν τῷ Δὸν ΖουÜν του, ἀλλ' ἕχομεν καὶ ἡμεῖς σÞμερον καὶ ἀντηχεῖ ἀνὰ τὰς ὀδοὺς τοῦ ἄστεως τü:

Σὰν δὲν ἤξευρες νὰ βρÜσῃς μακαρüνια
Χüπλα! χüπλα!!
Τß τὸν ἤθελες τὸν ἄνδρα χωρὶς δüντια
χüπλα! χüπλα!!

ἢ τὸ περιπαθÝστερον:

Ἐσὺ κοιμᾶσαι 'ς τὴ κουνουπιÝρα
Κ' ἐγὼ γυρßζω νýκτα καὶ μÝρα,

ἔνθα ὁ τρυφερὸς κωμαστὴς, μετὰ ὥριμον σκÝψιν, κρßνει φρüνιμον νὰ παραληφθῇ καὶ αὐτὸς ὑπὸ τ' ἀραχνοûφῆ παραπετÜσματα παρθενικῆς κλßνης, ἀντὶ νὰ περιφÝρηται τουρτουρßζων ἐν τῇ ὁδῷ.
* *
     Τὴν φýσιν τῶν παρ' ἡμῖν κþμων καὶ τῶν κωμαστῶν οὐδεὶς βεβαßως ἀγνοεῖ. Ἐν τοýτοις θὰ ἦτο ἀναγκαßα μικρÜ τις διÜκρισις. Πρüκειται πρῶτον περὶ τῶν εὐθýμων ἐκεßνων ἀνθρþπων, οἵτινες κατüπιν μακαρßου πüτου ἐν ὑπογεßῳ οἰνοπωλεßῳ, διατρÝχουσι τὰς ὀδοὺς συμπεπλεγμÝνοι χαριÝντως, παραπαßοντες καὶ ὠρυüμενοι, χωρὶς νὰ διανοηθῶσι νὰ σταματÞσωσιν ὑπὸ τὰ παρÜθυρα σκληρᾶς τινος, διüτι θὰ ἐδυσκολεýοντο καὶ τῆς ἰδßας των οἰκßας τὰ παρÜθυρα ν' ἀνεýρωσι, καὶ τῶν ἄλλων ἔπειτα τῶν κομψῶς πολλÜκις ἐρωτολÞπτων, τῶν τρυφερῶν φοιτητῶν, τῶν ὁποßων αἱ Ἀθῆναι συνÞθως κλÝπτουσι τὴν καρδßαν καὶ ἐκμυζῶσι τὸν ἐγκÝφαλον, χαρßζουσαι εἰς αὐτοὺς ἀντὶ τοýτων ἓν διδακτορικὸν δßπλωμα, ἢ τßτλον ἰσοβßου τελειοφοßτου. Οἱ πρῶτοι ἀφ' οὗ σπεßσωσι τῷ ΒÜκχῳ καὶ ἐγκυκλοφορÞσωσιν εἰς τὰς φλÝβας των τὸν θεσπÝσιον ῥητινßτην, ἐκχýνονται εὔθυμοι ἀνὰ τὰς συνοικßας καὶ συμπλÝγδην διατρÝχοντες τὰς ὀδοὺς ὠρýονται ἀγρßως καὶ αἱ ἄναρθροι αὐτῶν φωναὶ συνÝρχονται ἐνßοτε καὶ σχηματßζονται εἰς ἀκανüνιστον ᾆσμα, ἵνα καταλÞξωσι καὶ πÜλιν εἰς ἀνÜρθρους ἐπιφωνÞσεις, παρακελεýσεις, στεναγμοýς, βρυχηθμοýς, βῆχας, ἀποχρÝμψεις καὶ τὴν λεπτὴν συναυλßαν τῶν ἀηδῶν ἐκεßνων ἤχων, τῶν ἐκφαινüντων τὰς ποικιλωτÝρας ἐπαναστÜσεις τοῦ νευρικοῦ συστÞματος. Οἱ δεýτεροι πÜλιν, ἀφ' οὗ ἐρωτολογÞσωσι καθ' ὅλην τὴν ἡμÝραν ἐν τοῖς καφφενεßοις ἢ τοῖς κονισαλÝοις θρανßοις τοῦ Πανεπιστημßου, ἀφ' οὗ ἐξομολογηθῶσιν ἀλλÞλοις τὴν σκληρüτητα τῆς μελαγχροινῆς ἐκεßνης ἢ τῆς γαλανομμÜτας, τῆς οὐλοτρßχου ξανθῆς ἢ τῆς ἐχοýσης ἐβÝνινον τὴν κüμην, συμφωνοῦσιν εἶτα, παραλαμβÜνουσι μßαν κιθÜραν ὁ εἷς καὶ ἕν βιολßον ὁ ἄλλος, κατὰ τü:

Ἔπαρε σὺ τὴ λýρα σου
Κ' ἐγὼ τὸν ταμπουρÜ μου...

καὶ πορεýονται οὕτω, νÞφοντες συνÞθως καὶ μελαγχολικοὶ ὑπὸ τὰ παρÜθυρα πρῶτον τῆς μιᾶς, ἔνθα ὁ ἐνδιαφερüμενος νεανßας λαμβÜνει τὴν δραματικωτÝραν στÜσιν ὑπὸ τὴν σελÞνην ἢ δßδει τὸν περιπαθÝστερον τüνον εἰς τὴν φωνÞν του, ἐν ᾧ οἱ ἄλλοι βοηθοῦσι περßεργοι ἢ γελῶσι καθ' ἑαυτοὺς διὰ τὰ πÜθη τοῦ συναδÝλφου των. Τüτε ἀκοýεται ἐνßοτε τριγμὸς παραθýρου ἀνοιγομÝνου, σημεῖον ὅτι ἀκοýει ὄπισθεν αὐτοῦ ἡ κüρη τῶν ὀνεßρων τοῦ δυστυχοῦς ἐραστοῦ, ἢ προβÜλλει αὐθαδῶς γηραιὰ μορφὴ, ἐν τῇ ἀσφαλεστÝρᾳ ἀτημελησßᾳ, ζητοῦσα ν' ἀναγνωρßσῃ τινὰ τῶν αὐθαδῶν κωμαστῶν, ἢ πρακτικþτερον κÜδος διαφüρων χημικῶν ἑνþσεων κενοῦται ἐπὶ τὰς πυρεσσοýσας νεανικὰς κεφαλÜς. Οὕτως ἀπηλπισμÝνοι ἢ εὐÝλπιδες, μελαγχολικοὶ ἢ σοβαροὶ, βεβρεγμÝνοι ὑπὸ κατακλυσμοῦ ἀηδῶν ὑγρῶν ἢ βεβρεγμÝνοι ἐκ τοῦ φüβου, καταλεßπουσιν οἱ κωμασταὶ τὸ ἓν πεζοδρüμιον διὰ νὰ μεταβῶσιν εἰς τὸ ἄλλο καὶ διαλυθῶσι κατüπιν, μακαρßζοντες τὸν εὐτυχÝστερον καὶ ἀποδßδοντες τὸ ἀτýχημα οἱ ἀτυχÝστεροι εἰς τὸ ἀχüρδιστον τῆς κιθÜρας ἢ τὴν νωθρüτητα τοῦ βαρυτüνου ἤ τοῦ ὑψιφþνου ἐκ τῆς παρÝας.
* *
     Καὶ ἐν τοýτοις πüσῳ διÜφοροι εἷνε αἱ ἐντυπþσεις τὰς ὁποßας προξενοῦσιν αἱ κορυβαντιþδεις οἰμωγαὶ, ἢ τὰ μελαγχολικὰ ταῦτα ᾄσματα, τὰ διαταρÜσσοντα τὴν σιωπὴν τῆς, νυκτὸς καὶ διαταρÜσσοντα τὰς σκÝψεις τοῦ ἐν ἀûπνßᾳ κατακειμÝνου ἐπὶ τῆς κλßνης του, ἢ τὸν ὕπνον τοῦ ἀρρþστου, ὅστις μüλις κατþρθωσε νὰ κλεßσῃ τὰ βεβαρυμÝνα βλÝφαρÜ του, ἢ τὰ παρηγοροῦντα τὸν ἀνιῶντα ἐν τῇ μονþσει τοῦ δωματßου του καὶ τῇ πεζüτητι τῆς μελÝτης, τ' ἀναγεννῶντα δυσαρÝστους ἢ εὐαρÝστους ἀναμνÞσεις, τὰ συγκινοῦντα τὴν τρυφερὰν παρθÝνον, τ' ἀναμιμνÞσκοντα στιγμὰς ἔρωτος εἰς τὸν ὑποπüλιον γÝροντα, τ' ἀφυπνßζοντα κοιμηθÝντα ἔνστικτα ἐν τῷ ἀποκλÞρῳ τῶν ἡδονῶν, τὰ ὑπομιμνÞσκοντα ἐπὶ τÝλους τὴν τυρβÜζουσαν ζωὴν ἐν τῇ θανατþδει σιγῇ τῆς νυκτüς. ἘξηπλωμÝνος ἐν τῇ κλßνῃ, ὑπὸ το θÜλπος τῶν χειμερινῶν καλυμμÜτων μου καὶ ἐν τῷ μυστηριþδει σκιüφωτι τοῦ κανδυλßου μου ἤκουσα πÜντοτε ὑπὸ διαφüρους ἐντυπþσεις τοὺς νυκτßους κþμους. Καὶ ἄλλοτε μὲν ἀδιαφüρως ἔστρεψα ἐπὶ το ἀντßθετον πλευρüν· ἄλλοτε ἐβλασφÞμισα τοὺς ἐπαναφÝροντÜς με εἰς τὴν ἐγρÞγορσιν καὶ τὴν αἴσθησιν τῶν ἀνηλεῶν δηγμÜτων τῶν κωνþπων, καὶ ἄλλοτε πÜλιν ἐπρüβαλα τὴν κεφαλὴν ἐκ τῶν καλυμμÜτων καὶ ἔτεινα το οὓς πρὸς τὴν περιπÜθειαν τῶν τüνων καὶ ἐβαυκαλßσθην ὑπὸ τῶν ὑγρῶν ἤχων τῆς κιθÜρας καὶ ἀνεπüλησα εὐδαßμονας χρüνους καὶ ἔρωτας. Ἄλλοτε εἰς ἦχος μοὶ ἀνÝμνησε φαιδρÜν τινα ἐποχὴν, ἄλλοτε ἓν ᾆσμα μοὶ ἀνÝμνησε λησμονηθεῖσαν φßλην, ἀπὸ τῶν χειλÝων τῆς ὁποßας τὸ εἶχον ἀκοýσῃ κατὰ πρῶτον. Τὴν ἡδεῖαν ταýτην ἡδονὴν γνωρßζουσιν ὅσοι τὴν ἠσθÜνθησαν, περιÝγραψε δὲ αὐτὴν τüσῳ τρυφερῶς ὃ Müller ἐν τῷ Γερμανικῷ του Ἔρωτι. Καὶ ὅτε ἀπεμακρýνοντο οἱ κωμασταὶ καὶ διÝλειπε κατὰ μικρüν το ᾆσμα, διετßθετο ἐν τρυφερῷ πÜθει ἡ ψυχÞ μου καὶ κλεßων τοὺς ὀφθαλμοὺς προσεπÜθουν νὰ συλλÜβω ἐν τῷ σκüτει τ' ἀποπτÜντα ὄνειρα τῆς εὐτυχßας. ΠÜντοτε ὅμως εἴτε κýπτοντα ἐπὶ τὸ βιβλßον, εἴτε ἐξηπλωμÝνον ἐπὶ τῆς κλßνης μὲ κατÝλαβεν ὁ κῶμος ὑπὸ τὰ παρÜθυρÜ μου, πÜντοτε ᾐσθÜνθην ἀηδÝς τι αἴσθημα. Ἐλησμüνουν τοὺς κωμαστὰς καὶ μοὶ ἐφαßνοντο αὐτüματοι, μακρüθεν ἐρχüμενοι οἱ ἦχοι.
     ᾈεßποτε ὅμως συνεπÜθησα τοὺς εὐσυνειδÞτους τοὐλÜχιστον ἐκεßνους κωμαστὰς, τοὺς μὴ ἐπαναστατοῦντας κατὰ τῶν ἀκουστικῶν νüμων, ὅσον ἀντεπÜθησα τοὺς βρυχωμÝνους ἐκεßνους κορýβαντας ἢ τοὺς λαρυγγßζοντας ἐν ὑπερβολικῷ ἐρωτισμῷ Σατýρους. Οὕτως ἠγÜπησα πÜντοτε τὸν συμπαθῆ γρýλλον, τὸν ἀναδßδοντα τὸ ἁρμονικῶς μονüτονον αὐτοῦ ᾆσμα ἐν ταῖς θερμαῖς νυξὶ τοῦ προσφιλοῦς Ἰουλßου καὶ ἐμßσησα καὶ ἀπηχθÝσθην τὴν ἀπαισßως λαρυγγßζουσαν γλαῦκα.

     Ἀλλ' ὑπÜρχουσιν ἐν τοýτοις καὶ ἄνθρωποι, γÝροντες αὐτοὶ ἰδßως, κατ' ἀρχὴν καὶ ἀδιακρßτως τρÝφοντες ἀδιÜλλακτον μῖσος πρὸς τοὺς κωμαστÜς. Ὄχι διüτι τὸ ἆσμα τοῖς διαταρÜσσει τὴν μακαριüτητα παννυχßου ὕπνου, ὄχι διüτι ἀποσπᾷ αὐτοὺς σοβαρῶν μαθηματικῶν ὑπολογισμῶν, ὄχι διüτι φοβοῦνται μὴ νοθευθῇ ἀπὸ τῶν ᾀσμÜτων ἡ ἁγνεßα τῶν παρθενικῶν ὀνεßρων τῆς γεροντοκüρης των, ὄχι διüτι φοβοῦνται παθολογικÞν τινα διÝγερσιν τοῦ νευρικοῦ συστÞματος τῆς κυρßας ἢ τῆς ὑπηρετρßας των—πρÜγματα ἐπßφοβα διὰ τὴν ἡλικßαν των—ὄχι διüτι τοῖς ἐτÜραξε τὸ οὓς ἡ κακοφωνßα, ἀλλὰ διὰ τὸν ἁπλοýστατον λüγον ὅτι μισοῦσι τοὺς κωμαστÜς. Ὁ μÝγας Ἄγγλος κριτικὸς Hazlitt δýναται νὰ μᾶς ἐξηγÞσῃ τὸ φαινüμενον τοῦτο, αὐτüς ὁ τüσῳ σοφῶς γρÜψας περὶ τῆς τÝρψεως τοῦ μισεῖν· ἡμεῖς ἐν τοýτοις, en attendant, θÝλομεν νὰ παραδεχθῶμεν ὅτι ζηλοτυποῦσιν, οὐχὶ βεβαßως τὸ τρυφερὸν ἥμισý των, ἀλλὰ τοὺς ἀναμιμνÞσκοντας αὐτοῖς χαιρεκÜκως τὴν ἀποπτᾶσαν νεüτητα. Τὶς οἶδε! Οἱ τοιοῦτοι συνÞθως, ὁσÜκις ἀκοýσωσιν ὑπὸ τὰ παρÜθυρÜ των τὸ προανÜκρουσμα χορδιζομÝνης κιθÜρας ἢ αἰσθανθῶσι προσεγγßζον τὸ ᾆσμα, αἰσθÜνονται ἀσυνÞθη ταραχÞν. ΒÞχουσι, ξηροβÞχουσιν, ἀνεγεßρονται τῆς κλßνης, τοποθετοῦσι τον ἀπαßσιον νυκτικὸν σκοῦφον των, κατορθοῦσι νÜ διαφýγωσιν εὐσχÞμως τὴν παρὰ τὸ πλευρüν των ἀηδῶς ἐξηπλωμÝνην καὶ ῥογχαλßζουσαν σýζυγον, ἀνοßγουσι βιαßως τὸ παρÜθυρον καὶ:
 -"Ντροπὴς, ντροπὴς, ἀλÞθεια κι' ἀπ' ἀλÞθεια, ἐκφωνοῦσι βραχνῶς. Θαρρεῖτε πῶς ἔχομε τὴν ὅρεξß σας νὰ σᾶς ἀκοῦμε νὰ γκαρßζετε; ΝισÜφι πειÜ. Δὲν ἀφßνετε, ἄνθρωπο νὰ κοιμηθῇ. Μὰ κοπιᾶστε κ' ἄλλη μιὰ φορÜ..."
 -"ΜÝσα, γÝρω, μÝσα..."
     Βροχηδὸν ἔρχονται ἐκ τῶν κÜτω αἱ φωναὶ καὶ ὁ γÝρων βλασφημῶν κλεßει ἑρμητικῶς τὸ παρÜθυρον, διὰ ν' ἀκουσθῇ παρὰ τῆς τρυφερᾶς συμβßας καὶ φανῇ οὕτω κηδüμενος τῆς τιμῆς, τῆς οἰκογενεßας του. Ἀλλοßμονον δ' ἂν καὶ εἰς τὰς σπαρακτικὰς κραυγÜς του δὲν ἀφυπνßσθη ἡ συμβßα. ἘπανÝρχεται εἰς τὴν κλßνην θορυβωδÝστατα καὶ ὅταν ἀφυπνισθῆ ἐκεßνη καὶ ἀνασýρῃ μηχανικῶς ἐπὶ τοῦ μετþπου τὸν λιπαρὸν κεφαλüδεσμον καὶ ἐρωτÞσῃ περιπαθῶς καὶ περßεργος ἐπὶ τῇ ἐκτÜκτῳ ζωηρüτητι τοῦ συζýγου:
 -"Τß εἷνε, ἄνδρα";
 -"Δὲν ἀκοῦς γυναῖκα", ὑπολαμβÜνει ἐκεῖνος. "Μᾶς ἐξεκοýφαναν οἱ χασομÝριδες. Μὰ τοὺς ἔδωκα καὶ κατÜλαβαν ποιὸς εἷν' ὁ Κωσταντῆς ὁ ΤαμπÜκης".
 -"Ἔλα δὰ, πÜντοτες ἤσουνα ζηλιÜρης", ἐπαναλαμβÜνει ἐν ἀηδεῖ ἐρωτοτροπßᾳ ἡ τρυφερὰ ἑξηκοντοῦτις καὶ οὕτως αἱ γεροντικαὶ τρυφερüτητες ἀκολουθοῦσι τὴν ἀπὸ τῶν κþμων ἀνησυχßαν, καθ' ἥν στιγμὴν ἡ μὲν ὑπηρÝτρια ἀπολαμβÜνει τῶν θωπειῶν τοῦ προσφιλοῦς πυροσβÝστου ἡ δὲ δεσποινὶς Οὐρανßα ΤαμπÜκη θρηνεῖ τὸν ἀποπεμφθÝντα οἰκτρῶς ἀνθυπολοχαγὸν, τὸν τüσῳ περιπαθῶς ψÜλλοντα ὑπὸ τὰ παρÜθυρÜ της.

     Ἡ φιλολογßα τῶν παρ' ἡμῖν ἐπικωμßων ᾀσμÜτων δὲν παρουσιÜζει ὀλιγþτερα παρÜδοξα. Ἐὰν ἐξαιρÝσῃ τις περιπαθεῖς τινας στροφὰς τῶν ΠαρÜσχων, τονισθεßσας πρὸς κῶμον, καὶ ᾀσμÜτιÜ τινα τοῦ Σολωμοῦ, τοῦ ΤυπÜλδου, τοῦ Βαλαωρßτου, καὶ δημοτικÜ τινα δßστιχα ἀπαραμßλλου χÜριτος, εὐφυÀας καὶ γλυκýτητος—ἅτινα ἀτυχῶς σπανßως ἀκοýονται, τὰ λοιπὰ ἐπικþμια ᾄσματα ἀποτελοῦνται ἐξ ἐζητημÝνων καὶ κακοτεýκτων στιχαρßων, ἐν τοῖς ὁποßοις διαβλÝπει τις καὶ ἀηδῆ δι' ἐξελληνισμοῦ ἐκφαýλισιν γλυκυτÜτων δημοτικῶν στßχων, συμφορὰν τὴν ὁποßαν ὑπÝστησαν καὶ τὰ λυρικþτερα τεμÜχια τοῦ λυρικωτÜτου Ἐρωτοκρßτου. Τὴν ἀηδßαν τῶν στßχων τοýτων μüλις καταπνßγει ἡ γλυκýτης τοῦ μÝλους καὶ κατορθοῦμεν οὕτω ν' ἀκοýωμεν ὑπὸ τὰ παρÜθυρÜ μας οὐχὶ καὶ μετὰ πολλῆς ἀηδßας στßχους, οἱ ὁποῖοι ἀπαγγελλüμενοι, θὰ μᾶς ἐτÜρασσον οὐχὶ πλÝον τὰ ὦτα, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀτυχῆ στüμαχον. Δὲν ἔχομεν τὴν ἀξßωσιν ν' ἀκοýωμεν εἰς τὴν γλυκεῖαν μουσικὴν τοῦ Μüζαρ τοὺς περιπαθεῖς στßχους τοῦ Alfred de Musset:

Rapelle — toi quand sous la froide terre
Mon cœur brisé pour toujours dormira;
Rapelle — toi quand la fleur solitaire
Sur mon tombeau doucement s'ouvrira.
Tu ne me verras plus; mais mon âme immortelle
Reviendra prés de toi comme une sœur fidele

Ecoute dans la nuit
Une voix qui gémit:
Rapelle — toi.


ΘυμÞσου, σα βρεθþ στη κρýα γη
κι η δüλια μου καρδιÜ για πÜντα κοιμηθεß,
θυμÞσου, σα μοναχικü λουλοýδι ανοßξει
στο μνÞμα μου απαλÜ και θα ανθßσει.
Δε θα με ξαναδεßς, μα η απÝθαντη ψυχÞ
σε σÝνα θα γυρßσει σα πιστüτατη αδελφÞ.

¢κου! τη νýχτα,

μια φωνÞ που δεν κλαßει:
"ΘυμÞσου", σου λÝει!

 (μτφρ: ΠÜτροκλος)


δὲν ἔχομεν τοιαýτας ἀπαιτÞσεις, ἀλλὰ, πρὸς θεοῦ! ἃς ἦτο δυνατὸν ν' ἀκοýωμεν καλοýς στßχους, φρüνιμα νοÞματα, εἰλικρινεστÝρας ὁμοιοκαταληξßας. Ἡ παρ' ἡμῖν λυρικὴ ποßησις ἀφθονεῖ εἰς ὡραßους καὶ περιπαθεστÜτους στßχους δοκßμων ποιητῶν. Δὲν εἷνε δυνατὸν οἱ στßχοι. οὗτοι ν' ἀντικαταστÞσωσι τἄμουσα συνονθυλεýματα, τὰ ὁποῖα ἀπαρτßζουσι παρ' ἡμῖν τὴν ἐπικþμιον ποßησιν;

     ΘÝλετε ἐν τοýτοις, τελευτῶν τὴν κωμωλογßαν μου, νὰ σᾶς ἐξομολογηθῶ καὶ τὴν ἁμαρτßαν μου; Τῇ ἀληθεßᾳ ἀρÝσκομαι βαυκαλιζüμενος ἐν τῇ κλßνῃ μου ὑπὸ τῆς γλυκýτητος νυκτßου ᾄσματος, ἀλλ' ἀγνοῶ διατὶ ἡ διατρÜνωσις τοῦ ἔρωτος ὑπὸ τὰ παρÜθυρα, ἔστω καὶ διὰ περιπαθεστÝρων ᾀσμÜτων, μοὶ φαßνεται ἐνÝχουσÜ τι τὸ κωμικὸν. Ἀγνοῶ ἂν τὸ μονοτüνως ἐν τῇ νυκτὶ κροτοῦν βῆμÜ μου, ἐπὶ τὰ παρÜθυρα τῆς ἐρωμÝνης μου, ἔφθασÝ ποτε μÝχρι τῆς γλυκεßας κüρης καθ' ἣν στιγμὴν, ἀγρυπνοῦσα κλßνῃ ρεμβὴ ὑπὸ τὸ φῶς τῆς φθινοýσης λαμπÜδος της ἐπὶ βιβλßου τινὸς, ἢ ἔχῃ εἰς γλυκὺν ὕπνον τὰ καστανὰ ὄμματÜ της, ἀλλὰ νομßζω ὅτι ὃ βωβὸς ἐκεßνος ἦχος, βωβὸς ὡς στεναγμὸς ἁγωνιῶτος, εἶνε ἡ εἰλικρινεστÝρα ἐν τῇ μυστικüτητß της καὶ μελωδικωτÝρα serrenade.

              Ἰουλßῳ 1885.          ΠÝτρος Κ. Ἀποστολßδης.

---===___===---

Αναζητþντας Τη ΓυμνÞν ΑλÞθεια (απüσπασμα καßριον)

  ...Και ο Üγνωστος εξακολοýθησε να γυρεýει την αλÞθεια δεξιÜ κι αριστερÜ. Τον εßχα χÜσει κÜμποσες ημÝρες. ΠροχθÝς η τýχη τον Ýβγαλε πÜλι μπροστÜ μου. Φαινüτανε ευχαριστημÝνος, σαν Üνθρωπος που εßχε επιτýχει το σκοπü του.
 -"Τη βρÞκατε;" τον ερþτησα.
 -"Τη βρÞκα επιτÝλους…" μου αποκρßθηκε και το πρüσωπü του Ýλαμπε απü χαρÜ. "Τη βρÞκα, αλλÜ δεν Þτανε γυμνÞ. Απεναντßας. Φοροýσε απÜνω της του κüσμου τα κουρÝλια. Το μüνο γυμνü μÝρος του κορμιοý της Þταν η μýτη της. Και προσπαθοýσε να την κρýψει κι αυτÞ. Πþς να τη γνωρßσω; Δε θα τη γνþριζα ποτÝ μου, αν δε με βεβαßωνε η ßδια πως εßναι η ΑλÞθεια".
 -"Απü πüτε ντýθηκες, γλυκýτατη θεÜ;" την ερþτησα σαστισμÝνος. "Σε Þξερα πÜντα γυμνÞ".
 -"ΛÜθος κÜνετε, κýριε…" μου αποκρßθηκε. "ΠοτÝ μου δεν παρουσιÜστηκα γυμνÞ στον κüσμο".
 -"Απü σεμνüτητα";
 -"¼χι απü σεμνüτητα, κýριε. Απü υπερηφÜνεια. Εßμαι πÜρα πολý Üσχημη και γριÜ, þστε να παρουσιÜζομαι γυμνÞ στον κüσμο. ΠαρουσιÜζομαι πÜντα ντυμÝνη, üπως με βλÝπετε".
 -"¿στε η φÞμη της περßφημης γýμνιας σας";
 -"Πρüληψη, καθαρÞ πρüληψη, κýριε".
 -"Κι εκεßνοι που καυχιοýνται πως σας παρουσιÜζουν γυμνÞ";
 -"Απατοýν τον κüσμο, απλοýστατα. ΠοτÝ κανÝνας δε με παρουσßασε γυμνÞ. ΜονÜχα η ΨευτιÜ παρουσιÜζεται γυμνÞ. Γιατß η ΨευτιÜ εßναι πÜντα ωραßα και πÜντα νÝα".
     ΑυτÜ μου εßπε η ΑλÞθεια, κýριε. Και με ρþτησε να της πω τι θÝλω απ’ αυτÞν.
 -"ΘÝλω", της εßπα, "να δω κι εγþ μια φορÜ γυμνÞ την ΑλÞθεια". Και την παρακÜλεσα να γδυθεß. ΕστÜθηκε αδýνατο να την πεßσω.
 -"ΠοτÝ δε με εßδε γυμνÞ ανθρþπινο μÜτι…" μου εßπε. "Αν μ’ Ýβλεπαν γυμνÞ οι Üνθρωποι, δε θα μποροýσα πια να ζÞσω. Και θα Þτανε το τÝλος του κüσμου".

     ΑυτÞ την καταπληκτικÞ αποκÜλυψη μου Ýκανε ο Üνθρωπος που γýρευε να βρει την ΑλÞθεια γυμνÞ και τη βρÞκε ντυμÝνη, εξαφανισμÝνη μÝσα στα πιο βαριÜ και αδιαφανÞ ροýχα. ¸τσι, μÝσα στη θριαμβικÞ γýμνια της εποχÞς μας, η μüνη γυναßκα που απüμεινε ντυμÝνη εßναι, ως φαßνεται, η ΑλÞθεια. Ας μη δοκιμÜσει κανÝνας να τη γδýσει. Θα πÝσει νεκρüς στα πüδια της.

---===___===---

Ἦταν Μßα Φορὰ ¸νας ΓιÜννης

Ἦταν μßα φορὰ ἕνας ΓιÜννης
σ᾿ ἕνα πρÜσινο χωριü,
καὶ δὲν εἶχε οὔτε χαÀρι
καὶ δὲν εἶχε οὔτε μυαλü.

ΜÜ, σὰ ΓιÜννης, δßχως γνþση,
τὸν ἐπüνεσε ἡ καρδιὰ
καὶ τοῦ κüλλησε μερÜκι
γιὰ τὴν κüρη τοῦ παπᾶ!

Τἄκουσαν μικροß, μεγÜλοι
καὶ γελοῦσαν - ὤχ! ὤχ! ὤχ!
Παλαμßδα σοῦ μυρßζει,
ντεúμεντὲ νὰ φᾶς κολοιü.

Στὸν παπᾶ πηγαßνει ὁ ΓιÜννης
μιὰ καὶ δυὸ καὶ τοῦ μιλεῖ
καὶ τὴν Ἑλενιὼ γυρεýει
καὶ τὸ χÝρι του φιλεῖ.

Μὰ ὁ παπὰς τὴν ἁγιαστοýρα
παßρνει εὐτὺς καὶ τὸν ξορκßζει
καὶ μὲ τὴ χοντρὴ μαγκοýρα
στὴν αὐλὴ τὸν προβοδßζει,

καὶ κρατþντας τὸ στειλιÜρι
ἀνεβαßνει στὸ πατÜρι:
- Κüρη μου νὰ σὲ χαρῶ
δυὸ λογÜκια νὰ σοῦ πῶ!

Τὴν ἁρπÜζει ἀπ᾿ τὴν κοτσßδα,
τὴν πετÜει στὴν ἀντρομßδα
καὶ τῆς κÜνει τὰ πλευρÜ της
μαλακὰ σὰν τὴν ...καρδιÜ της.

Τ᾿ ἄκουσαν μικροὶ μεγÜλοι
καὶ γελοῦσαν - χÜ! χÜ! χÜ!
- Τῆς ἀγÜπης τὶς λαχτÜρες
σοὺτ καὶ μÞτε τοῦ παπᾶ!

Μὰ τοῦ ΓιÜννη τὸ μερÜκι
τþρα τοὔγινε φαρμÜκι.
Φεýγει, πÜει, μιὰ καὶ δυü,
στὸ ψηλὸ καμπαναριü,
κÜνει τὸ σκοινὶ θηλιὰ
καὶ κρεμιÝται στὰ καλÜ.

Κ᾿ ἡ ξανθὴ παπαδοποýλα
ἔγινε καλογριοýλα.
Τὸ χτωÞχι στὸ δεξß της,
κομποσχοßνι στὸ ζερβß της,

ξÝχασε πατÝρα, μÜνα
καὶ τρελλὰ παραμιλᾷ:
-Χτýπα, ΓιÜννη, τὴν καμπÜνα
γιὰ ν᾿ ἀρχßσει ἡ λειτουργιÜ.

Τἄκουσαν μικροß, μεγÜλοι
καὶ γελοῦνε - χÜ! χÜ! χÜ!
χτýπα ΓιÜννη τὴν καμπÜνα
γιὰ ν᾿ ἀρχßσει ἡ λειτουργιÜ!

               Ὁδοιπüρος

Δὲ θÝλω ἐγὼ τριαντÜφυλλα στὸν ἔρημü μου δρüμο,
δÝντρο δὲν θÝλω νὰ σταθῶ, πηγὴ νὰ ξεδιψÜσω.
Ἐγὼ ἀνεβαßνω τὸ βουνü, μ᾿ ἕνα σταυρὸ στὸν ὦμο.
Τοῦ φθινοπþρου ἂς ἁπλωθοῦν τὰ φýλλα, νὰ περÜσω.

                ΞενητειÜ

ΞÝνος ὁ τüπος κι ὁ καιρὸς κι οἱ ἄνθρωποι ὅλοι ξÝνοι
μὲς στὴ μεγÜλη μοναξιÜ. ΜÜταια ζητῶ ἕνα φßλο,
μὰ ἐκεῖ ποὺ παραδÝρνομαι στὴ νýχτα τὴ θλιμÝνη,
ἀκοýω σὲ κÜποιο ἀλýχτημα τὸ σπιτικü μου σκýλο.

         Η ΤÝχνη

Τα τζÜμια παγωμÝνα,
μαýρο, σβυστü το τζÜκι,
τα τζÜμια παγωμÝνα.

ΨυχομαχÜει μια λÜμπα
απÜνω στο τραπÝζι,
ψυχομαχÜει μια λÜμπα.

Στο ξÝστρωτο κρεββÜτι
μια γÜτα ερημοπαßζει
στο ξÝστρωτο κρεββÜτι.

Μεσ' την καρδιÜ του ξýλου
ο σÜρακας γκρινιÜζει,
μεσ' την καρδιÜ του ξýλου.

Απü τον τοßχο στÜζει,
στÜζει, δροσιÜ φαρμÜκι
απü τον τοßχο στÜζει.

Κι' απÜνω απü την στÝγη
μια κουκουβÜγια κρÜζει
και κÜτω απü την στÝγη

αργοξυπνοýν δυο μÜτια
- Ýνα τριζüνι τρßζει -
κι εμπρüς στα δυο τα μÜτια

μια Üνοιξη απü ρüδα,
ξανοßγεται κι ανθßζει,
μια Üνοιξη απü ρüδα.

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers