ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

ÓïõñÞò Ãåþñãéïò: ËáôñåììÝíï Ëüãéï Ðåéñá÷ôÞñé!!!

                        Βιογραφικü

     Ο Γεþργιος ΣουρÞς Þταν ¸λληνας λüγιος και σατιρικüς ποιητÞς, απü τους κορυφαßους, üχι μüνο για το Ýργο του, -Üνετα θα μποροýσε να χαρακτηριστεß κολοσσιαßο-, αλλÜ και για το βßο του που υπÞρξεν εξßσου υποδειγματικüς αλλÜ και παρüμοια σατιρικüς üπως κι αυτü. Κανεßς δεν εßχε να του προσÜψει κÜτι -πλην ßσως μερικþν απü τους... σατιρισμÝνους- κι üχι Üδικα, καθþς δεν πεßραξε ποτÝ κανÝναν, αγÜπησε με πÜθος τη σýζυγü του -μßα γνþρισε, μßα πÞρε κι Ýκλεισε- σατßρισε αλλÜ δεν κρÜτησε οýτε του κρατηθÞκανε κακßες και γενικÜ, μιας κι η σÜτιρÜ του Þτανε τüσον εýστοχη και τüσο κωμικÞ και πετυχημÝνη, κατÝληξε να τονε λατρεýουν üλοι. Ο πατÝρας του Þτανε γεννημÝνος στα Κýθηρα, η μητÝρα του στη Χßο -τονε προüριζε για ιερÝα- ενþ ο ßδιος εßχε γεννηθεß στη Σýρο. ¸ζησε για μεγÜλο χρονικü διÜστημα στο ΝÝο ΦÜληρο üπου και πÝθανε το Ýτος 1919.


Ελαιογραφßα φιλοτεχνημÝνη το 1889 απü τον Τρ. Καλογερüπουλο.

     ΓεννÞθηκε τη 1η ΦλεβÜρη 1853 στην Ερμοýπολη Σýρου. Τις γυμνασιακÝς σπουδÝς του τις τÝλειωσε στην ΑθÞνα. Προοριζüμενος για τον ιερατικü κλÜδο αναγκÜστηκε να ξενιτευτεß, στα 17 του στο ΤαúγÜνι της Ρωσßας, κοντÜ σ' Ýνα θεßο του σιταρÝμπορα για να εντρυφÞσει στα μυστικÜ του ...εμπορßου. ¼μως (ευτυχþς) αποδεßχτηκεν ακατÜλληλος μÝσα στο δßμηνο κι επÝστρεψεν Üρον-Üρον στη πρωτεýουσα, που εργÜστηκε σαν αντιγραφÝας συμβολαßων, στο συμβολαιογραφεßο του ΓρυπÜρη, πατÝρα του μετÝπειτα επιφανοýς πολιτικοý και διπλωμÜτη. Κι η εργασßα που προσÝφερε εκεß Þτανε στην ουσßα κεßνη του αντιγραφÝα, δηλαδÞ του γραφÝα που αναπαρÞγαγε αντßγραφα απü το πρωτüτυπο συμβüλαιο. ΠÞρε μÝρος και σ' ερασιτεχνικÝς παραστÜσεις, ενþ παρÜλληλα φοιτοýσε στη ΦιλοσοφικÞ ΣχολÞ του Πανεπιστημßου Αθηνþν, την οποßα üμως γρÞγορα εγκατÝλειψε καθþς απÝτυχε στο μÜθημα της μετρικÞς! Τüτε Þταν που αποφÜσισε την Ýκδοση του δικοý του σατιρικοý περιοδικοý του Ρωμηοý το οποßο Þταν εξ ολοκλÞρου γραμμÝνο με μÝτρο. Εκεßνος που κρßθηκε ως ακατÜλληλος στο μÜθημα αυτü.

     ΣυνεργÜστηκε με ποικßλα πεζÜ κι Ýμμετρα, στα τüτε περιοδικÜ της εποχÞς: ΡΑΜΠΑΓΑ, ΑΣΜΟΔΑΙΟ, ΑΣΤΥ & ΜΗ ΧΑΝΕΣΑΙ. Το 1882 εξÝδωσε δικÞ του σατιρικÞ εφημερßδα, το ΡΩΜΗΟ, που üμως τον σταμÜτησε για Ýνα χρüνο, για να δþσει πτυχιακÝς εξετÜσεις. Η απüρριψη του (επßσης ευτυχþς) απ' αυτÝς τον Ýκαμε να εγκαταλεßψει οριστικÜ κÜθε βλÝψη για πτυχßο και ν' αφοσιωθεß ολοκληρωτικÜ στη σÜτιρα. ΞανÜβγαλε το Ρωμηü στις 2 Απρßλη 1883, üταν ο ποιητÞς Þταν 30 ετþν και τον κυκλοφοροýσε τακτικÜ μÝχρι λßγο πριν το θÜνατü του, ως τις 17 ΝοÝμβρη 1918 -36 χρüνια κι 8 μÞνες και για 1444 συνολικÜ τεýχη. ¸γραψεν επßσης κι εýθυμα μονüπρακτα, που γνþρισαν μεγÜλην επιτυχßα.



     ΔιÝκοπτε την Ýκδοση του περιοδικοý αυτοý για 2 μÞνες το χρüνο στη διÜρκεια του καλοκαιριοý, καθþς Þθελε να απολαμβÜνει το ΝÝο ΦÜληρο. Ωστüσο εßχε τη βεβαιüτητα πως η φÞμη του κÜποτε θα απογειωνüτανε κι üτι θα αναγνωριζüταν η ποιητικÞ του ικανüτητα. ΑυτÞ την αßσθηση την επαναλÜμβανε διαρκþς στη σýζυγü του Μαρßα. Και πραγματικÜ Ýτσι συνÝβη, καθþς η δημοτικüτητÜ του γρÞγορα απογειþθηκε. Ο μüνος στην εποχÞ του, στο ßδιο εßδος ποßησης, που μποροýσε να τον πλησιÜσει σε δημοτικüτητα Þταν ο ΑχιλλÝας ΠαρÜσχος.
Η μορφÞ του Ýγινε γρÞγορα αναγνωρßσιμη. ¼ταν το 1908 ανÝβηκε σ' Ýνα μπαλκüνι στην οδü Ερμοý για να παρακολουθÞσει τον ΕπιτÜφιο -Þταν ΜεγÜλη ΠαρασκευÞ- δýο χωρικοß απü το Μενßδι, φορþντας τη τοπικÞ τους ενδυμασßα, στÝκονταν κÜτω απü το μπαλκüνι κι αντß να κοιτÜνε τον ΕπιτÜφιο, δεßχναν ο Ýνας στον Üλλο το μπαλκüνι και φþναζαν "Να ο ΣουρÞς". ΣχετικÜ με τη διακοπÞ τα καλοκαßρια, την ανÞγγειλε με στßχο:

Μαζß με τα κοψßματα που φÝρνει κÜθε φροýτο
θα πÜψει πÜλι κι ο Ρωμηüς απü το φýλλο τοýτο
θα πÜψει κÜμποσον καιρü, üπως το συνηθßζει
κι üπου παρÜ θιν’ αλüς πηγαßνει και καθßζει.
Με Üλλους λüγους δηλαδÞ πÜει στον ΦαληρÝα του
μαζß με την παρÝα του.


     Το 1873 γνþρισε τη Μαρßα Κωνσταντινßδου -απü τη Πüλη-, την ερωτεýτηκε και παρÜ τις αντßξοες -αρχικÜ- συνθÞκες τη παντρεýτηκε το 1881. ΖÞσανε μια θαυμÜσια οικογενειακÞ κι ευτυχισμÝνη ζωÞ, αποκτÞσανε 5 παιδιÜ, πρÜγμα που θα μποροýσε να χαρακτηριστεß, -κι üχι Üδικα- ιδεþδες. Τýπος δειλüς, μελαγχολικüς, αφηρημÝνος, μετριüφρων, μýωψ, αλλÜ ευφυÝστατος και λογιþτατος, Üφησε πßσω του πολλÜ και θαυμÜσια "ανÝκδοτα". Παροιμιþδεις Þτανε οι καλλιτεχνικÝς του συγκεντρþσεις, στο σπßτι του, της Οδοý Πινακωτþν 15 (σημερινÞ ΧαριλÜου Τρικοýπη) και πολλÜκις οι εφημερßδες της τüτε εποχÞς, κÜμανε στην Üκρη σημαντικÜ γεγονüτα, για να αφιερþσουνε πεντÜστηλα, καλýπτοντας τÝτοια... δρþμενα. Εδþ υπÜρχουνε 2 ιστορßες για το πως γνþρισε και νυμφεýθηκε τη Μαρß του -üπως την Ýλεγε- κι εßμαι υππχρεωμÝνος να τις παραθÝσω και τις δυο.

     Ανοßγω τη 1η παρÝνθεση της ζωÞς του για τη γυναßκα της ζωÞς του:

     Α. Τη περßοδο εκεßνη της ζωÞς του, γνþρισε απü συνοικÝσιο τη μετÝπειτα σýζυγü του Μαρßα Κωνσταντινßδη (που üλοι θα γνωρßζουνε στη συνÝχεια ως Μαρßα ΣουρÞ). Οι περισσüτεροι γÜμοι την εποχÞ εκεßνη, γßνονταν συνεπεßα συνοικεσßου, στο οποßο μÜλιστα εκφρÜζανε γνþμη üχι μüνον οι γονεßς, αλλÜ κι οι γνωστοß της κÜθε οικογÝνειας. ¸τσι ο φßλος της οικογÝνειας Κωνσταντινßδη, ο ΑνδρÝας Συγγρüς, εßχε αντιταχθεß στο συγκεκριμÝνο συνοικÝσιο, καθþς δεν θεωροýσε τον ΣουρÞ αντÜξιο της Μαρßας. ΑντιθÝτως Ýνας Üλλος σπουδαßος φßλος της οικογενεßας Κωνσταντινßδη, ο ΜιχαÞλ ΜελÜς, μετÝπειτα ΔÞμαρχος Αθηναßων, üχι μüνο εßχε εγκρßνει αυτü το συνοικÝσιο, αλλÜ ανÝθεσε και στη μεγαλýτερη κüρη του να στεφανþσει το νεαρü ζευγÜρι.



     Β. Η Μαρßα με τη μητÝρα της Ýφτασαν απ' τη Πüλη για να τελειþσει τις εγκýκλιες σπουδÝς της στην ΑθÞνα κι Ýπειτα, -προσυμφωνημÝνο με τη μητÝρα και τον προστÜτη τους ΕμμανουÞλ ΡοδοκανÜκη-, να μεταβοýνe στο ΜÜντσεστερ της Αγγλßας για περαιτÝρω σπουδÝς. Στην ΑθÞνα μÝνανε σε κÜποιο σπßτι που εßχε μια κÜμαρη κι ο νεαρüς 20Üχρονος φοιτητÞς τüτε, ΣουρÞς. Εκεßνος ανÝλαβε να προγυμνÜσει στα μαθÞματα, τη μικρÞ 14χρüνη Μαρßα. ΓρÞγορα μεταξý τους αναπτýχθηκεν αßσθημα και μια μÝρα ο ΣουρÞς Ýγραψε πÜνω σε τετρÜδιü της: "Σ' αγαπþ", Ýλαβε απü κÜτω την απÜντησÞ της: "Κι εγþ"! Ευτυχþς το αßσθημα Ýχαιρε της εγκρßσεως της μητρüς της που συμπαθοýσε το νεαρü. ¼ταν üμως τÝλειωσεν η μικρÞ το γυμνÜσιο κι Ýπρεπε να γßνουνε τα προσυμφωνημÝνα, τα πρÜματα εßχαν αλλÜξει κι üταν πληροφορÞσανε τον ΕυεργÝτη, εκεßνος θýμωσε κι απÝσυρε την αρωγÞ του.
     Η μικρÞ δεν αποκαρδιþθηκε. Παραδßδει μαθÞματα γαλλικÞς κι ελληνικÞς στα κορßτσια φιλικþν σπιτιþν, ενþ η μητÝρα της διορßζεται προúσταμÝνη στο τμÞμα πωλÞσεων των Απüρων Γυναικþν. Ο δειλüς ΣουρÞς παρηγορεß την αγαπημÝνη του λÝγοντας: "Μη μου στεναχωριÝσαι Μαρß μου" -Ýτσι την Ýλεγε πÜντα-, "Ýχε μου εμπιστοσýνη και κÜτι θα γßνω κι εγþ μια μÝρα". ΤελικÜ τελÝσανε το μυστÞριο μετÜ λßγα Ýτη -στις 30 ΓενÜρη 1881- και μια διαρκÞς τρυφερüτητα, μια βαθýτατη εκτßμηση κι αγÜπη, τους συνÝδεσε. Εκεßνη του στÜθηκε πρüτυπο αφοσιωμÝνης συζýγου-συντρüφου, προστÜτις και μοýσα του. Εßχε μεγÜλου βαθμοý ανεπτυγμÝνο αßσθημα κοινωνικÞς και ψυχικÞς αξιοπρÝπειας. ¹τανε μητÝρα αυστηρÞ και μαζß στοργικÞ, οικοδÝσποινα εκλεκτÞ προσιτÞ και συγκαταβατικÞ. Αγαποýσε τον Üντρα της σα μεγÜλο παιδß -ο ΣτρατÞγης Ýγραψε κÜποτε πως η Μαρß μεγÜλωσεν 6 παιδιÜ- κι ο θÜνατüς του υπÞρξε το μεγαλýτερο πλÞγμα της ζωÞς της. ¸ζησεν Ýκτοτε σε μιαν αξιοπρεπÞ μüνωση. Λιγοστοß Üνθρωποι της τÝχνης, απο κεßνους που Üλλοτε φαßδρυναν το φιλολογικü τους σαλüνι, περνοýσαν κÜποτε να τη δοýνε.



     Η ßδια δε, ζοýσε με τις αναμνÞσεις της εποχÞς της, þσπου πÝθανε στις 23 Απρßλη 1934. Λßγο πριν το θÜνατü της, εßχε τη τýχη να παραστεß η ßδια με τον γιο της και τις κüρες της στα αποκαλυπτÞρια της προτομÞς του Üντρα της στο ΖÜππειο. ¹ταν Ιοýνιος του 1932 üταν ο Φιλολογικüς Σýλλογος Παρνασσüς Ýκανε τα αποκαλυπτÞρια της προτομÞς του ποιητÞ παρουσßα επισÞμων και κüσμου.  Ο Παýλος ΝιρβÜνας Ýγραψε την επομÝνη του θανÜτου της:

     "Ο ΣουρÞς, θα Þτο ως χθες εις τον παρÜδεισον των ποιητþν, ως Ýνα χαμÝνο αποπλανημÝνο παιδß... θα τη ζητοýσε διαρκþς 'που εßσαι Μαρß, Μαρß μου που εßσαι;' üπως κι εις την ζωÞν του. Τþρα δεν ξÝρει κανεßς αν πρÝπει να πενθÞση δια τον θÜνατüν της Þ να χαρÞ δια την ευτυχßαν του ποιητοý. Η Μαρß του εßναι πÜλι κοντÜ του"!

     Κι εδþ κλεßνω τη 1η παρÝνθεση και για το τß τελικÜ ισχýει, το αφÞνω στη κρßση σας Þ σε τυχüν νÝα μελλοντικÜ, στοιχεßα.

     Την εποχÞ που ο ΣουρÞς γνþρισε τη Μαρßα Þδη εßχε ξεκινÞσει τη συγγραφÞ στßχων, τους οποßους üμως αργüτερα δεν θεωροýσε καλοýς και διαρκþς παρþτρυνε τη σýζυγü του να τους καταστρÝψει. ΠαρÜλληλα συμμετεßχε και σε θεατρικοýς ερασιτεχνικοýς θιÜσους, τους οποßους üμως σýντομα διÝκοψε. ΣτρÜφηκε στη σατιρικÞ ποßηση γρÜφοντας σε ανÜλογα Ýντυπα της εποχÞς üπως "ΑριστοφÜνης" του Πηγαδιþτη, "Ασμοδαßον", "ΡαμπαγÜς" και το "Μη χÜνεσαι" του Γαβριηλßδη. Ο σατιρικüς ποιητÞς σε üλη του τη ζωÞ, Þτανε δοσμÝνος εξ ολοκλÞρου στη ποßηση σε τüσο μεγÜλο βαθμü, þστε δεν μποροýσε να κÜνει τßποτε Üλλο μüνος του. Ο ΣουρÞς Ýλεγαν, γρÜφει ποßηση κι üλα τα υπüλοιπα εßναι ευθýνη της Μαρßας. Ακüμα και τα γυαλιÜ του, απü τη σýζυγü του τα ζητοýσε. ΥπÞρξανε φορÝς, που ο ποιητÞς Ýγραφε για μÝρες σκυμμÝνος πÜνω απü το επüμενο φýλλο του Ρωμηοý του, αρνοýμενος να πÜει οπουδÞποτε ακüμα και για κοýρεμα! Τüτε η Μαρßα αναλÜμβανε και χρÝη κουρÝα.



     Στην ÝπαυλÞ του στο Ν. ΦÜληρο συγκεντρþνονταν üλοι οι θαυμαστÝς κι οι φßλοι του για να απολαýσουνε το περßφημο λογοτεχνικü σαλüνι του ΣουρÞ που Þταν και συνÜμα παρÜξενο καθþς οι βραδυÝς σε αυτü δεν εßχαν μüνο λογοτεχνικü χαρακτÞρα. ¼λος αυτüς ο κüσμος που μπαινüβγαινε καθημερινÜ στο σπßτι του, ερχüτανε για τα πÜντα σε επαφÞ με τη Μαρßα. Ο ποιητÞς Þ Ýγραφε Þ αναπαυüταν. Το κουδοýνι χτυποýσε απü νωρßς το πρωß ως αργÜ το βρÜδυ. Πüτε ο τυπογρÜφος, πüτε ο ταχυδρüμος, πüτε ο εκδüτης. ¼λοι κανüνιζανε την εργασßα τους με τη Μαρßα. Ακüμα και δουλειÝς που απαιτοýσανε σωματικÞ εργασßα και καταπüνηση, Ýρχονταν εις πÝρας απü κεßνη. Με τη βοÞθεια ενüς μικροý βοηθοý του Νßκου, που εßχε το παρατσοýκλι "Νßκος ο ΠρÜσινος", ετοιμÜζανε τα δÝματα για την αποστολÞ του Ρωμηοý στην επαρχßα.

     ΣχετικÜ με τη κατοικßα του στο ΝÝο ΦÜληρο, επßσης υπÜρχει μπüλικο ενδαφÝρον, οπüτε ανοßγω μια 2η παρÝνθεση για να τη πω:

   Στο ΝÝο ΦÜληρο ο Γ. ΣουρÞς Ýμενε αρχικÜ με ενοßκιο στην επß της οδοý ΣουρÞ 1 οικßα ΑντωνιÜδη. ¸γινε δε Φαληριþτης κι ιδιοκτÞτης της μοναδικÞς οικßας, που κατüρθωσε ν´ αποκτÞσει σε ολüκληρο τον βßο του, χÜρη σε φßλους και θαυμαστÝς του! ΣυγκεκριμÝνα οικοδομικÞ εταιρεßα, την οποßα εßχε ιδρýσει η ΠιστωτικÞ ΤρÜπεζα, Πρüεδρος της οποßας Þταν ο ΔημÞτριος Σγοýρος, φßλος του ΣουρÞ, ανÝλαβε το 1891 να κτßσει θερινÞ οικßα για τον ποιητÞ, με πολý καλοýς για αυτüν üρους.  Η εν λüγω οικοδομικÞ εταιρεßα, εßχε στη κατοχÞ της μια περιοχÞ που παλαιüτερα ονομÜζονταν ΜαδÜρα Þ ΜÜντρα του ΧαúμαντÜ, Ýκταση 32.607 τετραγωνικþν τεκτονικþν πÞχεων. Η οικßα ΣουρÞ κτßσθηκε επß οικοπÝδου 644 τεκτονικþν πÞχεων, επß της οδοý ΖαÀμη 9 (σημερινüς αριθμüς 18) σε απüσταση 18 μÝτρων απü τη παλαιÜ γραμμÞ του σιδηροδρüμου, με πρüσοψη 19,56 μÝτρων και συνüρευε ανατολικÜ με οικüπεδο της Εταιρεßας "ΝÝον ΦÜληρον" (18 μÝτρα), με οικßα Θ. Στεφανοποýλου με πλευρÜ 16,25 μÝτρα και με το οικüπεδο του ΜηνÜ Κορωναßου με πλευρÜ 24 μÝτρα. Κτßσθηκε απü τον εργολÜβο ΔηλαβÝρη, κατοßκου ΝÝου ΦαλÞρου.
     Η οικßα αυτÞ πωλÞθηκε στον ποιητÞ αντß του ποσοý των 12.545 δραχμþν, αλλÜ με την υποχρÝωση να καταβÜλλει μüνο 339,40 δρχ. τον μÞνα, με πρþτη δüση αρχομÝνη απü την 1η Απριλßου του 1892. ¸τσι τον Ιοýλιο του 1891 τÝθηκε ο θεμÝλιος λßθος της οικßας σε ειδικÞ εορτÞ. Το γεγονüς της αποκτÞσεως οικßας εξÝπληξε üχι μüνο τους γνωστοýς του ποιητοý αλλÜ κι αυτüν τον ßδιον γιαυτü κι ο ΣουρÞς, ως ΦασουλÞς Φιλüσοφος Ýγραψε στο Ρωμηü:

Να με φτýσεις ΠερικλÞ, αν Ýχω ως τþρα νοιþσει
πως Ýγινε, ποιος το ‘κτισε και ποιος θα το πληρþσει.

Η νÝα οικοδομικÞ εκεßνη εταιρεßα

που αγαθÜ στο ΦÜληρο προσÝφερε μυρßα
διÜ του προεδρεýοντος του Σγοýρου αναλαμβÜνει
να κτßσει Ýνα ΜÝλαθρον ιδßα της δαπÜνη
με δυο γερÜ πατþματα και τ' αναγκαßα üλα
εις τον ιππüτην ΦασουλÞν üπου του πρÝπει φüλα.

Υποχρεοýται δε κι αυτüς το σπßτι να πληρþνει
με την εν χρÞσει μÝθοδον την χρεωλυτικÞν
και πριν περÜσουν συν Θεü δÝκα και πÝντε χρüνοι
να μην οφεßλει τßποτα στην οικοδομικÞν;
Συμφþνως δε προς τας ρητÜς κι εγγρÜφους συμφωνßας
να προπληρþνει στην αρχÞν εκÜστης τριμηνßας.

Αν δ’ ο δεσπüτης ΦασουλÞς εις την ροÞν των χρüνων
καθυστερÞσει Ýξαφνα και μιαν δýσην μüνον
συνισταμÝνη εις δραχμÜς υπερτριακοσßας
εκτßθεται το σπßτι του επß δημοπρασßας
και μÝνει ως και πρüτερου φιλüσοφος ακτÞμων
μη Ýχων που την κεφαλÞν να κλßνει ο παντλÞμων.

   Ο θεμÝλιος λßθος της οικßας Γ. ΣουρÞ στο ΝÝο ΦÜληρο τÝθηκε τον Ιοýλιο του 1891 σε πανηγυρικÞ τελετÞ. ΠεριγρÜφοντας τη τελετÞ των θεμελßων ο ποιητÞς γρÜφει:

ΨαλÝντων δ’ ως Ýγγιστα τριþν ευαγγελßων

ηκοýσθη σýγχυσις πολλÞ και θüρυβος κι αντÜρα
κι ο ΦασουλÞς κατÝριψεν επß των θεμελßων
μια σφÜτζικα του ¼θωνος και μια χρυσÞ πεντÜρα
κι αρπÜξας ως φρενüπληκτος το πιο μικρü μωρü του
το Ýβαλ’ Ýτσι για καλü να κÜνει το νερü του
και κÜθε πνεýμα πονηρüν επÞγε κατÜ κρÜτος
κι εσφÜγη κüκορας παχýς και νυχοποδαρÜτος.

     Τα εγκαßνια της θερινÞς οικßας του ΦασουλÞ Φιλοσüφου τελÝσθησαν παρουσßα üλων των φßλων του, λογοτεχνþν της τüτε εποχÞς την 12η Ιανουαρßου 1892 ημÝρα ΚυριακÞ και þρα 03.00 μ.μ.  Για την τελετÞ των εγκαινßων ο αλησμüνητος ποιητÞς Ýστειλε εμμÝτρως τη κÜτωθι πρüσκληση προς τους φßλους του:

Ο ΦασουλÞς τα κÜτωθι αγγÝλει ταπεινþς
την δωδεκÜτην δηλαδÞ του τρÝχοντος μηνüς
την προσεχÞ ΚυριακÞ στας 3 το μεσημÝρι
κÜτω στο ΝÝο ΦÜληρο στο νÝο μου λιμÝρι
τελοýνται τα εγκαßνια τα τρομερÜ και γαýρα
κι ελπßζω να περÜσετε κακÜ ψυχρÜ και μαýρα.

     Τα εγκαßνια της πρþτης και τελευταßας ιδιüκτητης κατοικßας του ποιητοý λÜμπρυναν δια της παρουσßας των εκλεκτοß εκπρüσωποι των γραμμÜτων, φßλοι του ποιητοý με πρþτο τον ¢γγελο ΒλÜχο να απαγγÝλλει σατυρικü πεζογρÜφημα. Τον ακολουθεß ο Γερμανüς Μýλλερ που μßλησε στα γερμανικÜ. Κατüπιν τον λüγο λαμβÜνει ο ΚωστÞς ΠαλαμÜς που απÞγγειλλε ποßημα που Üρχιζε Ýτσι:

Τον ßσκιο του Ýνα σπßτι ρßχνει
στην ακρογιαλιÜ χτιστü
στα μÜτια εκεßνων που περνοýν και το θωροýν
δεν δεßχνει τßποτα ξεχωριστü....

     Κατüπιν απαγγÝλλουν ποιÞματα ο ΜιλτιÜδης ΜαλακÜσης κι ο Κωνσταντßνος Σκüκος, ο δε ΕυÜγγελος ΚουσουλÜκος (εκδüτης της εφημερßδας ΣΚΡΙΠ) παραδßδει γραπτþς τους στßχους του. Ακολοýθως απαγγÝλλει ο ΦιλοποιμÞν ΠαρασκευαÀδης, ο ΙωÜννης ΠολÝμης, ο Αχιλλεýς ΠαρÜσχος ο οποßος λÝει:

Υψοýνται τüσα μÝγαρα
στο ΦÜληρον ωραßα
κι Üλλα θÝλουν εγερθÞ
κι Üλλα  Ýτι νÝα
αλλÜ εις τον οικßσκον σου
τον ταπεινüν τοσοýτον
ουδÝν θα Ýχη πιστευτüν
το ýψος και τον πλοýτον.

     ¸τσι ο ΣουρÞς Ýγινε ιδιοκτÞτης Ýπαυλης στο ΝÝο ΦÜληρο που συνÞθιζε να διÝρχεται το θÝρος του, μαζß με üλη τη παρÝα του κι üπου Ýκλεισε για πÜντα εκεß τα μÜτια του στις 26 Αυγοýστου του 1919.



     Το 1969 οι δýο κüρες του (η μια εκ των οποßων Þρθε απü την Αγλλßα για τον σκοπü αυτü), μαζß με την εγγονÞ του, επισκÝφθηκαν για τελευταßα φορÜ το σπßτι της οδοý ΖαÀμη 18. ¸ντονα συγκινημÝνες θυμÞθηκαν ακüμα και για τη μηλιÜ που υπÞρχε Üλλοτε στον κÞπο, ενþ η μεγαλýτερη κüρη με δÜκρυα στα μÜτια Ýδειξε και εßπε "εδþ σ´ αυτü το μÝρος του κÞπου Þταν η μηλιÜ που ο μπαμπÜς καθüταν κι Ýπινε τον καφÝ του". Στην Üλλοτε οικßα του ΣουρÞ κατοικοýσε εσχÜτως η οικογÝνεια Ξýδη, η οποßα υποδÝχονταν ευχÜριστα κÜθε φορÜ τους επισκÝπτες που πÞγαιναν να δοýνε την οικßα του ΣουρÞ.

     Κι εδþ κλεßνω κι αυτÞ τη 2η παρÝνθεση και συνεχßζω:

    Ο ΣουρÞς για τη συγγραφÞ του Ρωμηοý εßχε καθορßσει Ýνα πρüγραμμα το οποßο τηροýσε σε κÜθε περßπτωση. ΚÜθε εβδομÜδα, τις ημÝρες Τρßτη, ΤετÜρτη και ΠÝμπτη, τα πρωινÜ, κλεινüτανε σ' Ýνα δωμÜτιο του πÜνω ορüφου του σπιτιοý του. Σε αυτü υπÞρχε μüνον Ýνα τραπÝζι πÜνω στο οποßο βρßσκονταν αραδιασμÝνες üλες οι εφημερßδες της εποχÞς. Απü αυτÝς ο ΣουρÞς μÜθαινε τα γεγονüτα τα οποßα καλοýνταν στη συνÝχεια να αποδþσει με τον δικü του ιδιαßτερο τρüπο. ΜÝχρι τη ΠÝμπτη το απüγευμα Ýπρεπε η συγγραφÞ του τεýχους του Ρωμηοý να Ýχει τελειþσει. Τη ΠÝμπτη το βρÜδυ ο ποιητÞς κατÝβαινε στο σαλüνι του σπιτιοý του üπου παρουσßα της Μαρßας και φßλων, διÜβαζε τα üσα εßχε γρÜψει. Απü αυτÞ την ανÜγνωση, εισÝπραττε τις πρþτες εντυπþσεις κι Ýκανε τις τελευταßες μικροδιορθþσεις πριν αποστεßλει την εφημερßδα στο τυπογραφεßο.
     Η Μαρßα εßχε δþσει αυστηρÜ εντολÞ στον τυπογρÜφο, μετÜ την εκτýπωση της εφημερßδας, να της επιστρÝφει τα χειρüγραφα. Εßχε δημιουργÞσει Ýτσι, Ýνα αρχεßο χειρογρÜφων του ποιητÞ, χρονικÞς διÜρκειας 36 ετþν. ¼λοι ανÝμεναν με πραγματικÞν αγωνßα να διαβÜσουν το Σαββατοκýριακο το νÝο τεýχος που Ýθιγε üλα τα γεγονüτα της εβδομÜδας που πÝρασε. Ο Ρωμηüς Þταν ο καθρÝπτης της ελληνικÞς κοινωνßας, παρουσιÜζοντας üλα τα προτερÞματα κι ελαττþματÜ της. Ο ΣουρÞς δεν Þταν απλþς Ýνας σατιρικüς ποιητÞς. ¹ταν Ýνας φιλüσοφος! ΥπÞρξε δε κι Üριστος μεταφραστÞς αρχαßων κειμÝνων, üπως εßχε πρÜξει με τις ΝεφÝλες του ΑριστοφÜνη.
    ΚÜθε βρÜδυ, üλες τις ημÝρες της εβδομÜδας στο σαλüνι του σπιτιοý τους γßνονταν συγκεντρþσεις, που πÜντα ξεκινοýσαν με παιχνßδια τρÜπουλας (του ΣουρÞ του Üρεσε να παßζει μÜους Þ πüκερ). ΜετÜ τα χαρτιÜ συνÞθως απÞγγειλαν ποιÞματα και στη συνÝχεια επιδßδονταν σε πνευματιστικÝς συγκεντρþσεις για τις οποßες πολλÜ Ýχουν γραφτεß. Η απÞχηση του ΣουρÞ οφειλüταν στο γεγονüς üτι ο χαρακτÞρας του ßδιου του ποιητÞ κι η ακεραιüτητÜ του, περνοýσαν μÝσα απü τις στÞλες του Ρωμηοý στους αναγνþστες, εκφρÜζοντας τον μÝσο Üνθρωπο της εποχÞς Ýναντι των διαφüρων γεγονüτων κοινωνικοý Þ πολιτικοý χαρακτÞρα. Ο ΣουρÞς Ýκανε για πολλÜ χρüνια τους ¸λληνες να ευθυμοýν παρüτι ο ßδιος Þταν ολιγüλογος και στην üψη μελαγχολικüς. Αποτελοýσε πρüτυπο χριστιανοý και καλοý οικογενειÜρχη. Στο ΝÝο ΦÜληρο συνÞθιζε να εμφανßζεται πÜντα με τη σýζυγü του. ΓρÞγορα στο τραπÝζι στο οποßο κÜθονταν, συμπληρþνονταν διαρκþς με Üτομα και γρÞγορα το τραπÝζι του ΣουρÞ καταλÜμβανε το μεγαλýτερο μÝρος του καταστÞματος üπου εκεßνος τýχαινε να βρεθεß.


Φωτογραφßα που ανÞκει στην Μυρτþ Λουμπιþτη, 2τοκο κüρη του ΣουρÞ.
Το θÝμα της εßναι φυσικÜ το "Φιλολογικü Σαλüνι του ΣουρÞ".
Σε μια και μüνο φωτογραφßα καταγρÜφονται:
Ι. ΔαμβÝργης, ΜπÜμπης ¢ννινος, Γεþργιος Ροúλüς, ¢δωνις Κýρου, Κρßτων ΣουρÞς (γιος του ΣουρÞ), ΚωστÞς ΠαλαμÜς, Γεþργιος ΣτρατÞγης, ΙωÜννης ΠολÝμης, ΠερικλÞς Γιαννüπουλος, ο ßδιος ο ποιητÞς, η κüρη του ¸λλη ΣουρÞ ΜοσχονÜ, ο Γρηγüριος Ξενüπουλος, ο Γεþργιος Πωπ, ο ΜιλτιÜδης ΜαλακÜσης, ο ΓερÜσιμος Βþκος, ο ΙωÜννης Παπαδιαμαντüπουλος (γνωστüς ως Ζαν ΜωρεÜς), η ΔÝσποινα Κωνσταντινßδου (πεθερÜ του Γεωργßου ΣουρÞ) κι ο ΑνδρÝας Καρκαβßτσας.

     Εδþ θα πρÝπει να ανοßξω μια 3η παρÝνθεση για μερικÜ ευτρÜπελα τεκταινüμενα στο Σαλüνι Του ΣουρÞ αλλÜ κι εκτüς του σαλονιοý του:

     ΚÜθε μÝρα σχεδüν δÝχονταν στο σπßτι τους, üλη την αφρüκρεμα του τüτε φιλολογικοý χþρου. ΜÝσα λοιπüν σε τοýτο το σαλüνι, -αλλÜ κι αλλοý- συχνÜ συνÝβαιναν διÜφορα και μερικÜ εκ των οποßων θα τα μεταφÝρω εδþ γιατß πραγματικÜ πιστεýω πως αξßζουνε τον κüπο.

 1). πνευματιστικÝς συνεδριÜσεις: ΑφορμÞ για να ξεκινÞσουνε στÜθηκε η απþλεια ενüς μÜρσιπου περιÝχοντος επιτραπÝζια σκεýη, γεγονüς μÜλιστα που ο ΣουρÞς τραγοýδησε σε στßχους:

               Ω τεθλιμÝνη σýζυγος και τÝκνα προσφιλÞ
               του ταλαιπþρου ¸λληνος και βλÜμη ΦασουλÞ
               ο δυστυχÞς μας μÜρσιπος εχÜθη δια πÜντα
               και τüσα επροκÜλεσε περßεργα συμβÜντα
               και τþρα σας πληροφορþ πως απü 'δω και πÝρα
               σερβßτσια πια δε θα 'χωμε να κÜνουμε βεγγÝρα.
               οýτε σαν πριν θα δßνουμε στο σπιτικü μας μπÜλους
               στα σερκλ-Ανγκλαß, στα ντιστεγκÝ και σ' üλους τους μεγÜλους.

     ΑποφÜσισε λοιπüν να καταφýγει στις μαντικÝς επινεýσεις των ...πνευμÜτων. Η συντροφιÜ τοποθετÞθηκε γýρω απü το μαγικü τραπεζÜκι, σκοτεινÜ κι ακοýμπησε τα δÜχτυλÜ της, περιμÝνοντας το πνεýμα του ...του Βßκτωρος Ουγκþ, που απü συναδελφικÞ αλληλεγγýη θ' αποκÜλυπτε τον κλÝφτη του μÜρσιπου. ΑλλÜ ο ΓÜλλος ρομαντικüς -πιθανþς γιατß ο ΣουρÞς δεν Þτο κατÜλληλα προετοιμασμÝνος και καθαρμÝνος-, δε φÜνηκεν αντÜξιος των ... προσδοκιþν.


               ................................. αρχßζω να βογγþ
               κι εξαßφνης εμφανßζεται ο ποιητÞς Ουγκþ.
               Περß μαρσßπου τον ρωτþ εν πÜση ψυχραιμßα,
               αλλ' ου φωνÞ κι ακρüασις κι απÜντηση καμμßα.
               Τον ερωτþ και δεýτερον με βλÝμμα σκυθρωπüν
               κι εκεßνος αλÜ ΓαλλικÜ το στρßβει σιωπþν.

               Ξαναβογγþ λοιπüν κι εγþ και νÜσου ο ΣαιξπÞρος,
               μου λÝγει δε, πως Ýνδοξος ως ποιητÞς θα γßνω,
               και μετÜ θÜνατον κι εγþ αθÜνατος θα μεßνω
               κι ουδÝ να χÜνομαι ποσþς για μßα παλιοτσÜντα,
               αφοý θα στÞσει κι εις εμÝ το ¸θνος ανδριÜντα.

     Αλλ' ο ΣουρÞς επÝμενε για τα χαμÝνα μαχαιροπÞρουνα κι ο μεγÜλος δραματουργüς ερεθßστηκε και ...


               Δßχως καν μια λÝξη να προφÝρει
               σηκþνει κατεπÜνω μου το φοβερü του χÝρι
               κι ενþ αργÜ εσÞμαινε το εκκρεμÝς τρισÞμισυ,
               μου Ýδωσ' Ýνα φÜσκελο να το 'χω για ενθýμηση.

     Το "τραπεζÜκι" Ýγινεν απü τüτε η τακτικÞ τους απασχüληση. ΠροσπÜθησαν μÜλιστα να επαναλÜβουνε τα πειρÜματÜ τους και με το ...μεγÜλο τραπÝζι της κουζßνας. Οι κρüτοι Þτανε τüσο δυνατοß που ακουγüντανε στο δρüμο. Η γειτονιÜ εßχεν αναστατωθεß κι ονüμασε το σπßτι, "σπßτι των φαντασμÜτων"!

     Μια φορÜ, το πνεýμα του... Τολστüú τους ανÞγγειλε πως σε ορισμÝνο σπßτι της οδοý Καποδιστρßου, πÝθαινε κεßνη την þρα, Ρþσος ιερÝας, που 'χεν ανÜγκη βοηθεßας. Μερικοß τρÝξαν εκεß κι üντως εξακρßβωσαν πως υπÞρχε Ρþσος παπÜς, που üμως Þτο θαυμÜσια στην υγεßα του και μÜλιστα τους κυνÞγησεν Üσχημα, γιατß του χαλÜσανε τον ýπνο.
     Ο Κωνσταντßνος ΜÜνος, καλοýσεν επß πολλÞν þρα τα πνεýματα των συγγενþν του, Φαναριωτþν. ΑλλÜ κι ο ΣτρατÞγης ανυπομονοýσε να μÜθει για κÜποιο θεßο του ΣωτÞρη, που πνßγηκε και θυμωμÝνος απü την ανυπομονησßα, στρÜφηκε στον ΜÜνο με τραχýτητα:
 -"ΕξαντλÞσατε, τÝλος πÜντων, το γενεαλογικüν σας δÝνδρον για να ρωτÞσουμε κι εμεßς τους συγγενεßς μας"; Αν δεν παρÝμβαινε ο ΔαμβÝργης, μ' Ýνα λογοπαßγνιο που 'φερε γÝλια, θα μποροýσανε και να 'χανε μαλλþσει σοβαρÜ.
     ¢λλοι πßστευαν με φανατισμü κι Üλλοι, üπως ο ΣουρÞς, απλÜ διασκεδÜζανε και φυσικÜ, γινüντουσαν πολλÝς πλÜκες σκηνοθετημÝνες και μη. ΠÜντως η φÞμη των συγκεντρþσεων αυτþν Þτανε τÝτοια, που κÜποτε, Þρθε ειδικþς απü τη Κüρινθο κι Ýνας δικολÜβος που 'χε τη μονομανßα ν' αναζητÜ χαμÝνους θησαυροýς. Το "τραπεζÜκι" του υπÝδειξεν Ýνα υπüγειο στα ΓαυγÜμηλα της... Ασσυρßας.
     ΤελικÜ εßχανε πÜρει τÝτοιαν Ýκταση που üπως προεßπα, οι εφημερßδες παρÝκαμπταν τα κοσμικÜ, για να καταγρÜφουνε τα δρþμενα στο σαλüνι του ΣουρÞ. Το ...κακü σταμÜτησεν αργüτερα, üταν με τη παρÝμβαση γιατρþν τρομÜξανε πως θα καταλÞξουνε στο ΔρομοκαÀτειο.

  2). ανÝκδοτÜ του: Η μυωπßα του Þταν μια απü τις αιτßες της φυσικÞς του δειλßας. Δε τολμοýσε να μπει σε καφενεßο με κüσμο, δßσταζε να διασχßσει τον δρüμο, τρüμαζε να περÜσει ανÜμεσα απü καρÝκλες και πÜγκους. Στο στρατü απαλλÜχτηκε, γιατß κÜνοντας μεταβολÞ, λßγον Ýλειψε να βγÜλει το μÜτι του αξιωματικοý του με τη ξιφολüγχη. ΣυχνÜ χαιρετοýσε στ' ανοιχτÜ παρÜθυρα, αιγινÞτικα κανÜτια, που τα νüμιζε για γειτüνισσÝς του.
     ΚÜποτε τονε γρατζοýνισεν Üσχημα η γÜτα του, κοιμισμÝνη στον καναπÝ, γιατß τηνε πÝρασε για ...εφημερßδα και την Üρπαξε να τη ...διαβÜσει. Εξ ßσου συχνÜ νüμιζε τους ρασοφüρους σπουδαστÝς της Ριζαρεßου, για μαυροφορεμÝνα κορßτσια του Αμαλιεßου Ορφανοτροφεßου κι Ýψαχνε κÜτω απü το ρÜσο με τα μÜτια του να δει λιγÜκι γÜμπα, που Þταν η αδυναμßα του.
     Στη γιορτÞ του, αγαποýσε να δÝχεται για δþρα, γλυκÜ, αντßθετα τον εκνεýριζε να του στÝλνουνε λουλοýδια:
 -"Για πριμαντüνα με περÜσανε" θýμωνε!
     ΚÜποτε αποφÜσισε να πÜει για λουτρÜ στη ΚυλλÞνη. ΚουβÜλησεν Ýνα τερÜστιο μπαοýλο, στο οποßον üμως εßχε βÜλει μÝσα μüνον Ýνα νυχτικü και μια ...τσατσÜρα. Στο γυρισμü μÜλιστα, ξÝχασε το νυχτικü και επÝστρεψε κουβαλþντας τη ...μπαουλÜρα με τη τσατσÜρα μüνο μÝσα της!
     ΚÜποτε ο Σκουλοýδης εßπε στον ΣουρÞ, Ýχοντας υπ' üψη του την ευρýτατη κυκλοφορßα του Ρωμηοý που üμως πουλιüτανε φτηνÜ:
 -"Αν εßχατε γεννηθεß ΓÜλλος, θα Þσαστε εκατομμυριοýχος".
     Κι ο ΣουρÞς απÜντησεν ετοιμüλογα:
 -"Καλλßτερα θα Þταν αν οι ΓÜλλοι εßχανε γεννηθεß ...¸λληνες".

     Εδþ κλεßνω τη 3η και τελευταßα παρÝνθεση, και συνεχßζω με το φινÜλε...

    Κι αν το σπßτι του ΣουρÞ Þταν ανοιχτü για üλους, ο ßδιος σýχναζε και διατηροýσε φιλßα με τον ζωγρÜφο Γεþργιο Ροúλü ο οποßος εßχε διαμορφþσει το Ýνα πυργüσπιτο της ΚαστÝλλας σε ατελιÝ. Εκτüς απü το ΣουρÞ στο ατελιÝ του Ροúλοý στη ΚαστÝλλα σýχναζε κι ο τρßτος φßλος της παρÝας ο Παýλος ΝιρβÜνας που üπως Ýγραψε ο ßδιος στο περιοδικü ΝÝα Εστßα πÞγαινε για να δει απü κοντÜ τον Ροúλü να εργÜζεται. Απü αυτÞ τη γνωριμßα ο Ροúλüς εμπνεýστηκε Ýναν απü τους ομορφüτερους πßνακÝς του στον οποßο απεικονßζει τüσο το ΣουρÞ üσο και τον ΝιρβÜνα. Πρüκειται για το Ýργο του με τßτλο Ποιηταß ο οποßος Ýχει ως κεντρικü του θÝμα τον ΑριστομÝνη ΠροβελÝγγιο να διαβÜζει Ýνα ποßημα σε συγκÝντρωση ποιητþν.



     Απü αριστερÜ της ελαιογραφßας προς τα δεξιÜ απεικονßζεται ο επßσης Πειραιþτης Γεþργιος ΣτρατÞγης, ο Γεþργιος Δροσßνης, ο ΙωÜννης ΠολÝμης, ο ΚωστÞς ΠαλαμÜς, ο Γεþργιος ΣουρÞς και τÝλος ο ΠροβελÝγγιος που κρατÜ στο χÝρι του Ýνα χαρτß απü το οποßο απαγγÝλλει το ποßημÜ του. Χαρακτηριστικü της διαθÝσεως του ΣουρÞ να σατιρßζει τη καθημερινüτητα, εßναι και ο τρüπος με τον οποßο ανÞγγειλε αýξηση της τιμÞς πωλÞσεως του φýλλου του:

   Μες στων φüρων την αντÜρα
    ο ’Ρωμηüς’ μας μια δεκÜρα!

     Ο Νεοφαληριþτης λογοτÝχνης, ακαδημαúκüς και φßλος του ποιητÞ Παýλος ΝιρβÜνας Ýγραφε: "Το σπßτι του ΣουρÞ Þταν ανοικτü εις üλους. Δεν υπÞρξε ü,τι εννοοýμε συνÞθως Ýνα σπßτι, υπÞρξε Ýνα πανδοχεßον συμπαθητικüν, εις το οποßον συνηντÞθη κι απü üπου επÝρασε üλη η πüλις, üλη η ΕλλÜς". Κι αλλοý σημεßωνε: "Ο ΣουρÞς υπÞρξε κυρßως εκεßνο που υπÞρξε. Δεν εμιμÞθη κανÝνα, δεν εφιλοδüξησε ποτÝ να γßνη οýτε διδÜσκαλος, οýτε μαθητÞς κανενüς. ΥπÞρξεν Ýνας αυθüρμητος και μια πηγÞ πλουσßων δροσισμþν. Η εποχÞ του τον ηγÜπησε. Και εκεßνοι που θα Ýλθουν κατüπιν δεν θα τον λησμονÞσουν". ΣχετικÜ με την ιδιüτυπη, ρÝουσα, μικτÞ γλþσσα του ποιητÞ ο Ξενüπουλος στο ειδικÜ αφιερωμÝνο φýλλο της εφημερßδας ΕΣΤΙΑ στις 3 ΣεπτÝμβρη 1919 σημεßωνε:

   "Πλανþνται üσοι νομßζουν, üτι η γλωσσικÞ ακαταντασßα του ΣουρÞ τον καταδικÜζει δια παντüς εις λÞθην. Η ποßησßς του θα δειχθεß μια ημÝραν ανωτÝρα της ΓραμματικÞς και οι σοφοß του μÝλλοντος, με πολý ευρýτερον πνεýμα απü το σημερινüν το σχολαστικþτατον, θα διακρßνουν ασφαλþς üτι ο Ýξοχος σατιρικüς εßχε γλþσσαν εντελþς ιδικÞν του, üτι Ýπαιξε ευθýμως με τους γλωσσικοýς τýπους üλων των ελληνικþν αιþνων και üτι, δια το αυτü κωμικü αποτÝλεσμα εδανεßζετο εναλλÜξ απü το αρχαßον βιβλßον, απü την μεσαιωνικÞν φυλλÜδα Þ απü την σýγχρονον αγορÜν".

     ΣυμπαθÝστατος κι εκτιμþμενος απ' üλους προτÜθηκε το 1908, για το βραβεßο Νüμπελ, με τη πρüθυμη πρωτοβουλßα και της ΒουλÞς. Το 1911 τιμÞθηκε με τον Χρυσοýν Σταυρü Του ΣωτÞρος. Την 26η Αυγοýστου 1919 στις 10:00 το πρωß ο υμνητÞς της Ρωμιοσýνης αποχαιρÝτησε τη ματαιüτητα του κüσμου τοýτου στην ιδιüκτητη οικßα του στο ΝÝο ΦÜληρο, τüτε κοσμοπολßτικο παραθαλÜσσιο θÝρετρο, üπου κÜθε καλοκαßρι συνÞθιζε να παραθερßζει, στην ηλικßα των 66 ετþν. Κηδεýτηκε δημοσßα δαπÜνη με τιμÝς στρατηγοý παρακαλþ. Η Πολιτεßα τονε βρÜβευσε μετÜ θÜνατον και με τον ΤαξιÜρχη Του ΣωτÞρος. Στον τÜφο του στο Α' Νεκροταφεßο Αθηνþν, στÞθηκε προτομÞ του, Ýργο του γλýπτη Ν. ΓεωργαντÞ κι Üλλη μια στÞθηκε στην εßσοδο του Ζαππεßου, Ýργο του γλýπτη Γ. ΔημητριÜδη.


========================


               Λßγο ΜελÜνι... *

Λßγο μελÜνι και χαρτß και λßγοι πÜλι στßχοι
εßναι το μüνο δþρο μου οποý θα σου χαρßσω...
ΚαλÜ που μου 'δωσε κι αυτοýς η ακριβÞ μου τýχη,
γιατß αλλιþς δε θα 'ξερα πως να σε χαιρετÞσω.

Ως τþρα Üλλο τßποτα απ' το δικü μου χÝρι,
παρÜ πολλοýς νερüβραστους και κρýους στßχους εßδες.
ΑλλÜ κι οι στßχοι που και που, καμμιÜ φορÜ, ποιος ξÝρει,
αν Ýχουν δþρα ζηλευτÜ και ζωντανÝς ελπßδες.

Οι ευτυχßες που 'ψαλλα τüσες φορÝς για σÝνα
αν Ýξαφνα φτεροýγιζαν με την αυγÞ μπροστÜ σου,
θα Ýβλεπες τι εßχανε οι στßχοι μου κρυμÝνα
κι Üλλη χαρÜ δε θα 'θελε στο κüσμο η καρδιÜ σου.

* το ποßημα τοýτο Ýκαμε δþρο τη πρωτοχρονιÜ του 1878, στη μετÝπειτα γυναßκα του Μαρßα.

          Στη Γυναßκα Μου 

ΠροσφιλÝς μου ταßρι, δßχως να στο πω,
το καταλαβαßνεις üτι σ' αγαπþ.
Κι αν με σε κακιþνω στη κακÞ μου þρα
κι αρχινÜ μουρμοýρα και κακογλωσσιÜ,
μου αρÝσει να 'χω και ολßγη μπüρα,
μου αρÝσει λßγη φουσκοθαλασσιÜ.

Δßχως πεßσμ' αγÜπη, δßχως λßγη πßκρα,
δεν αξßζει διüλου και δεν Ýχει γλýκα.
ΒÜστα μου, γυναßκα, μοýτρα σοβαρÜ
και κλωστÞ σου κüβω, κÜκια σου κρατþ,
επειδÞ νομßζω πως καμμιÜ φορÜ
κι η πολλÞ μπουνÜτσα φÝρνει εμετü.

ΠροσφιλÝς μου ταßρι, δßχως να στο πω,
το καταλαβαßνεις üτι σ' αγαπþ.
Σ' αγαπþ με γÝλια, μα και θυμωμÝνη
κι αν ποτÝ γυρßζω να ιδþ καμμιÜ,
πÜντα üμως κτÞμα ιδικü σου μÝνει
η καρδιÜ μου üλη και... η ασχημιÜ.

                ΚαρναβÜλι

Τι θÝλει ο λαüς αυτüς ο αποβλακωμÝνος,
που μασκαρÜς ξεκÜλτσωτος εβγÞκε στο σεργιÜνι,
κι εδþ κι εκεßθε πιλαλÜ καταμουντζουρωμÝνος;
Δεν θÝλει τßποτα, καλü μουντζοýρωμα του φθÜνει...
Μουντζοýρα για τη μοýρη του και Üλλο δεν γυρεýει,
ο ßδιος μασκαρεýεται αντß να μασκαρεýει.

ΠοτÝ τους ΚυβερνÞτας του δεν θÝλει να πειρÜξει,
κι αν κÜποτε με τ’ üνομα του κλÝφτη τους στολßζει,
üμως ως κÜτω χαιρετÜ του κλÝφτη το αμÜξι,
και με τα δυο του γüνατα εμπρüς του γονατßζει.

¸πειτα ο κυρßαρχος Ýχει κι αυτÞ τη χÜρη,
να τρÝμει για τη φυλακÞ, να φεýγει το στιλιÜρι.
Μπορεß να μουντζουρþνεται με τιγανιοý μουντζοýρα,
να γßνεται και γÜδαρος, να σÝρνεται, να σÝρνει,
αλλ’ üχι να φορεß ποτÝ και Üρχοντος φιγοýρα….
δεν αγαπÜ να δÝρνεται, δεν αγαπÜ να δÝρνει
Αφοý αφÞνει φανερÜ καθÝνας να τον κλÝβει,
τι θα κερδßσει τÜχατε και αν τους μασκαρεýει;

Για δÝτε τι ξεκÜλτσωτοι, για δÝτε τι μουντζοýρα!
για δÝτε κι Ýναν απ’ εδþ με μια κοντÞ βελÜδα,
για δÝτε κι Üλλον απ’ εκεß με ψεýτικη καμποýρα…
Μπορεß κανεßς να μη γελÜ σε τüση εξυπνÜδα;
ΓελÜ ο τÜδε κýριος κι η δεßνα η κυρßα,
μα ξεκαρδßζομαι κι εγþ απü την… αηδßα.

        Αποκρηαßς

Κι ἐγὼ τραγοýδια νÝα θὰ τονßσω
σ’ αὐτὸ τὸν μασκαρÝνιο μας καιρü,
καὶ μασκαρᾶς ἐμπρüς σας θὰ πηδÞσω
νὰ σýρω ἀποκρηÜτικο χορü.
Ὄπ! Ὄπ! στὸ γῦρο ὅλοι... τιριρß...,
καρσιλαμᾶ ἡ λýρα μου βαρεῖ.

Στοὺς τωρινοὺς καιροὺς τῆς Ρωμηοσýνης
τραγοýδια δὲν μᾶς πρÝπουν σοβαρÜ,
οὔτε κλωνÜρια δÜφνης καὶ μυρσßνης,
μᾶς φθÜνει μουσικὴ τοῦ ταμπουρᾶ.
Γυναῖκες, ἄνδρες ὅλοι τὸ χορü,
καὶ σᾶς κρατῶ τὸ ἴσο... τιριρü.

Ὅλο τὸ χρüνο εἴμαστε μπερλßναις,
κι’ ὅμως βαστοῦμε ὕφος σοβαρü,
καὶ γιὰ τῇς δüξαις σκοýζουμε ἐκεßναις,
ποὺ ἄλλοτε τῇς εἴχαμε σωρü.

Ὄπ! Ὄπ! στὸ γῦρο ὅλοι... τιριρÜ...,
γιὰ βÜλετε στὰ πüδια σας φτερÜ.

Μὰ σὰν ἐλθῇ τρελλὸ τὸ καρναβÜλι,
ἀφßνομε τὴν πüζα τὴν πλαστÞ,
γιὰ μιὰ στιγμὴ ἀλλÜζομε κεφÜλι,
καὶ μασκαρÜδες βγαßνομε σωστοß.

Ὄπ! Ὄπ! πηδᾶτε ὅλοι σας ψηλÜ,
ἡ φτÝρναις σας ν’ ἀνÜψουν... τραλαλÜ.

Ὅλα σ’ αὐτὴ τὴ γῆ μασκαρευτῆκαν,
ὀνεßρατα, ἐλπßδες καὶ σκοποß,
ἡ μοýραις μας μουτσοýναις ἐγινῆκαν,
δὲν ξÝρομε τι λÝγεται ντροπÞ.

Ὄπ! Ὄπ! στὸ γῦρο ὅλοι... τραλλαλü...,
κι’ ἐγὼ μασκαρεμμÝνος σᾶς γελῶ.

                 Ο ΣκαρτÜδος*

Ἕνας σκαρτÜδος Βρεττανὸς προχθὲς ἀνÝβη μüνος
ἀπÜνω στὴν Ἀκρüπολι τὴ δüξα μας νὰ ᾿δῇ,
κι᾿ ὅσο τὰς στÞλας ἔβλεπε τοῦ θεßου Παρθενῶνος,
ἐσυγκινεῖτο κι᾿ ἔκλαιε σὰν τὸ μωρὸ παιδß.
Τὸν ἔπιασε ντελßριο, τὸν ἔσφιξ᾿ ἡ καρδιÜ του,
κι᾿ ἐστÜλαζαν ᾿στὰ μÜρμαρα ζεστὰ τὰ δÜκρυÜ του.

Κι᾿ ἀμÝσως τüτε ἔγραψε μὲ φοῦρκα ᾿στὸ Λονδῖνο
῾στὴν Ἄνασσα Βικτþρια ὀπßσω νὰ μᾶς δþσῃ
τὰ ὅσα ἐσουφρþθησαν ἀπ᾿ τὸν γνωστὸ Ἐλγῖνο,
γιατὶ ἀργὰ ἢ γρÞγορα θὲ νὰ τὸ μετανιþσῃ.
Αὐτὰ καὶ ἄλλα ἔγραψε ὁ κýριος σκαρτÜδος,
χωρὶς γι᾿ αὐτὸ τὴν ἄδεια νὰ πÜρῃ τῆς ἙλλÜδος.

Τß διÜβολο;... κÜθε τρελλὸς σ᾿ ἐμᾶς θὰ ξεθυμαßνῃ;
ποιὸς τοὖπε τοýτου τοῦ μουρλοῦ γιὰ μÜρμαρα νὰ γρÜψῃ;
καὶ ἂν γυμνὸς ὁ Παρθενῶν κι᾿ ἐρημωμÝνος μÝνῃ,
θαρρῶ κανÝνας Ἕλληνας γι᾿ αὐτὸ πὼς δὲ θὰ κλÜψῃ.
Ἐμεῖς ἐσυνειθßσαμε σὲ τÝτοια καὶ δὲν κλαῖμε,
κι᾿ ἐκεῖνα ποὺ μᾶς ἔκλεψαν ὀπßσω δὲν τὰ θÝμε.

Κι᾿ ἂν θὲς ν᾿ ἀκοýσῃς, Ἄνασσα τῶν Βρεττανῶν, κι᾿ ἐμÝνα,
τὸ λÜμπον Μεγαλεῖüν σου θερμῶς παρακαλῶ,
νὰ μὴ μᾶς στεßλῃ τßποτε ἀπ᾿ ὅλα τὰ κλεμμÝνα,
καὶ νὰ βουλþσῃ τὸ αὐτὶ γιὰ τοῦτο τὸν τρελλü.
Σὲ βεβαιῶ, ΠαντÜνασσα, πὼς διüλου δὲ μᾶς μÝλλει,
κανεὶς δὲν τοὖπε τßποτα, κανÝνας δὲν τὰ θÝλει.

Ὦ ΒρεττανÝ, τοὺς Ἕλληνας μη κλαῖς γιὰ Παρθενῶνες,
καὶ οὔτε γρÜμματα πικρὰ στὴν Ἄνασσα νὰ στÝλλῃς,
πÝρνε σὰν τὸν ΠαρÜσχο μας ἀπὸ τὴ γῆ κοτρῶνες,
καὶ στοßβαζε κι᾿ ἀσβÝστωνε καὶ κÜνε ὅσους θÝλεις.
Ὅπου πατÞσῃς μÜρμαρα, ὅπου σταθῇς μνημεῖα,
καὶ ἀπὸ ἀρχαιüτητας παντοῦ ἐπιδημßα.

Κι᾿ ἂν ἔχῃς ὄρεξι νὰ κλαῖς μὲ ὅλη τὴν καρδιÜ σου,
γι᾿ ἄψυχα μÜρμαρα μὴν κλαῖς καὶ γιὰ παλῃὰ κεφÜλια,
τὰ ζωντανὰ ἀγÜλματα γιὰ κýτταξε ᾿μπροστÜ σου,
κι᾿ ἐμᾶς νὰ κλÜψῃς, ΒρεττανÝ, καὶ τὰ κακÜ μας χÜλια.
Τὰ πýρινÜ σου δÜκρυα γιὰ ᾿μᾶς δὲν πᾶν χαμÝνα...
ὤ! κλÜψε γιὰ τοὺς Ἕλληνας, μὰ κλÜψε καὶ γιὰ ῾μÝνα.

Καὶ στεῖλε ᾿στὴ Βικτþρια ἄλλο καινοýριο γρÜμμα,
καὶ πÝς της γιὰ τὸ χÜλι μας καὶ τὴν κακÞ μας μοßρα,
καὶ παρακÜλει την καὶ σὺ μὲ πüνο καὶ μὲ κλÜμμα
νὰ στεßλῃ ἀντὶ μÜρμαρα κανÝνα κιοýπι λßρα,
κανÝνα παλῃοκÜνονο, κανÝνα παλῃοστüλο,
κι᾿ ἂν τὸ θÝλῃ, τῆς χαρßζουμε τὸν Παρθενῶνα ὅλο.

 * ΣκαρτÜδος = χαρÜσσω, μτφ ανισüρροπος, ιδιüτροπος

            Οι ¹ρωες

ΜÝσα σε βüλια κι οβßδων κρüτους
Ýπεσαν νιÜτα μες στον ανθü τους.
ΠÜνε λεβÝντες, πÜνε κορμιÜ
κι Üγνωστα τα 'θαψαν στην ερημιÜ.

Κανεßς δε ξÝρει που τα 'χουν θÜψει,
κανεßς δε πÞγε για να τα κλÜψει,
κανεßς δεν Ýκαψε γι' αυτÜ λιβÜνι,
κανεßς δεν Ýπλεξε γι' αυτÜ στεφÜνι.

Ανþνυμ' Þρωες, Üγνωστοι τÜφοι,
κανÝνας üνομα σ' αυτοýς δε γρÜφει,
μÞτε το χþμα τους φιλοýνε χεßλη,
σταυρü δεν Ýχουνε μÞτε καντÞλι.

Μüνο μιας κüρης μαργαριτÜρια
κυλοýν σε τÜφους που κÜποια μÝρα
θα γßνουν κüσμου προσκυνητÜρια
και φÜροι Νßκης για μια μητÝρα.

         Στον ºσκιο Μου

Βρε ßσκιε μου γιατß μ' ακολουθεßς;

Δε μ' αφÞνεις μüνο μου να τρÝχω;
Βρε ßσκιε μου, δε πας να μου χαθεßς,
πρÝπει κι εσÝνα σýντροφο να Ýχω;

Πüτε στραβü σε βλÝπω πüτε ßσο,
πüτε μακρý σα σοýβλα, πüτε νÜνο,
τη μια πηγαßνεις μπρος, την Üλλη πßσω
σε απαντþ εδþ, εκεß σε χÜνω.

Χωρßς να βλÝπεις, πιÜνεις üτι πιÜνω,
με οδηγεßς αλλÜ και σ' οδηγþ.
Και τÝλος πÜντων κÜνεις üτι κÜνω
και εßσαι Üλλος, δεýτερος, εγþ.

Βρε ßσκιε μου, γιατß μ' ακολουθεßς;
Βρε ßσκιε μου δε πας να μου χαθεßς...
Σε απαντþ στο σπßτι και στο δρüμο
και μου γεννÜς πολλÝς φορÝς τον τρüμο.

Η ΖωγραφιÜ Μου

Μπüι δυο πÞχες,
κüψη κακÞ,
γÝνια με τρßχες
εδþ κι εκεß.

Κοýτελο θεßο,
λßγο πλατý,
τρανü σημεßο
του ποιητÞ.

Δυο μÜτια μαýρα
χωρßς κακßα
γεμÜτα λαýρα
μα και βλακεßα.

Μακρý ρουθοýνι
πολý σχιστü,
κι Ýνα πηγοýνι
σα το Χριστü.

ΠηγÜδι στüμα,
μαλλιÜ χυτÜ
γεμßζεις στρþμα
μüνο μ' αυτÜ.

Μοýρη αγρßα
και ζαρωμÝνη,
χλωμÞ και κρýα
σα πεθαμÝνη.

ΚανÝνα χρþμα
δε της ταιριÜζει
και τþρ' ακüμα
βαφÝς αλλÜζει.

Δüντια φαφοýτη
üλο σχισμÜδες,
ýφος τσιφοýτη
για μαστραπÜδες.

  Ο Ρωμηüς Στον ΠαρÜδεισο

Θεοýλη μου, τι σου 'λθε να μ' αγιÜσεις;
νομßζεις πως θα μ' Ýμελλε καθüλου,
αν Þθελες κι εμÝνα να κολÜσεις
και μ' Ýστελνες παρÝα του διαβüλου;
Μ' αρÝσει ο ΠαρÜδεισος, αλÞθεια,
χωρßς δουλειÜ σκοτþνω το καιρü
βλÝπω αγßους γýρω μου σωρü,
διαβÜζω συναξÜρια, παραμýθια,
κι ακοýω και τραγοýδια θεúκÜ,
μα, Ýλα που δεν Ýχετε συνÞθεια,
να λÝτε κι Ýνα δυο πολιτικÜ!

Συ κυβερνÜς για πÜντα με γαλÞνη
κι þρα απ' το θρüνο σου δε πÝφτεις...
Ας Þταν δυνατüν Θεüς να γßνει
και Üλλος σαν εσÝνα, λßγο ψεýτης,
να μοιρασθεß των ουρανþν τ' ασκÝρι,
να πÜνε και μ' εκεßνον οι μισοß,
να 'ρχεται αυτüς, να πÝφτεις συ,
να γßνεται λιγÜκι νταραβÝρι...
Μα üλα εδþ εßναι τακτικÜ,
ο ουρανüς Θεü εσÝνα ξÝρει,
και δε μιλοýν πολιτικÜ!

Εδþ που μ' ησυχßα üλοι ζοýνε,
για μÝνα εßναι κüλαση μεγÜλη,
πολιτικÜ τ' αυτιÜ μου ας ακοýνε,
κι ας εßμαι και στη κüλαση, χαλÜλι!
Αν εßχες εις το νου να με κολÜσεις,
και μ' Ýφερες κοντÜ σου για ποινÞ,
να! κüλαση για 'με αληθινÞ...
Μα, φθÜνει πια, ΘεÝ μου, μη με σκÜσεις,
και διþξε με στο λÝω παστρικÜ,
γιατß αλλιþς στιγμÞ δε θα 'συχÜσεις...
ΜονÜχος θα μιλþ πολιτικÜ!

           Οι Δημοτικοß Σýμβουλοι

Τι Σýμβουλοι Δημοτικοß! εγÝμισαν οι δρüμοι,
και ποιος το ξÝρει τÜχατε πüσοι θα βγουν ακüμη.
Τι Σýμβουλοι Δημοτικοß που εßναι να τους δεßρεις…
καρýδι κÜθε καρυδιÜς και κÜθε κακομοßρης
με σωτηρßας πρüγραμμα φυτρþνει μες στη μÝση
κι ο Καραβßδας φαßνεται πως κÜλπην θα εκθÝσει.

Τι Σýμβουλοι Δημοτικοß! εγÝμισαν οι δρüμοι,
και ποιος το ξÝρει τÜχατε πüσοι θα βγουν ακüμη.
Εμπρüς σου üλοι Ýρχονται με μÜτια δακρυσμÝνα,
γρÜψε για με, παρακαλþ, μα γρÜψε και για μÝνα,
αλλÜ κι εμÝνα προς θεοý να μη με λησμονÞσεις,
και δος του πια τρεχÜματα και τüσαι διαχýσεις.

ΣωτÞρ του ΔÞμου γßνεται η κÜθε μια μαζÝτα
κι εγÝμισαν οι τσÝπες μας με κÜρτες και μπιλιÝτα.
ΚÜθε δουλειÜ των παραιτοýν τα μαγαζιÜ των κλεßνουν
θÝλουν κι αυτοß να φαßνονται μÝσα στον κüσμο κÜτι,
χωρßς κανÝν αξßωμα δεν ημποροýν να μεßνουν,
θÝλουν κι αυτοß τουλÜχιστον να μπαßνουν στο ΠαλÜτι.

ΘÝλουν κι αυτοß ν’ αγωνισθοýν καθþς και τüσοι Üλλοι
και αν στους τüσους κüπους των βραβεßον δεν δοθεß,
αλλ´ üμως üταν Ýξαφνα καμιÜ ημÝρα πÜλι
και Üλλο βασιλüπουλο ενηλικιωθεß,
με μια ελπßδα τρÝφονται τουλÜχιστον πως τüτε
θα γßνουν βÝβαια κι αυτοß του αργυροý ιππüται.

ΣωτÞρ του ΔÞμου γßνεται η κÜθε μια μαζÝτα
κι εγÝμισαν οι τσÝπες μας με κÜρτες και μπιλιÝτα.
ΜπιλιÝτα με ονüματα Συμβοýλων παστρικÜ
μÝσα στον κÜθε καφενÝ, μÝσα στην κÜθε σÜλα,
κι αν Þσαν καν τουλÜχιστον ολßγον μαλακÜ,
πολý θα μ’ υποχρÝωναν αν μου’στελλαν και Üλλα.

             Στην Ευρþπη

Απüστασε το χÝρι μου απü το να μουντζþνω

και σÜλιο δεν μου Ýμεινε απü το φτýσε φτýσε
αλλÜ ως τþρα τßποτε μ’ αυτÜ δεν κατορθþνω
και συ Ευρþπη, μας γελÜς και πÜντα ßδια εßσαι.

Και απορþ, μα τον σταυρü, πþς ως αυτÞ την þρα
και Üλλα δεν μας Ýστειλες εδþ Θωρακοφüρα.
Προθýμως σας εκÜμαμεν εκεßνο που ζητεßτε
και αν δεν μας πιστεýετε, κοπιÜστε να δεßτε.

Ποια ειρÞνη κατ’ αυτÜς στο κρÜτος βασιλεýει
και πþς καθÝνας Þσυχα γλεντÜ και χουζουρεýει.
¹λθε το Üντε status quo με τüσες αναπαýσεις
kαι Üρχισαν να γßνονται διορισμοß και παýσεις.

Λοιπüν, τι Üλλο απü μας Ευρþπη απαιτεßς
kι ακüμη απü το λαιμü πιασμÝνους μας κρατεßς;

 Εις Τα ΘεμÝλια Του Φρενοκομεßου

     (Το φρενοκομεßο χτßστηκε με κληροδüτημα του Χßου φιλÜνθρωπου ΤζωρτζÞ ΔρομοκαÀτη (που πÝθανε το 1880) Ýξω απü την ΑθÞνα, κοντÜ στη ΜονÞ Δαφνßου, γι' αυτü πολλοß το λÝνε και "Δαφνß". Ο ΣουρÞς δεν Üφησε την ευκαιρßα που του 'δινε το γεγονüς και το ...καυτηρßασε δεüντως...  Απρßλης 1884)

Ω ΕορτÞ των Εορτþν... Ω ευτυχÞς ημÝρα!
Ω! τþρα πρÝπει ο καθεßς του 'Αστεως πολßτης
να βÜλει στο μπαλκüνι του μια κüκκινη παντιÝρα
με μια χρυσÞν επιγραφÞ "ΖωρζÞς ΔρομοκαÀτης".
Ναι! τþρα πρÝπει στολισμüς με δÜφνες και μυρσßνες,
ναι! τþρα πρÝπουν κανονιÝς, φανÜρια και ρετσßνες.

Φρενοκομεßο κτßζεται και στη σοφÞν ΕλλÜδα!
α! ο Θεüς εφþτισε τον Χιþτη τον ΖωρζÞ
και τþρα μÝσα στου Δαφνιοý τη τüση πρασινÜδα
θα βρßσκουμε παρηγοριÜ κι η μνÞμη του θα ζει.
Ω μÝγα ευεργÝτημα των ευεργετημÜτων!
Ω μüνον οικοδüμημα των οικοδομημÜτων!

ΘÝλει λαμπρüν Μαυσþλειον αυτüς ο κληροδüτης,
παιÜνας κι αποθÝωσιν εις τρßτους ουρανοýς!...
ΕυρÝθη μες στους Χιþτηδες, με γνþση κι Ýνας Χιþτης
κι εσκÝφθη ο μεγÜλος του και πρακτικüς του νους
πως μÝσα στην ΕλλÜδα μας που πλημμυροýν τα φþτα,
Φρενοκομεßον Ýπρεπε να γßνει πρþτα-πρþτα.

   Το Παραπαßον ΓÞρας

Τας τρßχας Üσπρης κεφαλÞς
σκοπüν τας Ýχουν προσβολÞς
κι ειν' εμπαιγμüς της μοßρας
το παραπαßον γÞρας.

¼που το πüδι μου σταθεß
και üπου περπατÞσω
σιγÜ-σιγÜ μ' ακολουθεß
ο χÜρος απü πßσω.

Αυτü το Ýρημο κορμß
το τριγυρßζουν σκýλοι
και "χüρτασες κι εσý ψωμß"
μου λεν εχθροß και φßλοι.

Ως φÜσμα τρÝχω της νυκτüς
μακρÜν του δρþντος κüσμου
και üπου τÜφος ανοικτüς
μου φαßνεται δικüς μου.

    Και ¼μως!

Και üμως ενþ πλÝον
εσÜπισα παλαßων
εις της ζωÞς τη πÜλη
το γÞρας το μισþ
και θÝλω και λυσσþ
να γßνω νÝος πÜλι.

         ΤεμπελιÜ

Δεν Ýχω κÝφι για δουλειÜ,
πÜλι με δÝρνει τεμπελιÜ
και κÜθομαι στο στρþμα...
Βρßσκω το σþμα μου βαρý
και ολ' η γη δε με χωρεß
κι ο ουρανüς ακüμα.

ΚακÜ νομßζω τα καλÜ
και βλÝπω μια στα χαμηλÜ
και μια κοιτþ επÜνω...
Σ' αυτü τον κüσμο τον χαζü
ας ημποροýσα να μη ζω
μα... δßχως να πεθÜνω.

                    Εις Τον ¢γγελο ΒλÜχο
                                                            (αφιερωμÝνο στα 50κοστÜ γενÝθλιÜ του)

ΒλÜχε για πες, στη πßστη σου, σε μας τους διαβασμÝνους
                                      τους ντüπιους και τους ξÝνους,
πþς τους πενÞντα πÝρασες της προκοπÞς σου χρüνους
και δεßξε μας τα πλοýτη σου και των δαφνþν τους κλþνους.

                   Και γλυκολÜλητα πουλιÜ
                   τÝτοια κελÜδησαν λαλιÜ.

ΠενÞντα χρüνους Ýσυρε της Μοýσης το χορü,
πενÞντα χρüνους σε μικρÜ ποτÞρια του κρασιοý
της Κασταλßας Ýπινε το γÜργαρο νερü
ποýναι χωνευτικüτερο απü του Μαρουσιοý.

Βιβλßα φυλλομÝτρησε, Üδετα και δεμÝνα
και μýρισε για βÜλσαμο τη μυρωδιÜ της στÜμπας,
με συλλογÞ και γρÜψιμο και σκýψιμ' ολοÝνα
και με τον Þλιο το λαμπρü και με το φως της λÜμπας.

Κι απ' τ' üνομα που του 'δωσαν τη χÜρη δε τη κüλλησε
¢γγελο τον βαφτßσανε μα κüσμον εδιαβüλισε!

ΠενÞντα χρüνους οι σοφοß κι οι ΝÜθαν σýντροφοß του
μα και... Μινßστρος Ýγινε... δε ξÝρω πως του 'φÜνη...
κι Ýσμιξαν κι αδερφþθηκαν στην Üσπρη κορυφÞ του
και διπλωμÜτου τρικαντü και ποιητοý στεφÜνι.

Και λüγους σÞμερα πεζοýς κι εμμÝτρους του διαβÜζουν
και στα παλιÜ του στÝφανα καινοýριαις δÜφναις βÜζουν.

                  ΓερÜματα χιονÜτα
                 κι ανθοσπαρμÝνα νειÜτα.

ΠενÞντα χρüνους ν' ακουμπÜ στων λεξικþν το πÜχος,
να βλÝπει και τη ΘÜλεια, τον ΜÜκβεθ, τον ΟρÝστη...
που τüσους χρüνους νÜτανε ψιλικατζÞς ο ΒλÜχος,
θÜχε κι αμπÝλια στη ΒλαχιÜ, σπßτια στο ΒουκουρÝστι.

ΠενÞντα χρüνους Ýκαμε πρωτüσχολος στα γρÜμματα,
μα τþρα θα κατÜλαβε κι ο ΒλÜχος στα γερÜματα,
                       üτι χρωστοýν στη Μιχαλοý
                       üσοι σου λεν: Επιμελοý
και βασανßζου διαρκþς εφüσον εßσαι νÝος
γιατ' ýστερα μετανοεßς και μÝνεις κεχηναßος!

Κι εßναι πολý καλýτερα σε τοýτο τον αιþνα,
σα νοικοκýρης φρüνιμος να κÜθεσαι στ' αβγÜ σου,
παρÜ ταις Μοýσαις να ζητÜς ψηλÜ στον Ελικþνα
και να κοψομεσιÜζεσαι στη ρÜχη του ΠηγÜσου.

ΠενÞντα χρüνους μÜθησις, σοφßα και σπουδÞ,
αλλ' üμως εýκολα μ' αυτÜ δε βγÜζεις το καρβÝλι
κι ακοýς τον Πτωχοπρüδρομο να πικροκελαηδεß:
ΑνÜθεμα τα γρÜμματα ΧριστÝ, και που τα θÝλει! 

                     ΕπιγρÜμματα

Στον ΚαφÝ

Ω βαρý γλυκÝ καφÝ μου
και σαν εßμαι με παρÝα
και σαν Ýχω μοναξιÜ
κÜθε μßα ρουφηξιÜ
εßναι μια ψηλÞ ιδÝα.

     Επßγραμμα

Ο ¸λλην δýο δßκαια
ασκεß φιλελευθÝρως:
Ουρεßν τε και συνÝρχεσθαι,
εις üποιο θÝλει μÝρος.

                      Εις Τον ΜαÀον

¼ταν ερχüσουν Üλλοτε με λοýλουδα και μýρα
και τι και τι δε σου 'ψελνε των παλαβþν η λýρα!
Μα τþρα πια επÝρασε και η δικÞ σου φοýρια
και ψÜλται καλλικÝλαδοι σου μεßναν τα ...γαúδοýρια.

                Οι ¸λληνες Λüγιοι

Δροσßνης γλαφυρüτατος, με πνεýμα δροσερü
αλλÜ προφÝρει πÜντοτε πολυ ψευδÜ το ρο.

ΠολÝμης λιγυρüτατος και πολυχαúδεμÝνος,
αλλÜ πειρÜζεται πολý, για κρßσεις, ο καημÝνος.

Ο ΠροβελÝγγιος λαμπρüς στα δρÜματα και σ' üλα,
μα δýο γλþσσες παßζουνε στο νου του καραμπüλα.

Ο ΠαλαμÜς βαθýτατος, με ποßηση ζοφþδη,
αλλÜ φρενιÜζει σαν του πεις κακü για τη δημþδη.

ΠαρÜσχος μÝγας ποιητÞς, συνÜδελφος εν Μοýση,
που τα μαλλιÜ του τα 'κοψε μα üχι και το μοýσι.

ΛασκαρÜτος
γÝρος γÜτος!


Ο ΜαρκορÜς ΓερÜσιμος
κι επßσημος και Üσημος.

ΒλÝπω πυρ εις τον ΣτρατÞγη, του ΑβÝρωφ τον κολλÞγα,
που στην Αßγυπτον επÞγε, σαβουρþσας ουκ ολßγα.

Ο ΒλÜχος μÝγας κριτικüς, τον Ýχω και κουμπÜρο,
αλλÜ ποτÝ μου δε μπορþ στο σκÜκι να τον πÜρω.

Ο ΡοÀδης Þ Τσουρßδης, φιλολüγος ξεβαμμÝνος,
αγελαßος κατÜ Κüντον και πολý γεγανωμÝνος.

Ο ¢ννινος θαυμÜσιος, με καλαμποýρια πρþτης,
ωσÜν κι εμÝνα πλοýσιος, μα του Σταυροý Ιππüτης.

ΔαμβÝργης φßνος συγγραφεýς κι αυτüς γεμÜτος φþτα
και κρητικüς τρικοýβερτος με Þτα και με γιþτα.

Ξενüπουλος πολυ κομψüς, μα χωρατÜ δε δÝχεται,
εις δε το μÜους πÜντοτε απ' üλους κατατρÝχεται.

ΒικÝλας, ΛÜρας δηλαδÞ, με μÜθηση και κρßση,
απ' το Παρßσι Ýρχεται και πÜει στο ...Παρßσι.

Πολý τιμÜται παρ' εμοý και ο ΠαπαδιαμÜντης,
που εßναι πÜντ' a quatres epingles και φαßνεται γαλÜντης.

Ο ΠολυλÜς
σοφüς μπελÜς.


Εγþ μεγÜλως εκτιμþς κι αυτüν τον Καρκαβßτσα,
που 'ναι γιατρüς στ' ατμüπλοια με λιÜρα και με γκλßτσα.

Τι σου λÝει ο ΨυχÜρης,
κÜβο δε μπορεßς να πÜρεις.

Κουρτßδης εμβριθÝστατος, με γρÜμματα περßσσια,
μα κÜνει τον ρομαντικü και μÝνει στα ΠατÞσια.

Ο Καλοσγοýρος κριτικüς, αλλ' üμως δε τον ξÝρω,
γι' αυτÜ που δεν εδιÜβασα εκ μÝσης τον συγχαßρω.

Γαβριηλßδης ο πολýς, με κýρος κι αυθεντßαν,
που βγÜζει πüτε ΧαλιμÜν και πüτε Λαυρεντßαν.

¼ποιος χÜσει δε τον χÜνει,
τον Καμποýρογλου τον ΓιÜννη,
τ' ÜντερÜ του στο τηγÜνι,
να τα τρων οι ΑτσιγγÜνοι!

(Τüσον καιρü κορüιδευα με την εφημερßδα μου
και με τις κοροúδßες μου γινÞκαν üλα ρüιδο,
μα μου τα πλÞρωσαν διπλÜ εις την δεκαετηρßδα μου
κι üλοι εμμÝτρως και πεζþς με πÞραν στο κορüιδο
!...)



Για Ωραßα Κυρßα & Τη Κüρη Της

Ω της ωραßας κüρης
ωραιοτÝρα μÞτερ.

Για Αντρüγυνο Με ΔυσανÜλογα ΑναστÞματα

¼ταν στο δρüμο περπατεß κοντÜ στον κýριü της,
εκεßνη μοιÜζει εκκλησιÜ κι αυτüς καμπαναριü της.

Για ΚÜποια ΚακιÜ ΜÝσα Στη Καλωσýνη Της

Το στοματÜκι σου μπορεß καλü Þ κακü να κÜνει.
¸χει τα χεßλη να φιλεß, τα δüντια να δαγκÜνει.

Για Το Ζεýγος ¢γγελου κι ΕλÝνης ΒλÜχου

Εσý κι ο ¢γγελος, οι δυο, τι ταιριαστü ζευγÜρι!
Εκεßνος Ýχει τ' üνομα κι εσý Ýχεις τη χÜρη.


(δεßτε και στο ανÜλογο αφιÝρωμα στη ΔιασκÝδαση.)

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers