ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

Poe Edgar Allan: ÐïéÞìáôá ÌïíáäéêÜ...

                       

                                       Βιογραφικü

     Ο ¸ντγκαρ ¢λλαν Πüε* (Edgar Allan Poe) (*Σημ.: Στη Βρεττανßα το Poe το προφÝρουνε Πüου) Þταν Αμερικανüς -με λονδρÝζικες ωστüσο ρßζες- ποιητÞς και πεζογρÜφος. ΥπÞρξεν απü τους κýριους εκπροσþπους του αμερικανικοý ρομαντισμοý. To λογοτεχνικü του Ýργο εßχε σημαντικÞ επßδραση στη παγκüσμια λογοτεχνßα, αποτελþντας θεμÝλιο λßθο για την εξÝλιξη σýγχρονων λογοτεχνικþν ειδþν, üπως η αστυνομικÞ λογοτεχνßα Þ οι ιστορßες τρüμου και φαντασßας. ΛογοτÝχνης με σπÜνια διανοητικÞ διαýγεια, αναλυτικÞ φαντασßα και μαθηματικÞ σχεδüν ακρßβεια να κυριαρχοýνε στα Ýργα του, που üμως Ýπεσε θýμα των παθþν του. Πρþτα η μεγÜλη ευαισθησßα του, οι εθισμοß του Ýπειτα σε χαρτοπαιξßα, αλκοüλ κι ßσως τα ναρκωτικÜ (üπιο;) Þταν μοιραßα και τον οδηγÞσανε σε πρüωρο θÜνατο πριν καν κλεßσει τα 41 του χρüνια.
     ΓεννιÝται στις 19 ΓενÜρη 1809, στη ΚÜρβερ Στρητ, στη Βοστþνη, ΜασαχουσÝτη. Εßναι το 2ο απü τα 3 παιδιÜ των ηθοποιþν ΝτÝιβιντ Πüε Τζοýνιορ κι Ελßζαμπεθ ¢ρνολντ Χüπκινς-Πüε, -ο πατÝρας ιρλανδικÞς καταγωγÞς, αλλÜ χωρßς ιδιαßτερο υποκριτικü ταλÝντο, η δε μητÝρα, γεννημÝνη το 1787, στο Λονδßνο, κüρη Βρεττανþν ηθοποιþν που αργüτερα εγκαταστÜθηκε στις ΗΠΑ με τη μητÝρα της. Εμφανßστηκε στην αμερικανικÞ σκηνÞ üταν Þταν ακüμη Ýφηβη κι η φÞμη της εξαπλþθηκε πολý γρÞγορα. Παντρεýτηκε σε ηλικßα 15 ετþν το 1802, ωστüσο ο 1ος σýζυγüς της πÝθανε το 1805. Τον Απρßλη του 1806 παντρεýτηκε τον ΝτÝιβιντ Πüε τον νεþτερο, γεννηθÝντα το 1784. Η Ελßζαμπεθ τα επüμενα 4 Ýτη αν κι εργαζüτανε συνεχþς Ýφερε στον κüσμο 3 παιδιÜ. Τον Γουßλιαμ ΧÝνρι ΛÝοναρντ στις 30 ΓενÜρη 1807, τον ¸ντγκαρ στις 19 ΓενÜρη 1809 και τη Ρüζαλι στις 20 ΔεκÝμβρη 1810.
     Οι νεαροß γονεßς δßνανε παραστÜσεις στις μεγαλýτερες πüλεις της ανατολικÞς ακτογραμμÞς. Τον Ιοýλιο του 1811 ζοýσανε στο Νüρφολκ της Βιρτζßνια üταν ο ΝτÝιβιντ μετÜ απü Ýναν Üγριο καβγÜ εγκατÝλειψε την Ελßζαμπεθ και τα παιδιÜ, üπως αποκÜλυψαν οι Dwight Thomas και David K. Jackson στο βιβλßο: The Poe Log: A Documentary Life of Edgar Alan Poe, 1809- 1849, Βοστüνη 1987. ΑπελπισμÝνη δÝχτηκε τη πρüταση που της Ýκανε τον Αýγουστο ο διευθυντÞς του θεÜτρου Ρßτσμοντ, μολονüτι υπÝφερε απü φυματßωση, κÜτι που σýντομα την Ýκανε ανÞμπορη ν' ανÝβει στη σκηνÞ. Οι θεατρüφιλοι συγκινÞθηκαν απü την οικτρÞ κατÜσταση της üμορφης, νεαρÞς ηθοποιοý και την επισκÝπτονταν για να δοýνε το οικτρü της θÝαμα, να 'ναι καθηλωμÝνη στο κρεββÜτι με τα 3 πεινασμÝνα, μικρÜ παιδιÜ της ολüγυρα. ¼πως Ýλεγε ειρωνικÜ Ýνας ντüπιος Ýμπορος εκεßνη τη σεζüν "το δωμÜτιο της Üρρωστης κυρßας Πüε εßχε γßνει το πιο κοσμικü θÝρετρο''..



    ΑνÜμεσα στους επισκÝπτες της Þτανε κι η ΦρÜνσις ΒαλεντÜιν ¢λλαν σýζυγος ενüς ευκατÜστατου καπνÝμπορου, του Τζων ¢λλαν κι η φßλη της ΤζÝιν ΜακÝνζι, που συγκινÞθηκαν ιδιαßτερα απü το δρÜμα της Ελßζαμπεθ και των παιδιþν της. Η μητÝρα πÝθανε στις 8 Δεκεμβρη 1811. Ο σýζυγüς της Þταν Üγνωστο που βρισκüταν εκεßνη την εποχÞ, πιθανüτατα üμως κι αυτüς εßχε προσβληθεß απü φυματßωση. Σýμφωνα με την επικρατÝστερη σÞμερα εκδοχÞ πÝθανε στις 11 ΔεκÝμβρη 1811, 3 μÝρες μετÜ το θÜνατο της γυναßκας του (κατÜ τη Susan Archer Talley Weiss).
Ο ΧÝνρι Πüε στÜλθηκε στη Βαλτιμüρη να ζÞσει με τους παπποýδες του. Η ΤζÝιν ΜακÝνζι υιοθÝτησε τη Ρüζαλι. Η ΦρÜνσις ¢λλαν Ýπεισε τον ευκατÜστατο σýζυγü της να πÜρουνε το μικρüτερο αγüρι στην οικογÝνειÜ τους, κÜτι που Ýγινε. Η ΦρÜνσις λÜτρευε τον μικρü ¸ντγκαρ, ενþ ο Τζον το δÝχτηκε κυρßως για να ικανοποιÞσει τη ΦρÜνσις. Παßρνει τ' üνομα ¸ντγκαρ ¢λλαν, παρ' üλο που δεν υιοθετεßται ποτÝ επßσημα απü το ζεýγος.
     Τα επüμενα χρüνια η επιχεßρηση που εßχαν ο ¢λλαν κι ο συνÝταιρüς του Τσαρλς ¸λλις Ýγινε ιδιαßτερα προσοδοφüρα. Το 1815 το ζεýγος φεýγει απ' το Ρßτσμοντ για το Λονδßνο παßρνοντας μαζß τους τον 6χρονο ¸ντγκαρ και την ανýπαντρη αδελφÞ της ΦρÜνσις, την Ανν ΒαλεντÜιν. Ο Τζον ¢λλαν Üνοιξε στο Λονδßνο Ýνα παρÜρτημα της εταιρεßας του. Τον Απρßλη του 1816  ο Πüε μπÞκε εσωτερικüς στο οικοτροφεßο των δεσποινßδων Ντιμποýρ, üπου Ýμαθε αγγλικÞ γραμματικÞ και συντακτικü. Στα τÝλη του 1817 Þ τις αρχÝς του 1818 γρÜφτηκε στο σχολεßο Manor House. Εκεß διδÜχθηκε αγγλικÞν ιστορßα και λογοτεχνßα. Το 1820 καθþς το λονδρÝζικο παρÜρτημα της εταιρεßας δεν στÝριωσε οι ¢λλαν επιστρÝψανε στο Ρßτσμοντ. Ο ¢λλαν Ýγραψε τον ¸ντγκαρ σ' Ýνα κλασσικü σχολεßο που διηýθυνε ο Τζüσεφ Χ. Κλαρκ. Εκεß Ýμαθε λατινικÜ, αρχαßα ελληνικÜ, μαθηματικÜ και φυσικÞ. Αξιüλογες Þταν οι επιδüσεις του και στον αθλητισμü, αλλÜ κυρßως σε λατινικÜ και μαθÞματα θεÜτρου. Σε κεßνο το χρονικü σημεßο, ερωτεýεται τη ΤζÝην ΣτÜιναρντ, μητÝρα ενüς φßλου και συμφοιτητÞ του, που ωστüσο θα πεθÜνει 3 Ýτη μετÜ. Το 1823 μετεγγρÜφηκε στην ακαδημßα του Γουßλιαμ Μπερκ αλλÜ τον ΜÜρτη του 1825 Ýφυγε απü αυτÞ. Την ßδια εποχÞ ο θετüς του πατÝρας κληρονüμησε περßπου 750.000 δολÜρια και σýντομα αγüρασε τη τερÜστια βßλα ΜολντÝιβια στο Ρßτσμοντ. Εκεß ο 16χρονος πια Πüε ερωτεýτηκε την Ýφηβη κüρη των γειτüνων του Ελμßρα Ρüιστερ, που ανταποκρßθηκε στα αισθÞματÜ του. Οι γονεßς της üμως αντιδρÜσανε και τη πÜντρεψαν με τον ντüπιο επιχειρηματßα ΑλεξÜντερ ΣÝλτον.

     Το 1826 γρÜφτηκε στο πανεπιστÞμιο της Βιρτζßνια. Εκεß, αρßστευσε στα λατινικÜ και στα γαλλικÜ, αλλÜ μÝνει μüνον Ýνα 4μηνο, γιατß ξεκßνησε τη χαρτοπαιξßα που τον οδÞγησε σε τερÜστια χρÝη (περßπου 2.000 δολÜρια). ¸τσι ο ¢λλαν τον υποχρÝωσε να σταματÞσει τη φοßτησÞ του και τον Ýβαλε να δουλÝψει στο λογιστÞριο της εταιρεßας του. Απü την αρχÞ Þτανε πολý βßαιος απÝναντß του, αλλÜ τα πρÜγματα γßνανε χειρüτερα, üταν ο νεαρüς Üρχισε να παραμελεß τα μαθÞματÜ του και να ξοδεýει το χρüνο του χαρτοπαßζοντας. Η σýγκρουση Þταν αναπüφευκτη. Ο Πüε Ýφυγε απü το σπßτι και το ΜÜρτη του 1827 Ýφυγε για τη Βοστüνη. Εκεß εξÝδωσε το πρþτο του βιβλßο Tamerlane & Other Poems (ΤαμερλÜνος κι Üλλα ποιÞματα'). ΑπÝφυγε να γρÜψει το üνομÜ του κι αρκÝστηκε στο ¸νας ΒοστονÝζος. Το βιβλßο ανοßγει με το ποßημα ΤαμερλÜνος και κλεßνει με τη Λßμνη.
     Στο μεταξý μην Ýχοντας παρÜ ελÜχιστα εισοδÞματα κατατÜχθηκε στον αμερικανικü στρατü. ΣυγκεκριμÝνα στις 26 ΜÜη 1827 εντÜχθηκε στην 8η Πυροβολαρχßα του Α' Πυροβολικοý στο Οχυρü ΙντιπÝντενς στο λιμÜνι της Βοστüνης με το ψευδþνυμο ¸ντγκαρ Α. ΠÝρι. Στις 28 ΦλεβÜρη 1829 πεθαßνει η κυρßα 'Αλλαν, η θετÞ μητÝρα του. Η εξÝλιξÞ του στο στρατü Þτανε ραγδαßα και τη 1η ΓενÜρη 1829 Ýγινε αρχιλοχßας και μετατßθεται στο Οχυρü ΜÜουλτρι, στο νησß ΣÜλιβαν της Νüτιας Καρολßνα -σκηνικü του Xpvσoý Σκαραβαßου. Σýντομα üμως κατÜλαβε üτι και στο Στρατü δεν εßχε μÝλλον. Με τη βοÞθεια του θετοý πατÝρα του απολýθηκε επßσημα στις 15 Απρßλη 1829 και πÞγε στη Βαλτιμüρη, üπου παρουσßασε μια νÝα ποιητικÞ συλλογÞ με σημαντικüτερο το ποßημα Αλ ΑαρÜαφ. Το βιβλßο γßνεται δεκτü με ευνοúκÝς κριτικÝς απü τον Τζον Νιλ, κριτικü της εποχÞς, με σημαντικÞ επιρροÞ. Τον Ιοýνιο του 1830 εντÜχθηκε στη ΣτρατιωτικÞ Ακαδημßα του ΓουÝστ Πüιντ.
     Το επüμενο χρονικü διÜστημα μια σειρÜ γεγονüτων αλλÜξανε ριζικÜ τη ζωÞ του. Στις 11 ΣεπτÝμβρη 1930, δημοσιεýει το ΣοννÝττο Στην ΕπιστÞμη στην εφημερßδα Saturday Evening Post. Ο
¢λλαν παντρεýτηκε τη Λουßζα ΠÜτερσον στις 5 Οκτωβρßου 1830. Στα τÝλη της ßδιας χρονιÜς η νÝα κυρßα ¢λλαν Ýμεινε Ýγκυος. Τüτε ο Πüε κατÜλαβε üτι δεν θα μποροýσε πλÝον να εßναι κληρονüμος. ¸παψε να παρακολουθεß τα μαθÞματα του ΓουÝστ Πüιντ, να πηγαßνει στα γυμνÜσια κι Ýκανε πολλÜ ακüμη σκüπιμα παραπτþματα. ΚατηγορÞθηκε για αμÝλεια, πÝρασε απü στρατοδικεßο κι αποπÝμφθηκε. ΕπÝστρεψε στη Βαλτιμüρη üπου ζοýσε με τη θεßα του Μαρßα Κλεμ και τη νεαρÞ κüρη της και ξαδÝλφη του Βιρτζßνια, που τüτε Þτανε δεν Þταν 7 ετþν. ΚατÜ καιροýς εκλιπαροýσε το θετü του πατÝρα να του στεßλει λßγα χρÞματα, μÜταια üμως γιατß εκεßνος αρνιüτανε πεισματικÜ. Στις 23 Αυγοýστου 1831 στο Ρßτσμοντ η Λουßζα ¢λλαν Ýφερε στον κüσμο Ýνα αγορÜκι, τον Τζον ¢λλαν τον νεþτερο. Το ΜÜρτη του 1834 ο ¢λλαν πÝθανε. Στη διαθÞκη του δεν Üφησε τßποτα στον Πüε.


     Τη ΔευτÝρα 16 ΜÜη 1836 νυμφεýεται τη ξαδÝλφη του Βιρτζßνια Κλεμ που Þτανε μüλις 14 ετþν. Ωστüσο, Ýνας μÜρτυρας ο κýριος Κλßλαντ, πριν το γÜμο κατÝθεσε üτι Þταν 21. Ητανε πολý üμορφη και τονε βοÞθησε ν' αποκτÞσει κÜποια σταθερüτητα στη ζωÞ του. Π
λÝον Ýπρεπε να βιοπορßζεται μüνον απü τα γραπτÜ του και το 1833 με το διÞγημÜ του MS. Found in a Bottle (ΜÞνυμα Σ' ¸να ΜπουκÜλι) κÝρδισε 50 δολÜρια σε διαγωνισμü εβδομαδιαßας εφημερßδας της Βαλτιμüρης. Το 1835 εγκαταστÜθηκε στο Ρßτσμοντ και συνεργÜστηκε με το περιοδικü Southern Literary Messenger. ¢ρχισε ν' αποκτÜ φÞμη σα κριτικüς, καθþς Ýχει Þδη γρÜψει 80 κριτικÝς για το Messenger, ανÜμεσα στις οποßες και 2 ενθουσιþδεις κριτικÝς για τον Ντßκενς. ¼μως απολýθηκε απü το περιοδικü γιατß εßχε κρßσεις μÝθης κι εγκαταστÜθηκε στη Ν. Υüρκη.
     Εκεß δημοσιεýει τη Λιγεßα και τον Ιοýλιο του 1938 εκδßδει Ýνα μεγÜλο πεζογρÜφημα με τßτλο Τhe Narrative of Arthur Gordon Pym (Η ΑφÞγηση Του ¢ρθουρ Γκüρντον Πυμ) στον εκδοτικü οßκο Harper's. Το 1839 συνεργÜστηκε στην Ýκδοση του περιοδικοý Butron's Gentleman Magazine της ΦιλαδÝλφεια. Τüτε Ýγραψε τις ιστορßες τρüμου: William Wilson (Γουßλιαμ Γουßλσον) και The Fall Οf Τhe House Οf Usher (Η Πτþση Του Οßκου Των ¢σερ). Τον επüμενο χρüνο κυκλοφüρησαν οι Αλλüκοτες Ιστορßες (Tales Οf Τhe Grotesdue & Arabesdue -Στον πρüλογο του αναφÝρει πως στις ιστορßες του αυτÝς, "ο τρüμος δεν προÝρχεται απü τη Γερμανßα, αλλ' απü τη ψυχÞ". Τον Ιοýνιο του 1840 παραιτÞθηκε απü το περιοδικü, αλλÜ ο Τζορτζ ΓκρÜχαμ αγορÜζει το Βurton's το ΝοÝμβρη toy 1940 και το μετονομÜζει σε Graham's Magazine. Εεκß ο Πüε δημοσιευει τον ¢νθρωπο Του ΠλÞθους στο τεýχος του ΔεκÝμβρη. Το 1841 δημοσßευσε τη 1η αστυνομικÞ ιστορßα του με τßτλο The Murders Ιn Τhe Rue Morgue (Οι Φüνοι Της Οδοý Μοργκ), χÜρη στο οποßο Ýγινε ο πατÝρας της ντοκουμενταρισμÝνης αστυνομικÞς λογοτεχνßας. Το 1842 γßνεται αρχισυντÜκτης του. και την επüμενη χρονιÜ, το διÞγημÜ του The Gold Bug (Ο Χρυσüς Σκαραβαßος) κÝρδισε το βραβεßο της εφημερßδας της ΦιλαδÝλφεια Dollar's Newspaper.



                                          Η Βιρτζßνια Κλεμ-Πüε

     Το 1844 επÝστρεψε στη Ν. Υüρκη üπου δημοσßευσε (στην εφημερßδα Sun) το διÞγημα The Baloon Hoax (Η ΑπÜτη Του Μπαλονιοý). Στις 29 ΓενÜρη 1845 δημοσßευσε στην εφημερßδα New York Mirror το περßφημο ποßημÜ του Το ΚορÜκι, με το οποßο Ýγινε διÜσημος σ' üλη τη χþρα. Το 1845 επßσης, ο Πüε εξÝδωσε τον τüμο Το ΚορÜκι & ¢λλα ΠοιÞματα' (The Raven & Other Poems) και τη συλλογÞ διηγημÜτων Tales' (Ιστορßες). Το 1846 συνεργÜστηκε με το βραχýβιο Ýντυπο Broadway Journal, üπου δημοσßευσε τα περισσüτερα διηγÞματÜ του. Την ßδια χρονιÜ η ποιÞτρια ΦρÜνσις ΣÜρτζεντ Λοκ ¼ζγκουντ τον ερωτεýτηκε και τα ποιÞματα που Ýγραφε γι' αυτüν με το ψευδþνυμο ΦÜνι προκαλÝσανε σκÜνδαλο. Εγκαθßσταται στο εξοχικü σπßτι στο Φüρντχαμ (σÞμερα συνοικßα της ΝÝας Υüρκης) üπου Ýγραψε μια σειρÜ κειμÝνων με τßτλο Διανοοýμενοι Της ΝÝας Υüρκης (Literaty of New York) για λογαριασμü του Godey's Lady's Book. Επρüκειτο για παρουσßαση προσωπικοτÞτων της εποχÞς με τα σχετικÜ κουτσομπολιÜ. ΑυτÜ üμως τον οδηγÞσανε στα δικαστÞρια με τη κατηγορßα της συκοφαντικÞς δυσφÞμισης.
     Η σýζυγüς του Βιρτζßνια πÝθανε απü φυματßωση το ΓενÜρη του 1847, κÜτι που τονε συγκλüνισε. Το 1848 δημοσßευσε τη διÜλεξÞ του Eureka (Εýρηκα), üπου επιχειρεß μια υπερβατικÞ εξÞγηση του Σýμπαντος. ΜετÜ το θÜνατο της Βιρτζßνια, οι αυτοκαταστροφικÝς του τÜσεις εντÜθηκαν. ΑρραβωνιÜστηκε τη ΣÜρα ¸λεν Γουßτμαν, αλλÜ ο γÜμος τους ακυρþθηκε üταν ο ποιητÞς εντοπßστηκε να πßνει, αν κι εßχε υποσχεθεß πως θα το κüψει.
Το καλοκαßρι του 1849 μαθαßνει πως ο παιδικüς του Ýρωτας Ελμßρα Ρüιστερ ΣÝλτον εßχε χηρÝψει και βρισκüτανε στο Ρßτσμοντ. Τη βρÞκε και της ζÞτησε να τον παντρευτεß. Εκεßνη Ýκπληκτη δßστασε. Ωστüσο, τελικÜ δÝχτηκε τη πρüτασÞ του με τον üρο να κüψει το ποτü. Το υποσχÝθηκε και τη τελευταßα βδομÜδα του Αυγοýστου του 1849 προσχþρησε στον αντιαλκοολικü σýνδεσμο Υιοß της ΕγκρÜτειας ενþ ορκßστηκε üτι θα κüψει το ποτü. Η προσπÜθειÜ του στÝφθηκε απü επιτυχßα κι ο αρραβþνας του με την Ελμßρα επικυρþθηκε. Τüτε αποφÜσισε να μεταβεß στη Ν. Υüρκη να πÜρει τη θεßα του και μητÝρα της Βιρτζßνια, κυρßα Κλεμ και να τη φÝρει στο Ρßτσμοντ. ΠÝμπτη 27 ΣεπτÝμβρη Ýφυγε απü το Ρßτσμοντ με ατμüπλοιο με προορισμü τη Βαλτιμüρη.



     Εßναι Üγνωστο τι Ýκανε στο διÜστημα που μεσολÜβησε ανÜμεσα στην επιβßβασÞ του στο ατμüπλοιο νωρßς το πρωß της ΠÝμπτης και την επüμενη ΤετÜρτη που τον εßδε Ýνας τυπογρÜφος, ο Τζüζεφ Γ. Γουüκερ, στη Βαλτιμüρη. Ο Γουüκερ τον εντüπισε σε μια ταβÝρνα στην οδü Ιστ Λüμπαρντ. Ο Πüε εßχε Üθλια üψη και φαινüταν üτι Ýπινε μÝρες. ¹ταν ημÝρα των εκλογþν και οι ταβÝρνες εßχαν μετατραπεß σε εκλογικÜ κÝντρα. Οι κομματÜρχες κερνοýσαν üποιον υποσχüταν üτι θα ψηφßσει τον υποψÞφιο που υποστÞριζαν. Ο Πüε, μετÜ απü Ýνα μÞνα αποχÞς απü το αλκοüλ, εκμεταλλεýτηκε προφανþς το γεγονüς αυτü, κÜτι που τελικÜ αποδεßχθηκε μοιραßο. Ο Γουüκερ Ýστειλε Ýνα επεßγον μÞνυμα στον παλιü φßλο του Πüε, Τζüζεφ Σνüντγκρας, που Ýφτασε πολý γρÞγορα στη ταβÝρνα. Ο Σνüντγκρας Ýλεγε αργüτερα:

   "ΜπÞκαμε στην αßθουσα üπου προσφÝρονταν ποτÜ κι αμÝσως αναγνþρισα το πρüσωπο εκεßνου που τüσο συχνÜ Ýβλεπα και τüσο καλÜ γνþριζα στο παρελθüν μολονüτι τþρα εßχε μια Ýκφραση κενÞς ηλιθιüτητας που με Ýκανε να ανατριχιÜσω. Η λÜμψη της ευφυÀας στα μÜτια του εßχε σβÞσει Þ μÜλλον εßχε βυθιστεß σε μια γαβÜθα αλκοüλ. ¼μως το φαρδý, ολýμπιο μÝτωπο του συγγραφÝα του Κορακιοý Þταν ακüμα εκεß, με μια τüσο ευρεßα ζþνη ιδανικüτητας που σπανßως συναντÜς σε Üλλους ανθρþπους". Thomas & Jackson, The Poe Log.

     ¹τανε τüσο μεθυσμÝνος που με το ζüρι μποροýσε να περπατÞσει. Ο Σνüντγκρας και μερικοß Üλλοι τον ανÝβασαν σε μια Üμαξα και τον μετÝφεραν στο νοσοκομεßο ΟυÜσινγκτον Κüλετζ. Ο εφημερεýων γιατρüς δρ. Τζον Τζ. Μüραν παρατÞρησε üτι τα μÝλη του τρÝμανε και μιλοýσε ασταμÜτητα, με μιαν ασυνÜρτητη συνομιλßα με φασματικÜ και φανταστικÜ αντικεßμενα στους τοßχους. Η Ýλλειψη αλκοüλ μετÜ απü μεθýσι πολλþν ημερþν, προκÜλεσε απüτομη μεßωση της περιεκτικüτητας του αλκοüλ στο αßμα, που σε ακραßες περιπτþσεις ενδÝχεται να αποβεß μοιραßα. ΤελικÜ πÝθανε λßγες μÝρες μετÜ, ýστερα απü παρατεταμÝνο παραλÞρημα. Οι τελευταßες του λÝξεις Þταν "Κýριε, βοÞθησε τη φτωχÞ ψυχÞ μου" (Lord help my poor soul).
     ΥπÜρχει σχετικü μυστÞριο για τις τελευταßες μÝρες του, καθþς πÝθανε λßγο πριν τα ξημερþματα της ΚυριακÞς 7 Οκτþβρη 1849 στη Βαλτιμüρη. Η κηδεßα του πραγματοποιÞθηκε βιαστικÜ και μ' ελÜχιστα Üτομα, αφοý δεν υπÞρξε κανονικÞ ανακοßνωση του γεγονüτος. Η αιτßα του θανÜτου του ακüμα παραμÝνει αδιευκρßνιστη. Δεν υπÜρχει κÜποιο επßσημο πιστοποιητικü θανÜτου, αλλÜ σýμφωνα μ' Ýρευνες, ο θÜνατüς του Þταν απüρροια του αλκοολισμοý. Πολλοß Þταν εκεßνοι που μßλησαν για σýφιλη, δηλητηρßαση Þ λýσσα, αλλÜ η 1η εκδοχÞ φαßνεται να 'ναι η πιο πιθανÞ.
     ¼πως Ýγραψε σε Ýνα Üρθρο του στο Southern Literary Messenger, μετÜ το θÜνατο του, ο Τζον Μ. ΝτÜνιελ: "…αδιÜφορος για τις κοινωνικÝς συμβÜσεις Þ για τη δÝουσα συμπεριφορÜ σε μια πολιτισμÝνη κοινωνßα, Ýλεγε ü,τι Þθελε κι Ýκανε ü,τι επιθυμοýσε. Αδυνατοýσε να ελÝγξει και το ποτü και τις απüψεις του. ¹ταν υπüδουλος του αλκοüλ κι εκτüξευε επικρßσεις χωρßς να τον νοιÜζει τι σκÝφτονταν οι Üλλοι. ¹τανε κοινωνικÜ απüβλητος, Ýνας Ισμαηλßτης, Ýνας διεστραμμÝνος που πÞγαινε προς τη μßα πλευρÜ üταν üλοι οι Üλλοι κατευθýνονταν προς την αντßθετη".


                      Σκßτσο στο ξακουστü ποßημÜ του ΚορÜκι

     ΠαρÜ τη περιγραφÞ του Πüε ως ανθρþπου ανÞθικου, Üξεστου και αναßσθητου ο ΝτÜνιελ επαινοýσε τη λογοτεχνικÞ του πρωτοτυπßα.
Το Üρθρο αυτü, στα 2/3 του, Þτανε το περιεχüμενο ενüς δοκßμιου που Ýγραψε το 1852 ο Μπωντλαßρ, προκαλþντας μεγÜλην αßσθηση. Ως το 1867, δημοσßευσε 5 τüμους με αφηγÞματα του Πüε. Ωστüσο, τα ποιÞματÜ του μεταφραστÞκανε στα γαλλικÜ μüλις το 1889 απü τον ΜαλαρμÝ.
     Το Ýργο του επηρÝασε τη λογοτεχνßα στις ΗΠΑ αλλÜ και σ' ολüκληρο τον κüσμο, ενþ συνÝβαλε και σ' ειδικÜ πεδßα üπως αυτü της κρυπτογραφßας και της κοσμολογßας. Ο Μπωντλαßρ Þταν απü τους 1ους μελετητÝς του Ýργου του, μεταφρÜζοντας το σýνολü του στα γαλλικÜ. ΘαυμαστÝς του Ýργου του Þταν οι Χ.Φ. ΛÜβκραφτ, ο Γουþλτ Ουßτμαν, ο Ιοýλιος ΒÝρν, ο ¼σκαρ ΓουÜλντ, ο Ουßλλιαμ Φþκνερ κι ο Τ.Σ. ¸λιοτ, ο οποßος Þταν αυστηρüς απÝναντß του αλλÜ εκτιμοýσε το κριτικü του Ýργο. Οι ΜπωντλÝρ και ΜαλαρμÝ, ευθýνονται για τη μεγÜλη διÜδοση των Ýργων του σ' üλη την Ευρþπη. Ο Γκυ ντε ΜωπασσÜν, τελειοποßησε τα Ýργα του, διαβÜζοντας Ýργα του Πüε. Ο Ιοýλιος Βερν Ýγραψε τη Σφßγγα Των ΠÜγων ως συνÝχεια του Ýργου του Πüε, Η ΑφÞγηση Του ¢ρθουρ Γκüρντον Πυμ Απ' Το ΝαντÜκετ και μÜλιστα αφιÝρωσε το Ýργο αυτü, στη μνÞμη του.
     Το 1895, ο μεγÜλος Ρþσος λογοτÝχνης Κονσταντßν Μπαλμüντ, μετÝφρασε στα ρωσικÜ διηγÞματα του Πüε, ενþ αργüτερα μετÝφρασε και τα ποιÞματÜ του. Η χορωδιακÞ συμφωνßα του ΡαχμÜνινωφ Οι ΚαμπÜνες βασßζεται στη μετÜφραση του ομüτιτλου ποιÞματüς του απü τον ΜπÜλμοντ. Ο ΚροÜτης συγγραφÝας ¢ντουν Γκοýσταβ ΜÜτος, ταýτιζε τον εαυτü του με τον Πüε. Σ' Ýνα μÜλιστα Ýργο του, χρησιμοποßησε το ψευδþνυμο ΣαλταπÞδας, που εßναι τ' üνομα ενüς Þρωα του Πüε. ΑλλÜ κι ο μεγÜλος Χüρχε Λοýις Μπüρχες επηρεÜστηκε απ' αυτüν. Επßσης, ο Νικαραγουανüς ποιητÞς ΡουμπÝν Νταρßο ταυτßστηκε με τον Πüε και χρησιμοποßησε πολλÜ στοιχεßα απü τα Ýργα του. Επßσης σημαντικοß ζωγρÜφοι επηρεÜστηκαν απü τον Πüε. Το 1875, ο ΜανÝ εικονογρÜφησε το Corbeau, Ýνα βιβλßο με τη γαλλικÞ μετÜφραση απü τον ΜαλαρμÝ, του ποιÞματος, Το ΚορÜκι. Ο ΓκωγκÝν στη Γυναßκα Με Το Λουλοýδι, ο ΝτελακρουÜ, ο Μαξ ¸ρνστ στα κολλÜζ και τη ζωγραφικÞ, ο Νταλß, ο Μαγκρßτ, ο ΜÜδεργουελ και πολλοß ακüμα ζωγρÜφοι, επηρεÜστηκαν με τον Ýνα Þ τον Üλλο τρüπο απ' αυτüν.



     Στο σινεμÜ, 1ος ο Ντ. Γ. Γκρßφιθ ασχολÞθηκε με τον Πüε. Το 1909, σκηνοθÝτησε το ¸ντγκαρ ¢λλαν Πüε. ¸να σýντομο βιογραφικü ντοκιμαντÝρ που ενσωματþνει στοιχεßα απü το ΚορÜκι κι Üλλα Ýργα. Το 1914, ο Γκρßφιθ σκηνοθÝτησε το The Avenging Conscience (Η Τιμωρüς Συνεßδηση), βασισμÝνη στο διÞγημÜ του ΜαρτυριÜρα ΚαρδιÜ. Σε πολλÝς ταινßες του, ο Φελλßνι Ýχει επηρεαστεß απü τα χιουμοριστικÜ αφηγÞματα του Πüε. Οι ΓÜλλοι σκηνοθÝτες του νÝου κýματος, Ýχουν επßσης εμπνευστεß απ' αυτüν. Το ΟβÜλ Πορτραßτο, ενÝπνευσε τον Ζαν-Λυκ ΓκοντÜρ στη ταινßα Vivre sa Vie (1962 Ζοýσε τη ΖωÞ της). ΚλασσικÝς ωστüσο εßναι οι ταινßες του Ρüτζερ Κüρμαν, βασισμÝνες σε διασκευÝς Ýργων του Πüε, που γυριστÞκανε τη 10ετßα του '60 κι εßχανε βασικü πρωταγωνιστÞ τον Πßτερ ΚÜσινγκ. ¸χουνε χαρακτηριστεß b- moovies κλπ., ωστüσο παρüλο το χαμηλü προûπολογισμü τους, χÜρη κυρßως στην υποβλητικÞ τους ατμüσφαιρα, Üφησαν εποχÞ και δημιοýργησαν μια νÝα γενιÜ θαυμαστþν του.
     ºσως δεν εßναι ιδιαßτερα γνωστÞ, η μεγÜλη επßδραση του Πüε στην ελληνικÞ λογοτεχνßα. ΠοιÞματα του Σολωμοý üπως Η ΦαρμακωμÝνη (1826), ΝεκρικÞ ΩδÞ (1829), Εις ΜοναχÞν (1829) & ΦαρμακωμÝνη Στον ¢δη (1833), Ýχουνε κοινÜ στοιχεßα με τη θεματολογßα του Πüε (Ýρωτας-θÜνατος) και την ατμüσφαιρα των Ýργων του. Ο ΡοÀδης, υπÞρξε μÝγας θαυμαστÞς και 1ος μεταφραστÞς Ýργων του… ΕδγγÜρδου Πüου!. Ο ΧρυσοκÜραβος, μια συλλογÞ μεταφρασμÝνων απü το ΡοÀδη διηγημÜτων του Πüε, κυκλοφορεß ακüμη και σÞμερα. Ο Ν. Επισκοπüπουλος κι ο Π. Γιαννüπουλος, επηρεÜστηκαν απü τα πεζÜ Ýργα του. Ο Καßσαρ ΕμμανουÞλ (γνωστüς απü το ποßημα ΓρÜμμα Σ' ¸να ΠοιητÞ του Καββαδßα, που μελοποßησεν Ýξοχα ο Δ. ΖερβουδÜκης), ο Λαπαθιþτης, ο ΚαρυωτÜκης, ο Μ. ΠαπανικολÜου, ο Φ. Κüντογλου, ο Σκαρßμπας, η Λ. ΝÜκου, ο Γ. ΜπερÜτης, ο Γ. Βαφüπουλος, ο Γ. Κüτσιρας, ο Τ. ΑλαβÝρας, ο Μ. ΔημÜκης, ο Γ. ΓεραλÞς, ο Τ. Πßττας, ο Δ. ΡικÜκης, ο Α. Πωπ, ο Α. ΣφακιανÜκης κ.Ü, επηρεαστÞκανε σε μικρü Þ μεγÜλο βαθμü απü τον Πüε.
     Το Ýργο του οφεßλει πολλÜ στο ενδιαφÝρον του ρομαντισμοý για το υπερφυσικü και το σατανικü, üπως και στις δικÝς του ταραγμÝνες φαντασιþσεις. Εßχε τη σπÜνια ικανüτητα να δημιουργεß μιαν αληθοφανÞ πειστικÞ πλοκÞ απü τα πιο απßθανο υλικü. Ο Πüε Þτανε παρÜξενη, διπλÞ, διχασμÝνη προσωπικüτητα. ΥπÜρχει μÜλιστα κι ιατρικÞ μαρτυρßα σýμφωνα με την οποßα υπÝφερε απü κÜκωση του εγκεφÜλου. Κι αν η ζωÞ του σßγουρα δεν εßναι παρÜδειγμα προς μßμηση, τα Ýργα του 170 χρüνια μετÜ το θÜνατü του ασκοýν ιδιαßτερη επιρροÞ και γοητεßα σε εκατομμýρια ανθρþπους σ' üλο τον κüσμο. ¸νας poete maudit (καταραμÝνος ποιητÞς), -πολý πριν ο Βερλαßν (1883 στο περιοδικü Lutece), εισÜγει τον üρο-, που πλÞρωσε ακριβÜ τα λÜθη του, Üφησεν üμως αθÜνατα Ýργα.



----------------------
     Η προσωπικÞ τραγωδßα Þτανε, δυστυχþς, μια επαναλαμβανüμενη κατÜσταση σ' ολüκληρη τη διÜρκεια της ζωÞς του. ΓεννημÝνος στη Βοστþνη το 1809 απü γονεßς ηθοποιοýς, ποτÝ δε γνþρισε τον πατÝρα του ΝτÝιβιντ Πüε, που εγκατÝλειψε τη μητÝρα του κι εξαφανßστηκε λßγο μετÜ τη γÝννηση του, για να πεθÜνει στη Βιρτζßνια το 1811. Η μητÝρα του, που υπÝφερε απü φυματßωση, πÝθανε στο Ρßτζμοντ της Βιρτζßνια τον ΔεκÝμβρη του 1811, αφÞνοντας ορφανοýς τον ¸ντγκαρ, το μεγαλýτερο αδελφü του Ουßλιαμ-ΧÝνρι και την ετεροθαλÞ αδελφÞ τους Ροζαλß.
     Η κυρßα ΦρÜνσις ¢λλαν απü το Ρßτζμοντ Ýπεισε τον πλοýσιο Ýμπορο σýζυγü της Τζον να πÜρει στο σπßτι τους τον μικρü. ¹ταν στο σπßτι τους που μεγÜλωσε, κι εκεß δÝχτηκε και τις πρþτες επιρροÝς του, που Þταν ιστορßες σκλÜβων και παραμýθια ειπωμÝνα απü καροτσÝρηδες κι Ýμπορους της θÜλασσας. Οι νεκροß κι οι ετοιμοθÜνατοι πÜντα üριζαν την ψυχοσýνθεση του. Σýμφωνα μÜλιστα με μια ιστορßα, üταν Þταν 6 χρüνων, κÜποια μÝρα καθþς περνοýσε απü το τοπικü νεκροταφεßο Ýνιωσε να «καταλαμβÜνεται απü τον τρüμο», καθþς Þταν σßγουρος üτι τα πνεýματα των απÝθαντων θα τον κυνηγοýσαν.
     Το 1815, η οικογÝνεια πÞγε στη Σκοτßα και την Αγγλßα, üπου Ýζησαν για 5 χρüνια. Οι εμπειρßες απü το σχολεßο προσÝθεσαν ακüμη περισσüτερες επιδρÜσεις στη ζωÞ του. ΕπιστρÝφοντας στο Ρßτζμοντ κι ενþ βρισκüταν στα πρþτα χρüνια της εφηβεßας, Üρχισε να γρÜφει ποßηση σε τακτικÜ χρονικÜ διαστÞματα. Λßγο μετÜ συνÜντησε και τον Ýρωτα στο πρüσωπο ενüς κοριτσιοý που Üκουγε στο üνομα Ελμßρα, με την οποßα και συνÞψε δεσμü. Το 1826 τον Ýστειλαν στο πανεπιστÞμιο της Βιρτζßνια για να σπουδÜσει νομικÜ. Ο πλοýσιος πατριüς του, με τον οποßο πÜντα εßχε μια τρικιμιþδη σχÝση, του Ýδωσε 100 δολÜρια για να καλýψει τα χρονιαßα του Ýξοδα, τα οποßα ξεπερνοýσαν τα 450 δολÜρια. ΚÜτω απ' αυτÝς τις συνθÞκες ο νεαρüς ποιητÞς σýντομα βρÝθηκε χρεωμÝνος κι Üρχισε να παßζει χαρτιÜ για να καλýψει τις ζημιÝς του. Και σαν να μην Ýφταναν αυτÜ, τα γρÜμματα της Ελμßρα προς αυτüν υποκλÝπτονταν κι απü τους γονεßς της κι απü τους δικοýς του, με αποτÝλεσμα η κοπÝλα που δεν πÞρε τις απαντÞσεις που περßμενε, þστε να πειστεß ν' αρραβωνιαστεß κÜποιον Üλλο. ΜετÜ απ' αυτü, ο ¸ντγκαρ το 'ριξε στο ποτü. Οι αντιστÜσεις του στο αλκοüλ ωστüσο Þταν αδýνατες και πολý εýκολα γινüταν βßαιος και παρανοúκüς üταν Ýπινε πολý.



     ΜÝχρι το τÝλος του χρüνου, ο ¢λλαν τον Ýβγαλε απü το πανεπιστÞμιο. ΜετÜ απü φοβεροýς καυγÜδες με τον πατριü του ο ποιητÞς εγκατÝλειψε το σπßτι και κατευθýνθηκε προς τη Βοστþνη. Το 1827 εξÝδωσε το πρþτο του βιβλιαρÜκι με τßτλο, Ο ΤαμερλÜνος & ¢λλα ΠοιÞματα. Η φτþχεια, τον ßδιο χρüνο, τον οδηγεß στην απεγνωσμÝνη λýση της στρÜτευσης. ΚατατÜσσεται στα 18 του χρüνια σαν ¸ντγκαρ Α. ΠÝρι, αναφÝροντας στην αßτησÞ του πως εßναι 22 χρüνων. Το 1829, μετÜ το θÜνατο της αγαπητÞς του μητριÜς, κÜνει αßτηση για εγγραφÞ στην στρατιωτικÞ ακαδημßα του West Point, Ýχοντας την υποστÞριξη του πατριοý του, αλλÜ και κÜποιου αξιωματικοý.
     Με το που βρÝθηκε, üμως, στο West Point το 1830, βοýλιαξε πÜλι στα χρÝη. ¸μοιαζε επßσης να μη του ταιριÜζει το κλßμα κει. ¹ταν μεγαλýτερος απü τους Üλλους φοιτητÝς, πιο μορφωμÝνος και σωματικÜ πιο αδýνατος. Ενþ βρισκüταν στην ακαδημßα, μελÝτησε τους ρομαντικοýς ποιητÝς: Byron, Shelley, Keats, Wordsworth και Coleridge κι Üφησε να διαδοθεß η φÞμη üτι Þταν εγγονüς του ΜπÝνετικτ 'Αρνολντ. ¸χοντας βαρεθεß το West Point ως τις αρχÝς του 1831, αποφÜσισε να παραμελεß τα καθÞκοντÜ του για να τον διþξουνε. Το ΓενÜρη πÝρασε στρατοδικεßο για διÜφορα παραπτþματα. ΜετÜ την απüλυσÞ του, κατÝληξε να ζει στη Βαλτιμüρη με την αδελφÞ του πατÝρα του Μαρßα Κλεμ (θεßα ΜÜτι) και τη κüρη της Βιργινßα.
     Εκεß, Üρχισε να γρÜφει πεζÜ κεßμενα κι Þθελε να υποβÜλει σε διÜφορους διαγωνισμοýς διηγημÜτων. Την ßδια περßοδο, στα 1832, ανακÜλυψε και το üπιο, Ýνα συνηθισμÝνο φÜρμακο της εποχÞς, που Þτανε διεγερτικü κι εßχε την ικανüτητα να εξουδετερþνει πεßνα και κρýο και να επεκτεßνει την αßσθηση του χρüνου. Στη διÜρκεια κεßνου του καλοκαιριοý εßχε δεθεß ερωτικÜ με τη Μαßρη ΝτÝβερο, αλλÜ ο δεσμüς αυτüς δεν κρÜτησε πολý, λüγω της τρομακτικÞς συμπεριφορÜς που παρουσßαζε κÜθε φορÜ, που βρισκüταν υπü την επιρροÞ αλκοüλ Þ ναρκωτικþν. Το 1833 κÝρδισε Ýνα λογοτεχνικü βραβεßο αξßας 50 δολαρßων απü μιαν εφημερßδα της Βαλτιμüρης για την ιστορßα του, "ΜÞνυμα Στο ΜπουκÜλι". Αυτü του Ýφερε πρþτη σημαντικÞ αναγνþριση και φÞμη τους τοπικοýς λογοτεχνικοýς κýκλους.
     Ο Τζον 'Αλαν πÝθανε το 1834, αλλÜ δεν Üφησε κÜτι αξßας απü την περιουσßα του στο θετü γιο που ποτÝ δεν υιοθÝτησε, που σýντομα πρüσθεσε και τη λÞψη λÜβδανου στις κακÝς του συνÞθειες. Το 1835 επÝστρεψε στο Ρßτζμοντ για να δουλÝψει σαν συντÜκτης στη Southern Literary Messenger. Τüτε Þταν που παντρεýτηκε και τη 13χρονη ξαδÝρφη του Βιργινßα, πρþτα σε κρυφÞ τελετÞ και μετÜ σε δημüσια, που στο πιστοποιητικü της αναφερüταν üτι το κορßτσι Þταν 21 χρüνων. ΜετÜ απü διÜφορες μετακομßσεις και δουλειÝς η μικρÞ οικογÝνεια των ¸ντγκαρ, Βιργινßας και ΜÜτι, κατÝληξε στη ΦιλαδÝλφεια, που ο ποιητÞς Ýπιασε δουλειÜ στο Burton's Gentleman's Magazine. ¹τανε στη διÜρκεια κεßνης της περιüδου που Ýγραψε μερικÝς απü τις πιο γνωστÝς ιστορßες τρüμου κι υπερφυσικοý. Τüτε Üρχισε να εκκολÜπτεται μÝσα του η ιδÝα να ξεκινÞσει κÜποιο δικü του περιοδικü, το The Penn Magazine, το οποßο αργüτερα μετονομÜστηκε σε, The Stylus.
      Στη διÜρκεια ενüς δεßπνου, το ΓενÜρη του 1842, ενþ η Βιργινßα Ýπαιζεν Üρπα και τραγουδοýσε, ξαφνικÜ κüπηκε η ανÜσα της κι Üρχισε να βÞχει δυνατÜ. ΒγÞκε αßμα απü το στüμα της, λερþνοντας το λευκü φüρεμα. Αυτü το γεγονüς επιβεβαßωσε κεßνο που φοβüταν απü καιρü: üτι υπÝφερε απü τη μυστηριþδη ασθÝνεια της φυματßωσης που του 'χεν Þδη στερÞσει μητÝρα και πατÝρα. Η ανακÜλυψη αυτÞ τον Ýριξε με πÜθος στο ποτü. Στη διÜρκεια του καλοκαιριοý του 1842 κι ενþ η θεßα ΜÜτι κρατοýσε το σπιτικü üπως μποροýσε, ακüμη και δεχüμενη ελεημοσýνη, η κατÜσταση της Βιργινßας υποτροπßασε. Ο Πüε αναζÞτησε τη νιüπαντρη Μαßρη ΝτÝβερο στη ΝÝα Υüρκη. Περßμενε Ýξω απü τη πüρτα της μÝχρι να γυρßσει σπßτι και με το που την εßδε τη κατηγüρησε üτι δεν αγαποýσε τον Üντρα της. ΜετÜ απü λßγες μÝρες, τονε βρÞκαν να περιπλανιÝται στο δÜσος, βρþμικος κι αναμαλλιασμÝνος.



      Λßγο καιρü μετÜ μπÞκε σ' εφαρμογÞ Ýνα σχÝδιο για να βρεθεß υποστÞριξη για το σχεδιαζüμενο περιοδικü του, μÝσω πολιτικþν επαφþν. Οι προσπÜθειÝς του στη ΦιλαδÝλφεια απÝτυχαν, αλλÜ το 1943 τον προσκÜλεσαν για να δþσει μια διÜλεξη στην ΟυÜσιγκτον και να συναντηθεß με τον πρüεδρο στο Λευκü Οßκο. ΑυτÞ Þταν η πιο σημαντικÞ ευκαιρßα που 'χε ποτÝ για να κÜνει καλÞ εντýπωση και ν' αποκτÞσει χρÞσιμους συμμÜχους. ΑλλÜ, λßγες μüλις μÝρες μετÜ την ÜφιξÞ του, πεßστηκε να πιει ποτü στη διÜρκεια ενüς δεßπνου. Αυτü οδÞγησε σ' ακüμη περισσüτερο ποτü. ΤελικÜ, η διÜλεξÞ του ακυρþθηκε κι üταν παρουσιÜστηκε στο Λευκü Οßκο, Þταν μεθυσμÝνος και ρεζιλεýτηκε. Μ' üλες τις ελπßδες για στÞριξη στο περιοδικü του κατεστραμμÝνες, επÝστρεψε στη ΦιλαδÝλφεια.
     Παρακολουθþντας τη Βιργινßα ν' αργοπεθαßνει αυξÞθηκαν οι τÜσεις του γι' αυτοκαταστροφÞ. Στο ποßημÜ του "Το ΣκουλÞκι ΚατακτητÞς" (The Conqueror Worm), που γρÜφτηκε στη διÜρκεια αυτÞς της σκοτεινÞς περιüδου, προβÜλει την εικüνα ενüς καταστροφικοý σκουληκιοý Þ κÜμπιας και την αποσýνθεση της ανθρωπüτητας. Αν κι απÝκτησε αναγνþριση στους λογοτεχνικοýς κýκλους, τßποτα δε θα μποροýσε να συγκριθεß με τη φÞμη που απüκτησε με το που Ýκδοσε το 1845 το ποßημα, "Το ΚορÜκι". Το ποßημα αυτü Ýγινε μια εθνικÞ ψýχωση μÝσα σε λßγες βδομÜδες κι ανατυπþθηκε σ' εφημερßδες και περιοδικÜ σ' ολÜκερη τη χþρα, αλλÜ λüγω του üτι τüτε δεν υπÞρχε προστασßα των πνευματικþν δικαιωμÜτων, üλες αυτÝς οι ανατυπþσεις δε του απÝφεραν οýτε σεντ. ΣυνÝχισε να ζει στην αιþνια φτþχεια του.
     Στο μεταξý η κατÜσταση της Βιργινßας συνÝχισε να χειροτερεýει και το ΓενÜρη του 1847, στην ηλικßα των 25 υπÝκυψε στο μοιραßο. Το 1848, ο ¸ντγκαρ αρραβωνιÜστηκε τη ΣÜρα-¸λεν Ουßτμαν, αλλÜ ο γÜμος αναβλÞθηκε 2 μÝρες πριν τη τÝλεσÞ του, καθþς ο Πüε, που 'χεν υποσχεθεß να κüψει το ποτü, εντοπßστηκε να πßνει. ΚÜτω απ' αυτÝς τις συνθÞκες επÝστρεψε στο Ρßτζμοντ που συνÜντησε τον Ýρωτα της πρþτης του νιüτης την Ελμßρα, την οποßα αρραβωνιÜστηκε. Ο γÜμος ορßστηκε για τις 17 Οκτþβρη 1849.
     Τον ΣεπτÝμβρη αναχþρησε για να συναντÞσει κÜποιους φßλους και συγγενεßς και να φροντßσει κÜποιες δουλειÝς, ταξιδεýοντας προς τη ΝÝα Υüρκη μÝσω Βαλτιμüρης και ΦιλαδÝλφειας. Δεν τα κατÜφερε να πÜει πιο πÝρα απü τη Βαλτιμüρη. ¸φτασε εκεß μεθυσμÝνος κι εξαφανßστηκε για 5 μÝρες. ¼ταν, τελικÜ, τον βρÞκανε βρισκüτανε σε παραλÞρημα. Τον οδÞγησαν στο νοσοκομεßο üπου κρατÞθηκε με το ζüρι στη ζωÞ για λßγες ακüμη μÝρες. ΠÝθανε τη ΚυριακÞ 7 Οκτþβρη 1849, σ' ηλικßα 40 ετþν μüλις. Τα τελευταßα του λüγια Þταν: «Κýριε βοÞθα τη φτωχÞ μου ψυχÞ». Σαν Ýνα μυστηριþδες υστερüγραφο στη ζωÞ του. ΚÜποιος ανþνυμος επισκÝπτης παßρνει τρßα κüκκινα τριαντÜφυλλα και Ýνα μπουκÜλι κονιÜκ στον τÜφο του, στη Westminster Church της Βαλτιμüρης, στην επÝτειο των γενεθλßων του συγγραφÝα κÜθε χρüνο, απü το 1949.

                        ΓραμμÝνο απü το ΛÜκη ΦουρουκλÜ

     Στις 9 Οκτþβρη 1849 ο σκοτεινüς λογοτÝχνης και ποιητÞς Πüε, πεθαßνει τρελλüς και μüνος στους δρüμους της Βαλτιμüρης με μυστηριþδη τρüπο, που θυμßζει ιστορßα θρßλλερ. ΦÝρεται να εßπε στην οικογÝνειÜ του τα εξÞς στερνÜ λüγια: "Μη φοβÜστε για τον ¸ντυ"! Παρüλο που 'ναι απ' τους πιο αγαπημÝνους ποιητÝς και συγγραφεßς παγκοσμßως κι απ' τους πρωτεργÜτες της σκοτεινÞς λογοτεχνßας, ελÜχιστοι γνωρßζουνε τις πραγματικÜ σκοτεινÝς πτυχÝς της ζωÞς του. Σε μερικÜ σημεßα ρßχνει φως ο βιογρÜφος Πωλ Κüλλινς, παρουσιÜζοντÜς τα στην εφημερßδα Huffington Post, Ýτσι ως τα 'γραψε στο βιβλßο του, Edgar Allan Poe: The Fever Called Living. Ας τα δοýμε παρÝα:
     Χρησιμοποßησε μιαν εντυπωσιακÞ σειρÜ απü ψευδþνυμα με 1ο, το αρκετÜ απρüθυμο, κολλεγιακü του Gaffy. ΠολλÜ απ' τα λοιπÜ Þταν απü ανÜγκη, για να κρυφτεß απ' τους πιστωτÝς κι απ' το στρατü. Τα 'χε χρησιμοποιÞσει επßσης για να γρÜψει τραγοýδια, για να συντÜξει Ýνα περιοδικü με δικü του Ýργο (Littleton Barry) Þ να καταδιþξει μια πιθανÞ αρραβωνιαστικιÜ.
     Εßχε σκεφτεß να μετακομßσει στο Ιλινüις καθþς πÝρασε χρüνια παραμÝνοντας προσκολλημÝνος σ' Ýνα απ' τα πιο δυνατÜ üνειρÜ του: Ýνα δικü του περιοδικü. Εßχε μια παραλßγο συνεργασßα το 1849, μ' Ýναν επιχειρηματικü εταßρο, τον Εντουαρντ ΠÜτερσον. Ωστüσο αυτüς του ζÞτησε να μετακομßσει στο χωριü ΟκουÜκα του Ιλινüις και να γßνει υπεýθυνος του περιοδικοý Oquawka Spectator.
     Εßχε τον μεγÜλο αδελφü που Þταν επßσης ποιητÞς -ο Γουßλιαμ ΧÝνρι ΛÝοναρντ Πüε, ναýτης σκληρüς και πüτης- κι Ýφηβος τον Ýβλεπε που δημοσßευε κÜποια πρþιμη ποßηση και πεζογραφßα σε περιοδικü της Βαλτιμüρης. Ο αδελφüς του πÝθανε στη διÜρκεια μιας επιδημßας χολÝρας, τη περßοδο που ζοýσε με τον Εντγκαρ, το 1831.



     Αν και πολυγραφüτατος συγγραφÝας, δεν προλÜβαινε ποτÝ τις προθεσμßες του üταν δοýλευε. Στη διÜρκεια μιας ιδιαßτερα χαοτικÞς επιμÝλειας του Broadway Journal, Üφησε μιαν ολÜκερη στÞλη κενÞ στο τεýχος της 27ης ΔεκÝμβρη 1845. Δεν τη γÝμισε μ' Üρθρα απ' Üλλο περιοδικü, Þ διαφημßσεις. Την Üφησε απλÜ κενÞ. Κι Ýτσι σε λßγες μÝρες βρÝθηκε ξανÜ χωρßς δουλειÜ.
     Μπορεß να εßναι γνωστüς σε μας σÞμερα σαν μεγÜλος λογοτÝχνης, αλλÜ στη διÜρκεια της ζωÞς του, ο Ýνας και μοναδικüς εργοδüτης που αξιüπιστα τον εκτιμοýσε και τονε προωθοýσε Þταν ο στρατüς των ΗΠΑ. Η εγγραφÞ του στην ηλικßα των 18, με ψευδþνυμο για ν' αποφýγει τους πιστωτÝς, Εντγκαρ Α. ΠÝρι, μÝσα σε 2 Ýτη τον Ýστειλε στη κορφÞ των υπαξιωματικþν του συντÜγματος Sgt. Major. Ευτυχþς για τους αναγνþστες, αποδεßχθηκε πολý Üτακτος για να τελειþσει τα καθÞκοντÜ του πυροβολικοý Þ την επακüλουθη καρριÝρα της κατÜρτισης αξιωματικοý στο West Point. ¸τσι μποροýμε να ποýμε πως ο στρατüς υπÞρξε η πιο σταθερÞ απασχüλησÞ του.
     ΑρκετÝς φορÝς του καρφωνüντουσαν τραγοýδια στο μυαλü, μÜλιστα η περßπτωσÞ του εßναι μßα απü τις αρχαιüτερες γνωστÝς περιγραφÝς του νευρολογικοý φαινομÝνου του "σκþληκα". Το φαινüμενο αυτü περιγρÜφεται στην ιστορßα του: The Imp of the Perverse.
     ΠοτÝ δεν Þταν ντροπαλüς στις φιλολογικÝς διαμÜχες και μες απ' το Broadway Journal το 1845, επιτÝθηκε (Üδικα) στον ποιητÞ ΧÝνρυ ΧÜντσγουορθ ΛονγκφÝλοου, κατηγορþντας τον για λογοκλοπÞ. Ο αμÞχανος ποιητÞς δεν απÜντησε ποτÝ στις κατηγορßες και σýμφωνα με τον εκδüτη του Πüε, απÜντησε Ýνας οργισμÝνος αναγνþστης με τον οποßο συνÝχισε ν' ανταλλÜσσει μýδρους μÝσω του περιοδικοý. Ωστüσο εßναι πιθανü, ο αναγνþστης να Þταν ο ßδιος, γεμßζοντας τις στÞλες του περιοδικοý παßζοντας και τους 2 ρüλους.


=======================


                       ΡΗΤΑ

 * Θες ν' αγαπηθεßς; Τüτε μην αφÞσεις τη καρδιÜ σου να παρεκκλßνει απ' το μονοπÜτι της. ΠαρÜμεινε αυτüς που 'σαι τþρα.

 * ΠαρατηρÞθηκε πως üλοι οι τρελοß Þτανε φιλüσοφοι και πως üλοι οι φιλüσοφοι Þτανε τρελοß.

 * Τα γκρßζα μαλλιÜ εßναι τ' αρχεßα του παρελθüντος.

 * Η ευτυχßα δε βρßσκεται στη γνþση, αλλÜ στην απüκτησÞ της.

 * Κεßνος που νεßρεται ξυπνüς Ýχει συναßσθηση χιλιÜδων πραγμÜτων που διαφεýγουν σε κεßνους που νεßρονται κοιμισμÝνοι.

 * Η ποßηση εßναι σκÝψεις που αναπνÝουνε και λÝξεις που καßνε.

 * Τα πÜθη πρÝπει να 'ναι σεβαστÜ.

-----------------------------------

  Τα Πνεýματα Των Νεκρþν

ΜονÜχη η ψυχÞ σου θα βρεθεß εκεß,
της γκρßζας πλÜκας μισοσκüτεινες οι σκÝψεις
üχι η μια, μα üλο το σμÜρι θ' απλωθεß
μες σε μιαν þρα μυστικÞ.

Σ' αυτÞ τη σιγαλιÜ να εßσαι σιωπηλÞ,
γιατß αυτü δεν εßναι μοναξιÜ για κει,
εßν' οι ψυχÝς νεκρþν που στÜθηκαν
στη ζωÞ πριν απü σÝνανε και πÜλι
με θÜνατο τριγýρω σου, να θÝνε
να σε σκεπÜσουν: Μεßνε ακßνητη.

Γιατß η νυχτιÜ -που ωστüσο καθαρßζει-,
θα κρýψει τ' Üστρα να μη δοýνε κÜτω,
απ' τα ψηλÜ θρονιÜ τους στον ΠαρÜδεισο,
Ελπßδας φως για να προσφÝρουν στους θνητοýς.

ΑλλÜ οι ερυθρÝς δÝσμες τους δßχως λÜμψη,
στην ανιαρÞ σου εμφÜνιση θα δεßχνουν
σαν Ýνα κÜψιμο, σαν Ýνας πυρετüς,
που üμως θα σε κüλλαγε για πÜντα εκεß.

Τþρα εßναι σκÝψεις που δεν πρÝπει ν' αποδιþξεις,
τþρα εßν' ορÜματα που δεν πρÝπει να φýγουν,
που απ' το πνεýμα σου πια θα περÜσουν
και üχι πια σαν τη δροσιÜ απ' τü γρασßδι.

Το αερÜκι -του Θεοý ανÜσα- εßν' ακüμα
και η ομßχλη πÜνω στο λοφÜκι,
σκιþδης, σκιþδης δßχως üμως διακοπÞ,
εßν' Ýνα σýμβολο κι Ýνα στοιχεßον,
που κρÝμεται στα δÝντρα πÜνω,
Ýνα μυστÞριο των μυστηρßων.

              ¸να... ΡαβασÜκι

     Αυτü το ποßημα Ýχει μιαν ιστορßα. Ο Πüε Ýγραφε σε εφημερßδες κεßνη την εποχÞ κι Ýβαζε και κριτικÝς. Το 1845 Ýδωσε μια ΔιÜλεξη κι εκθεßασε μια ποιÞτρια της εποχÞς εκεßνης. ΑυτÞ γοητεýτηκε, του Ýστειλε μιαν ευχαριστÞρια απÜντηση με λιγÜκι φλερτ, αυτüς απÜντησε κλπ κλπ και ξεκßνησε Ýνα πλατωνικü ειδýλλιο επιστολþν. ΣημειωτÝον, εκεßνη τη χρονιÜ η ποιÞτρια Þτανε σε διÜσταση με το σýζυγü της -üχι διαζýγιο- κι η γυναßκα του Πüε, δεν Þταν ακüμα τüσον Üσχημα, αλλÜ üχι και στη καλλßτερÞ της φÜση, με ü,τι συνεπÜγεται αυτü.
     Μη τα πολυλογþ, ο Πüε Ýγραψε καλÝς κριτικÝς για κεßνη, στην εφημερßδα του, αντÜλλασσαν ερωτικÝς περßπου επιστολÝς, αλλÜ τελικÜ το πρÜγμα ατüνησε ως εξαφανßσεως παρüλο που δημοσßευσε μερικÜ ερωτικÜ της ποιÞματα και μερικÜ δικÜ του του -üπως το παρακÜτω- με ψευδþνυμο üμως αυτüς. Ατüνησε παρüλο που η Βιρτζßνια σε μια τερÜστια κßνηση, κÜλεσε τη ποιÞτρια σπßτι τους γιατß Þξερε πως θα πεθÜνει κÜποια στιγμÞ κι Þθελε να εξασφαλßσει μια καλÞ συνÝχεια στον αγαπημÝνο της ¸ντγκαρ. Το παρüν ποßημα λοιπüν εßναι üπως λÝει Ýνα ραβασÜκι (A Valentine) μüνο που πρÝπει να της εßναι πλÝον λιγÜκι θυμωμÝνος, γιατß ενþ τη παινεýει οπτικÜ, ισχυρßζεται πως Þταν üλα ψÝμματα. ΤÝλος, το ποßημα αυτü Ýχει και μια ΠοεúκÞ παραξενιÜ κι εγþ εκμεταλλευüμενος αυτü, δεν σας φανερþνω το üνομα της ποιÞτριας, γιατß το γρÜφει το ποßημα αλλÜ θα πρÝπει να το ανακαλýψετε μÝσα στους στßχους -πρÜμα απßθανο/ Στους αγγλικοýς εννοþ γιατß στους ελληνικοýς μη μου ζητÜτε τÝτοια πρÜματα, εßδα κι Ýπαθα να το στÞσω Ýτσι üπως εßναι. Ωστüσο στη φωτü Ýχω το ποßημα κι Ýχω σημειþσει με κüκκινο μολýβι πÜνω στα συγκεκριμÝνα γρÜμματα, þστε αθρüßζοντÜς τα απü πÜνω προς τα κÜτω, να βρεßτε το üνομÜ της.


Για τα μÜτια της γρÜφω ετοýτη τη ρßμα:
εκφραστικÜ, φωτεινÜ, σαν εκεßνα της ΛÞδας.
Αν το ψÜξει θα βρει στις στροφÝς της σελßδας
το γλυκü üνομÜ της, -ψεýτικο σε κÜθε ρÞμα.

Μες στους στßχους, απ' üλους, εßν' αυτü τυλιγμÝνο.
Δες καλÜ στις γραμμÝς -κρýβουν θεßο θησαυρü-
δεν το βλÝπει αναγνþστης, -μενταγιüν- φυλαχτü.
Στη καρδιÜ εκεßνο πρÝπει για να φορεθεß κρυμμÝνο.

Πρüσεξε καλÜ το μÝτρο -λÝξεις- μÝτρα συλλαβÝς!
Το μικροýλι μη σου φýγει το στοιχεßο, χÜνεις üλη τη σειρÜ!
Κι üμως δεν εßν' Γüρδιος με ξßφος να χαλÜ
ΑπλÜ πρÝπει να καταλÜβεις μüνο τις γραμμÝς.

ΓραμμÝνα, Ýτσι üπως εßν' τα μÜτια, στο χαρτß
σπινθηροβολÜνε λÜμποντας, ψυχÞ.
Τρεις λÝξεις εýγλωττες ως ακουστÞκαν απü ποιητÞ
απü επßσης ποιητÝς -καθþς και τ' üνομÜ του, τι.

Τα γρÜμματÜ του ψεýτικα Þτανε φυσικÜ,
σαν του Πßντο ΜÝντες ΦερδινÜνδο, του Ιππüτη,
Ýχουνε την επßφαση αλÞθειας μοναχÜ.
ΣταμÜτησε να προσπαθεßς, το γρßφο δε θα βρεις παρüτι
κÜνεις ü,τι καλλßτερο μπορεßς...

    Το Κολοσσιαßο

Ερεßπιο της Αρχαßας Ρþμης!
Πλοýσια λειψανοθÞκη Υψηλοý στοχασμοý,
π' αφÞνεται στο Χρüνο,
με θαμμÝνους αιþνες,
ισχýος και μεγαλοπρÝπειας!
Πολý μετÜ, ημερþν προσκýνημα
κοπιαστικü κι ατÝλειωτη μια δßψα,
-για τις πηγÝς της παρÜδοσης
που ψÜχνεις μÝσα σου-,
γονατßζω ταπεινÜ κι αλλαγμÝνος πλÝον,
ανÜμεσα στις σκιÝς σου
κι Ýτσι πιες απü μÝσα μου...
Η ßδια η ψυχÞ μου, το μεγαλεßο σου,
η κατÞφεια κι η δüξα σου!

Απεραντοσýνη! κι EποχÞ!
κι οι ΜνÞμες απ' το Eld!
ΣιωπÞ! και ΕρημιÜ!
και Νýχτα σκοτεινÞ!
Σε νιþθω τþρα
-στη Ρþμη1 σου, σε νιþθω -,
ω! τα ξüρκια, σßγουρα πια
απü τον Üλλοτ' Ιουδαßο βασιλιÜ,
διδÜσκεσαι στους κÞπους της ΓεθσημανÞ!
Ω! και γητειÝς πιο δυνατÝς,
απü την αλωμÝνη πια Χαλδαßα2,
που πÝταξε ποτÝ,
κÜτω απü Þσυχα Üστρα!

Εδþ που Ýπεσ' Þρωας,
στÞνεται μßα στÞλη!
Εδþ, που ο θριαμβευτÞς αετüς,
Ýλαμψε με χρυσÜφι,
μια μεταμεσονýκτια αγρýπνια
κρατÜει το βαρý της ρüπαλο!
εδþ οι κυρßες της Ρþμης,
λÜμπουνε στα χρυσÜ μαλλιÜ τους!
Σεßστε στον Üνεμο τþρα, σεßστε
το καλÜμι και τ' αγκÜθι!
εδþ, που στο χρυσü του θρüνο
κÜθισε ο μονÜρχης,
γλιστρþντας, σαν το φÜντασμα,
ως το μαρμÜρινü του σπßτι,
που φωτισμÝνο απü τ' αδýναμο φως
του κερασφüρου φεγγαριοý,
σα γρÞγορη και σιωπηλÞ,
γλιστρÜ, σαýρα της πÝτρας!

Mα στÜσου! αυτοß οι τοßχοι
-αυτÝς οι στοÝς με τον κισσü-
αυτοß οι πλßνθοι του κτισßματος,
αυτοß οι θλιβεροß και μαυρισμÝνοι Üξονες,
αυτÜ τα ασχημÜτιστα ερεßπια,
αυτÞ η θρυμματισμÝνη ζωφüρος,
αυτÜ τα σπασμÝνα γεßσα,
αυτü το ναυÜγιο, αυτü το ερεßπιο,
ΑυτÝς οι πÝτρες εßναι üλοι,
-αλßμονο! αυτÝς οι γκρßζες πÝτρες-
εßν' üλοι αυτοß οι ξακουστοß,
τερÜστιοι που χαθÞκαν
μÝσα στη διÜβρωση του Χρüνου,
για τη Μοßρα τους κι εμÝνα;

"¼χι üλα" -μου απαντÜ η Ηχþ -"üχι üλα!
Προφητικοß και δυνατοß Þχοι,
προκýπτουνε για πÜντα,
απü εμÜς κι απü üλη τη καταστροφÞ,
στους σοφοýς, ως μελωδßα,
απü τον ΜÝμνονα στον ¹λιο3.
ΚυβερνÜμε τις καρδιÝς
των ισχυρüτερων ανθρþπων
-κυβερνÜμε δεσποτικÜ περιδινßζοντας
üλα τα γιγÜντια μυαλÜ.
Δεν εßμαστε ανßκανοι,
χλωμιÜζουμε τις πÝτρες.
Δεν Ýχει χαθεß üλη μας η Ρþμη1
-οýτε üλη μας η φÞμη.
Δεν εßναι üλη η μαγεßα
της μεγÜλης μας φÞμης.
Δεν εßναι üλο το θαýμα
που μας περικυκλþνει.
Δεν εßναι üλα τα μυστÞρια
που βρßσκονται μÝσα μας.
Οýτ' üλες οι μνÞμες που κρÝμονται
κολλþντας πÜνω μας σα ροýχο:
Να μας ντυθεß μια τÝτοια ρüμπα,
κÜτι πιο πÜνω κι απü δüξα".

 1 = Στο πρωτüτυπο αναφÝρεται με τη λÝξη "ισχý, δýναμη κλπ" θεþρησα σκüπιμο να βÜλω, με προσωπικÞ μου ευθýνη, τη λÝξη "Ρþμη" που υπονοεß το ßδιο και παρÜλληλα προτεßνει την ßδια τη πüλη... και παρακÜτω το ßδιο πÜλι...
 2 = ΑναφÝρεται στους Χαλδαßους, Ýνα λαü της αρχαßας Βαβυλωνßας που Ýδινε μεγÜλη πßστη στην αστρολογßα, τη μαντεßα με βÜση τη θεωρßα üτι ανθρþπινα κι αστρονομικÜ γεγονüτα συνδÝονται.
 3 = Στη κλασσικÞ μυθολογßα, ο ΜÝμνων εßναι γιος της Ηοýς, -της ΑυγÞς. Η αναφορÜ εßναι σ' Ýνα αρχαßο Üγαλμα του ΜÝμνονα στη ΘÞβα, που λÝγεται üτι παρÜγει Ýναν μουσικü Þχο üταν χτυπιÝται απü τις πρþτες ακτßνες του Þλιου το ξημÝρωμα (το «φιλß» της Ηοýς).

         Στη ΜητÝρα Μου

ΕπειδÞ νιþθω πως στους Ουρανοýς επÜνω
οι ¢γγελοι τß ψιθυρßζουν μεταξý τους,
δεν βρßσκω μες στους φλογισμÝνους λüγους τους,
τßποτα πιο λατρευτικü απ' το "ΜητÝρα".

¸τσι στο αγαπημÝνο üνομα σε φþναξα καιρü,
συ που 'σουνα για μÝνα πιüτερο μητÝρα
και γÝμισες μ' αγÜπη üλη τη καρδιÜ μου,
üταν σε πÞρε ο ΧÜρος, πνεýμα της Βιργινßας μου,
ελευθερþνοντÜς σε. ΑυτÞ που Ýφυγε νωρßς,
Þτανε μüνον η μητÝρα μου. αλλÜ εσý, μητÝρα
Þσουνα σ' ü,τι αγαποýσα τüσον ακριβÜ.

Κι Ýτσι εßσαι πιο αγαπητÞ απ' τη μητÝρα που 'ξερα
Απ' τ' Üπειρο που η γυναßκα μου Þτανε
πιο αγαπητÞ για τη ψυχÞ, απ' τη ψυχÞ-ζωÞ της.

  Στον ¸να Στον ΠαρÜδεισο

Εσý εßσαι üλ' αυτÜ για μÝνα, αγÜπη,
αυτÜ που 'κανε πεýκο, η ψυχÞ μου.
ΝησÜκι πρÜσινο στη θÜλασσα, αγÜπη,
με συντριβÜνι και μιαν εκκλησιÜ.
¼λα στεφανωμÝνα με νεραúδανθοýς
και φροýτα κι εßν' üλα δικÜ μου.

¹τανε üνειρο λαμπρü πολý, να διαρκεß:
Η Ýναστρη Ελπßδα! Μα αντ' αυτÞ
μας βρÞκε Üλλη, σκοτεινÞ.
Απü το ΜÝλλον κλαßει Þδη μια φωνÞ:
"Επ ωπ!" εßναι το Παρελθüν, που μας καλεß,
(üρμος αχνüς). Το πνεýμα μου βουβÜ
κι ακßνητα στα ψÝμματα φτεροκοπÜ.

Μα δυστυχþς, αλßμονο σε μÝνα,
το φως της ΖωÞς, μου τÝλειωσε!
¼χι πια, üχι Üλλο, üχι Üλλο πια!
(Μια τÝτοια γλþσσα εßναι που κρατÜ
επßσημα τη θÜλασσα, στην ακροθαλασσιÜ).
Το κεραυνüδεντρο θ' ανθßσει,
Þ ο χτυπημÝνος αητüς σε πτÞση!

Κι üλες οι μÝρες μου εκστατικÝς
κι üλες οι νýχτες μου ονειρικÝς,
κει που κοιτÜ το γκρßζο μÜτι σου,
κει που το βÞμα σου αστρÜφτει:
Σε τß αιθÝριους χοροýς,
σε ποια αιþνια ρεýματα!

    Για Την ¢ννυ

Ευχαριστþ τον Ουρανü!
Κρßση και κßνδυνος εßναι πια παρελθüν
Η νüσος μου η παρατεταμÝνη
τελεßωσε και ο πυρετüς
λÝγεται πλÝον "ζωντανüς"
και η πορεßα του πετυχημÝνη.

Δυστυχþς πλÝον τþρα λογαριÜζω
και λυπημÝνος απ' τη δýναμÞ μου,
μηδÝ κινþντας οýτε μυ μου
κÜθε που ψÝμματα αραδιÜζω,
αλλÜ δεν Ýχει σημασßα, τελικÜ.
ΕπιτÝλους εßμαι τþρα πια καλÜ..

Τþρα που ξεκουρÜζομαι Þρεμα,
βλÝπω απ' το κρεββÜτι μου
σαν Ýνας παρατηρητÞς,
να μοιÜζω πλÝον με νεκρü
και λÝω και ν' αρχßσω,
σαν να με σκÝφτομαι νεκρü.

Η γκρßνια και το βογκητü
οι στεναγμοß, το δÜκρυ,
συχÜσαν τþρα πια τελεßως.
Μ' αυτü το φριχτü χτýπημα
-αχ, στη καρδιÜ Þταν φριχτü-
και καρδιοχτýπι τρομερü.

Η αρρþστια, η ναυτßα
κι ο Üθλιος ο πüνος,
πÜψανε με τον πυρετü μου.
Μου τρÝλλαινε τη σκÝψη
αυτüς o "ζωντανüς" ο πυρετüς,
Ýκαψε το μυαλü μου.

Κι απ' üλα μου τα βÜσανα,
αυτü Þταν χειρüτερο
κι Ýχει υποχωρÞσει -τρομερü
το βÜσανο της δßψας
για το ποτÜμι ναφθαλßνης
του πÜθους του καταραμÝνου-,
εγþ Ýπινα νερü πολý
που σβÞνει αυτÞ τη δßψα.

¸να νερü που ρÝει
με Þχο νανουριστικü
απü πηγÞ σε λßγα μÝτρα
κÜτω απ´ την επιφÜνεια της γης,
σε μια σπηλιÜ, üχι μακρυÜ,
και κÜτω απ' το Ýδαφος.

Κι αχ! μη τ' αφÞσετε ποτÝ,
εßπε, να εßν' ανüητο τüσο,
γιατß το δþμα θλιβερü
και το κρεββÜτι μου στενü,
γι' αυτüν που δεν κοιμÞθηκε
ποτÝ σε διαφορετικü
και πρÝπει, για να κοιμηθεßς,
πÜντα τον ýπνο να καλεßς
σε τοýτο το κρεββÜτι.

Το πνεýμα μου ξεγελασμÝνο
και Þρεμα αναπαυμÝνο,
ξεχνþντας Þ ποτÝ να μη λυπÜται
τα ρüδα του -τις ταραχÝς του-
τριαντÜφυλλα και τις μυρτιÝς του.

Και τþρα εν' üσο Þσυχα,
ψÝμματα θα φαντÜζεται,
μια πιο γερÞ οσμÞ
για τοýτα με πανσÝδες,
μια μυρωδιÜ δενδρολιβÜνου
-με τον πανσÝ, συνδυασμü-
μ' απÞγανο κι υπÝροχους
πουριτανοýς πανσÝδες.

Κι Ýτσι βρßσκεται ευτυχþς
να κολυμπÜει σε πολλÜ,
σε üνειρο αληθινü
-κι η ομορφιÜ της ¢ννυ-
μες στο λουτρü πνιγμÝνος,
στις ¢ννυ τις κοτσßδες.

ΓλυκÜ-γλυκÜ με φßλησε,
με χÜιδεψε με αγÜπη,
κι ýστερα Ýγειρα απαλÜ
να κοιμηθþ στο κüρφο της.
ΒαθιÜ αποκοιμÞθηκα
στους παραδεßσους των μαστþν της.

¼ταν εσβÞστηκε το φως,
με τýλιξε ζεστÜ
και προσευχÞθηκε σ' αγγÝλους,
να με κρατÞσει ασφαλÞ.
ΖÞτησε απ' των αγγÝλων τη βασßλισσα
να με φυλÜξει απü κακü.

Και κεßτομαι τüσο Þρεμα
τþρα στο κρεββÜτι μου,
(ξÝροντας την αγÜπη της),
να με φαντÜζεται νεκρü
κι αναπαýομαι ευτυχÞς,
τþρα στο κρεββÜτι μου
(με την αγÜπη της στο στÞθος).
Να με φαντÜζεται νεκρü
και να ριγÜ κοιτþντας με,
στη σκÝψη της, νεκρüς.

Μα η καρδιÜ πιο φωτεινÞ
μου εßν' απ' üλα τ' Üλλα.
Στον ουρανü τ' αστÝρια
λÜμπουνε με την ¢ννυ-
ΛÜμπουν μ' üλο το φως της,
της ¢ννυ την αγÜπη -
στη σκÝψη του φωτüς της,
στης ¢ννυ μου τα μÜτια.

          Σε ¼νειρο 

Σε üνειρο, μια νýχτα σκοτεινÞ
στον ýπνο μ' εßδα, νÜ 'φευγε η χαρÜ
και ξýπνησα στο φως και στη ζωÞ,
με τσακισμÝνη τοýτη τη καρδιÜ.

Αχ! Δεν εßν' üνειρο ημÝρας τοýτο 'δω
γι' αυτüν, οποý ορμÜει του η ματιÜ,
σε μιαν αχτßδα απü το παρελθüν,
κÜθε που επιστρÝφει στα παλιÜ.

Το üνειρο το ιερü, - αυτü το ιερü-
που σκÜλωσε στη πρþτη παιδωμÞ
ενθουσιασμÝνο, με μßα λÜμψη π' οδηγεß
το πνεýμα τοýτο, το μοναχικü.

Τß κι αν το φως αυτü σκοτÜδι ρßχνει
και θýελλα και τρÝμουλο αφÞνει;
Τß Üλλο θα 'ταν απ' αυτü, πιο φωτεινü,
απ' τ' ¢στρο της ΑλÞθειας το Πρωινü;

¾μνος Στον Αρμüδιο Και Τον Αριστογεßτονα

Θα κρýψω το σπαθß μου σε μυρτιÜ να μÝνει,
καθþς γενναßοι αθλητÝς αφοσιωμÝνοι
üταν βυθßσαν σε τυρÜννους το ατσÜλι
και στην ΑθÞνα λευτεριÜ δþσανε πÜλι.

Οι αθÜνατες ψυχÝς σας, Þρωες λατρευτοß,
γυρßζουν ευτυχεßς σε νÞσους ευλογßας,
οποý αρχαßοι ισχυροß χαßρουνε κατοικßας:
ΔιομÞδης, ΑχιλλÝας και λοιποß, Ýχουν αναπαυτεß.

Λεπßδα μου, σ' ολüφρεσκη μυρτιÜ θα τυλιχτεßς
üπως ο Αρμüδιος ο καλüς και ευγενÞς
σαν Ýστησε στου ιεροý ναοý σχολÞ,
με τυραννßας τ' Üλικο αßμα, μια σπονδÞ.

Ναι! ΒγÜλατε την ΑθÞνα απ' τη ντροπÞ!
Ναι! ΕκδικητÝς σε λÜθη λευτεριÜς!
Η φÞμη σας θ' ακολουθεß σε κÜθε γενεÜς,
τη ταγισμÝνη με τ' αχοý σας την ωδÞ!

              ΣερενÜτα

¸τσι þρα γλυκειÜ μ' Þρεμο τον καιρü,
νιþθω πως εßναι Ýγκλημα φριχτü,
üταν κοιμÜτ' η Φýση, τ' αστÝρια σιωπηλÜ,
να σπÜσω Ýστω με φλÜουτο, αυτÞ τη σιγαλιÜ.

Σ' ανÜπαυση λαμπρÞ τα χρþματα τ' ωκεανοý,
απλþνοντας των Ηλυσßων μιαν εικüνα:
ΕφτÜ ΠλειÜδες διÝτρεχαν το θüλο τ' ουρανοý,
φτιÜχναν μ' αντανÜκλαση Üλλες εφτÜ ακüμα:

Ο Ενδυμßων να πετÜ ψηλÜ στον ουρανü,
στη θÜλασσα σε δεýτερην αγÜπη ρßχνει βλÝμμα.
Μες στις κοιλÜδες καφετß και αμυδρþς
και στου φασματικοý βουνοý το στÝμμα,
αργοπεθαßνει πια το κουρασμÝνο φως,
η γη και τ' Üστρα, πüντος κι ουρανüς,
μοσχοβολÜν στον ýπνο τους, üπως εγþ
μοσχοβολþ απü σÝνανε, μοσχοβολÜς κι εσý,
ω! ΑντελÜιν, αγÜπη μου εσý μοναδκÞ.

Μα πλÜγιασες και γουργουρßζεις απαλÞ,
του εραστÞ σου η φωνÞ απüψε θα πετÜξει
που ξÜγρυπνÜ, και τη ψυχÞ σου θα ταρÜξει,
με λüγια, 'κει στις παρυφÝς τ' ονεßρου σα μια μουσικÞ.

Κι Ýτσι, ενþ κανεßς Þχος απλüς, εßτε τραχýς,
üσον αχνοκοιμÜσαι, δεν θα οχλÞσει,
ψηλÜθε ο Θεüς, τις σκÝψεις, τις ψυχÝς μας
και κÜθε πρÜξη μας μ' αγÜπη θε να ντýσει.

      ΣοννÝττο Στην ΕπιστÞμη

Ω ΕπιστÞμη! κüρη αληθινÞ εκεßνων του Παλιοý Καιροý,
π' üλα, τα πÜντα αλλοιþνει στη ματιÜ.
Γιατß του ποιητÞ τρως πÜντα τη καρδιÜ;
¼ρνιο, σε βαρετÝς αλÞθειες πþς ανοßγεις τα φτερÜ;

Πþς θα σ' αγαπÜ, πþς θαν' αυτü κÜτι σοφü;
Ποιüς δεν θα τονε παρατÞσει, για να βρει
τους θησαυροýς και τα στολßδια τ' Ουρανοý,
Ýστω κι αν πλÜι πÝταξε μ' ακρÜτητο φτερü;

Δεν Ýσυρες την ¢ρτεμη Ýξω απü το Üρμα της,
κι Ýβγαλες την ΑμαδρυÜδα απü το δÜσο,
για να γυρÝψετε μαζß πιο χαρωπü αστÝρι;

Δεν Ýβγαλες και τη ΝαúÜδα απ' τη πλημμýρα της,
και την Ελßνφ απü το πρÜσινο γρασßδι,
κι εμÝ, απ' üναρ θερινü
, κÜτω απ' τη φοινικιÜ;

                Israfel

...Kι ο Üγγελος ΙσραφÝλ, του οποßου οι χορδÝς της καρδιÜς του εßναι λαγοýτο και που Ýχει τη γλυκειÜ φωνÞ üλων των πλασμÜτων του Θεοý!
 - ΚορÜνι

Εκεß ψηλÜ στον Ουρανü οικεß
Üγγελος με λαγοýτο τη καρδιÜ
και λÝει ο θρýλος πως κανεßς
δεν ημπορεß στη μελωδιÜ να παραβγεß
τον ΙσραφÝλ. Και τ' Üστρα ακüμα
παýουν τον ýμνο και βουβÜ
ακοýν τη μαγικÞ του τη φωνÞ.

Τρεμßζοντας επÜνω η σελÞνη,
ολüγιομη κι ερωτευμÝνη, ντροπαλÞ,
ερυθριÜ, τον ýμνο σαν ακοýει
του ερυθροý λαμπροý αγγÝλου
(μαζß με τις εφτÜ γοργÝς ΠλειÜδες)
που παýει στη ΠαρÜδεισο.

Και λÝνε τÜχα (ο χορüς των αστεριþν
και üποιος Üλλος τον ακοýει)
πως του ΙσρÜφελ 'νÜφτουνε φωτιÝς,
απ' το λαγοýτο που κρατÜ
σαν παßζει και σαν τραγουδÜ,
απ' τη ζωÞ που θÜλλει χαρωπÜ
σ' αυτÝς τις ασυνÞθιστες χορδÝς.

Και üπου στα ουρÜνια ýμνησε
κει που 'ναι χρÝος ιερü οι στοχασμοß,
κει που ο ¸ρωτας πυργþνεται Θεüς
κι üπου λαμποκοπÜνε τα Ουρß,
τα Ýντυσε μ' üλην αυτÞ την ομορφιÜ,
που μεις θαυμÜζουμε σαν Üστρου αναλαμπÞ!

Κι Ýτσι σωστÜ περιφρονεßς
τα αδειανÜ τραγοýδια,
ΙσρÜφελ βÜρδε μας σοφÝ,
δÜφνες ανÞκουνε σ' εσÝ,
πÜντα να ζεις, να 'σαι καλÜ
επß πολý και πÜντα ευτυχÞς.

ΠÜνω κι απü εκστÜσεις φλογερÝς
πα' στα δικÜ σου μÝτρα περαστÝς,
-το μßσος, θλßψη, αγÜπη και χαρÜ-
με του λαγοýτου σου τη μαγικÞν ισχý
κÜνεις και τ' Üστρα ν' απομεßνουν σιωπηλÜ.

Ναι ο ΠαρÜδεισος σ' ανÞκει, μα εδþ
εßναι ο κüσμος μας γλυκýς μα και πικρüς,
τα λοýλουδα μας εßναι λοýλουδα απλþς,
ακüμα κι η δικη σου συννεφιÜ σαφþς,
λιακÜδα και χαρÜ Θεοý εßναι για μας.

Αν μπüραγα εγþ να κατοικþ,
εκεß που ο Üγγελος διαμÝνει
κι εκεßνος κατοικοýσε εδþ,
δεν θα μποροýσε πια να παραβγαßνει
το πÜθος απü το λαγοýτο το θνητü,
που στα ΟυρÜνια με οργÞ θα στÝλνει.

                ΟλολυγμÞ*

¹ταν σταχτιοß και χαλαροß οι ουρανοß.
Τα φýλλα κιτρινßσανε τριγýρω μαραμÝνα,
τα φýλλα κριτσανßζανε στο χþμα ξεραμÝνα.
¹ταν τ' Οκτþβρη μια νυχτιÜ μοναχικÞ,
μßα χρονιÜ μου απ' αυτÝς τις ξεχασμÝνες:
¹τανε δýσκολη, στου Γουßρ* τη περιοχÞ,
στου ¿μπερ* την ομßχλη με τη λßμνη τη θολÞ,
-στη λÜσπη του ΩμπÝρ- στου Γουßρ τη περιοχÞ
στις σκοτεινÝς δασιÝς τις στοιχειωμÝνες.

ΚÜποτε 'δω με τη ψυχÞ μου σεργιανοýσα
σ' Ýνα δρομÜκι ατÝλειωτο, γιομÜτο κυπαρßσσια.
με τη ΨυχÞ, ω! ψυχÞ μου, βÜδιζα ßσια.
Τüτε που κüχλαζε ηφαßστειο στη καρδιÜ μου,
καθþς λεροß. οι μολυσμÝνοι ποταμοß κυλÜνε,
καθþς οι λÜβες ρÝουν κι ασταμÜτητα κυλÜνε,
κÜτω στο ΓιαÜνεκ*, τα θειþδη ρεýματÜ τους,
στις ΠÝρα κι ¾στερες του Βüρειου Πüλου χþρες,
-βρυχþμενες στου ΓιαÜνεκ τις υπþρειες,
στου Πüλου πÝρα τα βασßλεια και τις χþρες.

Ητανε Þρεμη κουβÝντα χαλαρÞ και σοβαρÞ,
αλλÜ η σκÝψη και των δυο τρεμοýλιαζε ξερÞ,
-οι μνÞμες μας Þτανε δüλιες και ξερÝς-
γιατß γνωρßζαμε πως Þτανε Οκτþβρη, η νυχτιÜ,
δε συγκρατÞσαμε ποια Þταν η νυχτιÜ,
(αχ νýχτα! μια απ' üλες, κεßνη τη χρονιÜ)
δεν εßδαμε τη λßμνη του ΩμπÝρ τη σκοτεινÞ,
(κι ας τη περÜσαμε τüσες πολλÝς φορÝς)
ξεχÜσαμε τις üχθες του ΩμπÝρ τις λασπωμÝνες
και τις δασιÝς του Γουßρ τις στοιχειωμÝνες.

Κι Ýτσι καθþς η νýχτα ξεψυχοýσε
κι ο Πολικüς τη χαραυγÞ μας προμηνοýσε
κι üλα τ' αστÝρια τ´ουρανοý δεßχναν αυγÞ,
στο τÝλος του μονοπατιοý μßα υγρÞ,
θολÞ ομßχλη ολοýθ' ανÜβρυσε λαμπρÞ,
κι ανÜμεσü της, φÜνηκ' ΗμισÝληνος
-μια στολισμÝνη μ' Ýνα διπλοκÝρατο-
ΑστÜρτης το διακριτικü, η ΗμισÝληνος
με διακριτü σημÜδι: διπλοκÝρατο**.

Κι εßπα: "Εßν' απ' τη ΝτιÜνα πιο θερμÞ
περνÜ μες απ' τους μýριους στεναγμοýς,
γλεντÜ με φως üλους τους αναστεναγμοýς,
πως δε στεγνþνουνε τα δÜκρυα, Ýχει δει,
στα μÜγουλα που το σκουλÞκι πÜντα ζει,
απ' τον αστερισμü του Λιüντα Ýχ' ερθεß,
για να μας δεßξει το δρομß του ουρανοý,
-της ΛÞθης τη γαλÞνη, του ουρανοý-
κι Þρθε, παρÜ το Λιüντα, να φωτßσει
με τη ματιÜ της τη λαμπρÞ, τη ζÞση,
κι Þρθε απ' του Λιüντα τη φωλιÜ
μ' αγÜπη στη λαμπρÞ της τη ματιÜ".

Αλλ' η ΨυχÞ, μ' Ýδειξε με το δÜχτυλü της,
κι εßπε: "Δυστυχþς με τη σελÞνη δυσπιστþ,
-εßν' η παρÜξενη χλωμÜδα της που προξενεß αυτü:
Αχ, βιÜσου!- Ας μη μεßνουμ' Üλλο 'δþ!
Αχ, πÝτα!- Ας πετÜξουμε! -Ýτσι εßναι το πρεπü".
Με τρüμο τα 'πε κι Üφησε στη σκüνη
να πÝσουνε, να κυλιστοýνε τα φτερÜ της,
με αγωνßα και λυγμü Üφησε το φτερü της,
τη θλßψη της να τη χαρÜξει μες στη σκüνη.

Κι απÜντησα: "Δεν εßναι παρÜ üνειρο αυτü:
Ας τυλιχτοýμε το τρεμÜμενο αυτü φως!
Ας το λουστοýμε το κρυστÜλλινο αυτü φως!
Η λÜμψη του σιβυλλικÜ ακτινοβολεß,
ΚÜλλος κι Ελπßδα απüψε -δες πως διαλαλεß!
Πως τρεμοσβýνει τοýτη τη νυχτιÜ στον ουρανü!
Αχ ναι πρÝπει να την εμπιστευθοýμε ασφαλþς
και να 'σαι σßγουρη πως θα μας πÜει σωστÜ,
πρÝπει να εμπιστευθοýμε αυτÞ τη λÜμψη ασφαλþς,
μπορεß να μας καθοδηγÞσει με ασφÜλεια, σωστÜ,
καθþς θα τρεμοσβýνει τη νυχτιÜ στον ουρανü".

¸τσι γαλÞνεψ' η ΨυχÞ και τηνε φßλησα
και τη δελÝασα να βγει απ' τη σκοτεινιÜ
-παρÝκαμψα και δισταγμοýς και σκοτεινιÜ-
και βγÞκαμε μαζß στο τÝρμα του μονοπατιοý,
μα σταματÞσαμε μπροστÜ απü 'να μνÞμα,
-στη πλÜκα απü Ýνα θρυλικü μακÜβριο μνÞμα,
κι εßπα: "Τß γρÜφει εκεß γλυκειÜ μου αδελφÞ";
"ΟλολυγμÞ! Αλßμονο! Εδþ εßναι το μνÞμα
της χαμÝνης σου!" απÜντησ' η αδελφÞ ΨυχÞ...

Τüτε η καρδιÜ μου νÝκρωσε, στο γκρι ξεθýμανε,
üπως τα φýλλα τα ξερÜ, γýρω κιτρινισμÝνα

καθþς τα φýλλα ξεραθÞκανε τριγýρω μαραμÝνα
και τüτε ολüλυξα: "Σßγουρα Οκτþβρης Þτανε,
την ßδια νýχτα ακριβþς, εκεßνη τη χρονιÜ,
που ξαναπÝρασα απü 'δω -σαν καληþρα
που Ýσυρα το θλιβερü φορτßο -καληþρα
αυτÞν απ' üλες τις νυχτιÝς μες στη χρονιÜ,
ποιüς δαßμων με δελÝασε και μ' Ýφερε 'δω τþρα;
Αναγνωρßζω πια τη λßμνη του ΩμπÝρ τη λασπωμÝνη
και του Γουßρ τη περιοχÞ υγρÞ, σκοτεινιασμÝνη!
ΞÝρω καλÜ τη λßμνη του ΩμπÝρ τη θολωμÝνη
και του Γουßρ τη σκüτεινη δασιÜ τη στοιχειωμÝνη"!

 * Πριν ξεκινÞσω αυτÞ τη μετÜφραση, κι επειδÞ με παραξÝνευε ο συμβολισμüς αλλÜ κι ο τßτλος, Ýκανα μια μικρÞ Ýρευνα, μπας και πßσω απü τις... ýποπτες λÝξεις, Ulalume, Weir, Auber & Mount Yaanek, κρýβεται κÜτι, κÜποιος μýθος, κÜτι απü την ιστορßα του Πüε κλπ. ΤελικÜ εκεßνο που κατÜφερα να διαπιστþσω εßναι πως Γουßερ εßναι υδατοφρÜγμα, το ¿μπερ εßναι μια σπανßως χρησιμοποιοýμενη λÝξη, μÜλλον σημαßνει βαθý μωβ χρþμα, -κι αυτü με μερικÝς ρυθμßσεις, δλδ, αν το παραπÝμψουμε στα γαλλικÜ με τη λÝξη, Ωμπερζßν, ενþ το üρος ΓιÜανεκ εßναι κÜτι υπαρκτü, απü τα πιο ενεργÜ ηφαßστεια με ýψος 3.323 μÝτρα. Ο κυριþτερος üμως προβληματισμüς που αφορÜ στο Ουλαλοýμ, μ' Üφησε τελεßως αναποφÜσιστο. Πιθανüτατα σημαßνει ολολυγμüς, θρÞνος, μα αν σημαßνει κÜτι τÝτοιο, πως στεναχωρεß η απþλειÜ του, Þ μÜλλον πως ονομÜζεις Ýτσι την αγαπημÝνη σου; -το ανÜποδο και κανονικü εßναι Ευλαλßα Þ Ευτυχßα Þ ΧαρÜ κλπ. ΣκÝφτηκα λοιπüν να δþσω το üνομα αυτü στην αγαπημÝνη του που χÜθηκε, με τον ελληνικü της τρüπο: ΟλολυγμÞ -σκÝφτηκα και το Θρηνωδßα μα δε συνηχεß με το πραγματικü τßτλο. ¢λλωστε, στη πραγματικüτητα, με αυτÞν τελικÜ συνÝπλευσε ολüκλτρη τη ζωÞ του ο ποιητÞς: Τη θρηνωδßα!
     ΑναλαμβÜνω λοιπüν αυτÞ την ευθýνη!

 ** Εδþ σαφþς εννοεß κεßνο το νιü φεγγÜρι του προχωρημÝνου φθινοπþρου, üπου εßναι μισοφÝγγαρο κι οι ακροýλες του μοιÜζουν üντως με κÝρατα.

               ΡομÜντσα

ΡομÜντσα, π' αγαπÜ να νεýει και να τραγουδÜ
με θολωμÝνο το μυαλü και διπλωμÝνα τα φτερÜ
ανÜμεσα στα φýλλα που ο Üνεμος κινεß
πÝρα μακρυÜ σε μßα λßμνη σκοτεινÞ,
σε μÝνα Þτανε χρωματιστü πουλß,
-παπαγαλÜκι, απ' τα πτηνÜ το πιο γνωστü-
που μ' Ýμαθε την αλφαβÞτα μου να πω,
χαρÜζοντας τη λÝξη μου τη πρþτη
στο αγριüξυλο, ψευδüμενος, καθüτι,
Þμουνα Üμαθο παιδß με οφθαλμü θολü.

ΤÝλη στου αιþνιου Κüνδορα τους χρüνους,
οι, που κινοýνε τ' Ουρανοý τους θρüνους
καθþς με χλαλοÞ βροντÜνε μεταξý τους,
δε θα χασομερÞσω πια για να γνοιαστþ,
και να χαζεýω Ýναν ανÞσυχο ουρανü.

Κι üταν με Þρεμα φτερÜ κÜποια στιγμÞ,
πετÜξουν πÝρ' απ' την ανÞσυχÞ μου τη ψυχÞ,
αυτÞ τη τüση δα στιγμÞ, Ýνα στιχÜκι,
μια ρßμα με τη λýρα, τολμηρÞ
και θα 'ναι κρßμα αν η καρδιÜ ψυχρÞ,
δεν πÜλλεται μαζß με τις χορδÝς, λιγÜκι.

                 
H KoιμωμÝνη

ΚÜποια μεσÜνυχτα του μÞνα ΑλωνÜρη
στÜθηκα κÜτω απü 'να μυστικü φεγγÜρι.
Απ' το χρυσü χειλÜκι της Üχνιζεν απαλüς
και δροσερüς του οπßου ο καπνüς
και στÜλαζε απαλÜ, στÜλα τη στÜλα
στην Þσυχη ψηλÞ βουνοκορφÞ,
και νυσταγμÝνα σκαρπετÜει με μουσικÞ,
σε μια τερÜστια συμπαντικÞ κοιλÜδα.

ΣειÝται το δενδρολßβανο στο μνÞμα,
ΛυγÜ το κρßνο το λευκü πÜνω στο κýμα,
Ομßχλη τýλιξε γλυκÜ τα δυο της στÞθη
üλεθρος που μεταγυρνÜ σ' ανÜπαυσÞ της,
BλÝπεις! η λßμνη, -ακριβþς üπως η ΛÞθη-
σε Ýναν ýπνο ξυπνητü Ýχει ξακρßσει
και τßποτα στο κüσμο δε θα τη ξυπνÞσει.
ΠεντÜμορφη κοιμÜται! Κι εγþ μαζß της!
üπου και κεßται με τις μοßρες της, η ΕιρÞνη.

Ω λαμπερÞ κυρÜ, στη νýχτα εßναι σωστü,
το παραθýρι αυτü να μεßνει ανοιχτü;
Oι φαýλες αýρες, απ' των δÝντρων τις κορφÝς
περνοýν το πλÝγμα των κλαδιþνε γελαστÝς,
Oι Üστατοι Üνεμοι, του μÜγου η κρυψþνα,
φτεροκοπÜνε μÝσα-Ýξω σου μες στον κοιτþνα
και σειεß της κλßνης σου το θüλο, στα γερÜ
φουσκþνοντας του τη κουρτßνα, ζοφερÜ,
ΠÜν' απ' το κροσσωτü καπÜκι το κλεισμÝνο
που κεßται τ' Üυλο σþμα σου κρυμμÝνο,
εκεß πÜνω απ' το πÜτωμα κι απü τον τοßχο κÜτω
σαν τα φαντÜσματα, σκιÝς πλανιοýνται πÜνω-κÜτω!

Ω γλυκειÜ κυρÜ μου, τÜχα δε φοβÜσαι;
Γιατß, και τß τÜχα εδþ να συλλογÜσαι;
Σßγουρα θα 'ρθες απü πüντους μακρινοýς
Θαýμα σ' αυτÜ τα κυπαρßσσια, που δε βÜν' ο νους.
ΠαρÜξενο το ροýχο σου, παρÜξενα χλωμÞ!
ΠαρÜξενη η μακριÜ κοτσßδα σου, κι απ' üλα πιο πολý,
ετοýτη η θανÜσιμα πανßσχυρη σιωπÞ.

Η κυρÜ κοιμÜται. Αχ! Μπορεß να κοιμηθεß
σε ýπνο, ατÝλειωτο, ατÜραχτο, βαθý!
Οι Ουρανοß τηνε φυλÜν σε κρýπτην ιερÞ!
ΑυτÞ η σκÝπη Üλλαξε σε Üλλη βλογημÝνη
κι η κλßνη της σε μελαγχολικÞ!
Στο Θεü προσεýχομαι να εßναι πλαγιασμÝνη
με σφαλιχτÜ τα δυο της μÜτια, να μη δουν,
üταν τα ζοφερÜ, χλωμÜ φαντÜσματα περνοýν.

Η αγÜπη μου κοιμÜται. Εßθε να κοιμηθεß
σ' αυτü τον ýπνο τον αιþνιο και βαθý!
Θα πÜρουν το κορμß της σκουλÞκια ευγενικÜ!
ΠÝρα μακρυÜ, στο δÜσο, χωμÜτινη, παλιÜ
για κεßνην να γενεß μια υψηλÞ φωλιÜ,
μια φωλιÜ που μαýρα φüρεσε συχνÜ
με φτερωτÜ φατνþματα, θριαμβικÜ πετÜ
πÜνω απ' τ' Üλλα μνÞματα τα οικογενειακÜ.

ΚÜποιο κιβοýρι, μοναχü και μακρινü
κüντρα στις πýλες 'τÝς που 'χει διαβεß
üντας παιδß, πολλÞ πλÜκα λευκÞ
να κλειεß με αυτü τον κρüτο σαν ηχþ
φρßκη να το σκεφτεßς κι οριστικÜ
δε θ' ακουστεß απü σÝνανε ξανÜ,
και μη σκιαχτεßς, φτωχü της αμαρτιÜς παιδß!
εßν' οι λυγμοß που βγÜνουν οι νεκροß.

       ΝυφικÞ ΜπαλλÜντα

Στο χÝρι μου φορþ το δαχτυλßδι
και το στεφÜνι μου 'πεσε στο φρýδι.
ΚοσμÞματα, μεταξωτÜ μεγÜλα,
τÜ 'χω üλα υπü Ýλεγχον, τα μÜλα.
Και τþρα εßμαι ευτυχÞς!

Και ο αφÝντης μου τρελλÜ με αγαπÜ,
μα σαν τον üρκο του μου 'πε ψιθυριστÜ,
στο στÞθος μου φουσκþσανε λυγμοß,
γιατß οι λÝξεις του χτυπÞσαν σαν ωδÞ
πÝνθιμη, με φωνÞ εκεßνου που 'πεσε
στη μÜχη, κει στου κÜμπου τη ρωγμÞ
και εßναι τþρα ευτυχÞς!

Μα τüτε ξαναορκßστηκε καθησυχαστικÜ
φιλþντας με στο μÝτωπο το ωχρü
και τüτε μου 'ρθε üραμα, σε μνÞμα
πως βρÝθηκα, Ýξω απ την εκκλησιÜ.
Και αναστÝναξα, σαν μπρος μου νÜ 'χα,
στη σκÝψη μου, τον Ντ' Ελορμß νεκρü:
"Ω! τþρα εßμαι ευτυχÞς"!

Κι Ýτσι, τοýτες οι λÝξεις π' ακουστÞκανε
κι αυτüς ο üρκος ο δεσμευτικüς,
-τι κι αν η πßστη μου κομμÜτια τσÜκισε
κι αν η καρδιÜ χßλια κομμÜτια τσÜκισε-
κι αυτü το δαχτυλßδι μου, εßν' απüδειξη
πως τþρα εßμαι ευτυχÞς!

ΚÜνε θεÝ μου απü τοýτο να ξυπνÞσω
γιατß μονÜχη μου δεν ημπορþ να βγω!
Κι ειν' η ψυχÞ μου τþρα δυστυχÞς
σαν πßσω μου να σÝρνεται κακü,
μπας κι ο νεκρüς που Üφησα ξοπßσω,
δεν εßναι τþρα πλÝον ευτυχÞς!

      Η Πüλη Μες Στη ΘÜλασσα

Ω ΣυμφορÜ! ΠÞγεν ο χÜρος κι Ýστησε θρονß
σε μια πüλη παρÜξενη, χαμÝνη, κÜτω 'κει
στης Δýσης τα σκοτÜδια, που αιþνια καθεßς,
καλüς, κακüς, φριχτüς κι αγνüς, γαλÞνη ἔχει βρει.
Και οι βωμοß, τ' ανÜκτορα, τα κÜστρα, εκεß,
(Üπαρτα κÜστρα μ' απ' το χρüνο φαγωμÝνα!),
κÜτι ανθρþπινο πια δεν μηνÜν. Μüνο κÜτι ωχρÜ,
πια κι απ' τον Üνεμο ολογýρω ξεχασμÝνα,
κÜτω απ' τον ουρανü λιμνÜζουν βαλτωμÝνα,
της πιο βαθειÜς μελαγχολßας τα νερÜ.

Δε φτÜνουν πια ιερÝς αχτßδες απ' τον ουρανü,
σ' αυτÞς της πüλης πÜνω την ατÝλειωτη νυχτιÜ.
Müνο μακÜβριο φως, απü τη θÜλασσα κι αυτü
ξαστρÜφτει στους πυργßσκους σιωπηλü,
-στις κορυφÝς τους βÝβηλα αντανακλÜ και πÝρα-
σε τροýλους, σε πυργßσκους, σε φανοýς,
στις στÝγες, στις αψßδες, τα τυλßγει ζοφερÜ,
σαν τεßχος βαβυλþνιο, τα ρημαγμÝνα, σκοτεινÜ,
παλιÜ ντουβÜρια, με κισσοýς και λοýλουδα
στη πÝτρα λαξεμÝνα, βωμοýς και μνÞματα πολλÜ
και τÜφους, πλÞθος τÜφους θαυμαστοýς,
με τα στεφÜνια τους πλεγμÝνα τρυφερÜ,
με βÜτο, με βιολÝττες και κρινιÜ.

ΚÜτω απ' τον ουρανü πλαγιÜζουνε παθητικÜ
κι ατÜραχα, τα μελαγχολικÜ της θλßψης τα νερÜ.
Και μπλÝχοντας με τις σκιÝς οι θüλοι,
δεßχνουν να τρεμουλιÜζουν με τ' αγÝρι,
ενþ απü το πιο ψηλü ναü στη πüλη,
τερÜστιος ο ΘÜνατος, κÜτω, τα πανθ' ορÜ.

Εκεß τÜφοι ξεσκÝπαστοι, ταφüπλακες σπασμÝνες
κþχες που χÜσκουνε στο φως του κýματος, λουσμÝνες.
Αλλα εκεß στα κοραλλÝνια μÜτια απ' τους νεκροýς
δεν Ýχει πλοýτη Þ στολßδια κι οýτε θησαυροýς,
μες στα στρωσßδια τους καλμÜρουν τα νερÜ,
ποτÝ του να μη κυματßζει τßποτε, αλιÜ!
Σε üλη αυτÞ τη γυÜλινη και Üγρια ερημιÜ,
κανÝνα κýμα τον παραμικρü τον Üνεμο δε μαρτυρÜ.
Σε Üλλες θÜλασσες μακρυα και πιο ευτυχισμÝνες
η κÜλμα αυτÞ θα σÞμαινε πως εßν' γαληνεμÝνες.

Μα στÜσου! κÜτι αναδεýει τον αγÝρα!
Το κýμα εκεß... κÜτι κινεßται εκεß πÝρα!
Σα να παραμερßζουνε οι πýργοι ελαφρÜ
αργÜ βυθßζονται στα θεριεμÝνα τα νερÜ
κι οι κορυφÝς τους σα να σκßζουνε στα δυü
τον θαμποφωτισμÝνο κι ομιχλþδη ουρανü.
Πορφýρισαν τα κýματα κι οι þρες ξεψυχÜνε,
βουλιÜζ' η πüλη δßχως να βαρυγκομÞσει,
üλο πιο κÜτω οι πυργßσκοι βυθισμÝνοι
και να! μες απü χßλιους θρüνους ανεβαßνει
η ßδια η Κüλαση για να την ευλογÞσει...

Στην ΙÜνθη Στον ΠαρÜδεισο

¹τανε üλα τοýτα, αχ! η αγÜπη μου,

που κÜμαν Ýνα δÝντρο τη ψυχÞ μου,
νησÜκι πρÜσινο στη θÜλασσα, η αγÜπη μου,
με το ιερü και μια πηγοýλα, ΙÜνθη,
κι Üνθη τριγýρω εμυρþναν τη πηγÞ μου
κι Þταν ολüδικÜ μου üλα τ' Üνθη.

Μα τ' üνειρο δεν 'μπüρειε να διαρκÝσει
και τ' Üστρο της Ελπßδας, το λαμπρü,
νÝφη πυκνÜ το κρýψανε, να σβÝσει.
Απü το ΜÝλλον μια φωνÞ κραυγÜζει:
"Εμπρüς!" Αφοý στο Παρελθüν
το πνεýμα μου -τß χÜσμα σκοτεινüν!-
ευρßσκεται, λικνεßται και πλαγιÜζει
παρÜλυτο, εμβρüντητο, βουβü.

Aλß κι αλßμονο, για μÝνα δυστυχþς,
κÜθε φιλοδοξßα τþρα πια τελειþνει.
"Τßποτε Üλλο, τßποτε, τßποτε τþρα πια".
(Μ' αυτÜ τα λüγια, του κυμÜτου ο αφρüς,
την Üμμο της ακτÞς βαθιÜ πληγþνει).
Το δÝντρο μου τÜχα θα ξανανθßσει,
Þ ζοφερüς αητüς θα το γκρεμßσει;

Κι οι νýχτες μου οι εκστατικÝς,
κι üλα τα üνειρÜ σου,
σα βρÜδυασε η ματιÜ σου,
κει που το βÞμα σ' Ýλαμψε, σα χτες,
σε τß αιθÝριους ρυθμοýς,
και ποιοýς αιþνιους χοροýς!

        Η Χþρα Των Ονεßρων

Σε ρüτα βÜδιζα θαμπÞ, μοναχικÞ,
π' Üρρωστοι αγγÝλοι τη στοιχειþνουν μüνο,
π' αυτü το Εßδωλο, που ΝΥΧΤΑ λÝνε, εκεß,
σε μαýρο, καθισμÝνο βασιλεýει, θρüνο,
και στα εδÜφη πρüσφατα Ýφτασα τοýτα,
στης Θοýλης, την απüλυτη θολοýρα
με τον παρÜξενο καιρü, που κεßται,
εκτüς Τüπου και Χρüνου και λικνεßται.

ΒÜλτοι απýθμενοι κι απÝραντα λαγκÜδια,
σπηλιÝς και βÜραθρα και των ΤιτÜνων δÜση,
με κορυφÝς oποý κανεßς γÞινος δε θα φτÜσει
με την αχλý που πιτσιλÜ παντοý σκοτÜδια,
υπεραιþνια βουνÜ, σε θÜλασσες δßχως ακτÝς,
ΘÜλασσες Üγριες, οποý μοχτοýν κι αυτÝς
με βιÜ να απλþσουνε στους ουρανοýς φωτιÝς,
λßμνες π' απλþνουν Üπνοα, τα Ýρημα νερÜ τους,
-Ýρημα και νεκρÜ- τα Ýρημα νερÜ τους,
-ψυχρÜ κι ασÜλευτα- γιομÜτα χιüνι
που γονατÜει τ' Üνθη και τα λυþνει.

Περ' απ' τις λßμνες που απλþνουν τα νερÜ τους,
-Ýρημα και νεκρÜ- τα λυπημÝνα τα νερÜ τους,
-θλιμμÝνα και ψυχρÜ- γιομÜτα χιüνι
που γονατÜει τ' Üνθη και τα λυþνει,
περ' απü κεßνα τα βουνÜ, στον ποταμü ανÜντα
που μουρμουρßζει σιγαλÜ, που μουρμουρßζει πÜντα,
περ', απ' τη γκρßζα τη δασιÜ, απü τους βÜλτους πÝρα,
üπου βατρÜχοι κι ερπετÜ φωλιÜζουν νýχτα-μÝρα,
περ' απ' τις γοýρνες τις φριχτÝς των ξωτικþν λημÝρια,
απü κÜθε ανßερη ρωγμÞ, κÜθε πνιγμÝνη θλßψη,
εκεß ο διαβÜτης Üναυδος θα δει, θα συναντÞσει,
σαβανωμÝνες Παρελθüντος ΜνÞμες και χαμπÝρια,
μορφÝς σκελετωμÝνες π' αρχινÜν το θρÞνο,
δßπλα περνþντας απü το διαβÜτη εκεßνο,
λευκοντυμÝνοι σκελετοß φßλων, καιρü χαμÝνων
στ' ανÜμεσα Γης κι Ουρανοý την αγωνßα, ριγμÝνων.

Για τη φτωχÞ καρδιÜ τους, που τα δεινÜ πολλÜ,
ο ειρηνικüς τüπος αυτüς εßναι παρηγοριÜ,
στο θολü πνεýμα τους που πορπατεß στη σκιÜ,
ω, ναι! Σαν του ΕλντορÜντο μοιÜζει τα καλÜ!

Μα üποιος διαβÜτης μπüρεσε να φτÜσει ως εκεß,
δεν τüλμησε, δεν Üντεξε τα μÜτια να σηκþσει.
Τα μυστικÜ, ποτÝ ο τüπος δεν θα ενδþσει,
σ' αδýναμου Üντρα τη ματιÜ να φανερþσει.

¸τσι το θÝλει ο ΒασιλιÜς που καθορßζει
το ανασÞκωμα των δυο κλειστþν βλεφÜρων.
¸τσι, η κÜθε δýστυχη ΨυχÞ που προσεγγßζει,
σκιÝς θωρεß αχνÝς μÝσω σκοýρων κρυστÜλλων.

Σε δρüμο βÜδιζα θαμπü, μοναχικü,
π' Üρρωστοι Üγγελοι τονε στοιχειþνουν μüνο,
π' αυτü το Εßδωλο, που ΝΥΧΤΑ λÝμε, εδþ,
σε μαýρο, καθισμÝνο βασιλεýει, θρüνο,
και πρüσφατα πßσω στο σπßτι γýρισα,
απü τη Θοýλη, τη θολÞ του ýπνου ΡÞγισσα.

      ¢νναμπελ Λη

ΠερÜσαν απü τüτε Ýτη πολλÜ,
που κÜποια κüρη κατοικοýσε
σ' Ýνα σπιτÜκι δßπλα στο γιαλü,
¢νναμπελ Λη τη λÝγαν μοναχÜ
και με μια σκÝψη μüνο ζοýσε
να μ' αγαπÜ και να την αγαπþ.
ΠαιδÜκια ακüμα Þμασταν μικρÜ
σ' Ýνα σπιτÜκι τüσο δα, μικρü,
Þταν ωστüσο, η αγÜπη μας τρανÞ:
η ¢νναμπελ Λη κι εγþ, μαζß.

Τα φτερωτÜ τα Σεραφεßμ στον ουρανü
ζηλÝψανε, κοιτþντας μας με μÜτια φθονερÜ.
Γι' αυτü λοιπüν, σαν πÝρασε καιρüς,
στο σπßτι μας πλÜι στο γιαλü,
απü τα νÝφη Ýπεσε ο χÜρος παγερüς,
στην üμορφÞ μου ¢νναμπελ Λη
και τηνε πÞρε αφÞνοντÜς με μοναχü.
Σε τÜφο μÝσα πλÜγιασε αυτÞ,
πλÜι στο σπιτÜκι στο γιαλü.

Τα Σεραφεßμ δεν εßχαν τη δικÞ μας
ευτυχßα, ως Þταν φυσικü, ζηλÝψαν
-καθþς το ξÝρουν üλοι, στο σπιτÜκι,
πλÜι στο γιαλü- μας τηνε κλÝψαν.
Μαýρος αγÝρας νýχτα στην αυλÞ μας,
απ' τα νÝφη Ýφτασε ψυχρüς και φονικüς
κι εχÜθη ο üμορφüς μου θησαυρüς.

Κι Þταν η αγÜπη μας ακüμα πιο πολλÞ
κι απ' των σοφþν και των μεγÜλων, πιο τρανÞ
κι οýτ' Üγγελοι πÜνω στον ουρανü,
οýτε δαιμüνοι του βυθοý στον ωκεανü,
μποροýνε να χωρßσουν τη ψυχÞ μου,
απ' της ωραßας, της ¢νναμπελ Λη μου.

Γι' αυτü, σαν το φεγγÜρι βγαßνει
γλυκÜ ονεßρατα πÜντα θα μου κρατεß,
της üμορφης μου ¢νναμπελ Λη
και πÜντα üταν στρÜφτουνε τ' αστÝρια,
πÜνω μου πÝφτει η φωτεινÞ ματιÜ της
κι üλη τη νýχτα βρßσκομαι κοντÜ της.
Την üμορφÞ μου ¢νναμπελ Λη,
σýντροφο, φßλη και αγÜπη μου πιστÞ,
μÝσα απ' τον τÜφο, δßπλα στην ακτÞ,
που του πελÜου το κýμα αντιλαλεß.

      Eldorado

ΝτυμÝνος, στολισμÝνος,
ευγενικüς Ιππüτης,
με σκια και με λιακÜδα,
ταξßδευε καιρü
κι Üδωντας πÜντα, γýρευε
να βρει το ΕλντορÜντο.

Κýλησε χρüνος... ΓÝρασε
ο ατρüμητος Ιππüτης
και πÜνω στη καρδιÜ του,
σκιÜ μεγÜλη φþλιασε,
καθþς δε βρÞκε μÝρος,
να μοιÜζει στο ΕλντορÜντο.

¸χασε τις δυνÜμεις του,
τη νιüτη και το σφρßγος,
κι αντÜμωσε μια σκιÜ
προσκυνητÞ, κι ερþτα:
"ΣκιÜ" της λÝει,
"ξες που 'ν' αυτü
το μÝρος: ΕλντορÜντο;"

"ΠÝρνα τα ¼ρη Του Φεγγαριοý
και στη ΚοιλÜδα Των Σκιþν,
γερÜ κÜλπασε, τρÝχα."
Του πεν η σκιÜ, "κι απü 'κει
συνÝχα, τρÝχα, γýρευε
αν ψÜχνεις το ΕλντορÜντο!"

             ΣκουλÞκι ο ΚατακτητÞς

Ιδοý πρεμιÝρα: γεγονüς τρανü στην ερημιÜ των ημερþν!
ΦθÜνουν οι Üγγελοι: περοῦκες, ροýχα επßσημα, χρυσÜφια...
Ολοýθε καταφτÜνουνε να δουν' το θÜμα δακρυστοß,
μßα παρÜσταση υψηλþν φüβων μα και προσδοκιþν,
κι η ορχÞστρα λαχανιÜζοντας παßζει τη μουσικÞ βραχνÞ,-
πα στο σκοπü των ουρανßων σφαιρþν.

Μßμοι που μουρμουρÜν -υπÝρτατοι, μασκαρευτοß θεοß-
üλο γκρινιÜζουν μ' ακατÜληπτες λÝξεις και συλλαβÝς...
Ἀνδρεßκελα που, σπαστικÜ πιστÜ σε κÜποιες εντολÝς
πλασμÜτων Üσχημων, τερÜστιων, τραβοýν τα σκηνικÜ,
χτυπþντας τις αüρατες γιγÜντιες φτεροýγες τους
πüτε απü δω και πüτε απü κεß, τρομαχτικÜ.

Θα μεßνει αξÝχαστο, ασφαλþς, αυτü το μÝγα δρÜμα:
το κλασσικü του ΦÜντασμα να φýγει, παßρνει δρüμο,
του πλÞθους, π' üλο πιο κοντÜ το φτÜνει, -δεν το πιÜνει,
κι ὅλο γυρνÜ στο ßδιο το σημεῖο, και βουλιÜζουνε
üλα, στη ΤρÝλα μÝσα, στην Αιδþ, και μες στον Τρüμο.

Μα, τß 'ν' αυτü; Μες στην ανßα αυτÞς της παρωδßας,
κÜτι σαλεýει κι ἔρχεται, κÜτι θρηνεß και σπεýδει,
σα ματωμÝνο, μπαßνει στης σκηνÞς την ερημιÜ!
ΠεινÜ, χτυπιÝται, σπαρταρÜ,
κι οι μßμοι ουρλιÜζουνε φρικτÜ

σαν τους κατασπαρÜζει.
Φρικιοýν κι οι Üγγελοι, σα δουν' ρÜκη κομματιασμÝνα,

σÜρκινα μÝλη ανθρþπινÜ,
στα πορφυρÜ σαγüνια κρεμασμÝνα.

ΠÝφτει η Αυλαßα. Κεραυνüς που Ýπεσε εν αιθρßα.
ΣβÞνουν τα φþτα: Σαν το σÜβανο, τυλßγει το σκοτÜδι
τα πλÜσματα, που σπαρταρÜν ακüμα στο φινÜλε τους,
κι οι αγγÝλοι κÜτωχροι και ξÝπνοοι, üρθιοι λÝνε:
"Ε ναι λοιπüν ιδοý  'Ο ¢νθρωπος': η γνÞσια τραγωδßα,
κι αυτü εδþ εßναι στ' αλÞθεια ΠρωταγωνιστÞς:
ΣκουλÞκι ο ΚατακτητÞς"!

                  ΚαμπÜνες
I
¢κου τα Ýλκηθρα με τις καμπÜνες απ' ασÞμι,
μας διαλαλοýν μες στη ψυχρÞ τοýτη νυχτιÜ,
χαρμüσυνο Ýνα κüσμο -τßνκ'λ τßνκ'λ- τρυφερÜ.
Και τ' Üστρα, στου ουρανοý το φüντο σκορπισμÝνα,
φεγγοβολÜνε, λαμπυρßζουνε κι αυτÜ ευτυχισμÝνα,
και πÜλλουν ακλουθþντας το ρυθμü ξοπßσω,
σ' αυτü το ρουνικü* ρυθμü, κρατÜν το ßσο,
-τßνκ'λ, τßνκ'λ- πα' στις καμπÜνες απ' ασÞμι,
-τßνκ'λ, τßνκ'λ- παßζουν και πÜλλουν με χαρÜ
-τßνκ'λ, τßνκ'λ- σφýζουν και λÜμπουν τρυφερÜ.

II
¢κου τις üμορφες γαμÞλιες καμπÜνες τις χρυσÝς,
λαλοýνε κüσμον ευτυχιÜς γεμÜτον αρμονßα,
-τßνκ'λ, τßνκ'λ- με μυρωμÝνες νυχτοανασιÝς.
-Τßνκ'λ, τßνκ'λ- που τραγουδÜει τη χαρÜ του,
με τις νüτες λυωμÝνες, σα χρυσÝς σταλαξιÝς,
κελαρýζει τραγοýδι κι ολοýθε σκορπÜ με μανßα,
στη μικρÞ περιστÝρα που ακοýει και φλερτÜρει,
και ποτÜμι κυλÜ ο ρυθμüς στο φεγγÜρι,
-τßνκ'λ, τßνκ'λ- πλημμυρßζει τα πÜντα μπροστÜ του.
Αυτüς ο ρυθμüς μουσικÞς πως φουσκþνει
με συγχορδßες γλυκειÝς, ρυθμικÝς γιγαντþνει.
-Τßνκ'λ, τßνκ'λ- πως απλþνει και μÝνει!
Για το ΜÝλλον που φτÜνει, μιλÜ, κι επιμÝνει
-τßνκ'λ, τßνκ'λ- με καμπÜνες χρυσÝς τρυφερÜ
-τßνκ'λ, τßνκ'λ- που σκορπÜνε παντοý τη χαρÜ!

III
ΧτυπÜν ακοýστε, μπροýντζινες καμπÜνες δυνατÜ!
ΠοιÜν ιστορßα τρüμου μας λαλοýνε ρυθμικÜ!
Ποιüν κßνδυνο στα τρομαγμÝνα μας αυτιÜ
βροντοφωνÜζουν πανικüβλητες, μες στη νυχτιÜ!
Τρüμος που δεν ειπþνεται με λÝξεις, μα κραυγÜζει,
μüνον αυτü: εκλιπαρεß, -ντÜν, ντÜν- και πως ουρλιÜζει
χωρßς ρυθμü -νταν, νταν νταν, νταν- βροντοφωνÜζει,
και ικετεýουν να φανεß πιο σπλαγχνικÞ η φωτιÜ.
τρελλÞ μια λιτανεßα στη κωφεýουσα και λυσσαλÝα πια,
φωτιÜ που κþρωσε κι αδιÜφορα γλεßφει και πιο ψηλÜ,
με μιαν ακüρεστη κι απεγνωσμÝνη πεßνα χοχλακÜ,
σκληρÜ κι αποφασιστικÜ, να φτÜσει, να σταθεß σιμÜ,
πλÜι στο χλωμü φεγγÜρι να φλογßσει! και -ντÜν, ντÜν-
ΠοιÜν, οι καμπÜνες τρομερÞ ιστορßα μας λαλοýνε, ποιÜν;-
ΠοιÜν της απüγνωσης -νταν, νταν- μας λÝνε ικεσßα!
Νταν, νταν- και πως δονοýνται και βαροýνε και χτυπÜν;
ΠοιÜ φρßκη διασκορπßζουν στον παλλüμενον αγÝρα;
Και νιþθει το, γνωρßζει το, πολý καλÜ τ' αυτß,
απü του πÜλσιμοý τους, τη κλαγγÞ με σημασßα,
πως καταπλÝει κßνδυνος γοργÜ μ' ορθÞ παντιÝρα.
ΑλαφιÜζουν οι καμπÜνες στης νυχτιÜς τ' αυτß πνιχτÜ,
γοργÜ ο τρüμος γιγαντþνει με τη κÜθε τους χτυπιÜ,
απü το τρεμοπαßξιμο και κραδασμü -νταν, νταν-
οι μπροýντζινες καμπÜνες με κλαγγÞ χτυπÜν!

IV
¢κου! ΚαμπÜνες απü σßδερο μÝσα στο πÝνθος, κλαßνε!
Οι θρÞνοι σπÜνε τη γαλÞνη της νυχτιÜς και τη σιωπÞ,
κραυγÜζοντας τον τρüμο σε αυτü το ρεσιτÜλ τους.
ΚÜθ' Þχος μια αγχüνη απü σκουριÜ, κλει' στα λαιμÜ τους,
τον üποιο στεναγμü, κι αυτοß 'κει πÜνω, -πÜντα αυτοß-
ποý 'ν' στα καμπαναριÜ μονÜχοι και κρατÜνε το ρυθμü
-νταν, νταν, νταν, νταν- με κεßνο το μονüτονο ρυθμü,
νιþθουνε δüξα, να πετÜνε πÝτρα στων ανθρþπων τη καρδιÜ,
οýτ' Üνθρωποι, οýτε τÝρατα, μα λÜμιες χωρßς φýλο
κι ο ΑφÝντης τους, ο Δαßμονας, τους δÝρνει μ' Ýνα ξýλο
και -νταν, νταν, νταν, νταν, νταν, χτυπÜνε κι üλο κλαßνε,
-νταν, νταν, νταν- παιÜνα, αγκαθερü που κορυφþνει, λÝνε,
κι αυτüς στο ρυθμü του, -νταν, ντÜν- χορεýει, στριγγλÜ,
και κρατÜει μαζß τους -νταν, ντÜν- το ρυθμü σταθερÜ,
κρατÜ -νταν, νταν, νταν, νταν- τον αρχÝγονü τους ρυθμü,
-νταν, ντÜν, νταν, ντÜν- κρατÜ το ßσο στον παιÜνα τους αυτü.
Και χαροýμενα αναγγÝλλει, μ' Ýνα ξüρκι μαγικü
δßνοντας -νταν, νταν- σε κεßνες τον απαßσιο ρυθμü
και -νταν, ντÜν- ουρλιÜζουν Ýτσι, οι καμπÜνες με ρυθμü
και -νταν, ντÜν- κραυγÜζουν Ýτσι στο ρυθμü το ρουνικü*!

 * Ροýνοι, ροýνες, ρουνικü! Ροýνοι ονομÜζεται το αρχαßο αλφαβητικü σýστημα γραφÞς των βüρειων λαþν της Ευρþπης, το οποßον η μυθολογικÞ παρÜδοση αποδßδει στους θεοýς κι εßναι αμφισβητÞσιμης καταγωγÞς. Το χρησιμοποιοýσαν οι Γερμανικοß (και κατ' επÝκτασην οι Σκανδιναβικοß) λαοß, πριν αποκτÞσουνε το δυτικü αλφÜβητο, üπως οι Τεýτονες κι οι Βßκινγκς. Η λÝξη ροýνος (rune), με βÜση την ινδοευρωπαúκÞ ρßζα ru, σημαßνει ψßθυρος, μυστικü. Αυτü συνεπÜγεται κι απü τη πρωταρχικÞ χρÞση που εßχαν: η παρÜδοσÞ τους Þτανε προφορικÞ και μεταδιδüταν απü το ΣαμÜνο Þ το Δρυßδη στον μαθητευüμενο και μüνο. ¸τσι η χρÞση των ρουνικþν συμβüλων ως μÝσο απομνημüνευσης των εννοιþν και των δοξολογιþν παρÝμενε σ' Ýνα κλειστü ιερατικü κýκλο. Ακüμη, εικÜζεται πως γρÜφονταν σε ξýλο, που, πÝρα της φθαρτüτητÜς του σε σχÝση με τη πÝτρα και τον πÜπυρο, καιγüτανε στο τÝλος της τελετÞς. ¸τσι τα στοιχεßα που 'χουμε γι' αυτοýς εßναι κατÜ πολý νεþτερα της χρÞσης τους (γýρω στο 200 μ.Χ), ενþ ασαφÞ αποσπÜσματα Ýχουμε σε πÝτρες της Νορβηγßας, που ανÜγουνε τη χρÞση τους περß το 1300 π.Χ.

            Το ΣτοιχειωμÝνο ΠαλÜτι

Στη πιο χλωρεýφορη κοιλÜδα μας, αγγÝλων κατοικßα,
παλÜτι αγÝρωχα üμορφο, λαμπρü, πýργωνε με καμÜρι.
Στ' απüλυτου ΜονÜρχη νου τη διÜτα, 'κεß στεκÜμενο!
ΠοτÝ στο πριν, φτεροýγα Σεραφεßμ δε φτεροκüπησε,
πÜνω απü τÝτοια θαυμαστÞ κι εξαßσιαν εμορφιÜ!

ΛÜβαρα κατακßτρινα, χρυσÜ, Ýνδοξα κυματßζανε,
κι επÜλλοντο επÜνω στις επÜλξεις του,
-αυτÜ γινüντουσαν παλιÜ, στα βÜθη του Καιροý-
κÜθ' Üνεμος ευγενικüς τα χÜιδευε, μÝρα γλυκειÜ,
εν Üρωμα σκορπßζοντας γλυκü πÜνω στις πολεμßστρες.

Και οι διαβÜτες που περνοýσαν απ' της ευτυχιÜς τη γη,
στα παραθýρια βλÝπαν φως και μÝσα να λικνοýνται
πνεýματα, στο ρυθμü απ' τις χορδÝς ενüς λαοýτου,
γýρω απ' το θρüνο, που ο βασιλιÜς πορφυρογÝννητος
καθüταν κι απολÜμβανε, μ' üλο το μεγαλεßο του,
Üξιος ηγÝτης στη καρδιÜ του ευγενικοý λαοý του.

Και λÜμπαν üλες πÜναγνο σεντÝφι και ρουμπßνι,
του ωραßου παλατιοý οι εξαßσιες Πýλες, üπου
βγαßναν και βγαßναν σα πανßσχυρες στρατειÝς,
λÜμποντας οι αντßλαλοι, με μüνο τους καθÞκον,
πÜντα να προστατεýουνε με τις γλυκÝς τους τις φωνÝς,
ψÜλλοντας, το πνεýμα και το νου του βασιλιÜ τους.

Μα üντα σατανικÜ ντυμÝνα θλßψη τη χτυπÞσανε,
την υψηλÞ κυριαρχßα του ΜονÜρχη -τþρα κλÜψτε!
γιατß καλÞ αυγÞ δε πρüκειται να ξανÜφÝξει πια,
πÜνω απ' αυτÞ τη ζοφερÞ πλÝον, την ερημιÜ!-
Κι η ιστορßα γýρω απ' το τρανü βασßλειü του,
που η δüξα ρüδιζε, Üνθιζε, εßναι λησμονημÝνη,
καλÜ μες στου Παλιοý Καιροý το κοιμητÞρι πια θαμμÝνη.

Και τþρα üσοι απ' τη κοιλÜδα τýχει να περÜσουνε,
βλÝπουν απ' τα παρÜθυρα να βγαßνει φως σαν αßμα,
κÜτι τερÜστια κι Üσχημα πλÜσματα να λικνοýνται
πÜνω σ' Ýνα παρÜταιρο κι απαßσιο σκοπü,
που απ' τις Πýλες τις χλωμÝς, γýρω ξεχýνεται,
μαζß με πλÞθος üντων που γελÜν -μα δε χαμογελÜνε.

                         Λενüρ

ΤσÜκισ' η κοýπα η χρυσÞ, το πνεýμα αχ φτερουγßζει!

ΘρηνÞστε σÞμαντρα για την αθþα ψυχÞ καθþς
χÜνεται μες στα ζοφερÜ ýδατα της Στυγüς.
Και μοναχüς ο Γκυ Ντε Βερ, για δεν δακρýζει;
ΘρÞνησε τþρα Þ ποτÝ πια! ¢καμπτη και θλιμμÝνη
σε χÜρου κλßνη κεßται η Λενüρ σου αγαπημÝνη.
Εμπρüς! του θÜνατου τραγοýδι ας ακουστεß
και η νεκρþσιμη ακολουθßα ας διαβαστεß,
ýμνος στο μεγαλεßο της, που πÝθανε τüσο μικρÞ!
που πÝθανε δýο φορÝς: και τüσο νÝα και νεκρÞ!

"ΚαθÜρματα! Το λαμπρü της μεγαλεßο π' αγαπÞσατε
μα τη θαυμÜσια τη περηφÜνεια της μισÞσατε.
Κι üταν αρρþστησε βαριÜ, νεκρÞ τη μακαρßσατε!
Πþς πια νεκρþσιμη η λειτουργιÜ να διαβαστει;
Κι ο επιτÜφιος ýμνος της πþς να τραγουδιστεß,
απü το στüμα το κακü, τη γλþσσα σας τη μοχθηρÞ,
κι απü το μÜτι το κακü σας, ΧÜρου νÜβγει ευχÞ;
Κι εκεßνη αθþα -Θε μου- κεßται τüσο νÝα και νεκρÞ!"

"Τι θλιβερü! Τα παραλÝς! Αρκεß μια προσευχÞ,
να στεßλει τη νεκρÞ κοντÜ στο Θεü ν' αναπαυθεß.
Λενüρ κι ελπßδα, Þτανε νεκρÝς απü καιρü,
πετÜξανε μακρυÜ και σε αφÞσαν μοναχü
να πνßγεσαι σε παιδικÞς αγÜπης μÜταια 'παντοχÞ.
Και τþρα η αιθÝρια ομορφιÜ της γÝρνει ταπεινÞ,
με ολοζþντανα ξανθÜ μαλλιÜ
μα με σβησμÝνο βλÝμμα,
με φλογερÜ και ζωντανÜ ολüξανθα μαλλιÜ
και θÜνατο στο βλÝμμα!"

"ΜακρυÜ απü 'μÝ! Απüψε η καρδιÜ μου ελαφριÜ
και δεν θ' ασχοληθþ, μα ο Üγγελος πετÜ ψηλÜ
μ' Ýνα ΠαιÜνα του παλιοý καιροý! ΚαμπÜνες μη θρηνεßτε!
Μπας κι η γλυκειÜ ψυχÞ χαρÜ να βρει, καταφυγÞ,
καθþς τις νüτες νιþσει, αφÞνοντας τη Μαýρη Γη,
τους κÜτω φßλους, για τους πÜνω παρατÞσει,
σε θρüνο χρυσü, τη Κüλαση τοýτης της γης ν' αφÞσει
και θρÞνους κι οδυρμοýς, να πÜει να καθßσει
σιμÜ στο Κýρη της ΠαρÜδεισος κι εκεß να κατοικÞσει!"

                  ΜονÜχος

Δεν Þρθα απü τη παιδωμÞ μου, üπως Üλλοι.
Δεν Ýχω δει τα μýρια üσα, üπως Üλλοι.
Τα πÜθη μου δε τα φερε μια Üνοιξη κοινÞ,
δεν θα μποροýσε...

Δε ροýφηξα τη θλßψη μου απ' την ßδια πηγÞ.
Δεν θÜ 'μποργα ποτÝ μου να ξυπνÞσω
με τη καρδιÜ μου ρυθμισμÝνη στη χαρÜ,
κι ü,τι αγαπÞσα, το λÜτρεψα μονÜχος.

Τüτε, στης παιδωμÞς μου την αυγÞ,
μια πιο τρικυμισμÝνη ζÞση μου χαρÜχτηκε,
απü τα βýθη του καλοý και νοσηροý
μυστÞριου, -π' ακüμα με ορßζει-, αυστηροý.

Απü το χεßμαρρο, Þ απ' το σιντριβÜνι,
απü τον κοκκινüβραχο εκεßνου του βουνοý,
απü τον Þλιο που με τýλιγε παντοý
σ' Ýνα φθινüπωρο μ' απüχρωση χρυσοý,

απü την αστραπÞ στον ουρανü,
-καθþς που πÝρασε τ' ανÜμεσü μου-,
απü τη θýελλα κι απü τον κεραυνü

και σχÞμα δüθηκε στο σμÜρι των νεφþν,
(κι αν το λοιπü στερÝωμα, Þτανε γαλανü)
ενüς μεγÜλου δαßμονα, στη θþρια μου.


      Η ΑνÞσυχη ΚοιλÜδα

Μας χαμογÝλασε μια σιωπηλÞ κοιλÜδα
üπου ανθρþποι πια δεν κατοικοýσαν.
Εßχανε πÜει, βλÝπεις, στους πολÝμους,
μπιστεýοντας στα μπιρμπιλüματα Üστρα,
νýχτα απ' τους αιθÝριους πýργους τους,
να προστατεýουνε τα λοýλουδα,
π' αναμεσü τους εßν' üλη τη μÝρα,
μÝχρι το σοýρουπο τεμπÝλικα να πÝσει.

Τþρα ο διαβÜτης να ηρεμÞσει πρÝπει
τη λυπημÝνη ανησυχßα της κοιλÜδας.
Που τßποτε ποτÝ δεν μÝνει ακßνητο-
Τßποτε πια δε σþζει τους ανÝμους
οποý γεννοýν στη μοναξιÜ τη μαγικÞ.
Τα δÝντρα αυτÜ κανεßς αγÞρ δεν ανακÜτεψε
μα πÜλλονται σαν τις ψυχρÝς τις θÜλασσες,
πÝρα στις μακρινÝς ομßχλινες Εβρßδες!

Δßχως αγÝρα αυτÜ τα νÝφη οδηγοýνται
θροÀζοντας μες στον ανÞσυχο Ουρανü,
ανÜκατα απ' το πρωß ως το δεßλι,
πÜνω απü τις βιολÝτες, που πλαγιÜζουνε
σε χßλιους-δυü σχηματισμοýς 'που 'δει το μÜτι,
σαν κυματßζουνε πÜνω στους κρßνους
και κλαßνε πÜνω σ' Ýνα ξÝνο τÜφο!

Σειοýνται: -απ' τις ευωδιαστÝς κορφÝς τους
πÝφτουνε φλοýδες μüσχου σε σταγüνες.
Θρηνοýν: -απü τους λεπτοýς τους μßσχους
δÜκρυα χιλιüχρονα σταλÜζουν σε διαμÜντια.

              Στην ΕλÝνη

Εßναι για μÝνα η ομορφιÜ σου, ΕλÝνη,
σα της Νικαßας κειÜ τα μπÜρκα τα παλιÜ,
και πλÝει αργÜ και τρυφερÜ, μÝσα χαμÝνη
ανÜ τους αιþνες, στο νερü το μυρωμÝνο,
προσκυνητÞ να μεταφÝρει αποσταμÝνο,
στο χοχλασμü του κýματος γερμÝνο,
πßσω στη μητρικÞ του ακρογιαλιÜ.

Σε πÝλαγα απελπισιÜς πολý θα τριγυρßσω,
ως οι μποýκλες σου οι ξανθÝς, η üψη αρχετυπικÞ,
και των ΝαúÜδων οι Üνεμοι, να με γυρßσουν πßσω,
στο ΣθÝνος μου το Ρωμαúκü, στη ΛÜμψη την ΕλληνικÞ!

Ιδοý λοιπüν! Ανοßγει Ýνα παρÜθυρο üλο φþς
λαμπρü, κι εσý σαν Üγαλμα να στÝκεις μπρος,
κρατþντας το αχÜτινο λυχνÜρι σου στο χÝρι!
ΨυχÞ! Ω ΨυχÞ! ¼ποια ΙερÞ Γη κι αν σ' Ýχει φÝρει!

       Στη Marie Louise (Shew) *

¼λοι üσοι χαßρονται πρωß τη παρουσßα σου
üλοι üσοι Ýχουνε νυχτιÜ την απουσßα σου
Το χνÜρι απ' τον ουρανü ψηλÜ που τους κοιτÜ
¹λιος ιερüς, κεßνους που κλαιν', τους ευλογÜ
Για ελπßδα, μßαν þρα -μια ζωÞ-, κι απ' üλα πÜνω,
Για τη πßστη, τη βαθιÜ θαμμÝνη τους, ανÜσταση ξανÜ
Σε ΑλÞθεια, σ' ΑρετÞ, στον Κüσμον üλο, κÜνω,
Για üσους Ýχουν ξαπλωθεß σ' απελπισιÜς Üξενη κλßνη,
Σαν Ýτοιμοι απü καιρü, να δουν το φως να σβÞνει,
Μιαν ικεσßα "Γεννηθεßτω Φως" απλÜ, ψιθυριστÜ.

Μ' αυτü το λüγο που εκπληρþθηκε απαλÜ,
Στων Σεραφεßμ τη λÜμψη των ματιþν τους,
-Απ' üσους που χρωστÜν τον εαυτü τους-
Η ευγνωμοσýνη τους πλησιÜζει σε λατρεßα,
-ΘυμÞσου, ο πιο αληθινüς- ο πιο θερμÜ αφοσιωμÝνος,
Και σκÝψου, αυτüς ο λüγος ο απλüς, εßναι γραμμÝνος
Απü αυτüν, που τους τυλÜ, με τüση μνεßα,
Αυτüς, οποý το πνεýμα του με Üγγελο μιλÜ.

* Ενüσω η οικογÝνεια Poe ζοýσε στο Fordham της Ν. Υüρκης, η κυρßα Shew ξεκßνησε να περιθÜλπει ως νοσοκüμα ,τη σýζυγο του Poe, τη Βιρτζßνια κι αργüτερα και τον ßδιο, καθþς Þτανε στενüς φßλος κι Ýμπιστος. Εßχε παντρευτεß τον Joel Shew, αλλÜ πÞρε διαζýγιο και παντρεýτηκε τον Rolad Stebbins Houghton το 1850.

                Στο ΠοτÜμι

Γλυκü ποτÜμι! στη φωτερÞ κρυστÜλλινη ροοýλα,
εßσ' Ýμβλημα της λαμπερÞς της ομορφÜδας,
-μια φωναχτÞ καρδιÜ. Της παιγνιδιÜρικης μαγνÜδας
τÝχνη, μες στου γερο-ΑλμπÝρτο τη κοροýλα.

Μα σαν το κýμα σου κοιτÜ η καρδιÜ μου,
τüτε λυγÜ και τρÝμει σα κλαρÜκι.
Γιατß λοιπüν το ομορφþτερο ρυÜκι
σου, μοιÜζει να τη προσκυνÜ βαθιÜ μου;

Γιατß η καρδιÜ μου üμοια με το ρÝμα,

κρατÜει την εικüνα της βαθιÜ μου.
ΚαρδιÜ που τρÝμει σαν αχνüς, αλλοιÜ μου,
σαν η ψυχÞ της με γυρεýει με το βλÝμμα.

                  Η Λßμνη

Στων νιÜτων μου την ¢νοιξη ειχÜ την ευκαιρßα
Στο μÝγα κüσμο μας να βρω 'να μÝρος μαγικü
Κι αυτü π' αγÜπησα σαν 'τι μοναδικü,
τη μοναξιÜ τη λατρευτÞ στην üχθη Üγριας λßμνης,
να 'μαι στο μαýρο βρÜχο της και γýρω μου τα πεýκα.

Μα σαν η Νýχτα Ýρριξε τα πÝπλα της τα μαýρα,
εδþ που βρßσκομαι, μα και παντοý στον κüσμο
κι ο Üνεμος ψιθýριζε στ' αυτιÜ τη μελωδιÜ του,
τ' Üγριο τραγοýδι του με ξýπνα τρομαγμÝνο
αχ! της μοναχικÞς μου Üγριας λßμνης η φοβÝρα.

Κι üμως τρομακτικü δεν Þτανε παρÜ,
το τρÝμουλο αυτü μια ηδονικÞ χαρÜ.
Μια αßσθηση σα να 'μουν σε χρυσωρυχεßο,
μπορεß μου δεßξει Þ πληρþσει να ορßζω
-üχι ΑγÜπη- αν κι ΑγÜπη της χαρßζω.

ΘÜνατος Þτανε σ' αυτü το κýμα απü φαρμÜκι
και μες στον κüλπο του ο τÜφος ταιριαστüς
γι' αυτüν που εκεß παρηγοριÜ ζητÜ για να 'χει
για τη μονÜχη φαντασßα, στ' αλÞθεια ποιüς
μπορεß ΕδÝμ να κÜνει της μοναχικÞς ψυχÞς του,
αυτÞ τη σκοτεινÞ και Üγρια λßμνη!

            Νεραúδοχþρα

ΘολÝς πεδιÜδες, γκρßζες, μουλιασμÝνες
δÜση νεφελωμÝνα απü τη πÜχνη,
και που το σχÞμα τους να δοýμε δε μποροýμε,
γιατß θολþσανε σταγüνες τη ματιÜ μας
σα δÜκρυα που στÜζουνε παντοý:
ΤερÜστια κÝρινα φεγγÜρια νωτισμÝνα
και πÜλι -και ξανÜ- κÜθε στιγμÞ της νýχτας,
ατÝλειωτα αλλÜζουν θÝσεις κι Ýξω
κρατÜνε μακρυÜ το φως των Üστρων
με των ωχρþν τους των προσþπων τη χνοÞ.
 
Σημαßνει δþδεκα στο ρολογÜκι της σελÞνης.
Μια απ' τις πιο θολÝς, φαιÜ μεμβρÜνη
(αυτÞ που πιο σωστÜ κατÜ τη διαλογÞ,
να 'ναι η πιο θολÞ απ' üλες τους εφÜνη)
μπαßνει στο κÜτω-κÜτω και πιο κÜτω,
με κÝντρο της στο στÝμμα της κορφÞς
ενüς βουνοý κι η περιφÝρειÜ της
πÝφτει σαν απαλÞ κουρτßνα πÜνω
στα χωριoυδÜκια, στα δρομÜκια, üπως λÜχει,
απ' το παρÜξενο δÜσος επÜνω
-κι απü της θÜλασσας τον πüντο-
πÜνω κι απ' τις ψυχÝς, κι ευθýς επÜνω,
σε κÜθε μισοκοιμισμÝνο πρÜγμα,
και τα καλýπτει ερμητικÜ και απαλÜ
σε Ýνα δαßδαλο φωτüς και τüτε
πüσο βÜθος! -Ω, ΘÝ μου πüσο βÜθος,
κρατÜ στον ýπνο τους το πÜθος.
 
Εγεßρονται καθþς χαρÜζει το πρωß,
κι η φεγγαρÝνια φορεσιÜ τους
τινÜσσεται και σκÜζει στα ουρÜνια,
ψεκÜζοντας σταγüνες της παντοýθε,
-üπως σχεδüν στο κÜθετß
Þ σ' Ýνα κßτρινο αλμπατρüς.
Δεν Ýχουνε πια τη σελÞνη
σαν ßδιο σκÝπασμα üπως πριν,
σαν μια σκηνÞ, σαν μια τÝντα,
που 'ν' Üχρηστη και περιττÞ:
Οι στÜλες, üμως διασκορπþνται
γοργÜ με ψεκασμü, απ' üπου,
σαν πεταλοýδες απü τη Γη μας,
ζητοýνε τον ΠαρÜδεισο τους,
(ποτÝ τους ευχαριστημÝνες),
κι Ýτσι τον ξαναβρßσκουν πÜλι.
φÝρνοντας πÜλι Ýνα κομμÜτι, κÜτω,
πα' στα παλλüμενα φτερÜ τους.

            ¼νειρο ΜÝσα Σ' ¼νειρο

ΠÜρε τοýτο το φßλημα πα' στα γραμμÝνα φρýδια
και καθþς φεýγω Üσε με λιγÜκι να σου πω.
Δε λÜθεψες πως κýλησεν ολ' η ζωÞ μου ßδια
σαν üνειρο χωρßς ιδιαßτερο σκοπü!

Ακüμα κι αν η Ελπßδα πÝταξε μακριÜ μου,
στ' üραμα Þ στο τßποτε, στη νýχτα Þ στη μÝρα,
τοýτο λες να 'ν' η πιο τρανÞ απþλειÜ μου;
¼νειρο μÝσα σ' üνειρο... κι απ' üσα ζοýμε πÝρα...

Κρατþ μÝσα στη χοýφτα μου κüκκους ξανθοýς της Üμμου,
καταμεσßς σε Üγριους θαλασσüδαρτους γιαλοýς.
Τι λιγοστοß! Πως ξεγλιστροýν μες απ' τα δÜχτυλÜ μου;
Κι εγþ ξεσπþ σ' ατÝλειωτους... ατÝλειωτους λυγμοýς.

Κýμα ανελÝητο με χτυπÜ, με θüρυβο μεγÜλο.
Κι -ω Θε μου- δε μπορþ μητ' Ýνανε να σþσω;
Αχ! üλα üσα ζÞσαμε, να Þτανε ωστüσο,
üνειρο μÝσα σ' üνειρο, το Ýνα μÝσα στ' Üλλο;
                                                                         Ιοýλιος 2005
Μτφρ: μÝχρις εδþ ΠÜτροκλος

-------------------------------------------------------------

    Το ΚορÜκι

Δþδεκα Ýδειχνεν η þρα,
μεσονýχτι üπως και τþρα
κι Þμουν βυθισμÝνος þρα
σε βιβλßα αλλοτινÜ,
üταν μες απü 'να θÜμπος
ýπνου να μου 'φανη σÜμπως,
Ýξω απü τη πüρτα κÜποιος
να χτυποýσε σιγανÜ.
"ΕπισκÝπτης", εßπα, "θα 'ναι
   και χτυπÜει σιγανÜ,
                         τοýτο θα 'ναι μοναχÜ
".


Α! θυμÜμαι 'πεφτε χιüνι
και του κρυοý ΔεκÝμβρη τüνοι
σκοýζαν μες στο παραγþνι
και στοιχειþναν τη φωτιÜ.
Η νυχτιÜ με στεναχþρα
κι Üδικα Ýψαχνα τüση þρα
να 'βρω τη γλυκειÜ Λενþρα
μες στ' αρχαßα μου χαρτιÜ.
Τη Λενþρα που αγγÝλοι
      της κρατοýνε συντροφιÜ

                               και δικιÜ μας ποτÝ πιÜ.

ΚÜθε θρüισμα στο μετÜξι
της κουρτßνας εßχ' αλλÜξει
κι Ýρχονταν να με ταρÜξει
Üγριος φüβος που τρυπÜ
κι Ýλεγα, να πÜρω θÜρρος
και να διþξω αυτü το βÜρος:
"ΕπισκÝπτης, δßχως Üλλο,
θα 'ναι τοýτος που χτυπÜ.
ΚÜποιος νυχτοπαρωρßτης,
      που για να 'μπει μου χτυπÜ,
                                    τοýτο θα 'ναι μοναχÜ
".


ΞÜφνου Üντρειωσ' η ψυχÞ μου
και παρÜ τη ταραχÞ μου:
-"Κýριε", φþναξα, "Þ κυρßα
συχωρÝστε μ' Ýστω αργÜ.
Στα χαρτιÜ Þμουν σκυμμÝνος
κι ßσως μισοκοιμισμÝνος,
δε σας Üκουσα ωρισμÝνως
να χτυπÜτε Ýτσι αργÜ
".

Με τα λüγια τοýτα 'νοßγω
       τα πορτüφυλλα γοργÜ.

                                     ¸ξω νýχτα μοναχÜ.

Το σκοτÜδι αυτü τρυπþντας
Ýμεινα κειδÜ απορþντας,
κÜθε τüσο ανασκιρτþντας
μÝσα σ' üνειρα αλγεινÜ.
ΚρÜτησε σιγÞ για þρα
κι Üξαφνα απ' τα βÜθη τþρα,
μια φωνÞ να λÝει: "Λενþρα"
σα ν' ακοýστηκε βραχνÜ.
"Εγþ φþναξα: Λενþρα!
         και τη φÝρνει ηχþ ξανÜ.
                             ¸τσι θα 'ναι μοναχÜ
".


ΜπÞκα στο δωμÜτιο πÜλι
μ' Üνω-κÜτω το κεφÜλι,
μα μες απ' αυτÞ τη ζÜλη,
δυνατÞν ακουþ χτυπιÜ.
"Α! Στο παραθýρι θα 'ναι",
λÝω ευθýς, "και με ζητÜνε.
Ας ιδþ τþρα ποιüς να 'ναι,
φτÜνει το μυστÞριο πια.
Η καρδιÜ μου δεν αντÝχει,
          φτÜνει το μυστÞριο πια.
                            θα 'ν' αγÝρας μοναχÜ
".


Τüτε τα παντζοýρια ανοßγω,
üμως μια κραυγÞ μου πνßγω,
καθþς βλÝπω 'να κορÜκι
μες στο δþμα να περνÜ.
Η ευγÝνεια δε το νοιÜζει
κι οýτε που με λογαριÜζει,
μα γαντζþνει στο περβÜζι
της εσþπορτας, στερνÜ.
Και γαντζþνει και κουρνιÜζει
              στη μαρμÜρινη ΑθηνÜ

                                   και κοιτÜζει μοναχÜ.

Πþς ανÜπνευσα στ' αλÞθεια!
και γελþντας απ' τα στÞθεια,
λÝω απü παλιÜ συνÞθεια,
στ' üρνιο με τη κρυÜ ματιÜ:
-"Κι αν σου κüψαν το λοφßο
κι αν σ' αφÞκαν Ýτσι αστεßο,
μαυροποýλι, Üλλως θεßο,
που πλανιÝσαι στη νυχτιÜ,
ποιü 'ν' τÜχα τ' üνομÜ σου
                μες στην Üραχνη νυχτιÜ
";

                                Και μου λÝει: -"ΠοτÝ πια"!

Τρüμαξα στ' αλÞθεια μου üντας
μου δευτÝρωσε μιλþντας.
"Δßχως Üλλο", εßπα σκιρτþντας,
"τοýτο ξÝρει μοναχÜ.
ΚÜποιος πρþην κýριüς του,
θα 'κλαψε πολý. Ο καημüς του
ßσως να 'γινε δικüς του
και για τοýτο αγκομαχÜ.
Του απüμεινε στη σκÝψη
                 κι εßναι σα να ξεψυχÜ,
                        λÝγοντÜς μου
: ΠοτÝ πιÜ"!


Και τη θλßψη μου ξεχνþντας,
Ýστρεψα σ' αυτü γελþντας,
τη καρÝκλα μου τραβþντας
στο κορÜκι αντικρυνÜ.
Μα στο κÜθισμÜ μου πÜνω,
χßλιες τüσες σκÝψεις κÜνω
και στο νου μου τþρα βÜνω,
για ποιü λüγο αληθινÜ,
σα μιαν επωδü μακÜβρια,
          να μου λÝει üλο ξανÜ,

                               το κορÜκι; -"ΠοτÝ πια"!

Γρßφος θα 'ν' Þ αßνιγμÜ του
κι ßσως μÞνυμα θανÜτου
και κοιτþντας τη ματιÜ του,
που τρυποýσε τη καρδιÜ,
γÝρνω ωραßα το κεφÜλι,
στο δικü της προσκεφÜλι,
üπου αντιφεγγοýσε πÜλι
σα και τüτε μια βραδιÜ,
με το βιολετß βελοýδο,
         σα και τüτε μια βραδιÜ

                          και που δε θα αγγßξει πια!

ΞÜφνου να 'νιωσα μου 'φÜνη
γýρω μου Üκρατο λιβÜνι
και πλημμýρα να μου φτÜνει
νÝφι η θεßα του καπνιÜ.
-"'Αθλιε!" φþναξα, "στοχÜσου,
που Θεüς στÝλνει κοντÜ σου
Üγγελους να σου σταλÜσσου'
νηπενθÝς για λησμονιÜ.
ΠιÝς το, ω! πιÝς το, τη Λενþρα,
           να ξεχÜσεις μ' απονιÜ
".

                              Και μου λÝει: -"ΠοτÝ πια"!

-"Α! ΠροφÞτη", κρÜζω, "ωιμÝνα!
κι αν του Δαßμονα 'σαι γÝννα
κι αν ο Πειρασμüς σε μÝνα,
σ' Ýστειλ' απ' τη γης βαθιÜ.
Κι αν σε τüπο ρημαγμÝνο
σ' Ýχει ρßξει απελπισμÝνο,
σ' Ýνα σπßτι στοιχειωμÝνο,
με σκιÝς και με ξωθιÜ,
θα 'βρω στη ΓαλαÜδ, ω! πÝσμου,
              θα 'βρω κει παρηγοριÜ
";

                                   Και μου λÝει: -"ΠοτÝ πια"!

-"Α! ΠροφÞτη, ανÞλιαγο üρνιο
κι αν πουλß 'σαι κι αν τελþνιο,
απ' το σκüτος σου το αιþνιο
κι απ' τη κρýα σου νεφιÜ,
πÝσμου, στης ΕδÝμ τα δÜση,
θα 'βρει ο νους μου ν' αγκαλιÜσει,
μια παρθÝνα που 'χει αγιÜσει
κι Ýχει αγγÝλους συντροφιÜ;
Μιαν ολüλαμπρη παρθÝνα,
          που 'χει αγγÝλους συντροφιÜ
";
                                  Και μου λÝει: -"ΠοτÝ πια"!

-"Φýγε στ' Üγρια σου τα μÝρη,
üρνιο Þ φÜντασμα! Ποιüς ξÝρει,
αν αυτü που σ' Ýχει φÝρει,
δε σε καταπιεß ξανÜ
κι οýτ' Ýνα μικρü φτερü σου
να μη μεßνει 'δω δικü σου
!"
φþναξα, "και το φευγιü σου
να χαθεß στα σκοτεινÜ.
ΠÜρε και το κρþξιμü σου,
           πÝρ' απü την ΑθηνÜ
"!
                      Και μου λÝει: -"ΠοτÝ πια"!

Κι απü τüτε 'κει δεμÝνο,
το κορÜκι καθισμÝνο.
ΜÝνει πÜντα κουρνιασμÝνο,
στη μαρμÜρινη ΘεÜ.
Κι η ματιÜ του, üπως κοιτÜζει,
με ματιÜ δαιμüνου μοιÜζει
κι η νυχτιÜ που το σκεπÜζει,
του στοιχειþνει τη σκιÜ.
Α! η ψυχÞ μου δε θα φýγει
          απ' αυτÞνε τη σκιÜ.
                           Δε θα φýγει ποτÝ πια!

μετ. ΓιÜννης Β. Ιωαννßδης


 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers