ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

Åñ. Ëïãïôå÷íßá 

×áôæçáëåîÜíäñïõ ÐÜôñïêëïò (Ýóôçóå): Ç... ÐñïÝëåõóç Ôïõ Êüóìïõ!

      Σ' αγαπþ μη γνωρßζοντας
             πþς, απü ποý και πüτε,
                   σ' αγαπþ στα ßσια
                        δßχως πρüβλημα Þ περηφÜνεια:
                             σ' αγαπþ Ýτσι, γιατß δεν ξÝρω αλλιþς...

             ΣκληρÞ η αλÞθεια, σαν αλÝτρι.
                   ΠÜρε μου το ψωμß, αν θÝλεις,
                        πÜρε μου τον αÝρα,
                             αλλÜ μη μου παßρνεις το γÝλιο σου...

                     ΘÝλω με σÝνα να κÜνω
                              αυτü που η Üνοιξη κÜνει,
 στα δÝντρα της κερασιÜς...
                                                                    ΠÜμπλο Νεροýδα


                       Munch: Τα Τρßα ΣτÜδια Της ΖωÞς Της Γυναßκας


                                          Πρüλογος

     Το παρüν Üρθρο αφορÜ στη... προÝλευση üλου του κüσμου -και φυσικÜ üχι μüνο! ΜπλÝκεται και λιγÜκι με τις σχÝσεις, μπλÝκεται κÜπως και με το σεξ, μπλÝκεται... ε, μπλÝκεται γενικÜ μ' Ýνα σωρü πρÜματα, προσπαθþντας να ξεμπλÝξει μερικÜ Þ κι üλα, απü κεßνα που μας μπλÝκουνε. Πρþτα να ζητÞσω συγγνþμη απü τις αναγνþστριες -ξÝρετε δεν Ýγραψα εγþ τοýτα τα ποιÞματα, οýτε ζωγρÜφισα τους πßνακες, οýτε καν πÞρα τις φωτογραφßες, για να μη πω üτι ποτÝ δεν ποζÜρισε καμμιÜ γυμνÞ σε μÝνα, εξüν των ερωμÝνων μου, κι φυσικÜ üχι για πüζα, εννοεßται.
     Το παρüν Üρθρο λοιπüν διÜλεξε για μας, μια καλÜ συμπυκνωμÝνη Üποψη τÝχνης, για τη λιχουδιÜ -εμÜς των αντρþν- που υπÜρχει σε κÜθε, μα κÜθε κοπÝλλα. ΖωγρÜφοι, φωτογρÜφοι, ποιητÝς, ψυχαναλυτÝς, ιστοριογρÜφοι, μαστρωποß, οφθαλμοπüρνοι -με την αιγßδα της εκκλησßας μερικÝς φορÝς- Üντρες πεινασμÝνοι, αλλÜ κι Üντρες χορτÜτοι κι Üλλοι πολλοß, προσθÝσανε κÜτι σε τοýτη τη μÜζωξη κι εγþ απλÜ συναρμολüγησα το καθετß, πÝταξα ü,τι Üχρηστο κι Ýβαλα και την ÜποψÞ μου σ' αυτÜ που θα δεßτε. Ας μη χασομερÜμε λοιπüν και... καλÞν απüλαυση! 
Π.Χ.
_________________
  
                                            ΕισαγωγÞ

     Ο διÜσημος ψυχολüγος, καθηγητÞς Δρ. Ζακ ΛακÜν, Þταν ο τελευταßος κÜτοχος του πßνακα του Courbet, The Origin Οf Τhe World  (Η ΠροÝλευση Του Κüσμου). Αγαποýσε τüσο πολý αυτüν τον πßνακα που δεν μποροýσε οýτε καν να τονε κοιτÜξει. Αντ' αυτοý, λοιπüν, τον Ýκρυψε πßσω απü Ýναν "ασφαλÝστερο" πßνακα.
     Οι ΚινÝζοι το εßπανε "κοιλÜδα των ρüδων" (προσÝξτε τα αγκÜθια!), οι ΠÝρσες, "δοχεßο μελιοý" (προσÝξτε τις μÝλισσες και το κεντρß!) κι οι ¸λληνες, "üρος της Αφροδßτης" (σκεφτεßτε την απüτομη ανÜβαση!). Σε κÜθε εποχÞ οι φαντασιþσεις κι οι θεωρßες για τα θηλυκÜ μυστÞρια υπÞρχανε πÜντα στη σκÝψη των αρσενικþν. Στη συνÝχεια, υπÜρχουν οι μαρτυρßες ποιητþν, ζωγρÜφων, ακüμη και μερικþν διÜσημων ψυχιÜτρων. Το Origin Οf Τhe World, εßναι Ýργο τÝχνης κατÜλληλο μüνο για τους λÜτρεις της ßντριγκας -κι αυτοýς που δεν Ýχουν υψηλÞ πßεση, θα προσÝθετα εγþ.


                      Courbet: Η ΠροÝλευση Του Κüσμου

1.
                            ¼λες ΓυμνÝς, Ολες ΠανÝμορφες

     Η πρþτη εικüνα που Ýχω απü τον κüσμο εßναι γυμνÝς γυναßκες. Θα Þμουν δýο Þ τριþν χρüνων και η μÜνα μου με πÞρε μαζß της στο χαμÜμ, üπου πÞγαινε κÜθε βδομÜδα με τις γειτüνισσες. ΜÝχρι τüτε δε θυμÜμαι τßποτε απü τη ζωÞ, λες κι εκεßνη τη μÝρα Üνοιξαν τα μÜτια μου, καθυστερημÝνα, σαν τα κουτÜβια. ¹ σαν εκεßνη τη μÝρα να γεννÞθηκα και αντßκρισα την πλÜση. Και οι γυναßκες Üλλωστε Ýκαναν λες κι εκεßνη ακριβþς τη στιγμÞ Þρθα στον κüσμο και με υποδÝχονταν. Με κÜθιζαν στις γυμνÝς τους κοιλιÝς και ονομÜτιζαν αυτü και τ’ Üλλο που εξεßχε απü το σþμα μου και πþς λειτουργεß. Απü τ’ αυτιÜ και τη μýτη μÝχρι τα δÜχτυλα των ποδιþν μου.
     Ακüμα και σÞμερα Ýχω τα κορμιÜ τους μπρος στα μÜτια μου. ¼χι και τüσο για τη γýμνια τους, üσο για τη φυσικüτητÜ τους. Κινοýνταν, περπατοýσαν και στÝκονταν σαν να Þταν ντυμÝνες και βρßσκονταν στο μαχαλÜ τους. ΝÝες και γριÝς, μιλοýσαν, γελοýσαν και φþναζαν, καταχαροýμενες που βρÝθηκαν ολομüναχες μεταξý τους, τσßτσιδες κι ανυπüδητες, ντυμÝνες μüνο με το σαρκßο που τους χÜρισε η φýση και δεν τις Ýνοιαζε πια αν Þταν φτιαγμÝνο απü μαλλß, κÜμποτ, βαμβÜκι Þ μετÜξι. Η αρσενικÞ παρουσßα ανÜμεσÜ τους Þταν ακüμα στα σπÜργανα, μποροýσαν λοιπüν να παßζουν μ’ αυτÞν, üπως τα μικρÜ κορßτσια με την κοýκλα τους. Εγþ Þθελα να παßζω με την Κατßνα. ¢πλωνα τα μικρÜ μου χÝρια προς το μÝρος της, σημÜδι πως αυτÞν εßχα επιλÝξει, αυτÞ Þταν η πιο üμορφη. Και Þταν. Οι γυναßκες γελοýσαν, αφοý η γνþμη μου ακüμα δεν εßχε καμμιÜ σημασßα γι’ αυτÝς και δε μετροýσε. Κι αυτü ακριβþς τις Ýκανε üλες üμορφες.

     ¼ταν μεγÜλωσα, εßδα πολλÝς φορÝς την ßδια εικüνα σε Ýργα μεγÜλων ζωγρÜφων. Γυναßκες καθιστÝς, γυναßκες ξαπλωτÝς και γυναßκες üρθιες, σε χþρους ανοιχτοýς και χþρους κλειστοýς, κÜτω απü δÝντρα και πÜνω σε μεταξωτÜ μαξιλÜρια, üλες γυμνÝς και üλες πανÝμορφες, εναρμονισμÝνες με τον εαυτü τους, το περιβÜλλον και τη χαρÜ που τους πρüσφερε η στιγμÞ. Ζοýσαν μÝσα στο παρüν κι αυτü τις Ýκανε αιþνιες. Φαßνονται να μην Ýχουν ηλικßα, επειδÞ φαßνονται να κουβαλÜνε üλες τους τις ηλικßες, χωρßς να Ýχουν απαρνηθεß καμιÜ και χωρßς να προσμÝνουν κÜποια Üλλη. Δεßχνουν μικρÜ κορßτσια και ταυτüχρονα μεστωμÝνες γυναßκες. Δßχως φιλÜρεσκους υπολογισμοýς και δßχως υλικοýς στüχους. Με βυζιÜ που φυτρþνουν Üνισα απü μüνα τους, με μποýτια σαν κορμοýς αμπüλιαστων δÝντρων και με κοιλιÝς, κοιλιÝς μεγÜλες και φουσκωμÝνες, Ýτοιμες να χωρÝσουν μÝσα τους üχι μüνο παιδß, αλλÜ ολüκληρο Üντρα.
     ¼λοι αυτοß οι ζωγρÜφοι λÜτρευαν την ομορφιÜ και την αθωüτητα, κι αυτÜ απεικüνιζαν. ¼πως Ýκαναν και οι αρχαßοι ¸λληνες με τα αγÜλματα και τις αναπαραστÜσεις που βλÝπουμε σε τοιχογραφßες και σε πιθÜρια. Ο γυμνüς Üντρας που ετοιμÜζεται να παλÝψει Ýχει την ßδια χÜρη μ’ εκεßνον που προσφÝρει στη γυναßκα Ýνα λουλοýδι και τον Üλλο που κρατÜει Ýνα κανÜτι με κρασß. Κι üλοι μαζß Ýχουν τη χÜρη της Αφροδßτης που συνοδεýεται απü τον ¸ρωτα. Αν υπÜρχει κÜτι που ενþνει τους καλλιτÝχνες μÝσα στους αιþνες, εßναι η Üποψη πως η ομορφιÜ υπÜρχει μÝσα στην απλüτητα και την αφÝλεια. ¼ποιος δεν τ’ ανακÜλυψε αυτü δεν εßναι καλλιτÝχνης, εßναι απλüς τεχνßτης.

     ¢λλη χÜρη Ýχει Ýνα λουλοýδι στο δÜσος, Üλλη σε μια γλÜστρα κι Üλλη μÝσα στο βÜζο. Απü τη στιγμÞ που δßνεις σημασßα και μετρÜς τη γνþμη των Üλλων, μετρÜς και τα βÞματÜ σου και τις κινÞσεις σου. Οι γυναßκες που χτßζουν τα κορμιÜ τους με το μυστρß του πλαστικοý χειρουργοý πανικοβÜλλονται üταν το βλÝπουν να καταρρÝει, ενþ εκεßνες που πλÜστηκαν με το χÜδι του Üντρα το καμαρþνουν και το χαßρονται μÝχρι το τÝλος. ¼ταν το σþμα χÜνει τη φυσικüτητα, χÜνει και την ομορφιÜ του. Γιατß δεν υπÜρχει üμορφο και Üσχημο σþμα. ΥπÜρχει μüνο ζωντανü και νεκρü. ¸μψυχο και Üψυχο. Τα μικρÜ παιδιÜ που δε νοιÜζονται για τη γοητεßα τους, καθþς κι üσοι γÝροι Üνθρωποι συμφιλιþθηκαν με το κορμß τους, εßναι ολοφÜνερη απüδειξη για το πüσο ωραßο μπορεß να ’ναι Ýνα σþμα που μÝσα του δεν κατοικεß η φιλαρÝσκεια αλλÜ η αθωüτητα.
     Και πüσο Üσχημο μπορεß να εßναι το σþμα κÜποιου Þ κÜποιας που το κινεß για να αρÝσει Þ ακüμα χειρüτερα για να το εμπορευτεß. Δεν υπÜρχει πιο Üσχημο κορμß απü εκεßνο της νεαρÞς καλλßγραμμης πüρνης, που σου το προσφÝρει κοýφιο και Üψυχο, επειδÞ η καρδιÜ της εßναι αφημÝνη στον αγαπητικü της. Και δεν υπÜρχει πιο üμορφο απü το σþμα της γριÜς Κατßνας, που το ’χε η μοßρα της να παντρευτεß το φοýρναρη της γειτονιÜς μας και την þρα που Ýπεφταν για ýπνο οι περισσüτερες üμορφες γυναßκες, εκεßνη σηκωνüταν για να ζυμþσει, να φουρνßσει και να φτυαρßσει. ΣυνÝχεια Þταν αλευρωμÝνη, σαν να Ýπλαθε τον εαυτü της καθημερινÜ μαζß με το ψωμß της, κι üπως αυτü Þταν πÜντα φρÝσκο κι ευωδιαστü, Ýτσι Þταν κι εκεßνη.

     ΣÞμερα, üταν τη βλÝπω καμμιÜ φορÜ στο δρüμο καθαρÞ πια και ξεκοýραστη, μου χαμογελÜει μ’ εκεßνο το ßδιο κοριτσßστικο χαμüγελο του χαμÜμ, τüτε που Üπλωνα τα χÝρια προς το μÝρος της. Απλþνω το χÝρι να τη χαιρετßσω και, παρüλο που εßναι γριÜ και ντυμÝνη, το σþμα της Ýχει την ßδια στÜση που εßχε γυμνÞ κοπελßτσα, üταν για μια στιγμÞ στη ζωÞ της υπÞρξε η πρþτη κι ωραιüτερη γυναßκα στην ψυχÞ ενüς νεογÝννητου Üντρα.
     Χωρßς να το ξÝρει η ßδια...
                                                    Αντþνης Σουροýνης (15/6/1942- 5/10/2016)
                                                         ΚυριακÜτικες Ιστορßες  εκδ. Καστανιþτη


                                Ροýμπενς: Οι Τρεις ΧÜριτες

2.

                        Περßανδρος

Ο νεαρüς γλýπτης Περßανδρος Þταν ευσεβÞς και βλÜσφημος μαζß.
ΛÜτρευε τη Κýπριδα, Ýκανε ικεσßες και σπονδÝς στο üνομÜ της.
Με πüση αυτοσυγκÝντρωση σκÜλιζε τον βρÜχο!
ΑπαλÜ πþς χÜιδευε μετÜ την λειασμÝνη πÝτρα!
Και μÝχρι τ’ακροδÜχτυλα ριγοýσε.
Μα ωστüσο λÜτρευε και την ιερüδουλο Κλειτþ, που Þταν το μοντÝλο.
.
Την ημÝρα την Ýστηνε για να πλÜσει την Αφροδßτη.
Την νýχτα παθιασμÝνα της Ýκανε Ýρωτα αχüρταγο κι ασßγαστο.
¼σο κι αν Ýκανε, μÝχρι που Ýπεφτε χυμÝνος πÜνω στο κορμß της,
üσο κι αν Ýτρεμε πια απü εξÜντληση, πÜλι την Þθελε ακüρεστα.
Εκεßνη πÜλι στα φλογερÜ του λüγια με χαμüγελο απαντοýσε
κι üταν εκεßνος την ρωτοýσε κÜτι, χασμουριüτανε,
πρþτα κρυφÜ, ýστερα φανερÜ
þσπου στο τÝλος την Ýπαιρνε ο ΜορφÝας.
Εκεßνος Üγρυπνος ως την αυγÞ στεκüταν.
Με τα ακροδÜχτυλα καμιÜ φορÜ Üγγιζε το γοφü της
και ριγοýσε.
.
¸τσι προχþρησε ο καιρüς þσπου το Üγαλμα τελεßωσε.
Με μουσικÝς και τελετÝς και τους πιστοýς Ýνα γýρω
για τα αποκαλυπτÞρια εßχε φτÜσει η στιγμÞ.
Κι Þταν κι ο δÜσκαλος του γλýπτη εκεß,
ο γÝρων πια Γλαýκος, ο γνωστüς.
Μα üταν πια φÜνηκε η αγαλματÝνια λÜμψη της θεÜς üλοι σιγÞσανε
Υπüκωφη, οδυνηρÞ η σκÝψη ντýθηκε με λÝξεις:
-"ΔιÝπραξεν ¾βριν ο Περßανδρος!"
.
Την λýση Ýδωσε ο Γλαýκος,
που σκεπτικÜ μια το γλυπτü κοιτοýσε, μια τον γλýπτη.
Με σεβασμü και τρυφερüτητα, φüρο τιμÞς απÝτισε στο Ýργο
κι Ýτσι η στιγμÞ απεσοβÞθη.
Μα τßποτα δεν αλλÜζει του μýθου το γραφτü!
ΧÜθηκε, λÝνε, ο Περßανδρος.
ΤρÝλλα του Ýδωσε η ΘεÜ στις φρÝνες, απü φθüνο
κι η μαýρη θÜλασσα πÞρε το παλικÜρι.

Διüτι Ýτσι εßναι πÜντα οι ΘεÝς:
ζηλιÜρες, θηλυκιÝς και ματαιüδοξες...
                                                                  Σταυροýλα ΑντζουλÜκου (Μüνα)


                         Alma-Tadema: Το Γυμνü ΜοντÝλο

3.
                                 ¼νειρο, Στ' ¼νειρο

     Η αντανÜκλαση του φεγγαριοý πÜνω στο λευκü του χαμογÝλιου σου κεßνη τη νýχτα, Ýγινε Üστρο. Tο πιο λαμπρü και μÝγα!

     ΜÜγοι απ' üλο τον κüσμο μπÞκανε σε συναγερμü και σ' εναγþνια αναζÞτηση του νÝου Μεσσßα. Εν αγνοßα μας! 
     Μüλις τo 'δαν ανοßξανε κιτÜπια, παλιÝς περγαμηνÝς αστρονομßας απ üσκονισμÝνες πια βιβλιοθÞκες κι αρχαßα βιβλßα. ΒÜλανε κÜτου συντεταγμÝνες, αστρολÜβους, χÜρτες και ξεκßνησαν Ýνα μακρý ταξßδι, απü διÜφορες γωνιÝς του κüσμου, για να 'βρουν εκεßνο, που το λαμπρüτερο Üστρο τ' ουρανοý, φþτιζε με περισσÞ λατρεßα, προσοχÞ κι εμμονÞ! 
     Κεßνο το πρωß ξýπνησα κι Üρχισα ν' αναζητþ πεινασμÝνα το ζεστü γυμνü κορμß σου. Ανταποκρßθηκες αμÝσως, μα απ' Ýξω ερχüταν Ýνας μεγÜλος κι ασυνÞθιστος θüρυβος! Σφßχτηκες πÜνω μου. Σηκþθηκα, Ýρριξα βιαστικÜ κÜτι και βγÞκα στο μπαλκüνι, ενþ συ κουκουλþθηκες, σα τρομαγμÝνο πουλÜκι, στα σκεπÜσματα.
     Εßδα Ýνα τερÜστιο πλÞθος -üσο Ýφτανε το βλÝμμα-, γενειοφüρων, σαρικοφüρων. ¹ταν ντυμÝνοι μ' ü,τι πιο ετερüκλητο μπορεß να φανταστεß κανεßς.
     ΓÝμισαν τα μÜτια μου χρþματα!
     Μüλις μ' εßδαν Ýσκυψαν üλοι μαζß σχεδüν ταυτüχρονα, γονατßσανε και με προσκυνÞσανε!
     Εγþ κοιτοýσα ανßκανος ν' αρθρþσω λÝξη. Μüλις εßχανε σχεδüν ανασηκωθεß και ξαφνικÜ γονÜτισανε πÜλι με νÝα μεγαλýτερη ζÝση και πιüτερο δÝος, κοιτþντας πισω μου και πλÜγια!
     ΝÝα μουρμουρητÜ, νÝα αναταραχÞ!
     ΣτρÜφηκα παραξενεμÝνος και σ' εßδα, üμοια ΠαναγιÜ, ημßγυμνη και τυλιγμÝνη με το σεντüνι μας, ως το πηγοýνι! Με κοιτοýσες ανÞσυχα κι ερωτηματικÜ.
     ¹σουνα τüσον üμορφη κεßνη την þρα, που το πρþτο πρÜμα που μου 'ρθε στο νου, Þταν να γονατßσω κι εγþ!
     Ξεχνþντας το πλÞθος, σε πÞρα στην αγκαλιÜ μου!
     ¸τρεμες κι η καρδοýλα σου χτυποýσεν Üτακτα! Κρýωνες κι ανησυχοýσες!
     Ξεχνþντας το πλÞθος σε σκÝπασα με τη ρüμπα μου, μÝνοντας γυμνüς! ¹θελα να σε φιλÞσω!
     Τüτε το πλÞθος ρþτησε:
 -"Που εßναι ο Μεσσßας";
 -"Ποιοß εßναι αυτοß; Τß θÝλουν εδþ"; με ρþτησες χαμηλüφωνα. 
 -"Δε ξÝρω", απÜντησα, στον ßδιο τüνο.
 -"ΘÝλουμε να δοýμε αυτü που μας δεßχνει το Λαμπρü ΑστÝρι, οδηγþντας μας. Δε κÜνουμε λÜθος"! ΕπÝμειναν αυτοß πÜλι, με μια φωνÞ. 
     ¢ρχισα να κρυþνω και... ξýπνησα ξÝσκεπος, ενþ εσÝνα εßχα φροντßσει να σε τυλßξω καλÜ. Χþθηκα πÜλι στα σκεπÜσματα κι Üρχισα ν' αναζητþ πεινασμÝνα, το γλυκü, ζεστü κορμß σου. Ανταποκρßθηκες αμÝσως.
     ¸ξω εßχε ξημερþσει...
     Μα Þδη Ýκανε Ýνα πολý παρÜξενο κι ασυνÞθιστο θüρυβο...

                                                                                                   ΠÜτροκλος


                         ΡενουÜρ: Κορßτσι Παßρνει Το ΜπÜνιο Του

4.

      Ονειροπüλημα

Εßμαι τüσο κουρασμÝνος

που σαν διψþ
με τα μÜτια κλειστÜ
την κοýπα σηκþνω
και πßνω

Γιατß αν τα μÜτια
ανοßξω
εκεßνη δε βρßσκεται εδþ 
κι εßμαι κουρασμÝνος
για να σηκωθþ
και τσÜι να φτιÜξω

Εßμαι τüσο ξυπνητüς
που σε φιλþ
και σε χαúδεýω
και σ’ ακοýω
ανÜμεσα σε κÜθε γουλιÜ
και σου μιλþ

Μα παραεßμαι ξυπνητüς
τα μÜτια για ν’ ανοßξω
θÝλοντας να σε δω
για να δω
üτι εσý
δε βρßσκεσαι εδþ.
                                                           Fried (μτφρ.: ΠÜτροκλος)


                                   Titian: Η Αφροδßτη Του Ουρμπßνο

5.
           Σα ΓÜτα

Σαν γÜτα, σε θÝλω, ανÜσκελη
με κοιλιÜ αναθρþσκουσα σε θÝλω,
νιαουρßζοντας μÝσα απ’ τη ματιÜ σου,
μÝσα απü τοýτον τον Ýρωτα-κλουβß
τον βßαιο
τον γεμÜτο γρατζουνßσματα
σαν σε νýχτα με φεγγÜρι
σαν δυο γατιÜ ερωτευμÝνα
που τον ÝρωτÜ τους ομιλοýν στις στÝγες
ζευγαρþνοντας με λυγμοýς και με κραυγÝς
μ’ αισχρüλογα, χαμüγελα και δÜκρυα
(απü εκεßνα που κÜνουν το κορμß ν’ αναρριγÜ απü χαρÜ).

Σαν γÜτα, σε θÝλω, ανÜσκελη
κι απ’ τη φυγÞ με υπερασπßζω,
τη λιποταξßα απ’ τη μÜχη,
απü αδιÝξοδα και νýχτες δßχως να μιλοýμε,
αυτüν τον Ýρωτα που με ζαλßζει,
που γýρη με γεμßζει,
γονιμüτητα
και πισþπλατα τη μÝρα μ’ ακολουθεß
προκαλþντας μου ρßγη.

Δεν φεýγω, να φýγω δεν θÝλω, να σ’ αφÞσω,
στα κρυφÜ σε ψÜχνω
γουργουρßζοντας,
σε ψÜχνω ξεμυτßζοντας πßσω απ’ τον καναπÝ,
πηδþντας πÜνω στο στρþμα σου,
λυκνßζοντας την ουρÜ μου μπροστÜ στα μÜτια σου,
σε ψÜχνω με τα τεντþματÜ μου πÜνω στο χαλß,
φορþντας τα γυαλιÜ για να διαβÜσω
βιβλßα οικιακÞς οικονομßας
να μην γυρνþ αλλοπαρμÝνη
και το σπßτι να ξÝρω να διοικþ,
φαγητü να μαγειρεýω
και τα δωμÜτια να συγυρßζω
þστε δßχως σκüνη ν’ αγαπιüμαστε
και δßχως αταξßα,
ν’ αγαπιüμαστε τακτοποιημÝνα,
τÜξη βÜζοντας σε τοýτο το χÜος
επανÜστασης, δουλειÜς και Ýρωτα,
σε κατÜλληλο χρüνο κι ακατÜλληλο,
τη νýχτα, τα χαρÜματα, στο μπÜνιο,
γελþντας εμεßς, ßδιοι γατιÜ εξημερωμÝνα,
γλεßφοντας τις μουσοýδες μας
σαν γατιÜ υπερÞλικα, κουρασμÝνα
απ’ το διÜβασμα της εφημερßδας
στα πüδια του καναπÝ.

Σαν γÜτα, σε θÝλω, ευγνωμονοýσα,
παχειÜ απ' τη προσοχÞ
και τα χÜδια τα πολλÜ,
σαν γÜτα, σε θÝλω, ισχνÞ
καταδιωκüμενη, κλαψιÜρα, 
σαν γÜτα σε θÝλω, ÝρωτÜ μου,
σαν γÜτα, Τζιοκüντα,
σαν γυναßκα,
σε θÝλω.
                                                 Τζιοκüντα ΜπÝλι (μτφρ.: ¸λενα ΣταγκουρÜκη)


                      Ανþνυμος: ΝεαρÞ Γυναßκα ΚοιμÜται (18ος αι.)

6.
                    ΣοννÝττο αρ. 130

Τα μÜτια της αγÜπης μου δεν Ýχουν κÜτι απ' Þλιο.
ΚορÜλλι εßναι πολý πιο κüκκινο απ' τα χεßλη της.
ΕÜν το χιüνι εßναι λευκü, τα στÞθια της εßν' σκοýρα.
Οι τρßχες, μαýρα σýρματα, φυτρþνουν στο κεφÜλι της.

¸χω δει ρüδα πλουμιστÜ κüκκινα και λευκÜ,,
ΑλλÜ κανÝνα τÝτοιο δεν θα δω στα μÜγουλÜ της
και σε κακÜ αρþματα πιüτερη απüλαυση θα βρω,
απ' την ανÜσα που αποπνÝει η αγÜπη μου.

Μου αρÝσει που ακοýω να μιλÜ, μα καλÜ ξÝρω,
πως κÜθε μουσικÞ Ýχει πολý πιο ωραßο Þχο.
ΞÝρω üτι δεν Ýχω δει ποτÝ ΘεÜ να περπατÜ,

η αγÜπη μου σαν περπατÜει τρßζει ο τüπος.
Κι üμως, απ' τον παρÜδεισο πιο σπÜνια η αγÜπη μου,
üπως και üποια κÜλπικες συγκρßσεις διαψεýδει.
                                                                                  Σαßξπηρ  (μτφρ.: ΠÜτροκλος)


                           Degas: ΓυμνÞ Γυναßκα Κοιτþντας ΜπροστÜ

7.
ΥπÜρχουνε Σταυροδρüμια

ΥπÜρχουν σταυροδρüμια που τη νýχτα
η χαρÜ πηδÜ στη ρÜχη
κεßνου που τα διαβαßνει
μια τÝτοια παγερÞ αυγÞ με παγωμÝνο αγÝρα
ο αποκεφαλισμüς πεθαßνει
στεκÜμενος πιο κÜτω
κορμß με κορμß στη λασπουριÜ
γεμßζουνε το φοýρνο
τα σκουλÞκια
με τρεις δεσιÝς φροντßζουνε
τις Üκρες των ριζþν
της σÜρκας
ΚρÝας θυσιαστηρßου
κüσμημα σÞψης
χωρßς Üλλην επιβÜρυνση παρÜ τα χÝρια τους
δεμÝνα πισθÜγκωνα
ΛουτρÜ αßματος στη Γη της Επαγγελßας
προσπÝκτους για λßπασμα
στο βÜθος-βÜθος του καθρÝφτη
υπÜρχουνε φτυσιÝς
γρατζουνßσματα στο χιüνι
οι ψευδαισθÞσεις εξασθενοýν
στα μÜτια των συντρüφων μας
χνοÞ κι ιδρþτας της αυταρχικÞς γυναßκας
που γυμνÞ στο πÜτωμα δονεßται απ' το μßσος
¨Προχωρεßτε μπρος" κραυγÜζει ο ΕυαγγελιστÞς
εßναι πια πολý αργÜ
το πηγÜδι στεγνü ως κι οι μýγες φευγÜτες
στο σýμφυρμα της πρασινÜδας
Ýνα λεπτü Üρωμα ποδαρßλας αιωρεßται
κι ακüμα
καρφþματα απü φαλλü
προσφÝρονται σαν πυροσβεστÞρες
ρυθμßζοντας τον Þλιο
ΥπÜρχουνε πτþματα ζωντανÜ στο στüμα των παιδιþν
ριγÝ θρηνþντας
στο υδραγωγεßο που τρÝχει
πÜνω απ' τη κοιλÜδα
Αýριο που θα πιοýμε το αßμα των πατÝρων μας...
                                                                                  Μανσοýρ (μτφρ.: ΠÜτροκλος)


                            Gaudenzio Marconi: Φωτ. Νο 563 (1895)

8.
                   Funeral Blues II

Aχ! η πανÝμορφη κοιλÜδα που μαζß περπατÞσαμε
πλÜι στο ποτÜμι -πολý πολý περπατÞσαμε-
Üνθη στα πüδια μας στρωμÝνα και πÜνωθε πουλιÜ,
γλυκÜ φλυαροýσανε για την ΑτÝλειωτην ΑγÜπη.
Ακοýμπησα πÜνω σου θυμÜμαι -"¸λα να παßξουμε",
αλλÜ εσý... με κοßταξες δÞθεν αυστηρÜ...
κι Üρχισες να τρÝχεις...

Κεßνη τη ΠαρασκευÞ -καλÜ το θυμÜμαι- πριν τα Χριστοýγεννα,
που πÞγαμε μαζß στον Επßσημο Χορü αγκαζÝ,
τüσο λεßο το πÜτωμα κι η ορχÞστρα Ýπαιζε δυνατÜ,
Þμασταν τüσον üμορφοι κι οι δυο μας -γÝμισα περηφÜνεια-
-"ΚρÜτα με σφιχτÜ κι ας χορÝψουμε μÝχρι να ξημερþσει",
αλλÜ εσý...

Κεßνη τη βραδιÜ -πως να ξεχÜσω- στην ¼περα
που η μουσικÞ θαρρεßς κι ανÜβλυζε μες απü κÜθ' αστÝρι,
διαμÜντια πÝρλες, στραφταλßζανε στη μουσικÞ του ¸ρωτα,
κομψÜ κοστοýμια, ασημÝνια και χρυσÜ φορÝματα.
-"Αχ! θαρρþ πως εßμαι στη ΠαρÜδεισο" ψιθýρισα
αλλÜ εσý...

Αχ! η ομορφιÜ σου üπως Ýνας ολÜνθιστος κÞπος,
λυγερüκορμα με κοιτοýσες, üπως ο Πýργος του ¢ιφελ,
üταν το βÜλς Ýπαλλε γλυκÜ Ýξω στον μþλο.
-"Αχ! κρÜτα με για πÜντα αγÜπη μου θα 'μαστε üμορφα μαζß",
αλλÜ εσý...

Αχ! χτες το βρÜδυ σ' ονειρεýτηκα μοναδικÞ μου ΑγÜπη,
εßχες στο 'να σου χÝρι τον Þλιο και το φεγγÜρι στ' Üλλο,
η θÜλασσα πÜλι Þτανε γαλÜζια και πρÜσινο το χορτÜρι,
καθ' αστÝρι λßκνιζε με χαρÜ κι απü 'να ντÝφι:
-"Αχ! ΔÝκα χιλιÜδες μßλια βαθιÜ, σε λÜκκο βρßσκομαι...",
αλλÜ εσý... με κοßταξες αυστηρÜ...
κι Ýφυγες μακρυÜ...
                                                                                Auden   (μτφρ.: ΠÜτροκλος)


                                Degas: Γυναßκα ΓερμÝνη Στο ΠλÜι

9.
                    ΠλÞξη

ΠλÞττω μες στους ολüγυμνους τους τοßχους
βαμμÝνους üλους με χρþματα ωχρÜ.
Μια μýγα πÜνω στο χαρτß μου σεργιανÜ,
βολτÜρει στους ατÝλειωτοýς μου στßχους

Ω, ΘεÝ, ξÝρεις καλÜ τον πüνο
που μου 'δωσες και τþρα τß θα γßνω;
Που χλþμιανα, λυπÞσου λßγο μüνο,
το δÜκρυ απ' τα μÜτια μου που χýνω.

Η αλυσßδα στη καρÝκλα μου στριγκλßζει,
κι Üλλες φτωχÝς καρδιÝς στη φυλακÞ σου,
μαζß μου πÜλλονται. Τον Ýρωτα λυπÞσου,
που με κυκλþνει και τη φρüνηση κλονßζει
πÜνω απ' üλα κι η απελπισßα τη βυθßζει.
                                                                   Απολινναßρ (μτφρ.: Γιþργος ΓεραλÞς)


                                  Giorgione: Αφροδßτη Κοιμþμενη

11.
                                          ΣκÝψη...

     Σκεπτüμενος, την Ωραßα & Το ΤÝρας, üπως επßσης παρÜλληλα, και τη ταινßα Κινγκ-Κονγκ, üπου το τÝρας αγαπÜ τη πανÝμορφη κοπÝλλα που κρατÜ με προσοχÞ στη χοýφτα του, κι εκεßνη αφημÝνη στα χÝρια του μ' εμπιστοσýνη... Δεν μπορþ να μη θαυμÜσω τις τüσες üμορφες -τραχεßς ωστüσο- εικüνες που μου γεννÜ αυτÞ η σκηνÞ.
     Σκεφτεßτε, λÝει, Ýνα κακüσχημο τερÜστιο τÝρας, που 'χει κοιμισμÝνη, στη πελþρια αγκαλιÜ του, μια νεαρÞ και πολý üμορφη κοπÝλλα, που Ýχει αφεθεß εντελþς, με πλÞρη εμπιστοσýνη... ¼λα πÜνω του εßναι πελþρια, η χοýφτα, η αγκαλιÜ, το πρüσωπο, και κακÜσχημα. Εκεßνη ωστüσο, δε δεßχνει να το φοβÜται, τουναντßον τα κοιτÜ με λατρεßα... ΠαραλυμÝνη απ' τις δειλες, Üγαρμπες θωπεßες του, στα μαλλιÜ, στη ρÜχη, στα στÞθη, προσÝχοντας μη τυχüν και τη πονÝσει κατÜ λÜθος... Εκεßνη δεν νιþθει την αγωνßα του, νιþθει με την Üκρη των αισθÞσεων πως αγαπιÝται Üγαρμπα και το απολαμβÜνει. Δυο μεγÜλες σταγüνες ιδρþτα κυλÜνε στο μÝτωπü του, μαρτυρþντας την αναστÜτωση που επικρατεß στο νου του κι αυτÞ τις γλεßφει ηρεμιστικÜ. Στα πüδια της χαμηλÜ, αρχßζει δειλÜ-δειλÜ το δρüμο προς τα πÜνω, απροκÜλυπτα, η ξÝχειλη αγÜπη του κι αυτÞ την αγκαλιÜζει με τα πÝλματÜ της, με μια ξεκινημÝνη λαγνεßα...
     ¾στερα απü τον μüχθο, τονε παßρνει ο ýπνος κι αυτÞ, ξαπλωμÝνη στο τερÜστιο στÝρνο του, βρßσκει το χρüνο να ψαýσει την ευτυχßα πÜνω στα πελþρια -κι Üσχημα-, μÝλη του, χορτÜτη και λιγÜκι πονεμÝνη, μÝχρι να τη πÜρει κι αυτÞν ο ýπνος, κρατþντας, üσα μπορεß να χωρÝσει, μια μεγÜλη αγκαλιÜ...
                                                                                                             ΠÜτροκλος


                             Κλιμτ: ΓυμνÞ ΞαπλωμÝνη ΚοπÝλλα

12.
  ¸να Τραγοýδι ΑγÜπης

Αν το ψÝμμα της αρÝσει, ας διαλÝξει:
Ο ΒÜκχος, ο Απüλλων Þ ο ¢ρης,
Þ μÞπως η κυρÜ της Μοýσα;
ΜεγÜλα ονüματα στο κλασσικü
αρχαúκü βασßλειο των γραμμÜτων.

ΑλλÜ οι ποιητÝς θα ελευθερωθοýν
μüνο με τους καλýτεροýς τους.
Περιφρονþ να πω κÜτι,
αν δεν εßναι αληθινü:

ΚαμμιÜ ομορφιÜ δεν θα λεηλατÞσω
χωρßς την εýνοιÜ της.

¸χει ομορφιÝς πολλÝς
πÜνω στην ομορφιÜ της,

τüσες που δεν μποροýν να σε πληγþσουν,
Θεραπεßες Ýχει για πονüδοντο,
και για αφθþδη πυρετü.

Τα δυü της χεßλη θελκτικÜ
και δüντια Ýχει üλα λευκÜ
κι ü,τι αρπÜ το στüμα της
μποροýν να στο δαγκþσουν.

Μαýρα κατÜμαυρα τα μÜτια της
μα εßναι αξιοσημεßωτο:
Εßναι κλειστÜ üταν κοιμÜται
κι εßναι τυφλÞ μες στο σκοτÜδι.

Τ' αυτιÜ της σýμμετρα, στα μÜγουλα,
γιατß κÜθε πλευρÜ του κεφαλιοý
πρÝπει να συνεργÜζεται στην ακοÞ.
Το δÝρμα του λαιμοý της
χýνεται, ως οι θεατÝς,
που η αγÜπη, τους πιÝζει το κεφÜλι
και τις ωμοπλÜτες.

Η μÝση της τüσο λεπτÞ
Ýτσι μη χÜνετε τα λüγια σας γι' αυτü.
ΧτυπÜ η καρδιÜ της μÝσα της,
οι διαμονÝς της μακρυνÝς χωρßς αυτÞν.

Το στÞθη της ζευγαρωτÜ.
Δýο τÝτοια στÞθη üταν δεις,
θα ορκιστεßς üτι καμμßα
δεν εßχε γεννηθεß με τρßα.

Δεν μοιÜζει η φωνÞ της μ' αηδονιοý,
üχι! οýτε και καναρινιοý,
δεν σφυρßζουν φλýαρες αηδßες,
üλοι οι Üγριοι μαχητÝς, σαν τοýτη 'δω.

Οýτε ποτÝ θα τη συγκρßνω
με üργανα της μουσικÞς,
Πιθανüν, αν δεν Þσουν κουφüς,
μπορεß να το καταλÜβαινες.

Τα πüδια της εßναι ικανÜ
να μεταφÝρουν το κορμß της.
Θα 'ναι ζευγαρωμÝνη,
παντρεμμÝνη, ευτυχισμÝνη.
Αν κι ο γÜμος πολλÜκις
χωρßζει τους καλýτερους φßλους.

Ο σýζυγüς σου σ' εξυπηρετεß,
αν τα ανοýσια πετÜξεις.
Οýτε πολý ψηλüς, οýτε κοντüς,
αλλÜ θα τολμÞσω να το πω:
μακρý το Üσμα τοýτο 'δω
τις εÜν το καλοσκεφτεß
περßπου, με μετριοφροσýνη.

Ε -ναι, εßναι-
τα πÜντα üλα εßναι,

αλλÜ κι εγþ
εßμαι λÜθος
üλο δικü της,
δεν μπορþ να πω,

γιατß Ýχω τραγουδÞσει πλιü
üλο μου το τραγοýδι.

                             Anonymous (Songs, Comic, & Satyrical, μτφρ.: ΠÜτροκλος)


                                     Ingres: Οδαλßσκη Με ΣκλÜβο

13.
Μια Γυναßκα Με ΠεριμÝνει...

Μια γυναßκα με περιμÝνει,
τα 'χει üλα, τßποτα δεν λεßπει,
ωστüσο, üλα θα λεßπανε
αν Ýλειπε το σεξ,
και η "odor di femina",
o σωστüς Üνθρωπος Ýλειπε.

Το σεξ Ýχει τα πÜντα, σþματα, ψυχÝς,
νοÞματα, αποδεßξεις, αγνüτητα, λιχουδιÝς,
αποτελÝσματα, ανακοινþσεις,
τραγοýδια, εντολÝς, υγεßα, περηφÜνεια,
το μητρικü μυστÞριο, του σπÝρματος το γÜλα,
üλες τις ελπßδες, τις ευεργεσßες, τις δωρεÝς,
üλα τα πÜθη, τις αγÜπες
και τις ομορφιÝς,
τις απολαýσεις τοýτης της γης.

¼λες οι κυβερνÞσεις, δικαστÝς, θεοß,
βαδßσανε σαν πρüσωπα της γης.
ΑυτÜ περιÝχονται στο σεξ,
ως μÝρη του, Üλλοθι για την ýπαρξÞ του.
Χωρßς ντροπÞ, εκεßνος που μ' αρÝσει
γνωρßζει και ομολογεß
τη νοστιμιÜ του φýλου του.
Χωρßς ντροπÞ, εκεßνη που μ' αρÝσει
γνωρßζει κι αποδÝχεται το δικü της.

Τþρα θα διþξω απ' τη ζωÞ μου
üλες τις παθιασμÝνες τις γυναßκες,
θα πÜω μαζß του που με περιμÝνουν,
εκεßνες οι γυναßκες τις θερμüαιμες
κι επαρκεßς για μÝνα,
βλÝπω üτι με καταλαβαßνουν,
δεν με αρνοýνται.
ΒλÝπω πως εßναι Üξιες για μÝνα,
θα εßμαι στιβαρÜ ο σýνευνος
σε κεßνες τις γυναßκες.

Δεν εßναι διüλου μακρυÜ μου.
Μαυρßζουνε στο πρüσωπο
απ' το λαμπρü τον Þλιο

κι üταν φυσÜν οι Üνεμοι,
η σÜρκα τους θα Ýχει
τη παλιÜ, τη θεßα ευλυγισßα
και δýναμη.
ΞÝρουνε κολýμπι, κωπηλασßα, ιππασßα, πÜλη,
ρßχτε τους, τρÝξτε, χτυπÞστε,
υποχωροýν, προχωροýν, αντιστÝκονται, αμýνονται,
εßναι καλÝς σαν εßναι μüνες
Þρεμες, καθαρÝς,
γεμÜτες με τον εαυτü τους.

Σε τραβÜω κοντÜ μου, γυναßκα.

Δεν μπορþ να σε αφÞσω,
δεν θα σου Ýκανε καλü.
Εßμαι για σÝνα κι εßσαι για μÝνα!
¼χι μüνο για χÜρη μας,
αλλÜ και για χÜρη των Üλλων.


     Jean-Léon Gérôme, (11/5/1824 - 10/1/1904) "Πυγμαλßων & ΓαλÜτεια"

ΤυλιγμÝνη κοιμÜσαι,
με τους πιο μεγÜλους Þρωες και βÜρδους.
Αρνεßσαι να ξυπνÞσεις στο Üγγιγμα,
οποιουδÞποτε Üντρα αλλÜ εγþ...
Εßμαι σεßς οι γυναßκες
κι ανοßγω το δρüμο μου.
Αυστηρüς, σκληρüς, μεγÜλος, ακαταμÜχητος,
αλλÜ σε αγαπþ.
Δεν σε πληγþνω πιüτερο
απ' üσο σου χρειÜζεται.

Χýνομαι, για να γεννÞσω γιους και κüρες.
Σε πιÝζω ελαφρÜ με αγενÞ μυ.
ΕτοιμÜζομαι αποτελεσματικÜ,
χωρßς ν' ακοýω παρακÜλια.
Δεν τολμÜω να τραβηχτþ
μÝχρι να καταθÝσω üλο αυτü
που 'χει μαζευτεß μÝσα μου τüσο καιρü.

ΜÝσα σου αποστραγγßζω
τα μαζωμÝνα ποτÜμια του εßναι μου,
ΜÝσα σου τυλßγω χßλια χρüνια μετÜ.
ΠÜνω σου μπολιÜζω
τα μοσχεýματα τα πιο αγαπημÝνα
εγþ και üλη η ΑμερικÞ.
Οι σταγüνες που σου στÜζω
θα γßνουν Üγρια κι αθλητικÜ κορßτσια,
νÝοι καλλιτÝχνες, μουσικοß, τραγουδιστÝς.
Τα μωρÜ που σας φυτεýω
θα πρÝπει να γεννÞσουνε
Üλλα μωρÜ με τη σειρÜ τους.

Θα γυρÝψει τÝλειες γυναßκες κι Üντρες,
το ξüδι της αγÜπης μου.
Θα περιμÝνω ν' αλληλεπιδροýν με Üλλους,
üπως εγþ κι εσý!
Διεισδýω τþρα.
Θα βασιστþ στους καρποýς
των νερþν που αναβλýζουν
απ' αυτοýς, üπως κι εγþ,
υπολογßζω στους καρποýς
των νερþν που αναβλýζουν...
Δþσ' το μου τþρα!
Θα ψÜξω για καλÞ γη,
να καλλιεργÞσω με αγÜπη,
γÝννηση, ζωÞ, θÜνατο, αθανασßα...
Αυτü φυτεýω με τüση αγÜπη τþρα!
                                                                            Γουßτμαν (μτφρ.: ΠÜτροκλος)


                                           Courbet: Βακχßς

14.
                     5η Ελεγεßα

Στη ζÝστα του καλοκαιριοý, στην Üκρη της ημÝρας,
να ξεκουρÜσω το κορμß, σ' Ýνα κρεβÜτι πλÜγιασα.
Το 'να παρÜθυρο κλειστü, τ' Üλλο ανοιχτü στεκüταν,
που λßγο φως εσκüρπιζε, η ανταýγεια στο ξýλο,
και στο λυκüφως δýοντας, μια αναλαμπÞ ο Þλιος,
η νýχτα στο ξεκßνημα κι η μÝρα που χανüταν.

ΤÝτοιες ντροπιÜρες κοπελλιÝς, σκοτÜδι πρÝπει να 'ναι,
τι Ýχουν αθλητικü κορμß και Üγνωστες σου δεßχνουν.
ΜετÜ Þρθ' η Κορßνα μ' ελαφρý, μακρý, χιτþνα,
τον Üσπρο κÜλυπτε λαιμü, η τρÝσα που κρεμüταν,
σαν δßκαιη Σεμßραμις που πÞγαινε για ýπνο,
Þ σα ΛαÀδα που 'τρωγε τους εραστÝς για δεßπνο.

Της τραβηξα το φüρεμα: λιανÞ, μα δε με νοιÜζει,
ωστüσο το προσπÜθησε να καλυφθεß λιγÜκι.
Και προσπαθþντας μÜταια να κρýψει τα γυμνÜ της,
τη πρüδωσε η λαγνεßα της κι αφÝθηκε σε μÝνα.
ΕστÜθη εντελþς γυμνÞ στα μÜτια μου μπροστÜ
και Üφωνος δε πρüφταινα να δρÝπω με τα μÜτια.

Αχüρταγα κοιτÜζοντας παντοý,
χÝρια και þμους Üδραξα!
Πως ταßριαζε το στÞθος της
στις πεινασμÝνες χοýφτες!

Στο κÝντρο, λεßα μια κοιλιÜ
κÜτω απü τα στÞθη της,

πüσο μακρý το πüδι της,
τß ποθητüς μηρüς!

Μη τα πολυλογþ, μας Üρεσε,
περÜσαμε καλÜ,

τα δυο κορμιÜ μας κολλητÜ
κι αφÝθη να πλαγιÜσει.

Κρßνε μονÜχος τα λοιπα...

Στο τÝλος κουρασμÝνη,
θολÜ, με φßλησε γλυκÜ,
γυμνÞ, στην αγκαλιÜ μου.

ΣτÝλνε μου πιüτερα, ω Ζεý!
τÝτοια γλυκÜ δειλινÜ μου!

                 
Οβßδιος (μτφρ.: Christopher Marlowe 1602, ελλ. μτφρ ΠÜτροκλος)


                                   Felicien Rops: Αναßδεια (~1878)

15.
                                       Παρακλαυσßθυρον*

Με κοινÞ μας επιλογÞ και σýμμαχο την αγαπημÝνη Αφροδßτη, γßναμε ταßρι.
Πονþ σα θυμÜμαι που με φιλοýσες επßμονα, σκορπßζοντας στο κορμß μου τüσο γλυκιÜ σýγχυση, ενþ εßχες σκοπü να με παρατÞσεις και να διαλýσεις την αγÜπη μας.
Δεν αντιμÜχομαι πια τον Ýρωτα που νιþθω.
ΑγαπημÝνα Üστρα και νýχτα δÝσποινα, γλυκιοß συνεργοß, Üσφαλτα στεßλτε με σ' αυτüν, που κι η ßδια η Αφροδßτη, Ýρμαιο μ' οδηγεß, εκεß, üπου ο μεγÜλος ¸ρωτας περιμÝνει να με τυλßξει στα δεσμÜ του.
Συνοδοιπüρος μου η μεγÜλη φλüγα που καßει τα σωθικÜ μου.
Ο λογοπλÜνος μαυλιστÞς του νου μου, αυτüς που απü πÜντα του μεγαλοπιανüταν,
αγνüησε την αγÜπη μου δßχως να φÝρει βαριÜ την αδικßα που μου 'κανε.
Αυτü ειν' Üδικο για με και με πεθαßνει.
Οργßζομαι! Τρελλαßνομαι! Καßγομαι, μονÜχη μου!
ΑφÝντη του νου, της καρδιÜς και του κορμιοý μου, χρωμÜτισε πÜλι την Üδεια μοναξιÜ μου!
ΔÝξου με, που σου ζητþ διακαþς και με χαρÜ, να 'μαι δοýλα σου και μη με παραμερßζεις Üκαρδα!
ΜεγÜλη οδýνη Ýχει ο μανιασμÝνος, χωρßς ανταπüκριση, Ýρωτας κι οδηγεß στη τρÝλα.
Γιατß πρÝπει να υπομÝνει, να καρτερÜ και να ψÞνεται στις πýρινες γλþσσες της ζÞλειας.
ΜÜθε πως σου 'χω απÝραντη κι ακατανßκητη οργÞ!
Τρελλαßνομαι σα πλαγιÜζω ολομüναχη στο κρεβÜτι μας, ενþ εσý αλλοý δßνεις και παßρνεις χαρÜ!
¼μως δεν εßναι σωστü να μαλλþσουμε, γιατß θα πρÝπει να χωριστοýμε.
¸χουμε φßλους να κρßνουν και να μας συμβουλÝψουνε για δßκιο κι Üδικο.
¸λα μαζß να τους μιλÞσουμε, χαρÜ μου, τßμια, Üξια, σωστÜ και λογικÜ, -αν κι ο ¸ρωτας δεν Ýχει λογικÞ!
Δες ÜρχοντÜ μου, πως μ' Ýχεις καταντÞσει, αν και καλÜ και πιστÜ θα σ' υπηρετοýσα!
Τþρα πια δε μπορþ μÞτε λιγÜκι Ýστω να σε πλησιÜσω, να σ' αγγßξω!
Πþς με παρατÜς Ýτσι κýριÝ μου, συ που πρþτος και τüσον επιδÝξια με γεýτηκε;
Που πρþτος διÝβης τις πýλες του νου και του κορμιοý μου;
Ζηλεýω και τους δοýλους ακüμα που σε πλησιÜζουν, ü,τι κι αν σκÝφτεσαι μ' αυτü!
Ανüητα παραξενεýεσαι που λÝω πως θαυμÜζω κεßνες που γßνονται χαλÜκι στα πüδια των αγαπημÝνων τους!
Αρρþστησα! ΧÜζεψα! Κι εσý αφÝντη κι ÜρχοντÜ μου, με πετÜς στην Üκρη!
Παρ' üλο που σε σÝνα πρþτο, για τη ψυχÞ μου σου μßλησα... 

  * Σημ: Πρüκειται για θρηνητικü τραγοýδι που λεγüταν παρÜ τη θýρα του προσþπου που παρατοýσε το ταιρι του, απü το ßδιο το ταßρι κι Þταν Ýνα (κατÜ τα λεγüμενα) σýνηθες φαινüμενο κατÜ την αρχαιοτητα! Αυτü, αν το εν λüγω Üτομο δε μποροýσε, παραγγελüταν σε κÜποιον Þ κÜποια ποιÞτρια της εποχÞς! Το πρωτüτυπο κεßμενο θα το 'γραφα κι αυτü και μÜλιστα με χαρÜ μου, μα απαιτεß ειδικÞ γραμματοσειρÜ που εδþ δεν υπÜρχει και σßγουρα πια δε την Ýχω μÞτε γω. Εßναι Ýνα πολý πλοýσιο κεßμενο με τρομερÝς εικüνες και λÝξεις και για τη μετÜφραση-παρÜφραση-απüδοσÞ του, ευθýνομαι μüνον εγþ. Σε πολλÜ σημεßα υπερÝβην τα εσκαμμÝνα για να 'χει μια κÜποια λογικÞ και κÜπως σημερινÞ ροÞ κι ßσως να μη τα κατÜφερα καλα. Σε κÜποια Üλλα επßσης, υπÞρχαν κενÜ κι αναγκÜστηκα να τα ..."γεμßσω" προσπαθþντας να κρατηθþ στην υφÞ, στη χροιÜ και στο στυλ του κειμÝνου.
     Τß το σημαντικü βρßσκω και γιατß το αναρτþ; Θα μποροýσε να 'ναι απλü συνηθισμÝνο (κατÜ κÜποιο τρüπο) ραβασÜκι üπως τüσα και τüσα Üλλα, μα δεν εßναι, κατÜ τη προσωπικÞ μου γνþμη. Και τοýτο γιατß το πÜθος, η εναλλαγÞ, οι εικüνες, οι επικλÞσεις, οι φοβÝρες, η γλυκýτητα κι εν γÝνει ü,τι μα ü,τι επικαλεßται αυτÞ η Üγνωστη, αρχαßα ποιÞτρια, μαρτυρÜ το ερωτικü πÜθος μ' Ýνα τρüπο θαυμαστü. Τονε βρßζει, τονε κατηγορεß, τον εκλιπαρεß, τον νοσταλγεß, ζητÜ βοÞθεια, ζητÜ να γßνει χαλß, θÝλει να τον... "σκοτþσει", επιχειρηματολογεß, κατεβÜζει Θεοýς και... δαßμονες και... και... και... Κυκλοθυμικüτητα, κατÜθλιψη και σχεδüν στÝρεη θλßψη, ρÝει σε κÜθε μα κÜθε φρÜση σα δÜκρυα ασταμÜτητα κι απαρηγüρητα! ΛÝγοντÜς του üλο αυτü, αδειÜζει μ' üλα üσα λÝει και στο τÝλος αφÞνει τη φωνÞ της να σβÞσει, ξÝροντας πως δε πρüκειται να καταφÝρει κÜτι και το σβÞσιμο αυτü μου ακοýγεται σαν Ýνας λυγμüς που πνßγεται...

                                                     ¢γνωστη αρχαßα ποιÞτρια (απüδ.: ΠÜτροκλος)


                          Van Gogh: ΓυμνÞ ΠλαγιασμÝνη Γυναßκα

16.
                 Ειδýλλια, Κþμος ΙΙ

Για την Αμαρυλλßδα μου θα πω Ýνα τραγουδÜκι
κι οι γßδες βüσκουν στο βουνü, ο Τßτυρος τις βüσκει.
Βüσκε τες γßδες, Τßτυρε, και φÝρε τες στο ρÝμα
κι Ýχε το νου στο Λιβυκü και στο βαρβÜτο τρÜγο,
τον τρÜγο τον ξανθüμαλλο, να μη σε κουτουλÞσει.

Πþς δεν προβÜλλεις στη σπηλιÜ να με καλÝσεις νÜ ᾽ρθω;
Μ᾽ εχθρεýεσαι το δýστυχο, γλυκιÜ μου Αμαρυλλßδα,
Þ μÞπως τÜχα απü κοντÜ με βρßσκεις πλατομýτη;
Αμαρυλλßδα αγÜπη μου, με κÜνεις να μαδÞσω
τ᾽ ολüδροσο στεφÜνι αυτü που ᾽'χω για σÝνα πλÝξει
μ᾽ ευωδιασμÝνα σÝλινα και με μπουμποýκια κßστου*.

Αλßμονü μου! δε μ᾽ ακοýς; τß Ýχω να πÜθω ο μαýρος!
ΝÜ, δÝκα μÞλα σου ᾽φερα· τα ᾽κοψα κει που μου ᾽πες·
νÜ, δÝκα μÞλα, και ταχιÜ θενα σου φÝρω κι Üλλα.
Αχ! κοßταξε τον πüνο μου: Πþς Þθελα να γßνω
βομβολαλοýσα μÝλισσα και νÜ ᾽ρθω στη σπηλιÜ σου,
μες στον κισσü σου να χωθþ, στη φτÝρη που σ᾽ ισκιþνει.

Τþρα τον Ýρωτα Ýνιωσα· σκληρüς θεüς· λιοντÜρι
τον βýζαξε κι η μÜνα του τον Ýθρεψε στο λüγγο.
ΒαθιÜ-βαθιÜ ως τα κüκαλα με κατακαßει εκεßνος.
¼σο η ματιÜ σου εßναι γλυκιÜ, τüσο η καρδιÜ σου πÜγος·
αχ! μαυροφρýδα δÝξου με κι Ýνα φιλÜκι δþσ᾽ μου.
Και τα φιλÜκια μοναχÜ Ýχουν κι εκεßνα γλýκα.

Θα βγÜλω τη φλοκÜτη μου στα κýματα να πÝσω
απü το βρÜχο που ο ψαρÜς παραμονεýει τüνους·
κι αν δεν πεθÜνω, üμως κι αυτü θενα σ᾽ ευφρÜνει εσÝνα
Το ξÝρω πως δε μ᾽ αγαπÜς· θÝλοντας να το μÜθω,
Ýκρουσα μες στη φοýχτα μου της παπαροýνας φýλλο
κι εκεßνο απομαρÜθηκε χωρßς να κÜνει κρüτο.

Μα κι η κοσκινομÜντισσα η σταχολüγα η Γραßω
κι αυτÞ που την ερþτησα αληθινÜ μου το ᾽πε
πως εßμ᾽ εγþ τρελüς για σε και συ δε με λογιÜζεις.
ΦυλÜω για σÝνα κÜτασπρη και διπλομÜνα γßδα,
που την ζητÜ η μελαχρινÞ του ΜÝρμνωνα δουλεýτρα·
σαν δε με καταδÝχεσαι σ᾽ αυτÞν θα τη χαρßσω.

Παßζει το μÜτι μ᾽ το δεξß· μÞπως την ανταμþσω;
Θα γεßρω δßπλα στη φτελιÜ και θενα τραγουδÞσω
κι ßσως γυρßσει να με δει· δεν εßναι δα απü πÝτρα.
Την ΑταλÜντη θÝλοντας να πÜρει ο ΙππομÝνης,
παρÜβγηκε στο τρÝξιμο κι εßχε στα χÝρια μÞλα,
κι ευθýς τον ερωτεýθηκε μüλις τον εßδ᾽ εκεßνη.

¼ταν στην Πýλο ο ΜÝλαμπος Ýφερε το κοπÜδι
απü την ¼θρυ, Ýγειρε στην αγκαλιÜ του Βßα
η ωραßα Πειρþ, της γνωστικÞς Αλφεσιβοßας μÜνα.
Και μÞπως τÜχα ο ¢δωνις, μες στα βουνÜ τσοπÜνης,
δε μÜγεψε τüσο τρελλÜ την üμορφη Αφροδßτη
που και νεκρü στον κüρφο της σφιχτÜ τον εκρατοýσε;
Μα και τον Ενδυμßωνα ζηλεýω που εκοιμÞθη
τον ýπνο τον αξýπνητο, και τον Γιασßων᾽ ακüμα,
που απüλαψε üσα δεν μποροýν οι αμÜθευτοι ν᾽ ακοýσουν.

Πονεß μου εμÝνα η κεφαλÞ κι εσÝνα δε σε μÝλει.
Θα πÜψω το τραγοýδι μου και θενα πÝσω χÜμω
νÜ ᾽ρθουν οι λýκοι να με φαν για να χαρεß η καρδιÜ σου.
Μέλι σου γίνει ο χαμός, γλυκό-γλυκü, στο στόμα.
                                                                                Θεüκριτος (μτφρ.: ΠÜτροκλος)


                                                Moreau: ΑθηνÜ

17.
                Ελεγεßες

Ι.

ΕπιτÝλους Þρθ' ο Ýρωτας κοντÜ μου,
που θα ντρεπüμουν πιüτερο να κρýψω,
παρÜ σε κÜποιον να αποκαλýψω.
Η Κýπρις απ' τις Μοýσες μ' ηττημÝνη
τον εναπüθεσε στην αγκαλιÜ μου.
Κεßνη εκπλÞρωσε τις υποσχÝσεις της.
Ας σχολιÜζει τη δικÞ μου ευτυχßα
üποιος δε γνþρισε ολοδικÞ του.
Δε θα 'θελα' να στεßλω σφραγισμÝνη τη γραφÞ του,
μη τη διαβÜσει Üλλος κανεßς πριν απ' αυτüν.
Μα πολý χαßρομαι που Ýχω κÜνει λÜθος,
διο με κουρÜζουνε της καλÞς φÞμης προσωπεßα.
Ας μαθευτεß: ¢ξια γυναßκα μ' Üξιον Üντρα Ýχει πÜθος.

ΙΙ.
ΠλησιÜζει η γενÝθλια γιορτÞ μου, φÝτος μισητÞ.
ΠρÝπει χωρßς τον ΚÞρυνθο, στην ανιαρÞ εξοχÞ
να τη περÜσω μüνη κι Ýρημη, θλιμμÝνα.
Τß 'ναι γλυκýτερο απ' τη πüλη; Και πþς πÜει σε μÝνα,
τ' ΑρÝτσο παγωμÝνος ποταμüς και κατοικιÜ εξοχικÞ μου;
ΜεσσÜλλα κηδεμüνα μου, που ανησυχεßς πολý για 'μÝ,
ηρÝμησε. Δεν εßναι πÜντα ωραßα τα ταξßδια, αγαπητÝ.
ΨυχÞ κι αισθÞματα θ' αφÞσω 'δω, αν φýγω μακρυÜ,
αν και στους ορισμοýς σου δε μετρÜ γνþμη δικÞ μου.

ΙΙΙ.
Τα 'μαθες; ΠÝταξε και πÜει τ' αθÝλητο ταξßδι
κι η θλßψη απ' τη καρδιÜ του κοριτσιοý σου.
Στη Ρþμη θα 'ναι τþρα στα γενÝθλιÜ του.
Ας εορτÜσετε μαζß τη μÝρα της χαρÜς του,
δþρο απρüσμενο του πεπρωμÝνου του δικοý σου.

ΙV.
Σ' ευχαριστεß τüσο πολý που ξεμακραßνεις
και δεν σε νοιÜζει αν κÜνω καμμιÜ τρÝλλα;
Σε νοιÜζουν πüρνες; γýναια που παßρνεις
κι üχι εγþ, του ΣÝρβιου η κοπÝλλα.
Ανησυχοýν üσοι θα λυπηθοýν πολý για μÝνα
αν μÜθουνε πως αγαπþ κατþτερü μου: εσÝνα!

V.
ΚÞρυνθε, νοιÜζεσαι το κορßτσι σου στ' αλÞθεια,
τþρα που πυρετüς με καßει στο σþμα και στα στÞθεια;
Α! Δε θα ευχüμουνα την Üθλια να νικÞσω νüσο
παρÜ αν Þξερα πως Þθελες κι εσý το ßδιο τüσο.
Και πþς θα μ' ωφελοýσε να νικοýσα με χαρÜ,
αν εσý την υποφÝρεις με απρüθυμη καρδιÜ;

VI.
Να μη γßνομαι δικÞ σου, φως μου, με τη φλογερÞν
κι ßδια Ýγνοια, üπως Þμουν μüλις λßγες μÝρες πριν.
Αν στο παρελθüν μου διÝπραξα μι' ανοησßα
που γι' αυτÞνε μετανιþνω, μολογþ με παρρησßα,
εßναι για εχθÝς τη νýχτα που σ' αφÞκα μοναχü,
γιατß θÝλησα να κρýψω, αχ!, το πÜθος το κρυφü!
                                                                                   Sulpicia (μτφρ.: ΠÜτροκλος)


                           Delacroix: Γυναßκα Με ΛευκÝς ΚÜλτσες

18.
                                            Φωτεροß ¸ρωτες

     Δε  θα μποροýσα ποτÝ να ξεχÜσω το ξενοδοχεßο Thistle.
     Δε θα μποροýσα να ξεχÜσω ποτÝ κεßνη τη παρÜξενη χειμωνιÜτικη νýχτα.
     Της εßχα ζητÞσει να δειπνÞσουμε κι Ýπειτα να πÜμε στην üπερα. Το δωμÜτιü μου Þταν απÝναντι απü το δικü της. Εßπε üτι θα 'ρχüταν αλλÜ -θα μποροýσα να κουμπþσω το πÜνω μÝρος του δαντελÝνιου νυχτικοý της, που σκÜλωνε ψηλÜ στη πλÜτη; Πολý καλÜ!
     Το φως της ημÝρας δεν εßχε δþσει ακüμα τη θÝση του στη νýχτα, üταν χτýπησα τη πüρτα της και μπÞκα. Φορþντας τα εσþρρουχÜ της απü καθαρü μετÜξι, πλενüτανε σφουγγßζοντας το πρüσωπο και το λαιμü της. Εßπε πως κüντευε να τελειþσει κι αν Þθελα να καθßσω λιγÜκι στο κρεβÜτι να τη περιμÝνω.
     Εßχα την ευκαιρßα να περιεργαστþ τριγýρω το θλιβερü δωμÜτιο. ¸να βρþμικο παρÜθυρο Ýβλεπε στο δρüμο. Μποροýσε κανεßς να δει το γεμÜτο σκüνη παρÜθυρο του πλυσταριοý απÝναντι. Απü Ýπιπλα, εßχε Ýνα χαμηλü κρεβÜτι ντυμÝνο με κßτρινο κÜλυμμα, κουρτßνες με σχÝδια κληματαριÜς, μια καρÝκλα, ντουλÜπα μ' Ýνα κομμÜτι του καθρÝφτη ραγισμÝνο, Ýνα νιπτÞρα. ΑλλÜ η ταπετσαρßα με πüνεσε φριχτÜ. Λωρßδες της ξεκολλημÝνες, κουρελιασμÝνες κρεμüντουσαν απü τον τοßχο. Στα μÝρη που η ζημιÜ Þτανε κÜπως μικρüτερη, μποροýσα να διακρßνω αχνÜ, τριαντÜφυλλα -μπουμποýκια κι Üνθη- κι η μπορντοýρα Ýνα συνηθσμÝνο κι απλü σχÝδιο με πουλιÜ, που μüνον ο καλüς Θεüς Þξερε τß εßδους. Κι αυτü Þταν üλο κι üλο που πρüλαβα να δω.
     Τη πρüσεχα παραξενεμÝνη. Φοροýσε το μακρý, λεπτü καλσüν της, βλαστημþντας üταν δε πετýχαινε τα κουμπþματα κι αισθÜνθηκα με σιγουριÜ πως τßποτα üμορφο δε θα μποροýσε ποτÝ να συμβεß σε κεßνο το δωμÜτιο και για κεßνην Ýνιωσα λιγÜκι περιφρüνηση, μικρÞ ανοχÞ, κατανüηση και ναι... λßγον οßκτο. ¸να θαμπü, γκρßζο φως πλανιüτανε πÜνω απ' üλα και φÜνηκε να τονßζει τη λεπτÞ γυαλÜδα των ροýχων της και τη ζωÞ της ολÜκερη και την Ýκανε να δεßχνει θαμπÞ, γκρßζα και κÜπως κουρασμÝνη. Και κÜθισα στο κρεβÜτι και σκÝφτηκα:
     "Με τον ερχομü των γηρατειþν ξεχνþ το πÜθος. ΜÝνω πßσω στη χρυσÞ πομπÞ της Νιüτης. Τþρα βλÝπω τη ζωÞ, σαν απü καμαρßνι θεÜτρου".
     ¸τσι δειπνÞσαμε κÜπου και πÞγαμε στην üπερα. ¹ταν αργÜ, üταν βγÞκαμε στο πολυσýχναστο δρüμο, αργÜ, κι η νýχτα εßχε ψýχρα. ΜÜζεψε ψηλÜ τη μακριÜ φοýστα της. ΣιωπηλÜ πÞραμε το δρüμο πßσω στο ξενοδοχεßο Thistle, με τα στολισμÝνα πατþματα με üμορφους χρυσοýς κρßνους και τα σκαλοπÜτια απü αμÝθυστο.
     "Εßναι η Νιüτη νεκρÞ; Εßναι η Νιüτη νεκρÞ";
     Καθþς περπατοýσαμε στο διÜδρομο προς το δωμÜτιü της, μου 'πε πως Þταν ευτυχισμÝνη που 'χε πÝσει η νýχτα. Δε ρþτησα γιατß. ¹μουνα κι εγþ το ßδιο ευτυχισμÝνη. ΦÜνηκε σα μυστικü μεταξý μας. ¸τσι πÞγα μαζß της στο δωμÜτιü της να ξεκουμπþσω üλα κεßνα τα ενοχλητικÜ κουμπιÜ. ¢ναψε Ýνα μικρü κερß πÜνω σε κÜποιο κηροπÞγιο απü σμÜλτο. Το φως πλημμýρισε το σκοτεινü δωμÜτιο. ¼πως Ýνα νυσταγμÝνο παιδß γλýστρησε Ýξω απü το φüρεμÜ της κι Ýπειτα ξαφνικÜ, γýρισε προς το μÝρος μου και τýλιξε τα χÝρια της γýρω στο λαιμü μου.
     ΚÜθε πουλß πÜνω στη μπορντοýρα της ταπετσαρßας ξÝσπασε σε τρßλιες. ΚÜθε τριαντÜφυλλο Üνθισε πÜνω στη κουρελιασμÝνη ταπετσαρßα. Ναι! Ακüμα κι η κληματαριÜ πÜνω στη κουρτßνα, πÝταξε παρÜξενες φυλλωσιÝς και γιρλÜντες που τυλιχτÞκανε γýρω απü τα κορμιÜ μας, σα πρÜσινη αγκαλιÜ και μας κρατÞσαν ενωμÝνες με χßλια κορδονÜκια.
     Κι η Νιüτη δεν Þταν νεκρÞ!
                                                        Mansfield (Leves Amores, μτφρ.: ΠÜτροκλος)


                                               Ingres: Τουρκικü Λουτρü

19.
  To Ποßημα Του ΝταÞ

Εßσαι δηλητηριþδης, τοξικüς,
κακüς για την υγεßα μου.
Εßσαι Üπληστος, πονηρüς, και κλÝφτης.
Με πληγþνεις, με χρησιμοποιεßς,
με κακομεταχειρßζεσαι,
καταχρþντας την αγÜπη μου.
ΑλλÜ τα γεμÜτα συγγνþμη μÜτια σου,
καθþς λες τα ψÝμματÜ σου,
με τρÜβανε ξανÜ πßσω
και συγχωρþ κÜθε αμαρτßα σου.

Σε παßρνω πßσω ξανÜ.
Η αγÜπη σου εßναι ρωγμÞ
στη πανοπλßα μου.

Εßμαι βÝβαια μαζοχßστρια
Εßσαι ο προσωπικüς μου τρομοκρÜτης.
Ο βασανιστÞς μου.
Ο εραστÞς μου.
Ο νταÞς μου.
Ο φßλος μου...

                                          Penelope Douglas (Bully Poem, μτφρ.: ΠÜτροκλος)


                Ανþνυμος: Η ΑγαπημÝνη Του ΜαχαραγιÜ (τÝλη 19ου)

20.
          Ελεγεßα ΙΙΙ

ΣκÝφτομαι το φýλο σου.

Η καρδιÜ μου αναστατþνεται,
ΣκÝφτομαι το φýλο σου,
της þριμης κüρης της μÝρας.

Αγγßζω το μπουμποýκι της χαρÜς,
εßναι στην εποχÞ του
κι Ýνα αρχαßο συναßσθημα πεθαßνει,
εκφυλισμÝνο στον εγκÝφαλο.

ΣκÝφτομαι το φýλο σου,
αυλÜκι πιο γüνιμο
κι αρμονικü απü τη κοιλιÜ της σκιÜς,
αν κι ο θÜνατος
κυοφορεßται και φÝρεται,

απü τον ßδιο τον Θεü.

Ω συνεßδηση,
ΣκÝφτομαι, ναι,
για το ελεýθερο θηρßο,
που απολαμβÜνει ü.τι θÝλει,
üπου μπορεß.

Ω, σκÜνδαλο!
Το μÝλι του λυκüφωτου...

Ω, βουβÝς βροντÝς.
Μουγκρßζω*...

 * Odumodneurtse (Βουβüς βρυχηθμüς, μοýγκρισμα.
Ο ποιητÞς εδþ χρησιμοποιεß τη estruendo mudo, ανÜποδα)

                                                                  Καßσαρ ΒαγιÝχο (μτφρ.: ΠÜτροκλος)


                            Ανþνυμος: Φωτογραφßα Νο 555 (~1890)

21.
                           ΣοννÝττο

Εßμ' η πιο δßκαιη, üμορφη, πÝρ' απ' τη πεθυμιÜ.
Και κÜθε κßνηση ρÝει απ' το Ýνστικτο σωστÜ:
ΞÝρω πολý καλÜ, τ' ÜγγιγμÜ μου καßει σαν φωτιÜ,
πως η φωνÞ μου τσιμπÜ τον νου σαν λýρα που λαλÜ.
Εßμ' η βασßλισσα της αισθησιακÞς απüλαυσης ξανÜ.

Το παρελθüν στη δýναμÞ μου, σφραγισμÝνο,
στα πüδια μου, διþχνει αγοραστÝς χλωμü παρüν.
Το κρεββÜτι μου, με Üρωμα απαλü, 'ναι μυρωμÝνο
Κι Ýνα παρÜξενο λυκüφως ανθεß σ' αγÝρα τρομερüν.

ΠροσθÝστε σ' üλ' αυτÜ, πως μοναχÞ μου ψÜλλω,
της σειρÞνας τα τραγοýδια, να λυγßσουν οι ψυχÝς
μες στη λεπτÞ, γλυκειÜ, μελωδικÞ παγßδα, θÜλλω.
Θεüς μ' Ýκανε, θλιβερü, Ýνα κεντρß αγÜπης, χτες.

                    George Moore (Λουλοýδια του ΠÜθους, 1878, μτφρ.: ΠÜτροκλος)


                     Henri Monnier: ΧρωματισμÝνη Λιθογραφßα (~1835)

22.
    ΑληθινÞ Γυναßκα

Μια κορμιοý ομορφιÜ πιο αποδεκτÞ,
απü την αψßδα του Üγριου ρüδου,
που στεφανþνει τη πτþση.
Να εßναι ουσßα πιο τυλιχτικÞ,
απ' το χυμü που 'χει στραγγßσει στο κρασß,
μια συναρπαστικÞ εξαßσια μουσικÞ,
πιüτερη απ´το παθιÜρικο παλμü της ΦιλομÞλας,
για να φωλιÜσουν üλ' αυτÜ
κÜτω απü Ýνα απαλü στÞθος.

Αυτü εßναι το λουλοýδι της ζωÞς:
πüσο περßεργο πρÜγμα!
Πüσο περßεργο να εßναι αυτü
που μπορεß να γνωρßζει ο ¢νθρωπος,
ΑλλÜ σαν ιερü κρατÜ, κλεισμÝνο μυστικü!

Η δικÞ του θÝα του Ουρανοý,
κρýβει το πιο αγνü βÜθος της ψυχÞς της
και τη πιο üμορφη λÜμψη,
που απορρßφθηκε στενÜ,
üπως üλα τα πιο αüρατα.

Ο ερωτικüς χυμüς σε κýματα,
το σχÞμα της καρδιÜς, σφραγßδα πρÜσινου.
Αυτü σκßζει τον στρωμÝνο πÜγο,
κÜτω απü το χιüνι...
                                        Rossetti (Το Σπßτι Της ΖωÞς 1881 μτφρ.: ΠÜτροκλος)


                                 Titian: ΑναδυομÝνη Αφροδßτη

23.
ΜÝλισσα ΜυριüλευκÞ Μου Εσý

ΜÝλισσα μυριüλευκÞ μου ἐσý
ποý ζουζουνßζεις, μεθυσμÝνη ἀπ' τÜ μÝλια,
γýρω στη ψυχÞ μου
κι ὅλο στροβιλßζεσαι
μÝ τßς νωχελικÝς μαζß τολýπες τοῦ καπνοῦ…

Εἴμαι ὁ χωρßς ἐλπßδα ἐκεῖνος,
εἶμαι μιÜ λÝξη εἶμαι χωρßς ἦχο,
αὐτüς ποý ὅλα τÜ ’χει χÜσει
καß ποý ὅλα τÜ κατÝχει.

Κι ἐσý εἷσαι ὁ στερνüς μου κÜβος,
ὅπου στενÜζει μÝσα του ὁ στερνüς μου φüβος.
ΣτÞν ἔρημη γῆ μου εἶσαι τü ρüδο τü στερνü.

Ἄχ, σιγαλινÞ μου ἐσý!

Ἔλα! Κλεῖσε τÜ τρßσβαθÜ σου μÜτια. Πεταρßζει ἡ νýχτα ἐκεῖ.
Ἔλα! ξÝντυσε τü περßτρομο ἄγαλμα τοῦ κορμιοῦ σου.

Ἔχεις τρßσβαθα μÜτια καß πεταρßζει ἡ νýχτα ἐκεῖ.
Ὁλüδροσα ἔχεις ἄνθινα χÝρια καß ἀγκαλιÜ ἀπü τριαντÜφυλλα.

ΤÜ στÞθη σου μοιÜζουν μÝ κατÜλευκα ὄστρακα.
Ἦρθε στÞν κοιλιÜ σου κι ἀποκοιμÞθηκε ὁ ἥσκιος
μιᾶς πεταλοýδας.

Ἄχ, σιγαλινÞ μου ἐσý!

Καß νÜ ἡ μοναξιÜ ἐδῶ, ποý λεßπεις ἐσý.
ΒρÝχει. Καß ὁ μπÜτης ἔχει στρþσει στü κυνÞγι
τοýς ἀδÝσποτους γλÜρους.

Τü νερü πλατσουρßζει ξυπüλυτο
στßς λÜσπες τοῦ δρüμου.
Κι ἐκεινοῦ ἐκεῖ τοῦ δÝντρου βογγοῦν,
σÜ νÜ 'ν' ἀνÞμπορα, τÜ φýλλα.

ΜÝλισσα μυριüλευκÞ μου ἐσý καß ἀπüμακρη,
ζουζουνßζεις ἀκüμα
γýρω στÞν ψυχÞ μου. Ζουζουνßζεις.
ΞαναγεννιÝσαι μÝ τῶν χρüνων τÜ γυρßσματα,
περßκομψη καß σιγαλινÞ.

Ἄχ, σιγαλινÞ μου ἐσý!
                                                                                                  Neruda


         Alexis Gouin: ΓυμνÞ Γυναßκα ΑνακαθισμÝνη (~1850 δαγκεροτυπßα)
                                                 
24.
                  ¾μνος

Στη πολυαγÜπητη, στη πιο üμορφÞ μου
που φως γεμßζει μου τη καρδιÜ,
στο αθÜνατο εßδωλο, στο σεραφεßμ μου,
Ýνα μου "χαßρε" παντοτινÜ!

Δροσοξεχýνεται μες στη ζωÞ μου
σαν Ýνα αγÝρι θαλασσινü
και την αχüρταγη φÝρνει ψυχÞ μου,
σ' αθανασßας πüθο τρανü.

Σα μυροφüρι πÜντα σκορπßζει
στην ατμüσφαιρα γλυκιÜ ευωδιÜ,
σα θυμιατÞρι κρυφÜ καπνßζει
λησμονημÝνο μες στη νυχτιÜ.

¸ρωτα αμüλυντε πως να σου γρÜψει
ο νους τις χαρÝς της αληθινÜ;
Σπüρος του μüσχου 'ναι που 'χουνε θÜψει
μÝσα στου τÜφου μου τη σκοτεινιÜ

Στη πολυαγÜπητη, στη πιο üμορφÞ μου
που 'ναι η χαρÜ μου κι üλη μου η υγειÜ,
στο αθÜνατο εßδωλο, στο σεραφεßμ μου,
Ýνα μου "χαßρε" παντοτινÜ!
                                                                                                             Baudelaire


                               Ανþνυμος: ΓυμνÞ Γυναßκα (~1895)

25.
¸χω ΑνÜγκη Μια ΜουσικÞ

¸χω ανÜγκη μια μουσικÞ
π' αμÞχανα θε να κυλÜει
στα ακροδÜχτυλÜ μου
αισθÞσεις σαν να οφεßλει
πÜ' στα πικρÜ και μολυσμÝνα,
τρεμÜμενÜ ωχρÜ μου χεßλη,
βαθειÜ, καθαρια μελωδßα,
κι Ýτσι ρευστÜ, αργÞ να πÜει.

Ω, παλιÜ και χαμηλüφωνη,
θεραπευτικÜ να με κουνÜει
τραγουδιοý τραγουδισμÝνου
ν' αναπαýσει κουρασμÝνο νεκρü,
τραγοýδι που να πÝφτει στο κεφÜλι μου
πÜνω σαν το νερü,
στ' ανατριχιασμÝνα Üκρα,
üνειρο ξαναμμÝνο να φεγγοβολÜει.

ΥπÜρχει Ýνα μαγικü
που 'ναι φτιαγμÝνο απü μελωδßα
Ýνα ξüρκι ανÜπαυσης
κι αθüρυβης ανÜσας
και καρδιÜ γαλÞνης,
που να βουλιÜζει
μες απü ξÝθωρα χρþματα, βαθιÜ,
μÝσα στην υποβρýχια
την ηρεμßα της θÜλασσας,
κι αρμενßζει πÜντοτε
στο φεγγαρßσιο πρÜσινο μιας λßμνης
πιασμÝνη στου ρυθμοý
και στου υπνοý την αγκαλιÜ.
                                                                                                                  Bishop


                          Peter Fendi: Μια Ιδιαßτερη ΣκηνÞ (1835)

26.

   Ο ΚÞπος Του ¸ρωτα

Στον κÞπο του ¸ρωτα επÞγα,
Και εßδα κεßνο που δεν εßχα ξαναδεß:
¸να ΞωκλÞσι εßχε χτιστεß καταμεσÞς,
Εκεß που Ýπαιζα συχνÜ πÜνω στη χλüη.

Και στο ΞωκλÞσι οι πüρτες Þτανε κλειστÝς,
Κι "Απαγορεýεται" Ýγραφε πÜνω στη πýλη
Κι Ýτσι επÝστρεψα στου ¸ρωτα τον ΚÞπο
Που εßχε πολλÜ υπÝροχα λουλοýδια,

Και τον βρÞκα κατÜμεστο απü μνÞματα
Και ταφüπλακες εκεß που περßμενα λουλοýδια
Και Ιερεßς με μαýρα ρÜσα περπατοýσαν,
Και δÝνανε τους πüθους μου και τις χαρÝς μ' αγκÜθια.
                                                                                                                     Blake


                             Gauguin: Aha oe feii? (Τß; Ζηλεýεις;) 1892

27.
          ΣερενÜτα
(αφιÝρωμα στο Λüπε Ντε ΒÝγκα)

Στου ποταμοý τις üχθες
λοýζεται η νýχτα
και στης Λολßτας
τα στηθÜκια
απü Ýρωτα πεθαßνουν τα κλαριÜ

ΓυμνÞ η νýχτα τραγουδÜ
στου ΜÜρτη τα γεφýρια
λοýζει η Λολßτα το κορμß της
με νÜρδους κι αλμυρü νερü
κι απü Ýρωτα πεθαßνουν τα κλαριÜ

Η νýχτα απü γλυκÜνισο κι ασÞμι
φεγγοβολÜ στις στÝγες
ασÞμι απü ρυÜκια και καθρÝφτες
γλυκÜνισο απ' των μηρþν της την ασπρÜδα 
κι απü Ýρωτα πεθαßνουν τα κλαριÜ...
                                                                                                                   Lorca



                      Guglielmo Plüschow: Φωτογραφßα Νο 11664 (~1895)

28.
 Δωσ' Μου Τα Χεßλη Σου

Δωσ' μου τα χεßλη σου:
σαν Üλικο καρπü του Παραδεßσου
που ξÜνοιξε πριν φρÜξουνε τις Πýλες
και καßνε τη ματιÜ μου,
Þ σαν τα πορφυρÜ εκεßνα Üνθη
που στÜζουνε διακριτικü, γλυκý φαρμÜκι,
Þ σα στολßδια κüκκινα, σκληρÜ και κρýα,
που τρυγημÝνα στη λαχτÜρα μου,
θα λυþσουν με φωτιÜ και με κρασß,
κρασß κρασιþν, οποý μετρÜ το γÞινο χρüνο,
φωτιÜ απ' τις φωτιÝς πιο δυνατÞ,
σε ουρανü με Üστρα υπÝρλαμπρα γεμÜτο.

Δως μου τα χεßλη σου:
σαν Üγγιξες τα χεßλη μου με το χρυσü σου στüμα
χωρßς προσχÝδιο και οýτε γιατρικü,
οýτε κερÞθρα που γλυκý το μÝλι στÜζει,
οýτ' Ýλος βουλιαγμÝνο κÜτω απ' τον Ýρημο ουρανü,
οýτε το πρÜσινο, πικρü κρασß των θαλασσþν,
οýτε σταλßτσες Παραδεßσου Þ ΛÞθης,
οýτ' üλ' αυτÜ, μα οýτε και το Ýνα,
θα πÜρουν απü πÜνω μου τις φλüγες, το κρασß,
π' αφÞσανε τα χεßλη σου απÜνω στα δικÜ μου.
                                                                                    Smith (μτφρ.: ΠÜτροκλος)


                             Renoir: Λουüμενη Με ΜακριÜ ΜαλλιÜ

29.
                 Ο Αιþνιος ΔιÜλογος

Κι ο Üντρας εßπε: πεινþ. Κι η γυναßκα του’ βαλε ψωμß
στο τραπÝζι.
Κι ο Üντρας απüφαγε. Κι η γυναßκα τον κοßταζε πÜντα.
Κι η γυναßκα εßπε: εßσαι δυνατüς, μα δε σε τρομÜζω.
Κι ο Üντρας εßπε: εßσαι üμορφη κι üμως φοβÜμαι.
Κι ο Üντρας Ýδειξε το κρεββÜτι τους.
Κι η γυναßκα ανÝβηκε, σαν Ýτοιμη για θυσßα.
Κι ο Üντρας εßπε: διψþ. Κι εκεßνη σÞκωσε, σαν πηγÞ, το
μαστü της.
Κι ο Üντρας την Üγγιξε. Κι η γυναßκα επληρþθη.
Κι η γυναßκα ακοýμπησε ταπεινÜ το κεφÜλι της στα πλευρÜ
του. Και κεßνος κοßταζε πÝρα, πολý μακριÜ.
Κι ο Üντρας εßπε: θα’ θελα να’ μαι θεüς. Κι η γυναßκα εßπε:
θα γεννÞσω σε λßγο.
Κι η γυναßκα αποκοιμÞθηκε. Κι ο Üντρας αποκοιμÞθηκε.
Και μια μÝρα καινοýρια ξημÝρωσε.
                                                                                         Λειβαδßτης


                                               Goya: ΓυμνÞ ΜÜγια

30.
       Η ΑγκαλιÜ

ΘÝλω να σε χορÝψω
Να σε κρατÞσω αγκαλιÜ
Να κλεßσω τα χÝρια μου γýρω απü το κορμß σου
Σε χορü θεúκü
Κι üταν οι χτýποι της καρδιÜς σου
¸να θα γενοýν με τους δικοýς μου
Θα πεθÜνουμε πÜνω στο φιλß
Αιþνιοι εραστÝς αυτοý
Που δεν αποκτÞσαμε ποτÝ.
                                                                                                     ΠÝτρος ΠÝτρου


                                             Rembrandt: ΔανÜη
31.
                   ¸ρωτας

Να σου γλεßψω τα χÝρια, να σου γλεßψω τα πüδια –
η αγÜπη κερδßζεται με την υποταγÞ.
Δεν ξÝρω πþς αντιλαμβÜνεσαι εσý τον Ýρωτα.
Δεν εßναι μüνο μοýσκεμα χειλιþν,
φυτÝματα αγκαλιασμÜτων στις μασχÜλες,
συσκüτιση παραπüνου,
παρηγοριÜ σπασμþν.
Εßναι προπÜντων επαλÞθευση της μοναξιÜς μας,
üταν επιχειροýμε να κουρνιÜσουμε
σε δυσκολοκατÜχτητο κορμß.
                                                                                         Χριστιανüπουλος


                          Anonymous: ΓυμνÞ Γυναßκα Προκαλεß (~1850)

32.
   Langueur d' Αmour
    (Η Γλþσσα Της ΑγÜπης)

Αχ, να φιλοýσα τα δυο χεßλη σου,
τα πορφυρÜ σου χεßλη, τüσο,
τüσο τρελλÜ και τüσο αχüρταγα,
που απ' τα φιλιÜ να τα ματþσω...

Να τα ματþσω τα δυο χεßλη σου!
Τα χÝρια να σου πλÝξω γýρω
και μες στα βÜθη τα ολοσκüτεινα
των μαýρων ßσκιων να σε σýρω...

Και να μου λες: "Μη τα χειλÜκια μου!
Μη τα ματþνεις, τß σου φταßνε;
Αχ, μου πονÝσαν τα χειλÜκια μου!
Σþνει, γλυκÝ μου αγαπημÝνε!...".

Και να περνÜνε τα μεσÜνυχτα,
οι αυγοýλες, οι βραδιÝς, οι χρüνοι,
και να σου λÝω: "Ακüμα, αγÜπη μου,
ακüμα, αγÜπη μου... Δε σþνει!...".
                                                                           Λαπαθιþτης


                Anonymous: Σκεπτικü Γυμνü (δαγκεροτυπßα ~1885)

33.
                                                 Φαντασßα Þ... ;

     ΚÜποτε, η φßλη μου διηγÞθηκε μια παρÜξενη ιστορßα... Εßχε χÜσει το δρüμο της -Ýλλειψη προσανατολισμοý λÝγεται κι εßναι σýνηθες φαινüμενο σε κορßτσια- κι Ýπεσε πÜνω σ' Üγνωστο δρüμο. Βρισκüτανε σ' Ýνα δÜσος, Ýτσι σταμÜτησε το αυτοκßνητο, Ýσβησε τη μηχανÞ και βγÞκε Ýξω να ρßξει μια ματιÜ μπας και βρει Üκρη για το που βρισκüτανε. Κοßταξε στο ρολüι της κι εßδε την þρα: Þτανε 5'.18'' κι üπως Þτανε χειμþνας, εßχε αρχßσει να βραδυÜζει. Δεν κþλωσε καθüλου -κι αυτü μου Ýκανε μεγÜλη εντýπωση- αντßθετα μÜλιστα, η περιÝργειÜ της κüρωσε. Πρüσεξε να μην απομακρυνθεß πολý και χÜσει το δρüμο, αλλÜ Ýρριξε μια καλÞ ματιÜ ολüγυρα.

     Δυο τερÜστιοι γýπες, τη παρακολοθοýσανε προσεχτικÜ χωρßς να τους Ýχει πÜρει χαμπÜρι εξ αρχÞς. Αυτοß οι γýπες εßχαν ανθρþπινα σþματα, μου εßπε, και τη πλησιÜσανε θαρρετÜ. Της συστηθÞκανε κανονικÜ, με ονüματα που ξÝχασε μετÜ, Üγνωστα σε κεßνη -και σε μÝνα, να πω την αλÞθεια- κι ευγενικÜ της πÞρανε τα χÝρια και περπατÞσανε μαζß. Κανεßς απü τους δυο, δεν Ýκανε κÜτι Üπρεπο Þ να δεßξει Ýλλειψη σεβασμοý. Ο Ýνας την Üγγιζε ευγενικÜ, ενþ ο Üλλος της μιλοýσε με σεβασμü, κι εναλλÜξ. Τüτε, ξαφνικÜ, οι δυο γýπες, γεμßζανε το κορμß της τρυφερÜ φιλιÜ, στο λαιμü, στη πλÜτη, ακüμα και στα δÜχτυλα των ποδιþν της κι αυτοß οι δυο Üντρες Þτανε πανÝμορφοι, με ολüχρυσα μÜτια, με γλυκειÜ ερωτικÞ φωνÞ που τη συνεπÞρε ολüτελα κι εντελþς ßδιοι. Πρþτη φορÜ στη ζωÞ της εßχε δυο τüσον üμορφους Üντρες, που να περιποιοýνται τüσο γλυκÜ το κορμß της συγκλαδοκορμüρριζα και να τη κλεßνουνε παντοýθε. ¸νιωσε να δρÝπεται παντοý κι απü παντοý, χωρßς üμως πανικü, αντßθετα, η κÜψα στο κορμß της üσο πÞγαινε και μεγÜλωνε. ¸νιωθε μαγεμÝνη, κλεισμÝνη, παγιδευμÝνη, φυλακισμÝνη εντελþς, μÝσα στις τρυφερÝς αγκαλιÝς τους κι η κÜψα της αντß να σβÞνει, μεγÜλωνε συνεχþς. ¿σπου, διαλυμμÝνη, σκορπισμÝνη καθþς Þταν, üπως μου εßπε, Ýγινε Ýνα κýμα ολÜκερο, μια πýρινη λÜβα φωτιÜς που 'βγαινε απü παντοý στο κορμß της...
     Οι δυο γýπες, χορτασμÝνοι, τη πιÜσαν απü τα χÝρια ξανÜ, πρüθυμοι να την οδηγÞσουνε πßσω, μη τυχüν και χαθεß. ¸νιωθε να 'χει δρεφτεß μÝχρι σταγüνας, ευτυχισμÝνη και χορτασμÝνη κι αυτÞ, χαμογελþντας, οýτε κατÜλαβε πως βρÝθηκε ξανÜ στο αμÜξι της. ΣÞκωσε το κεφÜλι απ' το τιμüνι και κοßταξε ξανÜ το ρολüι της: εßχε πÜει 5'.21''.¸βαλε μπρος τη μηχανÞ κι εγκατÝλειψε το δÜσος. Το χαμüγελü της üμως εßχε μεßνει!
     Δεν Ýφυγε, παρÜ πολý-πολý αργüτερα...
                                                                                                          ΠÜτροκλος



                               Rembrandt: ΜπÜνιο Στη ΒηθεσδÜ

34.
        ΩδÞ Στη Μελαγχολßα

Μη! ¼χι μη! Στη ΛÞθη να μη πας
και μη γουλιÜ τ' ακüνιτου να πιεις αναζητÜς.
Στο γαλανü σου μÝτωπο ποτÝ να μη δεχτεßς
πικρü Φιλß του Στρýχνου και ας εßναι δα,
δþρο Üλικο, της Περσεφüνης και της γης.
Θα φτιÜξεις κομπολüι με του ΣτÜμου τους καρποýς;
ΑλÞθεια της θλιμμÝνης σου ζωÞς;
Μα πþς αντÝχεις χÜροντα τριζüνι να τη δεις,
Þ πεταλοýδα νεκρικÞ στης Θλßψης τη πλαγιÜ;
Το μοιρολüι του γκιþνη να 'χεις συντροφιÜ;
ΦυλÜξου! Για' θα 'ρθει αχνüς ßσκιος στη σκιÜ.
για να σου πνßξει την αÝναη αγωνßα της ψυχης...

Μα σαν σκεπÜσει ο ζüφος τη μελαγχολßα σου
και ξÜφνου ψληλαθε νÝφος απλþσει δακρυσμÝνα
σκεπÜζοντας, πÝταλα ανθþν τα λιποθυμισμÝνα,
και λüφους πρÜσινους, νεκρικü σεντüνι τ' Απριλιοý,
τüτε τη θλßψη χüρτασε, με δρüσο ρüδου πρωινοý,
Þ στο ουρÜνιο τüξο που με κýμα σπÜει, τ' ακρογιαλιοý,
Þ στη παιþνια πÜ' στου πλοýτου του βασιλικοý
κι αν θυμωμÝνη 'ναι μια μÝρα η λατρεßα σου,
το χÝρι της φυλÜκισε και ας λυσσομανÜ
και πιες üλη τη φλüγα που τη καßει βαθιÜ
μÝσα στα σμαραγδÝνια μÜτια τα θολÜ!

ΜÝσα στην ΟμορφιÜ, Μελαγχολßα βλαστÜνει,
την ΟμορφιÜ που πρÝπει πÜντα να πεθÜνει
και πÜντα η ΧαρÜ εßν' Ýτοιμη να πει το "ΓειÜ".
Εκεß κι ο πüθος ΗδονÞς, σε δηλητÞριο γυρνÜ,
ενþ αχüρταγα το στüμα το μελßρρυτο ρουφÜ.
Ω, ναι! Κει μες στης ηδονÞς το θαυμαστü ναü,
πεπλο φορþντας μαýρο, το δικü της ιερü,
αθÝατη απ' üλους η Μελαγχολßα Ýχει στÞσει.
Εκτüς κι αν κÜποιου αδÜμαστη γλþσσα τολμÞσει
και ΧαρÜς σταφυλÞ ημπορÝσει να σπÜσει
πÜνω στον ουρανßσκο του αν το θελÞσει.
Μα τüτε η πανßσχυρη η Θλßψη θ' αναρπÜσει
τη θαρραλÝα του ψυχÞ, καταμεσÞς εκεß ψηλÜ
στ' αραχνιασμÝνα τρüπαιÜ της να κρεμÜσει.
                                                                                    Keats (μτφρ.: ΠÜτροκλος)


         Toulouse-Lautrec: ΠοθητÞ Μαßρη, Η Αφροδßτη Της ΜονμÜρτρης

35.
                                                    ¼φις & Κρßνο
(αποσπ.)
   ...¸νας πüθος γλοιþδης σÝρνεται μÝσα μου και ζητÜ να μÜθει üλα τ' Üσεμνα λüγια που ξÝρεις. ΘÝλω να ιδþ να βεβηλþνονται μοvαχÜ των τα χεßλη Σου τα ντροπαλÜ. Να μη κοκκινßσεις καθüλου, να μη διστÜσειs, νÜχεις πολýξερο το στüμα και τολμηρü το βλÝμμα κι Üσεμνη τη στÜσn. Ν' ανεβοýν üλοι Σοu οι ακÜθαρτοι στοχασμοß κι οι ακüλαστες καμπuλüτητες των γραμμþν χεροπιαστÝς και λÜγνες σε λιτανεiαν αναιδÞ μπροστÜ στο Üγαλμα της Ασταρþθ. ΘÜχομε τα ΠριÜπεια της αγÜπης μας, ω Δýστυχη. ΘÜμαι ακßνnτος μπροστÜ Σου και θα Σε κοrrÜζω μÝσα στα μÜτια. Να μη μου κρýψεις τßποτε! Να μη μοu κρýψεις τßποτε και να μου φτýσεις üλα τ' Üσεμνα λüγια που ξÝρεις. ºσως και μπορÝσεις να με κÜμεις vα νοιþσω κÜποια καινοýργια κι Üγνωστη ηδονÞ. Την ηδονÞ της περιφρüνησης και της αηδßας και τnς βεβÞλωσης μιας αγÜπης. Θα Σε σφßξω τüτε με τον εναγκαλισμü των ζþων μÝσα στη νýχτα των οργασμþν. Και θα νοιωσω να σπαρταρÜ στα χÝρια μου μÝσα κÜτι δικü μου, Ýνα δημιοýργημα του πüνου μου -Ývα κορμß που το διÝπλασα εγþ και το διÝφθειρα εγþ- üργαvo σÜρκινο της ανßας μου και της βαθειÜς αγιÜτρευτης διαφθορÜς του voυ μου. Θα Σε σφßξω üλη γιατß θÜσαι üλη δικÞ μου και θα νοιþσω επß τÝλους απÜνω σου τον θρßαμβο τον μεγÜλο που νοιþθουν üλοι οι μεγÜλοι Κατακτηταß κι οι μεγÜλοι Καταστροφεßς και οι Δημιουργοß...
                                                                                                         ΚαζαντζÜκης


                     Auguste Belloc: Νýφη Στη ΓαμÞλια Νýχτα (~1855)

36.

Μ' AρÝσει Tο Σþμα Mου ¼ταν Εßναι Με Το Σþμα Σου

Μ' αρÝσει το σþμα μου
üταν εßναι με το σþμα σου.
Εßναι κÜτι εντελþς πρωτοφανÝς.
Μýες καλλßτεροι και νεýρα περισσüτερα.
Μ' αρÝσει το σþμα σου.
Μ' αρÝσει αυτü που κÜνει,
Πþς το κÜνει.
Μ' αρÝσει να νιþθω
τη σπονδυλικÞ σου στÞλη
και κÜθε κüκκαλο του σþματüς σου
και την τρεμουλιαστÞ
σφιχτÞ-απαλüτητα
και αυτÞν που θα φιλÞσω,
μ' αρÝσει να φιλþ αυτü,
κι εκεßνο πÜνω σου,
μ' αρÝσει, να χαúδεýω αργÜ
το ανασηκωμÝνο χνοýδι
της ηλεκτρικÞς σου γοýνας
κι αυτü που Ýρχεται
μÝσα απü σÜρκα που ανοßγει…
Και μÜτια μεγÜλα ερωτοψßχουλα
κι ßσως μ' αρÝσει η συγκßνηση:
κÜτω απü μÝνα εσý πρωτοφανÞς.
                                                                                                     E.E Cummings


       Gauguin: Aïta tamari vahine Judith te parari (¢ννα Η ΧαβανÝζα)

37.
             
    Απολογßα

Δεν Ýχω παßξει γι' ευγενÝστερην αγÜπη
απü 'σÝ, με το λαγοýτο απü νεφρßτη.
Οýτε σε κεßνο το υπÝροχο φαγκüττο,
το φτιαγμÝνο απü κÝρατα Κενταýρου
και καλοκουρδισμÝνα τα κομμÜτια του
με διÜφανα του φεγγαριοý πετρÜδια.

Αυτü που λευτερþσανε τα παιδικÜ μου χÝρια,
Ýπεσε σ' Ýνα ιερü κι Üγιο μÝρος
και πÜ' στη πιο μελωδικÞ του νüτα,
βγÞκ' απ' το δÝντρο μια καφετιÜ δρυÜδα
και τσοýρμο Þρθαν τα χλωμÜ βαμπßρ με χÝρια,
γλυκýτερα απ' τους λωτοýς τους πατημÝνους.

Δεν Ýχω κÜνει τÝτοιες μελωδßες,
αυτÝς που λÝνε ξüρκια μαγικÜ,
αλλÜ θα πλÝξω κÜποια φθινοπþρου μÝρα,
τραγοýδι, να 'χει τη δικÞ σου ομορφιÜ,
φτιαγμÝνο μ' üχι μυστικοýς σχεδιασμοýς
κι απογοÞτευσης παθιÜρικες χορδÝς.

Να πω, μ' üχι συνηθισμÝνα λüγια
για δυο πουλιÜ του φθινοπþρου
που 'χαν οδηγηθεß σε ξεχασμÝνους ουρανοýς
κι εßχανε δρÝψει σπÜνιους αστÝρες
π' απ' το γρασßδι πρüβαλλαν, σαν τα μαλλιÜ σου,
να κλÝψουνε το μπλε, απ τα δυο μÜτια σου.
                                                                                Smith (μτφρ.: ΠÜτροκλος)


                                  Degas: ΓονατισμÝνη Γυναßκα

38.
                  Η ΨυχικÞ ΑυγÞ

¼ταν το φως της ρßχνει η αυγÞ το λευκορροδισμÝνο
στους γλεντοκÞπους και γροικοýν σαν τýψη το Ιδεþδες,
κÜτι το εκδικητικü και το μυστηριþδες,
Ýν' Üγγελο στο κτÞνος τους, ξυπνÜ, το ναρκωμÝνο.

Των ψυχικþν τüτε ουρανþν τ' Üφθαστο γαλανü,
για κεßνον που ρεμβÜζει ωχρüς και που υποφÝρει ακüμα,
ανοßγεται και τον τραβÜ καθþς βαρÜθρου στüμα.
¸τσι, γλυκιÜ ΘεÜ μου, αγνü ΠλÜσμα και φωτεινü,

στα καπνισμÝνα ερεßπια των ηλιθßων γλεντιþν,
πιο φωτεινÞ, πιο ρüδινη, πιο ωραßα η θυμησÞ σου,
αδιÜκοπα στα εκστατικÜ μÜτια μου φτερουγßζει.

Ο Þλιος εσκοτεßνιασε τη φλüγα των κεριþν·
Ýτσι νικÞτρα πÜντοτε, μοιÜζει η σκιÜ η δικÞ σου
με τον αθÜνατο Þλιον, ω ψυχÞ, που φως σκορπßζει!
                                                                                                              Baudelaire


                                     Degas: ΜετÜ Το ΜπÜνιο

39.
      Η Απουσßα Της Μοýσας


Ω!, Μοýσα, ποý χασομερÜς;
ΜÞπως σε κÜθε γη του Κρüνου,
Που τη φωτßζουνε φεγγÜρια και νοýφαρα;

Σε ποια μητρüπολη ψηλÞ στον ¢ρη, τÜχα,
Ν' ακοýς τα γκονγκ της τρομερÞς, απüκρυφης εντολÞς,
Και τις σÜλπιγγες να παßζουν απ' το γιαλü, τον Üγνωστο γιαλü
Ηπεßρων που κατατροπþθηκαν στους παλαιοýς πολÝμους
Που ξεκßνησαν αρχαßοι βασιλιÜδες;

¹ στις αμμοσýρτεις
Απü τις θÜλασσες στην Αφροδßτη
Που αποτραβιοýνται απ' την Üμμο
Tου θρυμματισμÝνου μÜργαρου με τα χßλια χρþματα;

Συ Üραγε μαδÜς τ' Üνθη του πορφυροý φυκιοý
Και τα τριαντÜφυλλα απü τα μπλε κορÜλλια,
Για τα μαλλιÜ σου;

ΜÞπως τÜχα, Ýχοντας φýγει πÝρα
Απü το βρυχüμενο ζωδιακü,
ΜεταφρÜζεις την ιστορßα των γÞινων νÝων
Και τα γÞινα τραγοýδια τους
Στους τραγουδιστÝς του Βωμοý;
                                                                 Smithτφρ.: ΓιÜννης ΚαραγιαννÜκης)


                                      ModiglianiΓυμνÞ Γυναßκα

40.
Η ΚατÜρα Των Ερþτων

Πüρνη αγÜπη
κÜθε φορÜ πιο πßσω
πιο φτωχüς κÜθε φορÜ
μÜγισσα κι Üπιστη
στον ομφαλü του χÜους
τα ξüρκια περισσεýουν
Ýρπουν οι γλþσσες της φωτιÜς
στα πüδια των ερþτων
κατÜρα στους Ýρωτες!

μüνο να καßνε
μüνο να γλεßφουν πÝτρες
να σÝρνονται στους Þλιους
και να παλεýουν για νερü
και να μη βρßσκουν
και να γλιστροýν
να πνßγονται στον ßδρω τους
ειρωνικÜ στο πριν
στο γÝλιο αθþα
στη λÞθη βιαστικÜ
κατÜρα!
να φεýγουν
Üκορμοι να τρÝμουν
να τρÝμουν και να χαßρονται, κατÜρα!
να μην αντÝχει να τους δει
κüρη ματιοý
να μη βαστÜει το βÜρος τους το χþμα
να σπÜνε
να μοιρÜζονται
σε δυο
σε χßλια
σε Üπειρα
ν' ανατριχιÜζουν πüρους ανοιχτοýς
φακιρικÜ να γÝρνουν
να κοιμοýνται
Üγρυπνο ýπνο
ατßθασο
στιγμÝς να μη γνωρßζουν
να πλÝουν σε φλÝβες κοφτερÝς
κατÜρα των ερþτων
φüβο να μη γνωρßζουν
μüνο ηδονÝς και λιþσιμο
βορÝς να γßνονται
στ' αγγßγματα ν' αντÝχουν
τους ανυπüτακτους αυτοýς
τους Üμοιρους
να τους ορßζουν μοßρες
να τους δωρßζουν μοßρες
μοßρες θνητÝς
αυτοýς, τους ημιθÝους
καταραμÝνους Ýρωτες...
                                                                                    Παναγιþτα Πετροποýλου


                                       Mario Tauzin: ¢τιτλο (~1928)

41.
                  Στη Ναταλßα

ΠολεμιστÞς, μπροστÜ στον πüνο γονατßζω·
μπροστÜ στον βρÜχο τον ασýντριφτο σωπαßνω·
τη σκÝψη μου στα μαýρα Ýγκατα βυθßζω
και βλÝπω, Κüρη, να φιλÜς τον ΜατωμÝνο.

Και λες: "Το πρüσωπü του πÜντα ψηλαφßζω
και στον αÝρα της νυχτιÜς τον ανασαßνω
τον 'Αγγελο του ¸ρωτα και πÜλι σφýζω
απ' της ΑγÜπης τον παλμü τον μακρυσμÝνο
".

Κι εγþ στην πÝτρα κÜποιος πÜντα που σκαλßζει
το οργισμÝνο της ΑγÜπης σου το κýμα
καθþς ξεσπÜ κι υψþνεται κι αφρßζει

στο πÜντα αταßριαστο για τις ΑγÜπες μνÞμα...
... ΣιωπÞ... Μια θÝρμη απλþνεται -και σε καλýπτει-
απü την αδιαπÝραστη της Μοßρας κρýπτη...
                                                                                               Θεοδüσης Βολκþφ


               Feodor Rojankovsky: ΣκηνÞ Απελπισßας (λιθογραφßα 1948)

42.
      Για Την ¢ννυ

 
Ευχαριστþ τον Ουρανü!
Κρßση και κßνδυνος εßναι πια παρελθüν
Η νüσος μου η παρατεταμÝνη
τελεßωσε και ο πυρετüς
λÝγεται πλÝον "ζωντανüς"
και η πορεßα του πετυχημÝνη.

Δυστυχþς πλÝον τþρα λογαριÜζω
και λυπημÝνος απ' τη δýναμÞ μου,
μηδÝ κινþντας οýτε μυ μου
κÜθε που ψÝμματα αραδιÜζω,
αλλÜ δεν Ýχει σημασßα, τελικÜ.
ΕπιτÝλους εßμαι τþρα πια καλÜ.

Τþρα που ξεκουρÜζομαι Þρεμα,
βλÝπω απ' το κρεββÜτι μου
σαν Ýνας παρατηρητÞς,
να μοιÜζω πλÝον με νεκρü
και λÝω και ν' αρχßσω,
σαν να με σκÝφτομαι νεκρü.

Η γκρßνια και το βογκητü
οι στεναγμοß, το δÜκρυ,
συχÜσαν τþρα πια τελεßως.
Με το φριχτü χτýπημα αυτü
-αχ, στη καρδιÜ Þταν φριχτü-
και καρδιοχτýπι τρομερü.

Η αρρþστια, η ναυτßα
κι ο Üθλιος ο πüνος,
πÜψανε με τον πυρετü μου.
Μου τρÝλλαινε τη σκÝψη
αυτüς o "ζωντανüς" ο πυρετüς,
Ýκαψε το μυαλü μου.

Κι απ' üλα μου τα βÜσανα,
αυτü Þταν χειρüτερο
κι Ýχει υποχωρÞσει -τρομερü
το βÜσανο της δßψας
για το ποτÜμι ναφθαλßνης
του πÜθους του καταραμÝνου-,
εγþ Ýπινα πολý νερü
που σβÞνει αυτÞ τη δßψα.

¸να νερü που ρÝει
με Þχο νανουριστικü
απü πηγÞ σε λßγα μÝτρα
κÜτω απ´ την επιφÜνεια της γης,
σε μια σπηλιÜ, üχι μακρυÜ,
και κÜτω απ' το Ýδαφος.

Κι αχ! μη τ' αφÞσετε ποτÝ,
εßπε, να εßν' ανüητο τüσο,
γιατß το δþμα θλιβερü
και το κρεββÜτι μου στενü,
γι' αυτüν που δεν Ýκλεισε μÜτι
ποτÝ σε διαφορετικü
και πρÝπει, για να κοιμηθεßς,
πÜντα τον ýπνο να καλεßς
σε τοýτο το κρεββÜτι.

Το πνεýμα μου ξεγελασμÝνο
και Þρεμα αναπαυμÝνο,
ξεχνþντας Þ ποτÝ να μη λυπÜται
τα ρüδα του -τις ταραχÝς του-,
τριαντÜφυλλα και τις μυρτιÝς του.

Και τþρα εν' üσω Þσυχα,
ψÝμματα θα φαντÜζεται,
μια πιο γερÞ οσμÞ
για τοýτα, με πανσÝδες,
μια μυρωδιÜ δενδρολιβÜνου
-με τον πανσÝ, συνδυασμü-
μ' απÞγανο κι υπÝροχους
πουριτανοýς πανσÝδες.

Κι Ýτσι βρßσκεται ευτυχþς
να κολυμπÜει σε πολλÜ,
σε üνειρο αληθινü
-κι η ομορφιÜ της ¢ννυ-
μες στο λουτρü πνιγμÝνος,
στις ¢ννυ τις κοτσßδες.

ΓλυκÜ-γλυκÜ με φßλησε,
με χÜιδεψε μ' αγÜπη,
κι ýστερα Ýγειρα απαλÜ
να κοιμηθþ στο κüρφο της.
ΒαθιÜ αποκοιμÞθηκα
στους παραδεßσους των μαστþν της.

¼ταν εσβÞστηκε το φως,
με τýλιξε ζεστÜ
και προσευχÞθηκε σ' αγγÝλους,
να με κρατÞσει ασφαλÞ.
ΖÞτησε απ' των αγγÝλων τη βασßλισσα
να με φυλÜξει απü κακü.

Και κεßτομαι τüσο Þρεμα
τþρα στο κρεββÜτι μου,
(ξÝροντας την αγÜπη της),
να με φαντÜζεται νεκρü
κι αναπαýομαι ευτυχÞς,
τþρα στο κρεββÜτι μου
(με την αγÜπη της στο στÞθος).
Να με φαντÜζεται νεκρü
και να ριγÜ κοιτþντας με,
στη σκÝψη της, νεκρüς.

Μα η καρδιÜ πιο φωτεινÞ
μου εßν' απ' üλα τ' Üλλα.
Στον ουρανü τ' αστÝρια
λÜμπουνε με την ¢ννυ.
ΛÜμπουν μ' üλο το φως της,
της ¢ννυ την αγÜπη-
στη σκÝψη του φωτüς της,
στης ¢ννυ μου τα μÜτια.
                                                                                       Poe: (μτφρ.: ΠÜτροκλος)


                            Picasso: ΕρωτικÞ ΣκηνÞ

43.
              Το Τραγοýδι Της ΓιασοντÜρα

Τα κüκκινα, ιερÜ γυμνÜ του πÝλματα κοσμεß τÝλειος τροχüς*
Τα μακριÜ του πÝδιλα με φωτεινÜ σημÜδια κοσμημÝνα.
Τα πüδια του με διÜφορα σημÜδια διδαχÞς διακοσμημÝνα.
ΠρÜγματι, αυτüς εßν' ο πατÝρας σου, των Üνθρωπων λιοντÜρι.
Εßν' Ýνας πρßγκηπας ευαßσθητος, της ΣÜκυα καμÜρι.

Το σþμα του γεμÜτο με σημÜδια: στüχος η ευημερßα.
ΠρÜγματι, αυτüς εßν' ο πατÝρας σου, των Üνθρωπων λιοντÜρι.
Σαν τη πανσÝληνο εßν το πρüσωπο του, σα φεγγÜρι.
Σ' ανθρþπους και θεοýς πÜντοτε εßν' αγαπητüς.
ΒÜδισμα üμορφο, του ελÝφα ευγενþν φυλþν, με ηρεμßα.

ΠρÜγματι, αυτüς εßν' ο πατÝρας σου, των Üνθρωπων λιοντÜρι.
Εßν' ευγενÞς, βαστÜ γερÜ απü γενιÜ πολεμιστÞ.
Τα πüδια του απü θεοýς κι ανθρþπους Ýχουν τιμηθεß.
Στο νου του συγκεντρþνεται ηθικÜ, ο ιερüς σκοπüς.
Αυτüς εßν' ο πατÝρας σου, των Üνθρωπων λιοντÜρι.

ΜακριÜ κι üμορφη η μýτη του, καλοσχηματισμÝνη χÜρη.
ΜεγÜλα κι üμορφα, σαν μιας δαμÜλας, βλÝφαρα ßδια.
Τα μÜτια του σκουρüχρωμα, ουρÜνιο τüξο, σκοýρα φρýδια.
ΠρÜγματι, αυτüς εßν' ο πατÝρας σου, των Üνθρωπων λιοντÜρι.
Λεßος και στρüγγυλος, καλοσχηματισμÝνος του ο λαιμüς.

Σαγüνια Ýχει δυνατÜ σαν το λιοντÜρι.
Κορμß χρυσü, σαν των θηρßων βασιλιÜ.
Αυτüς εßν' ο πατÝρας σου, των Üνθρωπων καμÜρι.
¸χει βαθειÜ φωνÞ, γλυκειÜ και μαλακιÜ.
Η γλþσσα του εßναι πορφυρÞ üπως το κινναβÜρι.

Τα δüντια του λευκÜ σε κÜθε τους σειρÜ, σαν το μαργαριτÜρι.
Αυτüς εßν' ο πατÝρας σου, των Üνθρωπων καμÜρι.
Σκουρüχρωμο και üμορφο μαλλß και λαμπερü.
Το μÝτωπü πλατý, σα καλογυαλισμÝνο πιÜτο εßναι χρυσü.
Η τοýφα μες στα φρýδια του, ωραßα σαν Üστρο πρωινü.

¼πως το πλÞθος αστεριþν, üλ' ακλουθÜν φεγγÜρι,
Ýτσι και ο πατÝρας σου των Üνθρωπων λιοντÜρι,
το μονοπÜτι τ' ουρανοý ακολουθÜ σωστÜ
και γýρω αστρÜκια οι μοναχοß, ακολουθÜν πιστÜ.
Αυτüς εßν' ο πατÝρας σου, των Üνθρωπων καμÜρι.

* ΝτÜρμα=dharma, κýκλος γνþσης/διδαχÞς.
Εδþ μιλÜ στο γιο της, για το σýζυγü της και πατÝρα του,  τον Βοýδδα.
                                                                           Yasodharā (μτφρ.: ΠÜτροκλος)


               Munch: Η Rosa Meissner Στο  Ξενοδοχεßο Rohn (φωτ. 1907)

44.

       13 Αρχαßα + 1 ΕπιγρÜμματα:

1
Στα κορφοβοýνια τα ψηλÜ, πολλÝς φορÝς,
εκεß ποýποτε χαßρονται θεοß και οι θεÝς,
κρατþντας μαλαμÜτινο στο χÝρι αγγεßο,
-τρανü σαν κεßνο που 'χουν οι βοσκοß-,
Üρμεξες μüνη, λιονταρßσιο γÜλα απü κει,
κι Ýφτιαξες χλωροτýρι, üμορφο και θεßο.

2
Ω! πια δε μου βαστοýν τα γüνατÜ μου Üλλο,
γλυκüλαλες, μελßρρυτες παρθÝνες, üπως πρþτα,
θα 'θελα να 'μουν αλκυþν στο κýμα το μεγÜλο,
να γλεßφω πÜνω τον αφρü ξυστÜ λαφροπετþντα',
με τ' Üλλα αλκυονüπουλα κι Üτρομος στη καρδιÜ μου,
την Üνοιξη να προμηνþ στα ροδογÜλαζα φτερÜ μου.
                                                                                          ΑλκμÜν (μτφρ.: ΠÜτροκλος)
3
Προτοý σε κλßνη, ο Γüργιππος, να δει γυναßκας σþμα,
τη Περσεφüνη αντÜμωσε, βαθιÜ στο μαýρο χþμα.
                                                                                      Ανþνυμος (μτφρ.: ΠÜτροκλος)
4
ΕξÞντα πια η Χαριτþ, μα χρüνια δε μετρÜνε,
κορÜκου κþμη και βυζιÜ, Ýχει που σε κεντÜνε,
απü τη σÜρκα της σταλÜ, μýρο και αμβροσßα
και δÝρμα ατσαλÜκωτο, χαρßτων πανδαισßα.
Εσεßς λοιπüν που θÝλετε να δþσετε παρÜδες
σπεýστε και μη μετρÞσετε των χρüνων τις δεκÜδες!
                                                                                        
5
ΚÜποια Παφιþτισσα Δημþ ηρÜσθην, -τι εßρωνεßα
μετÜ μßα Σαμιþτισσα Δημþ, -χωρßς αστεßα,
τρßτη, απ' τις ΥσιÝς Δημþ, -πÜγωσα σαν την εßδα
και μια τÝταρτη Δημþ, απü την Αργολßδα.
Οι Μοßρες κÜτι ξÝρανε και δþσαν τ' üνομÜ μου:
Φιλü-δημος! ΚÜποια Δημþ θα παßρνει τα μυαλÜ μου!

6
Με λÜγνο βλÝμμα, Üσμα με γλυκειÜ φωνÞ
και της Ξανθßππης η φωτιÜ, σε σιγοψÞνει.
¢χου ψυχÞ μου! Θα σε κÜψει σα καμßνι.
Δε θα γνωρßζεις πþς, Þ πüτε. τß και γιατß
και θα τα μÜθεις üταν στÜχτη θα 'χεις γßνει.
 
                                                                                    Φιλüδημος (μτφρ.: ΠÜτροκλος)

7

Λουζüταν κι Ýπεφτε νερü στου κοριτσιοý τα στÞθια,
που σÜλευαν, μÞλα χρυσÜ, στο γαλατÝνιο σþμα.
Πþς οι γλουτοß της τρßβονταν και μοιÜζανε, αλÞθεια,
να εßναι πιüτερο υγροß κι απ’ το νερÜκι ακüμα...
Φουσκþνει το μουνÜκι της, μπροστÜ το χÝρι βÜζει,
μα üσο και να το 'θελε, üλο δεν το σκεπÜζει.

8
Μαλλþνανε τρεις κοπελιÝς, ποιÜ το 'χει πιο ωραßο:
Η Ροδüπη, η Ροδüκλεια και η Μελßτη αντÜμα.
Και στÜθηκαν ßδιες θεÝς, γυμνοýλες να τις κρßνω.

Της πρþτης Ýλαμπε ακριβü στο μÝσο, το μηραßο,
σαν κüκκινο τριαντÜφυλλο που τρÝμει στο αγιÜζι.

Της δεýτερης λαμπýριζεν υγρü κι üλο αντÜρα,
σαν το γλυπτü που τÝλειωσε και σε ναü σταλÜζει.

(της Μελßτης λεßπει...)

ΑλλÜ εγþ γνωρßζοντας του ΠÜρι τη λαχτÜρα,
βρÜβευσα, üμοια και τις τρεις, με το δικü μου κρßνο!
                                                                                      Ρουφßνος (μτφρ.: ΠÜτροκλος)

9
Μες στου δÜσους τη σκιÜ στον ýπνο δοσμÝνο,
ßδιο Κýπρης, ροδομÜγουλο γιο πλαγιασμÝνο.
ΒÝλη, τüξα, φαρÝτρα, στο κλαρß κρεμασμÝνα,
εßδα, με χαροýμενα ρüδα τριγýρω ανθισμÝνα,
κοιμισμÝνος γελοýσε. Κι απü πÜνω μελßσσι,
να γλυκÜνει τα χεßλη του, μÝλι εßχε χýσει.

Σαν Üστρο Ýλαμπες τ'ς αυγÞς
πριν κατεβεßς στον ¢δη.
Κι Αποσπερßτης στων νεκρþν
πια φÝγγεις το σκοτÜδι.
                                                                                       ΠλÜτων (μτφρ.: ΠÜτροκλος)

10
Προτιμþ Φιλßννα τις ρυτßδες σου, απü της Þβης τους χυμοýς,
μες στις παλÜμες μου τα στÞθια σου κι üχι νεανικοýς μαστοýς.
Το Φθινοπþρι σου καλλßτερο απ' τις ¢νοιξες των κοριτσιþν
και ο Χειμþνας σου θερμüτερος, απ' üλων των Καλοκαιριþν.

                                                                 Παýλος ΣιλεντιÜριος (μτφρ.: ΠÜτροκλος)

11
Ανθßζει τþρα ολüλολευκος, üμορφος μενεξÝς,
κι ο νÜρκισσος που λαχτÜραει τη βροχÞ,
τα κρßνα ανθßζουνε στων λüφων τις πλαγιÝς.
Κι η Ζηνοφßλα, σα το ρüδο της Πειθοýς κι αυτÞ,
ανθßζει ηδυπαθÞς σαν Üνθος μÝσα στ' Üλλα.
Τι καμαρþνετε αγροß για τ' ανθισμÝνα σας μαλλιÜ;
Μες στα υπÝροχα Üνθη σας καλλßστη η κοπελλιÜ.

12
ΒÜλε κρασß και πες ξανÜ: "στη 'γειÜ σου Ηλιοδþρα",
σμßξε το απßθανο πιοτü με το γλυκü ονομÜ της,
Το στÝφανο, -το χτεσινü- λουσμÝνο στ' ÜρωμÜ της,
φüρα το συ και Ýλα μου, κεßνη να μου θυμßζει,
αχ! δες το ρüδο του ¸ρωτα, για κεßνη πως δακρýζει,
που μακρυÜ, σ' Üλλη αγκαλιÜ, τη βλÝπω να 'ναι τþρα.

13
Στης Τιμαρßου τη φρεγÜτα, το κουπß της,
-κÜποτ' ωραßα- δε ξεκουνÜ, της Αφροδßτης.
Κυρτþσανε οι þμοι της, σαν το σαθρü κατÜρτι,
και τ' ασημιÜ της τα μαλλιÜ, σα ξεφτισμÝνοι κÜβοι
και χαλαρÜ, σαν τα πανιÜ, της κρÝμονται τα στÞθη,
Μπüρα θαρρεßς Ýχει αυλακþσει τη κοιλιÜ της.
ΜπÜζει το σκÜφος τα νερÜ, πρþρα και πρýμνη,
τα γüνατÜ της τρßζουνε, πλημμýρισε τ' αμπÜρι.
Αχ! δυστυχÞς ü που καρÜβι σÜπιο πÜρει
και ζωντανüς περνÜ τ' ΑχÝροντα τη λßμνη.
                                                                              ΜελÝαγρος (μτφρ.: ΠÜτροκλος)
+1
Κρýβει τα δυο της τα βυζÜκια, η αγÜπη μου
και μου γελÜ μ' αυτÜ τα μÜτια τα μεγÜλα.
Νιþθει καλÜ, γιατß δε ξÝρει το μερÜκι μου,
πως κεßνα θα 'πρεπε να κρýβει κι üχι τ' Üλλα!
                                                                                                           ΠÜτροκλος


                           Anonymous: ¢τιτλη Φωτογραφßα (~1890)

45.
      Το Εγκþμιο Της ΙνÜννα

Ω ∆Ýσποινα üλων των ∆υνܵεων, αγλαÞ
γυνÞ φωτοπερßχυτη, καλÞ!
Σε αγαποýν ο ουρανüς κι η Γη.
Σαν üρνεο πετÜς τη χþρα να ραµφßζεις.

¼ρµÜς με καταιγßδας τη μορφÞ, 
σα θýελλα βρυχÜσαι, μανιασμÝνη,
αστρÜφτεις μ' ατραποβροντÞ
και μ' Üνεμους κακοýς αγκαλιασμÝνη.

Τα πüδια σου αδιÜκοπα κινοýνται. 
Την Üρπα των λυγμþν αυτÞ κινεßς
 ν' αρχßσει να θρηνεß, την οδηγεßς,
Ω ∆Ýσποινα της χþρας ýψιστη εσý!
Ποιüς σου αρνÞθηκε ποτÝ τη δüξα, τη τιµÞ;

Ω των βασιλÝων βασßλισσα,
θεßων ∆υνܵεων η κτητüρισσα!
ΣκιÝς ζυγþνουνε το φως, στ' αγιÜζι,
γýρω µου η µÝρα σκοτεινιÜζει…
                                                                    Eν Χεντοý' ¢ννα (μτφρ. ΠÜτροκλος)


                        Toulouse-Lautrec: ΓυμνÞ Γυναßκα ΣτÝκεται

46.
    Τα ΤÜνγκα Της

Nα μου γρÜφεις συχνÜ,
ως οι αγριüχηνες γρÜφουν στα νÝφη
με τα βουρτσισμÝνα φτερÜ τους
τραβþντας για το βοριÜ.
Μη σταματÜς να μου γρÜφεις.

Καθþς η ζωÞ τραβÜ εμπρüς,
ποιüς τÜχα θα της διαβÜσει
ετοýτο το μνημοýρι,
που η ανÜμνησÞ του
δε θα σβÞσει ποτÝ;

ΠροσπÜθησα να σε ξαναδþ,
το θελα να σε συναντÞσω
πριν καν το πω, εßχες χαθεß
πßσω απü τα σýννεφα, θωρþντας
το φεγγÜρι του μεσονυχτιοý.

Παγßδα και λαχτÜρα
κοιτþντας το φεγγÜρι
στις θÜλασσες της δýσης
να βουτÜ, εßναι καιρüς
για δÜκρυα, τßποτ' Üλλο.

¼σο σβÞνει το τραγοýδι
των γρýλλων στο φρÜχτη,
δεν μπορþ να σταματÞσω
τον αποχαιρετισμü του φθινοπþρου,
πüσο λυπηρü... αλλÜ κι εγþ...

Μηνýματα στα δυτικÜ
'κλουθþντας το φεγγÜρι,
γιατß να ξεχÜσω;
Για να στεßλεις νÝα
με τα παιγνιδιÜρικα νÝφη;

Αν εßναι να χαθþ
μπορεßς να Ýρθεις
φωνÜζοντας τ' üνομÜ μου
ψÜχνοντÜς με
ακüμα και στον τÜφο;

ΒαθιÜ, στων μακρυνþν λüφων
τη δροσιÜ, γßνονται Üλικα

τα φýλλα του σφενδÜμου.
Πως θÜθελα να σου δεßξω
το χρþμα στα μανßκια μου...
                                                             
Shikibu (απüδ.:ΠÜτροκλος)


             Schiele: ΓυμνÞ Με Μαýρες ΚÜλτσες (Valerie Neuzil)

47.
Το ΜεγÜλο Μπρετüν-Λαι (Πρüλογος)

Αυτüς, που ο Θεüς του Ýχει δþσει
το δþρο της γραφÞς και της λαλιÜς,
δεν πρÝπει σε βαρÝλι να το χþσει,
αλλÜ στα Ýξω να το βγÜζει μονομιÜς.

Σαν ο καθεßς ακοýσει για καλü,
τüτε αυτü ανθßζει χαρωπÜ
κι üταν το επαινοýνε δυνατÜ,
τοýτο το Üνθος δßνει και καρπü.

Ο Πρßσκιαν γρÜφει πως οι Αρχαßοι
σκüπιμα γρÜφουν στα κιτÜπια τους
πρÜγματα ωφÝλιμα, που οι νÝοι
θα βρουν και θα τα κÜμουνε κομμÜτια τους.

Οι πριν φιλüσοφοι πεισμÝνοι
πως η αλÞθεια λευτερþνει
κι Ýκαστος πρÝπει να τη ψÜχνει
'κεß ακριβþς που 'ναι κρυμμÝνη.

Δεν ωφελοýσε να κρατÞσουν γνþση
για πÜρτη τους, τÝτοιο χρυσÜφι
ο κüσμος να το 'ξαργυρþσει
και να προσθÝσει, και να μÜθει.

Αυτοß οι νιοι αναγνþστες κÜνουνε
παλιÜ γραπτÜ να ξαναλÜμπουνε,
βÜζοντας το δικü τους μερδικü
βελτιþνοντÜς το με καινοýριο υλικü.

Γι' αυτü üποιος θÝλει ασφαλÞς να μεßνει
απü τον κüσμο, να 'βρει μια νÝα ασχολßα.
Να ψÜξει και να μÜθει, ü,τι κι αν γßνει,
και να κινÞσει γρÜφοντας βιβλßα.

Τüτε το πρüβλημα αυτü παραμερßζει,
σαν το κακü το γεßτονα. Και πρþτη εγþ
τη θλßψη διþχνω, και αμÝσως ξεκινþ
μιαν ιδÝα που πολý με τριγυρßζει.

Να μεταφρÜσω απ' τα λατινικÜ μια καλÞ
που 'χα ακοýσει, ιστορßα ρομαντικÞ
μα σκÝφτηκα πως μÜταιον εßναι επειδÞ
την εßχαν γρÜψει πριν απü εμÝ πολλοß.

Τüτε σκÝφτηκα τρουβÝρους και τα λαι τους
που Üκουγα μικρüτερη και μου αρÝσαν τüσο.
Για μÝνα γρÜφτηκαν και για τη μνÞμη
κι εγþ σ' ενα μπρετüν-λαι θ' αποδþσω.

Δεν εßχα πια καμμιÜν αμφιβολßα:
και κεßνοι ακοýσανε κÜπου την ιστορßα
και τηνε τραγουδÞσανε στο κüσμο,
να μαθευτεß, να ακουστεß κι εγþ θα μετανιþσω,

αν δεν τη στÞσω αφοý την αποδþσω.
¸χω ακοýσει μýρια, και λÝω μοναχÞ μου,
να τα 'πιστρÝψω ζωντανÜ στο κüσμο,
αφοý τους βÜλω και τη ρßμα τη δικÞ μου.

ΠολλÜ, ο Ýνας ο μινστρÝλ και για πολλÝς ημÝρες
στ' αυτß μου Ýψαλλε γλυκÜ, τα λαι της στρÜτας.
Κι εγþ λοιπüν τα Ýφκιασα, τους Ýβαλα και ρßμα
κι ας τρεμοπαßζαν τα κεριÜ στου ξενυχτιοý τη λßμα.

Γιατß μποροýσα! Τα 'κανα στη κÜμαρÜ μου μüνη,
τα πÜσχισα, τα δοýλεψα, ξαγρýπνησα για 'κεινα,
μη σβÞσουνε στα τρßστρατα, στης λησμονιÜς τη σκüνη,
παρÜ ν' ανθßσουνε κι αυτÜ σαν τα λευκÜ τα κρßνα.

Και üλ' αυτÜ για σÝνα ΒασιλιÜ μου ευγενÞ
που η ισχýς σου κÜνει τον κüσμο ν' αντηχεß.
Κι απü τη διÜτα σου üλες πηγÜζουν οι χαρÝς
και στη μεγÜλη σου καρδιÜ φωλιÜζουν αρετÝς.

Για 'σÝ ανÝλαβα το λαι, να το συνθÝσω,
να στο προσφÝρω δþρο ρυθμικü μου.
ΑπÝραντη χαρÜ μου θα προσθÝσω,
αν το δεχτεßς το δþρο το δικü μου,

θα 'μαι χαροýμενη για πÜντα και μια μÝρα!
Κι üχι δεν εßν' η Ýπαρση, αμαρτßα μου,
Μα δες! Τα λαι ξεκßνησαν για πÝρα,
μεßνε κοντÜ κι Üκου την ιστορßα μου...
                                                                Μαρß Ντε Φρανς (μτφρ.: ΕλÝνη ΠαππÜ)


                                 Matisse: Γυμνü Με ΛευκÞ ΠετσÝτα

48.
           ΣοννÝττο ΧVΙΙΙ

Φßλα με πÜλι, φßλα με ξανÜ, ξανÜ και πÜλι:
Δþσ' μου το απολαυστικþτερο φιλß σου
Το πιο ερωτικü σου δþσε μου φιλß σου,
καυτü θα στο γυρνþ κÜρβουνο σε μαγκÜλι.

ΚουρÜστηκες στη θλßψη; Θα σε ξεκουρÜσω,
ανταλλÜσσοντας σου δÝκα μεθυσμÝνα μου φιλιÜ
και δßνοντας και δÝκα ακüμα πιο γλυκÜ φιλιÜ.
ΔρÝψε με απολαυστικÜ κι εγþ μες στη χαρÜ θα σ' απολαýσω.

Τüτε για μας τους δυο θα 'ρθεß ζωÞ διπλÞ.
ΚαθÝνας για τον ßδιο και το ταßρι του, θα ζει.
¢σε με αγÜπη μου, να στοχαστþ Üσκοπα σαν τρελλÞ:

ΠÜντα νιþθω δυσÜρεστα, ζþντας περιορισμÝνη
και δε μπορþ, δε δýναμαι, να εßμαι ευτυχισμÝνη,
Ýξω απ’ τα üριÜ μου, Ýνα Üλμα αν δεν βγαßνει.
                                                                           Λουßζ ΛαμπÝ (μτφρ.: ΠÜτροκλος)


                                Feodor Rojankovsky: ¢τιτλο (~1930)

49.
           ΜανιφÝστο

ΑπεταξÜμην, μια γυνÞ, εγþ,
του φýλου μου τα σýμβολα εδþ:
τ' αργαλειοý σαÀτες, καλÜθια και κλωστÝς.

Τον με χαρÜ γεμÜτο, Παρνασσü,
ολÜνθιστο με τα γιορντÜνια, αγαπþ.
¢λλες γυρεýουν Üλλα, οι γυνÝς,
εγþ üμως αυτÜ που πεθυμþ,
εßν' η περφÜνεια μου κι οι ηδονÝς.
                                                   Ολυμπßα Φοýλβια ΜορÜτα (μτφρ.: ΠÜτροκλος)


                              Rivera: Γυμνü Της Φρßντα ΚÜλο

50.
Ι
Καμμßα κüλαση δεν εßναι χειρüτερη,
απü τη λανθÜνουσα ηθικÞ ελευθεριüτητα.
Η ζωÞ εßναι Ýνας θÜνατος σκληρüς, χωρßς εσÝνα.
Η ευτυχßα μου μετριÝται σε... ßντσες: 2, 4, 6, 8...
           Γιατß λατρεýω τüσο τα... παποýτσια!

ΙΙ
ΑισθÜνομαι τüσο γλυκειÜ, λαχταριστÞ,
σαν εßμαι στο κρεβÜτι μ' Ýναν Üντρα,
που νιþθω, να μ' αγαπÜ και να με δρÝπει,
γιατß η απüλαυσÞ μου ξεπερνÜ κÜθε χαρÜ,
κι αν, πριν, ο κüμπος τ' Ýρωτα φαινüτανε σφιχτüς,
ýστερα σφßγγεται ακüμα πιο πολý...

ΙΙΙ
ΧορÝψαμε τα νιÜτα μας σ' ονειρεμÝνη πüλη:
ΠαραδεισÝνια ΒενετιÜ! ΠερÞφανοι κι ωραßοι.
Ζοýσαμε για τον Ýρωτα και πüθο για ομορφιÜ,
διασκÝδαση, απüλαυση, το μüνο μας καθÞκον.

Δýο φορÝς γυρισαμε τη γη, τον ουρανü
κι απü το κÝφι το πολý, η βλογημÝνη μÝθη,
που τüτε λÝγαμε πως θα κρατÞσει αιþνια.
Η δüξα μας σφραγßστη απ' τη πÝννα του Θεοý.

Μα πÜντα ο παρÜδεισüς μας εßναι εýθραυστος:
κüντρα στους φüβους των ανθρþπων, πÜντα χÜνει.

ΙV
Αν εßμαστε σπουδαγμÝνες κι οπλισμÝνες

μποροýμε Ýυκολα να πεßσουμε τους Üντρες,
πως Ýχουμε κι εμεßς χÝρια και πüδια
και μια καρδιÜ σαν τη δικÞ τους.

Παρüλο που 'μαστ' απαλÝς κι ευαßσθητες
-και ορισμÝνοι Üντρες εßναι κι εßναι δυνατοß,
κι Üλλοι τραχεßς μα και σκληροß, εßναι δειλοß-
γυναßκες, ακüμα δεν το Ýχετε συλλÜβει
γιατß αν αποφασßσετε να δρÜσετε,
μπορεßτε να τους πολεμÞσετε ως το τÝλος.

Για ν' αποδεßξω üτι λÝω την αλÞθεια,
ανÜμεσα σε τüσες σας γυναßκες,
θα 'μαι η πρþτη απ' αυτÝς που θα ενεργÞσουν
δßνοντας το παρÜδειγμα κι Üλλες ν' ακολουθÞσουν.
                                                                  Βερüνικα ΦρÜνκο (μτφρ.: ΠÜτροκλος)


                                  Hopper: Κοριτσßστικο Σþου

51.
         ΣοννÝτο 146

Κüσμε, ω! γιατß με κυνηγÜς;
Πþς βλÜπτω αν μüνο πεθυμþ
να ομορφÞνω το μυαλü,
μη το χαρßσω μßας φροýδας ομορφιÜς;

Πλοýτη και θησαυροýς δεν εκτιμþ
κι Ýτσι εßμαι πÜντα ευτυχισμÝνη.
Πλουτßζω μüνο το μυαλü,
κι üχι σε θησαυροýς δοσμÝνη.
                                                                              Sor Juana (μτφρ.: ΠÜτροκλος)


                                   Munch: ΜοντÝλο Σε ΨÜθινη ΚαρÝκλα

52.
            Ελεγεßα

Τσαμπß, γεμÜτο με του Διüνυσου χυμü,
μες στον κοιτþνα αναπαýεσαι της χρυσÞς Αφροδßτης.
Κι οýτε πια η μητÝρα σου Üμπελος
θα σ' αγκαλιÜσει με κλÞμα ερÜσμιο,
μÞτε θα βγÜλει φýλλα που ευωδιÜζουνε
νÝκταρ απ' το κεφÜλι σου απÜνω.

ΑνιγριÜδες νýμφες, κüρες του ποταμοý,
που τοýτα τα βÜθη Ýξοχες με ρüδινα
πüδια πÜντοτε βαδßζετε, χαßρετε
και τον Κλεþνυμο σþζετε, που τοýτα
τα ωραßα σε σας αφιÝρωσε
αγÜλματα κÜτω απ' τα πεýκα.
                                                                                                                    Μοιρþ



                    Modigliani: ΚοιμισμÝνη Με ΑνοιχτÜ ΧÝρια

53.
ΜικρÞ ΣουÀτα Σε Κüκκινο Μεßζον

Ι.
ΠλÞθος λεμüνια
επÜνω στο τραπÝζι
στις καρÝκλες
στο κρεβÜτι
κßτρινες λÜμψεις
τρÝχουν το σþμα σου
μ' αρÝσει που βρÝχει
νýχτα με χßλια λεμüνια
και ξαφνικÜ ο φακüς του δασοφýλακα
να σταματÜει τους βρεγμÝνους λαγοýς
στα πισινÜ τους πüδια.
                                        Διακοφτü 18.11.80
ΙΙ.

Ω αλÜνθαστο σþμα
πüσα και πüσα λÜθη
μ' Ýνα μικρü διαβατικü φεγγÜρι
στα γυμνÜ δÝντρα του πεζοδρομßου
αδειοýχοι στρατιþτες καπνßζουν
κÜτω απ' το υπüστεγο
βρÝχει üλη μÝρα
ακοýω το νερü να κυλÜει ατÝλειωτο
απ' τα λοýκια στο δρüμο
παρüτι το ξÝρω
αυτü το εισιτÞριο
εßναι εκπρüθεσμο πιÜ.
                                        ΑθÞνα 18.11.80
ΙΙΙ.

Το σþμα -λÝει-
στη γενικÞ: του σþματος
και γενικÜ το σþμα
Üλλη λÝξη πυκνüτερη δεν Ýχω
παßρνω τη νÜûλον σακοýλα
μπαßνω στα λαúκÜ εστιατüρια
μαζεýω ψαροκüκαλα
για τις Üγριες γÜτες της γειτονιÜς
στα διαλεßματα -λÝει-
κουβεντιÜζω με τους μουσικοýς
στα σκοτεινÜ παρασκÞνια-
τι απÝραντη απüσταση διανýω
απ' το σþμα σου
Ýως το σþμα σου.
                                        ΑθÞνα 19.11.80
                                  Ρßτσος


                   Schiele: ΓυμνÞ Γυναßκα Με Μαýρες ΚÜλτσες

55.
                    ΑγκÜθι

Η ψυχÞ μου εßναι τριαντÜφυλλο
        κι εßμαι πÜνω της αγκÜθι...
        Μη το πεßτε και τ' ακοýσουνε
        η καλÞ μου μη το μÜθει...

Θε ναρθεß γλυκιÜ κι υπÝροχη
        την αυγοýλα κÜποιου Απρßλη
        με χαμüγελο στα μÜτια της,
        μ' ομορφιÜ πÜνω στα χεßλη.

ΘαμπωμÝνη απü την κüκκινη,
        καταματωμÝνη μου üψη,
        με τ' αργü της το βημÜτισμα,
        θα σιμþσει να με κüψει.

Μα το κÜτασπρο χερÜκι της
        που αγαπþ και τρÝμω τüσο
        θα χαρþ -χαρÜ περÞφανη-
        με κακßα να τ' αγκυλþσω.

Και μια στÜλα απ' το αßμα πÝφτοντας
        πÝταλÜ μου ματωμÝνα
        θα χαθεß μÝσα στο χρþμα σας
        θα γενεß μαζß σας Ýνα...
                                                            Pushkin (απüδ.: ΓιÜννης Αηδονüπουλος)


                    Schiele: Γυμνü Με ΟλÜνοιχτα Πüδια

56.
        Ατθßδα

Σαν Üνεμος μου τßναξε
ο Ýρωτας τη σκÝψη
σαν Üνεμος που σε βουνü,
βελανιδιÝς θα στρÝψει.

¹ρθες, καλÜ που Ýκαμες,
που τüσο σε ζητοýσα
δρüσισες τη ψυχοýλα μου,
φωτιÜ σε λαχταροýσα.

Απü το γÜλα πιο λευκÞ
απ' το νερü πιο δροσερÞ
κι απü το πÝπλο το λεπτü,
πιο απαλÞ.

Απü το ρüδο πιο αγνÞ
απ' το χρυσÜφι πιο ακριβÞ
κι απü τη λýρα πιο γλυκειÜ,
πιο μουσικÞ...

ΠÜλι και πÜλι ο Ýρωτας`
ο Ýρωτας με παιδεýει
και πþς να τον παλÝψω
Ατθßδα μου, που αυτüς
με τα φαρμÜκια του
το τÝρας και τις γλýκες
τα Þπατα μου κüβει;

Κι εσý πια με βαρÝθηκες,
κÜνεις φτερÜ το ξÝρω,
κι η ΑνδρομÝδα χαßρει.
Μα ποιÜ ειν' αυτÞ
που σε ξετρÝλλανε,
η χωρικιÜ που μÞτε
πþς να κρατÞσει καν
απ' τον αστρÜγαλο επÜν'
τη φοýστα της δε ξÝρει;
                                                                                       Σαπφþ (μτφρ.: Ελýτης)


                                        Klimt: Αßμα Ψαριοý

57.
         Rêve

Η Εýα πÝθανε μια μÝρα του ΜÜρτη,
ξημερþματα
Ακολοýθησε τον ΑδÜμ στο ταξßδι του
Η ανÜσα του δε θα ζεσταßνει τις νýχτες της
Τα χεßλη του δε θα γρÜφουν
διαδρομÝς ανÞθικες στο κορμß της

Το σþμα του δε θα ενωθεß ξανÜ με το δικü της
ψÜχνοντας το χαμÝνο του πλευρü.

Εκεßνη γεννÞθηκε ξανÜ,
σε χÝρια καινοýργια,
σ' ανÜσα διαφορετικÞ
Ýψαξε το πλευρü της...

...¸νιωθε το βλÝμμα του,

απαιτητικü κι επιβλητικü,
να χαúδεýει αδιÜκριτα το κορμß της.
ΠαγιδευμÝνη στη ματιÜ
παραδüθηκε στο αüρατο Üγγιγμα του.
Βυθßστηκε στη μυρωδιÜ του κορμιοý του.
ΑφÝθηκε αμαχητß στη πολιορκßα του,
üχι αδýναμη,
ßση προς ßσο.
Πρüσφερε το μυαλü της,
δþρο ακριβü,
στον κατακτητÞ του κορμιοý της

Κι εκεßνος,
σεβüμενος τη προσφορÜ,
Üγγιξε το κορμß της.
Γεýτηκε τα χεßλη της.
¢φησε την ανÜσα του,
βαρειÜ και καυτÞ καθþς Þταν,
ν' αναστατþσει τη σÜρκα της.
Γεýτηκε τους καρποýς της.
¹πιε νερü απ' τη πηγÞ της.
¸δωσε τη μÜχη του μÝσα της.
ΠολιορκητÞς και κατακτημÝνη,
ενωμÝνοι χαμογÝλασαν.
¸κλεισαν τη στιγμÞ
στην αγκαλιÜ και στο φιλß...

...Σαν Üλλη ΕλÝνη παραδüθηκε
στα χÝρια του ΠÜρη
ζþντας τον πüλεμο
του Πριν και του ΜετÜ!

                                                                                                        ΕλÝνη ΠαππÜ


                                    Hopper: ΚαλοκαιρινÜ Εσþψυχα

58.
    Το Τραγοýδι Της Πüλλυ ΠÞτσαμ

ΚÜποτε νüμιζα, üταν Þμουν ακüμα αγνÞ
-αγνÞ ναι, üπως Þσουν κι εσý-
ºσως Ýρθει και σε μÝνα κÜποιος μια φορÜ
Και θα πρÝπει να ξÝρω τι να ειπþ.
Κι αν Ýχει λεφτÜ
Κι αν εßναι κýριος
Κι αν ο γιακÜς του εßναι πÜντα καθαρüς
Κι αν ξÝρει üλα üσα θÝλει μια κυρßα
Θα του πω "üχι"!
ΚρατÜει τüτε κανεßς το κεφÜλι ψηλÜ
Και μÝνει ολüτελα αδÝσμευτος.
ΒÝβαια, üλη τη νýχτα λÜμπει το φεγγÜρι
ΒÝβαια, το βαρκÜκι δÝνεται στην üχθη
¼μως Üλλο τßποτα.
Ε δε γßνετ' Ýτσι σκÝτα να ξαπλþνεσαι!
Ναι, σκληρüς κι Üκαρδος να 'ναι κανεßς.
Ναι, μποροýσαν τüσα να γßνουν.
Μα αχ, τüτε μονÜχα το "üχι".

Ο πρþτος που Þρθε Þταν απ' το Κεντ
Κι Þταν πολý καθωςπρÝπει.
Ο δεýτερος εßχε τρßα καρÜβια αραγμÝνα
Κι ο τρßτος χαμÝνο το νου του για μÝνα.
Κι αν εßχαν λεφτÜ
Κι αν Þταν κýριοι
Κι αν ο γιακÜς τους Þταν πÜντα καθαρüς
Κι αν Þξεραν üλα που θÝλει μια κυρßα
Εγþ üμως τους εßπα: "¼χι".
ΚρατÜει κανεßς το κεφÜλι ψηλÜ.
Κι Ýμεινα ολüτελα αδÝσμευτη.
ΒÝβαια, üλη τη νýχτα το φεγγÜρι
ΒÝβαια, το βαρκÜκι δÝθηκε στην üχθη.
¼μως Üλλο τßποτα.
Ε δε γßνετ' Ýτσι σκÝτα να ξαπλþνεσαι!
Ναι, Ýπρεπε σκληρÞ κι Üκαρδη να 'μαι.
ΒÝβαια, μποροýσανε τüσα να γßνουν!
Τüτε üμως μονÜχα το "üχι".

ΑλλÜ μια μÝρα, με γαλÜζιο ουρανü
¹ρθ' Ýνας, χωρßς παρακÜλια
ΚρεμÜει το καπÝλο στο καρφß στη κÜμαρÜ μου
Και δεν Þξερα πια τι να ειπþ.
Κι αν δεν εßχε λεφτÜ
Κι αν κýριος δεν Þταν
Κι ο γιακÜς του οýτε τις σκüλες καθαρüς
Κι αν δεν Þξερε üσα θÝλει μια κυρßα
Σ' αυτüν δεν εßπα "üχι".
Τüτε ψηλÜ δε κρατÜς το κεφÜλι
Οýτε μÝνεις Üλλο πια αδÝσμευτη.
Αχ, Ýλαμπε üλη τη νýχτα το φεγγÜρι
Και το βαρκÜκι λýθηκε απ' την üχθη.
Κι οýτε μποροýσε να γßνει κι αλλοιþς.
Τüτε πια, τι να κÜνεις, ξαπλþνεσαι.
Δε μπορεßς να 'σαι σκληρÞ, οýτε Üκαρδη.
Αχ, πüσα πολλÜ Þταν να γßνουν
Τüτε "üχι" δεν υπÞρχε πια...
                                                                                                               Μπρεχτ


            Schiele: ΓυμνÞ ΜελαχροινÞ Με ΣηκωμÝνο Φüρεμα

59.
         ΠολυξÝνη

Bρυκüλακες αλαλÜζοντες
και σιδηροπαγεßς αýραι
μοý Ýφεραν χτες,
περß το μεσονýκτιον,
μεσουρανοýντος του ηλßου της δικαιοσýνης,
και του ΠαναγÞ του Kουταλιανοý.

H πßκρα μου στÜθηκε μεγÜλη!
MÝχρι της στιγμÞς εκεßνης επßστευα
εις τα προφητικÜ ορÜματα των τορναδüρων,
πρüσμενα τους χρησμοýς
των αλλοφρüνων ιππÝων,
προσδοκοýσα τας μεταφυσικÜς
επεμβÜσεις των αγαλμÜτων.
Mε γαλÞνευε η ιδÝα του πτþματüς μου.
 
H μüνη μου χαρÜ
Þταν οι πλüκαμοι των μαλλιþν της.
¸σκυβα ευλαβικÜ και φιλοýσα
την Üκρη των δακτýλων της.
Παιδß ακüμα, στην δýσιν του ηλßου,
Ýτρεχα ωσÜν τρελλüς
να προφτÜσω να κλÝψω, πριν νυχτþσει,
τα λησμονημÝνα σκιÜχτρα
μες απ' τα χωρÜφια.

Kαι üμως την Ýχασα,
μπορþ να πω μες απ' τα χÝρια μου,
ωσÜν να μην Þταν ποτÝ
παρÜ Ýνα απατηλüν üραμα,
παρÜ Ýνα κοινüτατο σφυρß.
 
Στη θÝση της βρÝθηκε
μονÜχα Ýνας καθρÝπτης.
Kι üταν Ýσκυψα να δω
μÝσα σ' αυτüν τον καθρÝφτη,
δεν εßδ' Üλλο τßποτε
παρÜ μüνο δýο μικρÜ λιθÜρια:
 
το Ýνα ελÝγετο ΠολυξÝνη,
και το Üλλο,
ΠολυξÝνη επßσης.
                                                                                                       Εγγονüπουλος


                                Munch: Γυμνü Γονατιστü (¢ννα)

60.
                                   Μια ΕρωτικÞ Υπüθεση

     Ο μεγÜλος Ýρωτας του ΠραξιτÝλη Þταν η Φρýνη, μια πρüσφυγας απü τις ΘεσπιÝς που ζοýσε στην ΑθÞνα. Η ερωτικÞ αυτÞ σχÝση ξεκßνησε το 367-366 π.Χ. ΠοιÜ Þταν üμως η Φρýνη; Το πραγματικü üνομÜ της Þταν ΜνησαρÝτη κι εßχε γεννηθεß στις ΘεσπιÝς, γýρω στο 385 π.Χ.. ¹τανε κüρη του πÜμφτωχου ΕπικλÞ κι Ýβγαζε τα προς το ζην, μαζεýοντας και πουλþντας κÜπαρη. ¼μως, οι φιλοδοξßες της νεαρÞς την οδÞγησαν στην ΑθÞνα, üπου Ýχτισε τη λαμπρÞ της καριÝρα. Ξεκßνησε να εργÜζεται ως αυλητρßδα κι η ομορφιÜ κι η γοητεßα της πολý γρÞγορα την Ýκαναν να ξεχωρßσει. ¼ταν Ýγινε εταßρα*, Üλλαξε το üνομÜ της σε Φρýνη κι Ýτσι Ýχει μεßνει γνωστÞ μÝχρι σÞμερα. Το üνομα "Φρýνη" προερχüταν απü τους μικροýς βατρÜχους, που εßναι σχεδüν διÜφανοι üταν γεννιοýνται. Το δÝρμα της Þταν εξßσου λευκü κι αψεγÜδιαστο. ¼πως και πολλÝς Üλλες εταßρες, φημιζüτανε για τις υψηλÝς τιμÝς της. Μßα νýχτα μαζß της κüστιζε μßα μνα, δηλαδÞ 100 δραχμÝς. Το ποσü Þτανε τερÜστιο, αλλÜ κανεßς δεν Ýμεινε παραπονεμÝνος (και κανεßς δεν σε ‘βαζε με το ζüρι! ΛÝω εγþ).
     ΛÝνε πως Üλλαζε τις τιμÝς, ανÜλογα με τη συμπÜθεια που Ýτρεφε για τον κÜθε πελÜτη της. Γι' αυτü προσÝφερε δωρεÜν της υπηρεσßες της στον φιλüσοφο ΔιογÝνη, που τον εκτιμοýσε πολý. Φαßνεται πως εßχε μεγÜλη πÝραση στις γυναßκες. ΑντιθÝτως, üταν αντιπαθοýσε κÜποιον, αρνοýνταν να τον δεχτεß σαν πελÜτη, üσα χρÞματα κι αν της Ýδινε (μεγÜλη μαγκιÜ, ξαναλÝω εγþ). ΚÜποια στιγμÞ, τη προσÝγγισε ο ρÞτορας Ευθßας κι αυτÞ απÝρριψε üλες του τις προτÜσεις, γιατß τονε θεωροýσε πολý Üσχημο κι αγενÞ. Ο Ευθßας θßχτηκε (Ε! Ευθßας & εýθικτος… λογικü θα μου πεßτε, τριτοξαναλÝω εγþ) κι αποφÜσισε να τιμωρÞσει την αυθÜδη εταßρα. Τη κατηγüρησε üτι προσπαθοýσε να εισÜγει στην ΑθÞνα μßα θρησκεßα απ' τη ΘρÜκη, που θα 'βλαπτε τα Þθη των νεαρþν κοριτσιþν. ΑυτÞ Þταν ßσως η πιο συνηθισμÝνη κατηγορßα στην αρχαßα ΑθÞνα. Την Ýσυρε στο δικαστÞριο, üπου την εκπροσþπησε ο πρþην εραστÞς της, Υπερεßδης.
     ΠαρÜ το ανυπüστατο της κατηγορßας, η δßκη δεν εξελισσüταν αισßως. Οι δικαστÝς φαßνονταν να Ýχουν πειστεß απ' το κατηγορητÞριο και πßστευαν üτι ο Υπερεßδης Þταν επηρεασμÝνος απ’ τη σχÝση του με τη Φρýνη. Λßγο πριν παρθεß η τελικÞ απüφαση, ο Υπερεßδης τρÜβηξε την εταßρα στο κÝντρο του δικαστηρßου, για να μποροýν να τη δουν üλοι. Χωρßς να πει κουβÝντα, Ýσκισε τα ροýχα της κι αποκÜλυψε στον κüσμο, το εκθαμβωτικÜ üμορφο κορμß της. Οι δικαστÝς τα χÜσανε. Νüμισαν üτι Ýβλεπαν μπροστÜ τους την ßδια τη ΘεÜ Αφροδßτη. Οι φÞμες για το απαρÜμιλλο κÜλλος της εταßρας αποδεßχθηκαν αληθινÝς. Την εποχÞ εκεßνη, ο κüσμος πßστευε üτι η σωματικÞ ομορφιÜ εßχε σχÝση με το Þθος και την εýνοια των Θεþν. ¼ταν οι δικαστÝς αντßκρισαν τη τελειüτητα της Φρýνης (!!!), πεßστηκαν üτι αν καταδßκαζαν αυτÞ τη γυναßκα, καταδßκαζαν την αγαπημÝνη των Θεþν. Η εταßρα αθωþθηκε κι η φÞμη üτι Þταν η επßγεια ΘεÜ Αφροδßτη εξαπλþθηκε. Η Φρýνη Þτανε πλÝον απ’ τις διασημüτερες εταßρες της αρχαßας ΕλλÜδας. Εßχε συγκεντρþσει τüσα πλοýτη, που προσφÝρθηκε να ξαναχτßσει τα τεßχη της ΘÞβας, που 'χε καταστρÝψει ο Μ. ΑλÝξανδρος το 336 π.Χ. Το μüνο που ζÞτησε σαν αντÜλλαγμα, Þταν να προστεθεß μßα επιγραφÞ που θα Ýλεγε: "ΚαταστρÜφηκαν απü τον ΑλÝξανδρο, επισκευÜστηκαν απü τη Φρýνη την εταßρα". Οι Θηβαßοι απÝρριψαν τη πρüτασÞ της, απü φüβο μÞπως προσβÜλλουν τον ΑλÝξανδρο.
     Ο ΠραξιτÝλης λοιπüν την εßδε πρþτη φορÜ στη διÜρκεια μιας γιορτÞς. Η Φρýνη φρüντιζε να μη δεßχνει ποτÝ το γυμνü κορμß της δημοσßως, για να διατηρεß την αßγλη της. ¼μως σε κεßνη τη γιορτÞ, χωρßς καμμßα ντροπÞ, Ýλυσε τα μαλλιÜ, Ýβγαλε το χιτþνα της και βοýτηξε αμÝριμνη στη θÜλασσα. Οι παρευρισκüμενοι πßστεψαν πÜλι, πως Ýβλεπαν μπροστÜ τους την Αφροδßτη. Πολý γρÞγορα, ο ΠραξιτÝλης Ýγινε Ýνας απ’ τους πιο αφοσιωμÝνους εραστÝς της. ΛÝγεται πως Þταν ο μüνος που αγÜπησε πραγματικÜ η εταßρα. ¸γινε η μοýσα του και με πρüτυπο εκεßνη, Ýφτιαξε 3 αγÜλματα. Το 1ο το αγüρασαν οι Κνßδιοι κι Ýγινε ξακουστü ως η Αφροδßτη της Κνßδου. Το 2ο Þταν απü πεντελικü μÜρμαρο κι ο ΠραξιτÝλης το δþρισε στη γενÝτειρα της Φρýνης, στις ΘεσπιÝς. Το 3ο Þταν ολüχρυσο και στÞθηκε στους Δελφοýς. Η Φρýνη, παρÜ τον ÝρωτÜ της, δεν Ýχανε ευκαιρßα να αποκομßσει δþρα απ' τον ΠραξιτÝλη. ΚÜποια στιγμÞ της εßπε, üτι θα της Ýδινε üτι του ζητοýσε. Εκεßνη Þθελε το μεγαλýτερο αριστοýργημÜ του. Τüτε ο ΠραξιτÝλης της απÜντησε, üτι δεν μποροýσε να ξεχωρßσει ανÜμεσα στα Ýργα του, ßσως για να αποφýγει να της δþσει το αγαπημÝνο του. Η πανοýργα Φρýνη δεν τον πßστεψε. ¸βαλε Ýναν υπηρÝτη του ΠραξιτÝλη να φωνÜξει μες στη μÝση της νýχτας, üτι εßχε πÜρει φωτιÜ το εργαστÞρι του γλýπτη. Ο ΠραξιτÝλης Ýντρομος, ζÞτησε να βγÜλουν Ýξω το Üγαλμα του ¸ρωτα. Η Φρýνη, που Þτανε ξαπλωμÝνη δßπλα του, χαμογÝλασε πονηρÜ και τον ενημÝρωσε üτι το εργαστÞριο δεν κινδýνευε. Εκεßνη εßχε στÞσει üλο το σχÝδιο, για να μÜθει ποιο Þτανε το αγαπημÝνο του Ýργο.
 -"Τον ¸ρωτα θα μου δþσεις", του εßπε κι ο ΠραξιτÝλης δεν μπüρεσε ν' αρνηθεß.

     Η Φρýνη εßχε βÜλει στοßχημα, üτι κανεßς Üντρας δεν μποροýσε να αντισταθεß στα κÜλλη της. ΕπÝλεξε ως θýμα το φιλüσοφο ΞενοκρÜτη, μαθητÞ του ΠλÜτωνα και δÜσκαλο του ΔημοσθÝνη. ΠÞγε στο σπßτι του και ζÞτησε να διανυκτερεýσει εκεß, με τη δικαιολογßα üτι τη κυνηγοýσανε ληστÝς. Ο ΞενοκρÜτης τη φιλοξÝνησε. Τη νýχτα, η Φρýνη μπÞκε κρυφÜ στο δωμÜτιü του και ξÜπλωσε δßπλα του. Ο φιλüσοφος δεν ενÝδωσε στον πειρασμü. Της ζÞτησε να επιστρÝψει στο δωμÜτιü της κι αυτÞ υπÜκουσε απογοητευμÝνη. Την επüμενη μÝρα, üταν γνωστοποιÞθηκε η αποτυχßα της, η Φρýνη προσπÜθησε να δικαιολογηθεß λÝγοντας:
 -"ΣτοιχημÜτισα να νικÞσω Üνθρωπο, üχι Üγαλμα".

     Η εταßρα συνÝχισε να ασκεß το επÜγγελμÜ της ακüμα και σε μεγÜλη ηλικßα. Ο αισθησιασμüς κι η γοητεßα της δεν εξασθÝνησαν με τη πÜροδο του χρüνου. Υπολογßζεται üτι πÝθανε γýρω στα 310 π.Χ. Ο ΠραξιτÝλης φιλοτÝχνησε Ýνα Üγαλμα ¸ρωτα προκειμÝνου να εκφρÜσει τη δικÞ του κατÜσταση ως σκλαβωμÝνου απü αγÜπη προς τη Φρýνη, δηλþνοντας απερßφραστα το μÞνυμα αυτü σ' επßγραμμα που χαρÜχτηκε στη βÜση του αγÜλματος. Δþρισε το Üγαλμα αυτü στη Φρýνη κι εκεßνη το αφιÝρωσε στο ιερü του ¸ρωτα στις ΘεσπιÝς. Ο ¸ρωτας αυτüς βρισκüτανε στ' αριστερÜ του θεατÞ μßας τριÜδας αγαλμÜτων, που περιλÜμβανε το πορτραßτο της Φρýνης στο μÝσο και την Αφροδßτη στα δεξιÜ. Η Φρýνη δοξÜστηκε ως ο καλλßτερος τρüπος για τον επßγειο κüσμο να γνωρßσει τη θεúκÞ αγÜπη (¸ρωτα) και τη θεúκÞ ομορφιÜ (Αφροδßτη). Σþζεται Ýνα απüσπασμα μßας επιστολÞς της Φρýνης προς τον ΠραξιτÝλη με το σχüλιü της για τη τριÜδα των Θεσπιþν. Ο ΠραξιτÝλης δημιοýργησε την Αφροδßτη της Κνßδου χρησιμοποιþντας τη Φρýνη ως μοντÝλο για το σþμα της θεÜς. ΕπιπλÝον, η γυναßκα αυτÞ Þταν επßσης το μοντÝλο για το χÜλκινο Üγαλμα μιας εýθυμης εταßρας που δημιοýργησε.
_______________
   * Ο üρος "εταßρα" στην Αρχαßα ΕλλÜδα δεν εßχε τους σημερινοýς ηθικοýς φραγμοýς και φυσικÜ δεν Þταν πüρνη. Οι πüρνες (τüτε, üπως και σÞμερα) προσφÝρανε δημüσια σεξουαλικÝς υπηρεσßες στο σýνολο του αντρικοý πληθυσμοý, ενþ η εταßρα Þτανε μακροχρüνια ερωτικÞ σýντροφος ενüς ανδρüς. Οι εταßρες αποτελοýσανε τις μοναδικÝς γυναßκες στην αρχαßα ΕλλÜδα, με εξαßρεση τις ΣπαρτιÜτισσες, που απολÜμβαναν την ανεξαρτησßα τους και μποροýσαν να διαθÝτουνε προσωπικÞ περιουσßα.
_______________


                            Léon Bakst: Η Κßτρινη ΣουλτÜνα (1916)

61.
                 ¸να Ποßημα

Θα 'θελα να 'μουνα φωλιÜ,
                                  αν Þσουνα μικρü πουλß.

Θα 'θελα να 'μουνα φουλÜρι,
                                  αν Þσουνα λαιμüς και κρýωνες.

Αν Þσουνα η μουσικÞ,
                                  θα Þμουνα εγþ τ' αυτß.

Αν Þσουνα εσý νερü,
                                  θα Þμουν το ποτÞρι.

Αν Þσουνα εσý το φως,
                                  θα Þμουνα το μÜτι.

Αν Þσουν Ýνα πüδι,
                                  θα Þμουνα μια κÜλτσα.

Αν Þσουνα ωκεανüς,
                                  θα Þμουν αμμουδιÜ.

Αν Þσουνα η θÜλασσα,
                                  θα κολυμποýσα μÝσα σου σα ψÜρι.

Αν Þσουνα τ' αλÜτι,
                                  θα 'μουνα το μαροýλι, εν αβοκÜντο,
        Þ αλλιþς Ýνα τηγανητü αυγü.

Αν Þσουνα συ το αυγü,
                                  θα μουν μια φÝτα απü ψωμß.

Αν Þσουνα συ το ψωμß,
                                  θα 'μουν η μαρμελÜδα.

Αν Þσουν μαρμελÜδα,
                                  θα 'μουν ροδÜκινü της.

Αν Þσουνα ροδÜκινο,
                                  θα 'μουνα το δεντρß σου.

Αν Þσουν εσý το δεντρß,
                                  θα Þμουν οι χυμοß σου,
για να κυλþ στα χÝρια σου,
                                  σαν τις σταγüνες αßμα.

Κι αν Þμουν αßμα,
                                  θα ζοýσα στη καρδιÜ σου...

                                       Claudio Bertoni Lemus (11/2/1946 -, Santiago, Chile)


                                Klimt: Ημßγυμνη ΞαπλωμÝνη Πßσω

62.
               Κορßνα

τß κρßμα να τη λεν κορßνα

üταν ο ¹λιος χαμογελÜ στα Κρßνα
κι οι ΛÝξεις θυμο-νιÝς τσαλαβουτÜνε
στο λοýκι του θνητοý ονüματüς της
μια ΣτÝλλα που πια δε τη ζητÜνε
μιαν Ανθü που κορφολüγησεν Ιππüτης
μια ΜαριÜ με το ξεπÜρθενο τσεμπÝρι
μια Βαγγελιþ χωρßς καλü χαμπÝρι

üμως στ' αλÞθεια, θα 'σαι η κορßνα,
που μÜτωσε πÜνω στις üχθες του κλαβιÝ,
που μÝτρησεν επ-ακριβüς τη θειÜ-Σελýνει
και που τη βρÞκε λÞγει... ω!, κορßνα!
χωρßς εδþ, χωρßς εκεß κι αν(επ)εσθÞτος,
ενýσταξεν ο ¹λιος δßχως ΛÝξεις,
που θυμονιÝς σκασμÝνες απü δßψα,
πνßγονται μες στο κρßμα σου, κορßνα
                                                                                    ΠÜτροκλος  (ΜÜρτης '07)


                   Feodor Rojankovsky: Χωρßς Τßτλο (1925)

63.

Κι αν Ýρθει
αυτü που λÝνε
"τÝλος"
ας εßναι þρα
πρωινÞ
μετÜ απ' τον καφÝ
την þρα που γυρνþ ξανÜ
μες τα σεντüνια
να σου πω
"μη σηκωθεßς
για τη δουλειÜ
Ýχουμε ακüμη
δυο λεπτÜ
να κÜνουμε
πως τÜχα
γνωριστÞκαμε".
                                                                                            Αγγελßνα Ρωμανοý


                   Feodor Rojankovsky: Χωρßς Τßτλο (1930)

64.
¼ταν Σε Δαγκþνω

¼ταν σε δαγκþνω,
το αßμα σου
Ýρχεται στο στüμα μου·
κι Ýπειτα
εξανεμßζεται

στις γαλÜζιες σου φλÝβες.
                                                                   Λüρκα (μτφρ.: ΑγαθÞ Δημητροýκα)

Στου Βελονιοý Την ¢κρη

Στον αγÝρα - στον αγÝρα παν
της αγÜπης μου οι στεναγμοß
στον αγÝρα - στον αγÝρα παν
και στα μÜτια μου φÝρνουν βροχÞ.

ΣταλαγματιÜ το δÜκρυ
κι εσý που καρτερþ
στου βελονιοý την Üκρη
στης νýχτας το φτερü.

Στον αγÝρα - στον αγÝρα παν
οι ελπßδες μου σαν τα πουλιÜ
στον αγÝρα - στον αγÝρα παν
μα δε βρßσκουν να χτßσουν φωλιÜ.
                                                             Λüρκα (απüδ.: ΛευτÝρης Παπαδüπουλος


                         Klimt: ΚαθιστÞ Γυναßκα Με ΑνοιχτÜ Πüδια

65.
             Ο Πρþτος ¸ρωτας

¼ταν Ýνας Üντρας αγαπÜει μια γυναßκα
Τη παßρνει καταρχÞ στα γüνατÜ του
Φροντßζει να της βγÜλει τη φουστßτσα
¿στε το πανταλüνι του να μη καταστραφεß
Γιατß το ýφασμα πÜνω στο ýφασμα
Φθεßρει το ýφασμα.
Κατüπι με τη γλþσσα του
κοιτÜει αν της Ýγινε

ΣωστÜ η αφαßρεση αμυγδαλþν
Αλλιþτικα υπÜρχει φüβος μüλυνσης.
ΜετÜ, για να μη μÝνουνε τα χÝρια του αδρανÞ
ΨÜχνει βαθιÜ, üσο μπορεß βαθýτερα
Ωσüτου ανακαλýπτει την ουρÜ
Απü 'ναν Üσπρο ποντικü
Που 'χει βαφτεß στο αßμα
Και μαλακÜ τραβÜει τη κλωστÞ
Να φτÜσει ως το ταμπüν...
                                  Μπορßς ΒιÜν (μτφρ.: ΦωστιÝρης & Θαν. ΝιÜρχος)


                             Schiele: ΒλÝποντας ¸να ¼νειρο

66.

Με νερεß
εκ του νερþ
κι αυτüς ελÜφι
μ' Ýνα πανß στους þμους
σα νýφη εγγαστρßμυθος
και στοπ εδþ
μα το υπογÜστριο
Α, αυτü το υπογÜστριο
Αýγουστος με βασιλιÜ
διþρυγα στο δüντι ενüς
βρωμüλογου
σταλαγματεß
μοσχοκαρφþνεται
κι αυτüς εκεß
ενýπνιος
βαθιÜ περνÜ τα δÜκτυλα
μες τα μαλλιÜ και
συνεχþνεται...
                                                                                          Αγγελßνα Ρωμανοý


                           Feodor Rojankovsky: Ο ΜατÜκιας

67.
           Ουρανßα

Ποý τρÝχει ο λογισμüς σου
ολονυχτßς, απ' το παρÜθυρο
στο καναπÝ του σαλονιοý
κι απ' το τραπεζÜκι της κουζßνας,
στ' Üστρα.

Δεν κουρÜστηκες να κλþθεις
την ßδια πυζÜμα
με τα λουλουδÜκια,
που μÜζευες μικρÞ,
πριν τον μαÀστρο.


Σε κοιτÜζω και δακρýζει η ψυχÞ μου,
η παρÜστασÞ σου τüσον Üρτια.
Μη λογαριÜζεις Üλλο χειμþνα,
στις πÝτρες.

Καιρüς να τυλιχτεßς στις φλüγες
και να επιστρÝψεις Üφθαρτη,
Üχραντη κι üπως παλιÜ,
ξανÜ στο πατρικü σου.
                                                                                        ΠÜτροκλος (Ιοýνης '07)


                             Schiele: ΓυμνÞ Γυναßκα

68.
                    ΗλακÜτη
(
απüσπ.)
Απ’ τ' Üσπρα σου Üτια πήδηξες με Üλμα τρελό

μες στου βυθοý της θÜλασσας  τ’ Üπειρο κýμα:
"Σ' έπιασα!", δυνατÜ φωνÜζω, αχ! Βαυκßδα μου.
¹μουν η μÜνα ‘γþ του παιχνιδιοý και συ Þσουν η χελþνα
που πÜνω-κÜτω πÞδαγες  στο χüρτο της αυλÞς μας.

Για üλα, καημÝνη μου, βαριÜ στενÜζω και θρηνþ,
μες στη καρδιÜ, χνÜρια ζεστÜ βρßσκονται ακüμα,
üμως εκεßνα που ‘διναν χαρÜ, üλα ‘χουν γßνει στÜχτη.
ΚοριτσÜκια μικρÜ, σα μεγÜλες κυρßες ντυμÝνα,
στη κÜμαρÞ μας χαρωπÜ που παßζαμε μικρÜ
ξÝνοιαστα τις κουκλßτσες μας κρατþντας γελαστÜ,
νωρßς εßχ’ Ýρθει η μÜνα να μοιρÜσει το μαλλß
στις πιστÝς υπηρÝτρες και ζητοýσε απü σÝνα
το φρÝσκο κρÝας να παστþσετε μαζß.

ΘυμÞσου τι φüβο, η Μορμþ μÜς γεννοýσε
εßχ’ αυτιÜ μυτερÜ και στρεβλÜ περπατοýσε,
συνεχþς με γκριμÜτσες φριχτÝς Üλλαζ’ üψη.
Μα σε κλßνη ανδρüς μüλις Ýπεσες, üλα μικρÞ,
παιδοýλα ακüμα, στο κüρφο της μÜνας
 τα ξÝχασες πια, üλα üσ’ Üκουγες κει.

Αχ, Βαυκßδα, καλÞ μου, λησμονιÜ στη καρδιÜ
η θεÜ Αφροδßτη  κρυφÜ σου ‘χε βÜλει.
Μα πικρÜ τþρα κλαßω, τη κηδεßα σου αφÞνω,
δε βαστÜνε τα πüδια να βγω απ’ το σπßτι,
δε βαστþ το κορμß σου νεκρü ν' αντικρýσω
δε μπορþ να θρηνþ με λυτÜ τα μαλλιÜ μου
ολοπüρφυρο πÝνθος μοý διαλεß τη καρδιÜ μου.
 …
¢δικα πÜν’ τα κλÜιμματα απü εδþ, ως τον ¢δη
ΣιγÞ σκεπÜζει τους νεκροýς , τα μÜτια τους, σκοτÜδι.

           Επßγραμμα Στη Βαυκßδα

¿ στÞλη και σειρÞνες μου και συ, που κρýβεις τþρα
μÝσα σου, κÜσα πÝνθιμη, μια φοýχτα μου σποδü,
σ’ üσους στο μνÞμα μ’ Ýρχουνται, πεßτε καλÞ τους þρα,
εßτε δημüτες λÝγονται Þ ξÝνοι Þρθαν εδþ,
και πως ο τÜφος με βαστÜ -πεßτε το- και νυφοýλα
και πως Βαυκßδα μ' Ýλεγαν και πως γενιÜ κρατþ
απü τη ΤÞνο -να το δουν - και πως η αδερφοýλα
η ¹ριννα, το επßγραμμα μοý ‘χει χαρÜξει αυτü.
                                                                                                                  ¹ριννα 


                                Modigliani: Γυμνü Με ΞÝπλεκα ΜαλλιÜ

69.
       Κýκνειον ¢σμα

Το κýκνειον Üσμα με γοÞτευε ανÝκαθεν
περισσüτερο απ' τον κýκνο.
Επικüτερο του Ýπους
λυρικüτερο της βιüλας
λÜβα που πÜγωσε απüτομα
σπασμüς για πÜντα
γρανιτÝνιος.

ΑλλÜ ο κüσμος δεν πεθαßνει καθþς το θÝλει ο ποιητÞς
οýτε με κρüτο οýτε με λυγμü πνιχτü
μα διολισθαßνει
πρþτα απ' τα μÜτια κι ýστερα απ' τα λαιμÜ.
Τα σπλÜχνα μüνο κρατÜνε την ανÜμνηση
που βγαßνει Üσχημα σε νüσο
αυτοÜνοσο.
                                                               Σταυροýλα ΑντζουλÜκου (Μüνα)


                                    Klimt: Η Αλληγορßα Του Γλυπτοý

70.
                  ¢σμα ΑσμÜτων
                         (απüσπ.)
ΑυτÞ:
¼λη τη νýχτα στο κρεββÜτι μου,

ποθοýσα τον, που αγαπÜ η καρδιÜ μου.
Τον αναζÞτησα παντοý μα δεν τον βρÞκα.
Θα σηκωθþ τþρα να πÜω στη πüλη,
στους δρüμους, στις πλατεßες, στα σοκÜκια
και θα γυρÝψω τον, που λαχταρþ.
¸τσι, τον Ýψαξα παντοý μα δεν τον βρÞκα.

Με βρÞκανε οι φýλακες
που κÜνανε τη γýρα τους στη πüλη.
"ΒρÞκες αυτüν που λαχταρÜ η καρδιÜ σου";
ΠοτÝ δεν τον ξεπÝρασα,
σαν βρÞκα αυτüν που αγαπÜ η καρδιÜ μου.
Τον κρÜτησα και δεν τον Üφησα να φýγει,
μÝχρι που τον Ýφερα μαζß μου,
στο σπßτι της μητÝρας μου.
Σ' αυτü το δωμÜτιο που μ' Ýπιασε.

Κüρες της ΙερουσαλÞμ, σας εξορκßζω,
που σα γαζÝλλες τρÝχαλατε γýρα:
Μη μου ξυπνÜτε την αγÜπη μου
μÝχρι να με χορτÜσει üσο πεθυμÜ.

ΠοιÜ εßναι αυτÞ που φαßνεται
να βγαßνει απü την Ýρημο
ψηλÞ σαν στÞλη απü καπνü,
αλατισμÝνη με θυμßαμα και μýρο
φτιαγμÝνο μ' üλα τα μπαχαρικÜ
αρωματισμÝνη με μýρο και θυμßαμα,
φτιαγμÝνο απ' üλα τα μπαχÜρια τ' εμπορßου;

Δες! Εßν' η Üμαξα του Σολομþντα,
με συνοδειÜ εξÞντα μαχητþν,
του ΙσραÞλ ο πιο ευγενικüς,
üλοι φοροýσαν το σπαθß,
üλοι Ýμπειροι στη μÜχη,
κι αυτüς με το σπαθß στο πλÜι,
σαν Ýτοιμος για της νυχτιÜς τη μÜχη...

Ο ΒασιλÝας Σολομþν την Üμαξα
για μας την Ýκανε
με Λßβανου το ξýλο.
Τις θÝσεις της απü ασÞμι,
τη βÜση της απü χρυσü,
το κÜλυμμÜ της πορφυρü,
το μÝσα της επιστρωμÝνο με αγÜπη.

Κüρες της ΙερουσαλÞμ, βγεßτε Ýξω,
και δÝστε σεις, οι κüρες της Σιþν,
τον ΒασιλÝα Σολομþντα που φορÜ,
το στÝμμα που στεφÜνωσε η μητÝρα,
του γÜμου μας τη μÝρα,
τη μÝρα που τον χÜρηκ' η καρδιÜ μου.

Αυτüς:
Τß üμορφη που εßσαι, αγÜπη μου!
Ω, πüσον üμορφη, η αγÜπη μου!
Τα μÜτια σου πßσω απ' το πÝπλο
εßναι σαν δυο περιστÝρια.
Τα μαλλιÜ σου, Ýνα κοπÜδι κατσßκες
που κατεβαßνουν απαλÜ
απü τους λüφους της ΓαλαÜδ.

Τα δüντια σου Ýνα κοπÜδι αρνιÜ
που μüλις βγÞκαν απü τη κουρÜ
κι απü το πλýσιμο.

ΚαθÝνα τους Ýχει το δßδυμο του,
κανÝνα τους δεν εßν' μüνÜχο.
Τα χεßλη σου εßν' αιμÜτινα,
σαν μßα Üλικη κορδÝλα,
το στüμα σου εßναι υπÝροχο.

Οι μαστοß σου πßσω απ' το πÝπλο
εßναι σαν φρεσκοκομμÝνα ρüδια.
Ο λαιμüς σου υψþνεται κυκνßσια
σαν τον πýργο του Δαβßδ,
που 'ναι χτισμÝνος με πÝτρες,
κι επÜνω κρÝμονται χßλιες ασπßδες,
üλες ασπßδες πολεμÜρχων.

Το σαγηνευτικü σου στÞθος
εßναι σα δυο λαφßνες.
Σα δßδυμες γαζÝλλες
που τρÝχουνε ανÜμεσα στα κρßνα.
ΜÝχρι να ξημερþσει η μÝρα
και οι σκιÝς της νýχτας να 'χουν φýγει,
θα παω στου μýρου το βουνü
και στο βουνü του λιβανιοý.
Ω! Πüσον üμορφη, η αγÜπη μου,
χωρßς οýτε μικρü Ýνα ψεγÜδι.

¸λα μαζß μου απü το Λßβανο, ταßρι μου,
Ýλα μαζß μου απü το Λßβανο.
ΚατÝβα απü της ΑμÜνα τη κορφÞ,
απ' τη κορφÞ του Σενßρ, τη κορφÞ του Ερμüν,
απ' τα κρησφýγετα των λιονταριþν,
που στοιχειþνει λεοπαρδÜλεις.
Μου 'κλεψες τη καρδιÜ, ταßρι μου κι αδελφÞ.
Μου 'κλεψες τη καρδιÜ,
με μια ματιÜ στα μÜτια σου,
με Ýνα κüσμημα απ' το κολιÝ σου.

Πüσο γλυκειÜ εßν' η αγÜπη σου,
αδελφÞ και ταßρι μου!
Γλυκýτερη απ' το κρασß
εßν' η αγÜπη σου,
και η οσμÞ του αρþματüς σου
πιüτερη κι απü μπαχαρικü!
Τα χεßλη σου στÜζουνε μÝλι
στα χεßλη, νýφη μου,
ΣταλÜζει απ' τη γλþσσα σου,
το γÜλα και το μÝλι.
Η μυρωδιÜ των ροýχων σου
εßναι σαν Üρωμα ΛιβÜνου.

Εßσαι Ýνας κÞπος κλεισμÝνος,
αδελφÞ και νýφη μου.
Εßσαι σαν Ýνα σφραγισμÝνο σιντριβÜνι.
Το φυτü σου εßναι περιβüλι με ρüδια,
και φροýτα επιλογÞς,
με χÝννα, νÜρδο και σαφρÜν,
κÜλαμο και κανÝλλα,
με κÜθε εßδος λιβανιοý,
με μýρο και αλüη
και τα καλλßτερα μπαχαρικÜ.
Εßσ' Ýνα συντριβÜνι στον κÞπο,
πηγÜδι με νερü που ρÝει,
κατεβαßνοντας απü τον Λßβανο.

ΑυτÞ:
Ξýπνα βοριÜ κι Ýλα νοτιÜ,
φυσÜτε ανÝμοι δυνατÜ!
ΦυσÜτε στον κÞπο μου,
þστε τ' ÜρωμÜ του ν' απλþσει παντοý.
ΑφÞστε τον αγαπημÝνο μου
να μπει στον κÞπο μου
να δοκιμÜσει üποια φροýτα διαλÝξει.

Αυτüς:
ΞανÜρθα στον κÞπο σου,
ταßρι μου κι αδελφÞ.

¸χω μαζÝψει το μýρο σου
με το μπαχαρικü μου.

¸χω φÜει τη κηρÞθρα
και το μÝλι μου.

¸χω πιει το κρασß
και το γÜλα σου.

Φßλοι:
ΦÜτε, και πιεßτε φßλοι.

Πιες την αγÜπη σου.

ΑυτÞ:
ΚοιμÞθηκα μα η καρδιÜ μου ξýπνια.
Ακοýω! Ο αγαπημÝνος μου χτυπÜει:
"¢νοιξÝ μου, αδερφÞ μου, αγÜπη μου,
περιστÝρι μου, αψεγÜδιαστο".

Το κεφÜλι μου λοýζεται στη δροσιÜ,
και τα μαλλιÜ μου στÜζουνε
απü της νυχτιÜς την υγρασßα.
¸χω βγÜλει τη ρüμπα μου,
πρÝπει να τη ξαναφορÝσω;
¸χω πλýνει τα πüδια μου,
πρÝπει να τα ξαναλερþσω;

Ο αγαπημÝνος μου Ýσπρωξε
το χÝρι του στο μÜνταλο!
Η καρδιÜ μου Üρχισε
να φτεροκοπÜ στο στÝρνο μου γι' αυτüν.
Σηκþθηκα ν' ανοßξω στην αγÜπη μου,
και τα χÝρια μου στÜζανε μýρο,
τα δÜχτυλÜ μου, Üρωμα που ρÝει,
στις λαβÝς του πüρτας.

¢νοιξα στην αγÜπη μου,
αλλÜ εκεßνος εßχε φýγει.
Βοýλιαξ' η καρδιÜ μου στη φυγÞ του.
Τον Ýψαξα παντοý, μα δεν τον βρÞκα.
Τον φþναξα μα δεν απÜντησε.

Με βρÞκανε οι φýλακες
που κÜνανε τη γýρα τους στη πüλη.
Με χτýπησαν, με χÜλασαν,
μου πÞραν τον μανδýα,
αυτοß οι Üγριοι φýλακες των τειχþν!
Κüρες της ΙερουσαλÞμ, σας εξορκßζω:
Αν βρεßτε την αγÜπη μου,
τι θα του πεßτε;
Πεßτε του πως Ýχω λαβωθεß
βαριÜ, απü αγÜπη.

Φßλοι:
Πþς εßναι ο αγαπημÝνος σου,

απü τους Üλλους ο καλλßτερος;
Συ, η ομορφüτερη των γυναικþν;
Πþς εßναι ο αγαπημÝνος σου
καλλßτερος απü τους Üλλους
και μας πιστþνεις τüσο πολý;

ΑυτÞ:
Ο αγαπημÝνος μου εßναι λαμπρüς
και κατακüκκινος σαν αßμα.
Ξεχωρßζει ανÜμεσα σε δÝκα χιλιÜδες.
Το κεφÜλι του εßναι το πιο αγνü χρυσÜφι.
Τα μαλλιÜ του εßναι κυματιστÜ
και μαýρα σαν κορÜκου.
Τα μÜτια του σαν περιστÝρια
δßπλα στη πηγÞ,
πλυμμÝνα στο γÜλα,
σαν κοσμÞματα, στημÝνα.
Τα μÜγουλÜ του εßναι σα θρüνοι μπαχαρικþν
και βγÜζουν Üρωμα.
Τα χεßλη του εßναι σαν κρßνα
που στÜζουν μýρο.
Τα χÝρια του εßναι ρÜβδοι χρυσοý
τοπÜζινο σετÜκι.

Το σþμα του εßναι
σαν καλογυαλισμÝνο ελεφαντüδοντο,
διακοσμημÝνο με lapis lazuli.
Τα πüδια του εßναι
δυο μαρμÜρινες κολüνες,
στηριγμÝνες σε βÜσεις
απü καθÜριο χρυσü.
Η θþρεια του εßναι
σαν τους κÝδρους του ΛιβÜνου.

Το στüμα του εßναι
η ßδια η γλýκα.
Εßναι υπÝροχος τελεßως.
Αυτüς εßναι ο αγαπημÝνος μου,
αυτüς εßναι ο φßλος μου,
ω! κüρες της ΙερουσαλÞμ!
                                                                   Σολομþντας (απ' το ¢σμα ΑσμÜτων)


                    Feodor Rojankovsky: Ελεýθεροι Στßχοι (1936)
______________

                                                  Επßλογος

     Λοιπüν, πþς σας φÜνηκε; Εγþ απü μÝρους μου, θα κρýψω τις εντυπþσεις και το τß μου προξÝνησαν üλα τοýτα, θα πω μονÜχα τοýτο και να το σκεφτεßτε πολý-πολý, πÜρα πολý καλÜ: ¼λα τα μοντÝλα, που υπÞρξανε πÜλαι ποτÝ, χÜρμα οφθαλμþν καθþς κι οι περισσüτεροι καλλιτÝχνες, εßναι πια στο χþμα και τα κορμιÜ τους τα γευτÞκανε τα ßδια σκουλÞκια. Δεν Ýχω κÜτι να προσθÝσω -καλÜ να 'στε üσο εßμαστε ζωντανοß üλοι μας και ρÝει στις φλÝβες μας γοργü, ζεστü αßμα.
     Ως την επüμενη φορÜ, που θα τα ξαναποýμε. Γιατß... να 'στε σßγουροι, θα τα ξαναποýμε...

                                 ΠÜτροκλος ΧατζηαλεξÜνδρου

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers